Τον Φεβρουάριο του 1984, ο Ίταλο Καλβίνο επισκέφτηκε την Αθήνα, με την ευκαιρία μιας διάλεξης που είχε προσκληθεί να δώσει στο Ιταλικό Ινστιτούτο. Η αυτοβιογραφία, που συνέταξε ο ίδιος ειδικά για το αφιέρωμα του περιοδικού Χάρτης, δημοσιεύτηκε, μεταφρασμένη από τον Τάσο Δενέγρη, μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα και μελετήματα για το έργο του.
Μου ζητάτε ένα βιογραφικό σημείωμα, κάτι δηλαδή που με φέρνει πάντοτε σε δύσκολη θέση. Τα βιογραφικά ή ακόμη και τα ληξιαρχικά στοιχεία είναι αυτά που κανείς τα θεωρεί ό,τι πιο δικό του και, από τη στιγμή που θα τα δηλώσεις, είναι σα να υποβάλλεσαι σε ψυχανάλυση. (Ή, τουλάχιστον, αυτή είναι η γνώμη μου, γιατί δεν έχω ποτέ ψυχαναλυθεί).
Αρχίζω με το γεγονός ότι γεννήθηκα στον αστερισμό του Ζυγού, γι' αυτό μέσα στον χαρακτήρα μου η ισορροπία και η ανισορροπία αλληλοδιορθώνουν τις καταχρήσεις τους. Γεννήθηκα τον καιρό που οι γονείς μου ήταν έτοιμοι να επιστρέψουν στην πατρίδα, ύστερα από χρόνια που είχαν περάσει στην Καραϊβική: από κει βγαίνει και η γεωγραφική αστάθεια που με κάνει συνέχεια να επιθυμώ έναν άλλο τόπο.
Η γνώση των γονιών μου συνέκλινε στο φυτικό βασίλειο, στα θαύματα καί στις αρετές του. Εγώ, γοητευμένος από μιαν άλλη βλάστηση, την βλάστηση των γραμμένων φράσεων, γύρισα την πλάτη σε όσα εκείνοι θα μπορούσαν να μου μάθουν. Εξίσου άγνωστη μού έμεινε και η γνώση του ανθρώπου.
Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία μέχρι τη νεότητα σε μια πόλη της Ριβιέρας, περιορισμένη στη στενή της ζωή. Τόσο η θάλασσα που ήταν κλεισμένη σ' έναν κόλπο όσο και το βουνό, μου έδιναν την εντύπωση της σιγουριάς και της προστασίας. Από την Ιταλία με χώριζε μια λεπτή λουρίδα μιας παραθαλάσσιας οδού, από τον κόσμο ένα κοντινό σύνορο. Η έξοδος απ' αυτόν τον προστατευτικό κλοιό ήταν για μένα η επανάληψη του τραύματος τής γέννας, μα μόλις τώρα το καταλαβαίνω.
Μεγαλωμένος στα χρόνια της δικτατορίας [του Μουσολίνι], κληρωτός στα τέλη τού Παγκοσμίου Πολέμου, απόκτησα τη βεβαιότητα πώς η ειρήνη και η ελευθερία στη ζωή είναι κάτι τυχαίο και εύθραυστο, που απ' τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σου αφαιρεθεί.
Στα πλαίσια αυτής της έμμονης ιδέας, η πολιτική έπιασε ένα ίσως υπερβολικά μεγάλο μέρος των νεανικών μου ανησυχιών. Λέω υπερβολικά για τα δικά μου μέτρα, για ό,τι χρήσιμο θα μπορούσα να δώσω, γιατί υπάρχουν πράγματα που ενώ φαίνονται να είναι μακριά από την πολιτική, μετρούν πολύ περισσότερο ως επιρροή στην ιστορία (και στην πολιτική ιστορία) των ανθρώπων και των χωρών.
Μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, ένιωσα να με καλεί η μεγάλη πόλη, και ήταν κάτι πιο δυνατό από τις επαρχιακές μου καταβολές. Έτσι, για ένα διάστημα βρέθηκα να αμφιταλαντεύομαι μεταξύ Μιλάνου και Τορίνου. Η επιλογή του Τορίνου θα είχε σίγουρα τους λόγους της και δεν έγινε χωρίς συνέπειες: Τώρα έχω ξεχάσει και τους μεν και τις δέ αλλά για πολλά χρόνια σκεφτόμουν πως αν είχα διαλέξει το Μιλάνο όλα τώρα θα ήταν διαφορετικά.
