Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Annie Ernaux, επιστροφή στο γενέθλιο τόπο των «μικρών ανθρώπων»· ανάμεσα στην ευτυχία και την ταπείνωση...



«Όσο μακριά και να πας, στο τέλος γυρνάς εκεί που ξεκίνησες...»

Ποτέ κανείς δεν είναι προετοιμασμένος να χάσει τους γονιούς του. Το αίσθημα της ορφάνιας, το πένθος της απώλειας του δεσμού παιδιού-γονιού, ακόμα και στην ενήλικη ζωή, παραμένει συναισθηματικά επώδυνο. Μέσα όμως από τις ανακλήσεις ο τεθνεώς επανέρχεται· με τη γλώσσα, που συνεχίζει να μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις, τον ξαναφέρνεις στη ζωή, σε πείσμα του χρόνου και της αναπόφευκτης φθοράς. Είναι ζήτημα καρδιάς να μην αφήσεις τους δικούς σου νεκρούς να νεκρωθούν και, για μια συγγραφέα, όπως η Annie Ernaux, που με όπλο τις λέξεις επιχειρεί να προσεγγίζει την αλήθεια, μόνο η γραφή - η ασφαλέστερη σχεδία ζωής - θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην αρρώστια του θανάτου.

Δεκαπέντε χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της - έναν «αποπνικτικό Ιούνιο» του 1967 - η Annie Ernaux  ξεκινάει να γράφει τον «Τόπο» (Νοέμβρης 1982 – Ιούνιος 1983)Η απώλεια του πατέρα της, όπως η ίδια εξομολογείται, έφερε τα πάνω κάτω, μια «μύχια αναστάτωση που την αναποδογύρισε, ανέτρεψε το ον που ήταν». 

Μετά την κηδεία, μητέρα και κόρη μάζεψαν τα ρούχα του για να τα δώσουν σε όσους είχαν ανάγκη. Στο καθημερινό μπουφάν του βρήκαν το πορτοφόλι. Λίγα λεφτά, το δίπλωμα οδήγησης και, στην πίσω θήκη, μια παλιά φωτογραφία τυλιγμένη σε ένα απόκομμα εφημερίδας. Η φωτογραφία απεικόνιζε μια ομάδα αντρών, αγροτών ή εργατών, με τραγιάσκες. Στην πίσω σειρά διακρινόταν ο πατέρας. Το απόκομμα της εφημερίδας είχε τα ονόματα των επιτυχόντων στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Ανάμεσα στα ονόματα ήταν κι αυτό της κόρης του. Ο δικός του κόσμος τελείωνε, μαζί με την παλιά φωτογραφία, κι ένας νέος κόσμος ανοιγόταν μπροστά του, αυτός της κόρης του, που θα γινόταν καθηγήτρια, μεσοαστή, μέλος ενός κόσμου από τον οποίο ο ίδιος είχε περιφρονηθεί.

Νίκος Μπακουνάκης, στο επίμετρο του βιβλίου της Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022



«Με πήγαινε στο σχολείο με το ποδήλατό του.
Περαματάρης από τη μια όχθη στην άλλη, με ήλιο και βροχή»

Αν και πεπεισμένη ότι πάνω σ' αυτό θέλει να γράψει, δεν βρίσκει τα λόγια, αδυνατεί να μεταφράσει σε σκέψεις την αίσθηση αυτού του βίαιου και ακατανόητου που της συνέβη - «ενοχές αναμεμειγμένες με κάτι το ακατανόητο, πολύ βίαιο» - ή όπως η ίδια πάλι έχει πει: «Θα έλεγα ότι είναι η αδυναμία μου να μεταφράσω σε σκέψεις την αίσθηση αυτού που μου συμβαίνει, τη στιγμή που μου συμβαίνει –ή συμβαίνει στον κόσμο – που με αναγκάζει να γράψω».

[...] ήταν ένας πόνος, σαν να ήμουν πραγματικά στη θέση του πατέρα μου, κάτι που προφανώς δεν συνέβαινε. Με παρακινούσε ταυτόχρονα ένα τεράστιο αίσθημα ενοχής και μια πολύ μεγάλη συγκίνηση. Επομένως δεν επρόκειτο για ευτυχία, αλλά για αναγκαιότητα. Δεν ήμουν ευχαριστημένη με αυτά που έγραφα και μερικές φορές σκεφτόμουν: ναι, αυτό είναι, τώρα βρίσκω τον σωστό τρόπο να το πω.

Η Annie Ernaux περίμενε δεκαπέντε χρόνια, μέχρι ο θάνατος του πατέρα της «να γίνει ένα με το παρελθόν», ώστε να «έχει την απόσταση που διευκολύνει την εμβάθυνση των αναμνήσεων». Συγκεντρώνοντας «όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξής του, γεγονότα, λόγια, χειρονομίες, τα γούστα του», εξιστορεί τη ζωή του πατέρα της Alphonse Duchesne, μια ζωή «υποταγμένη στην ανάγκη», την οποία  και η ίδια μοιράστηκε και σιγά σιγά άφησε πίσω της, προκειμένου να ακολουθήσει τα όνειρά της. Προχωρώντας στη συγγραφή του βιβλίου, αρνούμενη να ενδώσει στην επινόηση και με τη μνήμη να αντιστέκεται καθώς ξεθάβει λησμονημένα γεγονότα, η  Annie καταφεύγει σε ανώνυμες φιγούρες ανθρώπων που μοιάζουν στον πατέρα της, που φέρνουν «εν αγνοία τους τα σημάδια της επιτυχίας ή της ταπείνωσης» και ξαναβρίσκει έτσι την «ξεχασμένη πραγματικότητα της μοίρας του».

Αργότερα, στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς περίμενα να μάθω για την πρώτη μου δουλειά, συλλογίστηκα «μια μέρα, θα πρέπει να τα εξηγήσω όλα αυτά». Εννοούσα να γράψω για τον πατέρα μου, τη ζωή του και την απόσταση που, στην εφηβεία μου, χώριζε εκείνον από μένα. Αν και ήταν κάτι που αφορούσε την τάξη, ήταν αλλιώτικο, ακαθόριστο. Όπως σ' έναν έρωτα που έχει ραγίσει.

[...] άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα με κεντρικό ήρωα τον πατέρα μου. Στα μισά της αφήγησης, ένα αίσθημα απέχθειας.

Τώρα συνειδητοποιώ ότι ένα μυθιστόρημα είναι αδύνατο. Αν θέλω να εξιστορήσω μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη, δεν δικαιούμαι να υιοθετήσω μια καλλιτεχνική προσέγγιση ή να αποπειραθώ να φτιάξω κάτι το «καθηλωτικό», το «συγκινητικό». Θα συγκεντρώσω τα λόγια, τις χειρονομίες, τα γούστα του πατέρα μου, καθώς και τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του· κοντολογίς, όλα τα αντικειμενικά σημάδια της ύπαρξής του, μιας ύπαρξης που τη μοιράστηκα κι εγώ.

[...] Έχουν περάσει αρκετοί μήνες αφότου ξεκίνησα τούτη την αφήγηση, Νοέμβρης ήτανε. Μου πήρε χρόνο γιατί μου ήταν πιο δύσκολο να ξεθάβω λησμονημένα γεγονότα απ' το να τα επινοώ. Η μνήμη αντιστέκεται. Δεν μπορούσα να βασιστώ στην αναπόληση, στο σκλήρισμα του κουδουνιού ενός παλιού μπακάλικου, στη μυρωδιά των παραγινωμένων πεπονιών, θα ξανάβρισκα μονάχα τον εαυτό μου και τα καλοκαίρια των διακοπών μου, στο Ι... Το χρώμα τ' ουρανού, οι ανταύγειες από τις λεύκες στο κοντινό ποτάμι, τον Ουάζ, δεν μου μάθαιναν κάτι. Αναζητούσα τη φιγούρα του πατέρα μου σε άλλους ανθρώπους, στον τρόπο που φωνάζουν τα παιδιά τους, που κάθονται βαριεστημένοι σε αίθουσες αναμονής, που αποχαιρετούν γνέφοντας στις αποβάθρες των σταθμών. Σε ανώνυμες φιγούρες που συναντούσα οπουδήποτε, που έφεραν εν αγνοία τους τα σημάδια της επιτυχίας ή της ταπείνωσης, ξανάβρισκα την ξεχασμένη πραγματικότητα της μοίρας του.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.

Ενώ στον «Τόπο», η συγκίνηση προέρχεται από την ανάμνηση, στο «Μια γυναίκα», η Annie Ernaux βρίσκεται μέσα στην απώλεια. Τρεις βδομάδες μετά το θάνατο της μητέρας της, Blanche Dumenil, στις 7 Απριλίου 1986, η συγγραφέας πιάνει πάλι το χαρτί - «δεν αντέχω που η μητέρα μου είναι νεκρή, θέλω να την αναστήσω» - για να θυμηθεί και να ψηλαφίσει τη ζωή της, να «την φέρει, με τη σειρά της, στον κόσμο», κεντώντας με λέξεις την οριστική απώλεια του τελευταίου δεσμού της με τον κόσμο από τον οποίο προερχόταν και στον οποίο δεν ανήκει πια. Γράφει το «Μια γυναίκα», προσπαθώντας, παράλληλα με την ανασύνθεση της ζωής της μητέρας της, ν’ αντιμετωπίσει και τα δικά της αντιφατικά αισθήματα απέναντι στη «μόνη γυναίκα που μετρούσε στ' αλήθεια για κείνη», απέναντι σε μια μητέρα «άλλοτε καλή και άλλοτε κακή», μια γυναίκα που έζησε δύσκολη ζωή, αλλά ήταν πάντα η κινητήρια δύναμη του ζευγαριού κι αυτή με την οποία πατέρας και κόρη ήταν βαθιά ερωτευμένοι. 

Στο τέλος αυτού του εγχειρήματος, ο θάνατος έχει γίνει πλέον συνείδηση, το πένθος έχει  ξεθωριάσει κι η συγγραφέας βρίσκεται στο κατώφλι της λήθης: «Τούτο το αίσθημα, όπου η απατηλή παρουσία της μητέρας μου είναι πιο ισχυρή από την πραγματική απουσία της, είναι αναμφίβολα το πρώτο στάδιο της λήθης». 

Την εβδομάδα μετά την κηδεία, μου συνέβαινε να βάζω τα κλάματα οπουδήποτε. Μόλις ξυπνούσα, ήξερα πως η μητέρα μου είχε πεθάνει. Έβγαινα από βαριά όνειρα από τα οποία δεν θυμόμουν τίποτα, πέρα απ’ το ότι εκείνη τα στοίχειωνε, πεθαμένη. Το μόνο που έκανα ήταν οι απαραίτητες καθημερινές αγγαρείες, ψώνια, μαγείρεμα, τα ρούχα στο πλυντήριο. Πολύ συχνά ξεχνούσα με τι σειρά έπρεπε να τις κάνω: αφού είχα καθαρίσει τα λαχανικά, σταματούσα για να σκεφτώ την επόμενη κίνηση, δηλαδή να τα πλύνω. Αδύνατο να διαβάσω. Μια μέρα, κατέβηκα στην αποθήκη, η βαλίτσα της μητέρας μου ήταν εκεί, βρήκα το πορτοφόλι της, μια καλοκαιρινή τσάντα και μερικά φουλάρια. Κοκάλωσα μπρος στην ανοιχτή βαλίτσα. Οι χειρότερες στιγμές ήταν έξω, στην πόλη. Οδηγούσα, και ξάφνου: «Εκείνη δεν ζει πια πουθενά στον κόσμο». Δεν μπορούσα ν’ αποδεχτώ το γεγονός ότι οι άνθρωποι φέρονταν φυσιολογικά. Η σχολαστική φροντίδα με την οποία διάλεγαν το κρέας στον χασάπη με φρίκαρε.

Σιγά σιγά, αυτή η κατάσταση έφθινε. Ακόμα κι έτσι, μου άρεσε που ο καιρός ήταν παγερός και βροχερός, όπως τις πρώτες ημέρες του μήνα, όταν η μητέρα μου ζούσε. Υπήρχαν και οι στιγμές του βυθίσματος κάθε φορά που συνειδητοποιούσα «δεν υπάρχει λόγος» ή «δεν είμαι πια υποχρεωμένη» (να κάνω το τάδε ή το δείνα για κείνην). Και το κενό στη σκέψη: η πρώτη άνοιξη που δεν θα δει. (Τώρα, μπορώ να νιώσω τη δύναμη συνηθισμένων φράσεων, ακόμα και κοινοτοπιών.)

Αύριο, κλείνουν τρεις βδομάδες από την κηδεία. Μόλις προχτές ξεπέρασα τον φόβο να γράψω «Η μητέρα μου πέθανε» στο πάνω μέρος μιας λευκής σελίδας, όχι σαν την πρώτη αράδα μιας επιστολής αλλά σαν την αρχή ενός βιβλίου. 

[...] Θα συνεχίσω να γράφω για τη μητέρα μου. Είναι η μόνη γυναίκα που μετρούσε στ’ αλήθεια για μένα και, τα τελευταία δύο χρόνια, έπασχε από γεροντική άνοια. Ίσως θα ήταν καλύτερο να περιμένω μέχρις ότου η αρρώστια και ο θάνατός της γίνουν ένα με το παρελθόν, όπως τόσα και τόσα γεγονότα της ζωής μου, ο θάνατος του πατέρα μου, ο χωρισμός απ’ τον άντρα μου, έτσι ώστε να έχω την απόσταση που διευκολύνει την εμβάθυνση των αναμνήσεων. Όμως, τούτη τη στιγμή, δεν είμαι σε θέση να κάνω κάτι άλλο.

[...]Τώρα που η μητέρα μου έχει πεθάνει, δεν θα ήθελα να μάθω τίποτα περισσότερο για κείνην απ' όσα ήξερα ενόσω ζούσε.

Ολοένα και περισσότερο τη βλέπω έτσι ακριβώς όπως τη φανταζόμουν στην παιδική μου ηλικία: μια μεγάλη λευκή σκιά που πλανιέται από πάνω μου.

[...] Δεν θ’ ακούσω ποτέ πια τον ήχο της φωνής της. Και ήταν η φωνή, τα λόγια, τα χέρια, οι κινήσεις της, ο τρόπος που γελούσε και βάδιζε, αυτά που ένωναν τη γυναίκα που είμαι τώρα με το παιδί που ήμουν κάποτε. Ο τελευταίος δεσμός με τον κόσμο απ’ τον οποίο προερχόμουν, διερράγη.

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020

Η Annie Ernaux με τη μητέρα της, μπροστά από το οικογενειακό καφεπαντοπωλείο, στο Yvetot, 1959 (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
_____________

Συνδυάζοντας  ευρηματικά την λογοτεχνία με την κοινωνιολογία, διαλύοντας το «εγώ» μέσα στο «εμείς», η Annie Ernaux, καταφέρνει, να εντάξει την ατομική της εμπειρία μέσα στη συλλογική και να αποτυπώσει μια σύνθετη κοινωνική και ταξική πραγματικότητα. Η δική της ιστορία γίνεται αντιπροσωπευτική μιας ευρύτερης ομάδας με παρόμοια χαρακτηριστικά, που καλείται να αναγνωρίσει τον εαυτό της πάνω στα αφηγούμενα: φτώχεια, καταπίεση, καθωσπρεπισμός και συγκεκριμένες ηθικές παράμετροι, ταξικές διακρίσεις σε οτιδήποτε, απαγορευμένες φιλοδοξίες, επιβεβλημένες πρακτικές, εργασία, εκκλησία, σχέσεις, κοινωνικές τάξεις, κανόνες επιβίωσης, χάσμα γενεών, γνώση, προκαταλήψεις, βιβλία, μόρφωση, ραδιόφωνο, περιοδικά, αυτοκίνητα, διαφημίσεις, τρόπος ζωής τότε και τώρα, αγροτικός κόσμος, αστικές συνήθειες, ντοπιολαλιές, ανίατες ασθένειες, ζωή και θάνατος.

Οι δικοί της ανώνυμοι γονείς - τα ονόματά τους πουθενά μέσα στα δυο βιβλία δεν αναφέρονται - θα μπορούσαν να είναι οι δικοί μας γονείς, τους οποίους όλοι κάποτε αμφισβητήσαμε, απορρίψαμε, θεωρήσαμε βαρετούς, συντηρητικούς, χωρίς φαντασία, αυστηρούς, εναντίον των οποίων επαναστατήσαμε, γιατί αντιπροσώπευαν το κατεστημένο, που έπρεπε πάση θυσία να ανατραπεί. Και τα δύο βιβλία της Ernaux «μας ψιθυρίζουν μια οικεία ιστορία», όπως εύστοχα σχολιάζει η Σοφία Νικολαΐδου στο εισαγωγικό της σημείωμα για τον «Τόπο». Δυο γονείς φτωχοί, που προσπάθησαν να ζήσουν με αξιοπρέπεια μια ζωή μέσα στη στέρηση και τη δουλειά, για να μη λείψει από το κοριτσάκι τους τίποτα. 

Η ταπεινή καταγωγή της συγγραφέως, δεν την εμπόδισε ν' αποκτήσει σπουδαία μόρφωση και να διακριθεί σ' έναν ελιτίστικο κόσμο, την απομάκρυνε ωστόσο από τις αξίες και τους κώδικες του τόπου και των γονιών της. Το χάσμα - μορφωτικό, πολιτισμικό και κοινωνικό - οξύνθηκε και μαζί, εντάθηκαν τα αισθήματα αμηχανίας και ντροπής ένθεν και ένθεν. Καθώς εκείνη αναμετριέται με τα θηρία της γνώσης παλεύει με το περιβάλλον της και με τον εαυτό της τον ίδιο. Μέχρι τη στιγμή που η απώλεια την εκθέτει στη μοναξιά και στη βεβαιότητα του αμετάκλητου, στον πραγματικό χρόνο, σ' αυτόν που ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα της θα βρεθούν ποτέ πια. 

