Σάββατο 4 Μαΐου 2024

«Kulich», ρωσικά πασχαλινά τσουρέκια


Inessa Sarafanova, Φωτεινό Πάσχα.
___________

Τα πασχαλιάτικα «kulich» 

Το «kulich» είναι το παραδοσιακό ρωσικό αφράτο πασχαλινό τσουρέκι, η ονομασία του οποίου προέρχεται από την ελληνική λέξη «κολλίκιον», που σήμαινε κουλούρι. Παρόμοιο με το ιταλικό «panettone», περιέχει πολλά αυγά, σταφίδες και ζαχαρωμένες φλούδες πορτοκαλιού και είναι διακοσμημένο με λευκό γλάσο ζάχαρης και πολύχρωμα τρουφάκια. Το «kulich» ψήνεται σε ψηλό τηγάνι και στη συνέχεια σερβίρεται με την επίσης γνωστή πυραμίδα από τυρί, την «pashka», που είναι συχνά διακοσμημένη με θρησκευτικά σύμβολα, όπως τα γράμματα XB, από το «Christos Voskres», που σημαίνει «Χριστός Ανέστη».

Η τελετουργία της παρασκευής του «kulich» ξεκινά το βράδυ της Μεγ. Πέμπτης και ολοκληρώνεται το πρωί της Μεγ. Παρασκευής. Το βράδυ της Ανάστασης, οι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία, κρατώντας στα χέρια ένα πανέρι γεμάτο με χρωματιστά αυγά, πολλά λουλούδια, συνήθως κόκκινα τριαντάφυλλα, το γλυκό «kulich» αλλά και την τυρένια «pashka», για να τα ευλογήσει ο ιερέας. Μετά την ακολουθία της Ανάστασης οι πιστοί μαζεύονται στο γιορτινό λαμπριάτικο τραπέζι, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής και τον ερχομό της πιο φωτεινής ημέρας του έτους. Σύμφωνα με την παράδοση τα «kulich» τρώγονται μέχρι την Τρίτη μετά του Θωμά.


Aleksandr Alekseevic Buckuri (1870-1942), Easter Morning Feast
____________

Δυο διηγήματα με τα «kulich» σε πρωταγωνιστικό ρόλο

Το «kulich» παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα δύο παρακάτω ρωσικά πασχαλινά διηγήματα, το πρώτο του Άντον Τσέχοφ (1860 -1904) και το δεύτερο του Μιχαήλ Ζόσενκο (1895 - 1958). Στον «Κοζάκο» του Τσέχοφ, ένας μικροαστός, ο Μαξίμ Τορτσακόφ και η γυναίκα του επιστρέφουν από την λειτουργία της Ανάστασης κρατώντας το αγιασμένο τσουρέκι που πριν από λίγο είχε ευλογήσει ο παπάς. Στα μισά της διαδρομής συναντούν έναν άρρωστο, καταπονημένο κοζάκο, που τους ζητάει λίγο από το τσουρέκι να κολατσίσει και να πάρει δυνάμεις για να συνεχίσει ως το σπίτι του. Η σύζυγος όμως του Μαξίμ αρνείται να «μαγαρίσει» το τσουρέκι, κόβοντάς το πριν φτάσει στο σπίτι, γιατί είναι αμαρτία! «Το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και στον τόπο που πρέπει»! Ο Μαξίμ υπακούει και το ζευγάρι συνεχίζει το δρόμο του για το σπίτι και το γιορτινό τραπέζι. Το τσουρέκι όμως που δεν έδωσαν στον άρρωστο οδοιπόρο στοιχειώνει τον Μαξίμ και παρά τις προσπάθειες που κάνει, δεν καταφέρνει να επανορθώσει την αδικία που διέπραξε. Η αρχική του ευφορία χάνεται και τίποτα δεν του δίνει πια χαρά. Ακόμη και η νεαρή γυναίκα του, που πριν του φαινόταν όμορφη, αγαθή και μειλίχια, τώρα μοιάζει στα μάτια του άσχημη, άκαρδη και ανόητη. Η αφόρητη θλίψη που νιώθει τον οδηγεί στο ποτό κι από κει μοιραία στην καταστροφή!

Στο διήγημα του Μιχαήλ Ζόσενκο «Ένα πασχαλιάτικο περιστατικό», ο ήρωας αφηγείται με χιουμοριστική διάθεση την περσινή περιπέτειά του με το τσουρέκι, που όχι μόνο δεν κατάφερε να ευλογηθεί, αλλά πατήθηκε στον συνωστισμό. Ένας διάκος «με έναν δίσκο στα χέρια για τις ελεημοσύνες» μπερδεύτηκε και πάτησε πάνω στο τσουρέκι. Φέτος τα τσουρέκια έχουν την ίδια γεύση, παρόλο που δεν είναι βέβαια ευλογημένα, αλλά τουλάχιστον δεν είναι  πατημένα, καταλήγει ο αφηγητής!  


Ρωσική πασχαλιάτικη καρτ ποστάλ των αρχών του 20ου αιώνα
__________

Ένα κομμάτι αγιασμένο τσουρέκι για τον άρρωστο κοζάκο

Ο ενοικιαστής του αγροκτήματος Νίζι, ο Μαξίμ Τορτσακόφ, ένας μικροαστός, έφευγε με τη νεαρή του σύζυγό από την εκκλησία, κρατώντας το αγιασμένο τσουρέκι που πριν από λίγο είχε ευλογήσει ο παπάς. Ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη, η ανατολή όμως είχε αρχίσει να κοκκινίζει, να δείχνει το χρυσαφένιο της χρώμα. Ήταν ήσυχα... Ένα ορτύκι κελαηδούσε τα δικά του «πάμε να πιούμε! πάμε να πιούμε!», ενώ μακριά πάνω από το λιβάδι της στέπας πετούσε ένα γεράκι. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε στη στέπα, κανένα άλλο ζωντανό πλάσμα.

Ο Τορτσακόφ οδηγούσε το αμάξι και σκεφτόταν ότι δεν υπάρχει καλύτερη και πιο χαρούμενη γιορτή από την Ανάσταση του Κυρίου. Είχε παντρευτεί πρόσφατα και τώρα γιόρταζε το Πάσχα για πρώτη φορά με τη σύζυγό του. Όπου κι αν έστρεφε το βλέμμα του, ότι κι αν σκεφτόταν, όλα του φαίνονταν φωτεινά, χαρούμενα κι ευτυχισμένα. Σκεφτόταν το βιός του και έβρισκε ότι όλα ήταν κατά πως πρέπει. Το νοικοκυριό του ήταν τέτοιο που δε χρειαζόταν τίποτα, όλα ήταν καλά, όλα ανθηρά· κοιτούσε την γυναίκα του και του φαινόταν όμορφη, αγαθή και μειλίχια. Τον έκαναν χαρούμενο η ανατολή του ήλιου και το φρέσκο χορτάρι, αλλά και άλλο τόσο το λικνιζόμενο αμαξάκι του, που έτριζε στριγκά, όσο και το γεράκι που πετούσε μακριά, ανοιγοκλείνοντας τις φτερούγες του. Κι όταν καθ' οδόν σταμάτησε σ' ένα χάνι, για να καπνίσει ένα τσιγάρο και να πιει ένα ποτηράκι, τότε όλα έγιναν ακόμη πιο χαρούμενα...

«Είπαν ότι είναι μεγάλη μέρα!» είπε. «Να γιατί είναι μεγάλη! Περίμενε ακόμη λίγο Λίζα, όπου να 'ναι ο ήλιος θ' αρχίσει να μας ζεσταίνει. Κάθε χρόνο το Πάσχα αρχίζει τα παιχνίδια του! Χαίρεται κι αυτός σαν τους ανθρώπους!»

«Μα δεν είναι ζωντανός!» παρατήρησε η σύζυγος.

«Ζουν όμως άνθρωποι σ' αυτόν!» είπε ενθουσιασμένος ο Τορτσακόφ. «Για όνομα του Θεού, έτσι είναι όπως στα λέω. Ο Ιβάν Στεπάνιτς μου είπε πως σε όλους τους πλανήτες υπάρχουν άνθρωποι, και στον ήλιο και στο φεγγάρι! Αλήθεια... Κι αυτά που λένε οι επιστήμονες ένας διάβολος ξέρει τι είναι! Έτσι που λες!»


Nikolai Korniliewitsch Pimonenko (1862 - 1912), Easter Matins in Ukraine.
_____________

Στα μισά του δρόμου της επιστροφής προς το σπίτι τους, στην περιοχή Κριβάγια Μπάλοτσκα, ο Τορτσακόφ με τη σύζυγό του είδαν ένα σελωμένο άλογο, το οποίο στεκόταν ακίνητο και μύριζε τη γη. Πάνω στο δρόμο καθόταν ένας κοκκινοτρίχης κοζάκος, ο οποίος είχε σκύψει και κοίταζε τα πόδια του. «Χριστός Ανέστη!» του φώναξε ο Μαξίμ.

«Αληθώς Ανέστη», απάντησε ο κοζάκος, δίχως να σηκώσει το κεφάλι του.

«Για πού το 'βαλες;»

«Σπίτι, έχω άδεια».

«Γιατί κάθεσαι εδώ;»

«Έτσι... κουράστηκα... Δεν έχω άλλες δυνάμεις».

«Πού πονάς;»

«Ολόκληρος πονάω».

