Τα πασχαλιάτικα «kulich»
Το «kulich» είναι το παραδοσιακό ρωσικό αφράτο πασχαλινό τσουρέκι, η ονομασία του οποίου προέρχεται από την ελληνική λέξη «κολλίκιον», που σήμαινε κουλούρι. Παρόμοιο με το ιταλικό «panettone», περιέχει πολλά αυγά, σταφίδες και ζαχαρωμένες φλούδες πορτοκαλιού και είναι διακοσμημένο με λευκό γλάσο ζάχαρης και πολύχρωμα τρουφάκια. Το «kulich» ψήνεται σε ψηλό τηγάνι και στη συνέχεια σερβίρεται με την επίσης γνωστή πυραμίδα από τυρί, την «pashka», που είναι συχνά διακοσμημένη με θρησκευτικά σύμβολα, όπως τα γράμματα XB, από το «Christos Voskres», που σημαίνει «Χριστός Ανέστη».
Η τελετουργία της παρασκευής του «kulich» ξεκινά το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης και ολοκληρώνεται το πρωί της Μεγ. Παρασκευής. Το βράδυ της Ανάστασης, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία, κρατώντας στα χέρια ένα πανέρι γεμάτο με χρωματιστά αυγά, πολλά λουλούδια, συνήθως κόκκινα τριαντάφυλλα, το γλυκό «kulich» αλλά και την τυρένια «pashka», για να τα ευλογήσει ο ιερέας. Μετά την ακολουθία της Ανάστασης οι πιστοί μαζεύονται στο γιορτινό λαμπριάτικο τραπέζι, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής και τον ερχομό της πιο φωτεινής ημέρας του έτους. Σύμφωνα με την παράδοση τα «kulich» τρώγονται μέχρι την Τρίτη μετά του Θωμά.
Δυο διηγήματα με τα «kulich» σε πρωταγωνιστικό ρόλο
Το «kulich» παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα δύο παρακάτω ρωσικά πασχαλινά διηγήματα, το πρώτο του Άντον Τσέχοφ (1860 -1904) και το δεύτερο του Μιχαήλ Ζόσενκο (1895 - 1958). Στον «Κοζάκο» του Τσέχοφ, ένας μικροαστός, ο Μαξίμ Τορτσακόφ και η γυναίκα του επιστρέφουν από την λειτουργία της Ανάστασης κρατώντας το αγιασμένο τσουρέκι που πριν από λίγο είχε ευλογήσει ο παπάς. Στα μισά της διαδρομής συναντούν έναν άρρωστο, καταπονημένο κοζάκο, που τους ζητάει λίγο από το τσουρέκι να κολατσίσει και να πάρει δυνάμεις για να συνεχίσει ως το σπίτι του. Η σύζυγος όμως του Μαξίμ αρνείται να «μαγαρίσει» το τσουρέκι, κόβοντάς το πριν φτάσει στο σπίτι, γιατί είναι αμαρτία! «Το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και στον τόπο που πρέπει»! Ο Μαξίμ υπακούει και το ζευγάρι συνεχίζει το δρόμο του για το σπίτι και το γιορτινό τραπέζι. Το τσουρέκι όμως που δεν έδωσαν στον άρρωστο οδοιπόρο στοιχειώνει τον Μαξίμ και παρά τις προσπάθειες που κάνει, δεν καταφέρνει να επανορθώσει την αδικία που διέπραξε. Η αρχική του ευφορία χάνεται και τίποτα δεν του δίνει πια χαρά. Ακόμη και η νεαρή γυναίκα του, που πριν του φαινόταν όμορφη, αγαθή και μειλίχια, τώρα μοιάζει στα μάτια του άσχημη, άκαρδη και ανόητη. Η αφόρητη θλίψη που νιώθει τον οδηγεί στο ποτό κι από κει μοιραία στην καταστροφή!
