Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Τόποι και διαδρομές αναζήτησης του ιδανικού στη «Μαρίνα» του Κοσμά Πολίτη. Από την Πάτρα ως τα νερά του Κορινθιακού...


Οι διαδρομές ενός κοσμοπολίτη τραπεζικού - «ερασιτέχνη συγγραφέα»: Αθήνα - Σμύρνη - Ευρώπη - Πάτρα - Αθήνα

Ο Παρασκευάς Ταβελούδης - Πάρις για τους δικούς του - διάλεξε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, για να υπογράφει τα βιβλία του και «για να σώσει την υπόληψή του», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Αν και γεννημένος στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888), εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Σμύρνη το 1890, μετά την οικονομική καταστροφή του πατέρα του  Λεωνίδα, εμπόρου με καταγωγή από τη Μυτιλήνη. 

∆ώδεκα χρονών χάνει τη µητέρα του Καλλιόπη, μια γυναίκα φιλάσθενη και νευρωτική. Την ανατροφή του αναλαμβάνουν η αδελφή του Μαρία, δεκαοχτώ χρόνια µεγαλύτερή του, και µια Γαλλίδα δασκάλα. Φοιτά στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αµερικάνικο Κολλέγιο Σµύρνης, αλλά ατίθασος, ζωηρός, και κακός µαθητής, εγκαταλείπει τις σπουδές στη δευτέρα Γυµνασίου και πιάνει δουλειά, στα δεκαεφτά του, στην Τράπεζα Ανατολής. 

Στα τριάντα του γνωρίζει σε µια δεξίωση σε πλοίο την Κλάρα Κρέσπι, αριστοκράτισσα Αυστροουγγαρέζα - έκανε ιππασία µε τις κόρες του Αυτοκράτορα στη Βιέννη και αλληλογραφούσε χρόνια µε τον σπουδαίο συνθέτη Γκούσταβ Μάλερ - και ο έρωτάς τους είναι ακαριαίος και αµοιβαίος. Παντρεύονται στη Σµύρνη το 1918 και σ’ ένα χρόνο γεννιέται η κόρη τους Φοίβη (Κνούλη).

Η γυναίκα του Κοσμά Πολίτη Κλάρα με την κόρη τους στη Σμύρνη
Πηγή: Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116
____________________


Σαν μπήκαν τα στρατεύματα του Κεμάλ στη Σμύρνη, ο Πάρις Ταβελούδης πήρε την οικογένειά του και φύγανε. Η Τράπεζα που εργαζόταν, του έδωσε μετάθεση στη Γαλλία — Μασσαλία και Παρίσι. Το 1924 διορίζεται υπάλληλος στο παράρτηµα της Ιονικής Τράπεζας στο Λονδίνο, όπου μένει για λίγους μήνες και αμέσως μετά μετατίθεται στην Αθήνα· σ’ ένα χρόνο γίνεται υποδιευθυντής.

Το 1930, σε ηλικία σαράντα δύο ετών, με μια πετυχηµένη σταδιοδροµία, κάτοικος ιδιόκτητης οικίας στο Ψυχικό - κτισµένης µε τραπεζικό δάνειο - , κοσµικός, οµορφάνθρωπος, γοητευτικός, γλωσσοµαθής, κύριος µε τα όλα του και παντελώς άγνωστος στους πνευµατικούς κύκλους, αναταράζει τα νερά µε το βιβλίο του «Λεµονοδάσος». Όπως ο ίδιος δήλωνε χαριτολογώντας ειρωνικά, ποτέ ως τότε «δεν το είχε σκεφτεί να μουντζουρώνει τα χαρτιά».

Σε δύο συνεντεύξεις που έδωσε το 1938, με αφορμή τη κυκλοφορία της Eroica, παρουσιάζει την εικόνα ενός κοσμοπολίτη ευπατρίδη, που στις ελεύθερες ώρες του είναι κι ερασιτέχνης συγγραφέας και αποδίδει τη στροφή του προς την τέχνη, όχι σε εσωτερική ανάγκη, αλλά σ' ένα «πρόωρο ξεμώραμα», «μια διάθεση επιστροφής προς την φεύγουσαν νεότητα»

Το 1934 ξελογιάζεται µε κάποια, εγκαταλείπει σπίτι, γυναίκα και παιδί στην εφηβεία του, µετατίθεται στην Πάτρα, ως διευθυντής του υποκαταστήματος της Ιονικής Τράπεζας  και ξεκόβει εντελώς για πολλά χρόνια από την οικογένειά του. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Πάτρα, αναζωογόνησε το εκεί υποκατάστημα και εισηγήθηκε την ίδρυση υποκαταστήματος στο Κιάτο, πράγμα το οποίο του έδωσε την ευκαιρία να επισκέπτεται συχνά και το Ξυλόκαστρο.

Είχε όμως συνεχή προβλήματα με την τράπεζα, ιδίως σχετικά με την πληρωμή του δανείου, που του είχε παραχωρήσει η τράπεζα για το σπίτι του, αλλά και λόγω συνεχών αιτήσεών του - από το 1937 και εμπρός - για αναρρωτική άδεια. Είναι φανερό ότι είχε ιατρικά, ψυχολογικά και οικονομικά προβλήματα εκείνη την εποχή.

Η διαμονή του στην Πάτρα έληξε - ταυτόχρονα με την διευθυντική του θητεία στην Ιονική Τράπεζα - κατά τη διάρκεια της μοιραίας αρρώστιας της κόρης του, το 1942, που «έκοψε σαν µαχαίρι τη ζωή του στα δύο». Ο Κοσμάς Πολίτης είχε παρατείνει υπέρ το δέον - κατά την κρίση της διεύθυνσης - την άδειά του, και απολύθηκε. Αργότερα όμως η τράπεζα δέχτηκε ν' αλλάξει τα επίσημα στοιχεία, ώστε να φαίνεται ότι ο Κοσμάς Πολίτης «απεχώρησεν οικειοθελώς», και του πλήρωνε τη μάλλον πενιχρή σύνταξή του. 

Στα πενήντα τέσσερά του, µένει άνεργος, πουλάει το σπίτι του «για δυο κουτιά σπίρτα» σ’ ένα µαυραγορίτη µε τον όρο να παραµείνει σ’ αυτό ως ενοικιαστής. Μετά την Κατοχή το σπίτι περιέρχεται στο ∆ηµόσιο και το νοίκι τρέχει ως το θάνατό του. Από κει και πέρα αγωνίζεται να ζήσει από τις µεταφράσεις του. Ο δεσµός µε τη γυναίκα του γίνεται πολύ στενός. Αγκιστρώνονται ο ένας στον άλλο. Του γίνεται έµµονη ιδέα ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η Κνούλη µπορεί να ζούσε. 

Η Φοίβη (Κνούλη), κόρη του Κ. Πολίτη (1919-1942)
Πηγή: Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116
___________________

Το 1945 δηµοσιεύεται «Το Γυρί», το 1946  «Η Κοροµηλιά»  και μετά από δεκάξι χρόνια µυθιστορηµατικής απραξίας, το 1962, «Στου Χατζηφράγκου», ο Κοσμάς Πολίτης θ’ αναστήσει μνήμες από την παιδική κι εφηβική του Σμύρνη, χωρίς ποτέ να ονοματίζει την αγαπημένη και χαμένη ελληνική πόλη.

Την 21η Απριλίου 1967, ηµέρα του πραξικοπήµατος των συνταγµαταρχών, πεθαίνει η γυναίκα του, η Κλάρα. Η Ασφάλεια τον συλλαµβάνει ως αριστερό και τον αφήνουν προσωρινά ελεύθερο για την κηδεία. Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ μεσολαβεί στον Παττακό και πετυχαίνει την οριστική αποφυλάκιση του «γέροντος  με την εύθραυστη καρδιά». 

Ο κλονισµός από το θάνατο της Κλάρας είναι ισχυρός. Η ζωή του γίνεται δύσκολη, το σπίτι καταρρέει. Αρχίζει να διαµοιράζει τα υπάρχοντά του. Στηρίζεται στους λίγους φίλους. Γεράµατα µοναχικά και θλιβερά, αλλά η εργασία, εργασία. Αρχίζει και γράφει το «Τέρµα».

Τέλος Ιανουαρίου του 1973 µπαίνει στον Ευαγγελισµό µε καρδιακή και αναπνευστική ανεπάρκεια. Λίγο µετά μεταφέρεται στον οίκο ευγηρίας Relax Palace στο Μαρούσι. Παρηγοριά του η συµπαράσταση του ζεύγους Παπούλια. 

Στις 16 Ιανουαρίου του 1974  ξαναμπαίνει στον Ευαγγελισμό. Προτού εισαχθεί στο νοσοκομείο, παραδίδει στην Ματίνα Παπούλια το χειρόγραφο του μυθιστορήματός του «Τέρμα» που δεν είχε ολοκληρώσει και που θα δημοσιευθεί το 1975. Πεθαίνει στον Ευαγγελισµό στις 23 Φεβρουαρίου 1974, ογδονταέξι χρονών. Τα τελευταία λόγια του: «Είμαι για τις μολόχες».

Για τις τελευταίες του στιγμές γράφει η Ματίνα Παπούλια: 

«Στην πρώτη σελίδα [του χειρογράφου που της παρέδωσε], μετά από την λέξη ΤΕΡΜΑ είχε γράψει ένα ποίημα του φίλου του ποιητή Αντωνίου:

Στη μαύρη νύχτα
ζωγραφίζω γιασεμιά
να ξημερώση.

Η κακή υγεία του είχε επιδεινωθεί με την διαπίστωση μιας εστίας καρκίνου στον πνεύμονα. Δεν το έμαθε ποτέ, μα φαίνεται ότι καταλάβαινε το τέλος του. Την παραμονή του θανάτου του μου είπε: “Για φανταστείτε, κι ο πατέρας μου είχε την ίδια ηλικία.... κι η Κλάρα άνοιξη, θυμάστε, κι η Κνούλη το ίδιο..., enfin αλλα λόγια λέτε, βρε παιδιά”.

Την ημέρα εκείνη δεν ήθελε να φύγω. Οι αναπνευστικές του κρίσεις γίνονταν έντονες και συχνότερες. Δεν έχασε τις αισθήσεις του μέχρι την τελευταία στιγμή. Ζητούσε συγγνώμη που ενοχλούσε και έλεγε «ευχαριστώ» για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Όπως υπέμεινε τη μοναξιά του με περηφάνεια και αξιοπρέπεια, έτσι υπέμεινε και τις τελευταίες του ώρες. [...]

Το βράδυ της ημέρας εκείνης ξεφύλλιζα τα διάφορα χαρτιά του και έπιασα να ξαναδιαβάζω τα χειρόγραφά του. Σταμάτησα όταν είδα ότι οι στίχοι του Αντωνίου ήταν σβησμένοι και από κάτω γραμμένα:

Έρχεται η μαύρη νύχτα
η αξημέρωτη. 
Φοβάμαι. 