«Χμ.. συμφορά! Οι άνθρωποι γιορτάζουν κι εσύ αρρώστησες! Καλύτερα να πας μέχρι το χωριό ή το χάνι, αντί να κάθεσαι εδώ;»

Ο κοζάκος σήκωσε το κεφάλι του και περιεργάστηκε με τα κουρασμένα, μεγάλα του μάτια τον Μαξίμ, τη σύζυγό και το άλογό του. 

«Από την εκκλησία έρχεστε;» τον ρώτησε.

«Από την εκκλησία».

«Η γιορτή με βρήκε στον δρόμο. Δεν με βοήθησε ο Θεός να προλάβω. Τώρα θα 'πρεπε να καβαλήσω τ' άλογο και να πάω, δυνάμεις όμως δεν έχω... Εσείς όμως ορθόδοξοι πιστοί, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε, εμένα του οδοιπόρου, ένα κομμάτι αγιασμένο τσουρέκι;... Να κολατσίσω...»

«Τσουρέκι;» ρώτησε ο Τορτσακόφ. «Φυσικά και μπορούμε περίμενε... τώρα αμέσως...»

Ο Μαξίμ έψαξε γρήγορα στις τσέπες του, κοίταξε τη σύζυγό του και είπε:

«Δεν έχω μαχαιράκι, δεν μπορώ να το κόψω. Να το κόψω με το χέρι δεν κάνει. Θα χαλάσω όλο το τσουρέκι! Ορίστε τι πάθαμε τώρα! Για ψάξου μήπως έχεις εσύ 'κανα μαχαιράκι;»

Ο κοζάκος με δυσκολία σηκώθηκε και πήγε να ψάξει στη σέλα του για μαχαίρι.

«Ορίστε μας. Τι άλλο θα σκεφτείτε!» είπε θυμωμένα η σύζυγός του Τορτσακόφ. «Δεν θα σ' αφήσω να μαγαρίσεις το τσουρέκι! Με τι μούτρα θα το πάω σπίτι κομμένο; Και που ακούστηκε καταμεσής της στέπας να γιορτάζουν. Πήγαινε στο χωριό κι εκεί μπορείς να γιορτάσεις με τους μουζίκους!»

Η σύζυγος πήρε από τα χέρια του άντρα το τσουρέκι, που ήταν τυλιγμένο σε μια άσπρη πετσέτα και είπε:

«Δε στο δίνω! Θα πρέπει να ξέρεις ποιο είναι το σωστό πια. Δεν είναι λευκό ψωμί, αλλά αγιασμένο τσουρέκι κι είναι αμαρτία δίχως λόγο να το κόβεις».

«Κοζάκε συμπάθα με!» είπε ο Τορτσακόφ και γέλασε. «Η γυναίκα μου δεν μ' αφήνει! Σε χαιρετώ, καλό δρόμο να 'χεις!»


Józef Brandt, Κοζάκος σε υπηρεσία
__________

Ο Μαξίμ τράβηξε τα χαλινάρια, φώναξε στ' άλογο και το αμάξι με θόρυβο πήρε τον δρόμο του. Η σύζυγός του όλο αυτό το διάστημα συνέχιζε να λέει ότι είναι αμαρτία να κόψεις το αγιασμένο τσουρέκι πριν φτάσεις σπίτι – αμαρτία γιατί το κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται στην ώρα του και στον τόπο που πρέπει. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου φάνηκαν στ' ανατολικά, φωτίζοντας τα αραιά σύννεφα με διάφορα χρώματα· ακούστηκαν τα πρώτα κελαϊδίσματα του κορυδαλλού. Ήταν πια τρία τα γεράκια, που πετούσαν πάνω από την στέπα, μακριά το ένα από το άλλο. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να ζεσταίνει και στο φρέσκο χορταράκι άρχισαν να τρέχουν τα ζουζούνια.

Έχοντας διανύσει απόσταση μεγαλύτερη από ένα βέρστι, ο Τορτσακόφ γύρισε και κοίταξε προσεκτικά πέρα στον ορίζοντα.

«Δεν φαίνεται ο κοζάκος...» είπε. «Τον φουκαρά, κοίταξε που βρήκε ν' αρρωστήσει στο δρόμο! Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα: να πηγαίνεις και ξαφνικά να σ' αφήσουν οι δυνάμεις σου... Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να πεθάνεις στο δρόμο... Έπρεπε να του δώσουμε Λίζα μου λίγο τσουρέκι, λίγο ήθελε ο καημένος. Ήθελε απλά να φάει από τ' αγιασμένο».

Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί ψηλά, αλλά ο Τορτσακόφ δεν έβλεπε αν είχε αρχίσει τα παιχνίδια του. Σ' όλο το δρόμο μέχρι το σπίτι έμεινε σιωπηλός, σκεφτόταν κάτι και δεν έπαιρνε τα μάτια του από την μαύρη ουρά του αλόγου. Άγνωστο γιατί, τον είχε κυριεύσει μια θλίψη και τίποτα δεν είχε μείνει στην ψυχή του από εκείνη τη γιορτινή χαρά που είχε πριν, σαν αυτή να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Έφτασαν σπίτι κι ευχήθηκαν στους εργάτες· ο Τορτσακόφ ξανάγινε χαρούμενος κι άρχισε να μιλάει, μόλις όμως έκατσαν να φάνε από τ' αγιασμένο τσουρέκι κι όλοι πήραν από ένα κομμάτι, τότε κοίταξε λυπημένα τη σύζυγό του κι είπε:

«Δεν ήταν σωστό Λίζα μου που δεν δώσαμε σ' εκείνο τον κοζάκο από το ευλογημένο».

«Μα τι είσαι εσύ, για όνομα του Θεού!» είπε η Λιζαμπέτα και έκπληκτη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Πού την είδες εσύ αυτή τη μόδα το ευλογημένο τσουρέκι να το κομματιάζεις στο δρόμο; Τι το πέρασες; Ψωμί; Τώρα που το έχουμε κόψει, που είναι πάνω στο τραπέζι, ας φάει όποιος θέλει, ακόμη κι ο κοζάκος σου! Νόμισες ότι τσιγκουνεύτηκα;»

«Έτσι είναι όπως τα λες, λυπάμαι όμως τον κοζάκο. Βλέπεις στη θέση που βρίσκεται είναι χειρότερα κι από ζητιάνο, κι απ' ορφανό. Στο δρόμο, μακριά από το σπίτι, άρρωστος...»

Ο Τορτσακόφ ήπιε μισό ποτήρι τσάι και δεν άγγιξε τίποτα άλλο. Δεν ήθελε να φάει, το τσάι του φαινόταν άνοστο, σα χόρτο, και μελαγχόλησε ξανά.


Boris Mikhailovich Kustodiev, Πασχαλινό φιλί, 1916.
__________

Μετά το φαγητό έπεσαν για ύπνο. Όταν δύο ώρες αργότερα η Λιζαμπέτα ξύπνησε, τον είδε να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει στην αυλή. 

«Σηκώθηκες κιόλας;» τον ρώτησε η σύζυγος.

«Δεν έχω ύπνο... Αχ, Ελιζαμπέτα», αναστέναξε, «τον προσβάλαμε τον κοζάκο!»

«Πάλι μ' αυτόν τον κοζάκο! Σου κόλλησε αυτός ο κοζάκος. Ας πάει στην ευχή του Θεού».

«Υπηρέτησε τον τσάρο, μπορεί να 'χυσε το αίμα του, κι εμείς του φερθήκαμε σα να 'ταν γουρούνι. Θα έπρεπε αφού ήταν άρρωστος να τον φέρουμε σπίτι, να τον ταΐσουμε, κι αντί γι' αυτό ούτε ένα κομμάτι ψωμί δεν του δώσαμε».

«Ναι, και να σ' άφηνα να μου μαγαρίσεις το τσουρέκι και μάλιστα το αγιασμένο! Ήσουν ικανός να το δώσεις όλο στον κοζάκο, κι εγώ με τι μούτρα θα γυρνούσα σπίτι; Βλέπεις τι είσαι;»

Ο Μαξίμ άφησε ήσυχα τη σύζυγό του, πήγε στη κουζίνα, τύλιξε σε μια πετσέτα ένα κομμάτι τσουρέκι και πέντε αυγά και πήγε στους εργάτες που ήταν στο υπόστεγο.

«Κουζμά, άσε το ακορντεόν», είπε σ' έναν απ᾿ αυτούς. «Σέλωσε τον Άγριο ή τον Ιβάν και πήγαινε γρήγορα στην Κριβάγια Μπαλότσκα. Εκεί είναι ένας άρρωστος κοζάκος με τ' άλογό του. Να... δώσ' του αυτά. Μπορεί να μην έχει φύγει ακόμη».

Ο Μαξίμ έγινε και πάλι χαρούμενος, αλλά περιμένοντας αρκετές ώρες τον Κούζμα, δεν άντεξε, σέλωσε ένα άλογο πήγε να τον συναντήσει. Τον βρήκε στην Μπαλότσκα. 

«Λοιπόν; Τον βρήκες τον κοζάκο;»

«Δεν είναι πουθενά. Θα πρέπει να 'φυγε».

«Χμ... τι ιστορία κι αυτή!»