Στο σύνορο αυτό του χρόνου και του τόπου, «στη συναρμογή του οικογενειακού και του κοινωνικού, του μύθου και της ιστορίας», επιστρατεύοντας σέπια φωτογραφίες, φιγούρες και σκιές, αποτυπώματα και ίχνη της κοινής τους ζωής, η Ernaux επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε, για να ανασυστήσει το χρόνο των παππούδων και των γονιών της, που είναι δικός της και δικός μας την ίδια στιγμή, γιατί «όσο μακριά και να πας, στο τέλος γυρνάς εκεί που ξεκίνησες...».

Η Annie Ernaux σε νεαρή ηλικία,1958
__________

«Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπτωμα της φτώχειας»

Τι είναι αυτό που ώθησε την Annie Ernaux στη λογοτεχνία; Πότε σκέφτηκε για πρώτη φορά να γράψει και τι την «αναγκάζει» να καταφεύγει έκτοτε στη γραφή; Η ίδια, σε συνέντευξη που έδωσε για το περιοδικό «La Femelle du requin»,την άνοιξη του 2021, απαντά ως εξής σε σχετική ερώτηση των δημοσιογράφων: 

A. E.: Για πρώτη φορά σκέφτηκα να γράψω στην Αγγλία. Τότε ήταν που άρχισα να γίνομαι ένα λογοτεχνικό ον, κάποια που ζούσε τα πράγματα σαν να έπρεπε να γραφτούν μια μέρα».

Ε: Στο Les armoires vides [Οι άδειες ντουλάπες], γράφετε: «Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπτωμα της φτώχειας, ο κλασικός τρόπος διαφυγής από το περιβάλλον σου».

A. E.: 'Ετσι το έβλεπα όταν ήμουν είκοσι χρονών. Είχα τότε μεγάλη τρέλα με τη λογοτεχνία, πράγμα που σήμαινε εκείνη την εποχή ότι αιθεροβατούσα. Αυτήν τη φράση την οποία αναφέρετε, την είχα βάλει στο στόμα του Μαρκ, ενός χαρακτήρα που εκπροσωπούσε την κυρίαρχη τάξη, ενώ εγώ ανήκα στην κυριαρχούμενη τάξη. Δεν μιλούσα στον εαυτό μου, φυσικά, με αυτούς τους όρους του Bourdieu. Η λογοτεχνία μού φαινόταν ένα μέσο που θα με έβγαζε από την κατάστασή μου. Είχα επίγνωση ότι έβρισκα σ' αυτήν μια διέξοδο, έναν άλλον κόσμο. Ως παιδί, η ανάγνωση ήταν για μένα όχι μόνο η πύλη της φαντασίας, αλλά και ένας τρόπος διαφυγής από το περιβάλλον μου. Στο Les armoires vides, αφηγούμαι μια ανάμνηση: όταν ήμουν περίπου δέκα ετών, και επέστρεφα από το σχολείο το μεσημέρι, φανταζόμουν ότι δεν πήγαινα στους γονείς μου, στο καφέπαντοπωλείο της Rue Clopart, αλλά σε ένα κάστρο ή τουλάχιστον σε ένα μεγάλο σπίτι. Οι γονείς μου ήταν όντως οι γονείς μου, αλλά πολύ διαφορετικοί.

Θα έπρεπε μάλλον να αναρωτηθούμε τι νόημα είχε για μένα η λογοτεχνία από τη στιγμή που άρχισα να την εξασκώ. Με το πρώτο κείμενο που έγραψα, όταν ήμουν φοιτήτρια, δραπέτευα πράγματι ακολουθώντας τη μόδα του Νέου Μυθιστορήματος, που διάβαζα πολύ και γνώριζα καλά, σε αντίθεση εξάλλου με τους άλλους φοιτητές στο μάθημα της λογοτεχνίας. Αυτό που είχα εφεύρει δεν αφορούσε καθόλου την πραγματικότητα που γνώριζα. Ήταν μια καθαρά ψυχολογική πραγματικότητα, που είχε σχέση με αυτό για το οποίο θα μιλούσα πολύ αργότερα στο Mémoire de fille [Αναμνήσεις ενός κοριτσιού]. Όλα ήταν τόσο μετατοπισμένα... Έχω την εντύπωση ότι είχα συνείδηση, την εποχή που έγραφα αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο απορρίφθηκε από τις εκδόσεις Le Seuil, ότι απέφευγα την πραγματικότητα. 'Υστερα, η πραγματικότητα με προλαβαίνει, με κατακλύζει, με πνίγει: μια παράνομη έκτρωση, ένας γάμος, ένα παιδί και μια θέση καθηγήτριας, 40 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι, επειδή πρέπει να βγάλεις τα προς το ζην. Αδύνατον να γράψω την παραμικρή γραμμή. Κάθε καλοκαίρι η σκέψη μου είναι εκεί, δεν εγκαταλείπω ποτέ την ιδέα, αλλά την αποστρέφομαι, ένιωσα μάλιστα ότι ήταν λίγο σαν όνειρο, ειδικά επειδή εκείνη την εποχή λίγοι άνθρωποι έγραφαν. Σήμερα, με τα κοινωνικά δίκτυα μεταξύ άλλων, υπάρχει η εντύπωση ότι όλοι γράφουν. Αυτό δεν συνέβαινε καθόλου τη δεκαετία του '60. Κρατούσα βέβαια ημερολόγιο, το συζητούσα με τους φίλους μου, αλλά δεν τους έβαζα να το διαβάσουν. Το γράψιμο ήταν ακόμα κάτι πολύ έκτακτο, θα μιλούσες γι' αυτό μόνο από κομπασμό. Ακόμη και σε κάπως μπουρζουάδικους κύκλους.

Μόλις πήρα το CAPES μου [δίπλωμα που σου επιτρέπει να διδάξεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση -σ.σ.], επισκέπτομαι με το πρώτο μου παιδί τους γονείς μου, τους οποίους είχα να δω δύο χρόνια. Και τότε ο πατέρας μου πεθαίνει. Αυτή η μύχια αναστάτωση με αναποδογύρισε, ανέτρεψε το ον που ήμουν. Γυρίζοντας πίσω στο Annecy όπου ζούσα, πείθομαι ότι πάνω σ' αυτό θέλω να γράψω. Εκείνη τη στιγμή δεν έχω πραγματικά τα λόγια, ξέρω μόνο ότι χωριστήκαμε, και είναι τρομερό, γιατί νομίζω ότι νιώθω ενοχές αναμεμειγμένες με κάτι το ακατανόητο, είναι πολύ βίαιο. Αυτά είναι όλα όσα το γράψιμό μου θα εξελίξει στη συνέχεια. Είχα την αίσθηση ότι ήμουν μια αστή. Πιθανώς μια μικροαστή. Ζούσαμε τότε σε ένα διαμέρισμα, τίποτα το πολυτελές, αλλά διαλέξαμε τα έπιπλα το ένα μετά το άλλο, μερικά από τα οποία βρίσκονται εξάλλου ακόμα εδώ. Άλλαξα εντελώς τρόπο ζωής. Και κάτι άλλο, ανακαλύπτω στις παλιές συνοικίες του Annecy, που δεν ήταν τουριστικές όπως σήμερα, ένα καφέ με τις κουρτίνες πάντα κλειστές, όπου συχνάζουν αυτοί που ονομάζονταν τότε Βορειοαφρικανοί, ένα καφέ στο οποίο κανείς δεν θα διανοείτο να μπει. Οπότε υπάρχουν όλα αυτά που δεν είναι πολύ ξεκάθαρα, αλλά είναι το πιο δυνατό πράγμα για μένα εκείνη την εποχή. Ξεκινάω την πρώτη μου δουλειά, χωρίς καθόλου να με βοηθάει το CAPES μου στη λογοτεχνία, ανακαλύπτοντας σε κάποιες από τις τάξεις μου μαθήτριες που ήταν βασικά από το ίδιο περιβάλλον με μένα. Έχω μια πρώτη Γυμνασίου και τεχνικές τάξεις, με εμπορική και γραμματειακή κατεύθυνση, κυρίως κορίτσια. Ήταν κατηγορίες υποβιβασμού στο μεγαλύτερο μέρος τους. Φυσικά δεν προλάβαινα να γράφω. Ονειρευόμουν να με διορίσουν στο Annecy, ώστε να μην χρειάζεται να χάνω τόσο πολύ χρόνο με τις αποστάσεις, πράγμα που τελικά συνέβη. Η μητέρα μου ήρθε να ζήσει μαζί μας, με απάλλαξε από πολλά πράγματα, ακόμα κι από τα παιδιά που λάτρευε. Ξαφνικά είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να προετοιμαστώ για την εξ αποστάσεως agrégation [με το δίπλωμα αυτό μπορεί να διδάξεις και στην ανώτατη εκπαίδευση -σ.σ.], την οποία και πέρασα. Τότε βρέθηκα αντιμέτωπη με τον εαυτό μου. Είχα γράψει ένα μυθιστόρημα το οποίο είχε απορριφθεί, και δεν υπήρχε επομένως κανένας λόγος να μιλήσω με άλλους για το βιβλίο που είχα στο μυαλό μου.


Η Annie Ernaux, σε ηλικία 20 ετών, εργάζεται ως babysitter στα προάστια του Λονδίνου.
(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
_________

«Να περισώσει κάτι απ' τον χρόνο, στον οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε» 

Δεν ψάχνει ούτε προσπαθεί να ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο, με τον τρόπο του Μαρσέλ Προυστ, η Annie Ernaux. Αυτό που ίσως επιδιώκει είναι να κάνει αισθητό το πέρασμα του χρόνου, που όλους μας κουβαλά και μας μεταμορφώνει: «να περισώσει κάτι απ' τον χρόνο, στον οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε». 

Τα πάντα θα σβήσουν σ’ ένα δευτερόλεπτο. Το λεξικό που φτιάχνουμε από το λίκνο ως τον τάφο θα χαθεί. Σιωπή, και μήτε μια λέξη για να την εκφράσει. Τίποτα δεν θα βγαίνει απ’ το ανοιχτό στόμα. Μήτε το «εγώ» μήτε το «εμένα». Η γλώσσα θα συνεχίσει να μεταμορφώνει τον κόσμο σε λέξεις. Στις κουβέντες γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι θα είμαστε απλώς ένα όνομα, ολοένα και πιο πολύ δίχως πρόσωπο, μέχρις ότου εξαφανιστούμε μες στην αχανή ανωνυμία μιας μακρινής γενιάς.

[...] Έτσι, λοιπόν, η μορφή του βιβλίου της θ’ αναδυθεί από μια εμβύθιση στις εικόνες της μνήμης, προκειμένου να καταγράψει λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά σημάδια των εποχών, τη χρονιά, με περισσότερη ή λιγότερη βεβαιότητα, στην οποία ανήκουν οι εικόνες, να τα συνδέσει βαθμιαία με άλλα, να προσπαθήσει να ξανακούσει τα λόγια των ανθρώπων, τα σχόλια για γεγονότα και πράγματα, σταχυολογημένα μέσα από έναν τεράστιο όγκο αιωρούμενων λόγων, αυτήν την ανθρωποβοή που ακατάπαυστα μεταφέρει αδιάλειπτες εκφάνσεις αυτού που είμαστε και αυτού που οφείλουμε να είμαστε, να σκεφτόμαστε, να πιστεύουμε, να φοβόμαστε, να ελπίζουμε. Το αποτύπωμα που άφησε ο κόσμος πάνω σε κείνη και στους σύγχρονους της θα το χρησιμοποιήσει για ν’ ανασυστήσει έναν κοινό χρόνο, αυτόν που έχει κυλήσει απ’ το μακρινό παρελθόν ως σήμερα - έτσι ώστε, ανακτώντας τη συλλογική μέσα από την ατομική μνήμη, ν’ αποδώσει τη βιωμένη διάσταση της Ιστορίας.

Δεν θα είναι ένα έργο αναπόλησης, όπως το εννοούμε συνήθως, το οποίο θα αποσκοπεί στην αφηγηματοποίηση μιας ζωής, σε μια αυτοερμηνεία. Θα κοιτάξει μέσα της μόνο και μόνο για να ξαναβρεί τον κόσμο, τη μνήμη και το φαντασιακό των αλλοτινών ημερών του κόσμου, ν’ αντιληφθεί την αλλαγή των ιδεών, των πεποιθήσεων και της ευαισθησίας, τη μεταμόρφωση των ανθρώπων και του υποκειμένου που γνώρισε - ίσως, όλα αυτά να μην είναι τίποτα σε σύγκριση με τα όσα θα γνωρίσει η εγγονή της και όλοι εκείνοι που θα ζουν το 2070. Θέλει να ιχνηλατήσει αισθήσεις που είναι ήδη παρούσες, αγνώστου ονόματος ακόμη, όπως εκείνη που την κάνει να γράφει.

Θα είναι μια ολισθηρή αφήγηση, γραμμένη σε παρελθοντικό χρόνο, συνεχή, απόλυτο, που θα καταβροχθίζει το παρόν όσο θα πλησιάζει την τελευταία εικόνα μιας ζωής. Μια ροή διακοπτόμενη ωστόσο, σε τακτά διαστήματα, από φωτογραφίες και κινηματογραφημένες σκηνές που θ’ απεικονίζουν τις διαδοχικές μεταμορφώσεις του κορμιού της και τις κοινωνικές θέσεις της - παγωμένα πλάνα της μνήμης και ταυτόχρονα αναφορές για την εξέλιξη της ύπαρξής της, τα πράγματα που την έκαναν ξεχωριστή, όχι λόγω της φύσης των στοιχείων της ζωής της, είτε εξωτερικών (κοινωνική ανέλιξη, επάγγελμα) είτε εσωτερικών (σκέψεις και φιλοδοξίες, συγγραφική επιθυμία), αλλά λόγω του συνδυασμού τους, μοναδικού για τον καθένα. Σε τούτη τη «διαρκώς άλλη» των φωτογραφιών θ’ αντιστοιχεί, σαν είδωλο σε καθρέφτη, το «εκείνη» της γραφής.

Κανένα «εγώ» σε αυτό που θεωρεί ως μια απρόσωπη αυτοβιογραφία - μόνο το «κάποιος» και το «εμείς»-, θαρρείς και, με τη σειρά της, αφηγήθηκε την ιστορία περασμένων καιρών.
Άλλοτε, όταν της ερχόταν επιθυμία να γράψει, μες. στο φοιτητικό της δωμάτιο, λαχταρούσε να βρει μια άγνωστη γλώσσα που θα της αποκάλυπτε μυστηριώδη πράγματα, όπως μια μάντισσα. Φανταζόταν επίσης το ολοκληρωμένο βιβλίο ως μια αποκάλυψη του βαθύτερου είναι της στους άλλους, ένα ανώτερο επίτευγμα, μια δόξα - και τι δεν θα ’δινε για να γίνει «συγγραφέας», όπως, τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι, ευχόταν να ξυπνήσει ένα πρωινό και να είναι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα. Αργότερα, μέσα σε εξουθενωτικές τάξεις σαράντα μαθητών, στην ουρά του ταμείου στο σουπερμάρκετ, στα παγκάκια του πάρκου δίπλα σ’ ένα παιδικό καρότσι, τούτα τα όνειρα την εγκατέλειψαν. Δεν υπήρχε κάποιος άρρητος κόσμος που ν’ αναδύεται ως διά μαγείας από εμπνευσμένες λέξεις και δεν θα έγραφε ποτέ, παρά μόνο μέσα από τα βάθη της δικής της γλώσσας, της γλώσσας όλων, το μοναδικό εργαλείο με το οποίο σκόπευε να τιθασεύσει οτιδήποτε την εξόργιζε. Έτσι, το βιβλίο που θα έγραφε θα ήταν ένα μέσο πάλης. Δεν εγκατέλειψε αυτήν τη φιλοδοξία, μα τώρα, όσο τίποτε άλλο, ήθελε να αποθανατίσει το φως που λούζει πρόσωπα στο εξής αόρατα, τραπεζομάντιλα με αδειανά σερβίτσια, το φως που ήταν ήδη εκεί στις κυριακάτικες αφηγήσεις των παιδικών της χρόνων κι αυτή δεν έπαψε ποτέ να ρίχνει πάνω σε πράγματα βιωμένα, ένα φως αλλοτινό. Ήθελε να περισώσει... κάτι απ' τον χρόνο, στον οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε.

Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022

Μάρτιος 1963, στο δωμάτιό μου. Κόλλησα στον τοίχο την φράση αυτή του Claudel, που αντέγραψα προσεκτικά σε ένα μεγάλο φύλλο χαρτί με τις άκρες του καμμένες με αναπτήρα, σαν ένας σατανικός όρκος: "Ναι, πιστεύω πως δεν ήρθα άδικα στον κόσμο και ότι υπήρχε μέσα μου κάτι το οποίο δεν θα μπορούσε να στερηθεί ο κόσμος." (L' autre fille, 2011 - © NiL Editions)
 _____________________

«Το γράψιμο είναι το τελευταίο καταφύγιο για κείνους που έχουν προδοθεί», Ζαν Ζενέ

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αναμνήσεις, χωρίς καταγωγές, χωρίς νοερές επιστροφές σε πρόσωπα και γεγονότα της περασμένης ζωής. Είμαστε «γέννημα» των γονιών μας, «θρέμμα» του τρόπου ζωής της κοινωνίας που ζούμε, της εικόνας του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά, και μιας μνήμης χωρίς λήθη, που μας τη μετέδωσαν τα φυλετικά μας γονίδια, φερμένα από πολύ μακριά.

H απόδοση φόρου τιμής στην πατρική ή μητρική φιγούρα αποτελεί βέβαια κοινό τόπο στη λογοτεχνία. Όμως στην περίπτωση της Annie Ernaux, είναι από την αρχή ξεκάθαρο ότι πρόθεσή της δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, ούτε να δοξάσει αλλά ούτε και να ξεκαθαρίσει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους απόντες πλέον γονείς της.