Κ.Π.

Μ. Παπούλια, Βιογραφικό μνημόνιο για το «Τέρμα» του Κοσμά Πολίτη,
 Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης

Η Ιονική Τράπεζα στην οδό Όθωνος Αμαλίας και Κολοκοτρώνη, την εποχή που ο Κοσμάς Πολίτης ήταν διευθυντής (1934-1942), Πηγή: PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________

Παρέες και αφιερώσεις στα χρόνια της Πάτρας

Στην Πάτρα, ο Κοσμάς Πολίτης - ως προστατευόμενος του διοικητή της Ιονικής Τράπεζας Διονυσίου Λοβέρδου και με τη μεσολάβηση της κόρης του Ιωάννας (Ζανέτ), έγινε μέλος μιας φιλολογικής παρέας, που την αποτελούσαν: ο Μεσολογγίτης αισθητικός και λόγιος Μίµης Λιµπεράκης, η κόρη του Δ. Λοβέρδου και ποιήτρια Ιωάννα, ο Πατρινός δικηγόρος, ιστορικός και συγγραφέας Κώστας Τριανταφύλλου, οι Ξηρομερίτες Θωμάς Λαλαπάνος και Φώτης Γεροθανάσης, ο Ναυπάκτιος Γιάννης Φαρμάκης. Η παρέα, σύμφωνα με τον Μεσολογγίτη ποιητή Θωµά Γκόρπα, οργάνωνε κάθε τόσο εκδρομές στο Λούρο, στο Μεσολόγγι, στην ορεινή Τριχωνίδα, στον Προυσό, στη Ναύπακτο, στην Ερατεινή, στο Γαλαξίδι.

Ο πολυταξιδεµένος Μεσολογγίτης εστέτ µε τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες, την ευρεία αισθητική καλλιέργεια, καθώς και τη βιωµατικότητα στη σχέση του µε τις καλές τέχνες, Μίμης (Δημήτρης) Λιμπεράκης επηρέασε τον Κοσμά Πολίτη, σε βαθμό να του αφιερώσει την «Eroica»: «Στον Κύριο Δ. Λ. αισθητικό από το Μεσολόγγι». Η σχέση των δυο ανδρών δεν ήταν µέχρι τέλους καλή, χωρίς να γνωρίζουµε το λόγο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λιµπεράκης δεν ενθουσιάστηκε, ούτε αισθάνθηκε τιµή απ’ την αφιέρωση του μυθιστορήματος σ' αυτόν, όπως αναφέρει σε σχετικό της άρθρο η Ασπασία Γκιόκα.

Στοιχεία πάντως της προσωπικότητας και του έργου του Μ. Λιμπεράκη αναγνωρίζονται κάτω από το πρόσωπο του αρχαιολάτρη και ωραιολάτρη κυρίου Κλήμη στην «Eroica» και του Κύριλλου, του διανοούμενου φίλου του Φίλιππου Γορτύνη, στο «Γυρί».

Στους ήρωες επίσης, που κινούνται γύρω από τον Φίλιππο, τον Κύριλλο και τη συντροφιά τους, προβάλλονται πολλά στοιχεία αυτής της παρέας των εστέτ διανοούμενων, οι οποίοι ερωτεύονται, ονειρεύονται, προβληματίζονται και εκφέρουν αισθητικές κρίσεις για την πορεία της τέχνης στην εποχή τους.


Μίµης Λιµπεράκης, Ξυλογραφία του Γιάννη Λουκά
__________

«...Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό»

«Το Γυρί», με τη σειρά του, είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Βασιλείου (1901 -1989), τον Πατρινό αρχιτέκτονα - αλλά και συγγραφέα, μελετητή, ζωγράφο - που χάρισε στη γενέτειρά του την αναστήλωση του Ρωμαϊκού Ωδείου (1958 - 1963), «ιδίοις αυτού χρώμασι και τέχνη και έργω». Ο Γ. Βασιλείου περιγράφει τον Κοσμά Πολίτη, στο αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω», ως έναν άνθρωπο ξεχωριστό, ικανό, γοητευτικό, με παράξενα φερσίματα και  αυτοσατιρική διάθεση, αλλά δυστυχή στο σύνολο της ζωής του. Αποκαλύπτει ακόμα πως δικό του ήταν το «ισόγειο σπιτάκι - δυο δωμάτια μ' έναν μικρό κήπο - στο Γυρί», που παραχωρήθηκε από κοινό τους φίλο στον Κοσμά Πολίτη, για να φύγει από τα ξενοδοχεία, όπου έμενε ως τότε.

«Γνώρισα τον Κοσμά Πολίτη γύρω στα 1934, όταν ήλθε στην Πάτρα ως διευθυντής της Ιονικής Τράπεζας. Πρέπει μεμιάς να πω ότι επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό. Μια προσωπικότητα που δεν απαντάει κανείς συχνά.

Είχε μια έντονη γοητεία και μαζί κάποια ιδιοτροπία: ήθελει να παρουσιάζεται ότι είναι αλλιώτικος απ' όλους τους άλλους. Αλλά, παρ' ότι συχνά με παράξενα φερσίματα προσπαθούσε να επιδείξει πρωτοτυπία, παρέμενε πάντοτε γοητευτικός και αγαπητός. Ήταν ένας «αισθητικός» που αγαπούσε το ωραίο και καταλάβαινε από τέχνη.

Παράλληλα, ήταν εξαιρετικά ικανός άνθρωπος. Μέσα σε λίγον καιρό, αφότου ήλθε στην Πάτρα, ο Κ.Π. κατόρθωσε, να μεταβάλει την Ιονική Τράπεζα, που μέχρι τότε δεν είχε καμιά κίνηση, σε ένα ζωντανό υποκατάστημα με μεγάλη πελατεία. Θυμάμαι ότι επήγαινε στα καταστήματα και έπινε καφέ με τους εμπόρους. 

Ήμουν ένας από τους λίγους φίλους που είχε στην Πάτρα. Από μια εκδρομή που κάναμε μαζί το 1939 στα Λουτρά του Καϊάφα εμπνεύστηκε ένα διήγημα του οποίου μου χάρισε το χειρόγραφο και που το έδωσα και δημοσιεύτηκε στα «Κριτικά Φύλλα» το 1976. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς σ' αυτό το διήγημα τον ίδιο τον Κ.Π. στο πρόσωπο του Ξένου, του οποίου τα επιδεικτικά καμώματα περιγράφει με αυτοσατιρική διάθεση.

Αγαπούσε πάντοτε τη γυναικεία συντροφιά. Δεν θυμάμαι, όμως, τουλάχιστον τα χρόνια που ήμαστε στην Πάτρα, να είχε ποτέ μια φίλη με αντάξιά του πνευματικότητα. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι διάλεγε τις φίλες του ανάμεσα στα κορίτσια ενός εργοστασίου την ώρα που σχολούσαν από τη βραδινή τους βάρδια. Πάντως ήταν ένας δυστυχής άνθρωπος στο σύνολο της ζωής του. Έχασε τη μοναχοκόρη του στα 23 της, έζησε χρόνια χωριστά απ' τη γυναίκα του, τσακώθηκε με την Τράπεζα κι έχασε τη δουλειά του. Με τη γυναίκα του συμφιλιώθηκε από την κοινή συμφορά του χαμού της κόρης τους.

Όταν έφυγα από την Πάτρα [το 1939 ο Γ. Βασιλείου εγκατέλειψε την Πάτρα και εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα], δεν τον έβλεπα πολύ συχνά. Έλαβα ένα γράμμα από έναν φίλο μου, που μου έγραφε ότι είχε παραχωρήσει στον κοινό μας φίλο Κοσμά Πολίτη - έμενε μέχρι τότε σε ξενοδοχεία - ένα σπίτι που είχα στην Πάτρα. Ήταν ένα ισόγειο σπιτάκι - δυο δωματια μ' έναν μικρό κήπο - στο Γυρί, κοντά στο αγροτικό ορφανοτροφείο, λίγο πιο κάτω απ' τα Ψηλά Αλώνια. Έβαλα κι έχτισαν έναν ψηλό τοίχο γύρω-γύρω, όπως μου ζήτησε ο Πολίτης, «για να βγαίνει στον κήπο και να μην τον βλέπει κανείς».

Κάπου γύρω στο '45 - '46 έλαβα ένα βιβλίο του με τίτλο «Το Γυρί» αφιερωμένο σε μένα. To σπιτάκι των δύο δωματίων είχε μεταβληθεί σε «παλιό αρχοντικό» με «πυργάκι» και «γυψένιες πολεμίστρες... Η ζωή, όμως, της Πάτρας αποδόθηκε πιστά με λιτότητα που εκπλήσσει.

Γιάννης Βασιλείου, «...Επρόκειτο για έναν άνθρωπο ξεχωριστό», 
Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης


Στη μέση, ο Ιωάννης Βασιλείου, αριστερά ο Αναστάσιος Ορλάνδος και δεξιά ο έφορος αρχαιοτήτων Ζαφειρόπουλος, στο Ρωμαϊκό Ωδείο, 1958. 
Πηγή: Ανδρέας Αύλιχος, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________


Η Πάτρα ως λογοτεχνικός χώρος στο έργο του Κ. Πολίτη

Στο διάστημα της παραμονής του Κοσμά Πολίτη στην Πάτρα (1934 - 1942), δημοσιεύονται σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα»: 
  • Η νουβέλα «Ελεονόρα» (1935)
  • Η «Eroica» (1937)· το 1938 εκδίδεται σε βιβλίο και ένα χρόνο μετά (1939) του απονέμεται το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος. 
  • Η νουβέλα «Μαρίνα» (1939). Η νουβέλα - με διαφορετικό τέλος - εκδόθηκε το 1943 σε βιβλίο με τον τίτλο «Τρεις γυναίκες», μαζί με άλλες δύο νουβέλες, που τιτλοφορούνται επίσης με γυναικεία ονόματα, «Ελεονόρα» και «Τζούλια».  Και οι τρεις νουβέλες, μάλλον ξαναδουλεμένες, περιλαμβάνονται στην συλλογή «Η Κορομηλιά και άλλα διηγήματα», που κυκλοφόρησε το 1959. 
Καρπός της παραμονής του στην Πάτρα είναι το μυθιστόρημα «Το Γυρί», το οποίο δημοσιεύεται σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα» (1944-1945) και εκδίδεται σε βιβλίο τον Απρίλιο του 1945. Πρωταγωνιστής είναι η συνοικία το Γυρί, στην Πάτρα, «στα όρια της πόλης- στα όρια του κόσμου», όπως γράφει ο Πολίτης. Στο «Γυρί», ο χώρος θεματοποιείται, και η μυθοπλασία στρατεύεται στην υπηρεσία του, προκειμένου να τον αναδείξει σε κεντρικό της θέμα. 

