Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Νίκος Κούνδουρος, ετών 17, στο άγνωστο «Πολυτεχνείο», καρδιά των Δεκεμβριανών

 
Νίκος Κούνδουρος, «Άνδρας με δεμένα χέρια», λάδι σε κόντρα πλακέ
___________________


Ζήσε για να μας θυμάσαι...

Λέω καμιά φορά πως κάποιος θεός με ευλόγησε να ζήσω πολύ, και νά τώρα εγώ, μάρτυρας τόσων και τόσων θαυμάτων, να στριφογυρνώ επίμονα στο νου μου τη γλυκόπικρη σκέψη πως ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Και η κουβέντα της μάνας μου, ζήσε για να μας θυμάσαι, έρχεται και ξανάρχεται στο νου και λέω, άραγε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Κι εγώ, μοναδικός μάρτυρας της ζωής μου, περνάω σε τούτα τα χαρτιά τη δικιά μου ταπεινή προσφορά στον άγνωστο αναγνώστη. Έτσι, τη μια μπρος, την άλλη πίσω, ξετυλίγω το κουβάρι και σωριάζω σ' ένα χάρτινο κουτί τα σκόρπια κομμάτια της ζωής, τόσων και τόσων χρόνων, που η μνήμη διάλεξε να συγκρατήσει. Έτσι ήθελε κι έτσι έκανε.

Νίκος Κούνδουρος, Ονειρεύτηκα πως πέθανα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2010.


Το «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» του Νίκου Κούνδουρου – «συναξάρι της ζωής, μισό αληθινό και μισό ψεύτικο» το ονομάζει ο ίδιος – είναι ένα βιβλίο αφιερωμένο κυρίως στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, με κάμποσες αναφορές σε αγαπημένους του φίλους: από τον Χατζιδάκι και τον Βασιλικό μέχρι τον παλιό συμμαθητή του τον Ισίδωρο, που είδε να πέφτει πλάι του νεκρός στον «Κόκκινο Δεκέμβρη» της Αθήνας.




Λόχος των Σπουδαστών - «Λόρδος Μπάιρον»

Στις 23 Φεβρουαρίου 1943, σ' ένα μικρό σπίτι, στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3 στους Αμπελόκηπους, ιδρύθηκε η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ). Ο ΕΛΑΣ Σπουδαστών δημιουργήθηκε από την ανάγκη της προστασίας ΕΠΟΝίτικων ομάδων όταν έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, όταν μοίραζαν προκηρύξεις, ή όταν ξεσήκωναν το λαό με τα χωνιά τους. Ο οπλισμός του αρχικά ήταν υποτυπώδης. Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά όπλα και να σχηματίσει ένα αξιόλογο μάχιμο σώμα, που συμμετείχε και στις διάφορες μάχες που γίνονταν στις συνοικίες της Αθήνας.

Ο Λόχος των σπουδαστών, ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη της Αθήνας, σχηματίστηκε στις 3 Δεκέμβρη του ’44. «Έγινε ο λόχος, πήρε θέση στα Εξάρχεια, όλη η οργάνωση ήτανε… , οι γιάφκες μας, τα γραφεία μας, τα μέρη που συγκεντρωνόμαστε ήτανε γύρω-γύρω απ’ τα Εξάρχεια…», αναφέρει ο Μάνος Ζαχαρίας σε συνέντευξή του. Στην πορεία της σύγκρουσης «έπεσε η σκέψη να ονομάσουμε τον λόχο των σπουδαστών, λόχο ‘’Λόρδος Βύρωνας’’. Τα βαφτίσια γίνανε σ’ ένα σπίτι στην πλατεία Εξαρχείων, στις 25 Δεκέμβρη του ’44.Το όνομα του Άγγλου ποιητή, που συνέβαλε στην ελληνική επανάσταση του 1821, επιλέχθηκε ως απάντηση  στη βρετανική στρατιωτική επέμβαση στο πλευρό της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου.

Μεταξύ των μαχητών του Σπουδαστικού λόχου της ΕΠΟΝ ήταν ο Μάνος Ζαχαρίας, ο Γρηγόρης Φαράκος, ο Νίκος Κούνδουρος, η Ζωρζ Σαρή, ο Φοίβος Τσέκερης, ο Γιάννης Ξενάκης και άλλοι. Ο λόχος «Μπάιρον» έδωσε μεγάλες και ηρωικές μάχες αυτές τις 33 μέρες του Δεκέμβρη. Να πώς περιγράφει η Μέλπω Αξιώτη στο βιβλίο της «Χρονικά», τη δράση του:

«Οι μάχες μαίνονται στα Εξάρχεια. Εκεί βαστούν την άμυνα οι φοιτητές και οι σπουδαστές. Αγόρια και 15 κορίτσια. Υπερασπίζονται την πόλη μας τετράγωνο - τετράγωνο, σπίτι με σπίτι, σπιθαμή - σπιθαμή. Ο λόχος σχηματίστηκε με 60 παιδιά. Στη μάχη του Πολυτεχνείου χάθηκαν οι μισοί, νεκροί και τραυματίες. Πήραν άλλοι τις θέσεις τους και ξαναγίνανε 50.
Η διμοιρίτισσα είναι γυναίκα, η Μάχη, 22 χρονών. Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της περιοχής. Πρώτη, στο 5ο αστυνομικό τμήμα στην οδό Ιπποκράτους, στις 5 του Δεκέμβρη. Δεύτερη, στην εξόρμηση ενάντια στη Γ. Ασφάλεια της Στουρνάρα. Τρίτη, στη μάχη του Πολυτεχνείου. Η τελευταία και πιο επική μάχη είναι η μάχη της Διδότου».

Τμήμα του λόχου «Μπάιρον» αρχικά εγκλωβίστηκε στην πολυκατοικία στη συμβολή των οδών Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου, πίσω από το Χημείο. Εκεί εντοπίστηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες ζήτησαν την υποστήριξη βρετανικών αρμάτων μάχης για ν’ αναγκάσουν τους ελασίτες να παραδοθούν.  

«Λόγω της δυσκολίας που είχαν οι δυνάμεις πεζικού να εισέλθουν στις οχυρωμένες από τον ΕΛΑΣ πολυκατοικίες, η λύση δινόταν από τα βρετανικά άρματα μάχης. Ένα από αυτά κατέβηκε την οδό Μαυρομιχάλη και σταμάτησε ακριβώς έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας. Όπως θυμάται ο Σπύρος Τζουβέλης, ένας από τους εγκλωβισμένους ελασίτες, μόλις σταμάτησε ο χαρακτηριστικός ήχος της περιστροφής του πυργίσκου του άρματος, η βολή του τράνταξε συθέμελα το κτίριο. Ο Τζουβέλης στάθηκε τυχερός καθώς η οβίδα δεν έσκασε στο πρώτο δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν εκείνη τη στιγμή, αλλά τρύπησε τον τοίχο και πέρασε στο επόμενο, όπου βρίσκονταν τρεις συναγωνιστές του, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα γνωστός μουσικοσυνθέτης Ιάννης Ξενάκης. Αμέσως μόλις συνήλθαν από την έκρηξη και καθάρισε λίγο ο χώρος από τη σκόνη και τα χώματα, ο Τζουβέλης και άλλοι συναγωνιστές του μπήκαν στο διπλανό δωμάτιο όπου έγινε η έκρηξη. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν ανατριχιαστικό:

Ένας άντρας είναι ξαπλωμένος ανάσκελα, στη μέση του δωματίου, ανάμεσα σε τούβλα, χώματα […]. Του λείπει τελείως το κεφάλι. Στη θέση του λαιμού φαίνονται κάτι κόκκινα, ματωμένα κρέατα. Θεέ μου, πρέπει να ‘ναι ο Τάσος! Ναι, βέβαια, φαίνεται από τα ρούχα του. […] Μια κοπέλα, τη λέγανε Ρίτσα, είναι κι αυτή ξαπλωμένη στην άκρη του δωματίου ακίνητη. […] Είναι νεκρή […]. Και να, στο βάθος του δωματίου ο Ξενάκης, καθιστός, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο και βογκάει. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο αίματα. Ένα θραύσμα τον είχε χτυπήσει στο ζυγωματικό, κάτω από το αριστερό μάτι, που φαίνεται να έχει πεταχτεί προς τα έξω.

Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «Δεκεμβριανά 1944. Η μάχη της Αθήνας», 
εκδόσεις Αλεξάνδρεια.


Αθήνα, Ιανουάριος 1945. Τα ίχνη της μάχης των Εξαρχείων στα κτίρια της περιοχής. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Διδότου. Στο βάθος το κτίριο στη συμβολή των οδών Ζωοδόχου Πηγής και Ανδρέα Μεταξά έχει υποστεί τεράστιες ζημιές πιθανότατα από τα πυρά αρμάτων μάχης, που έχουν ισοπεδώσει τον μισό δεύτερο όροφο και την πρόσοψη του κτιρίου προς την οδό Ζωοδόχου Πηγής. [Φωτογραφία αγνώστου. Αρχείο Κων/νου Μπίρη, Κωνσταντίνος Μπίρης, Αι Αθήναι, Μέλισσα, 2005.]
______________


Το άγνωστο «Πολυτεχνείο» μέσα στη φωτιά των «Δεκεμβριανών»

Το μεσημέρι της 5ης Δεκεμβρίου 1944, ένα τμήμα του ΕΛΑΣ Σπουδαστών, με επικεφαλής τον Γρηγόρη Φαράκο, καταλαμβάνει το Πολυτεχνείο θέλοντας να επιτεθεί στη Γενική Ασφάλεια που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, επί της οδού Πατησίων. Ως απάντηση Άγγλοι αλεξιπτωτιστές εισβάλλουν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου ανοίγοντας πυρ. Μπαίνουν στο κτίριο της Πρυτανείας, σκοτώνουν και τραυματίζουν όσους νεαρούς ΕΛΑΣίτες βρίσκουν μπροστά τους. Ένα από τα βρετανικά τανκς που είχαν περικυκλώσει το κτίριο πέφτει πάνω στη σιδερένια πύλη του Πολυτεχνείου και την γκρεμίζει.

«Οι τραυματίες έμειναν στο έλεος των Εγγλέζων, πεσμένοι πάνω στο δάπεδο του διαδρόμου, πνιγμένοι στα αίματά μας, να βογκάμε και μερικοί να ξεψυχάνε. Τα πόδια μου και τα δυο τα αισθανόμουνα σαν λιωμένα. (…). Άρχισα να σέρνομαι στον διάδρομο. Σύρθηκα περίπου 30 μέτρα. Βγήκα από την πόρτα στο πλατύσκαλο και γαντζώνοντας τα χέρια μου στα σκαλιά, κατάφερα να κατέβω τη μικρή μαρμάρινη σκάλα που έβγαζε στην αυλή του Πολυτεχνείου. (…) Όπως ήμουνα ξαπλωμένος ανάσκελα και ανίκανος πια να κάνω οτιδήποτε, παρακολούθησα λεπτό με λεπτό τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μέσα στον χώρο του Πολυτεχνείου» έγραψε αργότερα ο αγωνιστής Φοίβος Τσέκερης, φοιτητής της Αρχιτεκτονικής και διμοιρίτης του Λόχου «Μπάιρον». 

Τραυματίας θα βγει από τη μάχη του Πολυτεχνείου και ο ΕΠΟΝίτης σκηνοθέτης Αλέξης Δαμιανός, ο οποίος στα γεγονότα εκείνα θα συλληφθεί από τους Βρετανούς. Ο Δαμιανός μαζί με τον Νίκο Κούνδουρο είχαν νωρίτερα σταθεί μπροστά στο βρετανικό τανκ, δίνοντας την ευκαιρία σε σπουδαστές του Λόχου «Μπάιρον» να διαφύγουν. Ο Κούνδουρος ήταν τότε μόλις 17 ετών. Στη μάχη του Πολυτεχνείου πολέμησε έχοντας διαμπερές τραύμα στο αριστερό του χέρι και έφυγε έχοντας τρεις σφαίρες σφηνωμένες στο σώμα του, «υπολείμματα», όπως διηγιόταν ο ίδιος, «από τις 50 σφαίρες πολυβόλου» που είχαν κάνει κόσκινο τον φίλο του Ισίδωρο, γιο της θυρωρίνας του και παλιό συμμαθητή του.

Την ίδια νύχτα ο Κούνδουρος πιάνεται αιχμάλωτος και οδηγείται στο Γουδί, για να μεταφερθεί την επομένη σε αφρικανικό στρατόπεδο. Καταφέρνει να το σκάσει μαζί με τον Ισίδωρο, γιο της θυρωρίνας του και παλιό συμμαθητή του. Οι ριπές των πυροβόλων στοχεύουν και τους δυο τους. Ο φίλος του σκοτώνεται επί τόπου, ο ίδιος τραυματίζεται. Θα ξαναβρεί τις αισθήσεις του μέσα σ' ένα νοσοκομείο γεμάτο Εγγλέζους τραυματίες, καθώς για Άγγλο τον είχαν περάσει κι αυτόν.

Παραμονή Χριστουγέννων κι ενώ όλες τις προηγούμενες βδομάδες, ο Κούνδουρος λογαριαζόταν για πεθαμένος, ήρθε η μάνα του, ντυμένη στα μαύρα, μαζί μ’ «έναν μεγαλόσωμο αξιωματικό με αγγλική στολή που την κράταγε από το μπράτσο». Ήταν ο ξάδελφός του ο Παύλος Βαρδινογιάννης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό.»


Φωτογραφία του Νίκου Κούνδουρου, ένθετη σε στρατιωτικό φύλλο πορείας, 
με ημερομηνία έκδοσης την 4η Ιανουαρίου του 1952.
____________


Ο Δεκέμβρης του '44 είχε βρει το σπίτι μας ανάστατο. Ο πατέρας ξεκουραζότανε στο πρώτο νεκροταφείο τρακόσια μέτρα από το σπίτι μας. Ο Γιουσούφ, ο αράπης, είχε χαθεί το '41, τη χρονιά της πείνας και του θάνατου. Είχε φύγει στον Υμηττό να βρει τίποτα ξύλα για το παγωμένο σπίτι και δεν ξαναγύρισε. Ο αδελφός μας ο Ρούσσος έφυγε μια μέρα χωρίς να πει τίποτα. Ο Γιώργος μπήκε στα Νομικά να γίνει δικηγόρος, σαν τον πατέρα μας. Κι εγώ ονειρευόμουνα όμορφες ζωγραφιές με συννεφιασμένα τοπία και αρχαίες κολόνες πνιγμένες στα αγριόχορτα.

Πίσω πάλι, στην αρχή του μεγάλου λάθους. Τρεις του Δεκέμβρη ήτανε. Από πόρτα σε πόρτα μας ήρθε η εντολή από το αρχηγείο στου Γκύζη. Μαζευτείτε όσοι μπορείτε, χτυπήστε πόρτες και κουδούνια και το χάραμα στην κεντρική αυλή του Πολυτεχνείου. Βρεθήκαμε τρεις στη γειτονιά και τραβήξαμε για το σπίτι του Δημήτρη. Μας άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, κι εμείς χωθήκαμε κάτω από τη σκάλα που μύριζε ξύλο και παλιούς τοίχους. Σύραμε μια κουρελού και καθίσαμε οι τρεις στο πάτωμα. Δε μιλάγαμε. Σε λίγο φτάσανε κι άλλοι δυο με όπλα, σπρώχνοντας διστακτικά τη μισάνοιχτη εξώπορτα. – Γεια σας, λέει ο ένας, έχει θέση; Κάναμε λίγο χώρο και στριμώχτηκαν κι αυτοί ανάμεσά μας. Ο πρώτος ρωτάει: – Σφαίρες έχετε; – Όχι... Βγάζει από το σάκο του και μας μοιράζει δύο δεσμίδες στον καθένα. Θα πάρετε όπλα αργότερα, λέει. Ήτανε πιο μεγάλος από μας κι εμείς σωπαίναμε. Έβαλα τις σφαίρες στην τσέπη του σακακιού μου.

Σκοτώσανε κόσμο, λέει ο ένας.


3 Δεκέμβρη 1944:Η αστυνομία πυροβολεί άοπλους διαδηλωτές στη λεωφόρο Αμαλίας, μπροστά στη Βουλή.
_____________

Πάλι σιωπή. Από το επάνω πάτωμα ακούσαμε να κατεβαίνει κάποιος τη σκάλα που έτριζε. Ήτανε το αφεντικό του σπιτιού, τότε μου φάνηκε γέρος, μα δε θα 'τανε πιο πολύ από πενήντα χρονών. Έσκυψε να μην χτυπήσει στα ξύλα της σκάλας, κι άφησε στο πάτωμα μια μπουκάλα νερό κι ένα πιάτο με παξιμάδια κι ελιές. – Δεν έχω τίποτ' άλλο, λέει, και μου φάνηκε σα μια συγγνώμη στη φωνή του, κι ένιωσα μια ταραχή που μπήκαμε στο ξένο σπίτι, που κρατούσα με την πόρτα ανοιχτή, που τα όπλα μας ταράζανε τη σιωπή του άγνωστου σπιτιού, που δεν τους βλέπαμε αλλά νιώθαμε τους κατοίκους του να κινούνται αθόρυβα στο πάνω πάτωμα.

Κανείς δεν κοιμήθηκε και πέρασε η νύχτα στη σιωπή. Μόλις έφεξε, αυτός με τις σφαίρες σηκώνεται και λέει, άντε πάμε. Ο άνθρωπος από το πάνω πάτωμα ξεπροβάλλει στην κορυφή της σκάλας. Καλημέρα, λέει, κι αφήνει έναν δίσκο στο πλατύσκαλο. Κάποιος μ' άγγιξε στον ώμο, άντε πάρ' τον, λέει. Ανεβαίνω τα σκαλιά και μου φάνηκε πως τρίζανε πιο δυνατά από χτες, όταν τα κατέβηκε ο άνθρωπος που ήτανε δικά του. Παίρνω το δίσκο, πέντε φλιτζάνια καφέδες, πέντε ποτήρια με νερό, ένα πιατάκι με παξιμάδια, όλα νοικοκυρεμένα όμορφα όμορφα σ' ένα κεντητό κάτασπρο πετσετάκι. Πιάνω προσεκτικά το δίσκο και μόλις τόλμησα να ρίξω μια κλεφτή ματιά προς τα μέσα. Δεν είδα τίποτα, το σπίτι έμοιαζε τυλιγμένο στη σιωπή του, τρομαγμένο λες από τους οπλισμένους άγνωστους που είχαν φωλιάσει κάτω από τη σκάλα. Ήμουνα παγωμένος, μισό το πρωινό κρύο, μισό ένας κόμπος που είχε θρονιαστεί εκεί, κάπου στο στήθος ή στο στομάχι, ένας βουβός φόβος γι' αυτό που έδειχνε να έρχεται από ένα κάπου που δεν ήτανε πια τόσο μακρινό. Βγαίνοντας στο δρόμο έριξα μια ματιά πίσω μου, στο σπίτι που στέγασε τη νύχτα τους μυστικούς φόβους μας. Ψηλά στο μπαλκόνι είδα τις φιγούρες από δυο γυναίκες που μας κοιτάζανε σιωπηλές.

Λίγες ώρες νωρίτερα είχε γίνει το φονικό. Η πόλη πάγωσε. Στο Σύνταγμα, από τις ταράτσες του μεγάλου ξενοδοχείου πέσανε οι πυροβολισμοί. Κανείς δεν πρόλαβε να δει, κανείς δεν πρόλαβε να σκεφτεί και η άσφαλτος ανάμεσα στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και το ξενοδοχείο βάφτηκε με αίμα.

Ο αγριεμένος λαός που μόλις πριν λίγη ώρα γιόρταζε σε δρόμους και πλατείες τη λευτεριά του, σήκωσε στους ώμους τα σώματα των νεκρών, ζεστά ακόμα, και κατέβαινε μουγκός και απειλητικός την Πανεπιστημίου τραβώντας, ποιος ξέρει γιατί, προς την πλατεία της Ομόνοιας. Μια αγωνία πλανιόταν στον αέρα, στις γειτονιές είχαν αρχίσει να μαζεύονται ομάδες και να μοιράζονται όπλα.


4 Δεκέμβρη 1944. Ημέρα κηδείας των θυμάτων της προηγούμενης μέρας. Όταν ο όγκος της πένθιμης πομπής έφτασε στο Σύνταγμα οι διαδηλωτές γονάτισαν, ορκίστηκαν στη μνήμη των νεκρών και έψαλαν το “Πένθιμο Εμβατήριο”. Στην κεφαλή της πορείας το ματοβαμμένο πανό του ΕΑΜ: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα».
______________

Αθήνα 5 Δεκεμβρίου 1944. 21 νεκροί και 140 τραυματίες ο θλιβερός απολογισμός της ύπουλης φασιστικής επίθεσης από τα παλαιά ανάκτορα εναντίον του λαού σε ογκώδες συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος. Ο άγγλος στρατηγός Σκόμπυ κήρυξε στρατιωτικό νόμο. Τη νύχτα της Κυριακής ο ΕΛΑΣ κατέλαβε τα αστυνομικά τμήματα Βύρωνος, Καισαριανής, Ζωγράφου, Κυψέλης, Κολωνού και Πατησίων. Στο Θησείο χίτες σκότωσαν με χειροβομβίδες τρεις φοιτητές.

Ταυτόχρονα ήρθε η εντολή από το αντάρτικο αρχηγείο, στημένο πρόχειρα στο λόφο του Γκύζη. Απ' εκεί αγνάντευε όλη την πόλη από τον Υμηττό ως την Πάρνηθα και παραπέρα. Ο Λόχος των σπουδαστών διαλυμένος μέσα στις χαρμόσυνες μέρες της ειρήνης πήρε γρήγορα το μήνυμα. Συναχτήκανε οι παλιοί, μαζί κι εμείς οι πιο νέοι, σπουδαστές από το Πολυτεχνείο, το Χημείο, τη Νομική. Μέσα σε μια χαμηλόφωνη ταραχή, μοιραστήκαμε τα όπλα που μας δώσανε, τουφέκια μάουζερ και πολυβόλα στεν γερμανικά και πιστόλια παραμπέλουμ. Και σκορπίσαμε η κάθε ομάδα σε άλλο πόστο. – Εσύ στο Πολυτεχνείο, παίρνω την εντολή, και μην κυκλοφορείτε μονάχοι, λέει ο μεγάλος. Είχε νυχτώσει πια, Δεκέμβρης ήτανε μα δεν έλεγε ακόμα να χειμωνιάσει.

Το δεκαοχτάχρονο μυαλό μου το τυραννούσαν ερωτήματα χωρίς απάντηση. Ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, ποιος είμαι εγώ.

Στη μεγάλη αυλή του Πολυτεχνείου σύντροφοι πηγαινοέρχονταν κουβεντιάζοντας χαμηλόφωνα, κι η ανησυχία που τους έσπρωξε να μαζευτούν στην αυλή θρεφότανε από τις χαμηλές φωνές και την αργή προσεκτική κίνηση κάτω από τις στοές και τα παρτέρια του κήπου. Όσο έπεφτε το σκοτάδι τόσο και πιο πολύ νιώθαμε αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, κι ας ήτανε η οδός Πατησίων γεμάτη βουερό πλήθος που κύλαγε αργά προς το κέντρο. Δεξιά κι αριστερά η Στουρνάρα κι η Τοσίτσα, χωρίς κόσμο, μοιάζανε ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στο σχολείο και την ανήσυχη πόλη.

Τα παιδιά με τα τουφέκια πληθύνανε, δυο τρεις μεγάλοι με τα πιστόλια στη μέση φανήκανε να μπαινοβγαίνουν από την πίσω πόρτα της Στουρνάρα που κάποια στιγμή την αμπαρώσανε από μέσα, κι όσοι ήτανε να μπουν και να βγουν πηδάγανε στην Μπουμπουλίνας από τα παράθυρα του Χημείου. Από κει μπαίνανε τώρα και μερικοί μεγάλοι με τα όπλα τους, με γένια και μαύρους σκούφους, αντάρτες του Παρνασσού που περνώντας από την Πάρνηθα είχαν κατέβει και στρατοπέδευσαν πίσω από τα Τουρκοβούνια, δεν προχωρήσανε πιο κάτω, καθώς η πόλη φοβότανε τα γένια τους και τα όπλα τους και τον αέρα του βουνού που σέρνανε μαζί τους.

Απέναντι από την κεντρική πύλη, στην άλλη πλευρά της Πατησίων, ορθωνόταν σιωπηλό και απειλητικό το κτίριο της Casa d'Italia, αρχηγείο μέχρι προχτές της γερμανικής Feldkommandantur. Εκεί είχαν τρυπώσει τώρα εκείνα τα βρομερά ξεβράσματα της πολεμικής αναταραχής, χαφιέδες και συνεργάτες των Γερμανών. Σάπια φρούτα, γεννήματα της πείνας, της απελπισίας και της παράνοιας.


Casa d'Italia, στην οδό Πατησίων 47.Το κτίριο που στεγάζει σήμερα το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, χρονολογείται από το 1909, όταν το ιταλικό κράτος, μετά την απόκτηση του οικοπέδου, ξεκίνησε την ανέγερση ενός κτιρίου για το Ιταλικό Σχολείο της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης, της Feldkommandantur.
______________


Κάποια στιγμή καθώς βγήκα από την πίσω πόρτα να βρω παλιούς συντρόφους που είχαν χαθεί μέσα στον κόσμο, ακούω μια ευγενικιά φωνή. – Νίκο, παιδί μου, εσύ είσαι; Δε σε γνώρισα... Ο μικρόσωμος κύριος απέναντί μου κοίταζε το στεν που κρεμότανε στον ώμο μου. Ήταν ο κύριος Εδμόνδος, φίλος της μάνας μου, στα παλιά χρόνια διευθυντής του Αγγλικού τηλεγραφείου στα Χανιά. Από κείνη την εποχή του έμεινε το σακάκι με τα μικρά καρό, ο άσπρος σκληρός γιακάς σε γαλάζιο πουκάμισο, το μπαστούνι με την ασημένια λαβή. Τον παίρνω από το χέρι και τον οδηγώ στην πόρτα του σπιτιού του, περνώντας μέσα από τους οπλισμένους σπουδαστές που σώριαζαν το 'να πάνω στο άλλο ό,τι υλικό κουβάλαγαν από τις αυλές και τα κοντινά σπίτια, στήνοντας το πρόχειρο κάστρο τους, έτοιμοι για όλα.

Τις δυο πλευρές του δρόμου ένωνε τώρα το πρόχειρο οδόφραγμα κι από πίσω του κυκλοφορούσαν κιόλας σκυφτοί οι άντρες με τα όπλα περασμένα στους ώμους, βιαστικοί να περάσουν στην απέναντι πλευρά, στα δρομάκια γύρω από το μεγάλο ξενοδοχείο στη Θεμιστοκλέους. Εκεί είχαν ταμπουρωθεί οι ταγματασφαλίτες, που σα φαντάσματα είχαν ξετρυπώσει από τα λαγούμια που τους είχε στριμώξει το αμέτρητο άοπλο πλήθος που πλημμύριζε σε την Πανεπιστημίου από το Σύνταγμα ώς την Ομόνοια. Σκόρπιοι πυροβολισμοί ανακατευόντουσαν με το βουητό από τα μακρινά θυμωμένα τραγούδια που φτάσανε μέχρι το οδόφραγμα, σκορπίζοντας στον αέρα μια ανήσυχη υποψία για κάτι κακό που θα ξέσπαγε από στιγμή σε στιγμή. Μα κανένας δε μάντευε το μακελειό που παραμόνευε έξω από τους τοίχους και τα σπίτια της ανυποψίαστης πόλης.


Οδόφραγμα στη συμβολή των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, δίπλα στο Πολυτεχνείο.
 ____________


Κλείστε την κεντρική πόρτα και να μπει διπλή φρουρά, λέει ο μεγάλος, αφού πρώτα αδειάσει η αυλή απ' αυτούς που θέλουν να φύγουν. Οι μεγάλες πλάγιες σιδερένιες πόρτες κλείσανε και τα παιδιά της φρουράς πήρανε θέση με το όπλο κρεμασμένο σαν ξένο στους ώμους τους. Ησυχία και χωρίς σχήμα φωνές φτάνανε απ' έξω, από το πλήθος που τράβαγε για το Σύνταγμα να μάθει, ν' ακούσει από κοντά αυτούς που ξέρανε πιο πολλά. Που ίσως και να 'χανε δει με τα μάτια τους το κακό της προηγούμενης μέρας. Πόσοι να 'τανε άραγε οι νεκροί, πέντε, δέκα, πιο λίγοι, πιο πολλοί, ποιοι πυροβόλησαν, τί θέλανε, ποιοι τους βάλανε, μέρα χαράς και γιορτής με τόσον κόσμο στους δρόμους; Ποιοι αψήφησαν τόσο λαό μαζεμένο;

Είχε πια νυχτώσει για καλά. Ο αχός από τις χιλιάδες του κόσμου που είχε πλημμυρίσει την Αθήνα από το Σύνταγμα ώς την Ομόνοια έφτανε μέχρι εμάς. Μόλις διακρινόταν το τραγούδι των παρτιζάνων, πιο πολύ ένιωθα παρά ξεχώριζα τα λόγια, μαζί κι εκείνη την αδιόρατη ανατριχίλα. Ήτανε το τραγούδι των νεκρών.

Τώρα ο κόσμος στη μεγάλη αυλή είχε αραιώσει. Τα τουφέκια πήρανε τη θέση που τους όρισε αυτός που έμοιαζε να ξέρει τι πρέπει να γίνει. Στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου, πάνω στην ταράτσα, φανήκανε σκιές, άνθρωποι κι όπλα, κι η Πατησίων σιγά σιγά εσώπασε.

Απέναντι, το σκοτεινό κτίριο της Casa d'Italia φάνταζε σιωπηλό κι απειλητικό, κατοικημένο από τα φαντάσματα των Γερμανών και κάμποσους Έλληνες δικούς τους πόσοι να 'ταν άραγε; - που περιμένανε να καταλαγιάσει η οργή του κόσμου για να παζαρέψουν με το καινούργιο κράτος τη ζωή τους.

Η νύχτα είχε σκεπάσει πια για τα καλά την πόλη, η Πατησίων έμοιαζε έρημη από ζωή, όταν ακούστηκε από μακριά ένας ξένος θόρυβος, αόρατος και κάπως ανατριχιαστικός. Στην αυλή η σιωπή είχε γίνει πηχτή σαν το σκοτάδι. Ο θόρυβος, πιο καθαρός τώρα, μονότονος και μαζί στριγκός, ώσπου σιγά σιγά ξεχώρισε το τρίξιμο σίδερου πάνω σε σίδερο. Τανκς, φώναξε κάποιος που 'χε σκαρφαλώσει στην κολόνα της πύλης, και ο ήχος όλο και πλησίαζε, απειλητικός, ξεσκίζοντας την άσφαλτο και το πέτρινο πεζοδρόμιο. Και τότε φάνηκε ο τεράστιος όγκος.

Εγγλέζικο είναι, κυκλοφόρησε γρήγορα η φήμη, κι εμείς έπρεπε να καταλάβουμε τι έγινε, γιατί μόλις χθες τραγουδούσαμε μαζί στους δρόμους με τα γελαστά παιδιά από την Αγγλία, νοικοκυρεμένα μέσα στα ατσαλάκωτα ρούχα τους και τους βυσσινιούς σκούφους.


Βρετανοί στρατιώτες στο Σύνταγμα, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Η λήψη έγινε στην συμβολή της οδού Πανεπιστημίου με την οδό Κριεζώτου.
_________


Μια μάζα σίδερα έμοιαζε το μεταλλικό ζώο καθώς τρίζοντας μέσα σε χιλιάδες σιδερένιους ήχους, στάθηκε ακίνητο μπροστά στην πύλη. Ένας σκοτεινός όγκος από γρανάζια κι ατσάλινες πλάκες. Στο βάθος της αυλής, στα κτίρια των μηχανικών και στο Χημείο η κίνηση ήταν τώρα πιο γρήγορη. Από τα παράθυρα της Μπουμπουλίνας πηδάγανε προς τα έξω και προς τα μέσα σκιές σβέλτες, νευρικές, μηνύματα φεύγανε και μηνύματα ερχόντουσαν, το σιδερένιο ζώο είχε θρυμματίσει σε χιλιάδες θρύψαλα εκείνη την απροσδιόριστη και σιωπηλή προσμονή που μας κράταγε όλη τη μέρα φυλακισμένους στην αυλή του σχολείου.