Και τα δυο αυτά βιβλία αποτελούν μια χειρονομία συμφιλίωσης και συγγνώμης, έναν τρόπο απονομής δικαιοσύνης, ένα καταφύγιο τελευταίο, όταν όλοι οι δρόμοι επικοινωνίας έχουν εξαντλήσει τα περιθώριά τους. Η φράση του Ρεμπώ «Θα γράψω για να εκδικηθώ τη φυλή μου», την οποία η Annie Ernaux ανέφερε, έγινε εκ των υστέρων του συρμού. Η συγγραφέας επιχειρεί να ξαναπροσεγγίσει τον κόσμο που άφησε πίσω της και μέσα από το κοσκίνισμα της οικογένειας, να προχωρήσει μπροστά, να βρει τη δική της θέση στον κόσμο. Πολλά χρόνια μετά, ανοίγει το βιβλίο της «Τα χρόνια» (2008), με μότο τη φράση του Χοσέ Ορτέγα ι Γκασέτ «Το μόνο που έχουμε είναι η ιστορία μας, όμως ακόμα κι αυτή δεν μας ανήκει». Εδώ, το «εγώ» της αφηγήτριας γίνεται «αυτή», ομολογώντας, σε γ' πρόσωπο αυτή τη φορά: 

«Σκέφτεται πως μήτε με τον εργατόκοσμο των παιδικών της χρόνων μήτε με το μαγαζάκι των γονιών της έχει πια τίποτα το κοινό. Πέρασε απ’ την άλλη πλευρά, αλλά δεν ξέρει τίνος πράγματος, πίσω της η ζωή είναι φτιαγμένη από ασύνδετες εικόνες. Νιώθει στο πουθενά, “μέσα” στο τίποτα με εξαίρεση τη γνώση και τη λογοτεχνία».

Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022

Αν όντως η Annie Ernaux απαξίωσε τότε την οικογένειά της, «πρόδωσε» τους οικείους της και εγκατέλειψε την τάξη της, επιχειρεί εκ των υστέρων, με την απογυμνωμένη γραφή της, να ξορκίσει τις ενοχές της, να γεφυρώσει το χάσμα που τους χώριζε, να αποδώσει εντέλει στους γονείς της, μέσω της γραφής - η γραφή, εκτός από εξιλέωση, δεν παύει να είναι και μια μορφή προσφοράς - ό,τι δεν κατάφερε να τους προσφέρει όσο εκείνοι ήταν εν ζωή. Μέσα από την αναδρομική, ώριμη και κατασταλαγμένη, ματιά της κόρης, καταθέτει  όλες τις αντιφάσεις και τις ανακολουθίες που τη στοιχειώνουν και πασχίζει να επανασυνδεθεί μ’ έναν κόσμο χαμένο, που κάποτε αρνήθηκε αλλά τώρα με τον τρόπο της τιμά. Τώρα που οι γονείς της έχουν γίνει ιστορία, καταφέρνει κι η ίδια να νιώσει «λιγότερο μόνη και παράταιρη» στον κόσμο στον οποίο, εκπληρώνοντας τη δική τους επιθυμία, ανήκει, έναν κόσμο όπου δεσπόζουν λέξεις και ιδέες.

Καθώς γράφω, προσπαθώ να βρω μια μέση οδό ανάμεσα στην αποκατάσταση ενός τρόπου ζωής που εν γένει θεωρούνταν υποδεέστερος και την καταγγελία περί αποξένωσης που τον συνοδεύει. Γιατί εμείς έτσι ζούσαμε και ήμασταν ευτυχισμένοι, παρότι συνειδητοποιούσαμε τους ταπεινωτικούς φραγμούς της μοίρας μας (επίγνωση του «δεν ήταν και τόσο καλά στον τόπο μας»). Επομένως, θα ήθελα να εκφράσω τόσο την ευτυχία όσο και την αποξένωση που νιώθαμε. Αντί γι' αυτό, φαίνεται ότι μάλλον αμφιταλαντεύομαι στα δυο άκρα τούτης της αντίφασης.

[...] Σήμερα, η αποκρυπτογράφηση αυτών των αναμνήσεων είναι επιτακτική ανάγκη για μένα, πόσο μάλλον που τις είχα απωθήσει, σίγουρη για την ασημαντότητά τους. Κι αν επέζησαν, είναι μόνο μέσα από την ταπείνωση. Ενέδωσα στην επιθυμία του κόσμου που ζω, ενός κόσμου που σε υποχρεώνει να λησμονήσεις τις αναμνήσεις μιας ταπεινής ζωής θαρρείς και ήταν κάτι που πρόδιδε κακό γούστο.

[...]Τελείωσα με την αποκάλυψη της κληρονομιάς την οποία χρειάστηκε να παρατήσω στο κατώφλι του αστικού και καλλιεργημένου κόσμου όταν εισήλθα σ’ αυτόν.

[...] Ίσως η πιο μεγάλη του περηφάνια, ή ακόμα και ο λόγος της ύπαρξής του: το γεγονός ότι ανήκω στον κόσμο που εκείνον τον είχε καταφρονήσει.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα,  2020 

Της άρεσε να προσφέρει σε όλους περισσότερα απ' όσα έπαιρνε. Μήπως και η γραφή δεν είναι μια μορφή προσφοράς;

[...] Και μόνον όταν η μητέρα μου - που γεννήθηκε σ’ ένα δεσποτικό περιβάλλον απ’ το οποίο ήθελε να ξεφύγει - έγινε ιστορία, άρχισα κι εγώ να νιώθω λιγότερο μόνη και παράταιρη σ’ έναν κόσμο όπου δεσπόζουν λέξεις και ιδέες, ο κόσμος στον οποίο, εκπληρώνοντας την επιθυμία της, ανήκα.

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020

Στις 13 Οκτωβρίου του 2012, μετά από επανειλημμένες προσκλήσεις του δήμου του Yvetot, για πρώτη φορά, η Annie Ernaux δέχεται να συναντήσει τους κατοίκους της μικρής πόλης της Νορμανδίας,  όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια - τη μόνη μας πατρίδα, σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Γάλλου φιλοσόφου Ρολάν Μπαρτ - αυτή τη χώρα των μικρών ανθρώπων που σφυρηλάτησαν τη γλώσσα της, τους πόθους, τα όνειρά της, τις ταπεινώσεις της.

Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά την αναχώρησή της για τον κόσμο των κυρίαρχων, όπως λέει, επιστρέφει στην «πόλη της μνήμης της», ως συγγραφέας πλέον, για να ξαναδέσει το νήμα ανάμεσα στο πρόσωπο του δεκαοκτάχρονου κοριτσιού που εγκατέλειψε τον τόπο του για να βρει τον εαυτό του, με το πρόσωπο της γυναίκας που «γράφει τη ζωή της», τη ζωή των ανθρώπων και του κόσμου εκείνου που την διαμόρφωσε.

«Όπως καμία άλλη πόλη για μένα, [το Yvetot] είναι ο τόπος της πιο ουσιαστικής μου μνήμης, εκείνης της παιδικής μου ηλικίας και των χρόνων διαμόρφωσης μου. Αυτή η μνήμη συνδέεται μ’ αυτά που γράφω, με τρόπο ομοιογενή, μπορώ κάλλιστα να πω, ανεξίτηλο».


«...να παραμείνουμε κάτω από τη λογοτεχνία»

«Φυσικά, κάνω λογοτεχνία, αλλά θα ήθελα να παραμείνω κάτω από το επίπεδο της λογοτεχνίας εκείνης που διδάσκεται, όπως θα έλεγε ο Barthes...», δηλώνει η Annie Ernaux, κάθε φορά που της προσάπτουν ότι «δεν κάνει λογοτεχνία». Η ίδια πάλι έχει χρησιμοποιήσει τον όρο «επίπεδη γραφή», αναφερόμενη σ’έναν «ακύμαντο τρόπο γραφής», το ύφος που της ταιριάζει και που χρησιμοποιούσε όταν έγραφε  στους γονείς της για να τους δώσει τα σημαντικά νέα. 

«...ειλικρινά, όταν γράφω, δεν σκέφτομαι ποτέ πώς μπορούν να εκτραπούν τα πράγματα, παρά μόνο την ακρίβεια των όσων γράφω σε σχέση με αυτά που σκέφτομαι.»

Σε κάθε περίπτωση, η συγγραφέας, αρνούμενη τη μυθιστορηματική μυθοπλασία, φέρνει στο φως γεγονότα, πρόσωπα και ντοκουμέντα, όλα υπαρκτά, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς «λυρικές αναπολήσεις, χωρίς θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας», δημιουργώντας ένα καινούργιο, υβριδικό αφηγηματικό είδος που η ίδια το ονομάζει autobiographie impersonnelle - «απρόσωπη αυτοβιογραφία», θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ο όρος. Η ίδια δηλώνει απλώς «εθνογράφος του εαυτού» της και χαρακτηρίζει «αναίδεια» την επίδειξη των συναισθημάτων του συγγραφέα σ' ένα βιβλίο – «είναι σαν να κλαις στον ώμο του αναγνώστη».

Όχι λυρικές αναπολήσεις, όχι θριαμβευτική επίδειξη ειρωνείας. Αυτός ο ακύμαντος τρόπος γραφής μού ταιριάζει εκ φύσεως, είναι το ύφος που χρησιμοποιούσα όταν έγραφα άλλοτε στους γονείς μου για να τους λέω τα σημαντικά νέα.

[...] Γράφω αργά. Καθώς πασχίζω να βρω το υφάδι μιας ζωής μέσα από γεγονότα και επιλογές, νιώθω ότι απομακρύνομαι σταδιακά από τη φιγούρα του πατέρα μου. Το λεπτομερές περίγραμμα κυριαρχεί και οι ιδέες τρέχουν από μόνες τους. Απ’ την άλλη – αν ενδώσω στις εικόνες της θύμησης, τον ξαναβλέπω όπως ήταν, το γέλιο του, η περπατησιά του, το χέρι που με κρατούσε πηγαίνοντάς με στο λούνα παρκ όπου τα καρουζέλ με τρομάζαν –, θα ξεχάσω οτιδήποτε τον έδενε με τους άλλους. Κάθε φορά, προσπαθώ να ξεφύγω από την παγίδα της υποκειμενικής ματιάς.

Φυσικά, δεν νιώθω καμιά ευτυχία σε τούτο το συγγραφικό εγχείρημα όπου κρατιέμαι όσο πιο κοντά γίνεται σε λέξεις και φράσεις που άκουγα, κάποιες φορές μάλιστα τις τονίζω με πλάγια. Όχι για να καταδείξω μια διττή σημασία στον αναγνώστη και να του προσφέρω την απόλαυση μιας συνενοχής – αρνούμαι κάθε λογής νοσταλγία, πάθος ή χλεύη. Απλώς, γιατί τούτες οι λέξεις και φράσεις ορίζουν το χρώμα και το σύνορο του κόσμου όπου έζησε ο πατέρας μου, όπου έζησα κι εγώ. Ένας κόσμος όπου οι λέξεις είχαν ξεκάθαρο νόημα.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.


Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Για μένα, η μητέρα μου δεν έχει ιστορία. Ήταν ανέκαθεν εκεί. Όταν μιλάω γι’ αυτήν, η πρώτη μου παρόρμηση είναι να την «παγώσω» σε μια σειρά εικόνων άσχετων με τον χρόνο: «είχε βίαιο ταμπεραμέντο», «ήταν μια γυναίκα που τα έδινε όλα», και να φέρνω στη μνήμη μου ανάκατες σκηνές, όπου εκείνη ήταν παρούσα. Ξαναβρίσκω έτσι μονάχα τη γυναίκα του φαντασιακού μου, την ίδια που, τελευταία, εμφανίζεται στα όνειρά μου, ζωντανή και πάλι, ανέγγιχτη απ’ τον χρόνο, μέσα σε μια ατμόσφαιρα έντασης που θυμίζει ταινία θρίλερ. Θα ήθελα επίσης να αποδώσω την πραγματική γυναίκα, αυτήν που υπήρχε ανεξάρτητα από μένα, που γεννήθηκε στις παρυφές μιας νορμανδικής κωμόπολης και πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα περίχωρα του Παρισιού. Ό,τι πιο σωστό ελπίζω να γράψω έγκειται αναμφίβολα στη συναρμογή του οικογενειακού και του κοινωνικού, του μύθου και της ιστορίας. Το πόνημά μου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα λογοτεχνικό τόλμημα εφόσον σκοπός του είναι να βρει την αλήθεια για τη μητέρα μου, μια αλήθεια που προσεγγίζεται μόνο με λέξεις. (Με άλλα λόγια, μήτε οι φωτογραφίες, μήτε οι αναμνήσεις, μήτε οι οικογενειακές μαρτυρίες μπορούν να μου προσφέρουν αυτή την αλήθεια.) Και, συνάμα, θα ήθελα να κρατήσω μια κάποια απόσταση από τη λογοτεχνία.

[...] Τούτο το βιβλίο δεν είναι βιογραφία,ούτε μυθιστόρημα, ίσως είναι κάτι ανάμεσα στη λογοτεχνία, στην κοινωνιολογία και την ιστορία. 

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Αγρόκτημα στην περιοχή Pays de Caux, Νορμανδία
_____________

Μια ζωή υποταγμένη στην ανάγκη

Η ζωή του πατέρα της Annie Ernaux, Alphonse Duchesne, ξεκινά λίγους μήνες πριν απ’ τον εικοστό αιώνα (1899), σ’ ένα μικρό χωριό κοντά στο Caux, είκοσι πέντε χιλιόμετρα από  την ακτή της Νορμανδίας, μ’ έναν πατέρα αγρότη, καραγωγέα, που «δεν ήξερε μήτε να διαβάζει μήτε να γράφει» και μια μάνα υφάντρα. Άφησε το σχολείο στα δώδεκα  - είχε καταφέρει ως τότε να «διαβάζει και να γράφει χωρίς λάθη» - για να δουλέψει στα χωράφια ως παραγιός. «Ο παππούς μου δεν μπορούσε πια να τρέφει έναν ακαμάτη. Μήτε καν τους περνούσε απ’ το μυαλό, ήταν το ίδιο για όλους».

Όταν ο πατέρας επέστρεψε απ’ τον Μεγάλο Πόλεμο, δεν ήθελε πια να γυρίσει στην «καλλιέργεια», έτσι αποκαλούσε ανέκαθεν τη δούλεψη της γης· η άλλη έννοια, που είχε σχέση με το πνεύμα, του ήταν άχρηστη. Συνέχισε ως βιομηχανικός εργάτης σε μια σπαγγοποιία, που στον απόηχο της εκβιομηχάνισης της δεκαετίας το '20, είχε μαζέψει όλους τους νέους της περιοχής.«Καθαρή δουλειά, προστατευμένη από τις κακοκαιρίες». Εκεί γνώρισε την Blanche Dumenil, εργάτρια κι εκείνη στο ίδιο εργοστάσιο, γεννημένη το 1906, στο Ιβετό (Yvetot), «μια παγερή κωμόπολη, χτισμένη σ’ ένα ανεμόδαρτο οροπέδιο, μεταξύ Ρουέν και Χάβρης», την «πιο άσχημη πόλη στον κόσμο μετά την Κωνσταντινούπολη», όπως έγραφε ο Φλωμπέρ στην «Αλληλογραφία» του.  


Yvetot, Rute du Havre
__________

Τέταρτη από έξι παιδιά η Blanche, μεγάλωσε με μια μάνα «σκληραγωγημένη στη δουλειά, όχι και τόσο καλόγνωμη», παράτησε το σχολείο στα δώδεκα και μόλις στα δεκατρία έχασε τον πατέρα της, που λάτρευε. Η μικρή χωριατοπούλα με την «ακόρεστη όρεξη» και το «περήφανο, δυναμικό ταμπεραμέντο», έζησε τη νιότη της διχασμένη ανάμεσα στην επιθυμία να ξεφύγει από τη φτώχια, να το ρίξει έξω και στο φόβο της «δακτυλοδεικτούμενης», «το είδος του κοριτσιού που κανείς σοβαρός νεαρός δεν θέλει». Δουλεύοντας στο εργοστάσιο, ανάμεσα σε άντρες, ένιωθε πολιτισμένη  σε σχέση με τα άξεστα κορίτσια της υπαίθρου και ελεύθερη σε σχέση με τις υπηρέτριες των αστικών σπιτιών που ήταν υποχρεωμένες, όπως έλεγε,«να γλείφουν τον πισινό των αφεντικών». 

Ήξερε καλά ότι ανήκε στην κατώτερη τάξη και το απεχθανόταν, αρνούμενη να την κρίνουν μόνο από την κοινωνική της θέση. Συχνά έλεγε για τους πλούσιους, «Δεν είναι καλύτεροι από μας».


Αλευρόμυλος Héricher, Yvetot (1893 – 1950 περ.) 
____________


Στα μάτια της μητέρας της, ο πατέρας ήταν «σοβαρός... μήτε τεμπέλης μήτε μπεκρής μήτε χαροκόπος, ψηλός, μελαχρινός, γαλανομάτης, ευθυτενής, με μια στάλα ξιπασιά», «δεν έμοιαζε ποτέ μ’ εργάτη». Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 1928 – ο γάμος τα χρόνια εκείνα ήταν «ζήτημα ζωής και θανάτου», η ελπίδα ότι «δύο τα καταφέρνουν καλύτερα» ή αλλιώς «πας φούντο» – και νοίκιασαν σπίτι στο Yvetot, «δυο δωμάτια στο ισόγειο, δύο στον πάνω όροφο», πραγματώνοντας έτσι το όνειρο για μια «κάμαρα στα ψηλά».

Το 1931, ο πατέρας κατάφερε να γίνει μικροαστός. Αγόρασαν με δάνειο κι έστησαν οι δυο τους, μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση, «το μοναδικό καφεπαντοπωλείο της Κοιλάδας», είκοσι πέντε χιλιόμετρα από το  Ιβετό, στο  Λιλμπόν (Lillebonne), μια εργατούπολη 7.000 κατοίκων, «βουτηγμένη στην καταχνιά ολημερίς τον χειμώνα». «Δεν είναι ότι τους άρεσε το σκηνικό, αλλά έπρεπε να ζήσουν». 