Ο Τορτσακόφ πήρε το ζεμπίλι από τον Κούζμα και πήγε να ψάξει παραπέρα. Έφτασε μέχρι το χωριό και ρώτησε τους μουζίκους:

«Αδέλφια, μήπως είδατε έναν άρρωστο κοζάκο με τ' άλογό του; Μήπως πέρασε απ' εδώ; Έχει ρούσα μαλλιά, αδύνατος, με κανελί άλογο».

Οι μουζίκοι κοίταξαν ο ένας τον άλλον και είπαν ότι δεν είδαν κανένα κοζάκο.

«Ο ταχυδρόμος της επιστροφής πέρασε, αυτό είναι γεγονός, κοζάκος ή κάποιος άλλος όχι».

Επέστρεψε ο Μαξίμ σπίτι του για το γεύμα. «Έχει κολλήσει στο μυαλό μου αυτός ο κοζάκος!» είπε στη σύζυγό του. «Δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ. Συνέχεια σκέφτομαι: κι αν ο Θεός ήθελε να μας δοκιμάσει κι έστειλε άγγελο ή κάποιον άγιο με την μορφή κοζάκου. Βλέπεις γίνονται κι αυτά. Δεν φερθήκαμε καλά Ελιζαμπέτα μου στον άνθρωπο!»

«Πάλι γι' αυτόν τον κοζάκο μιλάς;» φώναξε η Ελιζαμπέτα, χάνοντας την υπομονή της. «Μιλάς και μιλάς και σταματημό δεν έχεις!»

«Ξέρεις, δεν είσαι καλόψυχη...» είπε ο Μαξίμ και την κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο.

Για πρώτη φορά μετά τον γάμο παρατήρησε ότι η σύζυγός του δεν είναι αγαθή.

«Ας μην είμαι καλόψυχη», φώναξε αυτή και θυμωμένα χτύπησε το κουτάλι της, «δεν πρόκειται όμως να μοιράζομαι το αγιασμένο τσουρέκι μου με τον κάθε μεθύστακα!»

«Ε, όχι και μεθύστακας ο κοζάκος!»

«Μεθύστακας!»

«Και που το ξέρεις;»

«Για χαζή με πέρασες;»

Ο Μαξίμ, ενοχλημένος, σηκώθηκε από το τραπέζι κι άρχισε να κατηγορεί τη νεαρή του σύζυγο ότι είναι άκαρδη και ανόητη. Τότε αυτή έχοντας εκνευριστεί πολύ, έβαλε τα κλάματα και πήγε στην κρεβατοκάμαρα, απ' όπου φώναξε:

«Που να ψοφήσει ο κοζάκος σου! Παράτα με πια, με τον βρομιάρη το κοζάκο σου, χολερικέ, αλλιώς θα γυρίσω στον πατέρα μου!»

Σ' όλο το διάστημα μετά το γάμο τους, αυτός ήταν ο πρώτος καυγάς του Τορτσακόφ με τη σύζυγό του. Μέχρι τον εσπερινό πηγαινοερχόταν στην αυλή, σκεφτόταν τη σύζυγό του, σκεφτόταν τη συμφορά που τον βρήκε, αφού τώρα πια ήταν κακιά κι άσχημη. Και σα να το 'κανε επίτηδες ο κοζάκος δεν φαινόταν πουθενά, ενώ ο Μαξίμ πότε έβλεπε τα άρρωστα μάτια του, πότε άκουγε τη φωνή του, πότε έβλεπε την περπατησιά του...

«Αχ, αδικήσαμε τον άνθρωπο», μονολογούσε. «Τον αδικήσαμε!»

Το απόγευμα, όταν άρχισε να σουρουπώνει, ένιωσε μια πρωτόγνωρη, αφόρητη θλίψη. Από την θλίψη και τη στεναχώρια για τη σύζυγό του μέθυσε, όπως μεθούσε πριν παντρευτεί. Μεθυσμένος καθώς ήταν, άρχισε να βρίζει και να φωνάζει στη σύζυγό του ότι είναι κακιά, άσχημη και ότι την επαύριο κιόλας, θα τη στείλει πίσω στον πατέρα της.

Το πρωί της επόμενης ημέρας της γιορτής θέλησε να συνέλθει από το ποτό της προηγούμενης αλλά μέθυσε και πάλι.

Αυτή ήταν η αρχή της καταστροφής.

Τα άλογα, οι αγελάδες, τα γουρούνια και τα μελίσσια το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να εξαφανίζονται από την αυλή, τα χρέη μεγάλωναν, η σύζυγος γινόταν αποκρουστική... Όλες αυτές οι συμφορές, όπως έλεγε ο Μαξίμ, οφείλονταν στο γεγονός ότι η σύζυγός του ήταν κακιά, μια ανόητη γυναικούλα και στο ότι ο Θεός θύμωσε μαζί της... εξαιτίας του άρρωστου κοζάκου. Άρχισε να πίνει ολοένα και πιο συχνά. Όταν ήταν μεθυσμένος καθόταν σπίτι κι έκανε φασαρίες, όταν ήταν νηφάλιος πήγαινε στη στέπα και περίμενε μήπως περάσει ο κοζάκος...

Άντον Τσέχοφ, Ο Κοζάκος, Ρωσικές Πασχαλινές Ιστορίες,
μτφρ. από τα ρωσικά: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, εκδόσεις Νάρκισσος.


Ρωσική πασχαλιάτικη καρτ ποστάλ των αρχών του 20ου αιώνα
__________


Ούτε ευλογημένα ούτε πατημένα... 

Nα, λοιπόν αδέλφια μου, που έφτασε η μεγάλη γιορτή, το Πάσχα των Ορθοδόξων. Οι πιστοί θα κουβαλήσουν άλλοι γουρουνόπουλα κι άλλοι τσουρέκια, για να πάρουν ευλογία. Ας κουβαλήσουν! Εγώ δεν πρόκειται. Ας είναι. Εγώ αδέλφια, το προηγούμενο Πάσχα είδα τα τσουρέκια να πέφτουν πάνω στο πόδι μου!

Και το κυριότερό ήταν ότι μπερδεύτηκα κι άργησα κι έχασα την αρχή. Φτάνω στον περίβολο της εκκλησίας και βλέπω ότι όλα τα τραπέζια ήταν πιασμένα. Παρακαλώ τους ορθόδοξους πολίτες να στριμωχτούν λίγο, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν. Άρχισαν να με βρίζουν.

Άργησες, μου λένε, τέτοιος διάβολος που είσαι, άσε το τσουρέκι σου στο χώμα. Δεν έχει νόημα να στριμώχνεσαι και να σπρώχνεις – θα χαλάσεις το τσουρέκι σου.

Ε, αφού δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, άφησα κι εγώ το τσουρέκι μου στο χώμα. Όλοι όσοι είχαν αργήσει στο χώμα τ' άφηναν.

Μόλις το είχα ακουμπήσει κι άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες.

Κάνω μια να δω και βλέπω τον παππούλη να 'ρχετε με την αγιαστούρα.

Βουτούσε την αγιαστούρα στον κουβά και ράντιζε τριγύρω του. Αλλουνού ράντιζε τα μούτρα, αλλουνού το τσουρέκι, άκρη δεν έβγαζες.

Πίσω από τον παππούλη πήγαινε ο διάκος με ένα δίσκο στα χέρια και μάζευε τις ελεημοσύνες.

«Μη τσιγκουνεύεστε», έλεγε, «ορθόδοξοι άνθρωποι! Βάλτε και κανένα νόμισμα στη μέση του δίσκου»

Περνώντας δίπλα μου, ο διάκος μπερδεύτηκε με τον δίσκο του και δίνει μια και πατάει πάνω στο πιάτο μου. Σφίχτηκε η καρδιά μου.

«Τι κάνεις εκεί», του λέω, «μακρυμάλλη, πάνω στο τσουρέκι μου βρήκες;... Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου...»

«Με συγχωρείτε», μου λέει, «δεν το ήθελα».

Του λέω:

«Να σε κάψω Γιάννη να σ' αλείψω λάδι! Τώρα άντε να μου πληρώσεις την αξία του. Άντε ρίξε», του λέω, «πατέρα διάκε, το παραδάκι».

Σταμάτησαν την λιτανεία. Εμφανίζεται ο παπάς με την αγιαστούρα.

Λέει: «Σε ποιανού το τσουρέκι πάτησαν;»

«Στο δικό μου», λέω. «Ο διάκος, αυτός ο σκύλας γιος, πάτησε πάνω στο τσουρέκι μου».

Τότε ο παππούλης λέει:

«Τώρα θα ευλογήσω αυτό το τσουρέκι με τον αγιασμό. Μετά θα μπορεί να φαγωθεί. Όπως και να έχει πρόσωπο ιερό πάτησε πάνω του...»

«Όχι παππούλη», του λέω. «Ακόμη κι όλο τον κουβά να ρίξεις, εγώ πάλι δε συμφωνώ. Θέλω τα λεφτά μου πίσω».

Εκεί ήταν που άρχισε η φασαρία. Άλλος ήταν με το μέρος μου κι άλλος εναντίον μου. Ο κωδωνοκρούστης ο Βασίλιτς σκύβει από το καμπαναριό και ρωτάει:

«Να χτυπήσω τις καμπάνες ή να κάνω κράτει;»

Του λέω κι εγώ:

«Περίμενε Βασίλιτς, μη βαράς ακόμη. Αν αρχίσουν οι καμπάνες αυτοί εδώ θα με φάνε λάχανο».