Μέσα σε φοβερό θόρυβο, η σιδερένια μάζα σαλεύοντας αργά μέσα σε βογκητά και τριγμούς, έστριψε επιτόπου το μουσούδι του κανονιού και σημάδεψε το κέντρο της πύλης, παίρνοντας αργά αργά χωρίς να βιάζεται την τελική θέση του. Ένας προβολέας μας στράβωσε. Τραβηχτήκαμε πίσω, και τα τουφέκια κατέβηκαν βιαστικά από τους ώμους και σφίχτηκαν στα χέρια, μ' ένα τρέμουλο, παιδιά είμαστε ακόμα, κι ας είχαμε μεγαλώσει πριν την ώρα μας, καθώς η μια μέρα δεν έμοιαζε με την άλλη και κανένα μέτρημα δεν έμοιαζε με το προηγούμενο. Τότε ακούστηκε το μεγάφωνο. Η φωνή μεταλλική, ήσυχη, χωρίς θυμό, ξενική, δεν είχε τίποτα απ' τις δικές μας φωνές, τα χάρτινα χωνιά, τα λόγια τα προκαλεστικά, λαέ του Γκύζη, της Κοκκινιάς, του Πειραιά και ένας προβολέας χίμηξε από τον στρογγυλό πύργο του ζώου και φώτισε με κάτασπρο παγερό φως τις κολόνες, τα μάρμαρα, τα δέντρα. Κάναμε λίγα μέτρα πίσω και κρυφτήκαμε. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει κι εκείνα τα ποιοι είναι αυτοί, ποιοι είμαστε εμείς, πετάξανε ψηλά στον παγωμένο ουρανό του Δεκέμβρη και χάθηκαν.

Η εντολή, πιο έντονη αυτή τη φορά. Μείνετε μέσα και περιμένετε. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτε άλλο, εκτός από ένα γρήγορο γιατί, ακόμη μια ερώτηση χωρίς απάντηση.

Άξαφνα, το μεταλλικό ζώο βγάζει ένα μουγκρητό και προχωρά μπροστά, όσο χρειάστηκε να γκρεμίσει τη βαριά πύλη και να σταθεί ακίνητο και θριαμβευτικό πάνω στα νικημένα σίδερα. Και μετά, ο φοβερός βρόντος, λες από χιλιάδες κάννες που όλες μαζί τινάξανε στο διάφανο φωτισμένο κενό το πυρωμένο μολύβι τους. Κι εκεί που κανένας δεν το περίμενε, οχτώ ρουκέτες, δίπλα η μια στην άλλη, προβάλανε το δολοφόνο μουσούδι τους καλά στεριωμένες στο μπροστινό μέτωπο του σιδερένιου πύργου.

Μια μοναδική μπαταριά ήτανε, κι ύστερα σιωπή. Γύρω από το θηρίο ξεπροβάλανε σκιές ανθρώπων με βυσσινιά μπερέ, το πυροβόλο κρεμασμένο στον δεξή ώμο και το δάχτυλο στη σκανδάλη. Κι έπειτα φωνές σκόρπιες μέσα στο σκοτάδι και το μεγάφωνο μίλησε πάλι κι ούτε καταλάβαμε πότε γέμισε η αυλή από στρατιώτες που προχωρούσανε αργά, με τις κάννες των όπλων καταπάνω μας και τα μικρά φανάρια κρεμασμένα στο στήθος τους.


Τα βρετανικά τεθωρακισμένα στους δρόμους της Αθήνας, 
κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Dmitri Kessel.
___________

Βλέπω τους συντρόφους να γλιστράνε σκυφτοί προς το κεντρικό κτίριο, προφυλαγμένοι μέσα στο πηχτό σκοτάδι που μας χώριζε σα μαχαιριά από την εκτυφλωτική μάζα του προβολέα. Έκανα σιγά σιγά πίσω και χώθηκα στο μεγάλο στρογγυλό αίθριο του κεντρικού κτιρίου. Τυφλός, ψηλαφώντας μέσα στο σκοτάδι, φτάνω στη βάση του τεράστιου γύψινου Ηρακλή και κρύβομαι πίσω από το ρόπαλό του, και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Φωνές πλησιάζανε, κοφτές, σαν παραγγέλματα, τα φωτάκια είχανε γεμίσει το χώρο, από μπροστά μου περάσανε άνθρωποι με τα χέρια σταυρωτά πάνω στο κεφάλι, οι Άγγλοι τους σπρώχνανε μαλακά με τις κάννες των στεν στην πλάτη.

Έμεινα μόνος πίσω από το αριστερό πόδι και το ρόπαλο του Ηρακλή, κι ο νους χοροπήδαγε σαν τρελός, ώσπου ένιωσα να σαλεύει η σκιά δίπλα μου, κι η φωνή ακούστηκε επιτακτική αλλά φιλική κι έτσι μου φάνηκε, σχεδόν τρυφερή. Μας κυκλώσανε. Άσε το όπλο σου και βγες με τους άλλους.


Αντίγραφο του «Ηρακλή του Farnese», αποκατεστημένο, 
στο κτίριο της Ιστορικής Πρυτανείας του ΕΜΠ.
___________


Χώθηκα στο σκοτεινό άνοιγμα μιας πόρτας, και στο μισόφωτο διέκρινα τη μαρμάρινη σκάλα που ανέβαινε ψηλά στο κυκλικό κεντρικό μπαλκόνι. Και τότε ακούω μια φωνή, κάτι σαν βογκητό, σαν παράπονο πληγωμένου ζώου. Πλησίασα. Μια σκούρα μάζα σωριασμένη ανάμεσα στο πλατύσκαλο και το πρώτο σκαλοπάτι. Δε βογκούσε πια. Τον πλησίασα και ανασήκωσα το κεφάλι του. Από το άνοιγμα του παλτού ανάμεσα σε δύο κουμπιά, είδα το ύφασμα να μουσκεύεται από πηχτό σκούρο αίμα. Στην κοιλιά σκέφτηκα, μα δεν τόλμησα να κάνω τίποτα και ο λεκές μεγάλωνε. Έβγαλα το στρατιωτικό σακάκι μου, το δίπλωσα, ανασήκωσα το κεφάλι του και τ' ακούμπησα πάνω στο σκληρό ύφασμα.

Ανάσαινε βαριά, έτσι είναι ο ρόγχος σκέφτηκα, τινάχτηκα και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες να βρω βοήθεια. Στο σκοτάδι κατάλαβα πως είχαν φύγει όλοι από τα πίσω παράθυρα. Χίμηξα στο πιο κοντινό κι έψαξα με τα μάτια έξω την παγερή ερημιά. Ο χτυπημένος σκέφτηκα θα 'χει πεθάνει. Άκουγα τον ξερό ήχο από τις μπότες των Άγγλων που πλησιάζανε. Πέταξα το όπλο μου, άδειασα τις σφαίρες από τις τσέπες μου, σταύρωσα τα χέρια πάνω στο κεφάλι και παραδόθηκα. Λίγο αργότερα, την ώρα που μας στοιβάζανε στο στρατιωτικό καμιόνι μετρηθήκαμε. Τριάντα αγόρια κι ένα κορίτσι. Η Βάσω. Σε έντεκα μέρες, στις δεκαπέντε, θα γινόμουνα δεκαοχτώ χρονών.


Ανάμεσά στα πρωτόλεια έργα του Νίκου Κούνδουρου, ξεχωρίζει μια εφηβική αυτοπροσωπογραφία, φιλοτεχνημένη πάνω σε μία μεγάλη, ξύλινη παλέτα. Το πορτρέτο - ο Κούνδουρος ήταν 16 περίπου χρονών - χρονολογείται από τα χρόνια της Κατοχής, όταν σπούδαζε στην ΑΣΚΤ, ζωγραφική και γλυπτική κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο. 
___________


Είκοσι χρόνια αργότερα, συνάντησα στην Κρήτη, στο χωριό του παππού μου, έναν ήρεμο άνθρωπο. Είχε μια κάβα και πούλαγε κρασιά και ρακή. Η μητέρα του, αρχοντικιά και σιωπηλή, τον παράστεκε στο μαγαζί. Κάποιος μου είπε πως ο γιος της, ο μικρός αδελφός του μαγαζάτορα, σκοτώθηκε στο Πολυτεχνείο στις 4 του Δεκέμβρη του '44. Μες στο καλοκαίρι πήγα δυο τρεις φορές στο μαγαζί, έκατσα σε μια καρέκλα σιωπηλός, δίπλα στη μάνα, και περίμενα να μου μιλήσει. Μου χαμογέλαγε ευγενικά, αλλά δε μου μίλησε ποτέ. Ο άλλος γιος της, Μανώλη τον λέγαν, με κέρασε ρακή και φρόντιζε τους πελάτες που μπαινοβγαίνανε. Έφυγα και ξανάρθα για δεύτερη και τρίτη φορά, μέχρι που τους χαιρέτησα. «Φεύγω», είπα. «Σ' ευχαριστώ», μου λέει ο Μανώλης και δεν κατάλαβα γιατί. 


Μάχες στους δρόμους στην Αθήνα (1944): Βίντεο με μοναδικά ντοκουμέντα για τα Δεκεμβριανά, από τον φακό του Britih Pathe, πρωταγωνιστή στην παραγωγή ειδήσεων από την εποχή του βουβού κινηματογράφου έως και την δεκαετία του '70. Βρετανικά στρατεύματα σε θέσεις βολής στον δρόμο. Μακρινό πλάνο με άρματα μάχης Sherman στον δρόμο - ένα άρμα μάχης εισβάλλει στην πόρτα του αρχηγείου του ΕΛΑΣ στην οδό Κοραή. Πλάνα με άρματα μάχης και πεζικό να εισβάλλουν στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Αρκετά πλάνα με άρματα μάχης να περιπολούν στην οδό Αθήνας. Πλάνα με βρετανικό πεζικό να προχωρά κατά μήκος του δρόμου. Κοντινό πλάνο με άρμα μάχης Sherman να περνάει μπροστά από την κάμερα.
__________
 

Η πόλη είχε μπει σε πόλεμο. Την άλλη μέρα ένα κάρο φορτωμένο τους πρώτους νεκρούς φτάνει στην αρχή της Σόλωνος. Ο Εδμόνδος πανικόβλητος διακρίνει στο ματωμένο κάρο, ανάκατα στο σωρό με τους στοιβαγμένους νεκρούς τον Νίκο. Ανηφορίζει τη Σόλωνος και φτάνει στο Κολωνάκι, στην οδό Ηρακλείτου, στο σπίτι μας. Ήταν πια προχωρημένος ο Δεκέμβρης, όταν πέρασε το μεγάλο φονικό και μπήκε τάξη στην πόλη και τα ξεθαμμένα πτώματα φωτογραφήθηκαν κι οι φωτογραφίες κυκλοφόρησαν εκεί που έπρεπε και τον ονόμασαν ο «Κόκκινος Δεκέμβρης».

Ο κύριος Εδμόνδος βρήκε το σπίτι ανάστατο και τη μητέρα να μπαινοβγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο και να μοιράζει καθαρά σεντόνια και καφέδες στους απρόβλεπτους μουσαφίρηδες που καταφύγανε έξω από τη φωτιά του πολέμου, στο κέντρο της πόλης. Ο κύριος Εδμόνδος ήτανε φίλος του σπιτιού, γεροντοπαλίκαρο, καθολικός.

Η μητέρα τον υποδέχτηκε ξαφνιασμένη, κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους χωρίς λόγο, ο κύριος Εδμόνδος έμενε πίσω από το Πολυτεχνείο και για να φτάσει στο Κολωνάκι έπρεπε να διασχίσει όλη την οδό Σόλωνος. Έμοιαζε ταραγμένος, πήρε στην άκρη τον θείο Γιώργο που ήταν γιατρός της αστυνομίας και τον κυνήγαγαν στη γειτονιά του να τον φάνε. Η είδηση για το κάρο με τον σκοτωμένο πάγωσε τους μουδιασμένους κάτοικους του σπιτιού.


Dmitri Kessel, Αθήνα, Δεκέμβρης του '44.
«Θάβαμε τους νεκρούς μας συχνά τα τελευταία τέσσερα χρόνια…πολύ συχνά»
__________ 


Εδώ υπάρχει ένα κενό. Η εικόνα ξεκαθαρίζει πάλι, με τη μητέρα και το θείο αλαφιασμένους, να ρωτάνε τον αστυφύλακα που έστεκε στην πόρτα του βασιλικού κήπου. Ένα φορτηγό βγαίνει αργά κι η μητέρα γλιστρά στο πλάι του και χάνεται τρέχοντας στα δέντρα. – Πού τους θάβουν, ρωτά λαχανιασμένη έναν που 'ρχεται αντίστροφα από το βάθος. – Εκεί, λέει αυτός και δείχνει. Και ξαφνικά ο δρόμος γέμισε κόσμο, άνθρωποι βιαστικοί, κάποιοι κρατούσαν φορεία, άλλοι κλαίγανε με τα πρόσωπα χωμένα στο μαντίλι τους. Όταν η μητέρα έφτασε στους λάκκους, οι εργάτες ρίχνανε το τελευταίο χώμα. Κάποιος έδινε εντολές κι η μητέρα τον πλησίασε, δεν μπορούσε να βγάλει λέξη, ο άνθρωπος της λέει να κάνει στην άκρη, εμποδίζει. Ο θείος φτάνει και κρατά στο χέρι ένα χαρτί. – Είμαι γιατρός, λέει, πες τους να τραβήξουνε το χώμα... Ύστερα, χαμηλά. Είναι ο γιος της... Η μάνα βγάζει λαχανιασμένη τη βέρα της και την απλώνει στον άνθρωπο. – Δώστε την στα παιδιά... Για τον κόπο τους...

Πάλι η εικόνα χάνεται, η μητέρα έχει τώρα πεθάνει, έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε κι ο Κ. είχε ακούσει τόσες φορές την ιστορία, μια από τη μητέρα, μια από τον θείο, και πάλι από τη μητέρα που χαμογελά καρτερικά...

– Έψαχνα στο χέρι μου να βρω - τη δικιά μου βέρα μα δεν μπορούσα να δω τα γράμματα. Του πατέρα σου τη βέρα δε θα την έδινα με τίποτα... Ο άνθρωπος τα έχασε και μου φαίνεται πως μου φίλησε το χέρι... Δεν είμαι σίγουρη, αν και τόσες φορές το 'χω σκεφτεί αυτό... Γιατί να μου φιλήσει το χέρι; Κι όμως το φίλησε... – Έλα τώρα... μη τα σκέφτεσαι αυτά... περάσανε, λέω. - Θυμάμαι όμως πως η γιαγιά σου μου 'πε να σκεπάσω τους καθρέφτες με μαύρα τούλια... Πού να τα βρούμε τα τούλια εκείνες τις ημέρες... όμως όταν κάναμε τα εννιάμερα... εδώ η μητέρα κόμπιασε... Θεέ μου, τί λέω... τρελάθηκα... άντε τώρα, φύγε από δω.

Ήτανε δακρυσμένη κι εγώ έκανα πως δεν είδα... Για τους τάφους στον κήπο δεν ξαναμίλησε... Είχε δίκιο η μάνα... Ξέχασέ τους... Άλλοι κλάψανε τότε, άλλοι παρακαλέσανε τους ανθρώπους να τραβήξουνε τα χώματα, άλλοι γυρίσανε στα σπίτια τους κι έλειπε ένας... Ευτυχώς η γιαγιά δε βρήκε μαύρα πανιά να σκεπάσει τους καθρέφτες...


Αθήνα, Δεκέμβρης 1944, Dmitri Kessel. «Όσοι Αθηναίοι αναζητούσαν χαμένους συγγενείς περπατούσαν ανάμεσα στα πτώματα κλείνοντας τις μύτες τους με μαντήλια»
___________


Σκεφτόμουν και ξανασκεφτόμουν τη λέξη. Αιχμάλωτος... Τι σόι αιχμάλωτος ήμουνα, ποιος ήταν ο εχθρός μου, πού έγινε πόλεμος και γιατί ήτανε αιχμάλωτος τούτος ο λαός που σπρωχνότανε τώρα να χωρέσει στο μεγάλο τολ στις ρίζες του Υμηττού. Ένας ολόκληρος κόσμος ντυμένος τα χειμωνιάτικα παλτά του, τυλιγμένοι στα κασκόλ και τα μάτια γεμάτα απορία, ποιανού νικητή ήταν νικημένοι; Και ο εχτρός άφαντος, ίσα που πρόφτασα να δω στην τεράστια μπούκα του τολ δυο οπλισμένους με στολή, δεν κατάλαβα αν ήταν Έλληνες ή ξένοι, Άγγλοι ίσως, αυτοί του Πολυτεχνείου.

Το μυαλό παγωμένο δε σκεφτότανε πια, μόνο έβλεπε το μεγάλο στρατιωτικό χτίσμα που θα χώραγε πάνω από χίλιους ανθρώπους. Είμαστε καθισμένοι στο παγωμένο τσιμέντο, έξω ο Δεκέμβρης δεν είχε ακόμη ρίξει το χειμωνιάτικο κρύο του. Η σιωπηλή μάζα μόλις και σάλευε όταν κάποιος σηκωνότανε να πάει μέχρι τα βαρέλια που 'χανε στήσει για κατούρημα. Άρχισε να σιγοβρέχει και σε λίγο τα νερό δυνάμωσε. Ο μονότονος θόρυβος στις λαμαρίνες στην καμπυλωτή στέγη μούδιαζε το μυαλό, η κούραση βάραινε τη σκέψη, το σώμα παγωμένο κι αυτό μαζευότανε κουβάρι, να μην πιάνει πολύ τόπο, να μην αφήνει την υγρασία να το νικήσει.

Αργά τη νύχτα το βαρύ στρατιωτικό όχημα διασχίζοντας την οδό Σταδίου σταμάτησε πίσω από το κτίριο της παλιάς Βουλής. Η σιδερένια πόρτα του ανοίγει απότομα, ο τραχύς θόρυβος του σίδερου που χτύπησε σ' άλλο σίδερο μας έκανε να στρίψουμε ταραγμένοι τα μάτια μας προς το σκοτεινό άνοιγμα. Ελληνικές και αγγλικές φωνές και κοφτές εντολές και σπρωξίματα μας κατεβάζουν από το αγγλικό καμιόνι και μας φορτώνουν σ' ένα άλλο που είχε πλευρίσει δίπλα. 

Η πιο μικρή αλλαγή μάς γέμιζε τρόμο, ξέραμε πως κάπου οι Άγγλοι θα ζήταγαν να μας ξεφορτωθούν, κι από χθες το βράδυ είχαμε ακούσει να κυκλοφορεί το όνομα της ταξιαρχίας του Ρίμινι. Ήτανε σκληροί πολεμιστές της Βόρειας Αφρικής, ορκισμένοι αντικομμουνιστές και στήριγμα της κυβέρνησης, που μετά από ατέλειωτα παζάρια είχε ορίσει τους όρους για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ.


Βίντεο με μοναδικά ντοκουμέντα για τα Δεκεμβριανά, από τον φακό του Britih Pathe, πρωταγωνιστή στην παραγωγή ειδήσεων από την εποχή του βουβού κινηματογράφου έως και την δεκαετία του '70. Με πομπώδη μουσική και σχολιασμό βλέπουμε τα γεγονότα που εξελίχθησαν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέσα από την ματιά των Βρετανών, καθώς ο φακός παρακολουθεί το σφυροκόπημα και τους βομβαριδισμούς των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από τους Άγγλους.
_______________


Ακούστηκαν τα πρώτα ψιθυρίσματα, μας πάνε στο Γουδί. Δυο τρεις που βρήκανε μολύβι και χαρτί στην τσέπη τους γράψανε βιαστικά, μας πάνε για τουφέκι, ζήτω η δημοκρατία, ζήτω το ΕΑΜ. Και πέταξαν το χαρτί στο δρόμο. Θα 'τανε 5 ή 6 του Δεκέμβρη, η Αθήνα κρύα και έρημη, το αγγλικό φορτηγό ανεβαίνει τη Σταδίου, περνά μπροστά από τα παλιά ανάκτορα και τραβάει βορινά. Βγαίνοντας από την πόλη, στρίβει απότομα δεξιά, μπαίνει στο δρόμο για την Καισαριανή, και συνεχίζει στην ανηφόρα, κόβοντας ταχύτητα λίγα μέτρα πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια.

Εκεί, στη βάση του Υμηττού, ήταν ο τοίχος. Κάποτε το φορτηγό σταματάει κι ακούσαμε τη φωνή του λοχία, κάτω όλοι και στη σειρά, αφήστε τα πράματά σας στο φορτηγό. Η καρδιά χτύπαγε να σπάσει. Πήδηξα στο χώμα και την ίδια στιγμή κατάλαβα πως οι φωνές ήταν μόνο ελληνικές. Ο λοχίας μ' έσπρωξε να πάω μπροστά, να χωθώ πάλι στη σκοτεινή μάζα που αργοσάλευε καθώς ένας άλλος λοχίας βοήθαγε να σταθούμε στη σειρά κοντά στον τοίχο. Ένιωθα στο δεξί μου χέρι το χέρι του κοριτσιού να ψάχνει να πιαστεί από το μπράτσο μου. Από μακριά, μα δεν ήξερα πόσο μακριά ή πόσο κοντά, μια φωνή, κοφτή, απειλητική. Το κορίτσι, αν θυμάμαι, το λέγανε Βέρα.

Το αυτοκίνητο προχωρά αργά σε δρόμο με λακκούβες και τα πόδια μου δε με κρατούσανε, ο διπλανός μου από την άλλη μεριά του κοριτσιού με πιάνει από τα μπράτσα και με στήνει πάλι στα πόδια μου, η φωνή του ακούστηκε βραχνή, σιγανή, στάσου όρθιος σύντροφε. Το κορίτσι βάραινε στα χέρια μου. Και ξαφνικά ο θόρυβος από μηχανές αυτοκινήτων, και όσο να δούμε την εικόνα τους τα αυτοκίνητα φρενάρισαν απότομα. Απέναντι μια θαμπή εικόνα από στρατιωτικές στολές, φαντάροι και δυο τρεις αξιωματικοί. Διακρίναμε χαμηλά στα πόδια τους ξαπλωμένους πίσω από τσουβάλια τους φαντάρους με τα βαριά πυροβόλα στραμμένα καταπάνω μας. Τώρα, μετά από τόσο καιρό, δε θυμάμαι παρά μια εικόνα σκούρα μέσα στην πρωινή ομίχλη. Αυτό που είδα, η εικόνα, γρήγορα σκεπάστηκε από τους Άγγλους που είχαν πηδήξει από το άλλο φορτηγό και κάνανε μια γραμμή ανάμεσα σε μας και τη θαμπή εικόνα των άλλων. Οι Άγγλοι με τα βυσσινιά μπερέ μάς σπρώξανε σβέλτα στην ανοιχτή μπούκα του φορτηγού. Αργότερα, όταν ο νους ξεκαθάρισε, σκέφτηκα πως ήταν οι ίδιοι εκείνοι Άγγλοι που λίγες ώρες πριν σπάσανε τη σιδερένια πόρτα του σχολείου μας και γέμισαν την αυλή και τους μεγάλους σκοτεινούς θαλάμους βυσσινιούς μπερέδες και τα φαναράκια κρεμασμένα στο στήθος. Κι εμείς σιωπηλοί, κρυμμένοι μέσα στα σκουπίδια, με τον βαθύ σκοτεινό φόβο του άγνωστου φωλιασμένο μέσα μας.


Δεκέμβρης '44. Συλλήψεις πολιτών στο κέντρο της Αθήνας
________

Δεν πρόφτασα να σκεφτώ πώς βρέθηκα πάλι στην ανοιχτή κοιλιά του εγγλέζικου φορτηγού. Σωριάστηκα στο σιδερένιο πάτωμα. Κάποιοι πέσανε πάνω μου και ένιωσα το κορίτσι να πέφτει δίπλα μου και όλα θολώσανε. Έχω σκεφτεί τόσες φορές αυτή την ιστορία, μια τόση δα ιστορία είναι, ένα τίποτα λέω, μα τότε δεν ήξερα πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε τους Έλληνες στα δυο. Τους καλούς και τους κακούς. Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω.

Ο Κ. ανασηκώθηκε και σύρθηκε μέχρι το μεγάλο άνοιγμα. Ένιωσε πίσω του τον Ισίδωρο που τον ακολούθησε. Σταθήκανε ώρα πολύ στο άνοιγμα, η βροχή είχε δυναμώσει. Λίγα μέτρα πιο πέρα ο προβολέας ξέσκιζε με αργή κίνηση το πυκνό πέπλο της βροχής και της νύχτας. Το μυαλό του Κ. δούλευε σαν τρελό. Ήξερε πως πίσω από τη βροχή, πέρα από το σκοτάδι, ήτανε το βουνό. Ο Υμηττός. Πέντε πηδήματα μέχρι την ξύλινη βάση του φυλάκιου, μάντευε το ύψος του από τη φωτεινή δέσμη του προβολέα. Μετρούσε το χρόνο που το φως θα 'κανε έναν κύκλο αφήνοντας στο πλάι και πίσω του πηχτό σα να 'χε σάρκα το σκοτάδι. Το νερό όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Μια τρεχάλα και ο Κ. θα χανότανε στη νύχτα. Και το βουνό εκεί μπροστά του, η λευτεριά...

Σιγά σιγά με χαμηλά ψιθυρίσματα κυκλοφόρησε η είδηση. Οι αιχμάλωτοι, κόσμος πολύς που στο πρώτο ξάφνιασμα πρόφτασαν να τους αρπάξουν από τα σπίτια τους κι από τους δρόμους, σπρωχνόντουσαν τώρα μέσα στο απέραντο υπόστεγο. Και το ξημέρωμα θα τους φορτώνανε σε αγγλικά οπλιταγωγά για τα στρατόπεδα της Αφρικής. Στην Ελ- Τάμπα, λέγανε, μα κανένας δεν ήξερε την ξένη λέξη. Κι εκεί στρατόπεδο, σύρματα γύρω γύρω κι η μισητή σκαλωσιά με τον προβολέα και το πυροβόλο. Τα ίδια δηλαδή. 


Το 312 στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου της El Daba,  
«Ελ Ντάμπα» του Δημήτρη Χριστοδούλου, εκδόσεις Μετρονόμος
_______________


Ο Ισίδωρος δίπλα του μιλάει ήσυχα, λες και άκουσε την ίδια θυμωμένη φωνή, το ίδιο κοφτό όχι. – Ξέρω μια σπηλιά, εδώ μεγάλωσα, στου Ζωγράφου. – Θα πηδήξουμε, λέει ο Κ., ως τους πασσάλους της σκοπιάς. Από κάτω τους δηλαδή. Κι από κει θα περιμένουμε το γύρο της λάμπας. Γύρισε και κοίταξε κλεφτά το αγόρι δίπλα του.

Ο Ισίδωρος. Ένα αδύνατο παιδί με σκούρο δέρμα και μικρό κούτελο, αγαθό και σιωπηλό που να μην ξέρεις πότε και τι σκέφτεται. Κι όμως όλοι τον ξέρανε, ήτανε παιδί της γυναίκας που σφουγγάριζε τα σκαλοπάτια του σχολείου. Και τώρα ακόμα φόραγε το παλτό του μεγάλου αδελφού μου που του 'χε δώσει η μάνα μου, όταν πια ο μεγάλος αδελφός χάθηκε.

Είχα από ώρα πάρει την απόφασή μου. Είχα προσέξει τον προβολέα που έκανε αργούς νυσταγμένους κύκλους στο στρατόπεδο, και σκέφτηκα πως θα 'χε κι άλλες λαμαρινένιες αποθήκες δεξιά και αριστερά από τη δική μας. Όταν πέρασε ο προβολέας και μας φώτισε μέτρησα τους κύκλους, να υπολογίσω πότε θα ξαναέρθει ο φωτεινός εχθρός μου. Ο ένας Άγγλος έφυγε, λέει μουρμουριστά ο Ισίδωρος, τώρα φεύγει και ο άλλος. Δεν πρόφτασε να τελειώσει και ο τρίτος Άγγλος έρχεται και με μια κλοτσιά κλείνει τη λαμαρινένια πόρτα. Καταλάβαμε πως δεν είχε μάνταλο ούτε κλειδί. Από τη χαραμάδα του μάσκουλου είδα τον τρίτο Άγγλο να χάνεται μες στη βροχή. Άνοιξα την πόρτα και όσο μπορούσα να δω διέκρινα απέναντι σε καμιά δεκαριά μέτρα τον ξύλινο πύργο με τα σταυρωτά δοκάρια και στην κορυφή στημένος ο προβολέας με τους αργούς φωτεινούς κύκλους του να ξεσκίζουν το πυκνό φράγμα της βροχής που όλο και δυνάμωνε.

Ο Ισίδωρος δίπλα μου κατάλαβε. Χρόνια μαζί μου, από το δημοτικό, σκιά μου στα παιχνίδια μας και αργότερα στους δρόμους της Αθήνας, με τη γροθιά ψηλά και το αδύνατο κορμί του να πολεμά να μη χαθεί μέσα στη μάζα των χεριών και των κορμιών του ξεσηκωμένου κόσμου. Να πολεμάμε με φωνές τους Ιταλούς, ύστερα τους Γερμανούς, και τώρα, από χτες, τους Άγγλους, τους σύμμαχους, τους φίλους. Τράβηξα βιαστικά την πόρτα να μη δει το μαύρο άνοιγμα ο προβολέας και πεταχτήκαμε έξω. Δέκα μέτρα ήτανε μέχρι τον ξύλινο πύργο και ίσα ίσα θα προφταίναμε τον δεύτερο κύκλο.

Δεν προφτάσαμε. Η ριπή του πολυβόλου σήμανε το τέλος της αθώας ζωής του Ισίδωρου και σφράγισε μια για πάντα τη δικιά μου. Οι σφαίρες από τη ριπή που μου ανήκανε σταμάτησαν τη σκέψη και χάθηκα...

Σκέφτομαι πάλι τον γιο της θυρωρίνας, τον Ισίδωρο, τον φίλο μου, πεσμένο μπρούμυτα μέσα στη λάσπη και λέω, ποιανού ο νους το βάνει. Ένα λεπτό πρωτύτερα μετράγαμε τα δευτερόλεπτα που 'θελε ο προβολέας να κάνει το γύρο του, και να κρυφτούμε πριν μας προδώσει.

Είμαι ζωντανός σκέφτηκα, κι ύστερα τίποτα. Γιατί δεν πονάω, μου σούβλισε η απορία το νου. Πέθανα ξανασκέφτηκα κι αφέθηκα καθησυχασμένος, ό,τι ήτανε να γίνει έχει γίνει.