Το μαγαζί βρισκόταν στην Κοιλάδα, όπου απ’ τον 19ο αιώνα η κλωστοϋφαντουργία όριζε τις ζωές των ανθρώπων από λίκνου έως τάφου. Ακόμα και σήμερα, όταν λες «η προπολεμική Κοιλάδα» τα έχεις πει όλα: το υψηλότερο ποσοστό αλκοολικών και άγαμων μητέρων, η υγρασία που έτρεχε απ’ τους τοίχους, τα βρέφη που πέθαιναν από πράσινη διάρροια μέσα σε δυο ώρες. 
Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020

Το μαγαζί δεν απέδιδε αρκετά για να ζήσουν κι ο πατέρας έπιασε δεύτερη δουλειά, αρχικά σε εργοτάξια κι έπειτα ως επιστάτης σε διυλιστήριο στον Κάτω Σηκουάνα. Η μητέρα κρατούσε μόνη της το μαγαζί, ικανοποιώντας έτσι το ένα και μοναδικό της όνειρο, να γίνει πωλήτρια. Σε αντίθεση με τον πατέρα που, «εργάτης την ημέρα, δεν ένιωθε το βράδυ, ως αφεντικό του καφενείου»,  εκείνη αφιερώθηκε σ' αυτό με τόσο πάθος και υπομονή, που ήταν ικανή «να πουλήσει ακόμα και πέτρες», νιώθοντας σχεδόν ευτυχισμένη που «εξελισσόταν» στον «καινούργιο, διευρυμένο κόσμο της», μέσα από τον οποίο αντλούσε ταυτόχρονα ένα αίσθημα ισχύος

[...] άραγε δεν βοηθούσε άλλες οικογένειες να επιβιώσουν με την πίστωση που τους έκανε; 



Λίγο μετά την εγκατάστασή του στην Κοιλάδα, το ζευγάρι απέκτησε ένα κοριτσάκι· η Ginette Marie Thérèse Duchesne γεννήθηκε το Φεβρουάριο του 1932 και πέθανε από διφθερίτιδα, το 1938, τρεις μέρες πριν από το Πάσχα. 

Σε κάθε οικογένεια υπήρχαν θάνατοι παιδιών. Ξαφνικές μολύνσεις χωρίς γιατρειά, διάρροια, σπασμοί, διφθερίτιδα. Ό,τι απόμενε απ’ το σύντομο πέρασμά τους σε τούτη τη γη ήταν ένας τάφος, σαν κρεβατάκι με σιδερένια κάγκελα και την επιγραφή «ένας  άγγελος οτον ουρανό», φωτογραφίες τις οποίες έδειχναν κρυφοσφουγγίζοντας ένα δάκρυ, χαμηλόφωνες κουβέντες, σχεδόν γαλήνιες, που τρόμαζαν τα παιδιά, τα οποία πίστευαν ότι ο χρόνος τους είναι μετρημένος. Ξέφευγαν τον κίνδυνο μετά τα δώδεκα, δεκαπέντε, αφού είχαν περάσει 
κοκίτη, ιλαρά και ανεμοβλογιά, μαγουλάδες και ωτίτιδες, βρογχίτιδα κάθε χειμώνα, αφού είχαν γλιτώσει  από τη φυματίωση και τη μηνιγγίτιδα και τότε λέγαμε πως είχαν δυναμώσει.

Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022

«Ήθελαν μόνο ένα παιδί για να είναι πιο ευτυχισμένο», γράφει η Ανί Ερνό στο βιβλίο της «Μια γυναίκα», σχολιάζοντας το θάνατο της αδελφής της, δυο χρόνια πριν έρθει στη ζωή η ίδια. Κι ακολουθεί «η οδύνη, που σκεπάζει τα πάντα, η σκληρή σιωπή της κατάθλιψης, οι προσευχές και η πίστη σε μια «μικρή αγία στον παράδεισο».Το πένθος δύο γονιών που έχασαν το παιδί τους δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο - ούτε στον ίδιο χρόνο, κάποτε - κι από τους δυο. Ο πατέρας, από τον σπαρακτικό θρήνο, περνάει στην βουβή μελαγχολία, μηρυκάζοντας εσωτερικά τον πόνο στην προσπάθειά του να τον εξηγήσει λογικά. Νιώθει υπεύθυνος για το θάνατο του παιδιού και τιμωρεί τον εαυτό του, που δεν κατάφερε να τον αποτρέψει. Η μητέρα πάλι - με τον τρόπο των γυναικών, πιο ανθεκτικών και ευέλικτων στο πένθος - εκφράζει τα συναισθήματά της, κλαίει, βρίσκει παρηγοριά στη θρησκεία και λίγο αργότερα στη ζωή που επανέρχεται, μ' ένα δεύτερο παιδί, την μελλοντική συγγραφέα Annie Ernaux, τον Σεπτέμβρη του 1940. 

Μια μέρα, το κοριτσάκι γύρισε απ’ το σχολείο με πονόλαιμο. Ο πυρετός δεν έπεφτε, διφθερίτιδα. Όπως και τ’ άλλα παιδιά της Κοιλάδας, δεν είχε εμβολιαστεί. Ο πατέρας μου ήταν στα διυλιστήρια όταν πέθανε η μικρή. Καθώς γύριζε σπίτι, ο σπαρακτικός θρήνος του ακουγόταν απ’ την άλλη άκρη του δρόμου. Χαύνωση που κράτησε βδομάδες, ύστερα μια περίοδος μελαγχολίας, καθόταν στο τραπέζι βουβός, κοιτάζοντας επίμονα απ’ το παράθυρο. Αυτομαστιγωνόταν για το παραμικρό. Η μητέρα μου έλεγε σκουπίζοντας τα μάτια της μ’ ένα πανί που το έβγαζε απ’ την τσέπη της ρόμπας της, «πέθανε στα εφτά της, σαν μικρή αγία».

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.

Η γέννηση και τα πρώτα χρόνια της Annie Ernaux συμπίπτουν με τα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής, τα οποία η μητέρα τα «διηγούνταν αργότερα σαν μυθιστόρημα, τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής της...Ίσως, μες στην κοινή δυστυχία, τα έβλεπε ως μια ανάπαυλα στον αγώνα της για να πετύχει, έναν αγώνα στο εξής ανώφελο».

Την περίοδο της Κατοχής, η ζωή των ανθρώπων στην Κοιλάδα επικεντρωνόταν γύρω απ’ το παντοπωλείο, με την ελπίδα ότι κάτι φαγώσιμο θα έβρισκαν. Η μητέρα μου προσπαθούσε να θρέψει τους πάντες, ιδίως τις πολυμελείς οικογένειες, επειδή η έμφυτη περηφάνια της την ενθάρρυνε να είναι καλή και χρήσιμη στους άλλους. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών, δεν πήγαινε στα καταφύγια της λοφοπλαγιάς, έλεγε ότι προτιμούσε «να πεθάνει στο σπίτι της». Τα απογεύματα, ανάμεσα σε δυο συναγερμούς, με πήγαινε βόλτα με το καροτσάκι για να πάρω καθαρό αέρα που θα με δυνάμωνε. Ήταν η εποχή που έκανες εύκολα φιλίες: καθισμένη σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, ενόσω ο πατέρας μου κρατούσε το άδειο μαγαζί, έπιανε την κουβέντα με συνεσταλμένες νεαρές γυναίκες που κάθονταν πλέκοντας μπροστά απ’ το σκάμμα. Αγγλοι και Αμερικανοί μπήκαν στο Λιλμπόν. Τα τανκς διέσχιζαν την Κοιλάδα, πετώντας σοκολάτες και σακουλάκια με σκόνη πορτοκαλιού που οι άνθρωποι τα μάζευαν μες στα χώματα· κάθε βράδυ το καφενείο ήταν γεμάτο στρατιώτες, υπήρχαν και οι καβγάδες βέβαια, αλλά συνάμα και το κέφι, έπρεπε να ξέρεις να λες shit for you. 

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Bombardement-Yvetot-Grand Hôtel des Victoires, 1940
_________

«Τώρα κοιτάμε μπροστά...»

Το 1945, οι γονείς με την πεντάχρονη πλέον Annie, εγκαταλείπουν την Κοιλάδα - «το ομιχλώδες κλίμα την έκανε να βήχει ασταμάτητα και εμπόδιζε την ανάπτυξή της» - και ξαναγυρίζουν στο Yvetot, όπου σιγά σιγά αρχίζουν «ν’ απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από των εργατών γύρω τους» και να κοιτάνε πλέον μόνο μπροστά, με τους περιορισμούς που τους επιβάλλει η ιστορία και το κοινωνικό τους υπόβαθρο. Ο καθένας με τον τρόπο του, μοιάζουν ικανοποιημένοι από μια ζωή που φαίνεται επιτέλους να τους χαμογελά και εναποθέτουν τις ελπίδες τους για πρόοδο στο μοναχοπαίδι τους, που δεν είναι αναγκασμένο, όπως εκείνοι να παρατήσει το σχολείο στα δώδεκα. 

Η μητέρα - πρωτίστως «εμπόρισσα», «αφέντρα του χρήματος» και μετά μητέρα - διαφεντεύει το καφεπαντοπωλείο, που είναι «το ψωμί τους», δουλεύει πολύ για να προσφέρει στην κόρη της ό,τι εκείνη στερήθηκε κι αντλεί μια ιδιότυπη ικανοποίηση από τις πιο κουραστικές αγγαρείες, τις οποίες, ενώ διεκπεραιώνει «με τσαγανό και σβελτάδα», δεν παύει συγχρόνως να αναθεματίζει. Εκρηκτική, θορυβώδης και αποδοκιμαστική μέχρι χειροδικίας απέναντι στην κόρη της, ευγενική αλλά καχύποπτη με τους πελάτες και έτοιμη να λογομαχήσει με τον πατέρα για «τον όγκο δουλειάς που πρόσφερε ο ένας σε σχέση με τον άλλον».

Στο σπίτι, δεν μασούσε τα λόγια της και μας έλεγε στην ψύχρα ό,τι σκεφτόταν. Με αποκαλούσε τέρας, βρομοθήλυκο, σκύλα, ή απλώς «ανυπόφορη». Σήκωνε πολύ εύκολα χέρι πάνω μου, ιδίως σκαμπίλια, μερικές φορές ακόμα και γροθιές στους ώμους («παραλίγο να τη σκότωνα!»). Ύστερα από πέντε λεπτά, μ’ έσφιγγε πάνω της και ήμουν η «κουκλίτσα» της.

Μου χάριζε παιχνίδια και βιβλία με κάθε ευκαιρία, γιορτή, ασθένεια, περίπατο στην πόλη. Με πήγαινε στον οδοντίατρο, στον πνευμονολόγο, φρόντιζε να μου αγοράζει καλά παπούτσια, ζεστά ρούχα, όλα τα σχολικά είδη που ζητούσε η δασκάλα (με είχε γράψει στο ιδιωτικό σχολείο των καλογραιών, όχι στο δημόσιο). Όταν έλεγα ότι μια συμμαθήτριά μου είχε, για παράδειγμα, μια άθραυστη πλάκα, με ρωτούσε αμέσως αν ήθελα κι εγώ μία: «Δε θέλω να λένε ότι έχεις λιγότερα απ’ τις άλλες». Η βαθύτερη επιθυμία της ήταν να μου προσφέρει ό,τι είχε στερηθεί εκείνη. Αυτό όμως συνεπαγόταν πολύ περισσότερη δουλειά από μεριάς της, πολύ μεγαλύτερη ανησυχία για τα χρήματα και μια αντίληψη για την ευτυχία των παιδιών τόσο διαφορετική από την ανατροφή του παλιού καιρού, έτσι λοιπόν της ήταν αδύνατο να μην πετάξει: «Έναν σκασμό λεφτά μάς κοστίζεις» ή «Έχεις τόσα, και δεν είσαι ποτέ σου ευχαριστημένη!»

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Το σπίτι όπου μεγάλωσε η Annie Ernaux στο Yvetot.
(Φωτογραφία Mathieu Farcy, Liberation)
___________
 
Ο πατέρας πάλι, αν και δουλεύει στο καφενείο, βρίσκει μεγαλύτερη ικανοποίηση στον «μισοαγροτικό τρόπο ζωής», στον οποίο επιστρέφει μετά από είκοσι χρόνια εργάτης. Του αρέσει «ν’ ασχολείται με τον κήπο, να εκτρέφει κότες και κουνέλια, να φτιάχνει μηλίτη». Καταγίνεται με «το ντόμινο, το χαρτοπαίγνιο, τα μαστορέματα», διαθέτει μια «έμφυτη τάση να παίρνει τη ζωή χαλαρά», διακατέχεται από «τη βεβαιότητα ότι δεν μπορείς να είσαι πιο ευτυχής απ’ όσο είσαι ήδη» και μότο του είναι, «μην απλώνεις τα πόδια σου πέρα απ' το πάπλωμά σου».  

Ήταν πρόσχαρος άνθρωπος.

Αστειευόταν με τις πελάτισσες που τους άρεσε να χαχανίζουν. Σεξουαλικά υπονοούμενα. Αθυροστομίες. Η ειρωνεία, άγνωστη για κείνον. Στο ραδιόφωνο, άκουγε παιχνίδια γνώσεων και σατιρικά τραγούδια. Πάντα πρόθυμος να με πάει στο τσίρκο, στις χαζοταινίες, στα πυροτεχνήματα. Στο λούνα παρκ, μπαίναμε στο τρένο-φάντασμα, το Ιμαλάια, και πηγαίναμε στην τέντα για να δούμε την πιο χοντρή γυναίκα του κόσμου και τον Λιλιπούτειο.
Δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε μουσείο. Κοντοστεκόταν μπροστά σε έναν ωραίο κήπο, σε ολάνθιστα δέντρα, σε μια κυψέλη, κοιτούσε τα τροφαντά κορίτσια. 

[...] Ένα καλοκαίρι, με πήγε τρεις μέρες στην οικογένεια, στην ακροθαλασσιά. Περπατούσε ξεκάλτσωτος με σανδάλια, σταματούσε μπροστά από τα πολυβολεία, καθόταν στα υπαίθρια καφενεία όπου παράγγελνε μια μικρή μπίρα για κείνον και πορτοκαλάδα με ανθρακικό για μένα. Έσφαξε ένα κοτόπουλο για τη θεία μου, κρατώντας το ανάμεσα στα γόνατά του και χώνοντάς του ένα ψαλίδι στον λαιμό· το παχύρρευστο αίμα έσταζε άφθονο στο χωμάτινο δάπεδο του κελαριού. Έμειναν όλοι στο τραπέζι ως αργά το απόγευμα, μιλώντας για τον πόλεμο, τους γονείς, περνώντας ο ένας στον άλλον φωτογραφίες γύρω από άδεια φλιτζάνια. «Ας το γλεντήσουμε, γεροί να ’μαστε!»

Ίσως μια «έμφυτη τάση να παίρνει τη ζωή χαλαρά», τελικά. Σκαρφιζόταν ασχολίες που τον κρατούσαν μακριά απ’ το μαγαζί. Η εκτροφή κοτόπουλων και κουνελιών, η κατασκευή κι άλλων παραπηγμάτων, τα σχέδια για ένα γκαράζ. Η όψη της αυλής άλλαζε ανάλογα με τις επιθυμίες του, τρεις φορές μεταφέρθηκαν αλλού το αποχωρητήριο και το κοτέτσι. Πάντα η επιθυμία να γκρεμίζει και να ξαναχτίζει.

Η μητέρα μου: «Τι περιμένεις, άνθρωπος της υπαίθρου είναι».

Αναγνώριζε τα πουλιά απ’ το τραγούδι τους και, κάθε βράδυ, κοιτούσε τον ουρανό για να δει τι καιρό θα κάνει, παγωνιά χωρίς υγρασία αν ήταν κόκκινος, βροχή κι αγέρας όταν το φεγγάρι ήταν θολό, κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα. Κάθε απόγευμα έτρεχε στον λαχανόκηπο του, που ήταν πάντα καθαρός. Ο απεριποίητος κήπος και τα παραμελημένα ζαρζαβατικά έδειχναν τσαπατσουλιά, όπως το να μη σε νοιάζει η εμφάνισή σου ή το να πίνεις πολύ. Σήμαινε ότι έχεις χάσει την αίσθηση της εποχής, πότε θα πρέπει να φυτευτεί η μία ή η άλλη ποικιλία, και ότι δεν σε νοιάζει τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Μάλιστα, κάποιοι πανθομολογούμενοι μέθυσοι εξιλεώνονταν μέσα από έναν ωραίο κήπο που καλλιεργούσαν ανάμεσα στις κραιπάλες τους. Όταν ο πατέρας μου δεν πετύχαινε τα τέλεια πράσα ή κάτι άλλο, τον έπιανε απελπισία. 

[...] Όμως δεν ήταν δυστυχισμένος. Υπήρχε το ζεστό καφενείο, η μουσική που έπαιζε στο βάθος, η παρέλαση των θαμώνων από τις εφτά το πρωί ώς τις εννιά το βράδυ, οι τυπικές χαιρετούρες «Γεια σου φίλε μου, τι χαμπάρια; – Ας τα λέμε καλά». Υπήρχαν οι κουβέντες για τη βροχή, τις αρρώστιες, τους θανάτους, την ανεργία, την ξηρασία. Η διαπίστωση της κατάστασης, οι παραλλαγές στο ίδιο θέμα και, στο τέλος, πάντα οι γνωστές, δοκιμασμένες επωδοί άντε γεια μας, αφεντικό, γεια μας, να 'μαστε γεροί. Σταχτοδοχεία άδειαζαν, τραπέζια καθαρίζονταν, καρέκλες ξεσκονίζονταν.