Γρήγορα δοκίμασα την τέχνη της γραφής. Δεν συνάντησα δυσκολίες για να εκδώσω. Βρήκα αμέσως κατανόηση και εύνοια. Άργησα όμως να καταλάβω και να πείσω τον εαυτό μου πως δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο.
Δουλεύοντας σε εκδοτικό οίκο, αφιέρωσα περισσότερο χρόνο στα βιβλία των άλλων παρά στα δικά μου. Δεν παραπονιέμαι: οτιδήποτε αποβαίνει χρήσιμο στη ζωή του κοινωνικού συνόλου είναι ενέργεια που ξοδεύτηκε σωστά.
Από το Τορίνο, που είναι πόλη σοβαρή αλλά μελαγχολική, συνέβαινε να ξεγλιστράω συχνά και να πηγαίνω στη Ρώμη. (Οι μόνοι άλλωστε Ιταλοί που έχω ακούσει να μη μιλούν αρνητικά για τη Ρώμη είναι οι Τορινέζοι). Κι έτσι, η Ρώμη ίσως ήταν ή πόλη της Ιταλίας πού έχω ζήσει περισσότερο χωρίς ποτέ να διερωτηθώ γι' αυτό. Για μένα ιδεώδης τόπος είναι αυτός όπου είναι πιο φυσικό να ζεις σαν ξένος. Γι' αυτό, το Παρίσι είναι η πόλη όπου παντρεύτηκα, έκανα σπιτικό, μεγάλωσα μια κόρη. Ακόμη κι η γυναίκα μου είναι ξένη [από την Αργεντινή]: Οι τρεις μας μιλάμε τρεις διαφορετικές γλώσσες! Όλα μπορούν ν' αλλάξουν εκτός από τη γλώσσα που είναι μέσα μας ή μάλλον από τη γλώσσα που μας έχει μέσα της, αυτόν τον κόσμο που είναι πιο αποκλειστικός και καθοριστικός κι απ' την κοιλιά της μάνας.
Βλέπω πως σ' αυτή την αυτοβιογραφία επέμεινα στη γέννηση ενώ για τις διαδοχικές φάσεις μίλησα σαν κάτι που πρόκειται να βγει στο φως και τώρα τείνω να γυρίσω ακόμη πιο πίσω, στον κόσμο πριν από τη γέννηση.
Αυτός είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει σε κάθε αυτοβιογραφία που έχει την έννοια της εξερεύνησης των ριζών, όπως αυτή του Τρίστραμ Σάντι που μακραίνει στα παρελθόντα κι όταν φτάνει στο σημείο από όπου θα 'πρεπε ν’ αρχίσει την ιστόρηση της ζωής του, δεν βρίσκει πια τίποτε να πει.
Το βιβλίο «Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη» του Ίταλο Καλβίνο πρωτοεκδόθηκε το 1963, στο Τορίνο, από τις Εκδόσεις Einaudi με εικονογραφήσεις του Σέρτζιο Τοφάνο. Το κείμενο της παρουσίασης (που πιθανότατα γράφτηκε από το συγγραφέα) λέει:
«Μέσα σε μια πόλη από τσιμέντο και άσφαλτο ο Μαρκοβάλντο αναζητά τη φύση. Μα υπάρχει ακόμα η φύση; Η φύση που βρίσκει είναι περιφρονητική, παραμορφωμένη, έχει συμβιβαστεί με την τεχνητή ζωή. Ο Μαρκοβάλντο, αστείος και μελαγχολικός ήρωας, είναι πρωταγωνιστής μιας σειράς σύγχρονων παραμυθιών που παραμένουν πιστά σε μια κλασική αφηγηματική δομή: των ιστοριών σε κόμικς που εμφανίζονται σε παιδικά περιοδικά».