Λέω, πως δεν χρειάστηκαν πάνω από δυο τρεις σφαίρες και καθώς το φονικό όπλο συνέχισε να ξερνάει τα πυρωμένα μολύβια του, ένιωσα το αριστερό πόδι να καίγεται κι έναν πόνο σα σουβλιά που κράτησε δευτερόλεπτα. Σωριάστηκα στο νερό, δίπλα στο σώμα του Ισίδωρου. Για λίγο έμεινα ακίνητος η φονική καμπύλη είχε κάνει τη δουλειά της και σταμάτησε. Τα δυο κορμιά πεσμένα μέσα στην πηχτή λάσπη μοιάζανε το ίδιο νεκρά. Ο πόνος που κράτησε μια στιγμή είχε χαθεί μέσα στη σιωπή. Περίμενα ασάλευτος. Ούτε πόνος ούτε κροτάλισμα πυροβόλου. Μόνο σιωπή. Μια περίεργη γαλήνη με κυρίεψε. Ο νεκρός με κοίταγε γεμάτος απορία με τα γυάλινα μάτια του. Το πρόσωπό του, μισό στη λάσπη και μισό έξω, γαληνεμένο, όμορφο, δεν πρόλαβε ο γρήγορος θάνατος να το τρομάξει. Για μια στιγμή είπα να του κλείσω τα μάτια, μα το χέρι μου δεν υπάκουσε. Ο Ισίδωρος ήταν νεκρός. Μα εγώ τι ήμουν;

Μερικοί άντρες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς 
στα σημεία που είχε χυθεί το αίμα των θυμάτων. 
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944, Dmitri Kessel.
___________


Η βροχή χτύπαγε το βουρκωμένο νερό δίπλα μου. Έκανα να συρθώ πιο πέρα, και τότε κατάλαβα πως το μισό σώμα μου δεν υπήρχε. Σύρθηκα με τους αγκώνες. Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Το όπλο του Άγγλου με περίμενε ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Ένιωσα ν' αδειάζω από αίμα και απ' ό,τι άλλο έδινε ζωή στο σώμα μου. Ένα αόρατο χέρι μου 'κλεισε τα μάτια και χάθηκαν όλα.

Πολλές ώρες αργότερα, ίσως μια μέρα, ίσως δυο, ίσως τρεις, ξύπνησα. Σιγά σιγά το μουδιασμένο μυαλό έπιασε ήχους, φωνές ανθρώπινες, θολές. Ο νους πήγε πάλι στον Ισίδωρο, παρατημένο εκεί, στη λάσπη, και στη μάνα του να σκουπίζει την αυλή του σχολείου σέρνοντας τα κουρασμένα πόδια της στις πλάκες. Κι ο μοναδικός γιος της, ο Ισίδωρος, να στριφογυρνάει γύρω μου σα γατί κι ύστερα, ακόμη πιο μεγάλος, και πριν λίγες ώρες ολοζώντανος να με κοιτά στα μάτια και να περιμένει, έτσι ήτανε όλη η σύντομη ζωή του, με κοίταζε στα μάτια και περίμενε.

Ένιωσα πως κάποιοι με σήκωσαν. Μιλάγανε δυνατά μα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις φωνές. Η παγωνιά είχε νεκρώσει το κορμί μου μαζί και το μυαλό, κι έκανε τις φωνές μακρινές σαν από κάποιο σκοτεινό κενό. Σκέφτηκα να βγάλω μια σιγανή φωνή, ένα βογκητό μόνο, να καταλάβουνε πως είμαι ζωντανός. Είμαι ζωντανός; αναρωτήθηκα και δεν περίμενα απάντηση.

Τα μάτια δεν άνοιγαν, το στόμα, ο λαιμός, τα πνευμόνια παγωμένα. Ένιωθα το μυαλό να με αφήνει σιγά σιγά μαζί με την ελάχιστη δύναμη που απέμεινε στο παγωμένο σώμα. Όλα γλίστρησαν στο σκοτεινό κενό. Ήμουν ήρεμος, δεν περίμενα τίποτα.


Άγγλοι στρατιώτες μεταφέρουν έναν τραυματισμένο ή σκοτωμένο Άγγλο στρατιώτη, 1944
Φωτορεπόρτερ: Βασίλης & ΑλέξανδροςΤσακιράκης
_______________


Πρώτα ξύπνησε το αυτί. Άκουσα πάλι φωνές, γυναικείες φωνές αυτή τη φορά. Σιγά σιγά ξεχώριζα μια συλλαβή εδώ, μια συλλαβή εκεί, κάποια χέρια παιδεύονταν πάνω στο σώμα μου, μάλλον τ' αριστερό πόδι πιλάτευαν. Ένιωθα να τραβάνε με κόπο την μπότα, μα το παγωμένο πόδι αρνιότανε. Ήθελα να φωνάξω μα δε φώναξα. Καθώς ένιωσα το σώμα μου να ελευθερώνεται από την μπότα, ένας φοβερός πόνος σούβλισε ολόκληρο το κορμί κι όλος ο κόσμος χάθηκε μέσα σε μια υγρή μαυρίλα.

Ώσπου άκουσα μια γυναικεία φωνή και οι λέξεις φτάσανε καθαρές μέχρι τον παγωμένο νου. Άγγλος είναι. Φώναξε το γιατρό. Πέρασε κάμποση ώρα, δεν ξέρω πόση, ύστερα πάλι η γυναικεία φωνή, γάγγραινα είναι, γιατρέ, θα το κόψετε; – Όχι, καθάρισέ το, είναι ακόμα παγωμένος... Ένιωσα χέρια να τραβάνε κάτω το παντελόνι, μου φάνηκε πως το κόψανε με ψαλίδι. Κατάλαβα πως δεν ήμουνα σε κρεβάτι ήμουνα στο κρύο πάτωμα. Χειρουργείο ήταν ή κάτι σα διάδρομος χειρουργείου. Ένιωθα γύρω μου κι άλλα σώματα αφημένα στο πάτωμα. Άκουγα εντολές σε χαμηλό τόνο, κοφτές εντολές, νευρικές, αφύσικες. Κάποια ώρα γερά ανδρικά χέρια μ' αρπάξανε, μ' ακούμπησαν σε ένα πάνινο φορείο, το σηκώσανε από το πάτωμα και μέσα από τα κλειστά μου μάτια ένιωσα να ταξιδεύω. Μια σκοτοδίνη με κύκλωσε, σφίχτηκα προσπαθώντας να κρατηθώ κι έπειτα πάλι όλα χαθήκανε στο σκοτάδι που το ένιωθα να με κυκλώνει ευεργετικά.


Περιποίηση τραυματιών πολέμου 1940-1944
____________


Ξύπνησα σ' ένα κρεβάτι. Αρνιόμουνα ή δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια, να βγάλω έστω και μια ελάχιστη φωνή από το σφιγμένο στόμα μου. Ο νους γύριζε πίσω, πολλά χρόνια πριν, στο σπίτι των γονιών μου, όταν ήμουν το μουγκό παιδί που αρνιόταν να μιλήσει. Όμως τώρα το μυαλό δούλευε γρήγορα, τα πράγματα ξεκαθάριζαν και μπαίνανε σιγά σιγά σε τάξη.

Μέσα στη σιωπή συναρμολόγησα τις χαμηλές κουβέντες. Οι νοσοκόμες μιλάγανε ελληνικά, οι γιατροί το ίδιο, μα γύρω γύρω στα στριμωγμένα το ένα κολλητά στο άλλο κρεβάτια, οι τραυματίες ήτανε Άγγλοι. Έτσι μου φάνηκε στην αρχή και έτσι ήτανε. Μέσα από τα κλειστά βλέφαρα έβλεπα σκιές, φαντάρους και αξιωματικούς και νοσοκόμες, Άγγλοι όλοι. Έριχναν μια ματιά στα κρεβάτια και έφευγαν βιαστικοί. Το βράδυ που χαμηλώνανε τα φώτα, οι μουρμουριστές κουβέντες και τα βογκητά ήτανε μόνο αγγλικά. Και οι αναστεναγμοί το ίδιο.

Ένας έκλαιγε, ποιος ξέρει τί είχε αφήσει πίσω στη μακρινή πατρίδα του. Όταν κάποιος πέθαινε οι άλλοι σωπαίνανε, ούτε ανάσα δεν άκουγες, οι νοσοκόμες φωνάζανε δυο άντρες που αρπάζανε σβέλτα το σώμα και το παίρνανε στο ψηλό φορείο με τις ρόδες. Την ίδια στιγμή άλλες νοσοκόμες φέρνανε καθαρά σεντόνια. Οι προηγούμενες, πάντα ζευγάρι δουλεύανε, τα στρώνανε με επιδέξιες κινήσεις και ώσπου να το καταλάβεις ένα άλλο σώμα, κι αυτό αγγλικό, έπαιρνε τη θέση του νεκρού. Αργότερα θα κρέμαγαν στο μπροστινό κάγκελο το ταμπελάκι. Επίθετο, μικρό όνομα, μονάδα, πυρετός. Στο δικό μου ταμπελάκι τί είχανε γράψει άραγε;

Γρήγορα αναγνώρισα τη νοσοκόμα, ίδια πάντοτε, που δυο φορές την ημέρα άλλαζε τα μπαμπάκια και τις γάζες από το πόδι μου, τα μύριζε με προσοχή σα γατί και τα πέταγε στην εμαγιέ άσπρη λεκάνη με το μπλε σιρίτι. Κάποια στιγμή κατάλαβα. Η σάπια σάρκα, η γάγγραινα, έπρεπε να μύριζε σα σάπια σάρκα...

Τη μέρα που η νοσοκόμα μού χαμογέλασε κι άφησε δίπλα μαζί με το πιάτο της της σούπας ένα μικρό πράσινο κλαδάκι, κατάλαβα πως κάτι έπρεπε να καταλάβω. Όταν λίγες μέρες πιο ύστερα δε μύρισε τις γάζες, μα τις πέταξε με κάποια περιφρόνηση στη λεκάνη -έτσι μου φάνηκε, άπλωσα και της έπιασα το χέρι. Ένιωσα πως κοκκίνισα, το άφησα γρήγορα κι εκείνη χαμογέλασε, πήρε τη λεκάνη κι έφυγε βιαστική. Αργότερα έμαθα πως την λέγανε Αρετή, εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού ήτανε.




Καθώς οι μέρες περνούσανε βιαστικές, παγιδευμένος ανάμεσα στη χωρίς ήχο φωνή μου και τις αγγλικές φωνές, άρχισα να ξεχωρίζω την έξω ζωή συναρμολογώντας κομμάτι κομμάτι τους ήχους και τις λέξεις. Έξω από τους τοίχους του νοσοκομείου η Αθήνα ζούσε κυκλωμένη από την αταξία και το φόβο ενός αναπάντεχου πόλεμου. Όμως το νοσοκομείο, με κλειστές πόρτες και παράθυρα σαν κάστρο, ζούσε τη δική του ζωή. Κάποια μέρα τα αγγλικά αεροπλάνα χτύπησαν με ρουκέτες την κοντινή Καισαριανή, προχωρημένο χαράκωμα των κουκουέδων σχεδόν μέσα στην πόλη. Ύστερα από μέρες νιώσαμε πως η μάχη σπίτι με σπίτι είχε υποχωρήσει στις παρυφές της Αθήνας, στις γειτονιές που πάντα κρατούσανε οι αριστεροί.

Παραμονή Χριστούγεννα, και το βράδυ, μόλις είχανε χαμηλώσει τα φώτα, μισό ξύπνιος και μισό κοιμισμένος, άκουσα τρυφερές παιδικές φωνές. Ύστερα κατάλαβα πως δεν ήταν παιδικές, κορίτσια ήτανε, γυναίκες. Άνοιξα τα μάτια και σιγά σιγά μέχρι να καταλάβω τί γίνεται ξύπνησα, μα δεν ήμουν σίγουρος πως ξύπνησα. Όνειρο ήτανε. Έκλεισα πάλι τα μάτια και για μια ακόμη φορά ένιωσα να ξεκολλάω από το άρρωστο σώμα μου λαφρύς χωρίς έγνοιες και απορίες χωρίς απάντηση. Το τραγούδι των κοριτσιών διαπέρασε το λιγοστό κενό στο κεφάλι μου. Στο μισόφωτο, στον άδειο χώρο που δεν είχε κρεβάτια και κυκλοφορούσαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες και τα φορεία, διέκρινα μια δεκαριά κοπέλες με χάρτινα φαναράκια στα χέρια και δυο καλάθια με μικρά δώρα για τους Άγγλους, να θυμηθούνε τα σπίτια τους και να κλάψουν. Και οι φωνές, τρυφερές και τρεμουλιαστές σαν ψεύτικες, να τραγουδάνε εκείνο το παλιό τραγούδι της μακρινής πατρίδας τους. Άγγλοι ή καθολικοί ή προτεστάντες ή ό,τι και να 'τανε, το ίδιο τραγούδι όλοι, κι εγώ, μασκαρεμένος, ξένος, πιο ξένος από ποτέ, και οι φωνές ξένες, ξένοι και οι σακατεμένοι άγγλοι σύντροφοι στα διπλανά κρεβάτια... Άγια νύχτα... Νύχτα του Χριστού...

Μοιράζανε μικρά δωράκια, πρωτοχρονιάτικα, στοιβαγμένα σε καλάθια που τα κράταγαν πιτσιρίκια, προσκοπάκια από τη γειτονιά. Γνώρισα τον έναν, ήταν ο γιος της δασκάλας που έμενε στο ισόγειο του απέναντι σπιτιού. Του έκανα νόημα να πλησιάσει. Με γνώρισες; του λέω. Είμαι ο απέναντι με την κόκκινη μοτοσικλέτα. Τα 'χασε, πήγε να κάνει πίσω αλλά τον άρπαξα από το καλάθι. Οι κοπέλες είχαν προχωρήσει παραπέρα και μιλάγανε στους Άγγλους... Μην πεις κουβέντα, ψιθύρισα απειλητικά. Έμεινε κοκαλωμένος, πήγε κάτι να πει... Βρες τη μάνα μου, του λέω στ' αυτί. Πες της πως είμαι εδώ. Τίποτ' άλλο. Έφυγε πισωπατώντας και χώθηκε με το καλάθι του ανάμεσα στις φούστες των κοριτσιών. Δε θα πάει ο χαζός, σκέφτηκα. Κι όμως πήγε. Το άλλο πρωί, μπήκε η μικρή νοσοκόμα, η Αρετή, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μάτσο πράσινα χριστουγεννιάτικα κλαδιά.

Ξεστράτισα. Το μυαλό μου πηγαινοέρχεται πέρα δώθε. Οι εικόνες σωριάζονται η μια πάνω στην άλλη χωρίς τάξη, χωρίς σειρά, έτσι όπως τις ορίζει ο αναστατωμένος νους. Νά πάλι το νοσοκομείο και η μικρή νοσοκόμα να στέκεται μπροστά στο κρεβάτι και να με κοιτάζει επίμονα. Σκέφτομαι ανήσυχος μήπως έχει καταλάβει, μήπως ξέρει πως δεν είμαι Άγγλος, μήπως κάτι θέλει να μου πει και δεν το λέει.


Χριστούγεννα 1940 στο μέτωπο. 
Ιταλοί στρατιώτες γιορτάζουν γύρω από το στολισμένο δέντρο
__________

Και τότε, ήρθε η μάνα. Ντυμένη στα μαύρα. Έτσι ήτανε πάντα, μια ζωή πένθος. Για τον αδελφό της και τα ξαδέλφια, και τους κρητικούς μπαρμπάδες που χάθηκαν στον προηγούμενο πόλεμο. Μέχρι που χάθηκε κι ο πατέρας. Ο έρωτας. Και τώρα, δύο χρόνια μετά, να πάλι η πένθιμη φιγούρα να στέκει στο άνοιγμα της πόρτας και να ψάχνει με τα μάτια, σιωπηλή και ανήσυχη, τα κρεβάτια. Σαν πολεμιστής που ζυγιάζει μετά τη μάχη τον κάμπο με τους σκοτωμένους. Πρόσεξα δίπλα της έναν μεγαλόσωμο αξιωματικό με αγγλική στολή που κράταγε τη μάνα από το μπράτσο. Τον γνώρισα αμέσως από το μπόι του κι από κείνο το αγέρωχο ύφος που ήταν γνώρισμα της φαμίλιας του. Ήταν ο ξάδελφός μου ο Παύλος Βαρδινογιάννης, διερμηνέας στον αγγλικό στρατό. Τέσσερα χρόνια πιο μεγάλος από μένα, τον είχε φροντίσει η μάνα μου όταν ήρθε απ' το χωριό. Σφακιανός κι αυτός όπως όλοι της φαμίλιας μου. Σπούδαζε νομικά, δικηγόρος, και όλα τα χρόνια του σχολειού η μάνα μου τού είχε ένα κρεβάτι δίπλα στο δικό μου.

Ανασηκώθηκα στο μαξιλάρι και με είδε. Με πλησίασε, με κοίταξε καλά καλά σαν να μην πίστευε στα μάτια του, εσύ είσαι, βρε Νικολή, λέει, και σκύβει πάνω μου, μ' αγκαλιάζει από το σβέρκο, μ' ανασηκώνει και στρίβει στη μάνα μου. Ο Νικολής είναι, θεια. Και προσπαθεί να κάνει τη φωνή του κανονική, όμως δεν τα καταφέρνει. Ο Νικολής είναι, ξαναλέει, πιο σταθερή η φωνή του αυτή τη φορά, και κοιτάει τη μάνα που είχε σωριαστεί σχεδόν στην άκρη του κρεβατιού ενός Εγγλέζου. Δεν την κρατάγανε τα πόδια της.

Η μάνα είχε πάρει το μήνυμα του αγοριού. Πήρε τηλέφωνο τον Παύλο και του είπε, έλα γρήγορα. Φέρανε στο νοσοκομείο τον Ρούσσο μας. Ο μικρός είχε κότσια, πήγε στο σπίτι, βρήκε τη μάνα μου και είπε ό,τι είδε και ό,τι άκουσε. Και τώρα να τη στην άκρη του κρεβατιού να μην πιστεύει στα μάτια της. Ο Νίκος, που τον είχε κλάψει και τον έκλαιγε ακόμα, που ο παπάς είχε ευλογήσει τα σαραντάμερά του, ήταν εδώ, στην άλλη άκρη της αίθουσας, ζωντανός. Κοίταζε τη μαυροφορεμένη μάνα και περίμενε.

Καημένη μάνα, χίλια χρόνια να ζήσω, εσύ θα 'σαι εκεί, η Κρητικοπούλα της φωτογραφίας, ποτέ δεν έφυγες, ποτέ δε γέρασες, 18 χρονών ακόμα με τις πλεξούδες αριστερά δεξιά στο πρόσωπό σου. Έτοιμη για τη ζωή που σε περίμενε και που δεν την ήξερες. Και πώς άραγε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.


Γυναίκα με παραδοσιακή ενδυμασία από τα Σφακιά
__________


Τα βογκητά και τα μουρμουρητά και το νυχτερινό κλάμα των Άγγλων είχαν παρασύρει όλα τα άλλα σε ένα κοινό και αναπάντητο ερωτηματικό, ένα γιατί, δυο συλλαβές όλες κι όλες. Πότε άραγε θα λευτερωθώ απ' αυτή τη λέξη που και σήμερα ακόμη τη σέρνω μαζί μου καταχωνιασμένη από βαριομάρα πια- στο βάθος του μυαλού μου. Μα τότε όλα ήταν καινούργια. Και το τραγούδι των κοριτσιών κι οι τρυφερές φωνές, και τα φαναράκια που παλεύανε με το μισοσκόταδο και τα σακατεμένα κορμιά των Άγγλων στα διπλανά κρεβάτια. Και η μάνα εκεί στην άκρη του κρεβατιού με τον ξένο βουβό να την κοιτάει.

Και τώρα τι; Ένα κοινό μνημόσυνο για τ' αδέλφια μου, για τους σκοτωμένους αντάρτες των βουνών, και για τους ανθρακωρύχους του Λίβερπουλ που ήρθαν να πεθάνουν στο Τομπρούκ και στη Βεγγάζη και στα αεροδρόμια της Κρήτης. Και γύρω από το κάστρο-νοσοκομείο, ο πόλεμος της Αθήνας, το μακελειό, το λάθος που παρέσυρε έναν ολόκληρο λαό στην αιματοβαμμένη και οδυνηρή περιπέτεια που έμελλε να κρατήσει χρόνια. Η ιστορία αμείλικτη προσπαθεί ακόμη να βάλει τάξη στην αταξία που σφράγισε τη μοίρα του τόπου μας γραμμένη με ανεξίτηλο μελάνι και αίμα. Εδώ σωπαίνω, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω. Δεν έχω τη δύναμη να συγχωρέσω και ίσως δε θέλω να συγχωρέσω. Ούτε να σωπάσω μπορώ. Η μνήμη, τυραννική, μ' ακολουθά καταπόδι. Τα ξημερώματα όταν μπαίνει το φως απ' το παράθυρο και το σιδερένιο αγκομαχητό από το σκουπιδιάρικο της γειτονιάς στέλνει τα φαντάσματα εκεί που δεν έχει ονόματα και ξεσυνερίσματα, και ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ και ποιοι είναι οι άλλοι... Όμως αυτή η κουτσουρεμένη μνήμη και η αγωνία μη χαθούν όλα μαζί με μένα γέννησε τούτες τις σελίδες, για τους φίλους μου, για τ' αδέλφια στη δουλειά και στα κουβεντολόγια και γι' αυτούς που δε με ξέρουν και ίσως θελήσουν μέσα από τούτες τις σελίδες ν' αναγνωρίσουν σημάδια μιας εποχής που δεν την έζησαν. Και πώς άραγε να γνωρίσει κανείς αυτά που δεν έζησε ούτε αυτός, ούτε ο διπλανός, ούτε ο παραδιπλανός του. Ο χρόνος κατρακυλά προς τα μπρος και τώρα να, εγώ ζητάω, με μια αναστροφή στο νου, να πάω πίσω, τυμβωρύχος και νοσταλγός πραγμάτων που, κι ας μοιάζουν πως είναι δικά μου, είναι και των άλλων.

Νίκος Κούνδουρος, Ονειρεύτηκα πως πέθανα, σελ. 27 - 47, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2010. 


Νίκος Κούνδουρος, όταν μπήκε λαθραία στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών 
στα 16 του, στο εργαστήριο γλυπτικής του Μιχάλη Τόμπρου.
Από τα μητρώα φοιτητών της ΑΣΚΤ @ Γιώργος Μυλωνάς
___________


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


  • Αντίγραφα του Ηρακλή και της Φλώρας του Farnese και της Νίκης της Σαμοθράκης βρίσκονται σήμερα, αποκατεστημένα, στο κτίριο της Ιστορικής Πρυτανείας του ΕΜΠ. «Ο Ηρακλής του Farnese» δόθηκε ως δωρεά προς το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1858 από τον Βασιλέα των Δύο Σικελιών Ferdinand II (1810 – 1859). Μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τα τρία γλυπτά βρίσκονταν στο αίθριο του κτιρίου Αβέρωφ, αλλά η μορφή τους αλλοιώθηκε εξαιτίας συνεχόμενων βανδαλισμών και κακοποιήσεων. Το 2003-2004 με Επιστημονικό Υπεύθυνο τον Καθηγητή Αιμίλιο Κορωναίο, Πρόεδρο της Επιτροπής Διαφύλαξης της Καλλιτεχνικής Περιουσίας του ΕΜΠ, έγιναν συστηματικές εργασίες αποκατάστασης των έργων από τον γλύπτη Jean-Marc Kouchnereff, τα έργα ήρθαν στην παρούσα τους μορφή και μεταφέρθηκαν στην Ιστορική Πρυτανεία του ΕΜΠ.
  • Ελ Ντάμπα:  «το Γκουαντάναμο» του εμφυλίου: 180 χιλιόμετρα Δυτικά της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου βρισκόταν το RAF El Daba, στρατιωτικό αεροδρόμιο / στρατόπεδο της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας της Βρετανίας. Μοίρα κακή το έφερε σε τούτο το στρατόπεδο να φυλακιστούν 8.000 – 10.000 Έλληνες πατριώτες, φίλοι ή μέλη του ΕΑΜ. Το Δεκέμβρη του 1944 Αγγλικός Στρατός που βρισκόταν στην Ελλάδα, βοηθώντας την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, αποφάσισε να «καθαρίσει» την περιοχή από τους «ενοχλητικούς» εαμίτες και να αποδυναμώσει σημαντικά την αντίσταση στην Αθήνα. Γι’ αυτό απήγαγε και μετέφερε στα κρυφά εκτός Ελλάδας τους δημεγέρτες του αντιστασιακού αγώνα. Οι κρατούμενοι δεν ενημέρωσαν κανένα από τους οικείους τους, μεταφέρθηκαν και κρατήθηκαν με απάνθρωπες συνθήκες στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου. Αυτή την προσωπική περιπέτεια καταγράφει ο Μίμης Φωτόπουλος στο βιβλίο του  «Ελ Ντάμπα», εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2017. ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ 
__________________

[...] δέκα χιλιάδες Έλληνες, μεταφερμένοι χίλια εξακόσια μίλια μακριά από το Λεκανοπέδιο της Αττικής, και που με μια μονοκοντυλιά του Τσόρτσιλ βρέθηκαν πακέτο στην άμμο. Αντάρτες, εφεδρικοί, άμαχος πληθυσμός, παιδιά και γέροι, χωροφύλακες, αστυφύλακες, πυροσβέστες, δημόσιοι υπάλληλοι, δικηγόροι, πολιτικοί άντρες ύποπτοι για φιλοεαμισμό και αθώοι του ύπνου και του απότομου ξυπνήματος της προελαύνουσας φάλαγγας των αλεξιπτωτιστών, βρέθηκαν στα «κλουβιά», τα περίφημα «Κέιτς», στο 312 στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου της El Daba!» (απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ελ Ντάμπα» του Δημήτρη Χριστοδούλου, εκδόσεις Μετρονόμος)

 


ΠΗΓΕΣ

  • Νίκος Κούνδουρος, Ονειρεύτηκα πως πέθανα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2010.



Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Το «Ανθρωποχελίδονο» του Β. Γκουρογιάννη και άλλα «σημεία και τέρατα», καρποί παραβίασης της τάξης του κόσμου



 

«Από την άλλη γωνία»: ιστορία και ανθρώπινα πάθη

Η συλλογή διηγημάτων «Από την άλλη γωνία» του Bασίλη Γκουρογιάννη εκδόθηκε το 2006, από το Μεταίχμιο και ως συνέχεια στο παλαιότερο βιβλίο του, «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων» του 1990, ανοίγει με μια λαϊκή διήγηση, το «Ανθρωποχελίδονο», δημοσιευμένο για πρώτη φορά, δυο χρόνια πριν στο περιοδικό Η Λέξη (2004). Μάλιστα η τελευταία από τις συνολικά δεκαέξι παλαιότερες διηγήσεις στρεφόταν γύρω από μια κατάρα, όπως ακριβώς και το πρόσφατο διήγημα, που ανιστορεί τρεις τερατογενέσεις στη σειρά ωσότου λυθεί η κατάρα. 

Ο συγγραφέας, Ηπειρώτης ο ίδιος, αντλεί το υλικό του από τον λαϊκό βίο της Ηπείρου και την προφορική της παράδοση, δίνοντας φωνή στους «ανώνυμους» ανθρώπους του τόπου του. Το κείμενο, μέσα από τον εξομολογητικό λόγο δύο γυναικών, αναδεικνύει μια τραγική ιστορία φτώχειας, κοινωνικής αδικίας και μεταφυσικού πόνου. Ο συγγραφέας ωστόσο δεν αρέσκεται στην αποκλειστική εστίαση σε ατομικά ψυχογραφήματα αλλά τα ανάγει σε ιστορικά πλαίσια, που χρησιμοποιούνται ως εκτροφείο τους, έστω και με τη μορφή προλήψεων. Έτσι η τραγικότητα του ατόμου συνυφαίνεται με την ιστορία. 

Η άδικη συμπεριφορά, η αντίθετη με το πολιτισμικό κεφάλαιο της κοινότητας, εξισορροπείται με την τιμωρία. Εγγυητής αυτής της ισορροπίας είναι οι μεταφυσικές δυνάμεις στις οποίες αποδίδεται η τερατογένεση. Ο Γκουρογιάνης με τον τρόπο αυτό αξιοποιεί έναν προνομιακό γι' αυτόν χώρο. Ο κόσμος του υπερφυσικού τον διευκολύνει να μιλήσει για την ιστορία, προτείνοντας στους αναγνώστες του ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο του ονείρου. Έτσι ο θρύλος και η πρόληψη διαπλέκεται με το ιστορικό συμβάν, γεγονός που αποτελεί συστατικό στοιχείο της λογοτεχνικής ιδιοσυστασίας του Γκουρογιάννη. Η «άλλη γωνία», από την οποία ο Γκουρογιάννης επιλέγει να δει τα πράγματα, είναι η συνομιλία με την ιστορία και ο αφουγκρασμός των ανθρώπινων παθών.

Ο βασικός πυρήνας της ιστορίας, όπως και στις παλαιότερες «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων», είναι κι εδώ η μνήμη και μέλημα των αφηγητριών αλλά και του συγγραφέα είναι η αντίσταση στη λήθη: «Μιας και ξεκίνησα θα τα μολογήσω όλα, κουμπάρα, να ξαλαφρώσω, αν θες κράτα τα, αν πάλι θες, πες τα. Καλό είναι να βάλουν κι άλλοι μυαλό σε τούτο τον αχόρταγο κόσμο».

Ο ίδιος ο Βασίλης Γκουρογιάννης σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου του «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων», με τον τίτλο «Σκέψεις - οδηγός»: 

«Να προτείνω την εκδοχή ότι ο βεβαρημένος από φρικώδη γεγονότα τόπος, όταν εύρει έκφραση σε άξιον ποιητή ή στην τέχνη γενικά, εκτονώνει την παραφυσική του ένταση και γίνεται πλέον τόπος ακίνδυνος για ευαίσθητες υπάρξεις. Δηλαδή αποναρκοθετείται.»

«Να χρησιμοποιήσω τη μετεμψύχωση και τη μετενσάρκωση με σκοπό να δείξω ότι ο άνθρωπος σαν αίσθηση θα περάσει απ' όλα τα στάδια και τις μορφές που επόθησε ή περιφρόνησε. Σαν αποδείξεις της μετεμψύχωσης προτείνω την τερατογέννηση, την αίσθηση τουθανατηφόρου κινδύνου, τη μάχη ανάμεσα στον άνθρωπο και την κατσαρίδα. Θα κάνω εδώ μιαν ανακύκλωση του τραγικού.»

Βασίλης Γκουρογιάννης, «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων»,
εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018





Στη Βασιλική Γ.Π.

«Γεννήθηκα στα 1912. Ο πατέρας μου έφυγε στην Αμερική. Με άφησε ενός χρονού. Τριών ορφάνεψα και από μάνα. Απόμεινα με τη γιαγιά μου».

Ήταν τότε τα χρόνια της μεγάλης αγωνίας. Έφευγαν οι άνθρωποι για την Αμερική. Υποθήκευαν σπίτια, αμπέλια να οικονομήσουν τα εισιτήρια του ταξιδιού κι αν χάνονταν, χάνονταν και οι δικοί τους εδώ πίσω.

«Εκείνα τα χρόνια γινόταν η εξώνηση. Όποιος δεν έστελνε πίσω τις δανεικές λίρες του ταξιδιού με τον συμφωνημένο τόκο, στην ορισμένη ημερομηνία χανόταν η περιουσία. Έγιναν τότε δράματα με την εξώνηση. Μικρό κορίτσι, πεντάρφανο, έχτισα με τα χέρια μου ένα καλυβάκι που χωρούσε εμένα και μια γιδούλα. Κοιμόμασταν αγκαλιασμένες να ζεσταίνει η μια την άλλη. Δύσκολα χρόνια. Ο πατέρας μου δεν ματαφάνηκε, ούτε γράμμα του έφτασε ποτέ. Η εξώνηση μου ήρθε κατακέφαλα. Πήγα υπηρέτρια στους Κ... Ήταν σόι με δικηγόρους. Την πάλεψα την εξώνηση και το Δικαστήριο μου γύρισε πίσω μόνο το αμπέλι. Κάτι ήταν κι αυτό. Ένα καλό αμπελάκι στη μέση του χωριού με πηγάδι και ροδιές, καλό και για σπιτότοπος. Αλλά οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι μπήκαν ένα βράδυ με κλαδευτήρια και κασάρια και το έκαναν κουτσούμπι. Ποιος τους είδε να δικαστούν; Ανάλαβε τότε η Δικαιοσύνη του Θεού. Ο παπάς χτύπησε την καμπάνα μέρα καθημερινή, μαζεύτηκαν οι χωριανοί από τις δουλειές με την ψυχή στο στόμα. Γύρισε ανάποδα την κολυμπήθρα στη μέση της εκκλησιάς, ανέβηκε απάνω, έβαλε τον αφορισμό για τους αίτιους να βρεθούν σε σαράντα μέρες. Πέρασαν σαράντα μέρες, τίποτε δεν φανερώθηκε. Πέρασαν χρόνια.