Όταν είχε ελεύθερο χρόνο, αντικαθιστούσε τη μητέρα μου στο παντοπωλείο, το έκανε χωρίς ευχαρίστηση, προτιμούσε να περνάει την ώρα του στο καφενείο, ή μπορεί και όχι, ίσως το μόνο που απολάμβανε πραγματικά ήταν ν' ασχολείται με τον κήπο ή να μαστορεύει στην πίσω αυλή. Το άρωμα των ανθισμένων λιγούστρων στο τέλος της άνοιξης, ο ήχος από τα δυνατά γαβγίσματα των σκυλιών και τα τρένα που περνούσαν τον Νοέμβρη, σημάδι παγωνιάς, ναι, αναμφίβολα, ο πατέρας είχε όλα εκείνα που κάνουν τους ισχυρούς, τους σπουδαίους και όσους γράφουν στις εφημερίδες να λένε «τελικά, τούτοι οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι».

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.


Η Annie Ernaux, 8 ή 9 ετών, με τον σκύλο της και τον πατέρα της. «Είναι συνοφρυωμένος και φαίνεται ενοχλημένος, πιθανώς επειδή η μητέρα μου τραβάει τη φωτογραφία και ανησυχεί ότι θα το κάνει λάθος» (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
_____________

«Μα, πού θες να πας, καλά δεν είσαι δω που είμαστε;»

«Ζούσαμε σχεδόν μες στον απόπατο. Κι αυτό μας έκανε να γελάμε», διαπιστώνει αφοπλιστικά η Annie Ernaux στα «Χρόνια», μιλώντας για την παιδική της ζωή στο Yvetox. Σπανιότητα των πάντων, αντικειμένων, εικόνων, διασκεδάσεων, ερμηνειών. Η ευτυχία τους δεν ήταν παρά μια εύθραυστη, επισφαλής  «ευτυχία», «μια συνεχής στέρηση« με ιερό τίμημα. Τα όρια είναι σπουδαίο πράγμα, «μη ζητάς τον ουρανό με τ' άστρα, πράγματα υπερφίαλα, να 'σαι ευτυχισμένος μ' ό,τι έχεις». Κι «ο φόβος του φευγιού και του αγνώστου γιατί, όταν δεν έχεις φύγει ποτέ απ' τον τόπο σου, κάθε άλλη πόλη σού φαίνεται η άκρη του κόσμου». Οι ζωές τους ξετυλίγονταν σε μια περίμετρο που δεν ξεπερνούσε τα πενήντα χιλιόμετρα: «Ο εξωτισμός άρχιζε στην πιο κοντινή μεγάλη πόλη. Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν εξωπραγματικός». Το Παρίσι κι όσοι λίγοι το είχαν επισκεφτεί «περιβάλλονταν  από μια αύρα ανωτερότητας», που εξήπτε τη φαντασία των πολλών. 

Όσο περνάει ο καιρός οι προσωπικές φιλοδοξίες και τα σχέδια λιγοστεύουν, μέχρι που εξανεμίζονται τελείως. Συμβιβασμός, αποδοχή των ορίων, ίσως και ηττοπάθεια. Ούτε ευτυχία ούτε απελπισία, ίσως γιατί γι' αυτόν τον κόσμο, τον μαθημένο στα ελάχιστα, η απελπισία είναι μια μορφή πολυτέλειας. 

Τα βράδια του καλοκαιριού, μετά τις αργόσυρτες, σκονισμένες ημέρες των διακοπών, πηγαίναμε στον σταθμό για να δούμε την αμαξοστοιχία εξπρές να φτάνει και να κοιτάξουμε εκείνους που είχαν πάει κάπου αλλού και κατέβαιναν με βαλίτσες, τσάντες γεμάτες ψώνια από το φημισμένο Printemps, τους προσκυνητές που επέστρεφαν από τη Λούρδη. Τραγούδια για μέρη άγνωστα, τον Νότο, τα Πυρηναία, όπως το «Fandango du pays basque», το «Montagnes d’ltalie», το «Mexico», φούντωναν πόθους. Μες στα τριανταφυλλένια σύννεφα του ηλιοβασιλέματος, βλέπαμε μαχαραγιάδες και ινδικά παλάτια. Παραπονιόμασταν στους γονείς: «Εμείς δεν πάμε ποτέ πουθενά!» κι εκείνοι αποκρίνονταν έκπληκτοι: «Μα, πού θες να πας, καλά δεν είσαι δω που είμαστε;».

Ό,τι υπήρχε στα σπίτια είχε αγοραστεί πριν απ’ τον Πόλεμο. Οι κατσαρόλες ήταν μαυρισμένες, συνήθως έλειπε το χερούλι, οι λεκάνες χιλιοχτυπημένες και σε μεριές μεριές είχε φύγει το σμάλτο, οι κανάτες είχαν τρυπήσει και βουλώναμε τις τρύπες όπως όπως. Τα πανωφόρια ήταν επιδιορθωμένα, οι γιακάδες των πουκαμίσων γυρισμένοι το μέσα έξω, τα κυριακάτικα ρούχα είχαν γίνει καθημερινά. Οι μανάδες απελπίζονταν βλέποντάς μας να ψηλώνουμε συνεχώς, έπρεπε να μακραίνουν τα φουστάνια με μια λωρίδα παράταιρο ύφασμα, τα παπούτσια που αγόραζαν ένα νούμερο μεγαλύτερα δεν μας πήγαιναν την επόμενη χρονιά. Το καθετί έπρεπε να χρησιμοποιείται, η θήκη των κονδυλοφόρων, το κουτί από τις μπογιές Lefranc, η συσκευασία των μπισκότων πτι-μπερ Lu. Δεν πετούσαμε τίποτα. Το περιεχόμενο των δοχείων νυκτός χρησίμευε για λίπασμα στον κήπο, η κοπριά των αλόγων που μαζεύαμε στον δρόμο για τις γλάστρες με τα λουλούδια, η εφημερίδα για να τυλίγουμε τα λαχανικά, να στεγνώνουμε τα βρεμένα παπούτσια, να σκουπιζόμαστε στον καμπινέ.

Ζούσαμε μες στη σπανιότητα των πάντων. Αντικειμένων, εικόνων, διασκεδάσεων, ερμηνειών για τον εαυτό μας και τον κόσμο, που περιορίζονταν στην κατήχηση και στα κηρύγματα του πάτερ Ρικέ τη Σαρακοστή, στις τελευταίες ειδήσεις που ακούγάμε στο ραδιόφωνο, στις αφηγήσεις των γυναικών γύρω από τη ζωή τη δική τους και των γειτόνων τ’ απογέματα μπροστά σ’ ένα φλιτζάνι καφέ. Τα παιδιά πίστευαν για πολύ καιρό στον Άγιο Βασίλη και ότι τα μωρά τα βρίσκεις στα τριαντάφυλλα ή στα λάχανα.

Ζούσαμε σχεδόν μες στον απόπατο. Κι αυτό μας έκανε να γελάμε.

Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022



Υποχρεωτική ιεροποίηση των πραγμάτων. Οι γονείς μου έβλεπαν απληστία και φθόνο σε ό,τι άκουγαν, ακόμα και στα δικά μου λόγια. Όταν είπα, «ξέρω ένα κορίτσι που επισκέφτηκε τα κάστρα του Λίγηρα», ξέσπασαν οργισμένοι, «έχεις χρόνια μπροστά σου να πας, να 'σαι ευτυχισμένη μ’ ό,τι έχεις». Μια συνεχής στέρηση, χωρίς νόημα.

Όμως, επιθυμούσαν ίσα για να επιθυμούν, γιατί κατά βάθος δεν ήξεραν τι ήταν το ωραίο ή τι θαύμαζαν οι άνθρωποι. Ο πατέρας μου ακολουθούσε πάντα τη συμβουλή του μπογιατζή, του μαραγκού, για τα χρώματα και τα σχήματα, τίποτα το φανταχτερό, κάτι απλό. Δεν ήξερε καν ότι κάποιοι περιβάλλονταν από αντικείμενα διαλεγμένα ένα προς ένα. Στο υπνοδωμάτιό τους, καμία διακόσμηση, μόνο καδραρισμένες φωτογραφίες, πετσετάκια φτιαγμένα για τη γιορτή της μητέρας και, πάνω στο τζάκι, μια μεγάλη πήλινη προτομή παιδιού, που τους είχε χαρίσει ο έμπορος επίπλων όταν αγόρασαν τον γωνιακό καναπέ.

Το μότο του, Μην απλώνεις τα πόδια σου πέρα απ' το πάπλωμά σου.

[Το όνειρό του], όπως εκμυστηρεύτηκε κάποτε, ήταν να έχει ένα ωραίο καφενείο στην καρδιά της πόλης, με υπαίθρια τραπεζάκια, περαστικούς πελάτες, μια μηχανή του καφέ στον πάγκο. Ποτέ δεν εκπληρώθηκε: οικονομικοί λόγοι, φόβος να ξεκινήσει κάτι καινούριο, ηττοπάθεια. Τι τα θες; 

[...] Στο εξής, η ζωή του θα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη. Είχε όμως τη βεβαιότητα ότι δεν μπορείς να είσαι πιο ευτυχής απ’ όσο είσαι ήδη.

[...] Μπήκα στην παιδαγωγική ακαδημία της Ρουέν για να γίνω δασκάλα...πέρασα μεγάλο διάστημα στο Λονδίνο...Άρχισα να ζω τη δική μου ζωή... Γύρισα, ξανάφυγα. Στη Ρουέν, σπούδασα λογοτεχνία. Γκρίνιαξαν λιγότερο, μόλις τα συνήθη πικρόχολα σχόλια, «ούτε πορτοκαλάδα δεν θα έχουμε να πιούμε εξαιτίας σου», «ο Θεός κι η ψυχή σου τι κάνεις, να τα πεις όλα στον εφημέριο». Εκείνος έκανε πάντα σχέδια πώς θ' ανακαινίσει το μαγαζί και το σπίτι, αλλά δεν αντιλαμβανόταν τις ανατροπές που χρειάζονταν για να προσελκύσει νέα πελατεία. Του έφταναν οι δικοί του πελάτες, αυτοί που τα άψογα καταστήματα του κέντρου τούς φόβιζαν, όπως και οι πωλήτριές τους που σ' έκοβαν από πάνω ως κάτω. Καμιά φιλοδοξία πια. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι το μαγαζί τους ήταν απλώς ένα μέσο επιβίωσης που θα χανόταν μαζί του.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Η Annie Ernaux με δύο ξαδέρφια της στο παράθυρο του σπιτιού, πάνω από το καφεπαντοπωλείο στο Yvetot, 1953 (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
 __________

Η γλώσσα που ενώνει, η γλώσσα που χωρίζει…

Είναι εγγενές γνώρισμα της γλώσσας να ενώνει μεταξύ τους τους ανθρώπους αλλά και να τους χωρίζει, να τους διαφοροποιεί. Υπάρχουν πολιτισμοί και κοινωνικές πραγματικότητες τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους και οι διαφορές αυτές φαίνονται καθαρά μέσα από τη γλώσσα, τον πιο αποφασιστικό παράγοντα για τον καθορισμό της ταυτότητας του ατόμου, κοινωνικής, επαγγελματικής, πολιτιστικής, μορφωτικής και φυσικά εθνικής. Τα γλωσσικά ιδιώματα, γεωγραφικά ή κοινωνικά, επιτρέπουν τον αυτοπροσδιορισμό και την αναγνώριση εκείνων που ανήκουν στην ίδια ομάδα, ενώ ταυτόχρονα τους διακρίνουν από τους άλλους. Η χρήση της λαϊκής γλώσσας ενώνει όσους ανήκουν στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, ενώ τους διαφοροποιεί από τους αστούς, τους διανοούμενους, την ελίτ, που τείνει να χρησιμοποιεί έναν επεξεργασμένο γλωσσικό κώδικα, μια πρότυπη γλώσσα, η οποία αποκτά κύρος μέσω της τυποποίησής της και διαδίδεται μέσω της εκπαίδευσης.

Η οικογένεια της Annie Ernaux ανέρχεται κοινωνικο-οικονομικά  και όλοι τους βιώνουν ένα είδος «γλωσσικής ανασφάλειας», καθένας με τον τρόπο του και σε διαφορετικό βαθμό. Ο πατέρας της, περνώντας από την αγροτική τάξη στην εργατική κι από κει στη μεσοαστική, διακατάχεται από έναν διαρκή φόβο «μήπως φανεί άσχετος, μήπως ντροπιαστεί», φόβος που αντικατοπτρίζεται, τις περισσότερες φορές, στα λάθη συμπεριφοράς, κυρίως όμως, στα γλωσσικά ατοπήματα. Ενώ η μητέρα «φρόντιζε να δείχνει εξελιγμένη και άνετα ξεστόμιζε αυτό που μόλις άκουσε ή διάβασε», ο πατέρας «αρνιόταν να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο που δεν ήταν το δικό του». 

Για την ίδια πάλι την Annie Ernaux «ό,τι είχε να κάνει με τη γλώσσα ήταν αιτία πικρίας και στενοχώριας, πολύ περισσότερο απ’ το χρήμα», ένας διαρκής φόβος να χρησιμοποιήσει σωστά την επίσημη γλώσσα του σχολείου αρχικά, τον καλλιεργημένο, επιτηδευμένο γλωσσικό κώδικα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, στα οποία εισήλθε με τις σπουδές και το γάμο της, αργότερα. 

Ο φόβος του ήταν πάντα μήπως φανεί άσχετος, μήπως ντροπιαστεί. Μια μέρα μπήκε κατά λάθος στο βαγόνι της πρώτης θέσης με εισιτήριο της δεύτερης. Ο ελεγκτής τον υποχρέωσε να πληρώσει τη διαφορά. Άλλη ανάμνηση ντροπής: στο συμβολαιογραφείο, έπρεπε να γράψει πρώτος «έλαβα γνώση και εγκρίνω», δεν ήξερε πώς να το γράψει σωστά, επέλεξε το «κρίνω». Ενόχληση, εμμονή με το λάθος, στον δρόμο της επιστροφής. Η σκιά της αναξιότητας.

[...] Μπροστά σε ανθρώπους που θεωρούσε σπουδαίους, ο τρόπος του ήταν συνεσταλμένος και αδέξιος, δεν έκανε ποτέ καμία ερώτηση. Κοντολογίς, συμπεριφερόταν με εξυπνάδα. Είχε συνείδηση της κατωτερότητάς μας και αρνιόταν να το αποδεχτεί, ενώ την ίδια στιγμή έκανε ό,τι μπορούσε για να τη συγκαλύψει. Περάσαμε ένα ολόκληρο βράδυ όπου αναρωτιόμασταν τι εννοούσε η διευθύντρια όταν είπε: «Γι’ αυτόν το ρόλο, η κορούλα σας θα φορέσει ένδυμα πόλης». Ντροπή επειδή αγνοούσαμε αυτό που ενστικτωδώς θα ξέραμε αν δεν ήμασταν αυτοί που είμαστε, δηλαδή κατώτεροι.

[...] Τώρα, λέω συχνά «εμείς», επειδή σκεφτόμουν για καιρό με τον δικό του τρόπο και δεν θυμάμαι πότε έπαψα να το κάνω.

Η τοπική διάλεκτος ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι γονείς μου.
Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που εκτιμούν τη «γλαφυρότητα της ντοπιολαλιάς» και της λαϊκής γλώσσας. Ο Προυστ, επί παραδείγματι, ανέδειξε εκστασιασμένος τα γλωσσικά ατοπήματα και τις παλιομοδίτικες εκφράσεις της Φρανσουάζ. Μέλημά του, όμως, ήταν αμιγώς η αισθητική επειδή η Φρανσουάζ δεν ήταν η μητέρα του αλλά η υπηρέτριά του, και επειδή ήξερε ότι τέτοιες φραστικές διατυπώσεις δεν θα του έρχονταν ποτέ αυθόρμητα στα χείλη.

Όσο για τον πατέρα μου, η ντοπιολαλιά ήταν κάτι το παλιό, το άσχημο, ένα σημάδι κατωτερότητας. Ήταν περήφανος που κατάφερε εν μέρει να την ξεφορτωθεί, μολονότι τα γαλλικά του δεν ήταν καλά, ήταν εντούτοις γαλλικά. Στο ετήσιο πανηγύρι του I..., κάποιοι που είχαν το χάρισμα του λόγου, ντυμένοι με παραδοσιακές νορμανδικές φορεσιές, έπαιζαν σκετς στην ντοπιολαλιά και το κοινό ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Η τοπική εφημερίδα είχε ένα ευθυμογράφημα γραμμένο στα νορμανδικά. Όταν ο γιατρός ή κάποιος υψηλού επιπέδου πετούσε μια επαρχιώτικη έκφραση στην κουβέντα όπως «σκάει από υγεία ο μπαγάσας» αντί του «είναι μια χαρά», ο πατέρας μου επαναλάμβανε τη φράση του γιατρού στη μητέρα μου ικανοποιημένος, ευτυχής που διαπίστωνε ότι τούτοι οι άνθρωποι, οι τόσο φινετσάτοι, είχαν κάτι κοινό μαζί μας, μια μικρή «αδυναμία». Ήταν πεπεισμένος ότι αυτό τους ξέφευγε αυθόρμητα. Γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιοι μιλούσαν «σωστά» από γεννησιμιού τους. Είτε γιατρός είτε εφημέριος, έπρεπε να κάνεις προσπάθεια για να καταλάβεις τη γλώσσα του άλλου, ακόμα κι αν την περιφρονούσες.

Φλύαρος στο καφενείο και στην οικογένεια, μπροστά σε μορφωμένους ανθρώπους σώπαινε ή σταματούσε στα μισά μιας φράσης λέγοντας «καταλαβαίνεις τι εννοώ» ή απλώς «άσ’ το» με μια κίνηση του χεριού για να προτρέψει τον άλλον να ολοκληρώσει τη φράση για λογαριασμό του. Πάντα μιλούσε με προσοχή, άφατος φόβος για τη λάθος λέξη, που θα ήταν το ίδιο ενοχλητική με μια πορδή.