Δεν συμβαίνει το ίδιο στα πρώτα μυθιστορήματα του Κοσμά Πολίτη, αρχής γενομένης με το «Λεμονοδάσος», το οποίο, αν και έχει τοπογραφικό τίτλο, δεν ονομάζει παρά μια από τις διάφορες τοποθεσίες του μυθιστορήματος (Αθήνα, Πόρος, Δελφοί, κ.λπ.) και λειτουργεί περισσότερο συμβολικά παρά τοπογραφικά. Η «Εκάτη» πάλι και η  «Eroica» φέρουν τίτλους καθαρά συμβολικούς και η δράση δεν εντοπίζεται σε κανέναν πραγματικό χώρο.

Ωστόσο, η ιδέα για την «Eroica», όπως ο ίδιος ο Κ. Πολίτης δηλώνει σε συνέντευξή του, το 1947, «γεννήθηκε μέσα του από ένα λουλούδι που του πέταξε παίζοντας ένα κορίτσι στην Πάτρα». Οι μελετητές, μάλιστα, αλλά και ο απλός αναγνώστης, που έχει ζήσει στην Πάτρα, μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν στην φανταστική πόλη της «Eroica», πολλά στοιχεία της προπολεμικής αχαϊκής πρωτεύουσας, με την εμπορική παράδοσή της και τις διασυνδέσεις της με την Ιταλία: οι στοές στους δρόμους της, ο κόλπος με το λιμάνι στην άλλη όχθη, όπου έγινε μια ιστορική ναυμαχία (Ναύπακτος), ακόμα και ο πληθυσμός της, περίπου σαράντα χιλιάδες κάτοικοι, αριθμός που αντιστοιχεί με τον πληθυσμό της Πάτρας την εποχή εκείνη. Όλες αυτές οι «φαινομενικές ομοιότητες» όμως δεν επιτρέπουν, σε καμία περίπτωση, την ταύτιση με την Πάτρα, ούτε και με καμιά άλλη υπαρκτή πόλη· είναι, το πιθανότερο, ένα κολάζ των τόπων όπου έζησε με τον τόπου όπου ζει. Σε συνομιλία του με τον Γ. Π. Σαββίδη, ο Κοσμάς Πολίτης λέει σχετικά:

«Η Ερόικα είναι ασφαλώς επηρεασμένη από τον διεθνισμό της Σμύρνης που ίσως δεν υπήρξε ποτέ, πουθενά, στην Ελλάδα , τουλάχιστον όχι στα χρόνια μου: ούτε καν στην Κέρκυρα, ούτε ασφαλώς στην Πάτρα... Ζούσα τότε στην Πάτρα, και ίσως γι' αυτό να δανείστηκα μερικά γραφικά από τον περίγυρό μου. Αλλά γιατί να τα προσδιορίσω, αφού η πολιτεία της Ερόικα δεν ήταν πια ούτε η Σμύρνη, ούτε βέβαια η Πάτρα; Το Γυρί, μάλιστα – γι' αυτό και έβαλα τ' όνομά του φαρδύ-πλατύ στον τίτλο του βιβλίου.»

Το γενικό μυθιστορηματικό σκηνικό στη «Μαρίνα» του Κοσμά Πολίτη αποτελούν η Πάτρα, το Ξυλόκαστρο, το Κιάτο κι ελάχιστα η Αθήνα, στα 1939, τον τελευταίο μήνα του καλοκαιριού και αρχές φθινοπώρου. Η νουβέλα βρίθει δεδομένων που συνθέτουν ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον, στην Πάτρα του τέλους της δεκαετίας του 1930: στίχοι από άριες από ιταλικές όπερες, θραύσμα στίχου του Μπωντλαίρ και κοινότυπες φράσεις στα γαλλικά, στίχοι από αμερικανικά τραγούδια, καφενεία με ορχήστρα, μεταμεσονύκτια μπαρ, παραθεριστές σε τουριστικά θέρετρα...

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη δράση μιας εργένικης παρέας, τριών ή τεσσάρων φίλων - ο τέταρτος ήταν ο φίλος του φίλου –  που ζουν στην Πάτρα μια ξέγνοιαστη και ερωτύλα ζωή.  Από ένα σημείο και μετά το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην πορεία του παράνομου ερωτικού δεσμού, που έχει συνάψει ένα από τα μέλη της  συντροφιάς, ο Στέφανος, με μια παντρεμένη γυναίκα τη Ρέα, την οποία έχει γνωρίσει στο Ξυλόκαστρο. 

Στη νουβέλα αυτή, που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ονειρικό, ο μυθοπλαστικός χώρος αποτυπώνει υπαρκτές τοποθεσίες, με τρόπο αληθοφανή και κάποτε λεπτομερειακό. Οι ήρωες της νουβέλας περιπλανώνται στην πόλη και τα περίχωρα, αποφεύγοντας τους κλειστούς χώρους: στο μώλο με το φάρο, στην Άνω Πόλη, στις Ιτιές, παίρνουν το λεωφορείο από το Σκαγιοπούλειο, το τρένο για το Βραχάτι ή το Ξυλόκαστρο, το αυτοκίνητο για τη Λυκοποριά ή το Κιάτο, το πλοίο από τον Πειραιά για την Πάτρα, δίνοντας κάθε φορά, την ευκαιρία στο συγγραφέα να μνημονεύσει δρόμους, σκάλες, καφενεία, καμπαρέ, ξενοδοχεία, πλατείες, γειτονιές, και να χαράξει στο χαρτί ένα χάρτη των περιοχών που έζησε και περιδιάβηκε ο ίδιος στα χρόνια της παραμονής του στην Πάτρα και στην Κορινθία.

Τα στοιχεία του Πατρινού αστικού τοπίου, της γύρω αλλά και της ευρύτερης περιοχής που εκτείνεται από την Πάτρα ως το Βραχάτι, αναγνωρίζονται και προσδιορίζονται σαφέστατα: ο μώλος, ο φάρος και το καφενεδάκι του, η μικρή ορχήστρα με τα πέντε όργανα, τα βαπόρια της ακτοπλοΐας - η «Αμφιλοχία», ή ο «Παναγιώτης Μ.» - που κατά τις εννέα περνούν ξυστά μπροστά από την εξέδρα μετά το τριπλό σφύριγμα της σειρήνας, η Παντάνασσα που δεν έγινε ο γάμος, ο γαμπρός - νοικοκύρης εξ Ανδραβίδος, το σπίτι του Λεώνη σε μια εργατική συνοικία - μάλλον το Γυρί -, το λεωφορείο που είχε το τέρμα του εκεί κοντά, το γλέντι του Αη Σωτήρα,  το «Ατελιέ Μπατίστα», σ' ένα σοκάκι κάτω από το Κάστρο στην Άνω Πόλη, το κέντρο και το καμπαρέ στις Ιτιές, το τρένο από την Πάτρα για την Αθήνα με ενδιάμεσους σταθμούς το Ξυλόκαστρο και το Βραχάτι, το περιφραγμένο με συρματόπλεγμα δάσος του Πευκιά και ο μεγάλος δρόμος κατά μήκος του στο Ξυλόκαστρο, το καφενεδάκι της παραλίας, το περίπτερο κάτω από τα πεύκα, το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με το κύριο κτίριο, το παράρτημα και το περιβόλι, ο μεγάλος δρόμος που πάει προς τη Συκιά, το σπίτι που βρίσκεται στο τέλος του Πευκιά – ίσως η βίλα του Σικελιανού, η βόλτα με αυτοκίνητο ως τη Λυκοποριά, το καφενείο της πλατείας στο Κιάτο, τα βουνά της Ρούμελης απέναντι, το βενζινόπλοιο που θα φυγαδεύσει το ζευγάρι και τον Πέτια από το Ξυλόκαστρο με προορισμό την Πάτρα, το ατμόπλοιο που ξεκινώντας από τον Πειραιά, φτάνει ξημερώματα στο λιμάνι της Πάτρας. 

Πάτρα - 1935 - Το παλιό Λιμεναρχείο – καρτ ποστάλ από Ε BAY 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
______________

Ένα καφενείο καταμεσής της θάλασσας

Όπως στο «Λεμονοδάσος» και στην «Εκάτη», έτσι και στη «Μαρίνα», ο Κοσμάς Πολίτης φωτίζει περισσότερο τον κόσμο του. «Είναι», όπως έγραψε κι ο θεωρητικός της «Γενιάς του ’30» Ανδρέας Καραντώνης, «η τάξη των εύπορων και ανεπτυγμένων αστών που ζούνε με ξεγνοιασιά, με χαρούμενη άνεση και με αρκετή κοινωνική και οικογενειακή ελευθεριότητα... που μετέχουνε νωχελικά σε όλα τ’ αγαθά της ζωής, δίχως όμως να μετέχουνε και πολύ στην ευθύνη και στον κόπο της δημιουργίας τους... που δεν αγνοούνε την τέχνη και το πνεύμα, προπαντός στις λεπτές ηδονιστικές αποχρώσεις τους... που είναι ατομιστές, κενόδοξοι, επιπόλαιοι, μαέστροι του τακτ και της κοινωνικής υποκρισίας, κυνικοί μαζί και ρομαντικοί, σπιρτόζοι, ευφυολόγοι, χαριτωμένοι...» Ζουν μια ζωή άδεια, που ελλείψει στόχου και νοήματος, σπαταλιέται στο κυνήγι της απόλαυσης και γρήγορα βουλιάζει στη ρουτίνα, την ανυπαρξία, το χάσιμο κάθε ιδανικού, στο κυνήγι  του οποίου επιδίδονται χωρίς επιτυχία. 

Ο Μίλτος, ο Στέφανος και ο Λεώνης ανταμώνουν τα βράδια του καλοκαιριού, αρχικά στο καφενείο του φάρου και συχνά συνεχίζουν τη διασκέδασή τους στις Ιτιές, για φαγητό, ποτό, μουσική και χορό. Την ιστορία εκθέτει, σε τρίτο πρόσωπο, ο ανώνυμος «φίλος του φίλου», παρατηρητής και ακροατής των εξομολογήσεων του συγκατοίκου του για ένα διάστημα Λεώνη. 

Στην αρχή της «Μαρίνας», καλοκαίρι μετά τη δύση του ήλιου, βρίσκουμε την παρέα των εργένηδων αντρών να παίρνουν το ούζο τους στο καφενείο του φάρου. Ο φάρος, στολίδι και σύμβολο της Πάτρας – πέτρινος από το 1878, όλος και όλος 4-5 τετραγωνικά μέτρα – και το καφενεδάκι του συγκέντρωναν πλήθος κόσμου και μαζί με την Αγίου Νικολάου και το  μώλο, ήταν η καθημερινή βόλτα των Πατρινών. Στο καφενείο, που λειτουργούσε ολόγυρα στη βάση του  - την «πλατεία εν μέση θαλάσση», όπως το διαφήμιζαν οι εφημερίδες - γίνονταν συναυλίες και οι περισσότεροι από τους γνωστούς τραγουδιστές της εποχής είχαν τραγουδήσει εκεί.