Στο διήγημα του Μιχαήλ Ζόσενκο «Ένα πασχαλιάτικο περιστατικό», ο ήρωας αφηγείται με χιουμοριστική διάθεση την περσινή περιπέτειά του με το τσουρέκι, που όχι μόνο δεν κατάφερε να ευλογηθεί, αλλά πατήθηκε στον συνωστισμό. Ένας διάκος «με έναν δίσκο στα χέρια για τις ελεημοσύνες» μπερδεύτηκε και πάτησε πάνω στο τσουρέκι. Φέτος τα τσουρέκια έχουν την ίδια γεύση, παρόλο που δεν είναι βέβαια ευλογημένα, αλλά τουλάχιστον δεν είναι πατημένα, καταλήγει ο αφηγητής!
Ο ενοικιαστής του αγροκτήματος Νίζι, ο Μαξίμ Τορτσακόφ, ένας μικροαστός, έφευγε με τη νεαρή του σύζυγό από την εκκλησία, κρατώντας το αγιασμένο τσουρέκι που πριν από λίγο είχε ευλογήσει ο παπάς. Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη, η ανατολή όμως είχε αρχίσει να κοκκινίζει, να δείχνει το χρυσαφένιο της χρώμα. Ήταν ήσυχα... Ένα ορτύκι κελαηδούσε τα δικά του «πάμε να πιούμε! πάμε να πιούμε!», ενώ μακριά πάνω από το λιβάδι της στέπας πετούσε ένα γεράκι. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στη στέπα, κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα.
Ο Τορτσακόφ οδηγούσε το αμάξι και σκεφτόταν ότι δεν υπάρχει καλύτερη και πιο χαρούμενη γιορτή από την Ανάσταση του Κυρίου. Είχε παντρευτεί πρόσφατα και τώρα γιόρταζε το Πάσχα για πρώτη φορά με τη σύζυγό του. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του, ότι κι αν σκεφτόταν, όλα του φαίνονταν φωτεινά, χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Σκεφτόταν το βιός του και έβρισκε ότι όλα ήταν κατά πως πρέπει. Το νοικοκυριό του ήταν τέτοιο που δε χρειαζόταν τίποτα, όλα ήταν καλά, όλα ανθηρά· κοιτούσε την γυναίκα του και του φαινόταν όμορφη, αγαθή και μειλίχια. Τον έκαναν χαρούμενο η ανατολή του ήλιου και το φρέσκο χορτάρι, αλλά και άλλο τόσο το λικνιζόμενο αμαξάκι του, που έτριζε στριγκά, όσο και το γεράκι που πετούσε μακριά, ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες του. Κι όταν καθ' οδόν σταμάτησε σ' ένα χάνι, για να καπνίσει ένα τσιγάρο και να πιει ένα ποτηράκι, τότε όλα έγιναν ακόμη πιο χαρούμενα...
«Είπαν ότι είναι μεγάλη μέρα!» είπε. «Να γιατί είναι μεγάλη! Περίμενε ακόμη λίγο Λίζα, όπου να 'ναι ο ήλιος θ' αρχίσει να μας ζεσταίνει. Κάθε χρόνο το Πάσχα αρχίζει τα παιχνίδια του! Χαίρεται κι αυτός σαν τους ανθρώπους!»
«Μα δεν είναι ζωντανός!» παρατήρησε η σύζυγος.
«Ζουν όμως άνθρωποι σ' αυτόν!» είπε ενθουσιασμένος ο Τορτσακόφ. «Για όνομα του Θεού, έτσι είναι όπως στα λέω. Ο Ιβάν Στεπάνιτς μου είπε πως σε όλους τους πλανήτες υπάρχουν άνθρωποι, και στον ήλιο και στο φεγγάρι! Αλήθεια... Κι αυτά που λένε οι επιστήμονες ένας διάβολος ξέρει τι είναι! Έτσι που λες!»
Στα μισά του δρόμου της επιστροφής προς το σπίτι τους, στην περιοχή Κριβάγια Μπάλοτσκα, ο Τορτσακόφ με τη σύζυγό του είδαν ένα σελωμένο άλογο, το οποίο στεκόταν ακίνητο και μύριζε τη γη. Πάνω στο δρόμο καθόταν ένας κοκκινοτρίχης κοζάκος, ο οποίος είχε σκύψει και κοίταζε τα πόδια του. «Χριστός Ανέστη!» του φώναξε ο Μαξίμ.