Απ’ την άλλη, απεχθανόταν τις μεγάλες προτάσεις και τις μοντέρνες εκφράσεις που δεν «σήμαιναν τίποτα». Κάποτε, όταν όλοι έλεγαν «σίγουρα όχι» κάθε τρεις και λίγο, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί λένε δυο λέξεις που αντιφάσκουν. Σε αντίθεση με τη μητέρα μου, η οποία φρόντιζε να δείχνει εξελιγμένη, που αποτολμούσε να ξεστομίζει, με απειροελάχιστη αμφιβολία, αυτό που μόλις άκουσε ή διάβασε, εκείνος αρνιόταν να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο που δεν ήταν το δικό του.

Παιδί, όταν προσπαθούσα να εκφραστώ σε μια επιτηδευμένη γλώσσα, είχα την εντύπωση ότι έπεφτα στο κενό.

Ένας από τους φανταστικούς φόβους μου, να έχω πατέρα δάσκαλο που θα με υποχρέωνε διαρκώς να μιλάω σωστά, αρθρώνοντας ξεχωριστά την κάθε λέξη. Μιλούσαμε με όλο το στόμα.

Αφότου η δασκάλα με «βελτίωσε», θέλησα κι εγώ να βελτιώσω αργότερα τον πατέρα μου, να του πω ότι λέξεις όπως το «παρτερώνω» ή το «σκοτούριασε» απλούστατα δεν υπήρχαν. Ξέσπασε μ’ έναν βίαιο θυμό. Μια άλλη φορά, δεν κρατήθηκα: «Πώς να μη σε διορθώνω, όταν κάνεις συνεχώς λάθη!» Έβαλα τα κλάματα. Ήταν δυστυχής. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, συνειδητοποιώ πως ό,τι είχε να κάνει με τη γλώσσα ήταν αιτία πικρίας και στενοχώριας, πολύ περισσότερο απ’ το χρήμα.

[...] Στο σπίτι, δεν ξέραμε να μιλάμε μεταξύ μας αλλιώτικα, μόνο με γκρίνιες. Ο ευγενικός τόνος ήταν για τους ξένους. Μια συνήθεια τόσο βαθιά ριζωμένη που ο πατέρας μου, ο οποίος πάσχιζε να εκφραστεί όπως πρέπει μπροστά σε άλλους, ξανάβρισκε τη βαριά προφορά και τον κοφτό, επιθετικό τόνο του όταν μου έλεγε μακριά απ’ τα χώματα στην αυλή, καταστρέφοντας έτσι την καλή εντύπωση που ήθελε να δώσει. Πάντα μιλούσε λαϊκά όταν με μάλωνε, γιατί αλλιώς δεν θα έπαιρνα στα σοβαρά την απειλή ενός σκαμπιλιού.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.


Η Annie Ernaux στον κήπο του πατρικού της σπιτιού στο Yvetot, 1957 
 (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
___________

Το λαϊκό σώμα

Στο σχολείο είναι που συναντώνται και αλληλεπιδρούν η κουλτούρα – άρα και η γλώσσα - των κυρίαρχων ομάδων με κείνη που κάθε παιδί έχει αβίαστα αποκτήσει στο πλαίσιο της οικογένειας και του κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο έχει ανατραφεί στα πρώτα του χρόνια. Το ίδιο το σχολείο - μια δημοκρατική μηχανή που κάνει σε όλους, ανεξάρτητα από το υπόβαθρό τους, το υπέροχο δώρο του πολιτισμού και της γνώσης - που προσφέρει, με δωρεάν εκπαίδευση και υποτροφίες μορφωτική και κοινωνική άνοδο, την ίδια στιγμή διχάζει το ταπεινό παιδί και του αφήνει την ανησυχία ότι έχει «προδώσει» την οικογένειά του, για να αποκτήσει πρόσβαση στον λεγόμενο «αστικό» κόσμο. Για να γίνει κάποιος «καλλιεργημένος» και «εξευγενισμένος», πρέπει να εγκαταλείψει τα παλιά του πάθη, τα πρώτα του συναισθήματα, τις πρώτες του χαρές, που μοιάζουν ασήμαντες ή κακόγουστες.

Η Annie Ernaux έζησε αυτόν τον διχασμό, που δεν αφορά μόνο στη μητρική γλώσσα αλλά και σε ολόκληρη την κληρονομιά που αυτή κουβαλάει. «Το λαϊκό σώμα σε αντίθεση με το αστικό σώμα». Από τη μια η γλώσσα η αρχέγονη, «φερμένη από τα βάθη της γαλλικής και της ευρωπαϊκής υπαίθρου», «δίχως φιλοφρονήσεις, μήτε κολακείες», με τις συνήθειες, τις χειρονομίες, τις αισθήσεις των λαϊκών, μεροκαματιάρηδων ανθρώπων κι απ’ την άλλη τα «σωστά γαλλικά με τους ουδέτερους επιτονισμούς και τα λευκά χέρια της δασκάλας». 

«Μήπως εγώ, το κοριτσάκι του μπακάλικου της rue du Clos-des-Parts, βουτηγμένη στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια σε μια λαϊκή καθομιλουμένη γλώσσα, σε έναν λαϊκό κόσμο, θα ξεκινούσα να γράφω, να βρίσκω τα πρότυπά μου, στη λογοτεχνική γλώσσα που απέκτησα, έμαθα, τη γλώσσα που διδάσκω από τότε που έγινα φιλόλογος; ... Θα γράφω, χωρίς να προβληματίζομαι διόλου, στη λογοτεχνική γλώσσα όπου εισχώρησα λαθραία, "τη γλώσσα του εχθρού" όπως έλεγε ο Ζαν Ζενέ, εννοώντας τον εχθρό της κοινωνικής μου τάξης; Πώς μπορώ να γράψω, εγώ, η, κατά κάποιον τρόπο, εσωτερική μετανάστρια;»

Annie Ernaux,  Retour à Yvetot, Editions du Mauconduit, 2013


Στη συνέντευξη που έδωσε για το περιοδικό «La Femelle du requin»,την άνοιξη του 2021, λέει σχετικά: 

«Για μένα, αυτό που δεν παρακάμπτεται, το πραγματικό σώμα, είναι το λαϊκό σώμα, και φυσικά οι πολιτισμικές διαφορές, αυτό το χάσμα που παραμένει. Πάει πολύς καιρός που το δικό μου έπαψε να είναι τέτοιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Το σώμα με το οποίο έρχεσαι στον κόσμο είναι το ισχυρότερο, ακόμη και αν αλλάζουμε. Δεν είναι μόνο η μητρική γλώσσα, αλλά και οι χειρονομίες και οι αισθήσεις»

Το λαϊκό σώμα βρίσκεται σε αντίθεση με το αστικό σώμα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, για παράδειγμα, στα παιδικά μου χρόνια οι γυναίκες δεν φορούσαν ποτέ σουτιέν, οι γυναίκες της αστικής τάξης όμως ναι· δεν φορούσαν ούτε κορσέδες, η μητέρα μου φορούσε μόνο όταν είχε κάποια έξοδο. Δεν προσέχουν τη σιλουέτα τους. Το λαϊκό σώμα σημαδεύεται από την εργασία. Τα χέρια του πατέρα μου είναι χέρια με μαύρα νύχια, της μητέρας μου είναι χέρια ταλαιπωρημένα· δεν φτιάχνουμε τα νύχια μας, τα κόβουμε γρήγορα με ψαλίδι, και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάφερα να φροντίσω τα νύχια μου.»

Η γλώσσα, σκοτωμένα γαλλικά ανάμεικτα με τοπικές διαλέκτους, ήταν αδιαχώριστη από δυνατές θαλερές φωνές, από κορμιά σφιγμένα μέσα σε ποδιές και εργατικές φόρμες, από χαμηλοτάβανα σπίτια με κηπάκους, από αλυχτίσματα σκυλιών τα απογέματα και τη σιωπή προτού ξεσπάσει ο καβγάς, όπως ακριβώς οι κανόνες της γραμματικής και τα σωστά γαλλικά ταίριαζαν με τους ουδέτερους επιτονισμούς και τα λευκά χέρια της δασκάλας. Μια γλώσσα δίχως φιλοφρονήσεις, μήτε κολακείες, που εμπεριείχε τη διαπεραστική βροχή, τις παραλίες με τα γκρίζα βότσαλα κάτω απ’ τους γκρεμούς, τα δοχεία νυκτός που τ' άδειαζαν στην κοπριά και το κρασί που έπιναν οι μεροκαματιάρηδες, μια γλώσσα που μετέφερε δοξασίες και ορμήνιες…

Εμείς όμως, σε αντίθεση με τους γονείς μας, δεν αφήσαμε το σχολείο για να σπείρουμε αγριοκράμβη, να μαζέψουμε μήλα ή να δεματιάσουμε ξερόκλαδα. Το σχολικό πρόγραμμα είχε αντικαταστήσει τον κύκλο των εποχών. Τα χρόνια μπροστά μας τα μετρούσαμε με τάξεις, που η καθεμιά έμπαινε πάνω απ' την άλλη, με χωροχρόνους που άνοιγαν τον Οκτώβριο κι έκλειναν τον Ιούλιο. Μόλις άρχιζε το σχολείο ντύναμε με μπλε χαρτί τα μεταχειρισμένα βιβλία που μας κληροδοτούσαν οι περσινοί μαθητές. Κοιτάζοντας το μισοσβησμένο όνομά τους στο εσώφυλλο, τις λέξεις που είχαν υπογραμμίσει, νομίζαμε ότι παίρναμε τη σκυτάλη και ότι εκείνοι που είχαν τελειώσει μας ενθάρρυναν να μάθουμε, σε μια χρονιά, όλα τούτα τα πράγματα. Αποστηθίζαμε ποιήματα του Μορίς Ρολινά, του Ζαν Ρισπέν, του Εμίλ Βεραρέν, του Ροζμόντ Ζεράρ, τραγούδια, «Ω, έλατο, ω έλατο μ' αρέσεις πώς μ’ αρέσεις», «Ωραία που 'ναι η Κυριακή, μα να 'ταν πιο μεγάλη». Προσπαθούσαμε να μην κάνουμε ούτε μισό λάθος όταν μας υπαγόρευαν κείμενα των Μορίς Ζενβουά, Λα Βαράντ, Εμίλ Μοζελί, Ερνέστ Περοσόν. Ξέραμε καλά τους γραμματικούς κανόνες των σωστών γαλλικών. Μόλις γυρίζαμε στο σπίτι, ξαναβρίσκαμε πάραυτα την αρχέγονη γλώσσα, εκείνη που δεν μας υποχρέωνε να σκεφτόμαστε τις λέξεις, αλλά μόνο τα πράγματα που έπρεπε να πούμε ή να μην πούμε, τη γλώσσα που μας στύλωνε, που συνδεόταν με σκαμπίλια, ένα σε κάθε μάγουλο, με τη μυρωδιά της βαρκίνας στα ρούχα της δουλειάς, με τα ψητά μήλα όλο τον χειμώνα, με τον ήχο του κάτουρου στο δοχείο νυκτός και τα ροχαλητά των γονιών.

Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022


Η Annie Ernaux στην αυλή των γονιών της στο Yvetot με τις οξιές στο βάθος, 1957 
(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
____________


« ...δεν είχαμε πια τίποτε να πούμε ο ένας στον άλλον»

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μορφή πολιτισμικής βίας, έναν κοινωνικό «ξεριζωμό» - ανοδικό, άρα φαινομενικά θετικό - που όμως, δεν επιδρά αρνητικά μόνο στο παιδί - δραπέτη της τάξης του, αλλά και στις ισορροπίες των οικογενειακών δεσμών, τις οποίες αποσταθεροποιεί ή ακόμα και διαλύει. Οι γονείς στέκονται απέναντι στο παιδί τους, μ' ένα ασαφές μείγμα θαυμασμού και περηφάνιας από τη μια, απογοήτευσης και επίπληξης από την άλλη, κάτι που απεικονίζεται με λεπτότητα από την Annie Ernaux, και στα δύο βιβλία τα σχετικά με τους γονείς της. 

Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, το σχολείο είναι και για τους δυο γονείς, «διαβατήριο» για μια ζωή καλύτερη από τη δική τους. Ενώ όμως, η μητέρα ικανοποιεί τη δίψα της για γνώση μέσα από τα μαθήματα της κόρης, τους δασκάλους, τη μόρφωση και τα βιβλία, ο πατέρας βλέπει το σχολείο ως έναν τρομακτικό, κλειστό και ανοίκειο κόσμο, στον οποίο εκείνος δεν έχει θέση. Η μόρφωση για κείνον, όπως και για τους περισσότερους της τάξης του, «προκαλούσε τη δυσπιστία, τον φόβο ότι, μέσα από κάποια σκοτεινή τιμωρία, μια κολάσιμη ανατροπή περίμενε τις κοπέλες που ήθελαν ν' ανέβουν ψηλά, θα γίνονταν αλλοπαρμένες».
 
[...] Ήθελε πολύ να μαθαίνει: τους κανόνες καλής συμπεριφοράς, οτιδήποτε ήταν στη μόδα, οτιδήποτε νεωτερικό, τα ονόματα μεγάλων συγγραφέων, τις ταινίες που προβάλλονταν στις αίθουσες (αλλά δεν πήγαινε στον κινηματογράφο, ελλείψει χρόνου), τις ονομασίες των λουλουδιών στους κήπους. Άκουγε προσεκτικά όταν οι άνθρωποι μιλούσαν για κάτι που εκείνη αγνοούσε, από περιέργεια, από επιθυμία να δείξει πως ήταν ανοιχτή στη γνώση. Κατ’ αυτήν, για να βελτιωθείς έπρεπε πρωτίστως να μαθαίνεις (έλεγε, «πρέπει να γεμίζεις το μυαλό σου») και τίποτα δεν ήταν πιο ωραίο από την πολυμάθεια. Τα βιβλία ήταν τα μόνα αντικείμενα που έπιανε με προσοχή. Έπλενε τα χέρια της προτού τ’ αγγίξει.

Μέσα από μένα, ικανοποιούσε τη δίψα της για γνώση. Τα βράδια, στο τραπέζι, μ’ έβαζε να μιλάω για το σχολείο, τα μαθήματα, τους δασκάλους.Πάντα έμπλεη θαυμασμού για το καθετί. Διάβαζε τα βιβλία που διάβαζα, τα οποία μας σύστηνε ο βιβλιοπώλης. 

Τη θεωρούσα ανώτερη απ’ τον πατέρα μου γιατί μου φαινόταν πιο κοντά στις δασκάλες και τους καθηγητές από κείνον. Τα πάντα στη μητέρα μου - η αυτοπεποίθηση, οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες της - στρέφονταν προς την έννοια αυτή καθαυτήν της μόρφωσης. Μοιραζόμασταν μια οικειότητα επικεντρωμένη στα βιβλία, στα ποιήματα που της διάβαζα, στα γλυκίσματα του τεϊοποτείου της Ρουέν, από την οποία εκείνος ήταν αποκλεισμένος. Ο πατέρας μου με πήγαινε στο λούνα παρκ, στο τσίρκο, στις ταινίες του Φερναντέλ· μου έμαθε ποδήλατο και πώς να ξεχωρίζω τα λαχανικά του κήπου. Μαζί του διασκέδαζα, μαζί της «συζητούσα». Απ’ τους δυο τους, εκείνη ήταν η κυρίαρχη φιγούρα, ο νόμος.
Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020



Του άρεσε να δοκιμάζει τις γνώσεις του. Μια μέρα, επέμεινε να του υπαγορεύσω ένα κείμενο για να μου αποδείξει πως ήταν καλός στην ορθογραφία. Ποτέ δεν ήξερε σε ποια τάξη πήγαινα, έλεγε, «Η κόρη μου είναι στης δεσποινίδας Τάδε». Το σχολείο, καθολικό όπως το ήθελε η μητέρα μου, ήταν για κείνον ένας τρομακτικός κόσμος που κατεύθυνε όλη μου τη συμπεριφορά, καθώς αιωρείτο από πάνω μου όπως το νησί της Λαπούτα στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ: «Ωραία! Αν σ’ έβλεπε η δασκάλα σου τώρα!» ή ακόμα: «Θα μιλήσω στη δασκάλα σου, αυτή θα σε στρώσει!»

Έλεγε πάντα το σχολείο σου και πρόφερε τη λέξη Η-γου-μέ-νη (έτσι αποκαλούσαμε τη διευθύντρια) και τη λέξη κα-λό-γρι-ες, τονίζοντας την κάθε συλλαβή, με σεβασμό, θαρρείς και η κανονική προφορά συνεπαγόταν μια οικειότητα με τον κλειστό κόσμο που υπονοούσαν, μια ελευθερία που δεν ένιωθε ότι δικαιούτο να την αξιώνει. Αρνιόταν να έρχεται στις σχολικές γιορτές, ακόμα κι όταν έπαιρνα μέρος κι εγώ. Η μητέρα μου αγανακτούσε, «δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο δεν έρχεσαι». Εκείνος, «το ξέρεις πολύ καλά, δεν πάω ποτέ σε τέτοια».

Πολύ συχνά, γινόταν σοβαρός, σχεδόν δραματικός: «Ν’ ακούς ό,τι σου λένε στο σχολείο!» Φόβος μπας και τούτη η παράξενη εύνοια της τύχης, οι καλοί βαθμοί μου, πάψει μεμιάς. Κάθε φορά που τα πήγαινα καλά στην έκθεση, κι αργότερα στα διαγωνίσματα, ο πατέρας μου έβλεπε μια πρόοδο, την ελπίδα ότι θα τα καταφέρω καλύτερα από κείνον.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.