Ο ρόλος του Φάρου ως σηματοδότη καταργήθηκε με την κατασκευή του κυματοθραύστη. Κάθε φορά που ένα καράβι ξένης εθνικότητας έμπαινε στο λιμάνι, ένας ναύτης αναλάμβανε να τοποθετήσει την εθνική σημαία του πλοίου στο Φάρο, ενώ η ορχήστρα υποδεχόταν το νεοφερμένο καράβι παίζοντας τον εθνικό του ύμνο  της χώρας του. Ο Φάρος κατεδαφίστηκε το 1972 στην περίοδο της δικτατορίας στο όνομα του «εκμοντερνισμού» των πόλεων.

ΠΑΤΡΑ, 1930ς, Ο Φάρος και το καφενεδάκι του – ΦΩΤΟ ΣΤΟΛΙΔΗΣ 
 Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________

Το ίδιο καφενείο - «καταμεσής της θάλασσας, μια στρογγυλή εξέδρα τρόγυρα σ' έναν πύργο», εμφανίζεται και  στο «Γυρί» (1944)το μυθιστόρημα του Κ. Πολίτη με πρωταγωνίστρια την ομώνυμη συνοικία της Πάτρας, στην οποία έζησε κι ο ίδιος μετά το 1939, σύμφωνα με την μαρτυρία του Γ. Βασιλείου. 

«Θυμόταν ο Σάββας πως ο πατέρας του φορούσε μια χρυσή αλυσίδα στο γιλέκο, από τη μια του τσέπη ως την άλλη. Τις Κυριακές το απόγεμα κατέβαιναν οι τρεις μαζί, παίρνανε κάποιο δρόμο και φτάνανε στην παραλία. Ένα καφενείο καταμεσής της θάλασσας, μια στρογγυλή εξέδρα τρόγυρα σ' έναν πύργο. 

Έτρωγαν γλυκά, έπαιζε η μουσική, περνούσαν βάρκες μες στη θάλασσα και καραβάκια με πανιά, κάτι θεόρατα βαπόρια βρισκόντανε αραγμένα εκεί πλάι. Μόνο που ώρες ώρες ερχότανε μια μπόχα σαν από ψοφίμι. 

— Φαίνεται πως έφτασε φορτίο με μπακαλάο, έλεγε ο πατέρας του.

Έφευγαν πια τη νύχτα, με τα ηλεκτρικά. Τέτοια ώρα περνούσε ταχτικά στην παραλία ο σιδερόδρομος, αργά αργά, μιαν ατέλειωτη γραμμή ξεσκέπαστα βαγκόνια γεμάτα με καρπούζια. Κάποιος μ' ένα φανάρι πήγαινε μπρος από τη μηχανή και παραμέριζε τον κόσμο.»

Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, σελ. 54, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990

Ο Φάρος και το καφενείο, 1935 
Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
__________


Τρεις ή τέσσερις φίλοι - ο τέταρτος ήταν ο φίλος του φίλου – ξένοι στον τόπο, εργένηδες ανάμεσα τριάντα και τριανταπέντε χρόνων το πολύ (μονάχα ο Λεώνης είχε περάσει τα σαράντα) με τις ίδιες ώρες και τον όμοιο τρόπο βραδυνής σχόλης. Το καλοκαίρι βέβαια σκορπάει κανένας εύκολα – όμως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι μάλλον φανταστικό σε μια πόλη επαρχιακή. Έτσι, κάθε βραδιά σχεδόν αντάμωναν την ώρα του περίπατου μετά τη δύση του ήλιου. Έκλειναν πια τα μαγαζιά. Οι άνθρωποι ξεχύνουνταν στην παραλία Το τσούρμο από τις σκούνες και τα τρεχαντήρια καθότανε στην κουπαστή μαζί με το σκυλί του καραβιού και κοίταζαν μπροστά τους. Αιωριζόταν μυρωδιές αόριστες κι' επίμονες. Το μαϊστράλι ξεψυχούσε.

Από τη μια κι' από την άλλη ανάβαν τα ηλεκτρικά στο μώλο. Ο κόσμος πηγαινοερχότανε αδιάκοπα με σούσουρο και ομιλίες, διασταυρώνανε ματιές ή χαιρετούσαν, γυρίζαν πίσω το κεφάλι κάτι να δούν ακόμα. Στην άλλη άκρη ξεχειλίζανε τα φώτα της εξέδρας αντανακλώντας μέσα στά νερά. Ερχότανε από κει πέρα κομμένες και ανάκατες οι νότες της μικρής ορχήστρας, κάποιος γνωστός σκοπός κάτι σαν dona è mobile και adio del passato. Μια ρόδινη θαμπή μενεξεδιά γραμμή απόμενε ακόμη στον ορίζοντα.


Πάτρα -περίπου 1937 - Στο Φάρο ,Πατρινοί πίνουν τον καφέ τους παρέα με τα πλεούμενα. Φωτογραφία εποχής των CHARLS & JANNET MORGAN . 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
______________________


Έπαιρναν το ούζο στην εξέδρα, κάτω από το φάρο. Τούτος κατάντησε άχρηστος και παραπειστικός απ' τον καιρό που χτίστηκε ο κυματοθραύστης με τ’ αυτόματα φανάρια - μόνο η κατοικία του φαροφύλακα χρησίμευε για καμαρίνι στις αρτίστες που έφερνε κάποια φορά η επιχείρηση του καφενείου. Μα εφέτος ρίζωσε η μικρή ορχήστρα με τα πέντε όργανα – το κουϊντέτο καθώς λέγανε όσοι καταγινότανε με τέτοια.

Μερικά κεφάλια λικνίζονταν στο σκοπό. Δεν είχε τελειωμό η παρτιτούρα. Πού και πού τα χείλια σιγοπαίζανε: A-Pari-gi mi-o ca-ro– τα-τα-ρα τα-τα... Γινόταν κάποια φασαρία στα σκαλιά, εκεί που χώριζε ο μώλος από την εξέδρα. Κάτι ξυπόλυτα πιτσιρικάκια καραδοκούσαν να τρυπώσουν μέσα, μα τα’ παιρνε είδηση ο ναύτης του λιμεναρχείου και τα ’ρχιζε στις καρπαζιές.

[...] Ξαφνικά, το μπαστούνι του Μίλτου κατρακυλούσε από την καρέκλα μ’ έναν διαβολεμένο κρότο χάμω στα πλακάκια. Στο πλαϊνό τραπέζι τα κοριτσόπουλα βάζανε τα γέλια και κοιτάζανε κρυφά προς τα εδώ. 

Κατά τις εννέα, τόνα πίσω από το άλλο, τρία σφυρίγματα σειρήνας ανατινάζανε τις ομιλίες και τη μουσική. Ξυστά μπροστά 'πο την εξέδρα περνούσε το βαπόρι της ακτοπλοΐας κατάτρυπιο από φώτα. Όσοι καθότανε στ' ακριανά τραπέζια σηκωνότανε να δουν. Αυτός που έπαιζε ορθός βιολί έκανε μια στενόχωρη γκριμάτσα χτυπώντας με το πόδι του πιο δυνατά το χρόνο. Το κατάστρωμα του βαποριού ήταν μια γλυστερή αχνόφωτη γραμμή. Από κει πάνω κάτι σκιές σα να κουνούσανε τα χέρια, σα να χαιρετίζαν... Από την άκρια της εξέδρας μια γυναίκεια φωνή: - Χαρούλα, Κούλη μου! Καλό ταξίδι, στο καλό στο καλό! – και όταν πια η «Αμφιλοχία» ή ο «Παναγιώτης Μ.» χανότανε στ’ ανοιχτά, μια- δυο γυναίκες, κάποιο γεροντάκι, περνούσανε ανάμεσα στα τραπεζάκια σκουπίζοντας τα μάτια. - Η κυρία Μαρία η καημένη ... Πού γίνηκε ο γάμος, στην Παντάνασσα; -Όχι, κυρία Ελένη μου, στο σπίτι. - Πώς, βέβαια, είναι νοικοκύρης, εξ Ανδραβίδος.-Η Ανδραβίς, πλησίον του..; – Μάλιστα, η Ανδραβίς μετά των περιχώρων...

Τα κοριτσόπουλα είχαν τα κεφάλια τους σκυμμένα πάνω απ' το τραπέζι – κάτι λέγαν μεταξύ τους και ρίχνανε λοξές ματιές τριγύρω. Η ρεμούλα της θάλασσας από το βαπόρι έσπαζε πάνω στο κρηπίδωμα του μώλου.

Η ορχήστρα έπαιζε κάποιο εμβατήριο. Ήταν το σύνθημα: εμπρός, ώρα για φαγητό (ΕΛΑ, ΚΑΜΕ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΠΕΡΑΣΕΝ Η ΩΡΑ). Ο κόσμος σηκωνότανε να φύγει, ένα μπουλούκι όλοι μαζί, μέσα σε θόρυβο από τραπέζια και καρέκλες.

- Ε, αλήτη! Πού θα βρεις καλύτερα; - κι' έκλεινε ο Μίλτος σε μια πλατειά χειρονομία το μώλο,
συνέχεια την παραλιακή πλατεία και, στο βάθος, δυο γραμμές από φώτα που χανότανε ολόισια ψηλά μέσ' στο σκοτάδι.

– Αυτός! κάνει ο Στέφανος δείχνοντας το Λεώνη – και ανασήκωσε τους ώμους. 

Ωστόσο κοίταζε ο ίδιος ένα βαρκάκι με πανί που έκοβε βόλτες μέσα στο λιμάνι.

Ο Φάρος, 1938 
Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
___________________

Στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή» και μετά στο καμπαρέ, στις Ιτιές...

Μετά το ούζο στο καφενεδάκι του φάρου, η παρέα των νεαρών εργένηδων συνεχίζει για φαγητό, χορό και ποτό στις Ιτιές, αρχικά στο εξοχικό κέντρο «Κρινοδάχτυλη Αυγή» - δεν αποκλείεται να πρόκειται για λογοτεχνική «μεταμφίεση» του κέντρου «Χαραυγή», που πράγματι λειτουργούσε και προπολεμικά στην περιοχή αυτή – και στη συνέχεια σε καμπαρέ «πάνω στον ίδιο εξοχικό δρόμο, δυο βήματα πιο κάτω», όπου θα γνωριστούν  με τη χορεύτρια «ακροβατικών χορών», τη Λίλυ. 

Η ενσωμάτωση τραγουδιών, σύγχρονων με τη χρονική περίοδο στην οποία διαδραματίζεται η  ιστορία των μυθιστορημάτων, είναι μια από τις σταθερές του Κοσμά Πολίτη. Το τραγούδι  «Moonlight and shadows», που χορεύουν στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή», ακούστηκε για πρώτη φορά ως ορχηστρικό κομμάτι στην ταινία περιπέτειας  «The Jungle Princess» (1936), με τους Dorothy Lamour και Ray Milland. Η πρώτη ηχογράφηση έγινε αρχές του 1937 από την ορχήστρα του Cy Feuer, με στίχους του Leo Robin και ερμηνεία της  Dorothy Lamour.