Τα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή διαγράφονται μόλις και μετά βίας: είναι ένας απλός ανθρωπάκος, κεφαλή μιας πολυμελούς οικογένειας, εργάζεται χειρωνακτικά σαν αχθοφόρος σε μια εταιρεία, είναι η τελευταία ενσάρκωση μιας σειράς αθώων φτωχοδιαβόλων, όπως ο Τσάρλυ Τσάπλιν, με μία μόνο ιδιαιτερότητα: είναι ένας «Άνθρωπος της Φύσης», ένας «Αγαθός Άγριος» εξόριστος σε μια βιομηχανική πόλη. Ο τόπος από τον οποίο ήρθε στην πόλη, το «αλλού» το οποίο νοσταλγεί, δεν αναφέρεται· θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε «μετανάστη», παρόλο που η λέξη αυτή δεν εμφανίζεται ποτέ μέσα στο κείμενο· ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, θα ήταν ανακριβής, διότι όλοι σ' αυτά τα διηγήματα μοιάζουν «μετανάστες» σ' έναν ανοίκειο κόσμο από τον οποίο δεν μπορούν να ξεφύγουν.
Η καλύτερη παρουσίαση του ήρωα υπάρχει στο πρώτο διήγημα «Μανιτάρια στην πόλη»:
«Τα μάτια αυτού του Μαρκοβάλντο ήταν άμαθα στη ζωή της πόλης: πινακίδες, σηματοδότες, βιτρίνες, φωτεινές επιγραφές, αφίσες, όσο κι αν ήταν μελετημένες να τραβήξουν την προσοχή, ποτέ δεν προσήλκυαν το βλέμμα του που γλιστρούσε επάνω τους, όπως στην άμμο της ερήμου. Κι από την άλλη, ένα φύλλο που κιτρίνιζε σ’ ένα κλαδί, ένα φτερό που είχε μπλεχτεί στα κεραμίδια δεν του ξέφευγαν ποτέ: δεν υπήρχε αλογόμυγα σε άλογο, τρύπα από σαράκι σε τραπέζι, φλούδα σύκου πατημένη στο πεζοδρόμιο, που να μην τραβήξει την προσοχή του Μαρκοβάλντο και να μη γίνει αντικείμενο στοχασμών, καθώς του αποκάλυπτε τις αλλαγές των εποχών, τους πόθους της ψυχής και τις αθλιότητες της ύπαρξης του».
Για να τονιστεί ο μυθικός χαρακτήρας τους, οι ήρωες αυτών των σκηνών της σύγχρονης ζωής —που είναι οδοκαθαριστές, νυχτοφύλακες, άνεργος αποθηκάριοι— έχουν ονόματα πομπώδη, μεσαιωνικά, σαν ήρωες μεσαιωνικού επικού ποιήματος, αρχίζοντας από τον πρωταγωνιστή. Μόνο τα παιδιά έχουν συνηθισμένα ονόματα, ίσως επειδή εμφανίζονται όπως είναι και όχι σαν καρικατούρες.
Η πόλη δεν κατονομάζεται ποτέ: από μερικές απόψεις θα μπορούσε να είναι το Μιλάνο, από άλλες (που ορίζονται από το ποτάμι και τους λόφους) αναγνωρίζουμε το Τορίνο (πόλη όπου ο συγγραφέας πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του). Η ασάφεια αυτή ήταν, οπωσδήποτε, σκόπιμη εκ μέρους του συγγραφέα, για να μας κάνει να καταλάβουμε ότι δεν πρόκειται για μια πόλη αλλά για την πόλη, την οποιαδήποτε βιομηχανική μητρόπολη, τη γενική και τυπική, όπως γενικές και τυπικές είναι οι ιστορίες που μας αφηγείται.
Ακόμα πιο ακαθόριστη είναι η εταιρεία, η επιχείρηση όπου εργάζεται ο Μαρκοβάλντο: δε θα μάθουμε ποτέ ποια είναι τα προϊόντα της, τι είδη πουλάει κάτω από το μυστηριώδη τίτλο «Sbav» ούτε τι περιέχουν τα κιβώτια που οχτώ ώρες την ημέρα φορτώνει και ξεφορτώνει ο Μαρκοβάλντο. Είναι η εταιρεία, η επιχείρηση, σύμβολο όλων των εμπορικών οίκων, των επιχειρήσεων, των ανωνύμων εταιρειών, κάθε εργοστασιακής φίρμας που βασιλεύει στα πρόσωπα και τα πράγματα της εποχής μας.