Σελίδα από τα ημερολόγια της Annie Ernaux (© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
__________


Η είσοδος στην εφηβεία της Annie φέρνει ακόμα μεγαλύτερη αποξένωση με τον πατέρα, που αρνείται, ακόμα και να προσποιηθεί, ότι το σχολείο και τα μαθήματα τον ενδιαφέρουν. Αντιμετωπίζει με καχυποψία τη μελέτη και τα βιβλία, που φθείρουν την υγεία και απομακρύνουν από την πραγματική ζωή· δεν είναι παρά μόνο «το βαρύ τίμημα για να 'χεις μια αξιοπρεπή δουλειά και να μην καταλήξεις εργάτης». Όλα αυτά τα «εκλεπτυσμένα πολιτιστικά αντικείμενα» διευρύνουν το χάσμα μεταξύ τους και γίνονται πηγή ακατανοησίας, ακόμη και σύγκρουσης. Στα μάτια του πατέρα, δουλειά είναι μόνο η χειρωνακτική·οι δραστηριότητες που αφήνουν τα χέρια λευκά και ανέπαφα εξακολουθούν να εξομοιώνονται με μια μορφή αδράνειας ή πολυτέλειας, προορισμένης μόνο για τους πλούσιους. Η ίδια αντίληψη - «καλλιέργεια», είναι μόνο η δούλεψη της γης, όχι αυτή που έχει σχέση με το πνεύμα - αντανακλάται επίσης στην παράδοξη ντροπή του, μήπως οι πελάτες τον θεωρούν «πλούσιο», επειδή έχει μια μεγάλη κόρη, που σπουδάζει ακόμα και δεν εργάζεται.

 [Στα δεκαέξι μου] περνούσα όλη τη μέρα στο δωμάτιό μου, εκεί ετοίμαζα τα μαθήματά μου, άκουγα δίσκους, διάβαζα. Κατέβαινα μόνο για να καθίσω στο τραπέζι. Τρώγαμε χωρίς να μιλάμε. Στο σπίτι, ποτέ δεν γελούσα. Είχα ενδώσει στον «σαρκασμό». Είναι η εποχή όπου ό,τι κοντινό μού είναι ξένο. 

Ο πατέρας μου μπήκε στην κατηγορία των απλοϊκών ή ταπεινών ή καλών ανθρώπων. Δεν τολμούσε πια να μου πει ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Έπαψα να του μιλάω για το σχολείο. Εκτός από τα λατινικά, που τα καταλάβαινε επειδή υπήρξε παπαδοπαίδι, τα μαθήματά μου του ήταν ακατανόητα και, σε αντίθεση με τη μητέρα μου, αρνιόταν να προσποιηθεί πως τάχατες τον ενδιέφεραν. Τσαντιζόταν όταν παραπονιόμουν για το πόσο διάβασμα είχα ή επέκρινα τη διδακτέα ύλη. Δεν του άρεσαν λέξεις όπως «σπασίκλας», «κοπάνα», «καζούρα». Και πάντα ο φόβος Ή ΙΣΩΣ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ότι δεν θα τα καταφέρω.

Τον ενοχλούσε που μ' έβλεπε όλη μέρα χωμένη στα βιβλία και σ' αυτά απέδιδε τη σκυθρωπή μου έκφραση και την κακή μου διάθεση. Το φως κάτω απ' την πόρτα μου το βράδυ τον έκανε να λέει ότι έφθειρα την υγεία μου. Η μελέτη ήταν το βαρύ τίμημα για να 'χεις μια αξιοπρεπή δουλειά και να μην καταλήξεις εργάτης. Το γεγονός ότι απολάμβανα το διάβασμα του φαινόταν ύποπτο. Ότι χάνω τη ζωή στο άνθος της νιότης. Πότε πότε, έμοιαζε να σκέφτεται πως ήμουν δυστυχισμένη.

Μπροστά στην οικογένεια και τους πελάτες, αμηχανία, σχεδόν ντροπή που δεν βγάζω ακόμα το ψωμί μου στα δεκαεφτά μου, γύρω μας όλα τα συνομήλικα κορίτσια πήγαιναν στο γραφείο, στο εργοστάσιο ή σέρβιραν πίσω απ' τον πάγκο των γονιών τους. Φοβόταν μήπως με νομίζουν τεμπέλα κι αυτόν ξιπασμένο. Συχνά, πρόβαλε ως δικαιολογία: «Ξέρεις, εμείς δεν τη σπρώξαμε, το 'χει μέσα της». Έλεγε πως ήμουν πολύ μελετηρή, ποτέ πολύ δουλευταρού. Δουλειά σήμαινε δουλειά με τα χέρια.

Εκείνον τον καιρό, ξεσπούσε, σπανίως βέβαια, σε τρομερούς θυμούς που αλλοίωναν τα χαρακτηριστικά του μ' έναν μορφασμό μίσους. Ο καβγάς ξεσπούσε στο τραπέζι χωρίς λόγο, με το παραμικρό. Πίστευα πάντα πως είχα δίκιο επειδή εκείνος δεν ήξερε να συζητάει. Τον επέκρινα για τον τρόπο που έτρωγε ή μιλούσε. Προφανώς, ντρεπόμουν να τον κατηγορήσω για τ' ότι δεν μπορούσε να με στείλει διακοπές, αλλά νόμιζα πως είχα το δικαίωμα να θέλω να τον κάνω ν' αλλάξει τρόπους. Ίσως θα του άρεσε να έχει μια άλλη κόρη.

Μια μέρα: «Τα βιβλία, η μουσική, είναι καλά για σένα. Εμένα, δεν μου χρειάζονται για να ζήσω».

[...] Σκεφτόμουν ότι δεν είχα πια τίποτε άλλο να μάθω από κείνον. Τα λόγια και οι ιδέες του δεν ακούγονταν στις αίθουσες όπου μαθαίναμε γαλλικά ή φιλοσοφία, ή στα σαλόνια με τους κόκκινους βελούδινους καναπέδες των συμμαθητριών μου... Ίσως γράφω γιατί δεν είχαμε πια τίποτε να πούμε ο ένας στον άλλον.

[...] Ούτε ανησυχούσε ούτε χαιρόταν, είχε συμβιβαστεί με το γεγονός ότι ζούσα αυτή την περίεργη, εξω πραγματική ζωή: στα είκοσί μου και βάλε, ακόμη στα θρανία. «Σπουδάζει για να γίνει καθηγήτρια». Τίνος πράγματος, οι πελάτες μήτε που ρωτούσαν, μόνο ο τίτλος μετράει, έτσι κι αλλιώς εκείνος δεν θυμόταν ποτέ. Η «σύγχρονη λογοτεχνία» δεν του έλεγε κάτι όπως τα μαθηματικά ή τα ισπανικά. Φοβόταν ότι οι άνθρωποι θα με περνούσαν για καμιά προνομιούχα, με πλούσιους γονείς που μ' έσπρωχναν προς τη μόρφωση. Απ' την άλλη, ούτε και τολμούσε να ομολογήσει πως είχα πάρει υποτροφία, ενδεχομένως κάποιοι να μας θεωρούσαν τυχερούς που το κράτος με πληρώνει για να μην κάνω απολύτως τίποτα. 

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020.

Αλλά και η αρχική σχέση συνενοχής της έφηβης Annie με τη μητέρα της, γρήγορα ραγίζει, γίνεται αποξένωση και αντιπαλότητα. Kαυγάδες και ξεσπάσματα οργής από τη μεριά της μητέρας, μιας γυναίκας που μεγάλωσε σ’ έναν  κόσμο, όπου «η ελευθερία των κοριτσιών είναι αδιανόητη, με εξαίρεση αυτά που είχαν πάρει τον κατήφορο»· εμμονικά και καχύποπτα ελέγχει τη ζωή της κόρης της, «μήπως της συμβεί κάνα κακό, μήπως πλαγιάσει με τον πρώτο τυχόντα και γκαστρωθεί»

Η Annie, από την άλλη πλευρά, που «βιώνει με ρομαντικό τρόπο την εφηβική της εξέγερση», νιώθει απογοήτευση και ντροπή για την έλλειψη πραγματικής μόρφωσης και τους κραυγαλέους, απότομους  τρόπους  της μητέρας της· κυρίως, δεν αντέχει στην ιδέα ότι της μοιάζει, ότι η ίδια «είναι κάποια που δεν θέλει πια να είναι, τώρα που συχνάζει σε άλλους κύκλους». 

Έπαψε να είναι το πρότυπό μου...Απέστρεφα το βλέμμα όταν άνοιγε ένα μπουκάλι κρατώντας το ανάμεσα στα γόνατά της. Ντρεπόμουν για τον απότομο τρόπο που μιλούσε και συμπεριφερόταν, ιδίως όταν συνειδητοποιούσα πόσο της έμοιαζα. Της καταλόγιζα πως ήταν κάποια που εγώ, τώρα που σύχναζα σε άλλους κύκλους, δεν ήθελα πια να είμαι. Και ανακάλυψα ότι ανάμεσα στην επιθυμία για μόρφωση και την πραγμάτωσή της υπήρχε μια άβυσσος. Η μητέρα μου χρειαζόταν να διαβάσει την εγκυκλοπαίδεια για να πει ποιος ήταν ο Βαν Γκογκ, ήξερε τους κλασικούς συγγραφείς μόνο κατ’ όνομα. Αγνοούσε παντελώς τι μάθαινα στο σχολείο. Επειδή τη θαύμαζα υπερβολικά, δεν μπορούσα να μη νιώθω ότι εκείνη - περισσότερο απ’ όσο ο πατέρας μου - με απογοήτευε, καθώς δεν ήταν ικανή να με στηρίξει και με άφηνε ανυπεράσπιστη σ’ έναν κόσμο ξένο, τον κόσμο των δασκάλων και των άλλων κοριτσιών που είχαν σαλόνια-βιβλιοθήκες, και το μόνο που μου πρόσφερε ήταν η ανησυχία και η καχυποψία της, «με ποιον ήσουνα», «ελπίζω να μην τα ’χεις φορτώσει στον κόκορα».

Απευθυνόμασταν διαρκώς η μια στην άλλη με τόνο εριστικό. Οι προσπάθειές της να επαναφέρει την αλλοτινή, ανέφικτη στο εξής, συνενοχή μας προσέκρουαν στη σιωπή: αν της μιλούσα για επιθυμίες που δεν είχαν σχέση με το σχολείο (ταξίδια, σπορ, πάρτι) ή συζητούσα για πολιτική (ήταν η εποχή του πολέμου της Αλγερίας), στην αρχή με άκουγε με ευχαρίστηση, κολακευμένη που τη θεωρούσα έμπιστή μου, κι έπειτα ξεσπούσε όλο θυμό: «Πάψε να τρώγεσαι μ’ όλα αυτά, κοίτα πρώτα τα μαθήματά σου».

Για τη μητέρα μου, εξέγερση σήμαινε ένα και μόνο πράγμα, την άρνηση της φτώχειας, και απαιτούσε μία και μόνη μορφή δράσης: να έχεις μια δουλειά, να κερδίζεις χρήματα και να γίνεις εξίσου καλός με τους άλλους. Εξού και η πικρόχολη μομφή, ότι δηλαδή δεν καταλάβαινα πια πως εκείνη δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά μου: «Αν σ’ είχαμε χώσει στο εργοστάσιο στα δώδεκά σου, δε θα 'σουνα έτσι. δε φαντάζεσαι πόσο τυχερή είσαι». 

Κάποιες στιγμές, έβλεπε στην κόρη που είχε απέναντί της μια ταξική αντίπαλο.

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Σεπτέμβρης 1963. Πρωϊνό στο γραφείο του δωματίου μου. 
(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
______________


Η μητέρα, ωστόσο, πρόθυμη πάντα να κάνει οποιαδήποτε θυσία για το μέλλον της κόρης της, συναινεί ακόμα και στον αποχωρισμό τους. Το φευγιό της Annie από το πατρικό σπίτι και η απόκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας αμβλύνει τη μεταξύ τους αντιπαλότητα και τις προηγούμενες συγκρούσεις.

Μια εγχείρηση στο στομάχι του πατέρα, στα πενηνταεννιά του, δοκιμάζει τις δυνάμεις και την περηφάνια του, αλλά φέρνει πιο κοντά το ζευγάρι, που βρίσκει νέες ισορροπίες, μετά και την απουσία της κόρης. Η μητέρα απολαμβάνει τις επιπλέον ευθύνες και γίνεται διαλλακτική απέναντι στις μικρές απολαύσεις του πατέρα, «του γεράκου της», όπως τον αποκαλεί πια.

Φοιτήτρια φιλολογίας, είχα για κείνην μια εικόνα εξευγενισμένη, χωρίς φωνές μήτε βία. Ήμουν σίγουρη τόσο για την αγάπη της όσο και για μια κατάφωρη αδικία: εκείνη πουλούσε πατάτες και γάλα απ’ το πρωί ως το βράδυ προκειμένου εγώ να κάθομαι σ’ ένα αμφιθέατρο και ν’ ακούω να μιλάνε για τον Πλάτωνα.

Όταν έφτανα, ήταν πίσω απ’ τον πάγκο. Οι πελάτισσες γύριζαν απ’ την άλλη. Κοκκίνιζε λιγάκι και χαμογελούσε. Αγκαλιαζόμασταν στην κουζίνα, αφού είχε φύγει και η τελευταία πελάτισσα. Με ρωτούσε για το ταξίδι, τις σπουδές, προσθέτοντας «να μου δώσεις τα ρούχα σου να τα πλύνω», «σου ’χω κρατήσει όλες τις εφημερίδες αφότου έφυγες». Συμπεριφερόμασταν η μια στην άλλη με ευγένεια, σχεδόν ντροπαλοσύνη, όπως οι άνθρωποι που δεν ζουν πια μαζί. Για χρόνια, η σχέση μου μαζί της ήταν μονάχα οι επιστροφές στο σπίτι.

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020

Με τον φόβο μιας θλάσης, δεν μπορούσε πια να σηκώνει κασόνια ή να δουλεύει επί ώρες στον κήπο...Έχασε την περηφάνια του... «Ένας ανίκανος είμαι, πια»...Ήταν όμως αποφασισμένος να ξαναπάρει τα πάνω του και ν’ αρχίσει μια νέα ζωή. Ήθελε τη βολή του. Είχε γίνει υποχόνδριος.

Αποφάσισε να χαρεί τη ζωή του. Σηκωνόταν πιο αργά, ύστερα από τη μητέρα μου, δούλευε με ρέγουλα στο καφενείο και τον κήπο, διάβαζε ολόκληρη την εφημερίδα, κουβέντιαζε για ώρα πολλή με τους πελάτες. Ο θάνατος, πάντα υπαινικτικά, με τη μορφή αποφθεγμάτων, μας περιμένει όλους στη γωνία. Κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι, η μητέρα μου: «Κοίτα τον πατέρα σου! ζωή και κότα την περνάει!»

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Η Annie Ernaux, 24 ετών, με τον σύζυγό της. «Ζούσαμε στο Μπορντό, ήμασταν ακόμα φοιτητές και μόλις είχαμε αποκτήσει ένα παιδί, ένα αγόρι» 
(© Collection personnelle d’Annie Ernaux).
___________


Ο γάμος της Annie μ' έναν φοιτητή πολιτικών επιστημών απ' το Μπορντό, αν και αρχικά αντιμετωπίζεται, από τη μητέρα τουλάχιστον, με «επαρχιώτικη δυσπιστία», γρήγορα μεταφράζεται και για τους δυο σε «μια έγνοια λιγότερη», προορισμός και αποκατάσταση:«για μια γυναίκα, ζωή σημαίνει άντρας και παιδιά», πόσο μάλλον που «κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως πήρε έναν εργάτη». Και οι δυο γονείς έκαναν κάθε προσπάθεια να υπερβούν την κοινωνική απόσταση που τους χώριζε από τον κόσμο του γαμπρού τους, βοηθώντας οικονομικά το νέο ζευγάρι. Το αίσθημα πως δεν είναι αντάξιοί τους, πως δεν θα μπορούσαν να τους αγαπήσουν γι’ αυτό που είναι, τους έκανε να ελπίζουν ότι θα τους αγαπήσουν γι’ αυτό που δίνουν.  

Για να υποδεχτεί τον νεαρό, ο πατέρας μου φόρεσε γραβάτα, άλλαξε τη φόρμα του μ' ένα κυριακάτικο παντελόνι. Ήταν πανευτυχής γιατί πίστευε ότι μπορεί να θεωρεί τον μέλλοντα σύζυγό μου γιο του, να δημιουργήσει μαζί του μια αντρική συνενοχή που θα υπερέβαινε τις κοινωνικές τους διαφορές. Του έδειξε τον κήπο, το γκαράζ που είχε φτιάξει με τα χέρια του. Μια επίδειξη αυτού που ήξερε να κάνει, με την ελπίδα πως η αξία του θ’ αναγνωριζόταν απ' τον νεαρό άντρα που αγαπούσε την κόρη του. Το μόνο που απαιτούσαν απ' αυτόν ήταν να έχει καλούς τρόπους – ήταν η αρετή που εκτιμούσαν περισσότερο οι γονείς μου, τους φαινόταν τεράστιο επίτευγμα. Δεν επιδίωξαν να μάθουν, όπως θα έκαναν για έναν εργάτη, αν ήταν δουλευταράς ή αν έπινε. Ήταν βαθιά πεπεισμένοι ότι η γνώση και οι καλοί τρόποι ήταν η στάμπα μιας εσωτερικής, έμφυτης υπεροχής.

Ήταν κάτι που το περίμεναν εδώ και χρόνια ίσως, μια έγνοια λιγότερη. Τώρα ήξεραν ότι δεν θα έπαιρνα τον πρώτο τυχόντα ή ότι δεν θα κατέληγα μια ανισόρροπη. Ο πατέρας μου ήθελε οι οικονομίες του να πιάσουν τόπο στο νιόπαντρο ζευγάρι, ευελπιστώντας έτσι, με μια υπέρτατη γενναιοδωρία, ν' αντισταθμίσει την πολιτισμική και κοινωνική απόκλιση που τον χώριζε απ' τον γαμπρό του. «Η μητέρα σου κι εγώ, δεν έχουμε πια πολλές ανάγκες».