Την ίδια στιγμή ο παπάς γυρνούσε γύρω-γύρω από μένα, έκανε σα να 'μουν άρρωστος και μ' έσπρωχνε με τα χέρια του.

Κι ο διάκος όμως, αυτός ο μακρυμάλλης διάβολος, ακούμπησε στον φράχτη και με μια αλυσιδούλα καθάριζε τις λάσπες που άφησε η μπότα του στο τσουρέκι μου.

Μετά μου έδωσαν ένα μικρό ποσό από τον δίσκο και με παρακάλεσαν να φύγω από εκεί, γιατί τάχα τους ενοχλούσαν οι φωνές μου.

Βγήκα κι εγώ έξω από την αυλή, έβαλα τις φωνές στον διάκο, τον στόλισα για τα καλά, και σηκώθηκα κι έφυγα.

Τώρα λοιπόν, τρώω τσουρέκια που δεν είναι ευλογημένα, ούτε πατημένα.

Η γεύση τους είναι η ίδια, η ταλαιπωρία όμως που πέρασα ήταν άστα να πάνε.

Μιχαήλ Ζόσενκο, Ένα πασχαλιάτικο περιστατικό, Ρωσικές Πασχαλινές Ιστορίες, 
μτφρ. από τα ρωσικά: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, εκδόσεις Νάρκισσος.


Yuriy Nikolayev, Πάσχα
__________


Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

«Αν πράγματι με θες, θα μ’ έχεις»· Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού


Κολάζ: Γιώργης Παυλόπουλος, Edmund Kesting, Tanz Dore Hoyer, Dresden, 1926/1939
___________

«Η ποίηση είναι πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης»

Ο Γιώργης Παυλόπουλος γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1924 στον Πύργο Ηλείας, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Οταν ήρθε η ώρα να συνεχίσει τις σπουδές του σε ανώτατο επίπεδο, στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, βρέθηκε σ’ ένα δίλημμα: έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στον εξ ιδιοσυγκρασίας ποιητή και στον αυριανό νομικό. Ο κλήρος έπεσε υπέρ της ποίησης: «Η ποίηση είναι πράξη ερωτική; Ή μήπως πράξη απόγνωσης; Ή μήπως και τα δύο;», είχε αναρωτηθεί. «Πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης», είχε απαντήσει.

Ετσι, διαμόρφωσε χαμηλόφωνα το ποιητικό του σύμπαν. Τίποτα το «ποιητικό» δεν είχε και το επάγγελμά του. Εργάστηκε ως λογιστής και ως γραμματέας στο ΚΤΕΛ Ηλείας, «θάβοντας» τον ποιητή στην καθημερινότητα της επιβίωσής του. Προτίμησε τον κλειστό και απομονωμένο χώρο του «επαρχιακού» Πύργου από την πρόκληση της μεγάλης πόλης και έφυγε από τη ζωή στις 26 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 84 ετών.

Είχε την ευτυχία με την πρώτη ποιητική του συλλογή, «Το κατώγι» (1971), να στρέψει πάνω του το ενδιαφέρον του Γιώργου Σεφέρη και του Βρετανού ελληνιστή Πίτερ Λίβι, ο οποίος μετέφρασε ποιήματά του. Ο νομπελίστας ποιητής, ο οποίος είχε χτίσει φιλική σχέση με τον νεότερό του δημιουργό, είχε αποφανθεί για τη δουλειά του: «Μ’ ενδιαφέρει η ποίηση του Γ. Π. γιατί είναι αποτελεσματική χωρίς ψιμύθια. Λέγοντας "ψιμύθια", εννοώ χωρίς γλωσσικούς κορδακισμούς, που συνήθως είναι επιφανειακά σχήματα χωρίς ν’ αγγίζουν τίποτε στο βάθος -και η ποίηση είναι, αν μπορώ να πω, έκφραση βάθους».

Ο Γιώργης Παυλόπουλος με τον Γιώργο Σεφέρη
__________

Με τα Τριαντατρία Χαϊκού η προσωπική πρωτοτυπία του Παυλόπουλου αγγίζει τις ποιητικές κορυφές. Η στιχουργική έκταση περιστέλλεται δραστικά (σύντομα λεκτικά σπαράγματα είναι τα περισσότερα χαϊκού), ενώ η συμπυκνωμένη εικόνα – έννοια αποστάζει ένα πολιτισμικό μεσογειακό βάθος. Ο Παυλόπουλος οικοδομεί έναν καινούργιο κόσμο, αυτόν της αίσθησης, και μας προσκαλεί σε ένα ποιητικό σύμπαν όπου «Όλοι χωράμε / οι ζωντανοί κι οι νεκροί / σ' ένα ποίημα» .

«Αν πράγματι με θες, θα μ’ έχεις»

1

Κρυφό μου σώμα
τα μυστικά σου μόνος
εγώ τα ξέρω.


2

Όταν χορεύει
σηκώνει τη φούστα της
να ιδώ την ελιά.


3

Πάλι το δρόμο
γυμνή στο παράθυρο
κρυφοκοιτάζει.


4

Κάπου στ’ όνειρο
σ’ άκουγα πουλάρι μου
να χλιμιντρίζεις.


5

Στις τρεις τη νύχτα
το γκαρσόνι μάς πήρε
τα δυο ποτήρια.


6

Πάνω στ’ αμόνι
μενεξές το σίδερο
του μπαλκονιού της.


7

Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.


8

Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.


9

Κούμαρο μέλι
κι ο κότσυφας άπληστος
ο κερομύτης.


10

Όταν κοιτάζει
στου πηγαδιού το βάθος
βλέπει τον τράγο.


11

Δες! Δυο κουνούπια
στο καψούλι της βόμπας
κάνουν έρωτα.


12

Πέθαινα λέει
και πάνω στο σώμα μου
έφεγγε η αυγή.


13

Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.


14

Μέρα και νύχτα
με σκοινί αόρατο
κάποιος μας δένει.


15

Σπουργίτης φονιάς
σκοτώνει τον τζίτζιρα
κι αυτός τραγουδάει.


16

Σταυροί στην πλαγιά
κι η θάλασσα πιο κάτω
λάμπει στον ήλιο.


17

Άκουγα κουπιά
χωρίς να βλέπω βάρκα
μέσα στο πούσι.


18

Θάλασσα χλωμή.
Με την ψόφια ουρά της
παίζουν τα παιδιά.


19

Βαθιά στη λάσπη
αυλακιές από ρόδες
και φύλλα ξερά.


20

Πίσω απ’ τα βουνά
κάποιοι βγαίνουν τα βράδια
και μας κοιτάζουν.


21

Στον Ν.Δ.Τ.

Άχνα δε βγάζω
θαλασσινό μου αηδόνι
να σε ακούω.


22

Μικρό καράβι
στο μπουκάλι κλεισμένο
πού αρμενίζεις;


23

Νεκρός κι ο Έκτωρ.
Τρομάζει τον Όμηρο
η αναίρεσή του.


24

Ουρά παγωνιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.


25

Ώχου κι απόψε
δε γλιτώνεις το ξύλο
Καραγκιόζη μου.


26

Είναι οι λέξεις
στο Ψ της Ιλιάδας
ή τα τσεκούρια;


27

Είπε ο Ζήνων:
«Ουκ άρα έστιν ο τόπος».
Λες να ’ναι αλήθεια;


28

Γελάει ο λύκος.
Κάτι τού ψιθύρισε
στ’ αυτί το αρνάκι.


29

Άνθη μυγδαλιάς
πέφτουνε στον ύπνο μου.
Ποια με φίλησε;


30

Φτωχό κόκαλο
στην άμμο της ερήμου
με τόσο ύφος.


31

Το ένα σου μάτι
στο ποίημα· και τ’ άλλο
να σε δικάζει.


32

Ακίνητοι. Σαν
να φωτογραφήθηκε
η Γη για πάντα.


33

Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.


Γιώργης Παυλόπουλος, Τριαντατρία χαϊκού, Ποιήματα 1943-2008, εκδόσεις Κίχλη, 2017



"Όταν χορεύει / σηκώνει τη φούστα της / να ιδώ την ελιά."
___________

«Μικρές-μικρές αποστάξεις ενός μελαγχολικού ερωτισμού»

«Με συγκινεί ο ερωτισμός με τον οποίο [ο Γιώργης Παυλόπουλος] βλέπει τα πράγματα. Με συγκινούν ιδιαίτερα στα χαϊκού του, οι μικρές ανθρώπινες στιγμές τις οποίες "φωτογραφίζει" και επιλέγει να βάλει στο κάδρο του ποιήματος του με έναν μινιμαλισμό όπου, μέσα στα λίγα, λέει πολλά.»