»Μια μέρα φάνηκε στην πόρτα μου η Λ... Τα μάτια της έτρεχαν βρύσες και μούσκευαν την γκαστρωμένη κοιλιά της. Μου γύρεψε να της βαφτίσω το αγέννητο. Καθίσαμε στο πεζουλάκι. Μου ξομολογήθηκε κι εγώ δέχτηκα την κουμπαριά. Το χωριό κάτι μυριζόταν για τις γέννες της Λ... αλλά όχι σ' αυτό το σημείο! Τρεις νύχτες έκανα να κλείσω μάτι. Πόνεσε η καρδιά μου, σαν να τα γέννησα εγώ. Κάθισε, που λες, η κακομοίρα, μου τα ξομολογήθηκε και αλάφρωσε η ψυχούλα της.

»“Ο πατέρας μου, κουμπάρα, με πήρε στο λαιμό του. Εγώ τι ήξερα; Κι εγώ μικρό κορίτσι ήμουν. Πλήγιασαν τα χέρια μου από το κλαδευτήρι. Όλη νύχτα χούγιαζε ‘Άιντε και άιντε, θα φωτίσει η μέρα'. Αυτά που τράβηξα δεν έχουν μολογημό. Στην πρώτη αγκαστριά το 'νιωθα να κολυμπάει στην κοιλιά σαν να ήταν μέσα σε στέρνα. Δεν ησύχαζε ούτε μέρα ούτε νύχτα. Κάτι με ξεσήκωνε, αδερφούλα μου, όταν έβρεχε να θέλω να βγαίνω όξω να γίνομαι μούσκεμα. Με την κοιλιά στο στόμα πήγαινα σαν το βρικόλακα στη ρεματιά και ξάπλωνα με την κοιλιά στα τρεχούμενα νερά, κι όταν ήρθε η ώρα του να βγει, με ξέσκισε. Ερχόταν ανάποδα και τα λέπια του μ' έσφαξαν. Στράγγιξε όλο το αίμα μου. Μακάρι να χανόμουν τότε. Κι όμως, κουμπάρα, το βύζαξα κοντά τρεις μήνες. Ορκίσαμε τη μαμή κι αλήθεια κουβέντα δεν της βγήκε της σχωρεμένης. Της κόπηκε η ανάσα κι αυτηνής της καημένης. Από το στηθάκι και κάτω δεν το ξεφάσκιωσα μέχρι το ξόδι του. Το κλάμα του δεν το ακούσαμε. Όταν άκουγε βροχή, σπαρταρούσε να λυθεί, άνοιγε το στόμα χωρίς φωνή όπως τ' άλλα ψάρια. Δεν χόρταινε την ανάσα μέσα στο σπίτι. Δόξα τω Θεώ, τούτο το νιώθω καλά στην κοιλιά μου. Ας γεννηθεί με το καλό και δώσ' του όποιο όνομα θέλεις. Συμφωνάει και ο άνδρας μου. Βγάλε και τον πατέρα σου αν θέλεις. Ποιος να ξέρει τι μπορεί να του έτυχε κι αυτουνού και δεν έστειλε πίσω τα δανεικά. Μιας και ξεκίνησα θα τα μολογήσω όλα, κουμπάρα, να ξαλαφρώσω, αν θες κράτα τα, αν πάλι θες, πες τα. Καλό είναι να βάλουν κι άλλοι μυαλό σε τούτο τον αχόρταγο κόσμο. Στη δεύτερη αγκαστριά έβγαινα τις νύχτες εδώ όξω στα πεζουλάκια και βόσκαγα σαν την προβατίνα. Έτρωγα χορτάρια που δεν τα τρώνε οι ανθρώποι. Ήθελα να χωθώ μέσα στα κοπάδια, να πέσω στα τέσσερα να πηγαίνω κι εγώ στη βοσκή. Απ' αυτό γλήγορα μας γλίτωσε ο Θεός. Βέλαξε τρεις τέσσερις φορές όταν περνούσαν απόξω τα κοπάδια, το βύζαξα καμιά δεκαριά μέρες και πάει... Στο τρίτο, το μαρτύριο παρατράβηξε. Κλείσαμε το σπίτι μας δυο χρόνια κοντά. Γίναμε απόκοσμοι. Αυτό, κουμπάρα, βγήκε από το λαιμό και κάτω σαν το χελιδόνι! Ένα χελιδόνι να, τόσο!!! Με τις φτερούγες του, με τα όλα του. Στην αγκαστριά νόμιζα πως θα πετάξω.

Στεκόμουν στην άκρη του γκρεμού, άπλωνα τα χέρια και δεν φοβόμουν ότι θα σκοτωθώ κι αν ακόμα γκρεμιστώ από τόσο ψηλά! Ήξερα τι κλωσάω, πήρα φαρμάκι, μα δεν μπόρεσα να το ξεκάνω ούτε αυτό ούτε την αφεντιά μου. Ένιωθα πως ο Θεός ακόμη με τιμωράει. Για ένα αμπέλι κι αυτός ο μεγαλοδύναμος πολύ με βασάνισε, ενώ ο πατέρας μου, ο κύριος αίτιος, ξεψύχησε κι έβγαλε την ψυχή του μ' ευχαρίστηση σαν ρουφηξιά από τσιγάρο. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να κρίνω τα θελήματά Του. Ξέρω μονάχα ότι πολύ με παίδεψε. Τρεις καταδίκες μεγάλες για μια αμαρτία. Ποιος δικαστής το κάνει αυτό; Μια φορά δικάζει ο νόμος. Δεν παίρνω αμαρτία γιατί έχω ακόμη το σπλάχνο στην κοιλιά και δεν ξέρω τι θα μου στείλει πάλι, μεγάλη η χάρη Του. Δεν θα το πιστέψεις, κουμπάρα, ας ήταν όπως ήταν, όταν όμως μου τα παίρναν και καρφώναν το κασόνι για να το παραχώσουν πέρα στο πουρνάρι, χύμαγα απάνω σαν τη σκύλα να το ξεκαρφώσω με τα δόντια!

Που λες στο τρίτο ο μεγαλοδύναμος μου φύλαγε τον πιο μεγάλο παιδεμό. Δυο χρόνια το κράτησε στη ζωή κι ένα στην κοιλιά, τρία. Τα μεγάλα μαρτύρια γινόσαντε άνοιξη και φθινόπωρο, όταν έρχονταν κι όταν φεύγαν τα πουλιά. Το χειμώνα τον έβγαζε με ύπνο μέρα νύχτα μα την άνοιξη φτεροκοπούσε σαν πουλί, μάτωνε, έχωνε το κεφάλι στις σιδεριές των παραθυριών να βγει, να σμίξει με τ' άλλα χελιδόνια. Φράξαμε τα παραθύρια, κλειδώναμε την πόρτα μην ξεχαστούμε και μας φύγει αποκεί. Γι' αυτό, κουμπάρα, σκιάζαμε και σκοτώναμε τα χελιδόνια του σπιτιού, γιατί μας έφερναν μεγάλο πειρασμό τσιρίζοντας όξω απ' τα σπιτοπαράθυρα. Το φθινόπωρο λες και το 'νιωθε ότι τ' άλλα πουλιά φεύγουν κι αυτό θα μείνει πίσω και δεν ησύχαζε, χτυπιόταν ως πέρα τον Αϊ-Δημήτρη... Άργησε αλλά το πήρε κι αυτό ο μεγαλοδύναμος.

Ελπίζω, κουμπάρα, σε τούτο να μας λυπηθεί. Το νιώθω καλά στην κοιλιά μου"».


Βασίλης Γκουρογιάννης, Ανθρωποχελίδονο,
Από την άλλη γωνία, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2006





Μετανάστευση και κοινωνική εξαθλίωση

Η ιστορία ξεκινά μέσα στο πλαίσιο των αρχών του 20ού αιώνα, όταν πολλοί Ηπειρώτες, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και έως τον Μεσοπόλεμο, έφευγαν μαζικά για την Αμερική. Ο πατέρας «φεύγει» και δεν επιστρέφει ποτέ, αφήνοντας πίσω του χρέη, ορφάνια και φτώχεια. Η «εξώνηση» - η κατάσχεση της περιουσίας λόγω χρέους - λειτουργεί ως σύμβολο της οικονομικής απελπισίας και της αδυσώπητης κοινωνικής πραγματικότητας: οι φτωχοί χάνουν ακόμη και τα ελάχιστα. Επειδή, το κράτος και η Δικαιοσύνη απουσιάζουν, το μόνο που απομένει είναι η δικαιοσύνη του Θεού και οι λαϊκές πρακτικές. Ο αφορισμός από τον παπά εκφράζει την πίστη σε μια μεταφυσική αποκατάσταση της αδικίας.

Η μοίρα της γυναίκας – η πατριαρχία - το ηθικό σύστημα της παραδοσιακής κοινωνίας

Η γυναίκα είναι διπλά καταπιεσμένη, από τη φτώχεια και από την ανδροκρατούμενη κοινωνία. Τόσο η αφηγήτρια όσο και η Λ… βιώνουν τη ζωή ως διαρκή αγώνα επιβίωσης. Οι άνδρες είτε απουσιάζουν, όπως ο μετανάστης πατέρας, είτε είναι θύτες, όπως ο πατέρας-βιαστής της Λ…, της οποίας η «αμαρτία» δεν είναι αποτέλεσμα βούλησης, αλλά βίας. 

Στις παραδοσιακές κοινότητες — όπως εκείνη που αναπλάθει ο Γκουρογιάννης, ηπειρώτικη και κλειστή— η γυναίκα θεωρείται φορέας της τιμής της οικογένειας και του χωριού.
Αν «μια γυναίκα ατιμαζόταν», το στίγμα δεν έπεφτε στον δράστη αλλά στην ίδια, γιατί η κοινωνία έβλεπε την ηθική τάξη μέσα από το σώμα της γυναίκας. Έτσι, η παραβίασή της, ακόμη κι αν είναι βίαιη, χωρίς συναίνεση, νοείται ως μίασμα που πρέπει να εξαγνιστεί μέσω πόνου ή τιμωρίας. Είναι ο πατέρας που παραβιάζει τον φυσικό και θεϊκό νόμο, αλλά η κοινωνία βλέπει στη γυναίκα το «όργανο της αμαρτίας», όχι το θύμα.

Ακόμα και η μορφή του Θεού παραμένει πατριαρχική και τιμωρητική· δεν αποδίδει δικαιοσύνη, αλλά διατηρεί τη δομή εξουσίας και υποταγής: Ο Πατέρας (Θεός, βιολογικός, κοινωνικός) εξουσιάζει· η γυναίκα υποφέρει και εξαγνίζεται.

Ο συγγραφέας δεν υιοθετεί αυτή τη λογική, αντίθετα την αναδεικνύει για να την καταγγείλει.
Η αφήγηση, με τη ρεαλιστική και λαϊκή της γλώσσα, αποτυπώνει τον μηχανισμό της ενοχοποίησης του θύματος. Έτσι, ο Β. Γκουρογιάννης φωτίζει τη δομή της βίας και της σιωπής που χαρακτηρίζει τη λαϊκή κοινότητα και τη θρησκευτική νοοτροπία. Μέσα από τη Λ…, αναδεικνύει τη διαχρονική πατριαρχική λογική, που μεταθέτει την ευθύνη από τον θύτη στο θύμα, από τον άνδρα στη γυναίκα, από την εξουσία στο σώμα.


Fred Boissonnas, Φιλιάτες, 1913
___________


Αμαρτία, τιμωρία, ενοχή, λύτρωση

Ο κόσμος του διηγήματος είναι βαθιά μεταφυσικός και θρησκευτικά ερμηνευμένος. Ο Θεός παρουσιάζεται τιμωρητικός, που «παιδεύει » τη γυναίκα για μια «αμαρτία», που δεν διέπραξε με τη θέλησή της και αθωώνει τον βιαστή πατέρα, «τον κύριο αίτιο, που ξεψύχησε κι έβγαλε την ψυχή του μ' ευχαρίστηση σαν ρουφηξιά από τσιγάρο». Η ειρωνεία είναι φανερή: ο πραγματικός ένοχος παραμένει αλώβητος, και η γυναίκα αναλαμβάνει την τιμωρία που του αναλογεί.

Ο λόγος της Λ… είναι εμποτισμένος με μια λαϊκή θεολογία της δοκιμασίας: πιστεύει ότι ο Θεός «την τιμωρεί» για το κακό που έγινε, χωρίς να διαχωρίζει δίκαιο και άδικο. Η ίδια υιοθετεί τη λογική της κληρονομικής ενοχής: το σώμα της ως το όχημα αμαρτίας, πρέπει να εξιλεωθεί μέσα από αλλεπάλληλες γεννήσεις-μαρτύρια, κάθε εγκυμοσύνη και μια θεϊκή καταδίκη! Τρεις φορές γεννά «τερατόμορφα» πλάσματα, όντα συμβολικά, που ενσαρκώνουν την ενοχή και την τιμωρία. Η πίστη, η δεισιδαιμονία, ο φόβος και η ενοχή συνυπάρχουν αξεχώριστα στον λαϊκό άνθρωπο. Στο τέλος, η ελπίδα ότι «τούτο θα μας λυπηθεί ο Θεός», δηλώνει την πίστη στη λύτρωση μέσω του πόνου, μια βαθιά χριστιανική και ταυτόχρονα αρχέγονη λαϊκή στάση.

Η αντιστροφή της Δικαιοσύνης

«Τρεις καταδίκες μεγάλες για μια αμαρτία. Ποιος δικαστής το κάνει αυτό; Μια φορά δικάζει ο νόμος». Η φράση της γυναίκας λειτουργεί σαν κορυφαία ειρωνική επίγνωση:
κατανοεί την αδικία, αλλά παραμένει μέσα στο πλαίσιο που την παράγει. Ο συγγραφέας, με αυτή την τελευταία ομολογία, στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στη διαστροφή της δικαιοσύνης,ανθρώπινης και θεϊκής, μέσα σε έναν κόσμο όπου η ενοχή των ισχυρών δεν τιμωρείται ποτέ.

Η μυθική διάσταση – ο αρχέγονος νόμος της Ύβρεως

Στο επίπεδο του μύθου, ο βιασμός είναι παραβίαση των φυσικών ορίων (αιμομιξία, απαγορευμένη ένωση). Η τιμωρία, επομένως, πέφτει σε όποιον φέρει το σύμπτωμα της ύβρεως, δηλαδή στο σώμα της γυναίκας που κυοφορεί το τερατώδες αποτέλεσμα. Η «ατιμία» δεν μπορεί να παραμείνει αόρατη, πρέπει να ενσαρκωθεί στο σώμα της γυναίκας, για να επιβεβαιωθεί η τάξη του κόσμου. Ο άνδρας-πατέρας, ως φορέας εξουσίας, δεν χρειάζεται να τιμωρηθεί γιατί εκπροσωπεί αυτή την τάξη, όσο κι αν τη διαστρέφει.


Η μετάλλαξη – η φύση – το υπερφυσικό

Τα «παιδιά» της Λ… — ψάρι, πρόβατο, χελιδόνι — συμβολίζουν μια μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης, μια τιμωρία αλλά και ένα πέρασμα προς το υπερφυσικό. Το ανθρωποχελίδονο, το παιδί-χελιδόνι, είναι σύμβολο ψυχής που ποθεί την ελευθερία, που δεν αντέχει τον εγκλεισμό και την ενοχή. Η φύση συμμετέχει στο δράμα — η βροχή, τα κοπάδια, τα πουλιά — είναι ζωντανά στοιχεία του κόσμου της Λ…, ενταγμένα στη δεισιδαιμονική αντίληψη ότι η φύση «μιλά» και «παίρνει θέση» απέναντι στην ανθρώπινη αμαρτία. Το στοιχείο του φανταστικού και του μαγικού ρεαλισμού αναδεικνύει το βάθος της λαϊκής ψυχής και της μυθολογίας της Ηπείρου.


Fred Boissonnas, Μέτσοβο, στη βρύση, 1913
___________

Νερό, γη, αέρας

Ο Β. Γκουρογιάννης συνδέει τα τρία παιδιά  της Λ... — ψάρι, πρόβατο, χελιδόνι — με τα τρία βασικά φυσικά στοιχεία του κόσμου — νερό, γη και αέρα — και μέσα από αυτά χτίζει μια κοσμολογική και μεταφυσική αλληγορία γύρω από την ενοχή, την τιμωρία και τη λύτρωση. Κάθε γέννα είναι ένα στάδιο μετάνοιας, ένα βήμα προς την πνευματική αποδέσμευση της εξομολογούμενης ηρωίδας. 
  • Το ψάρι – το στοιχείο του νερού: Το πρώτο παιδί γεννιέται «με λέπια», «κολυμπούσε μέσα της σαν να ήταν σε στέρνα». Το νερό είναι σύμβολο: της ζωής και της μήτρας (το αμνιακό υγρό, η αρχή της γένεσης), αλλά και του πνιγμού, της σιωπής, της λήθης. Εδώ, όμως, το νερό είναι στοιχείο τιμωρίας: το παιδί-ψάρι δεν μπορεί να αναπνεύσει έξω από το νερό. Είναι καταδικασμένο να «σπαρταράει» χωρίς φωνή, όπως η ίδια η μάνα, που πνίγεται στην ενοχή της και δεν μπορεί να μιλήσει. Το ψάρι γίνεται σύμβολο της σιωπηλής ενοχής και της ψυχής που πνίγεται στην αμαρτία.
  • Το πρόβατο – το στοιχείο της γης: Το δεύτερο παιδί «βέλαζε» και η μάνα έβγαινε τα βράδια «να βοσκάει σαν την προβατίνα». Η γη είναι το στοιχείο: της ύλης, της σωματικότητας, της καθημερινής ζωής αλλά και της αμαρτίας, καθώς η γη «δέχεται» τα σώματα και τις κατάρες. Η γυναίκα εδώ εξομοιώνεται με το ζώο, κυριολεκτικά επιστρέφει στην πρωτόγονη φύση. Το σώμα της γίνεται τόπος εξευτελισμού αλλά και γονιμότητας, όπως η ίδια η γη: γεννά, αλλά δεν μπορεί να ελέγξει τι γεννά. Το πρόβατο εκφράζει τον εξευτελισμό και την ταπείνωση της ανθρώπινης φύσης, αλλά και μια υποψία αγνότητας και θυσίας, παραπέμποντας στον «αμνό» του Θεού.
  • Το χελιδόνι – το στοιχείο του αέρα: Το τρίτο παιδί γεννιέται «από το λαιμό και κάτω σαν χελιδόνι»· φτεροκοπά, ποθεί να βγει στο φως. Ο αέρας είναι το στοιχείο: της ψυχής, της πνοής, της ελευθερίας. Το χελιδόνι ειδικά είναι σύμβολο της άνοιξης, της αναγέννησης, της ελπίδας. Αλλά κι εδώ υπάρχει τραγωδία: το χελιδόνι δεν μπορεί να ενωθεί με τα άλλα πουλιά· αιμορραγεί, ματώνει στα κάγκελα, είναι μια ψυχή που ποθεί τη λύτρωση αλλά την εμποδίζουν οι ενοχές. Το χελιδόνι εκφράζει την πνευματική διάσταση της τιμωρίας — την αγωνία της ψυχής να λυτρωθεί. Μέσα από αυτό φαίνεται η κοσμική πορεία της γυναίκας από το σώμα προς το πνεύμα, από τη λάσπη προς τον αέρα.



Η κατάρα της αιμομιξίας: από τον Οιδίποδα στη Λ… του Β. Γκουρογιάννη

«φύς τ᾽ ἀφ᾽ ὧν οὐ χρῆν, ξὺν οἷς τ᾽
οὐ χρῆν ὁμιλῶν...»

«Απ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε φύτρωσα,
μ᾽ αυτούς που δεν έπρεπε πλάγιασα...»

Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, στ. 1184-85
_____________


[...] Γεννήθηκε στα χρόνια μας πιο δύσμοιρος
κανείς;
Ποιος άλλος άλλαξε ζωή και βρέθηκε
να συνοικεί με της ανοίκειας κατάρας το φορτίο;
Ιού, η σεπτή κεφαλή του Οιδίποδος!
Πώς μπόρεσε και δέχθηκεν ο μέγας κόλπος
νυμφίο τον πατέρα και τον γιο;
πώς μπόρεσες, κακότυχε, να σπείρεις
στ᾽ αυλάκι που άνοιξε τ᾽ αλέτρι του πατέρα σου;
και πώς δεν έβγαλε φωνή να σου μιλήσει;

Ο παντεπόπτης χρόνος σε φανέρωσεν 
αδόκητα
και δίκασε το γάμο τον ανίερο,
όπου τα τέκνα μιαρά τεκνοποιούσαν [...]

Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος (στ. 1204-1215), 
μτρφ. Κ.Χ. Μύρης
______________


Η αιμομικτική σχέση Οιδίποδα–Ιοκάστης στη σοφόκλεια τραγωδία και ο βιασμός της Λ… από τον πατέρα της στο Ανθρωποχελίδονο του Βασίλη Γκουρογιάννη εκφράζουν το ίδιο διαχρονικό μοτίβο: την ύβρη που γεννά κατάρα. Στον Οιδίποδα Τύραννο, βέβαια η αιμομιξία δεν οδηγεί σε τερατογένεση, ούτε τελείται συνειδητά. Είναι το αποτέλεσμα μιας προκαταβολικής κατάρας: ο Λάιος έχει παραβιάσει παλαιότερα τον νόμο φιλοξενίας βιάζοντας τον Χρύσιππο και οι θεοί τον καταριούνται. Ο γιος του Οιδίπους, φορέας αυτής της τιμωρίας, γεννιέται μέσα στην κατάρα, σκοτώνει τον πατέρα του και παντρεύεται τη μητέρα του χωρίς να το γνωρίζει. Ενώ η πράξη του είναι φυσική και ανθρώπινη, η κατάρα είναι θεϊκή και κληρονομική. Όταν αποκαλύπτεται, η Ιοκάστη αυτοκτονεί και ο Οιδίπους αυτυφλώνεται, αναλαμβάνοντας τελικά την ευθύνη της πράξης του. 
Η τιμωρία γίνεται έτσι κάθαρση και αυτογνωσία, αλλά ακολουθεί και τα παιδιά τους, Αντιγόνη, Ισμήνη, Ετεοκλή και Πολυνείκη. Η ενοχή, δηλαδή, δεν τελειώνει με τους δράστες, αλλά διαπερνά τις γενιές, με τη μορφή της τραγικής μοίρας.

Στον Γκουρογιάννη, αντίθετα, η αιμομιξία δεν έχει το μεταφυσικό πλαίσιο του Σοφοκλή, αλλά λαϊκό: είναι βιασμός, πατριαρχική βία μέσα σε έναν μικρό, φτωχό, θεοφοβούμενο κόσμο. Η Λ… είναι θύμα, όχι συνένοχη, κι ωστόσο επωμίζεται μόνη της την ενοχή. Οι τερατογεννήσεις της και μια ζωή στίγματος και ενοχής λειτουργούν ως λαϊκή εκδοχή της αρχαίας κατάρας: το σώμα της μετατρέπεται σε τόπο εξιλέωσης, ενώ ο πατέρας-θύτης μένει ατιμώρητος. Η κοινωνία και η ίδια ερμηνεύουν τη φρίκη ως θεία τιμωρία, όχι ως ανθρώπινο έγκλημα. Ο πατέρας «ξεψύχησε μ’ ευχαρίστηση σαν ρουφηξιά από τσιγάρο»· η κόρη όμως μετατρέπεται σε ζωντανό μνημείο της ύβρεως, όπως ο Οἰδίπους μετά την αναγνώριση.

Στον Σοφοκλή, η κατάρα είναι ανεξάρτητη από την ηθική, είναι η αδήριτη νομοτέλεια του κόσμου, η ἄτη που διαπερνά τις γενιές. Στον Γκουρογιάννη, η κατάρα παράγεται κοινωνικά: είναι το αποτέλεσμα της σιωπής και της συνενοχής μιας κοινότητας που συγκαλύπτει το έγκλημα.

Ο Γκουρογιάννης μεταφέρει την τραγική ειρωνεία του Οιδίποδα σε μια λαϊκή πραγματικότητα:
η γυναίκα, που δεν ευθύνεται, γίνεται το όργανο της τιμωρίας του Θεού. Η «εξώνηση» του πατέρα, το χρέος, το αμπέλι, η απώλεια, όλα επανέρχονται ως κύκλος ενοχής. Όπως η Θήβα γίνεται πόλη μίασματος, έτσι κι αυτό το χωριό της Ηπείρου ζει κάτω από τη σκιά μιας σιωπηλής κατάρας.


«Ιοκάστη και Οιδίποδας» σε γερμανική ξυλογραφία, από μια άγνωστη γερμανική μετάφραση του Heinrich Steinhöwel του έργου De mulieribus claris του Giovanni Boccaccio, τυπωμένη από τον Johannes Zainer στην Ουλμ περίπου το 1474 
_________


Ο άντρας αμαρτάνει, η γυναίκα τιμωρείται

Το θέμα των τερατογενέσεων, η γέννηση πλασμάτων «μη φυσιολογικών», ως αποτέλεσμα αμαρτίας, κατάρας ή θεϊκής τιμωρίας, είναι πανάρχαιο και επανέρχεται σε πολλούς πολιτισμούς και λογοτεχνικά είδη. Ενώ αυτός που αμαρτάνει είναι ο άντρας, η τιμωρία πέφτει στο σώμα της γυναίκας που κυοφορεί το τερατώδες αποτέλεσμα. Το μοτίβο της «τιμωρημένης γυναίκας» που γεννά τέρατα μετά από βιασμό ή αιμομιξία διατρέχει την ελληνική μυθολογία. 

  • Ο μύθος της Πασιφάης και του Μινώταυρου είναι μια ιστορία τερατογένεσης, αποτέλεσμα θεϊκής εκδίκησης, που στιγματίζει την οικογένεια. Πριν ο Μίνωας γίνει βασιλιάς ζήτησε από τον θεό Ποσειδώνα ένα σημάδι που να αποδεικνύει ότι αυτός, και όχι ο αδελφός του, έπρεπε να ανέβει στον θρόνο. Ο θεός έστειλε έναν όμορφο λευκό ταύρο και ζήτησε από τον Μίνωα να θυσιάσει αυτόν τον ταύρο στον ίδιο. Ο Μίνωας όμως αντί για αυτόν θυσίασε έναν άλλο ταύρο, ελπίζοντας ότι ο θεός δε θα το προσέξει. Ο Ποσειδώνας όμως κατάλαβε τι είχε γίνει, εξοργίστηκε, και έκανε τη γυναίκα του Μίνωα Πασιφάη να ερωτευτεί τον ταύρο. Η γυναίκα δεν μπορούσε να ικανοποιήσει το πάθος της και ζήτησε βοήθεια από τον μηχανικό Δαίδαλο. Αυτός κατασκεύασε ένα κενό ομοίωμα αγελάδας, η Πασιφάη μπήκε μέσα σε αυτό και ο ταύρος ξεγελάστηκε και ζευγάρωσε μαζί της. Από την ένωση αυτή γεννήθηκε ο Μινώταυρος, ο οποίος αναπαρίσταται, άλλοτε με σώμα ανθρώπου, κεφάλι και ουρά ταύρου και άλλοτε ως ταύρος με κορμό ανθρώπου, σε αντιστοιχία με τον Κένταυρο. 
Κι εδώ, όπως στην περίπτωση του Β. Γκουρογιάννη, είναι η γυναίκα που τιμωρείται και όχι ο Μίνωας, που εξόργισε με την αλαζονεία και την απάτη του τον Ποσειδώνα. Είναι το σώμα της Πασιφάης, όπως και της Λ... που γίνεται τόπος εξιλέωσης για την αμαρτία του άντρα. Καμία από τις δυο δεν έχει λόγο, καθώς η γυναικεία φωνή αποσιωπάται, μετατρέποντάς τες σε σύμβολα ανείπωτης ενοχής. Ο Μινώταυρος, όπως και τα τρία τερατόμορφα μωρά της Λ...αποτυπώνουν τη διαταραγμένη σχέση ανθρώπου - θείας ή φυσικής τάξης.

Ωστόσο, ενώ ο Γκουρογιάννης  κινείται στο ανθρωποκεντρικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς είναι οι άνθρωποι που αναπαράγουν τη βία της εξουσίας και της πατριαρχίας, ο μύθος της Πασιφάης ανήκει στο σύμπαν της μυθικής δικαιοσύνης, όπου η θεία δύναμη λειτουργεί ως απρόσωπη αποκατάσταση της κοσμικής ισορροπίας. Επίσης, η  Λ… είναι ανυπεράσπιστο θύμα, του οποίου η «αμαρτία» είναι εξαναγκασμένη, σε αντίθεση με την Πασιφάη που, αν και υπό θεϊκή επιρροή, παρουσιάζεται ως ενεργό υποκείμενο πάθους, συμμετέχοντας έτσι στην ύβρη. 


Η Πασιφάη κρατώντας στην αγκαλιά της τον μικρό Μινώταυρο. Εσωτερικό ερυθρόμορφης κύλικας του Ζωγράφου Settecamini Painter, 340-320 π.Χ. Παρίσι, Cabinet des Médailles
____________


  • Η Μέδουσα, στην ελληνική μυθολογία αναφέρεται ως μία από τις τρεις Γοργόνες. Από τις τρεις αυτές αδελφές η Μέδουσα ήταν η θνητή. Το άλλο της όνομα ήταν Γοργώ, που σημαίνει άγρια ματιά. Σύμφωνα με την ρωμαϊκή εκδοχή του μύθου, που παραδίδεται από τον Οβίδιο, ήταν πανέμορφη ιέρεια της Αθηνάς, που ο Ποσειδώνας τη βίασε μεταμορφωμένος σε άλογο μέσα στο τέμενος της θεάς. Μαθαίνοντας για την προσβολή του Ποσειδώνα, η Αθηνά καταριέται τη Μέδουσα και για να της στερήσει την ομορφιά της αντικαθιστά τα μαλλιά της με φίδια, τη μεταμορφώνει σε τέρας και την καταδικάζει στο να μετατρέπει σε πέτρα όποιον άνδρα ή γυναίκα την κοιτούσε στο πρόσωπο. Η Αθηνά τιμωρεί την ίδια τη Μέδουσα, για ένα έγκλημα του οποίου ήταν το θύμα, κάνοντας το σώμα της όπλο φρίκης, σαν να ήταν εκείνη που έφερε την ευθύνη για τη βεβήλωση του ιερού της και όχι ο βιαστής της Ποσειδώνας. Παρόμοια, η Λ… βιάζεται από τον πατέρα της και καταδικάζεται να γεννά τερατόμορφα πλάσματα. Και στις δύο περιπτώσεις, η γυναικεία ύπαρξη μετατρέπεται σε φορέα ενοχής και φρίκης, ενώ το πραγματικό έγκλημα —η βία του άνδρα— παραμένει ατιμώρητο.  
Τελικά, σύμφωνα με την εκδοχή του Ησίοδου, η Μέδουσα σκοτώθηκε από τον Περσέα, με την βοήθεια της Αθηνάς. Από το θαυματουργό αίμα της γεννήθηκε το φτερωτό άλογο Πήγασος και ο ήρωας Χρυσάωρ, σύμβολα ανόδου και δύναμης. Και στις δύο περιπτώσεις, η γυναικεία γέννηση παύει να είναι φορέας ζωής και γίνεται έκρηξη του αφύσικου, αποτέλεσμα βίας και κατάρας. Ωστόσο, ενώ στη μυθολογία η φρίκη της Μέδουσας παράγει τελικά το θαυμαστό και υπερβατικό  ο Πήγασος γίνεται πηγή ποιητικής έμπνευσης  στον Γκουρογιάννη η φρίκη μένει εγκλωβισμένη στο σώμα της γυναίκας, χωρίς λύτρωση. Η Λ… δεν γεννά ήρωες, αλλά σύμβολα ενοχής, μια τραγική αντιστροφή της μυθικής δημιουργίας: από την ιερότητα του μύθου στην ανθρωπολογική τραγωδία της γυναικείας τιμωρίας. 