«Αληθώς Ανέστη», απάντησε ο κοζάκος, δίχως να σηκώσει το κεφάλι του.
«Για πού το 'βαλες;»
«Σπίτι, έχω άδεια».
«Γιατί κάθεσαι εδώ;»
«Έτσι... κουράστηκα... Δεν έχω άλλες δυνάμεις».
«Πού πονάς;»
«Ολόκληρος πονάω».
«Χμ.. συμφορά! Οι άνθρωποι γιορτάζουν κι εσύ αρρώστησες! Καλύτερα να πας μέχρι το χωριό ή το χάνι, αντί να κάθεσαι εδώ;»
Ο κοζάκος σήκωσε το κεφάλι του και περιεργάστηκε με τα κουρασμένα, μεγάλα του μάτια τον Μαξίμ, τη σύζυγό και το άλογό του.
«Από την εκκλησία έρχεστε;» τον ρώτησε.
«Από την εκκλησία».
«Η γιορτή με βρήκε στον δρόμο. Δεν με βοήθησε ο Θεός να προλάβω. Τώρα θα 'πρεπε να καβαλήσω τ' άλογο και να πάω, δυνάμεις όμως δεν έχω... Εσείς όμως ορθόδοξοι πιστοί, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε, εμένα του οδοιπόρου, ένα κομμάτι αγιασμένο τσουρέκι;... Να κολατσίσω...»
«Τσουρέκι;» ρώτησε ο Τορτσακόφ. «Φυσικά και μπορούμε περίμενε... τώρα αμέσως...»
Ο Μαξίμ έψαξε γρήγορα στις τσέπες του, κοίταξε τη σύζυγό του και είπε:
«Δεν έχω μαχαιράκι, δεν μπορώ να το κόψω. Να το κόψω με το χέρι δεν κάνει. Θα χαλάσω όλο το τσουρέκι! Ορίστε τι πάθαμε τώρα! Για ψάξου μήπως έχεις εσύ 'κανα μαχαιράκι;»
Ο κοζάκος με δυσκολία σηκώθηκε και πήγε να ψάξει στη σέλα του για μαχαίρι.
«Ορίστε μας. Τι άλλο θα σκεφτείτε!» είπε θυμωμένα η σύζυγός του Τορτσακόφ. «Δεν θα σ' αφήσω να μαγαρίσεις το τσουρέκι! Με τι μούτρα θα το πάω σπίτι κομμένο; Και που ακούστηκε καταμεσής της στέπας να γιορτάζουν. Πήγαινε στο χωριό κι εκεί μπορείς να γιορτάσεις με τους μουζίκους!»
Η σύζυγος πήρε από τα χέρια του άντρα το τσουρέκι, που ήταν τυλιγμένο σε μια άσπρη πετσέτα και είπε:
«Δε στο δίνω! Θα πρέπει να ξέρεις ποιο είναι το σωστό πια. Δεν είναι λευκό ψωμί, αλλά αγιασμένο τσουρέκι κι είναι αμαρτία δίχως λόγο να το κόβεις».
«Κοζάκε συμπάθα με!» είπε ο Τορτσακόφ και γέλασε. «Η γυναίκα μου δεν μ' αφήνει! Σε χαιρετώ, καλό δρόμο να 'χεις!»
Ο Μαξίμ τράβηξε τα χαλινάρια, φώναξε στ' άλογο και το αμάξι με θόρυβο πήρε τον δρόμο του. Η σύζυγός του όλο αυτό το διάστημα συνέχιζε να λέει ότι είναι αμαρτία να κόψεις το αγιασμένο τσουρέκι πριν φτάσεις σπίτι – αμαρτία γιατί το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και στον τόπο που πρέπει. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φάνηκαν στ' ανατολικά, φωτίζοντας τα αραιά σύννεφα με διάφορα χρώματα· ακούστηκαν τα πρώτα κελαϊδίσματα του κορυδαλλού. Ήταν πια τρία τα γεράκια, που πετούσαν πάνω από την στέπα, μακριά το ένα από το άλλο. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ζεσταίνει και στο φρέσκο χορταράκι άρχισαν να τρέχουν τα ζουζούνια.