Το Σαββατόβραδο το πέρασαν στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή», το εξοχικό κέντρο στις Ιτιές κοντά στην παραλία. Ο Στέφανος στο μεταξύ – όπως γινότανε συχνά τον τελευταίο καιρό – θα ’φευγε πάλι για το Κιάτο να παρακολουθήσει τη διοργάνωση του νέου γραφείου που ίδρυσε η Εταιρία των Γενικών Αποθηκών. Και όπως ο Λεώνης θα πήγαινε κι’ αυτός ως το Βραχάτι, για δουλειές του σταφιδοεμπόριου, συμφώνησαν να πάρουν και οι δυο το τραίνο των έντεκα και είκοσι.

Έμειναν ως τη μία περασμένη στην «Κρινοδάχτυλη Αυγή» χαζεύοντας αυτούς που χόρευαν...

- Moonlight and shadows - γιαπ-γιαπ-γιαπ-γιαπ -I belong to you, you belong to me...




Moonlight and shadows, and you in my arms,
And the melody in the bamboo tree, my sweet.
Even in shadows, I feel no alarms
While you hold me tight in the jungle light, my sweet.

Close to my heart you will always be,
Never, never, never to part from me.
Moonlight and shadows, and you in my arms,
I belong to you, you belong to me, my sweet.

Close to my heart you will always be,
Never, never, never to part from me.
Moonlight and shadows, and you in my arms,
I belong to you, you belong to me, my sweet.


Δεν είχε φεγγαρόφωτο. Τα ηλεκτρικά σκιάζανε τον ουρανό και κρύβανε τ' αστέρια. Μονάχα πέρα, στο ύψος κάποιας καμινάδας αόρατης μέσα στη νύ χτα, έλαμπε ο αστερισμός απ' το μονόγραμμα της φίρμας κάποιου εργοστάσιου. Και κάθε τόσο ανοιγοκλείνανε πάνω από τις ιτιές του δρόμου οι φωτεινές βεντάλιες περαστικού αυτοκίνητου.

Ο Μίλτος ωστόσο βαρέθηκε να κάθεται με σταυρωμένα πόδια. Θυμήθηκε πως κάποτε είχε γνωρίσει το κοριτσόπουλο εκείνο παραπέρα που έτρωγε τα φιστίκια του οικογενειακά.

- Χορεύετε δεσποινίς;

Η μικρή έκανε μια κίνηση να σηκωθεί.

- Μεγάλη μας τιμή, πρόλαβε ο πατέρας - η κόρη μου είναι κουρασμένη. Μεγάλη μας τιμή, μεγάλη μας τιμή...

Τότε είπαν κι αυτοί να παν καλύτερα στο καμπαρέ, εκεί θα περιποιούν βέβαια μικρότερη τιμή. Το καμπαρέ βρισκότανε πάνω στον ίδιο εξοχικό δρόμο, δυο βήματα πιο κάτω.

- Έχει καινούρια νούμερα; ρώτησαν το γκαρσόνι μόλις μπήκαν.

- Στον κατάλογο τουλάχιστον δεν άλλαξαν τα νούμερα, μουρμούρισε ο Μίλτος – τρακόσιες ή εγχώρια σαμπάνια. Παζαρεύουν εδώ την τιμή;

Το περιβόλι ήταν γούπατο, έκανε υγρασία, η πελατεία λιγοστή.

– Μις Λίλυ, ακροβατικοί χοροί – ανάγγειλε ο σπίκερ από το χωνί του.

Θα γίνηκε ως τέσσερις η ώρα. Η πρώτη χλωμάδα της αυγής μόλις φωτούσε – περ' από τα ηλεκτρικά του καμπαρέ – το δρόμο και την παραλία. Διακρινόταν πλαδαρό ένα πανί πάνω στην άσπρη θάλασσα. Μια ψαρόβαρκα σύρθηκε αργά ώς τα ρηχά και βγήκαν τρεις ψαράδες.

Σβήνανε τα ηλεκτρικά μέσα στον κήπο. Οι ευκάλυπτοι από γκρίζοι γυρίζανε στο κυανί και οι ροδοδάφνες παίρνανε κάποιο χρώμα. Μια παρέα που είχε μείνει ακόμα κανόνιζε με συζητήσεις το λογαριασμό. Ανάμεσα σε όλες τούτες τις πειθαρχικές γυναίκες, από στόμα σε στόμα, δίχως καμιά να ξέρει από πού βγήκε ο λόγος, κυκλοφόρησε ψιθυριστά η άδεια πως ειν’ ελεύθερες να φύγουν. Πέρασε μια νύχτα.

Ζυθεστιατόριο «Χαραυγή» στις Ιτιές τη δεκαετία του ΄20 
Αρχείο Panagis Mamos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
________

«Ένα σπιτάκι σ’ έναν εργατικό συνοικισμό...»

Η παρέα των ανδρών προτείνει στη Λίλυ να την συνοδεύσουν και καταλήγουν όλοι μαζί, μετά από πρόταση του Λεώνη, για καφέ στο σπίτι του, στον «εργατικό συνοικισμό», που προφανώς είναι το Γυρί. Ο Λεώνης είναι ο μόνος από την παρέα που δεν μένει πλέον σε ξενοδοχείο, αλλά «έχει νοικιάσει ένα σπιτάκι — στην άλλη άκρια του κόσμου, σ’ έναν εργατικό συνοικισμό, σχεδόν στην εξοχή». 

Στην περιγραφή του εργένικου σπιτιού του Λεώνη αναγνωρίζει κανείς το ισόγειο σπιτάκι με τον μικρό κήπο, που είχε παραχωρήσει ο Γ. Βασιλείου στον ίδιον τον Κοσμά Πολίτη και το οποίο στο «Γυρί» μεταμορφώθηκε από την πένα του συγγραφέα σε «παλιό αρχοντικό» με «πυργάκι» και «γυψένιες πολεμίστρες», κατοικία του Φίλιππου Γορτύνη.

Κοινό σημείο και των τριών «εργένηδων», του Λεώνη, του Φίλιππου και του ίδιου του Κοσμά Πολίτη – βίο εργένη, μακριά από την οικογένειά του και σε διάσταση με τη γυναίκα του, διήγε άλλωστε και ο συγγραφέας – είναι ότι μετά από την μακροχρόνια διαμονή τους σε ξενοδοχείο, εγκαταστάθηκαν σ’ ενα σπίτι με κήπο στο Γυρί. 

Και οι ντόπιοι κάπως τον παραδέχονταν [τον Λεώνη]. Για τους άλλους λέγανε: — Τι θέλουν επιτέλους να μας παραστήσουν;

Οι δυο ετούτοι καθόντανε ακόμα στο ξενοδοχείο — δυο χρόνια τώρα, θα ’τανε ως έξι μήνες που ο Λεώνης είχε νοικιάσει ένα σπιτάκι — στην άλλη άκρια του κόσμου, σ’ έναν εργατικό συνοικισμό, σχεδόν στην εξοχή. Το σπίτι, καθώς και κάτι παλιοπράματα που μάζωνε, τού τρώγανε όλο τον καιρό και τον απασχολούσαν αδιάκοπα: μια να διορθώνει τούτο, μια να παραγγέλνει τ’ άλλο. Έσκαβε και το περιβόλι μοναχός του, για να φυτέψει τι;—ρίγανη, δυόσμο και φλισκούνι!

[...] Η Λίλυ έπιασε το Λεώνη από το μπράτσο για να βγουν στο δρόμο. Βάραινε πάνω του, σοβαρή και κουρασμένη.

Μα είχε και συνέχεια η αυγή ετούτη. Καθώς το αυτοκίνητο περνούσε από το κάτω μέρος του εργατικού συνοικισμού, ο Λεώνης πρότεινε να τους προσφέρει έναν καφέ — το σπίτι του βρισκότανε τέσσερις γωνίες παραμέσα.

Εκεί, προτίμησαν να μείνουν στη δροσιά του κήπου μισοξαπλωμένοι πάνω στις ψαθωτές πολυθρόνες. [...]

— Μπορώ να δω και μέσα; — κι έδειξε το σπίτι [η Λίλυ]. — Μα δεν πάω μονάχη!

Στο σαλόνι —ένα είδος στούντιο μεγάλο, μάλλον κοινόβιο μοναστηριού — έριξε μια περιφερική ματιά. Οι τοίχοι σχεδόν γυμνοί. Εδώ κι’ εκεί μιαν αχνή ασπράδα, κάτι κοκκινωπές γυαλάδες αντανακλούσανε σε σκούρες επιφάνειες. Πάνω σ’ ένα είδος βιβλιοθήκης χαμηλής δυο κηροπήγια μ’ένα παγωμένο σιδερένιο θάμπωμα μέσα στο σκιόφωτο. Τα κεριά τους έφταναν ως το μισό ύψος από το ταβάνι.

Κούνησε το κεφάλι της:

— Αμ βέβαια, οι άντρες είναι πάντα ίδιοι: τους αρέσει να ξοδεύουν τα λεφτά τους σε παράλογες μανίες — όσο δεν τους τα τρώει μια γυναίκα... Έχεις και κουζίνα;

Πήγε και στην κουζίνα, γύρισε το διακόπτη για να φέξει κι άρχισε να εξετάζει τα χαλκώματα ένα- ένα.

—Έρχεται καμιά γυναίκα και σου συγυρίζει; Δεν είσαι παντρεμένος, βέβαια.. Χμ, είναι αρκετά καθαρά — κι αμέσως, το όνειρό τους ολονών, όποιες κι αν είναι, ό,τι κι αν είναι:—Σαν παντρευτώ εγώ...

Ήρθε -πάλι μέσα στο σαλόνι. Ξανακοίταξε τριγύρω, στάθηκε δίχως να το σχολιάσει μπροστά σ’ ένα μαρμάρινο χέρι — κι αυτό ακουμπισμένο πάνω στη βιβλιοθήκη — κι έπειτα γονάτισε μπροστά εκεί και διάβαζε τους τίτλους στις ράχες των βιβλίων.

Περνώντας από το διάδρομο, πρόσεξε το μαστίγιο που κρεμότανε στην καπελιέρα. Τα μάτια της ανοιγοκλείσανε.[...]

Ο ήλιος γιόμιζε κιόλα το περιβόλι. Όπως τους ξεπροβόδωνε ο Λεώνης, λέει στη Λίλυ: 

— Αν θελήσεις να σιδερώσεις κανένα σου φουστάνι, έχω και σίδερο ηλεκτρικό στο σπίτι. 