 
Μια αρχαϊκή Γοργώ (γύρω στο 580 π.Χ.), όπως απεικονίζεται σε αέτωμα από τον ναό της Αρτέμιδος στην Κέρκυρα. Δεξιά και αριστερά της βρίσκονται τα δυο παιδιά της, Πήγασος και Χρυσάωρ. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας.
_____________

  • Η Μύρρα ή Σμύρνα της ελληνικής μυθολογίας ερωτεύτηκε τον πατέρα της Κινύρα. Τον άνομο αυτό έρωτα τής τον ενέβαλε η Αφροδίτη, γιατί δεν την τιμούσε, κάτι που συνήθιζε η θεά σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η παραμάνα της Ιππολύτη την έβαζε στον κοιτώνα του πατέρα της με σκεπασμένο πρόσωπο, ενώ σε εκείνον είχε πει ότι κοπέλα από αρχοντική γενιά ήθελε να βρεθεί μαζί του αλλά να μείνει άγνωστη. Όταν εκείνος θέλησε να μάθει ποια ήταν η αρχόντισσα με την οποία κοιμόταν για δώδεκα νύχτες, κράτησε λαμπάδα. Ο πατέρας της την καταδίωξε με μαχαίρι για να την σκοτώσει και η Σμύρνα, ήδη έγκυος, παρακάλεσε τους θεούς να μην την αφήσουν ούτε στον κόσμο των ανθρώπων ούτε των νεκρών: τη μεταμόρφωσαν στο δέντρο μύρρα. Δέκα μήνες μετά ο φλοιός του δέντρου έσκασε και βγήκε από εκεί ένα όμορφο αγόρι, ο Άδωνης, τόσο όμορφο που το διεκδίκησαν δυο θεές, η Αφροδίτη και η Περσεφόνη. Οι καρποί του δέντρου είναι τα δάκρυα της Σμύρνας. 

Η Λ… του Γκουρογιάννη και η Μύρρα της ελληνικής μυθολογίας μοιράζονται το ίδιο πυρηνικό μοτίβο: την αιμομιξία πατέρα και κόρης και τη μετατροπή της γυναίκας σε φορέα της ενοχής. Η τιμωρία δεν αποδίδεται στον πατέρα, ο οποίος βέβαια αγνοούσε ότι πλάγιαζε με την κόρη του, αλλά στη γυναίκα, που μεταμορφώνεται σε άψυχο δέντρο, σύμβολο σιωπής και δακρύων. Και στις δύο, η γονιμότητα μετατρέπεται σε κατάρα και η μητρότητα σε πράξη εξιλέωσης. Ωστόσο, ενώ ο μύθος της Μύρρας προσφέρει μια λυτρωτική μεταμόρφωση, καθώς η φύση την αγκαλιάζει, η Λ… του Γκουρογιάννη μένει ανθρώπινα εγκλωβισμένη στη ντροπή και τη σιωπή μιας κοινωνίας χωρίς έλεος. 
 

Η γέννηση του Άδωνη. Galle, Philips, 1579 σχέδιο. Ο Άδωνης γεννιέται από τη μεταμορφωμένη σε δέντρο μητέρα του Σμύρνα. Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο, 
F,1.6 © The Trustees of the British Museum
____________

  • Η Λάμια, κόρη του Βήλου και της Λιβύης, είχε την ατυχία να την ερωτευτεί ο Δίας, κάτι που φυσικά προκάλεσε την οργή της Ήρας, όχι βέβαια προς τον άνδρα της αλλά στην ερωμένη του και τα παιδιά τους. Κάθε φορά που η Λάμια έφερνε στον κόσμο ένα παιδί, η Ήρα το εξολόθρευε. Από απελπισία η άτυχη κοπέλα κρύφτηκε σε μια σπηλιά· η απόγνωσή της τη μεταμόρφωσε σε τέρας ζηλόφθονο για τις ευτυχισμένες μανάδες και τα παιδιά τους που τα άρπαζε και τα καταβρόχθιζε. Δεν ήταν όμως αυτό αρκετό για την Ήρα που της στέρησε τελείως τον ύπνο, κάτι που είχε συνέπειες και στους ανθρώπους, καθώς μερόνυχτα περιπλανιόταν, παραμόνευε και κατασπάραζε. Ο Δίας λυπήθηκε την παλιά ερωμένη για την αϋπνία της και της έδωσε τη δυνατότητα να βγάζει τα μάτια της και να τα ξαναβάζει όποτε ήθελε. Και αυτή, όταν ήταν να κοιμηθεί, τα ακουμπούσε σε ένα δοχείο δίπλα της και κοιμόταν βαθιά, ειδικά μετά από μια γερή οινοποσία. Τότε μόνο οι άνθρωποι ήταν ασφαλείς. 
Η Λ… του Βασίλη Γκουρογιάννη και η μυθική Λάμια συνδέονται με το μοτίβο της γυναικείας δαιμονοποίησης μέσα από τον πόνο της μητρότητας. Και στις δύο περιπτώσεις, η γυναίκα τιμωρείται για γεγονότα που υπερβαίνουν τη βούλησή της, ενώ η μητρότητα αντιστρέφεται σε φρίκη. Ωστόσο, η Λάμια παραμένει μυθικό τέρας, ενώ η Λ… είναι βαθιά ανθρώπινη φιγούρα. Το τραύμα της εκφράζει την κοινωνική αδικία και όχι θεϊκή τιμωρία.


Η Λάμια. Topsell, Edward (1572-1625), Από το "Ιστορία των τετράποδων θηρίων", 
1607 Special Collections, University of Houston Libraries
_____________


Μελουζίνα - το ταμπού της αποκάλυψης

Στους μύθους πολλών λαών, υπάρχει το αρχέτυπο της γυναίκας, που φέρει τη δύναμη της δημιουργίας αλλά και την κατάρα της υπέρβασής της. Στην ευρωπαϊκή λαογραφία και μυθολογία, το αρχέτυπο αυτό εκφράζει η Μελουζίνα (γαλλικά: Mélusine), ένα θηλυκό πνεύμα των υδάτων και των πηγών, που θεωρείται η μυθική πρόγονος του Οίκου των Λουζινιάν. 

Ο μύθος λέει ότι η Mελουζίνα ήταν μια από τις τρεις κόρες του Ελίνα, βασιλιά της Σκωτίας - Άλμπα την εποχή εκείνη - και της νεράιδας Πρεσίνας. Ο Ελίνας, καθώς κυνηγούσε μια μέρα στο δάσος, συνάντησε κοντά σε μια πηγή μια εξαίσια νέα γυναίκα. Όταν της ζήτησε να τον παντρευτεί, εκείνη δέχτηκε  αλλά τον έβαλε να της ορκιστεί ότι ποτέ σε όλη του τη ζωή δεν θα επεδίωκε να την πλησιάσει για όσες ημέρες διαρκούσε ο τοκετός και η λοχεία της, αλλιώς θα τους τύχαινε μεγάλη συμφορά.  Εκείνος το ορκίστηκε κι έτσι η νεράιδα Περσίνα τον παντρεύτηκε και, μια μέρα, έφερε στον κόσμο  τρεις πανέμορφες θυγατέρες: τη Μελουζίνα, τη Μελιόρ και την Παλεστίνη. Ο βασιλιάς όμως αθέτησε τον όρκο του και κατάφερε να την δει πριν η Περσίνα πάρει την ευχή. Τότε εκείνη εξαφανίστηκε παίρνοντας μαζί της τις τρεις θυγατέρες της. Πήγε στο νησί με τις μηλιές, στο Άβαλον, το νεραϊδονήσι. Εκεί μεγάλωσε τα παιδιά της με το γάλα της.

Όταν οι κοπέλες έγιναν δεκαπέντε χρονών η Πρεσίνα τους αποκάλυψε την καταγωγή τους και  το λάθος του πατέρα τους. Η Μελουζίνα, νιώθοντας τον πόνο της μητέρας τους, θύμωσε πολύ και αφού συνεννοήθηκε με τις αδελφές της, κρυφά, έκλεισαν τον πατέρα τους σ’ ένα μαγεμένο βουνό, απ’ όπου δε μπόρεσε να ξαναβγεί ποτέ. Η Πρεσίνα όμως, παρόλο που ο Ελίνας είχε προδώσει τον όρκο του, τον αγαπούσε ακόμα. Όταν λοιπόν έμαθε αυτό που έκαναν οι κόρες της θέλοντας να εκδικηθούν για τη δυστυχία της, οργίστηκε μαζί τους και τις τιμώρησε, παρόλο που τις αγαπούσε και τις θαύμαζε πολύ για τη χάρη και τη σοφία τους. 

Η Μελουζίνα, όλο φρονιμάδα και γνώση, έλαχε τούτη τη μοίρα: μέχρι τα στερνά του κόσμου τούτου, θα γινόταν ερπετό κάθε Σάββατο. Κι εκείνος που θα την παντρευόταν δε θα έπρεπε να την πλησιάσει εκείνη τη μέρα ώστε να μη την δει με αυτή τη μορφή της και να μην αποκαλύψει οπουδήποτε το μυστικό της. Αν εκείνος ακολουθούσε αυτόν τον κανόνα, η  Μελουζίνα θα μπορούσε να ζήσει όλη της τη ζωή σαν γυναίκα που υπόκειται στη φύση, και να πεθάνει όπως θα’ ταν φυσικό, σαν θνητή. Όμως ο άντρας της, ο Ρεμονδίνος, κάποιο Σάββατο, την ώρα που η Μελουζίνα παίρνει το μπάνιο της, την παραμονεύει και βλέπει πως από τη μέση και κάτω είναι ερπετό. Η Μελουζίνα πετάγεται έξω από ένα παράθυρο, τόσο ελαφρά σαν να είχε φτερά, βγάζοντας μια κραυγή απελπισίας.


Η αποκάλυψη της διπλής φύσης της Μελουζίνας στο μπάνιο της.
Χειρόγραφο του "Roman de Mélusine" του Jean d'Arras,περίπου 1450-1500, Παρίσι
_____________


Στον μύθο της Μελουζίνας, όπως και στην ιστορία της Λ... του Β. Γκουρογιάννη, παραβιάζεται από τον άντρα ένα ταμπού, ένα ιερό όριο, στην μία περίπτωση η αποκάλυψη, στην άλλη η αιμομιξία. Και στις δύο περιπτώσεις, το γυναικείο σώμα, φορέας του ιερού αλλά και δέκτης της τιμωρίας, συνδέεται με το νερό, τη γέννηση και την απαγόρευση της αποκάλυψης. Όταν ο Ρεμονδίνος παραβιάζει την απαγόρευση, η Μελουζίνα εξαφανίζεται — η ιερή, υδάτινη φύση της δεν μπορεί να συνυπάρξει με το ανθρώπινο βλέμμα. 

Στην Λ… του Γκουρογιάννη, το ταμπού παραβιάζεται πιο τραγικά: ο πατέρας εισβάλλει βίαια στο χώρο της θυγατέρας, εκεί όπου θα έπρεπε να ισχύει η απόλυτη απαγόρευση της ερωτικής πράξης. Κοινή μοίρα και των δυο είναι πως η τιμωρία για την ανδρική ύβρη πέφτει πάνω στη γυναίκα, φορέα και θύμα του ιερού συγχρόνως. Είναι αυτή που αλλοιώνεται, γεννά τέρατα, εξαφανίζεται ή στιγματίζεται. Η παραβίαση του ταμπού οδηγεί στη διάρρηξη της φυσικής τάξης και στην εμφάνιση του «άλλου κόσμου» μέσα στον ανθρώπινο.


Η Μελουζίνα πετάγεται έξω από ένα παράθυρο, τόσο ελαφρά σαν να είχε φτερά
___________


Το παιδί - μύδι

Σε πολλούς παραδοσιακούς πολιτισμούς, η γέννα θεωρείται ιερή και επικίνδυνη πράξη, που πρέπει να μένει αόρατη στους άνδρες, γιατί συνδέεται με δυνάμεις της γης, του αίματος και του θανάτου. Ο άνδρας δεν έχει δικαίωμα να «εισχωρήσει» σε αυτό το πεδίο, καθώς θα διαταράξει την ισορροπία των κοσμικών δυνάμεων. Στον μύθο της Πολυνησίας «Η Χίνα που κατοικεί στο ποτάμι και ο Σινιλάου», όταν η γυναίκα φωνάζει τον άντρα της να τη βοηθήσει στη γέννα, παραβιάζει ένα αρχαϊκό ταμπού. Η συνέπεια αυτής της παραβίασης είναι η τερατογένεση – η γέννηση ενός όντος εκτός της φυσικής τάξης, του μυδιού. 

Πολλά παραμύθια και μύθοι διασώζουν τα αποτελέσματα μιας παλαιότερης απαγόρευσης, αλλά όχι το ίδιο το ταμπού, γιατί με τον καιρό η κοινωνία ξεχνά την αρχική αιτία. Έτσι, μένει μόνο το «θαύμα» ή η «κατάρα»: η γυναίκα γεννά παράξενα πλάσματα, χωρίς να εξηγείται γιατί. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει και στον Γκουρογιάννη με τη Λ…: η «παρά φύσιν» γέννα έχει πια αποκοπεί από τον αρχαϊκό συμβολισμό της και λειτουργεί ως ψυχικό και κοινωνικό τραύμα.


«Μια φορά ζούσε ένα ανδρόγυνο και η γυναίκα ήταν έγκυος. Όταν ήρθε ο καιρός να γεννηθεί το παιδί, φώναξε τον άνδρα της να τη βοηθήσει στη γέννα. Αλλά γέννησε ένα μύδι και ο άνδρας της, γεμάτος θυμό, την έριξε κάτω. Εκείνη όμως τον παρακάλεσε να πάρει το μύδι και να το αφήσει στα λουτρά του Σινιλάου [είναι ήρωας της μυθολογίας της Πολυνησίας].

Μια μέρα ο Σινιλάου πήγε να λουσθεί και στο τέλος πέταξε στο νερό τη φλούδα της καρύδας που είχε χρησιμοποιήσει για το μπάνιο του. Το μύδι γλίστρησε ως εκεί, βύζαξε τη φλούδα και έμεινε έγκυος.

Μια μέρα η γυναίκα, η μάνα του μυδιού, είδε το μύδι να τρέχει προς το μέρος της. Θυμωμένη το ρώτησε τι γύρευε, αλλά το οστρακοειδές της αποκρίθηκε πως δεν υπήρχε καιρός για νεύρα και της ζήτησε να του βρει ένα μέρος για να γεννήσει. Του έφτιαξε λοιπόν ένα παραπέτασμα και το μύδι γέννησε ένα εξαίσιο αγοράκι. Μετά ξαναγύρισε στα λουτρά και η γυναίκα φρόντισε το παιδί που ονομάσθηκε «Φατάι  –που τυλίγεται γύρω από το σανταλόξυλο». 

Ο καιρός περνούσε και το μύδι ξαναέμεινε έγκυο και επέστρεψε στο σπίτι όπου θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο το παιδί του. Επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή και το μύδι γέννησε και πάλι ένα πανέμορφο αγόρι που ονομάσθηκε «Μυρτιά –δίδυμος κατά τύχη με τον Φατάι». Η γυναίκα και ο σύζυγός της το φρόντισαν και αυτό. 

 Όταν τα δύο παιδιά έγιναν άντρες, η γυναίκα έμαθε πως ο Σινιλάου θα διοργάνωνε μια γιορτή και σκέφτηκε πως θα έπρεπε να παρουσιαστούν και τα εγγόνια της. Κάλεσε λοιπόν τους νέους και τους παρακάλεσε να προετοιμασθούν, αποκαλύπτοντάς τους ακόμη πως ο άνθρωπος που διοργάνωνε τη γιορτή ήταν ο πατέρας τους. 

Στο χώρο της γιορτής όλοι οι άνθρωποι είχαν τα μάτια καρφωμένα πάνω τους. Δεν υπήρχε ούτε μια γυναίκα που να μην τους κοιτάζει. Καθώς προχωρούσαν, μια ομάδα από γυναίκες τους φώναξε να γυρίσουν προς το μέρος τους, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν και συνέχισαν μέχρι το σημείο που σερβιριζόταν το κάβα-κάβα. Εκεί άρχισαν να σερβίρουν το ποτό. 

Ο Σινιλάου, όμως, θύμωσε γιατί παρενοχλούσαν τη γιορτή του και διέταξε να του φέρουν δύο κούπες. Μετά έδωσε διαταγή στους άντρες του να συλλάβουν τον ένα νεαρό και να τον σκοτώσουν. Ακόνισαν το μαχαίρι από μπαμπού, μα η μύτη του ακούμπησε στο σώμα του νέου, γλίστρησε στο δέρμα και ο νέος φώναξε:

Το μαχαίρι ακουμπά και γλιστρά
Και συ δεν κάνεις τίποτ' άλλο από το να μας κοιτάς
Αν μοιάζουμε με σένα ή όχι.

Ο Σινιλάου ρώτησε τι είχε πει ο νεαρός και τότε επανέλαβαν και οι δύο μαζί τους στίχους. Διέταξε να φέρουν μπροστά του τους νέους και ρώτησε ποιος ήταν ο πατέρας τους. Απάντησαν πως ήταν αυτός ο ίδιος. Ο Σινιλάου φίλησε τους γιους του και ζήτησε να φέρουν τη μητέρα τους. Πήγαν λοιπόν στα λουτρά, πήραν το μύδι και το έδωσαν στη γιαγιά τους· μόλις εκείνη το άνοιξε, βρήκαν καθισμένη μέσα μια αξιαγάπητη γυναίκα με το όνομα Χίνα –που κατοικεί στο ποτάμι.

Μετά ξεκίνησαν να πάνε στον Σινιλάου. Κάθε νέος φορούσε ένα ξεφτισμένο ψάθινο καπέλλο που ονομαζόταν ταουφοχούα, αλλά το ψάθινο της μητέρας τους ήταν από τα καλύτερα και ονομαζόταν τουόουα. 

Μπροστά πήγαιναν οι δύο γιοι κι η Χίνα τους ακολουθούσε. Όταν έφθασαν στον Σινιλάου, τον βρήκαν να κάθεται με τις συζύγους του. Οι νέοι κάθησαν ο καθένας σε κάθε μηρό του Σινιλάου και η Χίνα πλάι του. Έπειτα ο Σινιλάου παρακάλεσε τους ανθρώπους του να ανάψουν ένα φούρνο και να τον κάψουν καλά και εκείνοι σκότωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και τους έψησαν. Ο Σινιλάου, όμως, παντρεύθηκε τη Χίνα -που κατοικεί στο ποτάμι.

Από το Tales and Poems of Tonga, by Collocot.
Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Ο Ήρωας με τα χίλια πρόσωπα" 
του Joseph Campbell (σελ. 381-82), εκδόσεις Ιάμβλιχος 2001
 

Ο Σινιλάου και η Χίνα. Από το βιβλίο "Cook Islands Heroes" του David Riley, 
εικονογραφημένο από τον Σαμοανό καλλιτέχνη Michel Mulipola
__________


Ο πολυνησιακός μύθος της Χίνα, ο  μύθος της Μελουζίνας και το Ανθρωποχελίδονο του Β. Γκουρογιάννη συγκροτούν μια βαθιά συγγενική μυθολογική και ψυχολογική δομή. Τρεις αφηγήσεις από πολύ διαφορετικούς πολιτισμούς συναντιούνται στο κοινό μοτίβο της παρά φύσιν γέννησης και της μεταμόρφωσης της γυναίκας. Και στις τρεις περιπτώσεις, το γυναικείο σώμα συνδέεται με το νερό, τη γέννηση και την απαγόρευση της αποκάλυψης: η Μελουζίνα χάνει την ανθρώπινη μορφή της όταν ο άνδρας τη βλέπει, η γυναίκα της Πολυνησίας γεννά ένα μύδι, σύμβολο της κλειστής υδάτινης μήτρας, επειδή ο άνδρας παρευρίσκεται στη γέννα, επειδή είδε αυτό που έπρεπε να παραμείνει ιερά κρυφό και η Λ… γεννά «παρά φύσιν» πλάσματα ύστερα από αιμομιξία που καταλύει το πατρικό ταμπού. Κοινή μοίρα τους είναι πως η τιμωρία για την ανδρική ύβρη πέφτει πάνω στη γυναίκα, φορέα και θύμα του ιερού συγχρόνως.

Παρά τις ομοιότητες όμως, ο πολυνησιακός μύθος δεν αντιλαμβάνεται την «παρά φύσιν» γέννηση ενός οστρακοειδούς ως αμαρτία, αλλά ως μια μορφή ιερής γέννησης, όπου η φύση γεννά μέσα από τη θάλασσα και το ποτάμι. Όταν το μύδι «πίνει» τη φλούδα του Σινιλάου, δηλαδή απορροφά κάτι από το σώμα του θεϊκού όντος, συλλαμβάνει, συνδέοντας έτσι το υγρό στοιχείο (θηλυκή αρχή) με την ανδρική πνοή (θεϊκό σπέρμα). Από το «μύδι»,την ανόργανη μήτρα του νερού, προκύπτει τελικά η ζωή στην πλήρη μορφή της: δύο αγόρια, όμορφα και ηρωικά συμβολίζουν την εξανθρώπιση μιας θεϊκής γονιμότητας. Η Χίνα που κατοικεί μέσα στο μύδι, είναι θεότητα των νερών, ενσάρκωση της φυσικής δημιουργικής δύναμης και μητρότητας. Στο τέλος, ο Σινιλάου σκοτώνει τις άλλες γυναίκες και παντρεύεται τη Χίνα, αποκαθιστώντας την ιερή τάξη. Ο θεός ή ήρωας ενώνεται με τη γυναίκα που ενσαρκώνει τη φυσική, υδάτινη γονιμότητα. Η βία της θυσίας εκφράζει την ανάγκη καθαρμού: τα παλιά, θνητά στοιχεία θυσιάζονται ώστε να ξαναγεννηθεί η ζωή σε θεϊκή μορφή. Η Χίνα, που αρχικά ήταν πλάσμα του ποταμού, ανεβαίνει στον κόσμο των ανθρώπων και των θεών, ολοκληρώνοντας τον κύκλο από το αφύσικο στη δημιουργία και την ένωση. 

Ενώ η  Λ… του Γκουρογιάννη εκφράζει την ανθρωπολογική τραγωδία της γυναίκας-θύματος που κουβαλά το βάρος της ανδρικής αμαρτίας, η Χίνα εκφράζει την μυθική ιερότητα της γυναικείας δημιουργίας που επανασυνδέει θεό και φύση. Και στις δύο όμως, η γυναίκα είναι ο άξονας της κοσμικής ισορροπίας: μέσα από το σώμα της περνά η ενοχή, η γέννηση και η λύτρωση.


Η Χίνα. Από το βιβλίο "Cook Islands Heroes" του David Riley, 
εικονογραφημένο από τον Σαμοανό καλλιτέχνη Michel Mulipola
____________


Η κατάρα της Macha 

Στο μεγάλο μυθολογικό μοτίβο παραβίασης ενός ταμπού, που προκαλεί διατάραξη της κοσμικής τάξης, εντάσσεται με εντυπωσιακή καθαρότητα και η ιστορία της Macha. Η Θεά Macha είναι μια τρομερή δύναμη στην ιρλανδική μυθική παράδοση. Το όνομά της σημαίνει «Πεδιάδα της Γης» ή «Αγρός». Συχνά ερμηνεύεται ως μια πτυχή της τριπλής θεάς Morrígan, ουσιαστικά της αδερφής της. Κάποιοι πιστεύουν ότι η ίδια η Macha είναι μια τριπλή θεά, καθώς υπάρχουν τρεις ή τέσσερις Macha στην πρώιμη ιρλανδική λογοτεχνία. Η ιστορία της θέτει το σκηνικό για το μεγαλύτερο έπος της ιρλανδικής μυθολογίας, το Táin Bó Cúailnge. 

Πιο συγκεκριμένα, η ιστορία, «The Debility of the Ulstermen» (Η Αδυναμία των Όλστερμεν)εξηγεί την έννοια του ονόματος Emain Macha και εξηγεί γιατί κανένας από τους Όλστερμεν, εκτός από τον ημι-θεϊκό ήρωα Cúchulainn, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην εισβολή στο Ulster κατά την Táin Bó Cuailnge (Επιδρομή Βοοειδών του Κούλεϊ ). Δείχνει ότι η Macha, ως θεά της γης και της κυριαρχίας, μπορεί να είναι εκδικητική αν δεν της φερθούν με σεβασμό και πώς η διακυβέρνηση ενός κακού βασιλιά οδηγεί σε καταστροφή.


The Goddess Macha and the Men Who Suffer the Pains of Childbirth
____________


Υπήρχε ένας πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας στο Ulster, ο Crunniuc mac Agnomain. Ζούσε σε ένα ερημικό μέρος στα βουνά με όλους τους γιους του. Η γυναίκα του είχε πεθάνει. Κάποτε, καθώς ήταν μόνος στο σπίτι, είδε μια γυναίκα να έρχεται προς το μέρος του, μια ωραία γυναίκα, πραγματική νεράιδα. Εγκαταστάθηκε και άρχισε αμέσως να εργάζεται, σαν να ήξερε πολύ καλά το σπίτι. Όταν νύχτωσε, τακτοποίησε τα πάντα χωρίς να της το ζητήσει κανείς. Έζησε μαζί του για πολύ καιρό μετά, και ποτέ δεν έλειψε από το σπίτι το φαγητό, τα ρούχα ή οτιδήποτε άλλο, γιατί εκείνη φρόντιζε τα πάντα.Τα βράδια κοιμόταν με τον Crunniuc και σε λίγο καιρό έμεινε έγκυος από αυτόν. 

Σύντομα, πραγματοποιήθηκε η Γιορτή της Συγκομιδής στο Ulster. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, πήγαν στη γιορτή. Ο Crunniuc ξεκίνησε για τη γιορτή με τους υπόλοιπους, φορώντας τα καλύτερα ρούχα του και με ξεχωριστό σθένος.

— «Θα ήταν καλό να μην καυχιέσαι και να μην πεις σε κανέναν για μένα», του είπε η γυναίκα.

— «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, σε καμιά περίπτωση», είπε εκείνος

Η γιορτή έγινε. Στο τέλος της ημέρας, το άρμα του βασιλιά μεταφέρθηκε στο πεδίο της μάχης. Το άρμα και τα άλογά του νίκησαν. Το πλήθος έλεγε ότι κανένας δεν μπορούσε να νικήσει αυτά τα άλογα.

— «Η γυναίκα μου είναι πιο γρήγορη», είπε ο Crunniuc.

Τον οδήγησαν αμέσως ενώπιον του βασιλιά και έστειλαν να φωνάξουν τη γυναίκα. Εκείνη είπε στον αγγελιοφόρο:

— «Θα ήταν μεγάλο βάρος για μένα να πάω να τον ελευθερώσω τώρα. Είμαι έγκυος.»

— «Βάρος;» είπε ο αγγελιοφόρος. «Θα πεθάνει αν δεν έρθεις.»

Η Macha πήγε στη γιορτή κι εκεί την έπιασαν οι πόνοι. Φώναξε στο πλήθος:

— «Μια μητέρα γέννησε τον καθένα σας! Βοηθήστε με! Περιμένετε μέχρι να γεννηθεί το παιδί μου.»

Αλλά δεν κατάφερε να τους αλλάξει γνώμη.

— «Πολύ καλά», είπε. «Ένα κακό που δεν θα έχει τέλος θα πέσει σε ολόκληρο το Ulster».

— «Πώς σε λένε;» είπε ο βασιλιάς.

— «Το όνομά μου και το όνομα των απογόνων μου», είπε, «θα δοθεί σε αυτό το μέρος. Είμαι η Macha, κόρη του Sainrith mac Imbaith» [πιθανώς σημαίνει «Παράξενος γιος του Ωκεανού»].

Έπειτα έτρεξε με το άρμα και ξεπέρασε τα άλογα. Καθώς το άρμα έφτασε στο τέλος του χωραφιού, γέννησε δίδυμα, έναν γιο τον οποίον ονόμασε 
Fír («Αληθινό») και μια κόρη με το όνομα Fial («Ταπεινή»). Το όνομα Emain Macha, τα Δίδυμα της Macha, προέρχεται από αυτό. Πρόκειται για την περιοχή του σύγχρονου Armagh στο County Down της Βόρειας Ιρλανδίας.

Επειδή ασέβησαν απέναντί της και την ταπείνωσαν, καταράστηκε τους άνδρες του Ulster να υποφέρουν από τους ίδιους πόνους και να κυριευτούν από αδυναμία —τόσο αδύναμοι «σαν γυναίκα που γεννάει»—για πέντε μέρες και τέσσερις νύχτες τη στιγμή της μεγαλύτερης ανάγκης τους. Αυτή η κατάρα, έπεσε πάνω σ’ όλους τους άνδρες του Ulster που ήταν εκεί εκείνη την ημέρα, και εννέα γενιές μετά από αυτούς. Για εννέα γενιές, εξαιτίας αυτών των πόνων, κάθε άντρας του Ulster δεν είχε περισσότερη δύναμη από μια γυναίκα στο κρεβάτι της γέννας.


Η Macha έτρεξε με το άρμα και ξεπέρασε τα άλογα.
__________


Αν και εδώ δεν έχουμε γέννηση τερατόμορφου παιδιού, η κατάρα της Macha λειτουργεί με τον ίδιο μηχανισμό: η υπέρβαση ενός φυσικού ορίου και η παραβίαση μιας απαγόρευσης οδηγούν σε διαστροφή των φυσικών λειτουργιών του σώματος: άνδρες που υποφέρουν από ωδίνες τοκετού, ως τιμωρία και ως αντιστροφή της φυσικής τάξης.


Ο Crunnchu παραβιάζει το ταμπού, όταν καυχιέται ότι η γυναίκα του τρέχει πιο γρήγορα από τα άλογα του βασιλιά - ακριβώς όπως, ο πατέρας προχωρεί σε αιμομικτική σχέση με την κόρη του, στο Ανθρωποχελίδονο, ο Ρεμονδίνος παραβιάζει την απαγόρευση και βλέπει τη διπλή φύση της Μελουζίνας, όταν η γυναίκα φωνάζει τον άντρα της να τη βοηθήσει στη γέννα, στον πολυνησιακό μύθο της Χίνα και η Ιζανάμι μιλάει πρώτη, στην ιστορία του Χιρούκο, που αναπτύσσεται παρακάτω.

Στη Macha, η παραβίαση του λόγου και του σεβασμού προς το ιερό πρόσωπο μεταστρέφει τον τοκετό σε όπλο τιμωρίας. Η Macha δεν είναι μόνο θύμα όπως η κόρη στο Ανθρωποχελίδονο, αλλά θύμα και δικαστής μαζί. Επιβάλλει όχι μια προσωπική αλλά μια συλλογική και γενεαλογική τιμωρία, μετατρέποντας την ατομική τερατογένεση σε συλλογική καταδίκη. Η ίδια η γέννα μετατρέπεται σε μηχανισμό επιβολής δικαιοσύνης. Η παραβίαση ενός ηθικού ή τελετουργικού κανόνα κατά τη διάρκεια μιας οριακής κατάστασης — η εγκυμοσύνη είναι πάντα μυθικά οριακή — επιφέρει μια τιμωρία που παίρνει σωματική μορφή, συχνά μορφή αντιστροφής, υπερβολής ή τερατογένεσης. Η Macha, αντί να γεννήσει το τέρας, γεννάει την κατάρα και οι άνδρες του Ulster γίνονται, για εννιά μέρες και νύχτες, «τέρατα γέννας» σε έναν κόσμο όπου η φυσική τάξη έχει ανατραπεί.