Έχοντας διανύσει απόσταση μεγαλύτερη από ένα βέρστι, ο Τορτσακόφ γύρισε και κοίταξε προσεκτικά πέρα στον ορίζοντα.
«Δεν φαίνεται ο κοζάκος...» είπε. «Τον φουκαρά, κοίταξε που βρήκε ν' αρρωστήσει στο δρόμο! Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα: να πηγαίνεις και ξαφνικά να σ' αφήσουν οι δυνάμεις σου... Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να πεθάνεις στο δρόμο... Έπρεπε να του δώσουμε Λίζα μου λίγο τσουρέκι, λίγο ήθελε ο καημένος. Ήθελε απλά να φάει από τ' αγιασμένο».
Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί ψηλά, αλλά ο Τορτσακόφ δεν έβλεπε αν είχε αρχίσει τα παιχνίδια του. Σ' όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι έμεινε σιωπηλός, σκεφτόταν κάτι και δεν έπαιρνε τα μάτια του από την μαύρη ουρά του αλόγου. Άγνωστο γιατί, τον είχε κυριεύσει μια θλίψη και τίποτα δεν είχε μείνει στην ψυχή του από εκείνη τη γιορτινή χαρά που είχε πριν, σαν αυτή να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Έφτασαν σπίτι κι ευχήθηκαν στους εργάτες· ο Τορτσακόφ ξανάγινε χαρούμενος κι άρχισε να μιλάει, μόλις όμως έκατσαν να φάνε από τ' αγιασμένο τσουρέκι κι όλοι πήραν από ένα κομμάτι, τότε κοίταξε λυπημένα τη σύζυγό του κι είπε:
«Δεν ήταν σωστό Λίζα μου που δεν δώσαμε σ' εκείνο τον κοζάκο από το ευλογημένο».
«Μα τι είσαι εσύ, για όνομα του Θεού!» είπε η Λιζαμπέτα και έκπληκτη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Πού την είδες εσύ αυτή τη μόδα το ευλογημένο τσουρέκι να το κομματιάζεις στο δρόμο; Τι το πέρασες; Ψωμί; Τώρα που το έχουμε κόψει, που είναι πάνω στο τραπέζι, ας φάει όποιος θέλει, ακόμη κι ο κοζάκος σου! Νόμισες ότι τσιγκουνεύτηκα;»
«Έτσι είναι όπως τα λες, λυπάμαι όμως τον κοζάκο. Βλέπεις στη θέση που βρίσκεται είναι χειρότερα κι από ζητιάνο, κι απ' ορφανό. Στο δρόμο, μακριά από το σπίτι, άρρωστος...»
Ο Τορτσακόφ ήπιε μισό ποτήρι τσάι και δεν άγγιξε τίποτα άλλο. Δεν ήθελε να φάει, το τσάι του φαινόταν άνοστο, σα χόρτο, και μελαγχόλησε ξανά.
Μετά το φαγητό έπεσαν για ύπνο. Όταν δύο ώρες αργότερα η Λιζαμπέτα ξύπνησε, τον είδε να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει στην αυλή.
«Σηκώθηκες κιόλας;» τον ρώτησε η σύζυγος.
«Δεν έχω ύπνο... Αχ, Ελιζαμπέτα», αναστέναξε, «τον προσβάλαμε τον κοζάκο!»
«Πάλι μ' αυτόν τον κοζάκο! Σου κόλλησε αυτός ο κοζάκος. Ας πάει στην ευχή του Θεού».