Μια μελαγχολική απόχρωση υποβόσκει στο βιβλίο από την αρχή ως το τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχήμα των κωμικών ιστοριών στάθηκε απλώς ένα σημείο εκκίνησης για το συγγραφέα, που, διευρύνοντάς το, αφέθηκε στην πικρή και πονεμένη λυρική του φλέβα. Ωστόσο ο Μαρκοβάλντο, παρ' όλες του τις αποτυχίες, δεν είναι ποτέ απαισιόδοξος· είναι διαρκώς πρόθυμος ν’ ανακαλύψει σ’ έναν κόσμο που του είναι εχθρικός μια σχισμή προς έναν κόσμο φτιαγμένο στα δικά του μέτρα, δεν καταθέτει τα όπλα, είναι πάντοτε έτοιμος να ξαναρχίσει. Φυσικά το βιβλίο δε μας καλεί να αφεθούμε σε μια στάση επιφανειακής αισιοδοξίας: ο σύγχρονος άνθρωπος έχει στερηθεί την αρμονία ανάμεσα στον εαυτό του και στο περιβάλλον όπου ζει και η επίλυση αυτής της δυσαρμονίας είναι δυσκολότατο εγχείρημα, οι ειδυλλιακές και εύκολες ελπίδες αποδεικνύονται πάντοτε φρούδες. Η στάση, όμως, που επικρατεί είναι η επίμονη, η στάση της μη εγκατάλειψης.
Στους παγερούς μεταπολεμικούς χειμώνες, ο Μαρκοβάλντο και τα παιδιά του βγαίνουν να ψάξουν για ξύλα, προκειμένου να τροφοδοτήσουν την πεινασμένη σόμπα. Τα παιδιά, γεννημένα και μεγαλωμένα στην πόλη, νομίζουν ότι οι γιγαντοαφίσες είναι δέντρα ενός δάσους κι ο Μαρκοβάλντο, που επιστρέφει «μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, αποφασίζει ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγαίνει με το πριόνι του στην εθνική οδό».
Πόσο προφητικός μοιάζει ο Καλβίνο, αλήθεια, σαν να προβλέπει το ζοφερό μέλλον των σύγχρονων κοινωνιών, ήδη από το 1963, που εκδίδονται οι ιστορίες του βιβλίου του. Σε εποχές ενεργειακής και οικονομικής κρίσης, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης στρέφει τους καταναλωτές στην καύση ξύλου για να ζεσταθούν. Όλοι θυμόμαστε, σχετικά πρόσφατα, τους επιστήμονες να κρούουν το καμπανάκι του κινδύνου, καθώς αυξάνονται σημαντικά οι τιμές των τοξικών αιωρούμενων σωματιδίων, επειδή πολλοί κάτοικοι των μεγάλων πόλεων καίνε για να ζεσταθούν ό,τι βρουν και όχι μόνο καθαρά καύσιμα. Παλέτες, ξύλα βαμμένα με πλαστικό χρώμα, φορμάικες, λάστιχα, ακόμα και σκουπίδια ρίχνονται σε τζάκια και ξυλόσομπες, κάνοντας όχι μόνο αποπνικτική αλλά και επικίνδυνη για την υγεία την ατμόσφαιρα εκτός και εντός των σπιτιών.
Στο τέλος ο Μαρκοβάλντο το πήρε απόφαση:
— Πάω για ξύλα ποιος ξέρει αν θα βρω.
Έβαλε τέσσερις πέντε εφημερίδες ανάμεσα στο πουκάμισο και στο σακάκι του, για να τον προστατέψουν από τις ριπές του ανέμου, έκρυψε ένα μακρύ πριόνι κάτω από το παλτό του και βγήκε μες στη νύχτα με τα γεμάτα ελπίδα μάτια των δικών του να τον παρακολουθούν, με τα θροΐσματα του χαρτιού σε κάθε του βήμα και το πριόνι να ξεπροβάλλει κάθε τόσο από το γιακά του.
Να πας για ξύλα στην πόλη: μια κουβέντα είναι! Ο Μαρκοβάλντο πήγε ίσια σ' ένα μικρό πάρκο που βρισκόταν ανάμεσα σε δυο δρόμους. Ερημιά παντού. Ο Μαρκοβάλντο εξέταζε ένα ένα τα γυμνά φυτά με τη σκέψη στην οικογένειά του που τον περίμενε με τα δόντια να χτυπάνε...