«Εθνικό Σκαγιοπούλειο Αγροτικό Ορφανοτροφείο Αρρένων Πατρών» (1926), στην περιοχή Γυρί. Το σπίτι που συνόρευε με το χτήμα του ορφανοτροφείου.
 Πηγή: http://paliapatra.gr/picture.php?/1214/search/1580
_____________

«Εδώ χάμω» καθόταν ο Φίλιππος από το περασμένο καλοκαίρι. Πρωτύτερα είχε μείνει πάνω από δυο χρόνια στο ξενοδοχείο, στην πόλη αυτή εδώ που βρέθηκε.

[...] Το σπίτι - ας πούμε η βιλίτσα – είναι κι αυτό παράξενο απομεινάρι μες στην εξέλιξη της γειτονιάς. Μια σύντομη αδιέξοδο χώριζε τον κήπο του από το χτήμα του ορφανοτροφείου. Στο βάθος, κλείνουν την αδιέξοδο κάτι ξυλένια κάγκελα κάποιου γειτονικού περιβολιού.

Απ' το παλιό αρχοντικό απόμεινε μονάχα το περίπτερο αυτό σε μια γωνιά του ανθόκηπου. Ένα πελώριο χολ-σαλόνι, μια κρεβατοκάμαρα, το μπάνιο... Από το χολ, μια σκάλα δρύινη ανέβαινε σ’ ένα πυργάκι που έδινε στο λιακωτό. Αυτό ήταν όλο όλο. Μα ωστόσο η διάταξή του, το πυργάκι με τις γυψένιες πολεμίστρες, ο ψηλός μαντρότοιχος που τριγυρνά τον κήπο, του έδιναν μια όψη που κράταγε σε απόσταση. Από το δρόμο φαινότανε μόνο το λιακωτό και το ψωροπερήφανο πυργάκι πάνω από τα δέντρα.
Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, σελ. 11, 25 -26, εκδόσεις Ύψιλον

Πάτρα - 1925 - στην αφετηρία της Δημοτικής γραμμής, «Σκαγιοπούλειον - Α' Νεκροταφείον» Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_________________


Το «Ατελιέ Μπατίστα», κάτω από το Κάστρο, στις ανηφοριές

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της συντροφιάς στο σπίτι του Λεώνη, ο Στέφανος, εντυπωσιασμένος από μια μάσκα που έχει κρεμασμένη στον τοίχο ο φίλος του, εμφανίζεται ενώπιόν τους φορώντας την. Η αποτρόπαιη αυτή μάσκα, αντιπροσωπευτική της γήινης πλευράς της ζωής, προκαλεί με τα γκροτέσκα χαρακτηριστικά της, τρόμο στη Λίλυ, η οποία εκφράζει δυνατά τους φόβους της.

Ο Στέφανος επιμένει να μάθει από το Λεώνη λεπτομέρειες για την προέλευση της μάσκας κι έτσι την επόμενη μέρα κιόλας, επισκέπτονται το «Ατελιέ Μπατίστα», ένα παλαιό σπίτι σ’ ένα σοκάκι, στις ανηφοριές  κάτω από το Κάστρο. 

Επιβιβάζονται στο λεωφορείο, που είχε το τέρμα του εκεί κοντά, και όλη η διαδρομή συνοδεύεται από τον ήχο της φυσαρμόνικας και το τραγούδι του Μπιλίρη, ενός αγαθού διακονιάρη, που πιθανότατα είναι ένας από τους «Ωραίους τρελούς της Παλιάς Πάτρας», έτσι όπως τον περιγράφει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Νίκος Ε. Πολίτης: 

«Έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε, κυρίως ελαφρά τραγούδια και σουξέ, στην επάνω χώρα. 'Ηταν κοντός και πολύ συμπαθητικός, μονίμως χαμογελαστός ιδίως όταν κοίταζε τα κορίτσια, στα οποία τραγουδούσε όταν περνούσε έξω από χώρους όπου αυτά εργάζονταν ή συναθροίζονταν.Ο Τάκης ο Μπιλίρης έφυγε μια μέρα ξαφνικά από την Πάτρα κα χάθηκε.»

___________


Ο Μπιλίρης τους πληροφορεί ότι την προηγούμενη μέρα ήταν σε γλέντι του Αη Σωτήρα. Με το δεδομένο ότι η ιστορία διαδραματίζεται στο τέλος του καλοκαιριού, ίσως αναφέρεται στο μικρό εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, στον περίβολο του Σκαγιοπουλείου Ιδρύματος, που πανηγύριζε στις 6 Αυγούστου. 

Οι δυο φίλοι κατεβαίνουν «μπροστά στη σκάλα που πάει ολόισα στο κάστρο», αλλά παίρνουν τις ανηφοριές, ανάμεσα στα στενοσόκακα της περιοχής. Προφανώς εννοεί τις Σκάλες της Αγίου Νικολάου, που είχαν πρόφτατα φτιαχτεί (1933-34) και συνέδεαν την Άνω με την Κάτω Πόλη. 

H περιοχή του Σκαγιοπουλείου πριν την δεκαετία του '50. Δεξιά το εκκλησάκι του Σωτήρος, στο βάθος το Σκαγιοπούλειο ορφανοτροφείο. 
Πηγή: Aris Betchavas, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
_______________________

Πάτρα – 1928 - το λεωφορείο κοντά στην αφετηρία της Δημοτικής γραμμής «Σκαγιοπούλειον - Α' Νεκροταφείον» 
 Πηγή: Panagiotis Porfiropoulos, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
__________________________


Το απόγεμα της ίδιας Κυριακής ο Στέφανος τηλεφωνούσε απ’ το ξενοδοχείο:

— Λεώνη, ξέχασα να σε ρωτήσω, ήμουν ψόφιος της νύστας, — αλήθεια, πώς κοιμήθηκες; εγώ δεν έκλεισα μάτι —θέλω να σε ρωτήσω για τη μάσκα. Πού τη βρήκες;

— Την αγόρασα, δηλαδή την παράγγειλα. Πάνε λίγες μέρες... Μα έλειπες στο Κιάτο... Δεν ξέρω αν πουλάει μάσκες...

— Πού βρίσκεται το μαγαζί;

Πώς να του δώσει να καταλάβει, ούτε καν θυμότανε τ’ όνομα του δρόμου, ίσως να μην είχε κι όνομα, κάτω από το κάστρο, στις ανηφοριές. Συμφώνησαν απ’ το τηλέφωνο να περάσει ο Στέφανος να πάρει το Λεώνη να παν οι δυο μαζί, κιόλα την άλλη μέρα, πρωί πρωί, πριν από το γραφείο.

Την άλλη μέρα το πρωί, προτού να φύγουν από το σπίτι του Λεώνη, ο Στέφανος επωφελήθηκε να εξετάσει ακόμη μια φορά τη μάσκα.

— Δεν είναι από τις συνηθισμένες, δε φοριέται...

Την κρατούσε στα χέρια του και την εξέταζε. Μάλλον ένα είδος εκμαγείου από χοντρό συμπιεσμένο χαρτόνι, το κρανίο αφησμένο πάνω από το μέτωπο, σαν κεφάλι αδειανό κομμένο κάθετα στη μέση, μια κι’έξω. Δεν είχε τρύπες ούτε στα μάτια ούτε στο στόμα ούτε στα ρουθούνια.

— Τι την χρειάζεσαι; ρώτησε ο Λεώνης.

— Έτσι, όπως κι εσύ, για γούστο.

Μπήκαν στο λεωφορείο από το τέρμα εκεί κοντά. Μόλις έκανε πως ξεκινάει, ο εισπράκτορας σταμάτησε τον οδηγό: — Στάσου να πάρομε και τον Μπιλίρη.

Ανέβηκε ο Μπιλίρης με τη φυσαρμόνικά του και κάθισε μπροστά, πλάι στον οδηγό. Το λεωφορείο ξεκίνησε.

— Από πού έρχεσαι Μπιλίρη, έτσι, με το τριαντάφυλλο στ’ αυτί;

—’Λέντι, ’τες, Α’ Σωτήρα.

— Λέει πως ήτανε σε γλέντι, χτες, του Αη Σωτήρα, εξήγησε ο εισπράκτορας.— Παίξε μας τίποτα, Μπιλίρη.

— Ε ’ξίζει, αη σπάσω, αη σπάσω — κι έκανε πως θα πετάξει χάμω τη φυσαρμόνικα.

— Μην τη σπάσεις Μπιλίρη, να, οι κύριοι θα σου δώσουν ένα τάληρο... Έλα, τραγούδησέ μας κάτι.

Τα δουλικά σταματούσανε να σφουγγαρίζουν τα κατώφλια, τα παράθυρα γεμίσανε γυναίκες—μια ευθυμία, ένα κακό, τάχανε όλοι με το τραγούδι του Μπιλίρη και με τη φυσαρμόνικα. Πίσω από το λεωφορείο τρέχανε τα τσαχπίνια. Ο Μπιλίρης, μπροστά μπροστά, πλάι στον οδηγό, δος του κι’ έπαιζε, δος του και τραγουδούσε — κοίταζε δεξιά-ζερβά καμαρωμένος για την αγαλλίαση του κόσμου. Οι μαγαζάτορες παρατούσαν τη δουλειά και βγαίνανε στις πόρτες να χαζέψουν. —Ε, Μπιλίρη! Γεια σου Μπιλίρη!

— Αη σπάσω, αη σπάσω — κι έκανε πάλι πως θα την πετάξει χάμω.

— Να, θα σου δώσουν ακόμη ένα τάληρο οι κύριοι ...

Κατέβηκαν μπροστά στη σκάλα που πάει ολόισα στο κάστρο.

Πάτρα – 1937 - Οι σκάλες της Αγίου Νικολάου. 
«... επί δε της κορυφής της κλίμακος Αγίου Νικολάου λάμπει τεράστιον ηλεκτρικόν στέμμα...». Στήθηκε με αφορμή την επίσκεψη του Γεωργίου Β’, ο οποίος επισκέφτηκε την Πάτρα μεταξύ 14 και 17 Απριλίου 1937, επιστρέφοντας σιδηροδρομικώς από Καλαμάτα. 
Φωτογραφία εποχής των CHARLS & JANNET MORGAN 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, Πέτρος Νύχτας, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_________________________


— Όχι από δω —πλάι, τις ανηφοριές.

Μερικά σκαλιά, ένα ίσιωμα, πάλι σκαλιά κι ανηφοριές. Σε πολλές μεριές αναγκάζονταν να προχωρούνε ένας-ένας μέσα στα στενοσόκακα. Ταρατσούλες πάνω σε δοκάρια, μπαλκονάκια ξύλινα γέρνανε ν’ ακουμπήσουν στα κεφάλια τους. Σε κάποιο στρίψιμο πρόβαλε μια στιγμή, ψηλά, το πύργωμα του κάστρου. Βασιλικοί δροσίζανε τα πεζουλάκια. Πίσω από τ’ ανοιχτό παράθυρο κάποια κοπέλα σήκωσε τά μάτια της από τη ραφτομηχανή. Μια καμαρούλα, ένα τραπέζι, ασημοκαπνισμένα εικονίσματα —σκιά, ησυχία, μιαν οσμή από χώρο κλειστό. Εδώ κι’ εκεί ο ήλιος πύρωνε την άκρη των κεραμιδιών πάνω απ’ το δρομάκο.