«Τα 33 Χαϊκού του Γιώργη Παυλόπουλου είναι μικρές-μικρές αποστάξεις από ματιές ή σκέψεις του ποιητή πάνω σε απλά, καθημερινά πράγματα, όμως σημαντικά, τα οποία παρατηρούσε με έναν μελαγχολικό ερωτισμό. Μου άρεσαν πολύ και σκέφτηκα να κάμω κάτι αλλά τα έπιανα και τ’ άφηνα, τα έπιανα και τα’ άφηνα. Τον Δεκέμβρη του 2015, δοκίμασα σχεδιάζοντας το πρώτο, το Κρυφό μου σώμα, για τέσσερις φωνές a capella. Το αποτέλεσμα με ικανοποίησε και συνέχισα απνευστί ολοκληρώνοντας δέκα χαϊκού (τα πρώτα 9 και το 13ο).  Χρησιμοποίησα την τεχνική της επανάληψης (loop) για να μεγαλώσω τη φόρμα, όπως και την παράλληλη δομική της πολυτονικότητας, για να μεταφέρω τον λόγο του ποιητή μέσα από ένα ερωτοτροπικό μουσικό παιχνίδι, παράλληλο με αυτό που, όπως αντιλήφθηκα έκανε ο ίδιος, επιλέγοντας αυστηρά τις λέξεις, τα μοτίβα ή τη θεματολογία των ποιημάτων του. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία παρεισέφρησαν τρόποι, κλίμακες, μελωδικά σχήματα και ρυθμοί από το ελληνικό τραγούδι, νεότερο ή παλαιότερο, καθώς και μουσικές ιδέες ή τεχνικές από τη σύγχρονη μουσική γλώσσα.»

Ευαγόρας Καραγιώργης


Κρυφό μου σώμα
τα μυστικά σου μόνος
εγώ τα ξέρω.


Δυο μάτια σπαθιά
σκίζαν τα βλέφαρά του
κι έμενε γυμνή.


Τρεις φίλοι παίζαν
στα ζάρια το φιλί της.
Κι άλλος το πήρε.

ΠΗΓΕΣ

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

«Σελήνη έκπαγλη» στη «νύχτα που ’ναι όλη αυτιά»: από τη μακρινή ξαδέλφη Σαπφώ στον Ελύτη


Μοντάζ: Προσωπογραφία Οδυσσέα Ελύτη διά χειρός Γ. Μόραλη (1980) και 2 διαφανογραφίες του Οδυσσέα Ελύτη (Σαπφώ, Ο κήπος με τα ρόδια) από την έκδοση του Ίκαρου (1996)
_____________

«...στροφές ακρωτηριασμένες, μισοί στίχοι, σπασμένες λέξεις»

Η Σαπφώ, η δέκατη μούσα σύμφωνα με ένα επίγραμμα που αποδίδεται στον Πλάτωνα, η κατ’ εξοχήν «ποιήτρια» της αρχαιότητας, τιμήθηκε όσο καμιά άλλη γυναίκα από την ανδροκρατούμενη κοινωνία και διανόηση της αρχαιότητας. Οι Αλεξανδρινοί λόγιοι την συμπεριέλαβαν στον κανόνα των εννιά λυρικών – μόνη γυναίκα ανάμεσα στους άντρες ομότεχνούς της – και κατέταξαν τα ποιήματά της σε εννιά βιβλία, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν. Ελάχιστα αποσπάσματα των ποιημάτων αυτών, έφτασαν ως εμάς, τα περισσότερα σε αποσπασματική μορφή, με εξαίρεση την «Ωδή στην Αφροδίτη», η οποία μας παραδίδεται ολόκληρη από τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα.

Tα ποιήματα-θραύσματα της Σαπφώς – «αθάνατες κόρες» της ποιήτριας, τα ονομάζει  ο Διοσκουρίδης σε επίγραμμά του που περιλαμβάνεται στην Παλατινή Ανθολογία – επιβιώνουν μέχρι σήμερα, παρά τις δυσκολίες παράδοσής τους. Η ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρρύγχου στα τέλη του 19ου αιώνα έφερε ξανά στο φως τα ακρωτηριασμένα σαπφικά αποσπάσματα και προκάλεσε αναζωπύρωση των μελετών γύρω από το όνομα της λυρικής ποιήτριας κατά τη διάρκεια του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα. 

Αυτή, μάλιστα, η θραυσματική μορφή των σαπφικών χειρογράφων υπήρξε ένα βασικό έναυσμα και εργαλείο για τον Ελύτη, που προσπάθησε να ανασυνθέσει την παρουσία της στον κόσμο μας και να φέρει στο φως μέσα από το έργο του «μια Σαπφώ, καινούργια, νέα και όσο το δυνατόν ακέραιη, στα μέτρα της σημερινής ευαισθησίας».

Επειδή «στην ποίηση, όπως και στα όνειρα, δεν γερνάει κανείς», ο Ελύτης μιλάει για τη Σαπφώ, «σαν για μια σύγχρονή του, σαν μια μακρινή εξαδέλφη, λιγάκι μεγαλύτερη στα χρόνια, ένα πλάσμα ευαίσθητο καί θαρρετό συνάμα, απ’ αυτά που δεν μας παρουσιάζει συχνά η ζωή».

Ένα μικροκαμωμένο, βαθυμελάχρινο κορίτσι, ένα «μαυροτσούκαλο», όπως θα λέγαμε σήμερα, που, ώστόσο, έδειξε ότι είναι σε θέση να υποτάξει ένα τριαντάφυλλο, να ερμηνεύσει ένα κύμα ή ένα αηδόνι και να πει «σ’ αγαπώ» για να συγκινηθεί η υφήλιος.

Το πρόταγμα στο οποίο υπακούει ο Ελύτης, σύμφυτο με την ποιητική του, είναι αισθητικό γι’ αυτό και  δεν ακολουθεί κατά πόδας φιλολογικές δεσμεύσεις. Σκύβει με υπομονή και σεβασμό πάνω από τους στίχους της Σαπφώς  «στροφές ακρωτηριασμένες, μισούς στίχους, σπασμένες λέξεις»   στίχους που κρύβουν «κάλλος και νόημα» μαζί, εξαπολύοντας ποιητική δύναμη, μαγνητισμό και ατόφια αίσθηση ζωής. 


Μικρογραφία από το βιβλίο του Βοκάκιου «Περί διασήμων γυναικών», μάλλον η παλαιότερη απεικόνιση της Σαπφώς στον νεότερο κόσμο. 15-16ος αιώνας,
Πηγή: France (Cognac). Bibliothèque Nationale MS Français 599 fol. 42
______________

«Την Ομορφιά διακόνησα· τι πιο μεγάλο θα μπορούσα...»

Πολύ συχνά, στα πεζά του κείμενα, στ’ «Ανοιχτά Χαρτιά» και στο «Εν λευκώ», ο Οδυσσέας Ελύτης, τέκνο της Αιολίδας κι αυτός, μνημονεύει τη Σαπφώ, εκείνη που, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω, στον ίδιο γενέθλιο τόπο, τη Μυτιλήνη, πίστεψε στην ποιητική ιδέα και τόλμησε να φέρει στο προσκήνιο το λυρικό «εγώ», τα αισθήματα και τα όνειρα, την ατομική ζωή, τον έρωτα και τα πάθη του.

Ο Ελύτης, παρόλο που άντλησε πολλά στοιχεία από το υπερρεαλιστικό κίνημα, ήδη από το 1943, αυτοχαρακτηρίζεται ως «λυρικός ποιητής», εντάσσοντας εαυτόν στην μακραίωνη λυρική παράδοση του τόπου του και στη ποιητική συγγένεια με την «μακρινή εξαδέλφη του Σαπφώ». 

Σε μια στιγμή που οι θρησκευτικές βάσεις της κοινωνίας είναι ακόμη αυστηρές· που ο λόγος ο επικός έχει τη μονοκρατορία στην έκφραση· που το ηρωικό στοιχείο είναι η μόνιμη και παραδεγμένη αξία· ένας Αρχίλοχος στην Πάρο και μία Σαπφώ στη Λέσβο —για ν’ αναφερθούμε στους κυριότερους — τ’ ανατρέπουνε όλα, φέρνουν τα αισθήματα και τα όνειρα στο πρώτο επίπεδο, τολμούν να μιλήσουν για την ατομική τους ζωή, να πουν τον καημό τους, να τραγουδήσουν, να χορέψουν. Οι πρώτοι στο Αιγαίο και οι πρώτοι σ’ όλον τον γνωστό κόσμο, θέλω να πω στον πολιτισμό που ακόμη σήμερα συνεχίζουμε.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Ως ιέρεια της ομορφιάς, ποιήτρια προικισμένη με τη δύναμη των Μουσών και γι’ αυτό και αθάνατη στη μνήμη των μελλοντικών γενεών, έτσι αυτοσυστήνεται, μιλώντας σε πρώτο ενικό πρόσωπο, η Σαπφώ στην αρχή της ποιητικής ανασύνθεσης του Ελύτη, σε απόλυτη συστοιχία με τη δήλωση του ποιητικού υποκειμένου στο «Άξιον Εστί»: «Θα καρώ Μοναχός των θαλερών πραγμάτων».Ο Ελύτης μοιράζεται με τη Σαπφώ το ίδιο ιδανικό, την άσκηση ή αλλιώς τη λατρεία της ομορφιάς.

την Ομορφιά διακόνησα· τι πιο μεγάλο θα μπορούσα...αλήθεια σε μελλούμενους καιρούς κάποιος θα βρίσκεται να με θυμάτ’ εμένα.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Sappho, print made by John Pye, the elder, after Angelica Kauffman. 
Published by: John Boydell, 1774, The British Museum
__________

«Τέκνα της Αιολίδας»

Στη Σαπφώ, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Ελύτης, χρωστάει την μύησή του στην ποίηση, με τρόπο καθοριστικό για τη ζωή και την πορεία του στην τέχνη. Μια εξωλογοτεχνική εμπειρία που βίωσε στο Βρετανικό Μουσείο, «ένας πρασινωπός πάπυρος με χαραγμένο επάνω του, αρκετά καθαρά, ένα απόσπασμα της Σαπφώς»ήταν που ξύπνησε την αγάπη του για την ποίηση. Ήταν η θέαση των ελληνικών γραμμάτων, των συμβόλων μιας ολόκληρης πνευματικής πορείας και ταυτότητας, που βρήκε ανταπόκριση μέσα του, στις πιο βαθιές αισθήσεις και μνήμες του, και τον μετέφερε αμέσως νοερά και μυστηριακά «σ’ ένα γιαλό της Μυτιλήνης» να ακούει το τραγούδι της κόρης του περιβολάρη τους. 