Ο μικρός Μικελίνο διάβαζε τουρτουρίζοντας ένα βιβλίο με παραμύθια που το είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του σχολείου. Το βιβλίο έλεγε για το παιδί ενός ξυλοκόπου που έβγαινε με το τσεκούρι του στο δάσος να κόψει ξύλα.
— Να πού πρέπει να πάμε! είπε ο Μικελίνο. Στο δάσος. Εκεί σίγουρα έχει ξύλα!
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην πόλη, δεν είχε δει ποτέ του δάσος, ούτε καν από μακριά.
Αμ' έπος, αμ' έργον, συνεννοήθηκε με τ' αδέλφια του: ο ένας πήρε ένα τσεκούρι, ο άλλος ένα γάντζο, ο τρίτος ένα σκοινί, χαιρέτησαν τη μητέρα τους και πήγαν ν' αναζητήσουν ένα δάσος.
Περπατούσαν στους δρόμους της πόλης, κάτω απ' το φως των φανοστατών, και δεν έβλεπαν παρά μόνο σπίτια: ούτε σκιά από δάσος. Πού και πού συναντούσαν κάποιον περαστικό, αλλά δεν τολμούσαν να τον ρωτήσουν πού είναι το δάσος. Έτσι έφτασαν εκεί όπου τελείωναν τα σπίτια της πόλης και ο δρόμος γινόταν εθνική οδός.
Στις δυο πλευρές της εθνικής οδού τα παιδιά είδαν το δάσος: μια πυκνή βλάστηση με παράξενα δέντρα έκρυβε από τα μάτια τους την πεδιάδα. Είχαν λεπτούς λεπτούς κορμούς, ίσιους ή λοξούς επίπεδα και πλατιά φυλλώματα που έπαιρναν τις πιο παράξενες μορφές και χρώματα, όταν τα φώτιζαν τα φανάρια κάποιου περαστικού αυτοκινήτου. Κλαδιά σε σχήμα οδοντόκρεμας, προσώπου, τυριού, χεριού, ξυραφιού, μπουκαλιού, αγελάδας, ρόδας, στεφανωμένα από φυλλωσιές με τα γράμματα της αλφαβήτου.
— Ζήτω! είπε ο Μικελίνο. Να το δάσος!
Και τ' αδέλφια του κοίταζαν μαγεμένα το φεγγάρι που ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ' αυτές τις παράξενες σκιές:
— Τι ωραίο που είναι...
Ο Μικελίνο τους ανακάλεσε αμέσως στο σκοπό για τον οποίο είχαν πάει στο δάσος: τα ξύλα.
Έτσι έριξαν ένα δεντράκι που έμοιαζε με λουλούδι κίτρινης καμπανούλας, το έκαναν κομμάτια και το κουβάλησαν στο σπίτι.
Ο Μαρκοβάλντο επέστρεψε μ' ένα πενιχρό φορτίο υγρά κλαδιά, όταν βρήκε τη σόμπα αναμμένη.
— Πού τα βρήκατε; φώναξε δείχνοντας τα υπολείμματα του διαφημιστικού πανό που, καθώς ήταν από πεπιεσμένο ροκανίδι, κάηκε πολύ γρήγορα.
— Στο δάσος! έκαναν τα παιδιά.
— Ποιο δάσος;
— Εκεί, στον αυτοκινητόδρομο. Είναι γεμάτο!
Βλέποντας πόσο απλό ήταν και ότι υπήρχε πάλι ανάγκη για ξύλα, ο Μαρκοβάλντο αποφάσισε ν' ακολουθήσει το παράδειγμα των παιδιών. Βγήκε με το πριόνι του και πήγε στην εθνική οδό.
Το βράδυ εκείνο κάποιος κατήγγειλε ότι μια συμμορία αλήτες έριχνε τις διαφημιστικές πινακίδες. Το όργανον Αστόλφο ξεκίνησε για επιθεώρηση.
Στις παρυφές του δρόμου η άγρια βλάστηση των παράξενων προειδοποιητικών και κινούμενων σχημάτων συνοδεύει τον Αστόλφο που τα κοιτάζει εξονυχιστικά ζαρώνοντας τα μυωπικά του μάτια. Και να που στο φως της μοτοσικλέτας του διακρίνει έναν αλιτήριο σκαρφαλωμένο σε μια πινακίδα. Ο Αστόλφο πατάει φρένο:
— Ε! Τι κάνεις εσύ εκεί; Κατέβα αμέσως κάτω!