[...] Σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα σαν όλες τις άλλες, μια πόρτα σπιτιού. Μόνο πως ήτανε ζωγραφισμένη από πάνω με νερομπογιά μια τέτοια επιγραφή: ΑΤΕΛΙΕ ΜΠΑΤΙΣΤΑ. Είχανε λαχανιάσει και οι δυο τους από τον ανήφορο.


ΠΑΤΡΑ - 1941 - Δρομάκι κάτω από το Ενετικό Κάστρο 
Φωτογραφία από το ARCHIVIO STORICO - ISTITUTO LUCE 
 Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
________________________

Στο εργαστήρι θα συναντήσουν δύο ηλικιωμένους Ιταλούς κατασκευαστές μασκών, τον Σιορ Μπατίστα και τον Αρνούλφο, που αν και ζουν χρόνια στην Πάτρα, μιλάνε σπασμένα ελληνικά αναμειγνύοντάς τα με ιταλικές φράσεις. Στους τοίχους του εργαστηρίου δεν υπάρχουν μάσκες, αλλά ο Σιορ Μπατίστα ανοίγει κασέλες και βγάζει πλήθος μάσκες που αναπαριστούν πρόσωπα σε μια κατάσταση έξαψης, μορφάζοντα, με έντονα χρώματα, με μια υπερβολή στην απόδοση χαρακτηριστικών και εκφράσεων.

« - Δεν είναι σα να ’χουνε πετρώσει πάνω στην πιο εντατική στιγμή; - παρατήρησε ο Λεώνης.
Τι δήλωνε το γέλιο τούτο; - η ρυτίδα εκείνη; - τα σουφρωμένα φρύδια; - όλες οι ασυμμετρίες και υπερβολές; Κάποιο κρυμμένο μυστικό που δεν μπορούσε πια να κρατηθεί ξεπρόβαλε κι αποτυπώθηκε πάνω στα πρόσωπα ετούτα. Άλλα κεφάλια ήταν κόκκιν’ από θυμό κι άλλα χλωμά από φόβο, άλλα ευθυμούσαν παρδαλά και άλλα τα μαράζωνε μια μελανή χολή.»


Μολονότι στο κείμενο δεν υπάρχει σχετική πληροφορία, ο Σ.Ν. Φιλιππίδης, ομότιμος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, σε εισήγησή του με το γενικό τίτλο «Πατρινοϊταλοί – Ιταλοπατρινοί» (2015, Πολύεδρο, Πάτρα), πιστεύει πως πρόκειται πιθανότατα για μάσκες που οι Ιταλοί κατασκεύαζαν για το Πατρινό Καρναβάλι. Το 1939, έτος συγγραφής του διηγήματος, στην Πάτρα έγινε «το ωραιότερο προπολεμικό Καρναβάλι». Άλλωστε και το πνεύμα του Καρναβαλιού ταιριάζει με τον κοσμοπολιτισμό και την αντι-ηθογραφική αφηγηματική πρακτική του διηγήματος.


Το άρμα της Βασίλισσας της Αποκριάς του 1939. 
Η φωτογραφία παραχωρήθηκε από την Τούλα Σπυροπούλου – Θεοδοσίου, συνοδό τότε της Βασίλισσας Τασίας Λούτα, στον Γιάννη Ε. Πολίτη και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Το Καρναβάλι της Πάτρας, εκδόσεις Πικραμένος. 
Πηγή φωτό: Giannis Mylonas, Patras Memories - Αναμνήσεις απ' την παλιά Πάτρα
_________________

«La femina marina»

Ο Στέφανος ανικανοποίητος από όλες αυτές τις μάσκες, που αναπαριστούν ρεαλιστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ψάχνει ανάμεσά τους την εξιδανίκευση, την αφαίρεση, το ιδανικό της γυναικείας ομορφιάς. Το ίδιο θα αναζητήσει και στη μοιραία σχέση του με τη Ρέα.

«Κι ο Στέφανος ήτανε απορροφημένος. Τις ανασήκωνε, ψαχούλιζε μες στους σωρούς σα να ’ψαχνε το ιδανικό του ανάμεσα στις μάσκες. Δίσταζε, σούρωνε τα χείλια. Στο τέλος είπε:

— Σιορ Μπατίστα, δεν έχεις τίποτ’άλλο;» 
 
Ο Μπατίστα φωνάζει προς «την πλαϊνή πόρτα»

— Αρνούλφο, porta la femina marina» (— Αρνούλφο, φέρε τη γυναίκα της θάλασσας). 

Ο Αρνούλφος φέρνει ένα μαρμάρινο μπούστο μιας όμορφης γυναίκας, αναγεννησιακής μάλλον και όχι αρχαιοελληνικής ή ρωμαϊκής τεχνοτροπίας, που υποτίθεται πως είχε ψαρέψει με τα δίχτυα του ο ψαράς πατέρας του Αρνούλφο. 

«Τ' αδειανά της μάτια κοιτάζανε κάπου επίμονα με μιαν έκφραση γεμάτη προσοχή. Μια ευθεία, στέρεη κατατομή, λίγο αδρή.

Η ματιά του Στέφανου απόμεινε για ώρα πάνω στο πρόσωπο και στα μαλλιά της,
— Δες, Λεώνη — σαν την κοιτάζεις από το πλάι κάτι θαρρείς πως πάει να πει...Να, το νόημά της είναι... Μα όχι, πάλι μου ξεφεύγει, πρόσθεσε απογοητευμένος.»

Η femina marina με την «ομορφιά της τον κατακτούσε λίγο - λίγο, παράσερνε ασυναίσθητα τη σκέψη» κι ο Στέφανος θα παραγγείλει μια μάσκα - αποτύπωση της γυναίκας της θάλασσας - από χοντρό συμπιεσμένο χαρτόνι σε χρώμα άχυρου. 

Όταν ο Λεώνης θα έρθει στο Ξυλόκαστρο, θα φέρει μαζί του τη «Μαρίνα», η οποία θα πάρει τη θέση της στον τοίχο, ανεβασμένη «όπως- όπως στο επίπεδο του ονείρου». Από κει ψηλά, «το κούφιο βλέμμα της επισκοπούσε κάτι το μακρινό,  έφερνε σ' έναν κόσμο απ’ όπου η ατμόσφαιρα ήταν εξορισμένη». Άλλοτε πάλι, καθώς την κοίταζες, «έμοιαζε ν’ αλλάζει ύφος, σα να ζει τη μεταβλητή ζωή της θάλασσας».

«— Να — κάνει καθώς άνοιγε τή βαλίτζα του — έφερα μαζί μου τη Μαρίνα. Έφυγες προτού την ετοιμάσει ο σιορ Μπατίστα. Πέρασ’ από κει και του τη ζήτησα.

Ο Στέφανος την πήρε στα χέρια του.

— Μη την κοιτάζεις από τόσο κοντά, του λέει ο Λεώνης. — Δε βλέπεις πως μας κρατάει σε απόσταση;

Ξεκρέμασε κάποιο καντράκι από ψηλά κι’ έβαλε στη θέση του τη μάσκα.

— Έτσι, να την ανεβάσομε όπως- όπως στο επίπεδο του ονείρου... Α, είν’ ευτύχημα που η ομορφιά της δεν είναι τόσο απόλυτη ώστε να δίνει άφεση για τα επίλοιπα. Διαφορετικά, θα βρεθεί κάποιος παληός κομπάρσος να μας κατηγορήσει πάλι πως περισσότερο προσηλωνόμαστε στην εξωτερική μορφή παρά σε μιαν ιδέα... »

Λίγο πριν το ζευγάρι φύγει για την Πάτρα με το βενζινόπλοιο, ο Στέφανος θα χαρίσει τη μάσκα στον μικρό Πέτια, το γιο της Ρέας, για να γλυτώσει από τα πειράγματα του Λεώνη.  Ότανστο τέλος του διηγήματος, η βάρκα με τους τρεις τους θα βυθιστεί στα νερά του Κορινθιακού, η μάσκα θα εμφανιστεί να επιπλέει στην επιφάνεια της θάλασσας. Αυτή μόνο θα επιβιώσει, σε αντίθεση με τους ανθρώπουςυπενθυμίζοντας το ανέφικτο και φευγαλέο στοιχείο με το οποίο είναι εμποτισμένο αυτό το διήγημα.

Ο έρωτας ταυτίζεται με την γυναίκα και είναι από Κόσμου αδύνατος αλλά συγχρόνως, μόνο μέσα από αυτή την αδυνατότητά του, εν δυνάμει υπαρκτός. Ακόμη κι όταν όλα δείχνουν, όπως στη σχέση του Στέφανου με τη Ρέα, ότι μπορεί ν' αποκτήσει μια πραγματική μορφή και να πάρει ένα ορατό σχήμα, εμφανίζεται ο θάνατος, ως ο από μηχανής θεός και ως ο φυσικός χώρος του έρωτα και του απόλυτου.

Γιώργος Γουναρόπουλος, κεφάλι, Αθήνα, ιδιωτική συλλογή (φωτογραφία από το βιβλίο της Ματούλας Σκαλτσά, Γουναρόπουλος, Αθήνα, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, 1990)
_________________________

«Ένα κεφάλι γυναικείο κεφάλι, αιώνια το ίδιο»

Ο Μίλτος, ο τρίτος της παρέας - μετέωρος ανάμεσα στην καθημερινότητα και τη μποέμικη ζωή των καμπαρέ - ζωγραφίζει πάντα ένα γυναικείο κεφάλι και φαντάζεται το μέλλον του στο πλάι μιας συζύγου, που «με τον καιρό, θα μάθει να την υπακούει - αυτό θα πει αγάπη».

Ο Μίλτος σχεδίαζε με το μολύβι πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού ένα κεφάλι γυναικείο - αυτό που σχεδιάζει πάντα, αιώνια το ίδιο - πρόσωπο αυγουλωτό, μάτια ρηχά, δίχως σκιές, με τις δυο άκριες των χειλιών ανεβασμένες λίγο για να δείχνει πως χαμογελάει τάχα αινιγματικά. Και σαν τελείωνε τη ζωγραφιά, πρόσθετε από κάτω με κεφαλαία γράμματα: TELLE UNE RENONCULE REPOSE...[...]

— Ναι, ναι, βεβαίωνε ο Μίλτος — όλα είναι πιθανά, κι ο έρωτας ακόμη... Άκου, Στέφανε, αν τύχει κάποτε και παντρευτώ πρέπει να με καλύπτεις. Ξέρω πως η γυναίκα μου θα ’ναι πολύ απαιτητική. Ανάγκη να με συνοδεύεις το βράδυ ως το σπίτι και να με δικαιολογείς πως τάχα συζητούσαμε, πως κάποια συνεδρίαση μάς κράτησε αργά... Όμως, με τον καιρό, θα μάθω να την υπακούω — αυτό θα πει αγάπη.[...]