Αντικρίζοντας τον πάπυρο της Σαπφώς, ένιωσε τις απορίες του να ξεχειλίζουν για το μυστήριο της ποιητικής γλώσσας και της διάταξης των συμβόλων της πάνω στη γραφική ύλη. Έτσι κατάλαβε ότι η σαπφική ποίηση δεν έμοιαζε σε τίποτα με την ευκολονόητη σε μορφή και περιεχόμενο ποίηση που διδασκόταν μικρός, αλλά έβρισκε αντιστοιχίες μόνο στα λόγια-ξόρκια της ηλικιωμένης Κρητικιάς μαγείρισσάς τους, τα ακαταλαβίστικα αιρετικά εκείνα λόγια, τα «παλαβάτα», που του ξυπνούσαν θαυμασμό μαζί και δέος, όταν εκείνη τα έλεγε για να διώξει το κακό. Αυτή η βίωση του ποιητικού λόγου από τον Ελύτη με τη συμμετοχή όλων του των αισθήσεων και τις αναλογίες τους στο πνεύμα, θα τον ακολουθήσει σ’ όλη την πορεία της τέχνης και της ζωής του.

Η αγάπη στην ποίηση μου ήρθε από μακριά και, αν μπορεί να το πει αυτό κανένας, έξω απ' τη λογοτεχνία. Το συνειδητοποίησα μια μέρα καθώς τριγύριζα στις αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και βρέθηκα μπροστά σ᾿ έναν πάπυρο πρασινωπό, αν θυμάμαι καλά, με χαραγμένο επάνω του αρκετά καθαρά ένα απόσπασμα της Σαπφώς. Ύστερα από τους σωρούς τα λατινικά χειρόγραφα που κατάπινα τα χρόνια εκείνα ένιωθα μια πραγματική ανακούφιση· μου φαινότανε ότι ο κόσμος ίσιωνε κι έμπαινε στη σωστή του θέση. Αυτά τα λιγνόκορμα συμπαγή κεφαλαία συγκροτούσανε μια γραφική παράσταση διαυγή και μυστηριακή μαζί, που μου 'κανε νόημα φιλικό μες από τους αιώνες. Σα να βρισκόμουν πάλι σ' ένα γιαλὸ της Μυτιλήνης και ν᾿ άκουγα την κόρη του περιβολάρη μας να τραγουδά.

Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 25, Αθήνα, Ίκαρος, 1987.

Ο εκλεπτυσμένος και πλούσιος τρόπος ζωής που είχε αναπτύξει η Λέσβος στον 7ο και 6ο αιώνα, η υγιής ελευθερία των ηθών και η φυσιοκρατική αντίληψη ζωής, σύμφυτη στα τέκνα της Αιολίδας, διαμόρφωσαν την ποιητική φωνή της Σαπφώς: λέξεις «κυανές, που ευωδιάζουν ακόμη απ’ την αλμύρα των θαλασσόχορτων»«μια συζυγία μισή στον ουρανό και μισή στη γη, μισή στην αμφιβολία και μισή στην αθανασία».

Τόσο, θα έλεγες, μεγάλος είναι ο μαγνητισμός που εξαπολύουν οι λέξεις, φτάνει ν’ αποσπασθούν από τον άξονα της χρησιμοθηρικής τους υποτέλειας. Ακόμα και η τοποθέτησή τους εδώ ή εκεί μέσα στο νοερό σύνολο που προϋποθέτουν, μας επιτρέπει ν’αποτυπώσουμε μια νέα μορφή ποίησης που γεννήθηκε την εποχή εκείνη, με τα μετρικά της συστήματα, το λεκτικό της, τα ποικίλα της μυστικά.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Η τεχνική ξεπερνιέται· η φύση όχι. Οι αισθήσεις ποτέ· οι γνώσεις πάντοτε. Ο Έσπερος της Σαπφώς εξακολουθεί να λάμπει πάνω από τα κεφάλια μας…. κι η αχτίδα της σελήνης, έτσι καθώς μας σημαδεύει απ’ τα βάθη ενός ελαιώνα της Μυτιλήνης, μας επιτρέπει να βρεθούμε πιο κοντά στον εαυτό μας, σ’ εκείνα που αγαπούμε — ὄττω τις ἔραται, που έλεγε και η ποιήτρια. Μια ρήση απλή, που πήρε την ισχύ φυσικού νόμου σ' αυτήν την περιοχή κι επέζησε στην ψυχή των νησιωτών, βρίσκοντας χίλιους τρόπους να εκδηλωθεί. Κυρίως από την άποψη της ένστικτης, της ασύνειδης χειρονομίας, που ξέρει να ταυτίζει το χρήσιμο με το ωραίο, αλλά συνάμα και το ωραίο με το ηθικό, στην πιο ριζοσπαστική τους έννοια.

Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, σελ. 19-20, 178, Αθήνα, Ίκαρος, 1993.

Η Λέσβος είναι για τον Ελύτη μια παραμυθένια γη γεμάτη από αιώνιες «βασιλικές» αισθήσεις, ένας αρχετυπικός παράδεισος, που παίρνει  μυθικές διαστάσεις σε όλο το ποιητικό, δοκιμιακό και εικαστικό του έργο. Γονείς και παππούδες αλλά και προπάπποι από την καρδιά της Μυτιλήνης, επόμενο ήταν ο Ελύτης να τη λογαριάσει ως γενέτειρά του και να αναπτύξει μαζί της δεσμούς μ' ένα νησί, που ο Ελύτης το μετέβαλε από απλό γεωγραφικό σημείο σε «τόπο» ποιητικό, δηλαδή συμπαντικό.

 Αν και, όπως λέει, γνώρισε τη Λέσβο στα δεκαεφτά του χρόνια, η καταγωγή του από εκεί και βέβαια «η αίσθηση του καλοκαιριού και του μεσημεριού», που είχε βιώσει ζώντας σε άλλα νησιά του Αιγαίου στα παιδικά του χρόνια, του γέννησαν μέσα του «σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο» τη φυσιοκρατική αίσθηση των Αιολέων. Την απαθανατισμένη με τόσους τρόπους σχέση του Οδυσσέα Ελύτη με τη Μυτιλήνη την ενισχύει ιδιαίτερα μια αποστροφή του ίδιου, αμέσως μετά την απονομή σ' αυτόν του Νομπέλ: 

«Οι αρχαίοι Αιολείς βλέπανε τα πάντα μέσα από τη φύση κι έτσι εξηγούν οι αρχαιολόγοι το γεγονός ότι στη Λέσβο δεν βρίσκουνε μνημεία. Η Αιολίδα κρατούσε επαφή με τις Σάρδεις, το Παρίσι της εποχής. Γι' αυτό και οι γυναίκες στη Λέσβο είχαν ελεύθερα ήθη, ήταν αισθησιακές και κομψά ντυμένες και γι' αυτό μπόρεσε να υπάρξει και η Σαπφώ. Είναι μια παράδοση που έφτασε κατά μυστηριώδη τρόπο ώς τις μέρες μας. Εγώ, που μεγάλωσα στην Αθήνα και όχι στη Μυτιλήνη, όπως λένε, έχω αυτή την αίσθηση, σύμφωνα με κάποιον μυστηριώδη νόμο. Ετσι, ένας φίλος μού είχε πει ότι, όταν διαβάζει τα ποιήματά μου, βλέπει τη Μυτιλήνη».

 Στην Αιολίδα της Σαπφώς ο Ελύτης ανακάλυψε ότι μπορεί να πραγματωθεί ο επίγειος παράδεισος που συχνά αναζητά στο έργο του.


Η Μυτιλήνη, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: 
ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
__________

Η έκπαγλη σελήνη κι η νύχτα, που ’ναι όλη αυτιά... 

Κι επειδή «η φύση δημιουργεί τις δικές της συγγένειες», οι λέξεις «ουρανός, θάλασσα, ήλιος, σελήνη, φυτά, κορίτσια, έρωτας», ως αρμονικό σύνολο, αποτελούν για τον Ελύτη τα ζωτικά στοιχεία της Αιολίδας, του κόσμου της Σαπφώς, ενώ ταυτόχρονα διαπερνούν και τον δικό του ποιητικό κόσμο, συνθέτοντας την προσωπική του μυθολογία. 