Εκείνος δεν κινείται και του βγάζει τη γλώσσα. Ο Αστόλφο πλησιάζει και βλέπει ότι είναι η ρεκλάμα ενός τυριού μ' ένα υπερφυσικό παιδάκι που γλείφει τα χείλη του.
— Μάλιστα, μάλιστα, κάνει ο Αστόλφο και ξαναφεύγει με μεγάλη ταχύτητα.
Μετά από λίγο στη σκιά μιας μεγάλης πινακίδας φωτίζει ένα θλιμμένο και φοβισμένο πρόσωπο.
— Αλτ! Μην προσπαθήσεις να ξεφύγεις!
Κανείς, όμως, δε φεύγει: είναι ένα ανθρώπινο πρόσωπο με πονεμένη έκφραση, ζωγραφισμένο μέσα σ' ένα πόδι γεμάτο κάλους: διαφήμιση ενός φαρμάκου για τους κάλους.
— Ω, με συγχωρείτε, λέει ο Αστόλφο και φεύγει τρέχοντας. Η διαφήμιση ενός χαπιού για την ημικρανία ήταν ένα τεράστιο ανθρώπινο κεφάλι που από τον πόνο είχε κλείσει τα μάτια του με τα χέρια. Ο Αστόλφο περνάει και το φανάρι του φωτίζει τον Μαρκοβάλντο που, σκαρφαλωμένος στην κορυφή, προσπαθεί με το πριόνι του να κόψει μια φέτα. Τυφλωμένος από το φως, ο Μαρκοβάλντο ζαρώνει και μένει ακίνητος, κρεμασμένος από ένα αυτί της κεφάλας, με το πριόνι του ήδη στη μέση του μετώπου.
Ο Αστόλφο κοιτάζει καλά καλά και λέει:
— Α, ναι: χάπια Στάπα! Ωραία διαφήμιση! Έξυπνη! Εκείνο εκεί το ανθρωπάκι με το πριόνι συμβολίζει την ημικρανία που σου κόβει στα δυο το κεφάλι! Το κατάλαβα αμέσως!
Και ξαναφεύγει ικανοποιημένος.
Όλα σιγή και παγωνιά. Ο Μαρκοβάλντο αφήνει ένα στεναγμό ανακούφισης, παίρνει πάλι θέση στο άβολό του κάθισμα και ξαναρχίζει τη δουλειά. Στο φεγγαρόφωτο ουρανό απλώνεται το σβησμένο τρίξιμο του πριονιού πάνω στο ξύλο.
«Το απεριόριστο, το άπειρο και το γενναιόδωρα παρόν της φύσης και της Ιστορίας ανήκει σε έναν παλαιότερο ιστορικό χρόνο. Εμείς πρέπει πια να κατοικήσουμε την ξεραΐλα και να τη μετατρέψουμε, αν μπορούμε, σε βραχυχρόνια μίσθωση. Άχαρη η θέση μας, καθώς καλούμαστε από δημάρχους και άλλες δημόσιες φωνές να αποδεχτούμε το γεγονός πως και τα πάρκα τσέπης είναι δάσος. Τι περισσότερο να θέλει κανείς από ένα τσιμεντένιο παγκάκι, δυο πεύκα και μια καντίνα για τον καφέ και το σουβλάκι του;
Αυτή είναι η μετα-φύση που προσφέρεται ως πρόταση ζωής –αφήνοντας το μεγάλο δάσος να συρρικνωθεί και να γίνει είδηση χαμηλής ζήτησης–, αφού δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ή να σβήσουμε τις μεγα-πυρκαγιές (Megafires). Όσο περισσότερο οι πυρκαγιές θα μεγαλώνουν σε έκταση και διάρκεια τόσο εντονότερα θα μας προτείνονται τα pocket size αλσύλλια και τα ψευδοπάρκα των μικροαναπλάσεων ως εναλλακτικοί ορίζοντες αναψυχής, θερμοκήπια για φτωχότερους δημότες και για όσους δεν μπορούν να αγοράσουν αληθινή φύση.»
Νικόλας Σεβαστάκης, Το μεγάλο δάσος και η αυταπάτη του Ανεξάντλητου
ΠΗΓΕΣ
- Ίταλο Καλβίνο, Το δάσος στην εθνική οδό, Μαρκοβάλντο ή Οι εποχές στην πόλη, μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1989.