Η κατάρα είναι και πολιτική, επηρεάζοντας ολόκληρο το βασίλειο. Ενεργοποιείται στις στιγμές της μεγαλύτερης ανάγκης, στον πόλεμο, δηλ. όταν το Ulster δέχεται επίθεση. Αυτό εξηγεί τη δομή του Táin Bó Cúailnge: όταν η βασίλισσα Medb εισβάλλει στο Ulster, όλοι οι άνδρες είναι αδύναμοι, εκτός από τον Cúchulainn που έχει θεϊκό αίμα και είναι ο μόνος που μπορεί να πολεμήσει.


Stephen Reid, Macha Curses the Men of Ulster, 1904
____________


«Θέλω ένα παιδί, ακόμα κι αν είναι σκαντζοχοιράκι»

Στην ίδια ευρύτερη μυθολογική οικογένεια τερατογενέσεων, που προκύπτουν από ύβρη, επιπολαιότητα ή παραβίαση ιερών ορίων, εντάσσεται και ένα από τα λιγότερο γνωστά παραμύθια των αδελφών Γκριμ, «Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου» («Hans mein Igel», στα γερμανικά), που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1815. 

MΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας γεωργός, που είχε και χρήματα και κτήματα και περνούσε ωραία και καλά. Αλλά όσο πλούσιος κι αν ήταν, κάτι έλειπε απ' την ευτυχία του: δεν είχε με τη γυναίκα του παιδιά. Συχνά-πυκνά, όταν κατέβαινε στην πόλη με τους άλλους γεωργούς, τον περιγελούσαν και τον ρώταγαν γιατί δεν έκανε παιδιά. Με τα πολλά θύμωσε κι ένα βράδυ, γυρίζοντας στο σπίτι του, είπε : «Θέλω ένα παιδί, ο κόσμος να χαλάσει. Το θέλω, ακόμα κι αν είναι σκαντζοχοιράκι». Πράγματι, λοιπόν, η γυναίκα του γέννησε κι έκανε ένα παιδάκι, που απ' τη μέση και κάτω ήταν αγοράκι κι απ' τη μέση και πάνω ήταν σκαντζοχοιράκι. Το βλέπει η κακομοίρα η μάνα και της πιάνεται η ψυχή απ' την τρομάρα της. «Βλέπεις;», λέει στον άντρα της. «Με τις κουταμάρες σου, η κατάρα του Θεού έπεσε πάνω μας!» – «Τι να κάνουμε τώρα;», αποκρίνεται ο άντρας. «Το παιδὶ πρέπει να το βαφτίσουμε, αλλά νονό πού θα βρούμε;» – «Κι όχι μόνο αυτό!», ξαναλέει η γυναίκα. «Πρέπει να το βαφτίσουμε Χανς-σκαντζοχοιράκι-μου». Το βάφτισαν, λοιπόν, κι ο παπάς είπε : «Με τ' αγκάθια που έχει, δεν θα μπορεί να κοιμηθεί στην κούνια». Του ᾿στρωσαν τότε λιγάκι άχυρο πίσω απ' τη σόμπα κι ο Χανς-σκαντζοχοιράκι-μου πλάγιασε εκεί να κοιμηθεί. Κι ούτε μπορούσε να βυζάξει το γάλα της μάνας του, γιατί θα την κέντριζε με τ' αγκάθια του.

Οχτώ χρόνια έμεινε εκεί πίσω απ' τη σόμπα κι ο πατέρας του τον είχε βαρεθεί κι έλεγε με το νου του πως μακάρι να πεθάνει. Ο Χανς-σκαντζοχοιράκι-μου, όμως, δεν πέθαινε, αλλά έμενε εκεί πίσω πλαγιασμένος. Έτυχε μια μέρα και στην πόλη είχανε παζάρι. Ο γεωργός ξεκίνησε να πάει και ρώτησε και τη γυναίκα του τι ήθελε να της φέρει. «Λίγο κρέας και μερικά φραντζολάκια», αποκρίθηκε εκείνη. «Κι ό,τι μας λείπει για το νοικοκυριό μας, το ξέρεις καλύτερα κι από μένα». Ύστερα ρώτησε την υπηρέτρια, κι εκείνη ήθελε ένα ζευγάρι παντούφλες και κάλτσες μακριές. Στο τέλος ο γεωργός ρώτησε : « Κι εσύ Χανς-σκαντζοχοιράκι-μου, τι θέλεις να σου φέρω απ' το παζάρι;» «Πατερούλη, εγώ θέλω μια πίπιζα».

Πάει και γυρίζει ο γεωργός και δίνει στη γυναίκα του αυτά που της είχε αγοράσει, κρέας και φραντζολάκια, δίνει στην υπηρέτρια τις παντούφλες και τις κάλτσες και τέλος πάει και πίσω απ' τη σόμπα και δίνει στον Χανς- σκαντζοχοιράκι-μου την πίπιζα. Την παίρνει ο Χανς- σκαντζοχοιράκι-μου και λέει : «Τώρα, πατερούλη μου, πήγαινε στο σιδερά και πες του να μου πεταλώσει τον πετεινό μου. Κι εγώ θα τον καβαλικέψω και θα φύγω κι ούτε που θα με ξαναδείς ποτέ σου». Χάρηκε ο γεωργός που θα τον ξεφορτωνότανε και παράγγειλε στο σιδερά πέταλα για τον πετεινό του γιου του. Κι όταν τέλειωσε, ανέβηκε καβάλα στη ράχη του ο Χανς-σκαντζοχοιράκι- μου κι έφυγε. Μαζί του πήρε γουρούνια και γαϊδούρια και πήγε στο δάσος να τα βόσκει και να τα φυλάει...

Τα Παραμύθια των Αδελφών Γκριμμ, Χανς-σκαντζοχοιράκι-μου, Β' τόμος, 
μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα

Linda Weil, Hans My Hedgehog
__________


Η γέννηση του Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου οφείλεται στην ανεξέλεγκτη επιθυμία και τον θυμό του πατέρα, που, παρασυρμένος από τον κοινωνικό χλευασμό, μιλά χωρίς μέτρο. Προφέρει μια «κατάρα-ευχή»: θέλει παιδί «ακόμα κι αν είναι σκαντζοχοιράκι», παραβιάζοντας τα φυσικά και θεϊκά όρια της δημιουργίας. Έτσι η φύση ή ο Θεός απαντά στην ύβρη με παρά φύσιν γέννηση· η επιθυμία πραγματοποιείται, αλλά διαστρεβλωμένα. Στον λαϊκό συμβολισμό, ο λόγος έχει μαγική δύναμη: η ασέβεια ή η οργή ενεργοποιεί τις υπερφυσικές δυνάμεις. Έτσι, η τερατογένεση είναι τιμωρία της απερίσκεπτης ανθρώπινης ομιλίας, μιας ύβρεως του λόγου, όπως η αιμομιξία της Λ… είναι ύβρις του σώματος. Το παιδί - ζώο γίνεται σύμβολο της διασαλευμένης ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο, τη φύση και το ιερό.

Παρότι κι εδώ αιτία είναι ο λόγος του άντρα, η μητέρα γίνεται το όργανο της τιμωρίας και βιώνει τη φρίκη του «ανώμαλου» παιδιού, όπως και η Λ… που κυοφορεί το αποτέλεσμα μιας απαγορευμένης πράξης. Ο Χανς είναι μισός άνθρωπος, μισός ζώο, όπως τα παιδιά της Λ… και ενσαρκώνει την ένωση του ανθρώπινου με το φυσικό στοιχείο και τη ρήξη της φυσικής τάξης. Σε αντίθεση βέβαια με τα θνησιγενή παιδιά της Λ... ο Χανς των αδελφών Γκριμ καταφέρνει να ζήσει, να παντρευτεί τη βασιλοπούλα που τον δέχτηκε παρά την τρομακτική μορφή του και να αποβάλει στο τέλος από πάνω του το δέρμα του σκαντζόχοιρου με τ' αγκάθια του, αποκαλύπτοντας «ένα όμορφο παλικάρι, όλο λεβεντιά και χάρη». Στη συνέχεια κληρονομεί το βασίλειο και αποκαθιστά τη σχέση του με τον πατέρα του, που πάντα ήθελε να τον ξεφορτωθεί.

Η διαφορετική έκβαση της τερατογένεσης στη Λ… του Γκουρογιάννη και στον Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου των αδελφών Γκριμ φανερώνει δύο εντελώς διαφορετικές κοσμοαντιλήψεις: η πρώτη είναι τραγική και μεταφυσική, η δεύτερη λυτρωτική και χριστιανική-παραμυθική. Στο Ανθρωποχελίδονο, η τερατογένεση είναι αμετάκλητη τιμωρία και θεοδικία ενώ στον Χανς είναι δοκιμασία και δυνατότητα λύτρωσης. Τα παιδιά της Λ… δεν ανήκουν στον κόσμο των ανθρώπων· γεννιούνται «παρά φύσιν» και πεθαίνουν, συμβολίζοντας τη διάλυση της φυσικής τάξης και την αιώνια ενοχή που βαραίνει τη μητέρα για μια αμαρτία που δεν προκάλεσε η ίδια. Η φύση εδώ δεν προσφέρει λύτρωση, αλλά επιβεβαιώνει τη βία και το άδικο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αντίθετα, στους αδελφούς Γκριμ, το τέρας ενσαρκώνει μια δοκιμασία: η «παρά φύσιν» μορφή είναι πρόσκαιρη, και η αποδοχή του τέρατος οδηγεί στη λύτρωση. Η βασιλοπούλα που βλέπει πέρα από την όψη του Χανς γίνεται το όργανο της μεταμόρφωσης και της αποκατάστασης. Η τερατογένεση εδώ λειτουργεί παιδευτικά, δείχνοντας ότι η αληθινή ομορφιά και η αξία του ανθρώπου κρύβονται κάτω από το αποκρουστικό περίβλημα. Έτσι, το παραμύθι καταλήγει σε συμφιλίωση και επανένταξη του διαφορετικού, σε αντίθεση με την ανελέητη τραγικότητα του Γκουρογιάννη. Η Λ… ζει σε έναν κόσμο χωρίς έλεος, όπου η αμαρτία κληρονομείται και η φύση εκδικείται· ο Χανς ζει σε έναν κόσμο όπου η αγάπη και η πίστη μπορούν να επαναφέρουν την τάξη του κόσμου.


Carl Fahringer, Hans mein Igel
_________


Χιρούκο, το παιδί-βδέλλα


Το μοτίβο του δύσμορφου, παραμορφωμένου παιδιού, αποτέλεσμα παραβίασης από την γυναίκα της τελετουργικής τάξης, συναντάται και στην Ιαπωνική μυθολογία. Σύμφωνα με το Kojiki, «το χρονικό των αρχαίων υποθέσεων», ένα κείμενο θεογονίας, γραμμένο το 711 μ.Χ. από τον χρονικογράφο Ο no Yasumaro, το πρώτο τέκνο του Ιζανάγκι και της Ιζανάμι ήταν ο Χιρούκο, που έμοιαζε με βδέλλα, καθώς δεν είχε άκρα στο κορμί του, ούτε κόκκαλα και δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο.

Στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, όταν ακόμα η γη ήταν όλη καλυμμένη από νερό, οι αρχέγονες θεότητες διέταξαν δύο νεότερες θεότητες, τον Ιζανάγκι και την αδελφή του, την Ιζανάμι, να δημιουργήσουν στεριά. Τους έδωσαν ένα καμάκι με ουράνια διακόσμηση και τους είπαν να σταθούν πάνω στη γέφυρα του Ουρανού, που κρεμόταν πάνω από τη γη. Με το δόρυ τους άρχισαν να αναδεύουν τα νερά του Ωκεανού μέχρι που το αλάτι έπηξε και δημιούργησε ένα νησί, που ονομάστηκε Ονορόγκο.

Στο νησί έχτισαν ένα σπίτι με ένα κεντρικό πέτρινο πυλώνα, που είναι το κέντρο του κόσμου. Τότε ρώτησε ο Ιζανάγκι την Ιζανάμι:

— Με ποιο τρόπο είναι φτιαγμένο το σώμα σου;

— Το σώμα μου έχει μεγαλώσει και συνεχίζει να μεγαλώνει. Υπάρχει όμως ένα κομμάτι που δε μεγαλώνει πια!

— Και το δικό μου σώμα έχει μεγαλώσει και συνεχίζει να μεγαλώνει, είπε ο Ιζανάγκι. Υπάρχει όμως ένα κομμάτι που έχει περιττή ανάπτυξη, θα ήταν λοιπόν καλό αυτό το κομμάτι του σώματος μου που έχει περιττή ανάπτυξη να εισέλθει στο κομμάτι του σώματος σου που έχει σταματήσει να αναπτύσσεται, κι έτσι να δημιουργήσουμε νέους τόπους! 

— Καλό θα ήταν! Απάντησε η Ιζανάμι.

Τότε έκαναν την τελετή του γάμου τους περπατώντας γύρω από τον κεντρικό πυλώνα, η Ιζανάμι από τα δεξιά και ο Ιζανάγκι από αριστερά. Καθώς συναντήθηκαν η Ιζανάμι δεν κρατήθηκε και φώναξε με θαυμασμό:

— Ω! τι συμπαθητικός και γοητευτικός νεαρός!

— Ω! τι όμορφη και συμπαθητική κοπέλα! Απάντησε ο Ιζανάγκι.

Όταν τελείωσαν τις γαμήλιες προσευχές, ο Ιζανάγκι είπε στη σύζυγο του:

— Δεν ήταν σωστό να μιλήσει πρώτη η γυναίκα!

Έπειτα αποσύρθηκαν στη γαμήλια κάμαρα και άρχισαν το έργο της αναπαραγωγής. Απόκτησαν έναν γιο, τον Χιρούκο, που έμοιαζε με βδέλλα. Δεν είχε άκρα στο κορμί του, ούτε κόκκαλα και δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος.

Γεμάτοι θλίψη οι δυο γονείς, ρώτησαν τους γηραιούς κάμι ποιο ήταν το λάθος τους. Εκείνοι αποκρίθηκαν ότι το λάθος ήταν ξεκάθαρα της Ιζανάμι που μίλησε πρώτη όταν κύκλωσαν τον πυλώνα. Έπρεπε να επαναλάβουν την τελετή και να διορθώσουν το λάθος τους. Έτσι κι έγινε. Ο Ιζανάγκι και η Ιζανάμι περιφέρθηκαν πάλι γύρω από τον πέτρινο πυλώνα.

— Ω! τι όμορφη και συμπαθητική κοπέλα!, είπε ο Ιζανάγκι.

— Ω! τι συμπαθητικός και γοητευτικός νεαρός! Απάντησε η Ιζανάμι.

Τα πρώτα παιδιά που γέννησε η Ιζανάμι, μετά από τη δεύτερη τελετή του γάμου τους, είναι τα 8 νησιά της Ιαπωνίας. Έπειτα άρχισε να γεννά τους θεούς που θα διαμόρφωναν και θα κυβερνούσαν τον γήινο κόσμο: τους θεούς της θάλασσας, της στεριάς, της βροχής. 

Όσο για τον Χιρούκο, ο Ιζανάγκι και η Ιζανάμι νιώθοντας αηδία, τον έβαλαν σε μία ξύλινη βάρκα και τον άφησαν να παρασυρθεί από τα κύματα του ωκεανού. 

Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για το δύσμορφο νεογέννητο. Κατάφερε να ξεβραστεί στο αρχαίο Χοκάιντο όπου λέγεται ότι τον μεγάλωσαν οι Αϊνού, γηγενείς Ιάπωνες και Ρώσοι. Ο αδύναμος μικρός θεός μπόρεσε να ξεπεράσει πολλές δυσκολίες, να αποκτήσει πόδια καθώς και σκελετό στην ηλικία των τριών ετών και πήρε το όνομα Γιεμπίσου (Ebisu). 

Παρέμεινε ελαφρώς κουτσός και κουφός, αλλά πανέξυπνος και χαρωπός. Τυχερός μέσα στην ατυχία του, ανήκει στους Επτά Κάμι της Τύχης και θεωρείται ο προστάτης θεός των ψαράδων και της τύχης.  Όσον αφορά το τελευταίο χαρακτηριστικό, ο Yebisu θεωρείται συχνά μία από τις κύριες θεότητες των Επτά Θεών της Τύχης και ο μόνος από τους επτά που κατάγεται καθαρά από την Ιαπωνία χωρίς καμία βουδιστική ή ταοϊστική επιρροή. 

Όσον αφορά τις απεικονίσεις, παρά τις πολυάριθμες αντιξοότητες, ο Γιεμπίσου διατηρεί την χαρούμενη διάθεσή του - συχνά αποκαλείται «θεός του γέλιου» - ενώ απεικονίζεται να κρατά ένα καλάμι και ένα τεράστιο κοκκινόψαρο ή λαβράκι. Άλλοτε φοράει ένα ψηλό, μυτερό καπέλο διπλωμένο στη μέση που ονομάζεται kazaori eboshi. Σε μια ενδιαφέρουσα σημείωση, ο Γιεμπίσου είναι επίσης ο θεός των μεδουσών, δεδομένης της αρχικής του μορφής χωρίς κόκαλα.


Kumon Institute of Education – Kikugawa Eizan (1787–1867)
___________

Ο μύθος του Χιρούκο από το Κοτζίκι παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες με τις προηγούμενες αφηγήσεις τερατογένεσης, όπως το Ανθρωποχελιδόνο του Β. Γκουρογιάννη, τον Χανς-Σκαντζοχοιράκι των Γκριμ και το παιδί - μύδι του πολυνησιακού μύθου. Σε όλες τις περιπτώσεις, η γέννηση ενός «μη φυσιολογικού» παιδιού αποδίδεται σε κάποια μορφή παραβίασης ταμπού ή θείου, κοινωνικού ή κοσμικού κανόνα — είτε πρόκειται για την απερίσκεπτη ευχή του πατέρα (Χανς), την αιμομιξία και την κατάρα (Λ…), τη λεκτική ή τελετουργική αστοχία (Ιζανάμι), είτε την παραβίαση απαγορευμένων ορίων (Χίνα – Σιναλάου). Παντού, η αρχική πράξη που διασαλεύει την κοσμική τάξη οδηγεί στη γέννηση ενός πλάσματος με ατέλειες ή ζωικά στοιχεία. Κοινό στοιχείο αποτελεί επίσης η απόρριψη του δύσμορφου παιδιού και η μεταφορά πάνω του της ευθύνης των ενηλίκων. Η κοσμική ανισορροπία ενσαρκώνεται στο σώμα του παιδιού και η τερατογένεση συνοδεύεται από κοινωνική απόρριψη.

Ωστόσο, ο μύθος του Χιρούκο διαφοροποιείται σημαντικά στην έκβαση: εκεί όπου το Ανθρωποχελιδόνο οδηγεί σε ανεπανόρθωτη απώλεια και θνησιγένεια, και όπου ο Χανς αυτοεξορίζεται και γίνεται εντελώς άνθρωπος όταν κερδίζει μια πριγκίπισσα, ο Χιρούκο μετατρέπεται σε θεότητα της ευτυχίας και της ευημερίας. Βέβαια, στην περίπτωση του Χιρούκο, δεν υπάρχει ρομαντική σχέση και η ολοκλήρωση είναι θεϊκή και κοινωνική, ενώ στην ιστορία του Χανς, η μεταμόρφωση συντελείται μέσω του γάμου με πριγκίπισσα που τηρεί την υπόσχεση. Το θηλυκό λειτουργεί ως μέσο εξαγνισμού του ήρωα.

Στο Κοτζίκι, έναν κοσμογονικό μύθο, η τερατογένεση εξηγεί τη γέννηση των «λανθασμένων πραγμάτων» πριν την τελειοποίηση της δημιουργίας. Κι ενώ το ιαπωνικό μοντέλο είναι πιο κοσμοθεωρητικό - η τάξη του σύμπαντος διαταράσσεται - το γερμανικό του λαϊκού παραμυθιού είναι πιο ψυχολογικό - η προσωπική απελπισία δημιουργεί την κατάρα. Ωστόσο και στα δύο, το δύσμορφο παιδί δεν είναι θύμα αλλά ήρωας που υπερβαίνει την καταδίκη του μέσα από υπομονή, αποδοχή του εαυτού του και τελικά μεταμόρφωση. Ο ιαπωνικός μύθος, ακόμα περισσότερο,  συνδυάζει το μοτίβο της τερατογένεσης με ένα σπάνιο μοτίβο «θεϊκής ανόρθωσης», όπου το αρχικά ελαττωματικό παιδί δεν τιμωρείται αλλά γίνεται θεός και εντάσσεται δυναμικά στην κοσμική τάξη ως ευεργετική δύναμη.


Άγαλμα του Hiruko - Ebisu, στην πόλη Tsu, πρωτεύουσα της επαρχίας Mie
___________


Ivar the Boneless, «εκεί που θα 'πρεπε να 'χει κόκαλα, μονάχα χόνδρο είχε».
 

Ο Ivar Ragnarsson, γνωστός ως Ivar the Boneless, ήταν ηγέτης των Βίκινγκ, που ηγήθηκε εισβολών στην Αγγλία και την Ιρλανδία. Το «έπος του Ragnar Loðbrok», που αφηγείται τα κατορθώματα του πατέρα του, του Δανού βασιλιά Ragnarr Lothbrok, ενός διάσημου ήρωα των Βίκινγκ που ηγήθηκε της λεηλασίας του Παρισιού το 845 μ.Χ., αποδίδει τη γέννησή του σε μια κατάρα. 

Αυτά τα σκανδιναβικά έπη τείνουν να αναμειγνύουν ιστορικά γεγονότα με θρύλους και λαογραφικές παραδόσεις, αλλά η ύπαρξη του Ivar, του μεγαλύτερου γιου του Ragnar, ως ιστορικής προσωπικότητας δεν αμφισβητείται. Τα κατορθώματά του καταγράφονται σε σύγχρονα ιστορικά έγγραφα και είναι δυνατόν να εντοπιστούν οι κινήσεις του με σχετική βεβαιότητα.

Σύμφωνα, λοιπόν με το έπος, η μητέρα του Aslaug, κόρη του ήρωα Σίγκουρντ και της Βαλκυρίας Μπρινχίλντα, ήταν η δεύτερη σύζυγος του Ragnar Lodbrok και είχε μαγικές δυνάμεις. Η Aslaug προειδοποίησε τον νέο της σύζυγο ότι έπρεπε να περιμένουν τρεις νύχτες πριν ολοκληρώσουν τον γάμο τους: 

Τρεις νύχτες μαζί, μα χωριστά ακόμα,
θα μείνουμε, χωρίς να τιμήσουμε ακόμη τους θεούς·
Αυτό θα γλιτώσει τον γιο μου από διαρκές κακό,
γιατί χωρίς κόκαλα είναι αυτός που τώρα θα γεννήσεις.

Ο Ragnar αρνήθηκε να πιστέψει στην κατάρα και αμέσως έκανε έρωτα με τη νέα του σύζυγο. Το αποτέλεσμα της πρόωρης ένωσης ήταν ο Ivar, ο οποίος πράγματι «εκεί που θα 'πρεπε να 'χει κόκαλα, μονάχα χόνδρο είχε». Ταυτόχρονα με την περιγραφή της σωματικής αναπηρίας του Ivar, τα σκανδιναβικά έπη τονίζουν την εξαιρετική του σοφία. Ενώ ο αδελφός του, ο Ubba, αναγνωρίζεται ως κάτοχος μεγάλης σωματικής δύναμης και θάρρους, η πνευματική επιδεξιότητα του Ivar τονίζεται πάντα: «Είναι αμφίβολο αν κάποιος υπήρξε ποτέ σοφότερος από αυτόν». Του αποδίδεται επίσης εξαιρετική πονηριά και περιγράφεται ως δεξιοτέχνης της στρατηγικής και της τακτικής στη μάχη. Όσο πιο ισχυρό θεωρούνταν το μυαλό του, τόσο περισσότερο τονιζόταν η σωματική του αδυναμία.

Ωστόσο, η αναπηρία του Ivar δεν φαίνεται να τον εμπόδισε να πολεμήσει. Πράγματι, η ιστορία του Ragnar τονίζει την εξαιρετική δύναμη του άνω μέρους του σώματός του, υποδηλώνοντας μια σχεδόν υπεράνθρωπη δύναμη και παραπέμποντας σε μαγικές δυνάμεις. Σε μια μάχη εναντίον του βασιλιά Eysteinn της Σουηδίας, ο Ivar λέγεται ότι εξασφάλισε τη νίκη νικώντας μια μαγεμένη αγελάδα ονόματι Sibilja. Στη ιστορία, διατάζει τους άντρες του να τον μεταφέρουν προς το τρομερό θηρίο. Στη συνέχεια το τυφλώνει εκτοξεύοντας δύο βέλη από ένα μακρύ τόξο μεγάλο όσο ένας κορμός δέντρου, το οποίο τράβηξε πίσω «σαν να ήταν απλώς ένα αδύναμο κλαδί φτελιάς».


Ο Ragnar Lodbrok και οι γιοι του, Ivar και Ubba, από χειρόγραφο που χρονολογείται
 στο πρώτο μισό του δέκατου πέμπτου αιώνα.
_____________


Η ιστορία του «Ακόκαλου» Ivar εντάσσεται καθαρά στο διεθνές μοτίβο «παραβίαση ταμπού → διατάραξη τάξης → τερατογένεση», και ταυτόχρονα διαφοροποιείται από αυτό με ενδιαφέροντες τρόπους. Το ταμπού εδώ αφορά τον χρόνο της συζυγικής ένωσης, κάτι που συναντάμε συχνά σε ινδοευρωπαϊκές παραδόσεις. Ένας μαγικός – τελετουργικός κανόνας, παραβιάζεται από τον Ragnar κι αυτή η παραβίαση είναι μορφή ύβρεως απέναντι στο ιερό και ειδικά απέναντι στη θηλυκή, μαγική γνώση της συζύγου. 

Παρόμοιοι μύθοι από διαφορετικές παραδόσεις συνδέουν την παραβίαση ενός ιερού κανόνα με τη γέννηση ενός παιδιού που φέρει στο σώμα του το σημάδι της ύβρεως. Στην περίπτωση του Ivar the Boneless, η παράκαμψη του τελετουργικού χρόνου της ένωσης —παρά την προειδοποίηση της Aslaug — οδηγεί στη γέννηση ενός παιδιού «χωρίς κόκαλα», όπως ακριβώς στο ιαπωνικό Κοτζίκι, όπου η λανθασμένη τελετουργική πράξη των θεών Ιζανάμι και Ιζανάγκι γεννά τον Χιρούκο, το παιδί βδέλλα, χωρίς οστά.

Αντίστοιχη παραβίαση 
ταμπού στον τοκετό, στον πολυνησιακό μύθο της Hina και του Sinilau έχει συνέπειες στη μορφή του νεογνού, όπως συνέπειες έχει η άστοχη λεκτική ευχή στον Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου των Αδελφών Γκριμ και ο αιμομικτικός βιασμός στο  Ανθρωποχελίδονο του Γκουρογιάννη. Με τον ίδιο τρόπο, η ασέβεια προς τον Ήλιο της Νι Ούμπου, στο παραμύθι από το Μπαλί, που εξετάζεται παρακάτω, οδηγεί στη γέννηση ενός «μισού παιδιού». 

Ωστόσο, ο μύθος του Ivar διαφοροποιείται: ενώ σε πολλές παραδόσεις η μητέρα φέρει το βάρος της τιμωρίας, εδώ, η γυναίκα είναι ο φορέας της γνώσης, ο άντρας παραβιάζει το ταμπού και το παιδί πληρώνει το τίμημα. Αυτό τον φέρνει πιο κοντά στις ιστορίες όπου το αρσενικό προκαλεί την τερατογένεση (π.χ. «Χανς»)

Επίσης, η παραμόρφωση, αντί να λειτουργήσει μόνο ως τιμωρία, μετατρέπεται σε πηγή δύναμης και μυθικής ηρωοποίησης, αναδεικνύοντας μια σκανδιναβική εκδοχή όπου το «τέρας» δεν είναι προϊόν αποκλεισμού, αλλά απαρχή δόξας και εξουσίας. Τόσο μυθολογικά, όσο και ιστορικά, ο ήρωας κατακτά βασίλεια, οδηγεί στρατούς,αποκτά φήμη σοφίας και στρατηγικής. Το ίδιο μοτίβο βέβαια υπάρχει και στον Χιρούκο, που γίνεται Ebisu, θεός της τύχης και η σωματική αδυναμία  μετασχηματίζεται σε πνευματική δύναμη, αλλά και στο Μισό παιδί, που στο τέλος ολοκληρώνεται σωματικά και κοινωνικά. 


Ο Ivar και ο αδελφός του Ubba λεηλατούν και σκοτώνουν Χριστιανούς, 
στην ύπαιθρο της βόρειας Αγγλίας
___________


Αϊματούα, ο ήρωας που γεννήθηκε χωρίς κόκαλα


Το μοτίβο της γέννησης ενός ήρωα χωρίς κόκαλα, λόγω της παραβίασης ενός ταμπού από τη μητέρα του, συναντάται σε πολλούς και απομακρυσμένους μεταξύ τους πολιτισμούς. Η Μάρθα Μπέκγουιθ (1871-1959), διάσημη εθνογράφος και λαογράφος, γνωστή για το μνημειώδες έργο της «Hawaiian Mythology» (1940), στο οποίο καταγράφει και αναλύει μύθους από όλη την Πολυνησία, καταγράφει έναν τέτοιο μύθο από το νησί Ραροτόνγκα του συμπλέγματος Κουκ στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό
 
Η ιστορία, όπως καταγράφεται στις παραδόσεις του νησιού Ραροτόνγκα, έχει ως εξής:

Η κύρια γυναικεία φιγούρα της ιστορίας ήταν έγκυος. Στους παραδοσιακούς πολιτισμούς της Πολυνησίας, υπήρχαν αυστηροί κανόνες συμπεριφοράς και διατροφής, που έπρεπε να τηρούνται από τις εγκύους για να διασφαλιστεί η υγεία του παιδιού και η ομαλή έκβαση του τοκετού. Η συγκεκριμένη γυναίκα παραβίασε ένα από αυτά τα ιερά ταμπού. Αν και οι ακριβείς λεπτομέρειες του ταμπού μπορεί να διαφέρουν ελαφρώς ανάλογα με την προφορική παράδοση, η παραβίαση οδήγησε σε μια άμεση και ορατή συνέπεια στο αγέννητο βρέφος. Το παιδί, ο Αϊματούα, γεννήθηκε με μια σοβαρή σωματική ατέλεια: γεννήθηκε χωρίς κόκαλα.

Η έλλειψη σκελετού θεωρήθηκε άμεση συνέπεια της ασέβειας της μητέρας προς τους θεούς ή τους κανόνες της κοινότητας. Η ιστορία περιγράφει πώς οι γονείς ή οι συγγενείς του Αϊματούα δεν εγκατέλειψαν το παιδί. Αντιθέτως, αναζήτησαν έναν τρόπο να διορθώσουν τη σωματική του ατέλεια. Ο πατέρας (ή ο προστάτης) του Αϊματούα συμβουλεύτηκε έναν ιερέα  ή έναν σοφό θεραπευτή. Η λύση που βρέθηκε απαιτούσε μια τελετουργική πράξη. Χρησιμοποιήθηκε μια μορφή παραδοσιακής μαγείας ή τελετουργίας, συχνά συνδεδεμένης με τα οστά προγόνων ή ιερά αντικείμενα. Μέσω αυτής της τελετουργίας, τα απαραίτητα «υλικά» ή η mana (πνευματική δύναμη) εισήχθησαν στο σώμα του Αϊματούα, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί ο σκελετός του. 