Όλα αυτά τα στοιχεία, «χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική», ενώνονται  σ’ ενα σύνολο μυστηριακό, «στο περίφημο απόσπασμα που μάς διασώθηκε για την Ανακτορία, ένα από τα ωραιότερα αποσπάσματα, ίσως το ωραιότερο», σύμφωνα με τον Ελύτη:

[...] Η μορφή της ηρωίδας —που βρίσκεται μακριά στις Σάρδεις— αναδύεται χάρη σε μια πρωτότυπη τεχνική, από τον τρόπο και μόνο που μιλά γι’ αυτήν η ποιήτρια στην πιο αγαπημένη της φίλη. Όσο προχωρούμε, τόσο νιώθουμε το ποίημα να γεμίζει από το μυστήριο μιας γυναικείας μορφής που μήτε ακούμε, μήτε βλέπουμε, παρά μαντεύουμε μονάχα μέσ’ από μια διάθλαση αισθημάτων εξαιρετικά τρυφερών, σταλμένων με το φεγγάρι στην αντικρινή ακτή και ξαναφερμένων μαζί με τη φωνή της απωλεσμένης που η νύχτα, με τα χιλιάδες αυτιά της, μια «νυξ πολύως», αγωνίζεται να συλλάβει πάνω απ’ τα κύματα.

Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996

Η θάλασσα - μια περιοχή στις παρυφές μάλλον του κόσμου της Σαπφώς κι όχι στο κέντρο του - αποτελεί έναν χώρο που χωρίζει και ταυτόχρονα ενώνει τα ποιητικά πρόσωπα και κατ’ επέκταση την ποιήτρια με όσα αγαπημένα τους πρόσωπα βρίσκονται μακριά τους. Αλλά κι η ομορφιά της κοπέλας που ξενιτεύτηκε στις Σάρδεις, φανερώνεται μέσα από την αντανάκλαση της λάμψης της σελήνης πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, αφού κοπέλα και σελήνη δένονται αξεδιάλυτα. 

Αν η θάλασσα απλά περιβάλλει την Αιολίδα και τον επίγειο παράδεισο που μπορεί να βιωθεί σ’ αυτήν, η σελήνη, με την απαράμιλλη ομορφιά, τη λάμψη και τις ερωτικές συνδηλώσεις της, εμφανίζεται ως το πιο αγαπημένο ίσως ουράνιο πλάσμα της σαπφικής ποίησης. Η «Fροδοδάκτυλος σελάνα», ασυνήθιστος χαρακτηρισμός, όπως παρατηρούν οι μελετητές του σαπφικού έργου, ξεπροβάλλει, ίδια η ξενιτεμένη κόρη, «όλα τ΄αστέρια γύρω της να εξαφανίσει», μοτίβο που εμφανίζεται και σε άλλο απόσπασμα, στο οποίο ο Ελύτης αποδίδει το επίθετο «κάλαν» ως «έκπαγλη» και χαρακτηρίζει τη γη με το επίθετο «σκοτεινή», λέξη που δεν υπάρχει αντίστοιχη στο σαπφικό κείμενο, ίσως κατ’ αναλογία με τη «μέλαι[ν]αν γη».

κι όσ' άστρα γύρω βρίσκονται στην έκπα
γλη σελήνη παρευθύς το φωτεινό τους πρό
σωπο κρύβουν κάθε φορά που εκείνη ολόγιο
μη καταλάμπει τη γη τη σκοτεινή ανεβαί
νοντας  ◊  ασημοκαπνισμένη.



Στο νυχτερινό μυστηριακό σκηνικό, που στήνει η ποιήτρια, δυο θηλυκές θεότητες, η Σελήνη και η Δροσιά μαζί - κόρη του Δία και της Σελήνης, σύμφωνα με τη μυθολογία - προκαλούν τη βλάστηση ευωδιαστών φυτών. 
 
Η θάλασσα, πάλι, με τη βοήθεια της νύχτας «που ’ναι όλη αυτιά» μεταφέρει «επάνω από τα κύματα» τη φωνή της κοπέλας, «το κάλεσμά της το κρυφό και το ανεξήγητο», στις αγαπημένες της φίλες που τη νοσταλγούν. Η νοσταλγία της «Σαπφώς», της Ατθίδας και των άλλων κοριτσιών, που δεν εμφανίζονται άμεσα στο απόσπασμα, αλλά αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους έμμεσα από την αντωνυμία «ἄμμ’», για την κοπέλα που λείπει από τη συντροφιά τους, έχει σαφώς ερωτικές συνδηλώσεις. Η Σελήνη ως θηλυκή θεότητα έχει ενεργό ρόλο στον έρωτα, όπως φαίνεται από τον μύθο της ερωτικής σχέσης της με τον Ενδυμίωνα, που προφανώς γνώριζε η Σαπφώ. Άλλωστε, λέγεται ότι η ποιήτρια είχε γράψει ένα ποίημα με θέμα ακριβώς αυτόν τον μύθο, το οποίο όμως χάθηκε.

τους ιππείς άλλοι βρίσκουν κι άλλοι τους
πεζούς κι άλλοι τους ναυτικούς πως τ’ ω
ραιότερο είναι (πράγμα) στη σκοτεινή μας
γή· όμως εγώ: κείνο που πιο πολύ αγαπά
ο καθένας  ◊  εύκολο να το νιώσει αυτό κα
νείς· παράδειγμα η Ελένη· που ασύγκριτη
στην ομορφιά μες σ’ όλους τους ανθρώπους
ξάφνου παράτησε τον άντρα της τον ακριβό
◊  κι έβαλε πλώρη για την Τροία δίχως
ποτέ της να γνοιαστεί μήτε για κόρη
μήτε για γονιούς· μα ερωτοχτυπημένη σύγκορμα
τη συνεπηρε η Κύπρις  ◊  αχ  πόσο μ’ ένα
τίποτα λυγά πάντα η γυναίκα! πώς πιάνε
ται απ' αυτό που τρώει το νου της η άμυα
λη και πιο μακριά δε βλέπει! σάμπως και
τώρα την Ανακτορία που’φυγε μακριά μας
λέω τη θυμάται πια κανείς;  ◊  που το κα
μαρωτό της το περπάτημα και του προσώ
που της το φωτεινό το γύρο να δω χίλιες
φορές το προτιμούσα παρά των Λυδών όλα
τ’ άρματα και τους πεζούς με τα σιδερικά
στη μάχη  ◊  όμως το ξέρω πως δε γίνε
ται ποτέ κανείς να ελπίζει σ’ ολάκαιρη την
ευτυχία· ένα μικρό μερίδιο να προσδοκάει
μονάχα·  ◊  κει που δεν το περιμένει...

πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις
εδώ σ’ εμάς γυρίζει ο λογισμός της·  ◊  ε
δώ που σαν θεά φανερωνόταν μαγεμένη απ’
το γλυκό τραγούδι σου!  ◊  τώρα μέσα
στις άλλες γυναίκες της Λυδίας όμορφη ξε
χωρίζει καθώς όταν ο ήλιος έχοντας βασιλέ
ψει πια η σελήνη μ’ ένα κόκκινο θάμπος ξε
προβάλλει  ◊  όλα τ’ αστέρια γύρω της να
εξαφανίσει· κι ένα φέγγος απλώνει ώς πέρα
στ’ αλμυρό το πέλαγος και στους αγρούς με
τα χιλιάδες άνθη  ◊  τότε που η δρόσο λα
μπερή σταλάζει· ζωντανεύουν τα ρόδα και
το τρυφερό μυρώνι και το ζαμπάκι με τη
δυνατή ευωδιά·  ◊  ωστόσο εκείνη με βαριά
καρδιά ολοένα πάει κι έρχεται κι ο νους
της στην Ατθίδα την απαλή που την ποθεί
και πια μαράζωσε η ψυχή της  ◊  άκου φω
νάζει με φωνή μεγάλη εκεί κι εμείς να πά
με· να σμίξουμε μαζί της· κι η νύχτα που
’ναι όλη αυτιά να ξαναπεί πασχίζει επάνω
από τα κύματα που μας χωρίζουν το κάλε
σμά της το κρυφό και το ανεξήγητο...

Η έκφραση «νύξ πολύως» - «η νύχτα που ’ναι όλη αυτιά», όπως την αποδίδει ο Ελύτης,  επαινώντας  τη λυρική της δύναμη – δεν υπήρξε ποτέ. Ο στίχος αυτός αποτελεί συμπλήρωση κάποιου μελετητή στον πάπυρο που πρωτοεκδόθηκε το 1902 και εμφανίζεται στην έκδοση του Edmonds από την οποία αντλεί ο Ελύτης. Κι όμως, η επιλογή αμφίβολης προέλευσης στίχων, όπως ο συγκεκριμένος, φαίνεται να εξυπηρετεί τις προθέσεις του: οι αξιώσεις του δεν ήταν φιλολογικές αλλά «τολμηρά ποιητικές». Η «διαμαντένια έκφραση», με την αυτοδύναμη ακτινοβολία»της, επιλέγεται για να αντιπροσωπεύσει την Σαπφώ στον ταξιδιωτικό σάκο του ποητικού υποκειμένου στον «Μικρό Ναυτίλο»: 

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο...

Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. «Μόνο τ’ απαραίτητα» είπα. Κι ήταν αρκετά γι’ αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα- ένα: 

ΣΑΠΦΩ
νύξ πολύως




Είτε συνδεδεμένη με τον πόνο της απουσίας του έρωτα, είτε με νυχτερινές θρησκευτικές τελετές, η Σελήνη αντιπροσωπεύει και στη Σαπφώ τη θηλυκή αρχή της δημιουργίας του Κόσμου, καθώς και την πόρτα προς την απόκρυφη φύση της ανθρωπότητας και του σύμπαντος, ταυτισμένη με τις μητριαρχικές, μαγικές τελετές, «τους χορούς, που σ’ άλλους καιρούς, έσερναν τριγύρω στον ωραίο βωμό, της Κρήτης οι κοπέλες», με την πίστη ότι οι φάσεις της σελήνης μπορούν να επιδράσουν στη ζωή του ανθρώπου.