«Υπηρέτησε τον τσάρο, μπορεί να 'χυσε το αίμα του, κι εμείς του φερθήκαμε σα να 'ταν γουρούνι. Θα έπρεπε αφού ήταν άρρωστος να τον φέρουμε σπίτι, να τον ταΐσουμε, κι αντί γι' αυτό ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν του δώσαμε».
«Ναι, και να σ' άφηνα να μου μαγαρίσεις το τσουρέκι και μάλιστα το αγιασμένο! Ήσουν ικανός να το δώσεις όλο στον κοζάκο, κι εγώ με τι μούτρα θα γυρνούσα σπίτι; Βλέπεις τι είσαι;»
Ο Μαξίμ άφησε ήσυχα τη σύζυγό του, πήγε στη κουζίνα, τύλιξε σε μια πετσέτα ένα κομμάτι τσουρέκι και πέντε αυγά και πήγε στους εργάτες που ήταν στο υπόστεγο.
«Κουζμά, άσε το ακορντεόν», είπε σ' έναν απ᾿ αυτούς. «Σέλωσε τον Άγριο ή τον Ιβάν και πήγαινε γρήγορα στην Κριβάγια Μπαλότσκα. Εκεί είναι ένας άρρωστος κοζάκος με τ' άλογό του. Να... δώσ' του αυτά. Μπορεί να μην έχει φύγει ακόμη».
Ο Μαξίμ έγινε και πάλι χαρούμενος, αλλά περιμένοντας αρκετές ώρες τον Κούζμα, δεν άντεξε, σέλωσε ένα άλογο πήγε να τον συναντήσει. Τον βρήκε στην Μπαλότσκα.
«Λοιπόν; Τον βρήκες τον κοζάκο;»
«Δεν είναι πουθενά. Θα πρέπει να 'φυγε».
«Χμ... τι ιστορία κι αυτή!»
Ο Τορτσακόφ πήρε το ζεμπίλι από τον Κούζμα και πήγε να ψάξει παραπέρα. Έφτασε μέχρι το χωριό και ρώτησε τους μουζίκους:
«Αδέλφια, μήπως είδατε έναν άρρωστο κοζάκο με τ' άλογό του; Μήπως πέρασε απ' εδώ; Έχει ρούσα μαλλιά, αδύνατος, με κανελί άλογο».
Οι μουζίκοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον και είπαν ότι δεν είδαν κανένα κοζάκο.
«Ο ταχυδρόμος της επιστροφής πέρασε, αυτό είναι γεγονός, κοζάκος ή κάποιος άλλος όχι».
Επέστρεψε ο Μαξίμ σπίτι του για το γεύμα. «Έχει κολλήσει στο μυαλό μου αυτός ο κοζάκος!» είπε στη σύζυγό του. «Δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ. Συνέχεια σκέφτομαι: κι αν ο Θεός ήθελε να μας δοκιμάσει κι έστειλε άγγελο ή κάποιον άγιο με την μορφή κοζάκου. Βλέπεις γίνονται κι αυτά. Δεν φερθήκαμε καλά Ελιζαμπέτα μου στον άνθρωπο!»
«Πάλι γι' αυτόν τον κοζάκο μιλάς;» φώναξε η Ελιζαμπέτα, χάνοντας την υπομονή της. «Μιλάς και μιλάς και σταματημό δεν έχεις!»
«Ξέρεις, δεν είσαι καλόψυχη...» είπε ο Μαξίμ και την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο.
Για πρώτη φορά μετά τον γάμο παρατήρησε ότι η σύζυγός του δεν είναι αγαθή.
«Ας μην είμαι καλόψυχη», φώναξε αυτή και θυμωμένα χτύπησε το κουτάλι της, «δεν πρόκειται όμως να μοιράζομαι το αγιασμένο τσουρέκι μου με τον κάθε μεθύστακα!»
«Ε, όχι και μεθύστακας ο κοζάκος!»
«Μεθύστακας!»