Ως αποτέλεσμα αυτής της παρέμβασης, ο Αϊματούα απέκτησε φυσιολογικά (σκληρά) οστά και μπόρεσε να αναπτυχθεί. Ωστόσο, η αρχική του κατάσταση και η θεραπεία του τον σημάδεψαν. Έγινε ένας ήρωας με ιδιαίτερες δυνάμεις, συχνά περιγραφόμενος ως ένας τρομερός πολεμιστής ή ακόμα και ως κανίβαλος, στοιχεία που υποδηλώνουν τη διαταραχή της «κανονικής» γέννησης και ανάπτυξής του. Η ιστορία τονίζει ότι, ενώ το αρχικό σφάλμα της μητέρας διορθώθηκε τελετουργικά, η ασυνήθιστη προέλευσή του παρέμεινε μέρος της ταυτότητάς του.


Τα πολυνησιακά αυτά γλυπτά αναπαριστούν θεούς, προγόνους ή μυθικές μορφές,
 συμβολίζοντας την προστασία, τη δύναμη και τη γονιμότητα.
_____________

Το μισό παιδί 

Το μοτίβο του «μισού ανθρώπου» ή «μισού παιδιού» είναι παγκόσμιο και συναντάται σε πολλές κουλτούρες. Συνήθως συνδέεται με την ανισορροπία ή την ανολοκλήρωση, σωματική πνευματική ή ηθική. Ο «μισός ήρωας» αναζητά την πληρότητα μέσα από δοκιμασίες ή την συνάντηση με το άλλο του μισό. Σε πολλές απ’ αυτές τις παραδόσεις, η κατάσταση παρουσιάζεται χωρίς ηθική κρίση για την προέλευσή της. Συνήθως πρόκειται για απλή μοίρα, μέρος της φυσικής τάξης και δοκιμασία που πρέπει να ξεπεραστεί. Σε αρκετές όμως, «η μισή γέννηση» συνδέεται με υπερφυσική ένωση, κατάρα, ύβρη απέναντι σε μια ιερή οντότητα, παραβίαση ταμπού, ατελή μαγεία, ατελή εκπλήρωση μιας υπόσχεσης ή οδηγίας. 

Στο περσικό παραμύθι «Nim Tanak», ή «Half-Boy», το μοτίβο του μισού παιδιού συνδέεται με την ατελή εφαρμογή της οδηγίας του δερβίση.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς που δεν είχε παιδιά, και αυτό τον στενοχωρούσε πολύ. Μια μέρα, περιπλανιόταν μόνος του και θλιμμένος στην έρημο. Καθώς πήγαινε, συνάντησε έναν δερβίση και αντάλλαξαν χαιρετισμούς. Τότε ο δερβίσης ρώτησε: 

«Ποιος είσαι και πού πηγαίνεις;»

Τότε ο βασιλιάς του είπε πώς ήταν τα πράγματα.

«Πόσες γυναίκες έχεις;»

«Τέσσερις», απάντησε ο βασιλιάς.

Ο δερβίσης έδωσε στον βασιλιά τέσσερα μήλα και είπε: 

«Δώσε από ένα σε κάθε γυναίκα σου να φάει». 

Ο βασιλιάς χάρηκε πολύ, πήρε τα μήλα στο σπίτι και τα έδωσε στις γυναίκες του. Τρεις από αυτές έφαγαν ολόκληρα τα μήλα τους, αλλά η τέταρτη έφαγε μόνο το μισό και έβαλε το άλλο μισό σ’ ένα ράφι, σκοπεύοντας να το φάει αργότερα μέσα στην ημέρα, αλλά ένα κοράκι ήρθε, το πήρε και πέταξε μακριά. Εκείνη φοβήθηκε πολύ και δεν είπε τίποτα στον βασιλιά.


Neem the Half-Boy by Idries Shah. 
Illustrated by Midori Mori & Robert Revels
___________


Κάποια στιγμή γεννήθηκαν τα παιδιά. Η πρώτη από τις γυναίκες απέκτησε μια κόρη, οι άλλες δύο γιους και η τέταρτη μισό γιο. Ο βασιλιάς θύμωσε πολύ με τη μητέρα του μισού παιδιού και την έδιωξε μαζί με το βρέφος της από κοντά του. Ήταν γεμάτος στοργή και καλοσύνη για την κόρη του και τους δύο γιους του, τους μόρφωσε καλά, τους μεγάλωσε προσεκτικά και τους έκανε κληρονόμους του. Μόνο ο καημένος ο Νιμ Τάνακ, το μισό αγόρι, έπρεπε να παίζει με τα παιδιά των υπηρετών και των σκλάβων και ποτέ δεν τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά στον πατέρα του [...]

Κι όμως είναι ο Νιμ Τάνακ που θα τα βάλει με τον Δαίμονα που έκλεψε την κόρη του βασιλιά, πετυχαίνοντας αυτό που δεν κατάφεραν οι δυο γιοι του με ολόκληρο στρατό. Σκοτώνει τον Δαίμονα, απελευθερώνει την κοπέλα και τους δυο γιους, επιστρέφει νικητής και γίνεται κληρονόμος του βασιλιά.




Ο Nim Tanak αντιμετωπίζει τον Δαίμονα και σώζει την κοπέλα.
Εικονογράφηση: Hilda Roberts
___________


Μεταγενέστερη παραλλαγή του περσικού παραμυθιού, που απευθύνεται κυρίως σε μικρότερα παιδιά, αποτελεί και το παραμύθι «Neem the Half-Boy», του Αφγανού συγγραφέα, στοχαστή και δασκάλου της παράδοσης των Σούφι, Idries Shah.  Η βασίλισσα, που επιθυμεί να αποκτήσει παιδί, ακολουθεί κατά το ήμισυ τη συμβουλή του σοφού Arif, να φάει ένα ολόκληρο μήλο. Ξεχνιέται και το αφήνει μισοφαγωμένο. Έτσι, αποκτά ένα μικρό αγόρι με μόνο ένα μάτι, ένα αυτί, ένα χέρι κι ένα πόδι, που πήγαινε παντού πηδώντας. Το ονόμασε Neem, που στη γλώσσα τους σήμαινε «μισός». 

Για να βοηθήσουν τον Neem να γίνει καλά, οι νεράιδες συμβουλεύονται ξανά τον σοφό, ο οποίος λέει ότι ο Neem πρέπει να προμηθευτεί ένα ειδικό φάρμακο από τη σπηλιά ενός δράκου. Ο Neem ξεπερνά τους φόβους του και αποκτά το φάρμακο κάνοντας μια συμφωνία με τον δράκο. Εκείνος γινεται ολόκληρος και ο δράκος παύει να ξερνάει φωτιά και να τρομάζει τους ανθρώπους.


Neem the Half-Boy by Idries Shah
Illustrated by Midori Mori & Robert Revels
__________


Το μοτίβο του μισού παιδιού συναντάται και στο παρακάτω παραμύθι από το Μπαλί. Η σύλληψη του Σιγκίρ από την ακτίνα του Μπατάρα Σούρυα αποτελεί, σε θεολογικό-μυθολογικό επίπεδο, θεογαμία, ένωση θεότητας με τη θνητή Νι Ούμπου. Το μοτίβο είναι συνηθισμένο στις ινδουϊστικές και ινδονησιακές παραδόσεις. Ο ήλιος ως δημιουργική, γονιμοποιός δύναμη είναι αρχέτυπο σε πολλές κουλτούρες. Η «τιμωρία» της Νι Ούμπου για την άσεμνη χειρονομία, που στην πραγματικότητα ήταν απελπισία, δείχνει την ευαισθησία του ιερού στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Σε κοινωνικό πάλι επίπεδο, η ιστορία δικαιολογεί την εκτός γάμου εγκυμοσύνη μιας γυναίκας, προστατεύοντάς την από κοινωνικό στιγματισμό. Το «θεϊκό παιδί» είναι τρόπος να αποδοθεί νομιμότητα σε μη συμβατικές καταστάσεις.

Σε συμβολικό επίπεδο, η γέννηση μόνο από μητέρα και θεό-ήλιο, χωρίς ανθρώπινο πατέρα, δημιουργεί ένα ον ημιτελές, που χρειάζεται να ολοκληρωθεί μέσω δοκιμασίας. Ο Σιγκίρ γεννιέται μισός - φυσική έκφανση της ελλιπούς του καταγωγής. Η ατέλειά του είναι εξωτερίκευση μιας εσωτερικής έλλειψης που πρέπει να αναζητήσει και να συμπληρώσει. Ο ήρωας φεύγει από το μητρικό περιβάλλον για να βρει την πατρική του ταυτότητα και να ολοκληρωθεί. Ο Σιγκίρ δεν παραμένει παθητικό θύμα της μοίρας του, αλλά αναλαμβάνει δράση, αναζητά τις ρίζες του και διεκδικεί την ολοκλήρωσή του. Μετά από ένα μυητικό λουτρό στους τριάντα τρεις καταρράκτες της πηγής Σιντουράτνα, αποβάλλει το δέρμα του μισοσχηματισμένου πλάσματος που ήταν παλιά και γίνεται ο Τρούνα Μπαγκούς, πλήρης, όμορφος και καλοσχηματισμένος.


Batara Surya statue, late eighth century, Central Java, Indonesia
Los Angeles County Museum of Art 
________


HΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΠΕΛΑ - Νι Ούμπου ήταν το όνομά της - που είχε χάσει από νωρίς μάνα και πατέρα κι είχε μείνει ολομόναχη στη ζωή, χωρίς ούτε ένα αδέλφι. Κατάφερνε παρ' όλα αυτά να τα βγάζει πέρα, και μόλο που ήταν μοναχή της, δεν είχε νιώσει ποτέ το αίσθημα της μοναξιάς.

Κάποια μέρα, ένας γείτονας της έδωσε λίγο φρέσκο ρύζι κι εκείνη το άπλωσε στον ήλιο για να το στεγνώσει. Πριν όμως περάσει λίγη ώρα, γέμισε ο ουρανός με σκοτεινά σύννεφα και μια απρόσμενη βροχή άρχισε να πέφτει.

Η Νι Ούμπου βγήκε γρήγορα να μαζέψει το ρύζι, αλλά μόλις το μάζεψε, ο ουρανός ξανάγινε γαλανός κι ο ήλιος έλαμψε και πάλι με όλη του τη δύναμη. Η Νι Ούμπου ξανάβγαλε το ρύζι στην αυλή και την άπλωσε με την ίδια προσοχή και φροντίδα, όμως μια νέα ξαφνική καταιγίδα την ανάγκασε να το πάρει βιαστικά πάλι μέσα. Ύστερα από λίγο, κοιτώντας έξω, είδε πως λες κι από μάγια ο καιρός ήταν ξανά περίφημος και ο ήλιος έλαμπε στον καθαρό ουρανό.

Λίγο εκνευρισμένη τώρα, έβγαλε έξω το ρύζι για άλλη μια φορά. Όμως πριν καλά καλά το απλώσει, μαύρισε πάλι ο ουρανός από τα σύννεφα, και μάλιστα τόσο πολύ που το κορίτσι τρόμαξε. Μάζεψε βιαστικά για μια ακόμη φορά τα φρέσκα στάχυα και τα κουβάλησε στο καλύβι της.

Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Στο τέλος, η Νι Ούμπου αγανάκτησε! Σήκωσε το κεφάλι της προς τον ουρανό και με τα λόγια αυτά ρώτησε τον Μπατάρα Σούρυα:* «Γιατί με πολεμάς, Μπατάρα Σούρυα; Γιατί δυσκολεύεις τόσο πολύ τη ζωή ενός φτωχού πλάσματος όπως εγώ;» Και μέσα στο θυμό και την απόγνωσή της η κοπέλα σήκωσε φουρκισμένη το πανί που σκέπαζε τα πόδια της κι έδειξε στον φωτεινό Θεό του ουρανού αυτό που έκρυβε από κάθε ανθρώπου μάτι. Κατόπιν άπλωσε ξανά το ρύζι κι ο ήλιος, λάμποντας με όλη του τη μεγαλοπρέπεια, το στέγνωσε καλά κάνοντάς το έτοιμο για ξεφλούδισμα στο ξύλινο γουδί.

Δεν πέρασε πολύς καιρός, και η Νι Ούμπου άρχισε να νιώθει πράγματα πρωτόγνωρα, λες και άλλαζε ολόκληρος ο εαυτός της από μέρα σε μέρα. Όταν κάποια στιγμή πήρε την απόφαση κι εμπιστεύτηκε αυτά που ένιωθε σε μερικούς γείτονες, άκουσε με έκπληξη να της λένε πως σίγουρα θα αποκτούσε παιδί.

«Θα γεννήσω παιδί;» αναρωτιόταν κι έκλαιγε με αναφιλητά η Νι Ούμπου. «Μα εγώ δεν έχω άντρα κι ούτε που πλάγιασα ποτέ με κανέναν. Τι θα πουν οι άνθρωποι; Γιατί μου στέλνει τέτοια συμφορά ο Βίντυα;» Και θρηνούσε μέρα και νύχτα το κακό που την είχε βρει.

Ένα βράδυ η Νι Ούμπου είδε ένα όνειρο. Μπροστά της παρουσιάστηκε ο Μπατάρα Σούρυα, που κατέβηκε από τον ουρανό και της είπε με καλοσύνη: «Νι Ούμπου, είναι καιρός να σταματήσεις πια να κλαις και να μισείς τον εαυτό σου επειδή έχεις μείνει έγκυος. Εγώ είμαι αυτός που δημιούργησε το μικρό παιδί μέσα στην κοιλιά σου, κι η επιθυμία μου είναι να το φροντίσεις καλά όταν γεννηθεί – όποια μορφή κι αν έχει. Να το αγαπήσεις και να το μεγαλώσεις με στοργή, κι αν κάποτε σε ρωτήσει για τον πατέρα του, να του πεις να ψάξει για μένα μακριά, πέρα από την κόκκινη άκρη του ουρανού, στα μέρη της ανατολής».

Όταν έφτασε ο καιρός της, η Νι Ούμπου έφερε στον κόσμο ένα παιδί. Μόνο που το παιδί αυτό ήταν μισό, με ένα χέρι κι ένα πόδι, ένα μάτι κι ένα αυτί.

Ο τρόμος και η έκπληξη της Νι Ούμπου μόλις αντίκρισε το αλλόκοτο πλάσμα που είχε γεννήσει ήταν μεγάλος. Της ήρθε όμως αμέσως στο νου το όνειρο που είχε δει, όπου ο Μπατάρα Σούρυα της έλεγε να αγαπήσει και να φροντίσει το παιδί. Έτσι κι έκανε, και που έδωσε το όνομα Σιγκίρ.*


Neem the Half-Boy by Idries Shah.
Illustrated by Midori Mori & Robert Revels
___________


Ο Σιγκίρ μεγάλωσε γρήγορα όπως όλα τα παιδιά. Μπορούσε να κάνει ό,τι έκαναν και τα υπόλοιπα παιδιά του χωριού μόνο που τα ‘κανε από τη μια μεριά. Όλοι ένιωθαν συμπάθεια αλλά και συμπόνια και για το μικρό παιδί και του χάριζαν άφθονα δώρα όλων των λογιών. Μόλις ο Σιγκίρ έφτασε σε ηλικία που άρχισε να καταλαβαίνει άρχισε να ρωτά για τον πατέρα του. Και όταν άκουσε από τη μητέρα του πως δεν είχε πατέρα, άρχισε να τη ρωτάει περισσότερα: «Αν δεν έχω πατέρα, όπως λες, ποιος μ' έκανε; Και γιατί είμαι μισό παιδί, τόσο αλλιώτικο από τ' άλλα; Αν δε μου δώσεις απάντηση, θα φύγω, θα φύγω μακριά. Δε θέλω να ζω άλλο πια έτσι».

«Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι τούτο», αποκρίθηκε η Νι Ούμπου, που δεν είχε λόγια για να ικανοποιήσει το μικρό αγόρι. «Πατέρας σου είναι ο Μπατάρα Σούρυα, ο Θεός Ήλιος, και θα τον βρεις μακριά από εδώ, πέρα από την κόκκινη άκρη του ουρανού, στα μέρη της ανατολής».

«Αν είναι έτσι, άσε με να φύγω τώρα αμέσως», είπε ο Σιγκίρ. Δώσε μου κετούπατ* κι ένα αυγό για να φάω στο δρόμο. Πρέπει να ψάξω να βρω τον πατέρα μου και να προσπαθήσω να γίνω κανονικός άνθρωπος».

Νωρίς το άλλο πρωί, ο Σιγκίρ ξεκίνησε για την ανατολή, προς τα κει που ο ουρανός είναι κόκκινος σαν βγαίνει ο ήλιος. Όπου και αν πήγαινε, οι άνθρωποι σκόρπιζαν τρομαγμένοι καθώς έβλεπαν εκείνο το παράξενο ανθρωπάκι που ήταν κομμένο στη μέση. Πίστευαν πως ήταν φάντασμα, πως ήταν μαμέντι* ή κάποιο τόντζα*.  Μόλις πλησίαζε πιο κοντά, τα κοπάδια των ζώων σκιάζονταν και το ‘βαζαν στα πόδια. Όμως ο Σιγκίρ συνέχιζε χωρίς να χάνει το κουράγιο του.

Λίγο πιο κάτω, συνάντησε έναν γέρο που είχε μαζί του ένα μαύρο αρσενικό βουβάλι με άγρια όψη, και τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να βρει τον πατέρα του, εκεί μακριά, πέρα από την κόκκινη άκρη του ουρανού, στα μέρη της ανατολής.

«Ποιος είσαι, μισό πλάσμα;» ρώτησε ο γέρος.

«Είμαι ο Σιγκίρ και ψάχνω τον πατέρα μου».

«Αν μου δώσεις κετούπατ κι ένα αυγό, θα σου δείξω τον δρόμο», είπε ο γέρος.

«Η μάνα μου μου έδωσε κετούπατ για να φάω στο ταξίδι», είπε ο Σιγκίρ. «Μπορείς να το πάρεις, κι αυτό και το αυγό μου».

Ο γέρος έφαγε το φαΐ του παιδιού και ύστερα του είπε: «Καβάλησε πάνω στο βουβάλι μου, Σιγκίρ. Θα σε πάει γρήγορα εκεί που θες να πας».

«Είναι πολύ άγριο», είπε ο Σιγκίρ. «Μπορώ ν' ανέβω;»

«Γιατί όχι;» αποκρίθηκε ο γέρος και σηκώνοντας το μισό παιδί το έβαλε να κάτσει στη ράχη του ζωντανού. Ύστερα έδωσε μια καμτσικιά στα καπούλια του ζώου, τόσο δυνατή που το βουβάλι τινάχτηκε σαν αστραπή λες και είχε αφηνιάσει. Αμέσως κατευθύνθηκε προς την ανατολή με τέτοια γρηγοράδα που ο Σιγκίρ δεν τολμούσε να ανοίξει τα μάτια του και, πριν προλάβει να σαστίσει περισσότερο, είχαν φτάσει κιόλας στην ανατολική άκρη του κόσμου, στην πύλη από όπου κάνει πάντα την εμφάνισή του ο ήλιος.

Εκείνη τη στιγμή, ο Μπατάρα Σούρυα ήταν έτοιμος να βγει και να φωτίσει τον κόσμο. Ο Σιγκίρ τον πλησίασε και του μίλησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε.

«Μπατάρα Σούρυα, με δημιούργησες και μ' έφτιαξες με τέτοιο τρόπο που να είμαι μονάχα ο μισός από ό,τι έπρεπε να είμαι. Ήρθα σ' εσένα για να σου ζητήσω να μ' ολοκληρώσεις. Αν δεν μπορείς να εκπληρώσεις την επιθυμία μου, καλύτερα να με σκοτώσεις γιατί δεν αντέχω άλλο να είμαι ένα μισοσχηματισμένο πλάσμα».

Ο Μπατάρα Σούρυα μίλησε και είπε: «Έχεις δίκιο, Σιγκίρ. Εγώ σ' έφτιαξα όπως είσαι. Και θα σου εξηγήσω το λόγο. Κάποτε η μητέρα σου μου φέρθηκε με αγένεια και μου σήκωσε την ποδιά της καθώς εγώ διέσχιζα τον ουρανό. Προσπαθούσε να στεγνώσει το ρύζι της στον ήλιο· ήταν αναγκασμένη όμως να το μπάζει και να το βγάζει πολλές φορές εξαιτίας της βροχής. Όταν είδα πόσο άπρεπα μου φέρθηκε, της έστειλα μια από τις ακτίνες μου μέσα από τα σύννεφα κι έτσι γέννησε εσένα, το μισό παιδί. Όμως δε χρειάζεται να νιώθεις άλλη πίκρα για την κατάστασή σου και να παρακαλάς να λυτρωθείς. Θα σου δώσω τώρα το σώμα που ζητάς! Πήγαινε στην πηγή Σιντουράτνα και πλύσου στα νερά της. Μόλις καταφέρεις να βγάλεις το δέρμα που σκεπάζει το μισό κορμί σου, φέρ' το σ' εμένα».

Όταν ο Σιγκίρ έφτασε στην πηγή δεν πίστευε στα μάτια του. Μπροστά του απλώνονταν τριάντα τρεις καταρράκτες που χύνονταν μέσα σε γούρνες φτιαγμένες από χρυσάφι, ασήμι, μπρούντζο και χαλκό και στολισμένες με ρουμπίνια, σμαράγδια, ζαφείρια και διάφορα άλλα λαμπερά πετράδια που ούτε ήξερε τι ήταν. Το νερό ήταν πεντακάθαρο κι είχε όλων των χρωμάτων τις ανταύγειες. Ο Σιγκίρ άφησε τα νερά καθεμιάς πηγής να χυθούν πάνω στο δύσμορφο κορμί του, αρχίζοντας από την πρώτη, την ανατολική πηγή. Όταν πέρασε απ' όλες και βγήκε από τα νερά και της τελευταίας, της δυτικής πηγής, το θαύμα είχε γίνει! Ήταν πια ολόκληρος, και το δέρμα έπεσε μόνο του από το όμορφο, καλοσχηματισμένο του σώμα.

Πήρε το δέρμα και το πήγε στον Μπατάρα, όπως του είχε ζητήσει ο θεός. Τότε εκείνος του είπε: «Από εδώ κι εμπρός, όμορφο παλικάρι, δεν είσαι ο Σιγκίρ αλλά ο Τρούνα Μπαγκούς. Γύρισε πίσω στη γη και πήγαινε στη μητέρα σου, κι αν δεν πιστεύει ποιος είσαι, δείξε της το παλιό σου δέρμα. Να φερθείς με σύνεση κι ευπρέπεια στην καινούρια σου ζωή και θα βρεις την ευτυχία. Και πες στη μητέρα σου πως αν τολμήσει καμιά γυναίκα να μου κάνει άσεμνες χειρονομίες ή να είναι μιαρή από κάποια άποψη, θα πέσει επάνω της η κατάρα μου!»

Ο Σεγκίρ ευχαρίστησε τον Μπατάρα Σούρυα και αφού του ζήτησε την άδεια να φύγει, κίνησε για το σπίτι του.

Έφτασε εκεί αργά το βράδυ και φώναξε στη μητέρα του να του ανοίξει: «Γύρισα, μητέρα», φώναξε. «Είμαι ο γιος σου που γύρισε πίσω».

Όταν η Νι Ούμπου άνοιξε την πόρτα και είδε να στέκεται μπροστά της ένα όμορφο παλικάρι κούνησε με απορία το κεφάλι της και είπε σαστισμένη: «Θεέ μου! Δεν είναι δυνατό, με γελάνε τα μάτια μου! Όχι! Εγώ δεν έχω γιο που να σου μοιάζει. Ο δικός μου ο γιος είναι ένα πλάσμα μισό και κουτσουρεμένο, άσχημο και παραμομορφωμενο - μια κατάρα - έχει φύγει εδώ και πολύ καιρό και μπορεί να μην ξαναγυρίσει πια κοντά μου. Κανείς δεν ξέρει αν είναι ακόμη ζωντανός ... Εσύ ποιος είσαι;»

«Μητέρα, εγώ είμαι πραγματικά ο γιος σου. Να και το παλιό μου δέρμα για να με πιστέψεις». Σκέπασε το σώμα του με το παλιό του δέρμα κι έγινε ξανά το μισοσχηματισμένο πλάσμα που ήταν παλιά. Μόλις όμως το έβγαλε από πάνω του, πήρε αμέσως την καινούργια του μορφή – του Τρούνα Μπαγκούς – προς μεγάλη έκπληξη αλλά και χαρά της μάνας του.

Λένε πως ο Σιγκίρ, τώρα πια Τρούνα Μπαγκούς, ύστερα από μια ηρωική όσο και βίαιη αναμέτρηση με έναν θηριώδη γίγαντα κατόρθωσε, χρησιμοποιώντας υπερφυσικές δυνάμεις, να κερδίσει το χέρι μιας πριγκιποπούλας από ένα κοντινό βασίλειο.

Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία...

*Μπατάρα Σούρυα, δηλ. ο Θεός Ήλιος
*κετούπατ: ρύζι που έχει βραστεί μέσα σε ένα πακετάκι από φύλλα κοκοφοίνικα
*μαμέντι, τόντζα: πνεύμα που ζει στις καλαμιές το πρώτο και στοιχειό που ζει στα άδεια σπίτια και στα χαμηλά δέντρα το δεύτερο.

Παραμύθια από την Ινδονησία, 
μτφρ. Γιώργος Γούτας, εκδόσεις Απόπειρα.



Ο Surya, στο κέντρο, απεικονίζεται συνήθως να κρατάει άνθη λωτού και να ιππεύει ένα άρμα που το σέρνουν άλογα. Συνοδεύεται από τις συζύγους του και τα παιδιά του. Οι θεές της αυγής, πάνω, απεικονίζονται να εκτοξεύουν βέλη. Περίπου 9ος αιώνας μ.Χ.
____________


O μύθος «Το μισό παιδί» από το Μπαλί συνδέεται ουσιαστικά με τον Χανς-Σκαντζοχοιράκι-μου και τη Λ… του Γκουρογιάννη μέσα από το κοινό μοτίβο της τερατογένεσης ως συνέπειας μιας ύβρεως ή παράβασης. Και στις τρεις περιπτώσεις, το παιδί έρχεται στον κόσμο αλλόκοτο και η παραμόρφωση δηλώνει ρήξη της φυσικής και θεϊκής τάξης. Αιτία της παρά φύσιν γέννησης είναι είναι η αντρική ύβρις και ο απερίσκεπτος θυμός στον Χανς, ενώ στο Ανθρωποχελίδονο η πράξη του αιμομικτικού βιασμού, για την οποία η Λ... δεν ευθύνεται καθόλου. Αντίθετα στο παραμύθι από το Μπαλί, η ύβρις ανήκει στη γυναίκα, που από θυμό ή άγνοια, επιδεικνύει το σώμα της στον Ήλιο, πράξη απαγορευμένη και ιερόσυλη.

Το παιδί, ως φορέας θεϊκής τιμωρίας και δοκιμασίας, γεννιέται για να κουβαλήσει την ενοχή των γονιών και να αποκαταστήσει, μέσω της περιπέτειάς του, τη διασαλευμένη ισορροπία.
Η τερατογένεση στον Γκουρογιάννη καταλήγει σε θάνατο και σιωπή, ενώ στον Χανς και στον Σιγκίρ, οδηγεί σε κάθαρση: ο πρώτος γίνεται άνθρωπος, ο δεύτερος ολοκληρώνεται σωματικά και κοινωνικά. Στον Γκουρογιάννη το κακό είναι ανθρώπινο και αδιέξοδο. Στα παραμύθια του Μπαλί και των Γκριμ, το υπερφυσικό παραμένει ενεργό και επιτρέπει τη μεταμόρφωση και τη λύτρωση.


Neem the Half-Boy by Idries Shah. 
Illustrated by Midori Mori & Robert Revels
____________


«Δεν με νοιάζει αν κάνουμε γουρουνάκια, φτάνει να μπορούν να μιλάνε»

Είναι γνωστό ότι οι γάμοι στις λατινοαμερικανικές ελίτ ήταν «ισχυρά ενδογαμικοί όσον αφορά την κοινωνική τάξη», ιδίως στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις για τη διατήρηση της περιουσίας, όπως ακριβώς δηλ, και στην περιοχή της Κολομβίας, απ' όπου κατάγεται ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ανατρέχοντας στο γενεαλογικό του δέντρο, διαπιστώνουμε ότι ο Μάρκες πράγματι είχε ενδογαμία: η μητέρα του Γκαρσία Μάρκες ήταν κόρη της Tranquilina Iguaran και του Συνταγματάρχη Nicolas Marquez, οι οποίοι ήταν πρώτα ξαδέλφια. 
Οι παππούδες του, δηλαδή, από τη μητέρα του - αυτοί που τον μεγάλωσαν και του διηγήθηκαν τις ιστορίες που τον ενέπνευσαν - ήταν πρώτα ξαδέλφια!

Αυτό εξηγεί την αυτοβιογραφική διάσταση του μυθιστορήματος «Εκατό χρόνια μοναξιά», το οποίο γράφει εγκατεστημένος με την οικογένειά του στο Μεξικό και απομονωμένος για δεκαοκτώ μήνες. Το βιβλίο, πραγματική τοιχογραφία της μοίρας, όχι μόνο της Κολομβίας, αλλά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, που παλεύει απεγνωσμένα να βρει διέξοδο, εκδίδεται στις 30 Μαΐου 1967.Το ζευγάρι Χοσέ Αρκάδιο - Ούρσουλα, πρώτα ξαδέλφια στο μυθιστόρημα,  αντικατοπτρίζει το ζευγάρι Nicolás Márquez - Tranquilina Iguarán, πρώτα ξαδέλφια στην πραγματικότητα. Στο μυθιστόρημα, η οικογένεια Buendía στοιχειώνεται από τον φόβο τιμωρίας με τη μορφή γέννησης τερατώδους παιδιού με ουρά γουρουνιού - ένας φόβος που πιθανώς κυκλοφορούσε στην κοινωνία της Aracataca, όπου ήρθε στη ζωή ο Μάρκες, στις 6 Μαρτίου 1927. Οι συγγενείς των γονιών του Μάρκες, μάλιστα, αντιτάχθηκαν στον γάμο των παππούδων του, επειδή ανησυχούσαν για την ενδογαμία, παρόμοια με την αντίσταση στο μυθιστόρημα. Βέβαια, η ενδογαμία των παππούδων του δεν είχε τερατογόνο αποτέλεσμα στην πραγματικότητα, αλλά ο κοινωνικός φόβος για αυτό το αποτέλεσμα ήταν πραγματικός. 

Ο Μάρκες μεταφέρει την ενδογαμία των παππούδων του στο μυθιστόρημα, αλλά την μετατρέπει σε επαναλαμβανόμενο πρότυπο για να κριτικάρει, από τη μια, την ελιτιστική κλειστότητα της λατινοαμερικανικής αριστοκρατίας και τον κυκλικό χαρακτήρα της ιστορίας που δεν μαθαίνει από τα λάθη της και από την άλλη, τη μοναξιά που προκύπτει όταν κοιτάζεις μόνο τον εαυτό σου. Η ουρά του γουρουνιού που τρομάζει την Ούρσουλα είναι συμβολική: αντιπροσωπεύει τον φόβο του κοινωνικού και βιολογικού εκφυλισμού που συνοδεύει την υπερβολική ενδογαμία της ελίτ.


Παλιά επιχρωματισμένη φωτογραφία του Gabriel Garcia Marquez, μωρό στην αγκαλιά της γιαγιάς του, Tranquilina Iguarán, και δίπλα στον παππού του, συνταγματάρχη Nicolás Ricardo Marquez Mejía.
________________

[Ο προπάππος της Ούρσουλα Ιγουαράν εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του σ’ ένα χωριουδάκι ειρηνικών ιθαγενών, μακριά από τη θάλασσα στις παρυφές των λόφων.]
Σ' αυτό το απόμερο χωριό, ζούσε από πολύ καιρό ένας ντόπιος που καλλιεργούσε καπνά, ο δον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, και, όταν ο προπάππος της Ούρσουλα συνεταιρίστηκε μαζί του, οι δουλειές τους πήγαν τόσο καλά ώστε μέσα σε λίγα χρόνια είχαν κάνει περιουσία. Αρκετούς αιώνες αργότερα, ο δισέγγονος του ντόπιου παντρεύτηκε τη δισέγγονη του Αραγωνέζου.