[...] πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα
σιλέψανε· και μόνο εγώ κείτομαι δω μονά
χη κι έρημη  ◊  ο Έρωτας που βάσανα μοι
ράζει  ◊  ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
◊  μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρα
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.

______________

◊ ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βωμού το χώρο συναγμένες  ◊  κα
θώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέ
λες εσέρναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βω
μό και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των
χόρτων ανθουλάκια.

Χορός, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ:
ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
____________

Του Ελύτη η σαπφική σελήνη

Ο Ελύτης αναφέρεται συχνά στη σελήνη τόσο στα ποιητικά όσο και στα δοκιμιακά του έργα, συνδέοντάς την αρκετές φορές με τη λυρική ποιήτρια και τη φύση της Αιολίδας που τους ενώνει άρρηκτα. Ο Ελύτης συνθέτει ένα  τελετουργικό σκηνικό, παρόμοιομε της Σαπφώς, στο ποίημά του «Της Σελήνης της Μυτιλήνης: παλαιά και νέα ωδή», που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Tα Ετεροθαλή», προσφέροντάς μας την αίσθηση της σαπφικής σελήνης, όπως εκείνος την ένιωσε. Η αρχαία λυρική ποιήτρια «έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού» — ο κήπος είναι κι εδώ σημείο συνάντησης των δυο ποιητών σ’ ένα άχρονο παρελθόν τους  — την «παλιά θαλασσινή Σελήνη» και είναι η Σαπφώ που «κρούοντας βότσαλα μες στο νερό» - μια καθαρά τελετουργική πράξη  καθιστά το ποιητικό υποκείμενο ικανό ν’ ακούσει το αρχέγονο όνομα του φεγγαριού, «Σ ε λ ά ν α», και την αληθινή του λειτουργία: 

Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία – που ξέρω :
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.

Ητανε στο νησί μου κάποτες εκεί που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ’ έφερε μεσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Kρούοντας βότσαλα μεσ’ στο νερό ν’ακούσω
Πως σε λένε Σ ε λ ά ν α και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

Με τη σελήνη συνδέει τη μορφή κάποιων κοριτσιών της ποίησής του, ο Ελύτης, με τον ίδιο τρόπο που η Σαπφώ δένει μυστηριακά τη μορφή της ξενιτεμένης στις Σάρδεις Ανακτορίας με την «Fροδοδάκτυλο σελάνα»: «η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης» στο Άξιον Εστί, «Σελήνη Ελένη αναβρυτή» στα Ετεροθαλή, η Μαρία Νεφέλη: 

[...] απ’ τα νερά της νύχτας τ’ ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.

Η σελήνη, βέβαια, της Σαπφώς και του Ελύτη δε σχετίζεται σε καμιά περίπτωση με τη σελήνη της ψυχρής λογικής των αστροναυτών, όπως συχνά τονίζεται από τον ποιητή. Άλλωστε, ο ίδιος μας προτρέπει βροντόφωνα: 

Μην ακούτε τον Armstrong. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων. 

Και στον «Μικρό Ναυτίλο» επίσης γράφει: 

Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Ρεμπώ επέζησε της Κομμούνας
όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Άρμστρογκ.


Στην παραλία, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: 
ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
____________


Η πιο λυρική όμως περιγραφή της σελήνης της Αιολίδας γίνεται από τον Ελύτη στο κείμενό του «Η άλλη Λέσβος», που αποτελεί την αρχή του μεγαλύτερου σε έκταση δοκιμίου «Ο ζωγράφος Θεόφιλος». Εκεί ο ποιητής φαίνεται να μας παρουσιάζει την εμπειρία του από τη γη της Αιολίδας, μια εμπειρία βίωσης της υπερπραγματικότητας, αφού ο εξωτερικός κόσμος των αισθήσεων συνενώνεται ισάξια με τον εσωτερικό κόσμο της φαντασίας και του πνεύματος του αφηγητή. Για τη σελήνη λέει:   

[...] από τη στιγμή που η νύχτα πέφτει, αρχίζει μια άλλη ιστορία. Το λόγο τον αποκλειστικό τον έχει - ποιος άλλος; - η Σελήνη. Σ' αυτήν η γη της Αιολίδας, που τα λησμονά όλα σαν όμορφη και άπιστη ερωμένη, παραδίνεται χειροπόδαρα. Διαθέτει άλλωστε η Μυτιλήνη μια δική της ιδιωτική Σελήνη, κληρονομιά νομίζω της Σαπφώς, που δεν έχει καμιά σχέση με την άλλη που μελετούν οι σοφοί και πασχίζουν να εξουσιάσουν. Είναι πολύ πιο μεγάλη από την κανονική, σχεδόν η διπλή, κατακόκκινη και πριονισμένη απ’ το ’να πλάι, με μια μεγάλη μουτζούρα στο μάγουλο, ίδια βάγια των παλιών παραμυθιών. Και βγαίνει πάντοτε αργά, πλαγιαστά, αναδίνοντας άχνες και κυλώντας επάνω στις κορυφογραμμές των λόφων, χωρίς να πέφτει ποτέ της εντελώς ως κάτου στις κοιλάδες με τα λιόφυτα.

Από χίλιες μεριές τότε, από τά κρυμμένα πίσω από τις καλαμιές μποστάνια, τις απόμαχες σάπιες ψαρόβαρκες, τους σκαρφαλωμένους στα ύψη Προφητηλίες, δίνεται τό σήμα, κι ευθύς όλα τα στοιχεία του νησιού αρχινάνε να τρέμουν, ν' αναβοσβήνουν, να μυρμηδίζουν, καθώς μυριάδες τριζόνια. Ύστερα η σιωπή παίρνει ολόκληρο το νόημά της, που σημαίνει, αποχτά ένα βάθος άπέραντο, με φανταστικά τοιχώματα έξαιρετικά ευαίσθητα, οπού και το παραμικρό έντομο να γίνεται ακουστό αιπό χιλιάδες χιλιόμετρα. Είναι αυτό άλλωστε και τό μόνο κοινό χαρακτηριστικό. Γιατί κατά τα άλλα — τις αντιδράσεις της Σελήνης, και τ’ αποτελέσματα της πορείας της, τα νιώθεις διαφορετικά εντελώς, ανάλογα με το μέρος οπού θα τύχει να βρεθείς.

[...] Αλλά εκεί που, πραγματικά, τα δεσμά του χρόνου λύνονται κι η ίδια η βαρύτητα της γης αισθάνεσαι ν' αντισταθμίζεται σαν από ισχυρή ουράνια έλξη, έτσι που όλα τα πράγματα ν' αποχτούν μιαν απίστευτη αλαφράδα και μια επιμηκυντική κατά τα ύψη παραμόρφωση, σαν άλλα νυχτερινά πλάσματα του Θεοτοκόπουλου, είναι, χωρίς αμφιβολία, στον κόλπο της Γέρας. 

[...] Και μήτε πια που σκέφτεσαι να πεις μια καλησπέρα. Δεν ξέρεις αν υπάρχεις για τους άλλους, αν σε βλέπουν καν, αν ακούνε καθόλου τα φωνή σου. Κι ύστερα είναι που τα λόγια σου πια δεν τα ορίζεις. Κι αν κάνεις ότι α νοίγεις το στόμα σου νιώθεις ότι θα  βγούνε κάτι παλιά αιολικά, όλο άλφα καί νυ, κάτι ταν απάλαν Σελάναν — ταν Μυτιλάναν, και τότε, αλήθεια, είναι φόβος όλα τα κατασιγασμένα στοιχεία του νησιού, οι ρυτιδιασμένοι κορμοί των δέντρων, οι πέτρες της ξερολιθιάς, τα αρχέγονα λιοτριβειά, τα μαγκάνια, να σκιρτήσουν ακούγοντας το αληθινό τους όνομα, ν’ αναγνωρίσουν τη μαγική φωνή και ν' αναποδογυρίσουν, θέλω να πω, να φέρουν κυριολεκτικά μέσα-έξω το Χρόνο. Που το απίθανο θα γινότανε πιθανό. Τα σαντάλια της Μνασιδίκας θα ηχούσανε πάλι κάτω απ’ τα φυλλώματα, και η Μίκα, η Γυρίννω, η Ανακτορία, με τις λαμπρές πόρπες στη μέση τους, θα υψώνανε τα γυμνά μπράτσα για ν’ αρχίσουν άλλη μια φορά να τραγουδάν τα Επιθαλάμια:

— παρθενία, παρθενία, ποῖ με λίποισ’ αποίχηι;
— οὐκέτι ἤξω πρὸς σέ, οὐκέτι ἤξω.

Οδυσσέας Ελύτης, Ο ζωγράφος Θεόφιλος, σελ. 262-265, 
Ανοιχτά Χαρτιά,  Αθήνα, Ίκαρος, 1987.


Ο κόλπος της Γέρας, διαφανογραφία από την έκδοση: Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
___________


ΠΗΓΕΣ
  • Οδυσσέας Ελύτης, Σαπφώ: ανασύνθεση και απόδοση, Αθήνα, Ίκαρος, 1996
  • Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1987.
  • Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 1992.
  • Μαρία Βερρή,  Σαπφώ: Η «μακρινή εξαδέλφη» του Ελύτη, Διπλωματική εργασία, Θεσσαλονίκη, 2020