«Και που το ξέρεις;»
«Για χαζή με πέρασες;»
Ο Μαξίμ, ενοχλημένος, σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρχισε να κατηγορεί τη νεαρή του σύζυγο ότι είναι άκαρδη και ανόητη. Τότε αυτή έχοντας εκνευριστεί πολύ, έβαλε τα κλάματα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα, απ' όπου φώναξε:
«Που να ψοφήσει ο κοζάκος σου! Παράτα με πια, με τον βρομιάρη το κοζάκο σου, χολερικέ, αλλιώς θα γυρίσω στον πατέρα μου!»
Σ' όλο το διάστημα μετά το γάμο τους, αυτός ήταν ο πρώτος καυγάς του Τορτσακόφ με τη σύζυγό του. Μέχρι τον εσπερινό πηγαινοερχόταν στην αυλή, σκεφτόταν τη σύζυγό του, σκεφτόταν τη συμφορά που τον βρήκε, αφού τώρα πια ήταν κακιά κι άσχημη. Και σα να το 'κανε επίτηδες ο κοζάκος δεν φαινόταν πουθενά, ενώ ο Μαξίμ πότε έβλεπε τα άρρωστα μάτια του, πότε άκουγε τη φωνή του, πότε έβλεπε την περπατησιά του...
«Αχ, αδικήσαμε τον άνθρωπο», μονολογούσε. «Τον αδικήσαμε!»
Το απόγευμα, όταν άρχισε να σουρουπώνει, ένιωσε μια πρωτόγνωρη, αφόρητη θλίψη. Από την θλίψη και τη στεναχώρια για τη σύζυγό του μέθυσε, όπως μεθούσε πριν παντρευτεί. Μεθυσμένος καθώς ήταν, άρχισε να βρίζει και να φωνάζει στη σύζυγό του ότι είναι κακιά, άσχημη και ότι την επαύριο κιόλας, θα τη στείλει πίσω στον πατέρα της.
Το πρωί της επόμενης ημέρας της γιορτής θέλησε να συνέλθει από το ποτό της προηγούμενης αλλά μέθυσε και πάλι.
Αυτή ήταν η αρχή της καταστροφής.
Τα άλογα, οι αγελάδες, τα γουρούνια και τα μελίσσια το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να εξαφανίζονται από την αυλή, τα χρέη μεγάλωναν, η σύζυγος γινόταν αποκρουστική... Όλες αυτές οι συμφορές, όπως έλεγε ο Μαξίμ, οφείλονταν στο γεγονός ότι η σύζυγός του ήταν κακιά, μια ανόητη γυναικούλα και στο ότι ο Θεός θύμωσε μαζί της... εξαιτίας του άρρωστου κοζάκου. Άρχισε να πίνει ολοένα και πιο συχνά. Όταν ήταν μεθυσμένος καθόταν σπίτι κι έκανε φασαρίες, όταν ήταν νηφάλιος πήγαινε στη στέπα και περίμενε μήπως περάσει ο κοζάκος...
Ούτε ευλογημένα ούτε πατημένα...
Nα, λοιπόν αδέλφια μου, που έφτασε η μεγάλη γιορτή, το Πάσχα των Ορθοδόξων. Οι πιστοί θα κουβαλήσουν άλλοι γουρουνόπουλα κι άλλοι τσουρέκια, για να πάρουν ευλογία. Ας κουβαλήσουν! Εγώ δεν πρόκειται. Ας είναι. Εγώ αδέλφια, το προηγούμενο Πάσχα είδα τα τσουρέκια να πέφτουν πάνω στο πόδι μου!
Και το κυριότερό ήταν ότι μπερδεύτηκα κι άργησα κι έχασα την αρχή. Φτάνω στον περίβολο της εκκλησίας και βλέπω ότι όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Παρακαλώ τους ορθόδοξους πολίτες να στριμωχτούν λίγο, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Άρχισαν να με βρίζουν.
Άργησες, μου λένε, τέτοιος διάβολος που είσαι, άσε το τσουρέκι σου στο χώμα. Δεν έχει νόημα να στριμώχνεσαι και να σπρώχνεις – θα χαλάσεις το τσουρέκι σου.