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020

Μέχρι που παντρεύτηκα, εξακολουθούσα να της ανήκω, ακόμα κι όταν ζούσα μακριά της. Όταν συγγενείς ή πελάτες τη ρωτούσαν για μένα, απαντούσε; «Έχει καιρό μπροστά της για γάμο. Στην ηλικία της, δεν υπάρχει βιάση», κι αμέσως μετά τα έπαιρνε όλα πίσω, «εγώ δεν την εμποδίζω. Για μια γυναίκα, ζωή σημαίνει άντρας και παιδιά». Κοκκίνισε και την έπιασε τρέμουλο όταν, ένα καλοκαίρι, της ανακοίνωσα ότι σκοπεύω να παντρευτώ έναν φοιτητή πολιτικών επιστημών απ’ το Μπορντό· προσπαθούσε να βρει κωλύματα, δείχνοντας την ίδια επαρχιώτικη δυσπιστία την οποία θεωρούσε παρωχημένη στους άλλους: «Όμως ο νεαρός δεν είναι από τα μέρη μας». Κατόπιν, ησύχασε, ένιωθε μάλιστα ευτυχής για την επιλογή μου. Σε μια μικρή κωμόπολη όπου ο γάμος αποτελεί ουσιώδες σημείο αναφοράς για την κοινωνική θέση ενός ανθρώπου, κανείς δεν θα μπορούσε να πει πως «πήρα έναν εργάτη». 

[...] Απέναντι σε τούτο τον κόσμο, η μητέρα μου είχε ανάμεικτα συναισθήματα. Μολονότι θαύμαζε τους τρόπους, τη μόρφωση, την κομψότητά τους, και ήταν περήφανη που έβλεπε την κόρη της τόσο ταιριαστή μ’ αυτούς, φοβόταν μήπως, πίσω από την παγερή ευγένειά τους, αυτή την ίδια την περιφρονούν. Το αίσθημα πως δεν ήταν αντάξιά τους, ένα αίσθημα το οποίο στα μάτια της ίσχυε και για μένα (ίσως χρειαζόταν άλλη μια γενιά για να ξεπεραστεί), ήταν ολοφάνερο στη φράση που μου είπε, την παραμονή του γάμου: «Φρόντισε να είσαι καλή σύζυγος και νοικοκυρά, αλλιώς μπορεί να σε στείλει πίσω». Και, μιλώντας για την πεθερά μου, κάποια χρόνια πριν, σχολίασε: «Το βλέπεις, είναι μια γυναίκα που δεν μεγάλωσε όπως εμείς».

Επειδή φοβόταν ότι δεν θα την αγαπούσαν γι’ αυτό που ήταν, έλπιζε να την αγαπήσουν γι’ αυτό που θα έδινε. Επέμενε να μας βοηθήσει οικονομικά στο τελευταίο έτος των σπουδών μας και, στη συνέχεια, μας ρωτούσε πάντα τι θα θέλαμε να μας αγοράσει. Η άλλη οικογένεια είχε αίσθηση του χιούμορ, φαντασία, και πίστευε ότι δεν μας όφειλε τίποτε.

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Η μητέρα της Annie Ernaux, Blanche στο σπίτι της οικογένειας στο Annecy. 
(Από την ταινία «Les Années super-8», 2022)
_______________


«Μια στιγμή που έμοιαζε μ' εξιλέωση»

Μετά το γάμο, η απόσταση ανάμεσα στην Annie και τους γονείς της μεγαλώνει. Περιορίζεται στα γράμματα που στέλνει η μητέρα ανά δεκαπενθήμερο, αρχίζουν με το «πολυαγαπημένα μου παιδιά» και στα οποία, εκείνη λυπάται  που είναι μακριά για να τους βοηθήσει, ενώ κι οι δυο μαζί εύχονται «να είστε γεροί, αυτό είναι το κυριότερο». Ακόμα πιο λιγοστές οι συναντήσεις τους, χωρίς την παρουσία του συζύγου της Annie, βυθισμένες οι περισσότερες σε μια αμήχανη σιωπή. 

Ανάμεσα σ' αυτές τις επισκέψεις, μια ξεχωρίζει: όταν η Annie θα φέρει μαζί της στο Yvetot, τον δυόμισι χρονών τότε εγγονό τους και, παρά την σαστισμάρα και τις υπερβολές των γονιών της, η μέρα θα κλείσει με τους τέσσερεις τους στο τραπέζι, «μια στιγμή που έμοιαζε μ' εξιλέωση».

Ύστερα, μας έβλεπε πια αραιά και πού... Πήγα μόνη μου, αποσιωπώντας τους πραγματικούς λόγους της αδιαφορίας του γαμπρού τους, λόγοι άφατοι, ανάμεσα σε κείνον και σε μένα, που τους αποδέχτηκα ως αυτονόητους. Πώς ένας άντρας μεγαλωμένος σε αστικούς κύκλους όπου όλοι ήταν διπλωματούχοι και ταλαντούχοι στον «σαρκασμό», θα είχε να πει κάτι με απλοϊκούς, έντιμους ανθρώπους των οποίων η, παραδεδεγμένη απ’ αυτόν, καλοσύνη δεν θα αντιστάθμιζε ποτέ στα μάτια του αυτή την ουσιώδη έλλειψη: μια ζωηρή πνευματώδη συζήτηση. 

[...] Μακριά απ' το σπίτι, είχα αφαιρέσει απ' τους γονείς μου τις συνήθειές τους, τους είχα μεταμορφώσει σε λαμπρούς ανθρώπους. Τώρα, άκουγα τις πραγματικές φωνές, ηχηρές και βαριές, να λένε «κείνη κει» αντί γι' «αυτήν». Συνειδητοποιούσα πως πάντα έτσι ήταν, χωρίς αυτή την «κοσμιότητα» και τη σωστή γλώσσα, που τώρα μου φαίνονταν φυσικές. Ένιωθα κομμένη στα δύο.

Βγάζω από την τσάντα μου το δώρο που του έφερα. Το ξετυλίγει με ευχαρίστηση. Μια κολόνια για μετά το ξύρισμα. Αμηχανία, γέλια, τι το κάνουν αυτό; Ύστερα, «Θα μυρίζω σαν παστρικιά!» Αλλά υπόσχεται πως θα το βάζει. Η γελοία σκηνή ενός άστοχου δώρου. Η επιθυμία μου να κλάψω όπως άλλοτε, «δε θ' αλλάξει ποτέ του λοιπόν!» 

[...] Ως συνήθως, θα πάρω ένα πρωινό τρένο και θα φτάσω το βράδυ. Τούτη τη φορά τούς πάω τον δυόμισι χρονών εγγονό τους.

Ο πατέρας μου μας περίμενε στην κουζίνα. Δεν μου φάνηκε γερασμένος. Η μητέρα μου σχολίασε ότι είχε πάει χτες στον κουρέα προς τιμήν του εγγονού του. Μια σκηνή σαστισμάρας, με επιφωνήματα, ερωτήσεις στο παιδί χωρίς να περιμένουν καν την απάντηση, μομφές αναμεταξύ τους, μην το κουράζεις το καημενούλι, ήταν πολύ μα πολύ χαρούμενοι. Προσπαθούσαν να βρουν από ποιον έχει πάρει. Η μητέρα μου του έδειξε τις γυάλες με τις καραμέλες. Ο πατέρας μου το πήγε στον κήπο για να δει τις φράουλες, τα κουνέλια και τις πάπιες. Είχαν αναλάβει εξ ολοκλήρου τον εγγονό τους και αποφάσιζαν το καθετί γι' αυτόν, θαρρείς κι εγώ ήμουν ένα κοριτσάκι ανίκανο να φροντίσει ένα παιδί. Έβλεπαν με δυσπιστία τις δικές μου αρχές περί ανατροφής, μεσημεριανός ύπνος, απαγορευμένα τα ζαχαρωτά και ούτω καθεξής. Φάγαμε και οι τέσσερις στο τραπέζι κοντά στο παράθυρο, με το παιδί καθισμένο στα γόνατά μου. Ένα όμορφο γαλήνιο βράδυ, μια στιγμή που έμοιαζε μ' εξιλέωση.

Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020


Τα δυο αγόρια της Annie και του Philippe, Éric και David, γεννημένα το1964 και 1968 αντίστοιχα. Ο Éric είναι αυτός που αναφέρεται στο παραπάνω απόσπασμα από τον «Τόπο». (Από την ταινία «Les Années super-8», 2022)
__________

«Την κατηγορούσα ότι επίτηδες ταπείνωνε τον εαυτό της»

Τρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα, η μητέρα της Annie Ernaux, πουλάει το ακίνητο του μαγαζιού στο Yvetot και μετακομίζει στο Annecy, όπου ζει η οικογένεια της κόρης της με τα δύο παιδιά τους. Η ζωή της ως εμπόρισσας έχει τελειώσει και μαζί η περηφάνια ότι κερδίζει τα δικά της λεφτά. «Εδώ, ήταν πια απλώς η γιαγιά...Μεμιάς, ο κόσμος της μίκρυνε, σκυθρώπιασε, και κείνη ένιωθε ένα τίποτα». Η μόνη περηφάνια της ήταν ότι μοιραζόταν τον τρόπο ζωής των παιδιών της, για τους οποίους μπορούσε να καμωρώνει στους συγγενείς: Είναι «πολύ καλά αποκατεστημένοι!»

Σιγά σιγά εγκλιματίστηκε στο καινούργιο αστικό περιβάλλον, διοχετεύοντας όλη της την ενέργεια και τον ενθουσιασμό στη φροντίδα των εγγονών της και στις δουλειές του σπιτιού, στις οποίες το ταλέντο της ήταν αναγνωρισμένο· έκανε κάθε προσπάθεια να απαλλάξει την κόρη της από τις οικιακές αγγαρείες, προκειμένου ν’ ασχοληθεί με άλλα καλύτερα πράγματα, να συμπεριφέρεται δηλαδή ως διανοούμενη.

[...] Ήταν σαν να ζούσε σ’ έναν κόσμο που απ’ τη μια την καλωσόριζε και απ’ την άλλη, την απέρριπτε. Μια μέρα, είπε θυμωμένα: «Δεν ταιριάζω εγώ σε τούτο το σκηνικό».
Έτσι λοιπόν δεν απαντούσε στο τηλέφωνο όταν ηχούσε κοντά της, χτυπούσε με τρόπο επιδεικτικό την πόρτα προτού μπει στο καθιστικό όπου ο γαμπρός της παρακολουθούσε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση, ζητούσε διαρκώς μια απασχόληση, «αν δεν μου δώσετε κάτι να κάνω, ε, ας φύγω τότε» και, μισογελώντας, «πρέπει κάπως να πληρώνω για τη φιλοξενία!» Μαλώναμε συχνά οι δυο μας για τη στάση της, την κατηγορούσα ότι επίτηδες ταπείνωνε τον εαυτό της. Μου πήρε καιρό για να καταλάβω ότι η μητέρα μου ένιωθε στο σπίτι μου την ίδια δυσφορία που ένιωθα κι εγώ ως έφηβη όταν βρισκόμουν σε «περιβάλλοντα καλύτερα απ’ το δικό μας» (λες και μόνο οι «κατώτεροι» υπέφεραν από διαφορετικότητες που οι άλλοι τις θεωρούν ασήμαντες). Συνειδητοποίησα επίσης ότι η πολιτισμική υπεροχή των παιδιών της, που διαβάζουν Le Monde και ακούν Μπαχ, είχε διαστρεβλωθεί ενστικτωδώς από τη μητέρα μου σε μορφή φαντασιακής οικονομικής κυριαρχίας, όπως εκείνη του αφεντικού στον εργάτη: ο δικός της τρόπος εξέγερσης.

[...] Ήθελε να με απαλλάξει απ’ όλες τις οικιακές αγγαρείες, στενοχωριόταν που έπρεπε να με αφήνει να ασχολούμαι με το μαγείρεμα και τα ψώνια, να βάζω πλυντήριο, το οποίο φοβόταν να χρησιμοποιήσει: τη δυσαρεστούσε το γεγονός ότι έπρεπε να μοιράζεται το μοναδικό πεδίο όπου τα ταλέντα της ήταν αναγνωρισμένα και όπου μπορούσε να είναι χρήσιμη. Όπως άλλοτε, ήταν η μητέρα που αρνείται να τη βοηθούν, χρησιμοποιώντας τον ίδιο αποδοκιμαστικό τόνο όταν μ’ έβλεπε να καταπιάνομαι με μια χειρωνακτική δουλειά, «άσ’ το, έχεις καλύτερα πράγματα να κάνεις» (κάτι που, όταν ήμουν δέκα χρονών, σήμαινε να διαβάσω τα μαθήματά μου και, τώρα, να συμπεριφέρομαι ως διανοούμενη).

Τώρα, διάβαζε LeMonde και Le Nouvel Observateur, πήγαινε στο σπίτι μιας φίλης «για τσάι» (γελώντας, «δε μ’ αρέσει μα δεν της το λέω!»), έδειχνε ενδιαφέρον για τις αντίκες («αυτό σίγουρα έχει μεγάλη αξία»). Πρόσεχε να μην της ξεφύγει καμιά παλιοκουβέντα, προσπαθούσε να πιάνει «απαλά» τα αντικείμενα, κοντολογίς, «αυτοελεγχόταν» και χαλιναγωγούσε την οξυθυμία της. 

Ήταν μάλιστα περήφανη που, σ’ αυτή την ηλικία, είχε κατακτήσει μια γνώση η οποία, στις περισσότερες αστές γυναίκες της γενιάς της, ήταν ενσταλαγμένη από τα νιάτα τους, δηλαδή ότι «η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά».

Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, η μητέρα της Annie ακολουθεί το ζευγάρι σε μια νεόκτιστη πόλη στην ευρύτερη περιοχή του Παρισιού, «ένα μέρος ακαθόριστο, άψυχο, στερημένο από σκέψη και συναίσθημα». Δεν εξοικειώνεται με τη ζωή εκεί και, έξι μήνες μετά, επιστρέφει, για άλλη μια φορά στο Yvetot, αλλά σε μια μικρή ισόγεια γκαρσονιέρα για ηλικιωμένους, όπου τίποτα δεν συνέβαινε. Επιπλέον, «οι άνθρωποι της πόλης όπου είχε ζήσει πενήντα χρόνια, οι μόνοι που μετρούσαν πραγματικά για κείνη, δεν θα δούν ποτέ με τα ίδια τους τα μάτια την επιτυχία της κόρης και του γαμπρού της». 

Για αρκετό καιρό επισκέπτεται την οικογένεια της κόρης της και μοιράζεται, για ένα δεκαπενθήμερο κάθε φορά, τη ζωή της μαζί τους, πάντα ζωντανή και δραστήρια, μέχρι τη στιγμή που αρχίζει σταδιακά να χάνει τα λογικά της. Πεθαίνει τον Απρίλη του 1986, μετά από χρόνια άνοια.


Η Annie Ernaux το γιο της David και τη μητέρα της, σε μια πό τις επισκέψεις της.
(Από την ταινία «Les Années super-8», 2022)
___________

Μια κινηματογραφική βουτιά σε μια κρίσιμη δεκαετία

Το 1972, η Annie Ernaux και ο Philippe, ο σύζυγός της, απέκτησαν μια κάμερα Super-8, που θα γινόταν ο σύντροφος της οικογενειακής τους ζωής. Γονείς δύο αγοριών 7 και 3 ετών, του Éric και του David , το νεαρό ζευγάρι ζούσε τότε στο Annecy, όπου ο Philippe εργαζόταν σ’ ένα σημαντικό διοικητικό πόστο, ενώ η Annie δίδασκε λογοτεχνία σ’ ένα κολέγιο.

Τα αποσπάσματα ταινιών, που τραβήχτηκαν μεταξύ 1972 και 1981 και τα επιμελήθηκε ο γιος της Annie, David Ernaux-Briot, αποτελούν συγκινητικά οικογενειακά αρχεία και μαρτυρία μιας εποχής. Τα γενέθλια του David, που πέφτουν την ημέρα των Χριστουγέννων κάθε χρόνο, οι καλοκαιρινές διακοπές στο Ardèche, τα ταξίδια στη Χιλή και στην Αλβανία, η αφοσιωμένη παρουσία της μητέρας της Annie, που το 1970 αφήνει το Yvetot και έρχεται να ζήσει μαζί  τους για λίγο στο Annecy. 
Η Annie Ernaux βάζει τη φωνή της, σχολιάζοντας με ποιητικό τρόπο αυτή την παρέλαση σιωπηλών εικόνων, που τράβηξε ο Philippe, στη διάρκεια μιας δεκαετίας καθοριστικής για τη ζωή της· αυτής της χειραφέτησής της ως γυναίκας και ως συγγραφέως.

Η ταινία της Annie Ernaux και του γιου της David Ernaux-Briot παρουσιάστηκε στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών, στο 75ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και βγαίνει στις γαλλικές αίθουσες στις 14 Δεκεμβρίου 2022.



Στο απόσπασμα που ακολουθεί  αποτυπώνεται  η επιστροφή της  ίδιας της Annie και των παιδιών από το σχολείο και τα ψώνια. «Ζούμε μια απίστευτη στιγμή, χαρούμενη αλλά και εμποτισμένη με κάποια βία. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε μ’ αυτή τη νέα διάρκεια, την αποκομμένη από τη ζωή μας», θυμάται η συγγραφέας. Η κάμερα καταγράφει επίσης στοιχεία του ντεκόρ, «όλα αυτά που σηματοδοτούν την πρόσφατη είσοδό μας στην αστική τάξη», σημειώνει η Annie Ernaux.




ΠΗΓΕΣ
  • Annie Ernaux, Ο τόπος, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020
  • Annie Ernaux, Μια γυναίκα, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2020
  • Annie Ernaux,Τα χρόνια, μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, επίμετρο Νίκος Μπακουνάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα, 2022