[…] Οι δύο τους ήταν δεμένοι ως τον θάνατο μ' έναν δεσμό πιο στέρεο κι από τον έρωτα, με τις τύψεις της συνείδησης που είχαν μοιραστεί. Ήταν ξαδέλφια. Είχαν μεγαλώσει μαζί στο παλιό χωριουδάκι που οι πρόγονοί τους είχαν μεταμορφώσει με τη δουλειά τους και τις καλές τους συνήθειες σ' ένα απ᾿ τα καλύτερα χωριά της επαρχίας. Παρόλο που ο γάμος τους είχε προγραμματιστεί από τη στιγμή που είχαν έρθει στον κόσμο, όταν οι ίδιοι εκφράσανε την επιθυμία να παντρευτούν, οι συγγενείς τους προσπάθησαν να τους εμποδίσουν. Φοβόνταν πως αυτά τα υγιή βλαστάρια από δυο ράτσες, που εδώ κι αιώνες διασταυρώνονταν μεταξύ τους, θα ζούσαν ντροπιασμένα φέρνοντας στον κόσμο ιγκουάνες. Ήδη υπήρχε ένα τρομερό προηγούμενο. Μια θεία της Ούρσουλα, παντρεμένη μ' ένα θείο του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, είχε αποκτήσει έναν γιο που πέρασε όλη του τη ζωή φορώντας κάτι φουσκωτά, φαρδιά παντελόνια και που πέθανε από αιμορραγία, αφού είχε ζήσει σαράντα δύο χρόνια σε απόλυτη παρθενία, γιατί είχε γεννηθεί και μεγαλώσει με μια στριφογυριστή ουρά από χόνδρο, με μια φούντα τρίχες στην άκρη. Μια γουρουνίσια ουρά, που δεν επέτρεψε ποτέ σε γυναίκα να τη δει και που του κόστισε τη ζωή του, όταν ένας φίλος του χασάπης του έκανε τη χάρη να του την κόψει με τον μπαλτά του. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία με την ελαφρότητα των δεκαεννιά του χρόνων έλυσε το πρόβλημα με μια μοναδική φράση: «Δεν με νοιάζει αν κάνουμε γουρουνάκια, φτάνει να μπορούν να μιλάνε». Έτσι παντρεύτηκαν κι έκαναν γλέντι με ορχήστρα και βεγγαλικά, που κράτησε τρεις μέρες. Και θα 'ταν από τότε ευτυχισμένοι, αν η μητέρα της Ούρσουλα δεν την είχε τρομοκρατήσει με κάθε είδους τρομακτικές προφητείες για τους απογόνους τους, ώσπου να την καταφέρει ν᾿ αρνηθεί να ολοκληρώσει το γάμο. Η Ούρσουλα, επειδή φοβόταν πως ο σωματώδης και πεισματάρης άντρας της θα τη βίαζε στον ύπνο της, φορούσε, πριν κοιμηθεί, ένα χοντροφτιαγμένο παντελόνι, που η μάνα της τής είχε φτιάξει από καραβόπανο, ενισχυμένο μ' ένα σύστημα από σταυρωτά λουριά, το οποίο έκλεινε μπροστά μ' ένα χοντρό σιδερένιο λουκέτο. Έτσι πέρασαν αρκετούς μήνες. Τη μέρα εκείνος φρόντιζε τα κοκόρια του για τις κοκορομαχίες κι εκείνη κεντούσε τελάρα με τη μητέρα της. Τη νύχτα πάλευαν αρκετές ώρες με αγχώδη βία, κάτι σαν υποκατάστατο της ερωτικής πράξης, μέχρι που η κοινή διαίσθηση μυρίστηκε πως κάτι παράξενο συνέβαινε και κυκλοφόρησε ή φήμη πως ή Ούρσουλα, ένα χρόνο μετά το γάμο της, ήταν ακόμα παρθένα, γιατί ο άντρας της ήταν ανίκανος. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία το 'μαθε τελευταίος.

— Είδες τι λέει ο κόσμος, Ούρσουλα; είπε στη γυναίκα του πολύ ήρεμα.

— Ασ' τους να λένε, είπε εκείνη. Εμείς ξέρουμε πως δεν είναι αλήθεια.

Έτσι η κατάσταση συνεχίστηκε, όπως πριν, γι' άλλους έξι μήνες, ως την τραγική Κυριακή που ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία κέρδισε στις κοκορομαχίες τον Προυδένσιο Αγκιλάρ. Θυμωμένος, ερεθισμένος απ᾿ το αίμα του πετεινού του, ο χαμένος απομακρύνθηκε λίγο απ᾿ τον Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία ώστε ν᾿ ακούσουν όλοι μες στην αίθουσα αυτά που επρόκειτο να του πει.

— Συγχαρητήρια, του φώναξε. Να δούμε αν τελικά ο πετεινός σου θα βολέψει και τη γυναίκα σου.

Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία μάζεψε τον κόκορά του ήρεμος. «Θα γυρίσω αμέσως», είπε σ᾽ όλους. Κι ύστερα, γυρνώντας προς τον Προυδένσιο Αγκιλάρ, πρόσθεσε:

— Κι εσύ πήγαινε σπίτι σου και πάρε τ᾿ όπλο σου, γιατί θα σε σκοτώσω.

Δέκα λεπτά αργότερα ξαναγύρισε με το οδοντωτό δόρυ του παππού του. Στην είσοδο της αίθουσας, όπου ήταν μαζεμένο το μισό χωριό, τον περίμενε ο Προυδένσιο Αγκιλάρ. Δεν πρόλαβε ν᾿ αμυνθεί. Το δόρυ του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, ριγμένο με δύναμη ταύρου και με την ίδια ευστοχία που ο πρώτος Αουρελιάνο Μπουενδία εξολόθρευε τις τίγρεις της περιοχής, του τρύπησε το λαιμό. Εκείνη τη νύχτα, όσο οι άλλοι ξενυχτούσαν το λείψανο στην αίθουσα των κοκορομαχιών, ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία μπήκε στην κρεβατοκάμαρα την ώρα που η γυναίκα του έβαζε το παντελόνι της αγνότητας. Κραδαίνοντας το δόρυ, τη διέταξε: «Βγάλ' το». Η Ούρσουλα δεν αμφέβαλε για την απόφαση του συζύγου της. «Θα 'σαι υπεύθυνος για ό,τι συμβεί», ψιθύρισε. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία έμπηξε το δόρυ στο χωμάτινο δάπεδο.

— Αν γεννήσεις ιγκουάνες, θα μεγαλώσεις ιγκουάνες, είπε. Αλλά δεν θα γίνουν άλλα φονικά σ' αυτό το χωριό για το χατήρι σου.


Ήταν μια όμορφη νύχτα του Ιουνίου, δροσερή και με φεγγάρι, κι έμειναν ξύπνιοι στο κρεβάτι να ερωτοτροπούν ως τα ξημερώματα, αδιάφοροι για τον άνεμο που έμπαινε στο δωμάτιο και κουβαλούσε τον θρήνο των συγγενών του Προυδένσιο Αγκιλάρ.

Το ζευγάρι, ανίκανο να αντιμετωπίσει τις τύψεις του, εγκαταλείπει το χωριό, μαζί με φίλους και τις οικογένειές τους, ξεκινώντας «για τη γη που κανείς δεν τους είχε υποσχεθεί».

Ήταν ένα παράλογο ταξίδι. Μετά από δεκατέσσερις μήνες, με το στομάχι χαλασμένο απ' το πιθηκίσιο κρέας και τη φιδόσουπα, η Ούρσουλα γέννησε ένα γιο με όλα τα μέλη του ανθρώπινα. Είχε κάνει το μισό ταξίδι πάνω σε μιαν αιώρα, κρεμασμένη από ένα ξύλο, που κουβαλούσαν δύο άντρες, γιατί το πρήξιμο είχε παραμορφώσει τα πόδια της κι οι φλέβες της είχαν πεταχτεί έξω σαν φουσκάλες.

Γκάμπριελ Γκαρσία Μάρκες, Εκατό χρόνια μοναξιά (σελ. 27- 31), 
μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας, εκδόσεις Νέα Σύνορα Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1983
______________


Στην τηλεοπτική σειρά του Netflix "Εκατό Χρόνια Μοναξιάς" (2024), τους χαρακτήρες του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία και της Ούρσουλα Ιγουαράν σε νεαρή ηλικία υποδύονται ο Marco Antonio González Ospina και η Susana Morales Cañas.
____________


Ανάμεσα στο απόσπασμα από τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» και στο «Ανθρωποχελίδονο» του Β. Γκουρογιάννη υπάρχουν κοινά μοτίβα, αλλά και ριζικές διαφορές. Στην πρώτη περίπτωση, ο φόβος της τερατογένεσης λειτουργεί ως ψυχικό και συλλογικό κοινωνικό άγχος, που τελικά δεν πραγματοποιείται. Η απειλή της «γουρουνίσιας ουράς» είναι περισσότερο σύμβολο ενοχής, παρά πραγματική βιολογική πιθανότητα, παρόλο που υπάρχει ιστορικό προηγούμενο. Το μαγικό-ρεαλιστικό σύμπαν επιτρέπει την υπέρβαση. 

Αντίθετα, στο Ανθρωποχελίδονο του Γκουρογιάννη η τερατογένεση δεν είναι φήμες, προκαταλήψεις ή ένοχες φαντασιώσεις, είναι υλική πραγματικότητα που γεννιέται μέσα από βία, υπερφυσική τιμωρία και βαθιά ριζωμένους φόβους μιας παραδοσιακής κοινότητας. Και στις δύο αφηγήσεις ωστόσο, υπάρχει ύβρις και γονεϊκή ευθύνη, που επισύρουν πολλαπλές τιμωρίες: στους Μπουενδία, η διπλή αμαρτία του συγγενικού γάμου και του φόνου του Προυδένσιο, προκειμένου ο Χοσέ Αρκάδιο να αποκαταστήσει την τιμή του, έχει ως αποτέλεσμα τις τύψεις, την αυτοεξορία από το χωριό και την σωματική δοκιμασία - δεκατέσσερις μήνες ταξίδι στην έρημο. Αντίστοιχα, στο Ανθρωποχελίδονο, οι συνέπειες, βαρύτερες αυτές, είναι το σωματικό και ψυχικό μαρτύριο με τις τρεις τερατογενέσεις και την 
κοινωνική απομόνωση που τις συνοδεύει.

Ως προς το τέλος της Ιστορίας, στον Μάρκες, ούτε ο φόβος της τερατογένεσης ως τιμωρία πραγματοποιείται, αντίθετα έρχεται η λύτρωση με μια πράξη δημιουργίας. Το ζευγάρι ιδρύει το Μακόντο, την πόλη - σκηνικό της ιστορίας επτά γενεών της οικογένειας Μπουενδία.
Στον Γκουρογιάννη, αντίθετα, σε πλαίσιο ρεαλιστικό, η λύτρωση παραμένει ελπίδα αβέβαιη και το τραύμα ζωντανό, καθώς η Λ...διατηρεί μητρικά αισθήματα για τα τρία τερατόμορφα πλάσματα που έφερε στον κόσμο.




Kαλλιτεχνική αναπαράσταση του φανταστικού χωριού Macondo, που βασίστηκε στην πραγματική γενέτειρα του Μάρκες, την Αρακατάκα και έχει γίνει συνώνυμο του μαγικού ρεαλισμού
________________


Η ιστορία των τερατογενέσεων

Η Τερατολογία είναι κλάδος της βιολογίας και υπο-ειδικότητα της εξελικτικής ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη της ανάπτυξης των τεράτων και γενικότερα των δυσμορφιών. Ο όρος εισήχθη επίσημα το 1832 από τον Γάλλο ζωολόγο Isidore Geoffroy Saint-Hilaire στο πολύτομο έργο του Histoire générale et particulière des anomalies, όπου καθιέρωσε την τερατολογία ως διακριτή επιστημονική πειθαρχία αφιερωμένη στην ταξινόμηση και ανάλυση συγγενών αποκλίσεων από την κανονική μορφολογία. 

Η Ιστορία της Τερατολογίας χωρίζεται σε τρεις περιόδους: την μυθική ή φανταστική, που εκτείνεται από την Αρχαιότητα μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, την προεπιστημονική, που περιλαμβάνει τον 18ο αιώνα και τα πρώτα είκοσι χρόνια του 19ου ιώνα και την επιστημονική που αρχίζει το 1820 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Η τελευταία περίοδος θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική αφού οι ερευνητές επιχείρησαν και επέτυχαν την πειραματική δημιουργία τεράτων. Με τον τρόπο αυτό, βοήθησαν τους εμβρυολόγους στην κατανόηση του φυσιολογικού και έθεσαν τα θεμέλια για την περαιτέρω μελέτη της τερατολογίας βασισμένη στην σύγχρονη γνώση και αλλαγμένη από τις δεισιδαιμονίες του παρελθόντος.


Αρχαιότητα και Κλασική Ελλληνική εποχή ( 1750 - 500 π.Χ)

Στην αρχαία εποχή, τουλάχιστον από την εποχή του Χαμουραμπί (περ. 1750 π.Χ.), οι συγγενείς δυσμορφίες θεωρούνταν σπάνια γεγονότα. Οι παρατηρητές σημείωναν τις περιγραφές τους και παρακολουθούσαν τα ιστορικά γεγονότα που ακολουθούσαν. Βασιζόμενοι στις παρατηρήσεις τους, πίστευαν ότι οι δυσμορφίες ήταν προμηνύματα μελλοντικών γεγονότων. Σε αυτή τη φάση, τα τέρατα (terata) ήταν οιωνοί - προφητείες για πολέμους, καταστροφές, αλλαγές δυναστειών.

«Αρχή Σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις», σύμφωνα με τον Κυνικό φιλόσοφο Αντισθένη, κι αν ξεκινήσουμε από την από την ίδια τη λέξη «τέρας», θα δούμε ότι χρησιμοποιείται ήδη από την ομηρική εποχή, με τη σημασία του προφητικού σημείου, σημαδιακού γεγονότος, διοσημίας, όπως στη ραψωδία Β της Ιλιάδας, στίχος 324: 

«ἡμῖν μὲν τόδ᾽ ἔφηνε τέρας Ζεύς», δηλ. «Ο Δίας μας έδειξε αυτό το σπουδαίο σημάδι».

Στις μυθολογικές αιτίες συμπεριλαμβάνονται, όπως είδαμε παραπάνω: οι ερωτικές επαφές με θεούς, δαίμονες, ζώα, οι κατάρες θεών για ύβρεις και άλλες παραβιάσεις της κοσμικής τάξης και βέβαια οι αμαρτίες γονέων, αιμομιξίες και παραβιάσεις διαφόρων ταμπού.

Θα πρέπει να φτάσουμε στον Αριστοτέλη και τον Ιπποκράτη, δηλαδή στην Κλασική Ελληνική Εποχή (5ος-4ος αι. π.Χ.), για να ερμηνευθούν οι τερατογενέσεις, όχι ως υπερφυσικά ή μεταφυσικά γεγονότα, αλλά ως φυσικές διαταραχές στην αναπαραγωγή, σπάνια λάθη στην εμβρυϊκή διαμόρφωση, που προκύπτουν από ποσοτικές περίσσειες ή ελλείψεις στο γενεσιουργό υλικό. Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) στο δοκίμιό του «Περί ζώων γενέσεως», γραμμένο περί το 330-322 π.Χ. όριζε τα τέρατα ως ζωόμορφα όντα που δεν μοιάζουν στους γεννήτορές τους και η όψη τους διαφοροποιείται από τον «γενικό τύπο». Η δυσμορφία ή τερατομορφία δημιουργείται λόγω κάκωσης ή κακής θέσης του εμβρύου στην μήτρα. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία όλες οι κατά φύση διαμαρτίες οφείλονται σε μηχανική κάκωση

Βασιζόμενος σε αυτή τη θεωρία, ο Ιπποκράτης προσθέτει ότι αν το έμβρυο δεν έχει αρκετό χώρο στην μήτρα ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί σωστά, κινδυνεύει να παραμορφωθεί, έτσι ακριβώς όπως τα παραμορφωμένα δέντρα που εξαιτίας κάποιου εμπόδιου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν σωστά. Τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Ιπποκράτης  υποστήριξαν επίσης ότι οι εμπειρίες, τα συναισθήματα και οι φαντασιωτικές ικανότητες μιας εγκύου, που ονομάστηκαν μητρικές εντυπώσεις, μπορούν να επηρεάσουν το σχηματισμό του εμβρύου. Όσον αφορά την έκθεση ή την ανατροφή των γεννημένων παιδιών, ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του πρότεινε να υπάρχει νόμος κανένα παραμορφωμένο παιδί να μην ανατραφεί. Στην περίπτωση παραμορφωμένων βρεφών, η έκθεση ήταν ευφημισμός για βρεφοκτονία.

Μεσαίωνας και Αναγέννηση (500-1600 μ.Χ.)

Το τέρας, όμως, παράλληλα αποτελεί και σύμβολο του λάθους, της αμαρτίας ή σχετίζεται με ό,τι θίγει τη σεξουαλικότητα ή τη γυναικεία φύση. Η γυναίκα ευθύνεται όχι μόνο για το προπατορικό αμάρτημα, αλλά κατέχει ένα επικίνδυνο γεννητικό όργανο που μπορεί να φέρει το θάνατο. Επίσης η γυναίκα συνδέεται με την ιδέα του ευνουχισμού, γίνεται το αντικείμενο όλων των κακών εξαιτίας της «σεξουαλικής της δύναμης». Στο Μεσαίωνα, μάλιστα, η γυναίκα φορτώνεται με όλο και περισσότερες ενοχές. 

Κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα, σε αυτές τις θεολογικές ανησυχίες τα τέρατα θα διατηρήσουν τον κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο τους. Αυτό που ενδιαφέρει, κυρίως, τους συγγραφείς είναι να γράψουν την ιστορία αυτών των τεράτων, ώστε να τα κάνουν πιο οικεία και προσιτά και να κάνουν πιο αντιληπτό στο ευρύ κοινό το λόγο της ύπαρξής τους. Το 1560, ο Pierre Boaistuau (1517-1566) δημοσίευσε το έργο του με τίτλο «Histoires prodigieuses», το οποίο γνώρισε τεράστια επιτυχία και μεταξύ 1560 και 1594 γνώρισε 9 επανεκδόσεις. Υπήρχε, λοιπόν, πάντα ένα κοινό που αρεσκόταν στην ανάγνωση βιβλίων σχετικών με «τέρατα», «θαύματα», «υπερφυσικά», δηλαδή αλλόκοτα φαινόμενα που προκαλούσαν στους ανθρώπους θαυμασμό, ή τρόμο. Αυτές όλες οι αφηγήσεις μιλούσαν για τέρατα, δημιουργήματα της φαντασίας, ή για τέρατα πραγματικά ή τέλος για φυσικά φαινόμενα όπως ο σεισμός, η έκρηξη ενός ηφαιστείου, ο κεραυνός. Ο Boaistuau ερμηνεύει τη δημιουργία τους ως οργή Θεού:

«Βλέποντας αυτά τα δημιουργήματα τόσο «ακρωτηριασμένα», ο άνθρωπος υποχρεώνεται να ψάξει βαθιά μέσα του στην συνείδησή του, να καθαριστεί από τα ελαττώματα και τις φαυλότητές του». 

Κατά τον Boaistuau, λοιπόν, ο άνθρωπος τίθεται απέναντι στα λάθη του αλλά και στη δύναμη της φύσης/Θεού, που είναι υπεύθυνη γι’ αυτά τα δημιουργήματα. Από τα φανταστικά τέρατα που περιέγραψε ο Boaistuau, δύο είναι αυτά που τραβούν περισσότερο την προσοχή: το παιδί-σκύλος και το τέρας της Ραβέννας. Το παιδί-σκύλος, φέρεται να γεννήθηκε από τη συνεύρεση γυναίκας με σκύλο. Κατά τη λογική της θρησκευτικής ηθικής μια τέτοια γέννηση ήταν έργο του Θεού με σκοπό να τιμωρήσει παρά φύση πράξεις, όπως τη μοιχεία ή το σοδομισμό. Αυτό το παιδί, τελικά, εστάλη στον Πάπα με στόχο να εξαγνιστεί.



«Dog Boy Monster», από το βιβλίο του Pierre Boaistuau «Histoires Prodigieuses», 1573
_____________

Το τέρας της Ραβέννας λέγεται ότι είχε γεννηθεί το 1512, στη Ραβέννα, επί πάπα Ιουλίου Β΄. Η παλαιότερη αναφορά για την ύπαρξη του τέρατος ήταν όταν, στις 8 Μαρτίου 1512, ο ημερολογιογράφος Σεμπαστιάνο ντι Μπράνκα Τενταλίνι κατέγραψε ότι ότι είχε φτάσει στον Πάπα Ιούλιο Β' στη Ρώμη, η είδηση της γέννησης ενός παράξενου βρέφους. Σύμφωνα με την αφήγησή του, το παιδί λέγεται ότι γεννήθηκε από μια μοναχή και έναν μοναχό και είχε ένα κερασφόρο κεφάλι, τα γράμματα YXV στο στήθος του, το ένα πόδι ήταν τριχωτό και με δίχηλες οπλές, ενώ στο μεσαίο τμήμα του άλλου ποδιού ήταν φυτρωμένο ένα ανθρώπινο μάτι.

Σύγχρονες αναφορές προσπάθησαν να εξηγήσουν το «τέρας» και τα ασυνήθιστα χαρακτηριστικά του με θρησκευτικούς όρους. Η εκδοχή που πρότεινε ο Multivallis ήταν αρκετά τυπική της εποχής. Η πρόσφατη Μάχη της Ραβέννας ήταν ένα κοινό θέμα στα περισσότερα κείμενα που γράφτηκαν πολύ σύντομα μετά το αρχικό περιστατικό. Ο Ambroise Paré κατέταξε συνοπτικά το Τέρας της Ραβέννας ως «Παράδειγμα της Οργής του Θεού» κατά του Πάπα Ιούλιου Β' και του λαού της Ιταλίας. Άλλοι πάλι, τόνισαν το συγκεκριμένο ελάττωμα της σεξουαλικής ανηθικότητας, όπως ο Pietro Martire d'Anghiera, που κατέγραψε την πεποίθηση ότι το τέρας γεννήθηκε ως νόθο παιδί μιας παντρεμένης μητέρας.

Το κέρατο [υποδηλώνει] υπερηφάνεια· τα φτερά, νοητική επιπολαιότητα και αστάθεια· η έλλειψη όπλων, έλλειψη καλών έργων· το πόδι του αρπακτικού πτηνού, αρπακτικότητα, τοκογλυφία και κάθε είδους πλεονεξία· το μάτι στο γόνατο, νοητικός προσανατολισμός αποκλειστικά προς τα γήινα πράγματα· το διπλό φύλο, σοδομία. Και εξαιτίας αυτών των κακιών, η Ιταλία συντρίβεται από τα βάσανα του πολέμου, τα οποία ο βασιλιάς της Γαλλίας δεν έχει επιτύχει με τη δική του δύναμη, αλλά μόνο ως μάστιγα του Θεού.

Johannes Multivallis, Eusebii Caesariensis episcopi Chronon, 1512


Στην πραγματικότητα, το τέρας της Ραβέννας είχε ενεργήσει ως καταλύτης «όλων των αμαρτημάτων, που βασίλευαν εκείνη την εποχή στην Ιταλία και των οποίων ο πόλεμος υπήρξε η τιμωρία, αφού οι Γάλλοι νίκησαν. Οι Ιταλοί δεν είχαν λάβει υπόψη τους το Υ που φιγουράριζε στο στήθος του τέρατος και το οποίο σήμαινε επιθυμία για αρετή, καθώς και το σταυρό που βρισκόταν από κάτω, προτρέποντας τους να πιστέψουν στον Ιησού Χριστό, μόνο μέσο για να ξαναβρούν την ειρήνη και να μετριάσουν την οργή του Κυρίου, που ήταν θυμωμένος με τις αμαρτίες τους».




Το Τέρας της Ραβέννας όπως απεικονίζεται στο βιβλίο 
«Curious creatures in zoology» του John Ashton, 1890.
____________


Σε δύο περιπτώσεις, ο Boaistuau μιλά για όντα τελείως καλυμμένα από τρίχωμα. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για μια «παρθένα τριχωτή όπως η αρκούδα». Ο Boaistuau φαίνεται να αναφέρεται σε αυτές τις «τερατογενέσεις» για να εξηγήσει τις αιτίες ύπαρξης αυτών στον κόσμο των κοινών θνητών. Ο Θεός τιμωρεί με αυτόν τον τρόπο τους γονείς για το λάθος τους, για το αμάρτημα τους να συμπεριφέρονται σαν «κτήνη» και να μη σέβονται τους νόμους της φύσης. Υπάρχουν, επίσης, ελαττωματικές γεννήσεις όχι ως τιμωρία αλλά για να φανούν τα έργα του Δημιουργού μέσα από αυτές. Έτσι εξηγείται η διπλή ιδιότητα του τέρατος: αφενός ενσπείρει τον τρόμο και αφετέρου το θαυμασμό.

Εφόσον, λοιπόν, η θεϊκή οργή δεν κρύβεται πάντα πίσω από τις τερατογενέσεις, ο Boaistuau ορίζει και τις υπόλοιπες αιτίες. Η πιο βασική αιτία ήταν η φαντασία, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Συγκεκριμένα, υποστηριζόταν ότι η φαντασία της γυναίκας κατά την εγκυμοσύνη επηρέαζε το έμβρυο. Η νεαρή παρθένος που ήταν καλυμμένη με τρίχωμα σαν της αρκούδας, εξηγείται από το γεγονός ότι η μητέρας της κατά την σύλληψη έβλεπε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη καλυμμένου με ένα δέρμα ζώου. Αυτό επηρέασε την μητέρα και τελικά μετέφερε την εικόνα στο παιδί της.



Ξυλογραφία ενός μαύρου βρέφους και ενός τριχωτού θηλυκού.
Αιτία θεωρούνταν, μέχρι τον 18ο αιώνα, η φαντασία της εγκύου!
____________


18ος-19ος Αιώνας: Η Γέννηση της Επιστημονικής Τερατολογίας

Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Étienne Geoffroy Saint-Hilaire (1772-1844) εισήγαγε θεμελιώδεις ταξινομήσεις, διαφοροποιώντας τις πρωτογενείς δυσμορφίες - άμεσες παύσεις ή περίσσειες στην οργανογένεση - από δευτερογενή αποτελέσματα που προκύπτουν από επακόλουθες διαταραχές. Υποστήριξε μηχανικούς και χημικούς παράγοντες ως αιτιολογικούς παράγοντες που δρουν στο έμβρυο.

Το 1896, εμφανίστηκε η πραγματεία του [J.W. Ballantyne] για τις πιθανές αιτίες της τερατογένεσης. Η πραγματεία διέλυσε εντελώς την αντίληψη ενός αιτιολογικού ρόλου των μητρικών εντυπώσεων στην αιτιολογία των γενετικών ανωμαλιών

20ός Αιώνας: Η Σύγχρονη Επιστημονική Εποχή

Οι ανακαλύψεις όπως ο σύνδεσμος ερυθράς-γενετικών ανωμαλιών, οι επιδράσεις της ιοντίζουσας ακτινοβολίας και η καταστροφή της θαλιδομίδης αναδιαμόρφωσαν την κατανόηση και τους κανονισμούς. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960, περισσότερα από 10.000 παιδιά σε 46 χώρες γεννήθηκαν με δυσμορφίες, όπως φωκομελία, ως συνέπεια της χρήσης θαλιδομίδης. 

Η τραγωδία της θαλιδομίδης σηματοδότησε μια καμπή στις δοκιμές τοξικότητας, καθώς ώθησε τις αμερικανικές και διεθνείς ρυθμιστικές αρχές να αναπτύξουν συστηματικά πρωτόκολλα δοκιμών τοξικότητας. Οι «Έξι Αρχές της Τερατολογίας» του Wilson καθιέρωσαν κατευθυντήριες γραμμές για το πώς τα τερατογόνα επηρεάζουν την ανάπτυξη, εστιάζοντας στο χρονισμό, τις σχέσεις δόσης-απόκρισης και τη γενετική ευαισθησία


Σύγχρονη Εποχή (1970-Σήμερα)

Από τις κατάρες των θεών φτάσαμε στην αποικοδόμηση του SALL4 γονιδίου - μια εκπληκτική πορεία 3.000 ετών! 

Μόλις το 2018, επιστήμονες στο Dana-Farber Cancer Institute έλυσαν το μυστήριο που είχε παραμείνει από τότε που οι κίνδυνοι του φαρμάκου έγιναν προφανείς: πώς προκάλεσε το φάρμακο τόσο σοβαρή εμβρυϊκή βλάβη; Βρήκαν ότι η θαλιδομίδη δρα προωθώντας την αποικοδόμηση ενός ευρέος φάσματος μεταγραφικών παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου ενός που ονομάζεται SALL4.

Τα τερατογόνα ταξινομούνται σε τέσσερις τύπους: φυσικοί παράγοντες, μεταβολικές καταστάσεις, λοιμώξεις και τέλος, φάρμακα και χημικά Wonderfulbeast.

Συγκεκριμένα:
  • Φάρμακα: Θαλιδομίδη, αλκοόλ, κοκαΐνη, retinoids
  • Ιώσεις: Ερυθρά, Zika, κυτταρομεγαλοϊός
  • Ακτινοβολία: Ιοντίζουσα ακτινοβολία
  • Χημικά: Υδράργυρος, μόλυβδος
  • Μεταβολικές καταστάσεις: Διαβήτης της μητέρας
  • Υπερθερμία: Πυρετός, σάουνα
 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  • Το κασάρι (κασάρα, κλαδευτήρι) είναι χειροκίνητο εργαλείο κηπουρικής, που χρησιμοποιείται για το κλάδεμα φυτών και το κόψιμο κλαδιών ή αγκαθωτών χόρτων. Διαθέτει μακριά λεπίδα, είναι ανθεκτικό και συχνά κατασκευάζεται από ανθρακούχο ατσάλι για αντοχή. 
  • Κουτσούμπι: μικρό κομμάτι από ξύλο, κορμό ή στέλεχος δέντρου. Η φράση «το έκαναν κουτσούμπι» σημαίνει τα ξερίζωσαν όλα, τα έκοψαν μέχρι τη ρίζα.
  • Η Χίνα και ο Σινιλάου είναι διάσημοι ήρωες του πολυνησιακού πολιτισμού, των οποίων η ιστορία αγάπης είναι ευρέως γνωστή σε όλο τον Ειρηνικό. Είναι κεντρικά πρόσωπα σε έναν κύκλο παραδοσιακών αφηγήσεων στην Τόνγκα και τη Σαμόα. 
  • Στην ινδονησιακή κουλτούρα, ο Batara Surya είναι ο θεός του ήλιου και η πηγή της ζωής, εμπνευσμένος από την ινδουιστική θεότητα Surya. Ο Batara Surya είναι γνωστός ως θεός που συχνά παραχωρεί κληρονομιές ή ευλογίες σε άτομα της επιλογής του και έχει πολλά παιδιά από διάφορες γυναίκες.


Έργο με ακτίνες Χ της Benedetta Bonichi, με τίτλο «Collana Di Perle»
_____________



ΠΗΓΕΣ

  • Βαγγέλης Αυδίκος, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βασίλης Γκουρογιάννης: «Από την άλλη γωνία», Διηγήματα Μεταίχμιο, Αθήνα 2006. Ηπειρωτικά Γράμματα & Τέχνες, 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2008