Ε, αφού δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, άφησα κι εγώ το τσουρέκι μου στο χώμα. Όλοι όσοι είχαν αργήσει στο χώμα τ' άφηναν.
Μόλις το είχα ακουμπήσει κι άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες.
Κάνω μια να δω και βλέπω τον παππούλη να 'ρχετε με την αγιαστούρα.
Βουτούσε την αγιαστούρα στον κουβά και ράντιζε τριγύρω του. Αλλουνού ράντιζε τα μούτρα, αλλουνού το τσουρέκι, άκρη δεν έβγαζες.
Πίσω από τον παππούλη πήγαινε ο διάκος με ένα δίσκο στα χέρια και μάζευε τις ελεημοσύνες.
«Μη τσιγκουνεύεστε», έλεγε, «ορθόδοξοι άνθρωποι! Βάλτε και κανένα νόμισμα στη μέση του δίσκου»
Περνώντας δίπλα μου, ο διάκος μπερδεύτηκε με τον δίσκο του και δίνει μια και πατάει πάνω στο πιάτο μου. Σφίχτηκε η καρδιά μου.
«Τι κάνεις εκεί», του λέω, «μακρυμάλλη, πάνω στο τσουρέκι μου βρήκες;... Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου...»
«Με συγχωρείτε», μου λέει, «δεν το ήθελα».
Του λέω:
«Να σε κάψω Γιάννη να σ' αλείψω λάδι! Τώρα άντε να μου πληρώσεις την αξία του. Άντε ρίξε», του λέω, «πατέρα διάκε, το παραδάκι».
Σταμάτησαν την λιτανεία. Εμφανίζεται ο παπάς με την αγιαστούρα.
Λέει: «Σε ποιανού το τσουρέκι πάτησαν;»
«Στο δικό μου», λέω. «Ο διάκος, αυτός ο σκύλας γιος, πάτησε πάνω στο τσουρέκι μου».
Τότε ο παππούλης λέει:
«Τώρα θα ευλογήσω αυτό το τσουρέκι με τον αγιασμό. Μετά θα μπορεί να φαγωθεί. Όπως και να έχει πρόσωπο ιερό πάτησε πάνω του...»
«Όχι παππούλη», του λέω. «Ακόμη κι όλο τον κουβά να ρίξεις, εγώ πάλι δε συμφωνώ. Θέλω τα λεφτά μου πίσω».
Εκεί ήταν που άρχισε η φασαρία. Άλλος ήταν με το μέρος μου κι άλλος εναντίον μου. Ο κωδωνοκρούστης ο Βασίλιτς σκύβει από το καμπαναριό και ρωτάει:
«Να χτυπήσω τις καμπάνες ή να κάνω κράτει;»
Του λέω κι εγώ:
«Περίμενε Βασίλιτς, μη βαράς ακόμη. Αν αρχίσουν οι καμπάνες αυτοί εδώ θα με φάνε λάχανο».
Την ίδια στιγμή ο παπάς γυρνούσε γύρω-γύρω από μένα, έκανε σα να 'μουν άρρωστος και μ' έσπρωχνε με τα χέρια του.
Κι ο διάκος όμως, αυτός ο μακρυμάλλης διάβολος, ακούμπησε στον φράχτη και με μια αλυσιδούλα καθάριζε τις λάσπες που άφησε η μπότα του στο τσουρέκι μου.
Μετά μου έδωσαν ένα μικρό ποσό από τον δίσκο και με παρακάλεσαν να φύγω από εκεί, γιατί τάχα τους ενοχλούσαν οι φωνές μου.
Βγήκα κι εγώ έξω από την αυλή, έβαλα τις φωνές στον διάκο, τον στόλισα για τα καλά, και σηκώθηκα κι έφυγα.
Τώρα λοιπόν, τρώω τσουρέκια που δεν είναι ευλογημένα, ούτε πατημένα.
Η γεύση τους είναι η ίδια, η ταλαιπωρία όμως που πέρασα ήταν άστα να πάνε.