— Έχεις γράμμ’ από το Μίλτο, του λέει και του το δίνει. Το άνοιξε [ο Στέφανος] μ' ανυπομονησία, σα να βιαζότανε να ξεκουράσει το μυαλό του από σκοτούρες —  Δες!

Έδειξε στο Λεώνη το φύλλο του χαρτιού. Πάνω πάνω ήταν ζωγραφισμένο με την πέννα το αιώνιο γυναίκιο κεφάλι με τη συνηθισμένη επιγραφή: telle une renoncule repose.

— Πάντα ο ίδιος, κάνει ο Στέφανος χαμογελώντας αφού διάβασε το γράμμα ως το τέλος.

Έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έπειτα λέει:

— Αρτίστες, καμπαρέ—πάντα ο ίδιος!

— A, γυναίκες που ξέρουν ν' αγαπούν και να χορεύουν — αναστέναξε ο Λεώνης. — Στάσου να θυμηθώ μήπως ανακαλύψω κι' άλλο τίποτα στον κόσμο... Χμ, όχι, τίποτ' άλλο δε βάζει ο νους μου.

— Τέτοιοι έρωτες!

— Ξέχασα! να το ιδανικό μας! — κι' έδειξε κρεμασμένη στον τοίχο τη φέμινα μαρίνα. 


Γιώργος Γουναρόπουλος, Κοπέλα
Πηγή: https://paletaart3.wordpress.com/
________

Το γυναικείο κεφάλι που ζωγραφίζει πάντα ο Μίλτος όσο και η μάσκα - αποτύπωση της «femina marina» παραπέμπουν, σύμφωνα με την Ασπασία Γκιόκα, στη ζωγραφική του Γιώργου Γουναρόπουλου, στον οποίο ο Κοσμάς Πολίτης αφιερώνει τη «Μαρίνα». Η αφιέρωση - «σε έναν πίνακα του ζωγράφου Γιώργου Γουναρόπουλου» - είναι άκρως αινιγματική, εφ’ όσον δεν αναφέρεται τίποτα άλλο για τον πίνακα αυτόν, παρά μόνο ο δημιουργός του.

Ωστόσο, ο Γιώργος Γουναρόπουλος (1890-1977) υπήρξε σύγχρονος και σχεδόν συνομήλικος του Κοσμά Πολίτη και ακολούθησε μια παράλληλη πορεία ζωής με αυτόν, χωρίς βέβαια, να υπάρχουν στοιχεία που να μαρτυρούν ότι διατηρούσαν και κοινωνικές επαφές. Είναι ωστόσο πολύ λογικό να φανταστούμε ότι ο Κοσμάς Πολίτης θα γνώριζε το έργο του Γουναρόπουλου, ο οποίος αρχίζει να εκθέτει από το 1931 στη β΄έκθεση της ομάδας «Τέχνη» στο Ζάππειο. 

Άλλωστε, υπάρχουν πολλές και ουσιώδεις εκλεκτικές συγγένειες στο έργο των δύο καλλιτεχνών· και οι δύο παρουσιάζουν τις γυναικείες μορφές ως φορείς ενός «γήινου και ενός αιθέριου» στοιχείου, ώστε να δικαιολογείται η αφιέρωση εκ μέρους του Κοσμά Πολίτη ενός διηγήματός του, όχι μόνο σε πίνακα του ζωγράφου Γ. Γουναρόπουλου, αλλά και στον ίδιο το ζωγράφο.  

Οι γυναίκες στα πρώτα έργα του Πολίτη, σαν «ζωγραφιές σε φόντο χρυσής καταχνιάς», όπως τις περιέγραψε ο Καραντώνης, είναι πλάσματα που ασκούν μια διαβρωτική, ακατανίκητη γοητεία και μοιάζουν πολύ με τα γυναικεία σώματα στα έργα του Γ. Γουναρόπουλου, «μορφές που εισχωρούναν ανεμπόδιστα η μία στην άλλη, σε μια διαρκή περιδίνηση, η οποία περιέχει κάτι από την υγρή κατάσταση της ερωτικής πάλης», σύμφωνα με τον κριτικό Άρη Μαραγκόπουλο. 

Υπάρχει μάλιστα, ένα γυναικείο κεφάλι του Γ. Γουναρόπουλου από γύψο, καμωμένο το 1937, με μεγάλα μάτια και ροϊκή κατατομή, στον τύπο της γυναίκας - συμβόλου. Αυτό το γλυπτό κεφάλι ο Γουναρόπουλος θα το απεικονίσει αρκετές φορές σε μεταγενέστερους πίνακές του. Είναι γύρω στην εποχή που γράφεται η Μαρίνα (1939) που στα γυναικεία πρόσωπα του Γιώργου Γουναρόπουλου αναγνωρίζουμε πολλές αναλογίες με το έργο του Κοσμά Πολίτη. Γράφει σχετικά με τα έργα αυτά η Ματούλα Σκαλτσά: 

«Από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 και κυρίως γύρω στα 1937, οι γυναικείες μορφές αποκτούν τη γνωστή γραμμική κατατομή και γλυπτική παρουσία, με τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου, τη μεγάλη μύτη, τα μισάνοικτα χείλη, τα μεγάλα ολάνοικτα μάτια τα στηλωμένα στο άπειρο. Αυτήν την περίοδο θα δημιουργήσει και τις γλυπτές γυναικείες μορφές, μετα ίδια πιο πάνω χαρακτηριστικά, τόσο ίδια, που θα ΄λεγε κανείς ότι τις έπλασε για να τις χρησιμοποιήσει ως μοντέλα στα ζωγραφικά του έργα». 

Φαίνεται λοιπόν ότι οι ομοιότητες είναι πολλές και σημαντικές τόσο με το «αιώνιο γυναικείο κεφάλι» που ζωγράφιζε με επιμονή ο Μίλτος, όσο και με τη «femina marina» με τ' αδειανά της μάτια και το νόημα που διαρκώς ξεφεύγει. 

Γυναικεία μορφή με κολιέ, 1932 
 Η ελαιογραφία Γυναικεία μορφή με κολιέ αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ώριμου στυλ του Γουναρόπουλου. Η γυναικεία μορφή αναδύεται μέσα από τη ρευστή χρωματικότητα ενός φανταστικού παραθαλάσσιου τοπίου. Αέρινη και εξιδανικευμένη, φορά πάνω από τα τριανταφυλλόσχημα στήθη της τον μαργαριταρένιο θησαυρό της θάλασσας. Συγχρόνως μοιάζει να απαρνείται την πραγματικότητα που υπαινίσσονται τα χαμηλά σπίτια στα αριστερά της, για τον κόσμο του ταξιδιού και της περιπέτειας που της υπόσχεται το καράβι στα ανοιχτά της θάλασσας. Ένα ταξίδι που για τον καλλιτέχνη δεν νοηματοδοτείται μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως πνευματικά και υπαρξιακά. 
 Πηγή: Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, https://gounaropoulos.gr
________________________


«Πάνω στο κομοδίνο, σα νεραγκούλα γαλανή, αναπαύεται…»

Κάτω απο το γυναικείο πορτρέτο που ζωγραφίζει ο Μίλτος επαναλαμβάνεται σταθερά μια γαλλική φράση: TELLE UNE RENONCULE REPOSE.  Η φράση προέρχεται από το ποίημα του Γάλλου καταραμένου ποιητή Baudelaire (1821-1867), «Une Martyre» (Μία μάρτυρας) με υπότιτλο Dessin d’ un maitre inconnu (Σχέδιο άγνωστου δάσκαλου) από τη συλλογή «Τα Άνθη του Κακού»

Το ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1857 και έχει ειπωθεί ότι ο υπότιτλος παραπέμπει σε έναν πίνακα του μεγάλου ρομαντικού Γάλλου ζωγράφου Ευγένιου Ντελακρουά, τον οποίον θαύμαζε πολύ ο Μπωντλαίρ, με θέμα το θάνατο του Σαρδανάπαλου. 

Ο στίχος της Μαρίνας, μεταφρασμένος στα ελληνικά είναι: 

Πάνω στο κομοδίνο, σα νεραγκούλα γαλανή, 
αναπαύεται…
μετάφραση Δέσπω Καρούσου

Αυτό που αναπαύεται βέβαια πάνω στο κομοδίνο είναι ένα γυναικείο κεφάλι, αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, το οποίο κείται πάνω στο κρεβάτι· ανήκει σε μια από τις σκλάβες του Ασσύριου βασιλιά Σαρδανάπαλου, ο οποίος πριν πεθάνει, διέταξε τους δούλους του να τις σκοτώσουν.  

Ο Μπωντλαιρικός στίχος, υποβλητικός αλλά σε χαλαρή σύνδεση με την υπόλοιπη αφήγηση, πιστεύει η Ασπασία Γκιόκα, φαίνεται να υπηρετεί τη δημιουργία μιας ατμοσφαιρικής εικόνας, κάτι που ο συγγραφέας σταθερά επιδιώκει με την ενσωμάτωση ποιητικών διακειμένων στα έργα του. Οι αναφορές, μάλιστα, στον Baudelaire  και συγκεκριμένα στα «Άνθη του Κακού», διατρέχουν όλο το έργο του Κοσμά Πολίτη (Λεμονοδάσος, Εκάτη, Ερόικα). 

Ο ποιητής που διαβάστηκε και μεταφράστηκε στην Ελλάδα περισσότερο από κάθε άλλον ξένο ποιητή, που επηρέασε ως προς τον στίχο, τη σκέψη και τα αισθητικά κριτήρια δυο τουλάχιστον προπολεμικές γενεές, δεν θα μπορούσε ν'  αφήσει ασυγκίνητο και τον Κοσμά Πολίτη.

[...] la tete, avec l'amas de sa crinière sombre 
Et de ses bijoux précieux, 
Sur la table de nuit, comme une renoncule, 
Repose˙ [...]

[...] Το κεφάλι, με την πλούσια χαίτη
Και τα πολύτιμα κοσμήματά του, 
πάνω στο κομοδίνο, σα νεραγκούλα γαλανή
αναπαύεται˙ [...]
μετάφραση Δέσπω Καρούσου

Ίσως πάλι, το κεφάλι το «άδειο από σκέψεις, με το ασαφές βλέμμα, λευκό σαν το φως της αυγής», όπως περιγράφεται από τον Μπωντλέρ στους επόμενους στίχους, και το αποκομμένο σώμα, μέσα στη θανατηφόρα ομορφιά του, να γεννούν συνειρμικά τις διαπιστώσεις  που παρατίθενται αμέσως μετά για τις γυναίκες, τους κουρασμένους έρωτες, τις άκαρπες περιέργειες και τη γεύση ματαιότητας που αφήνουν.

«Μα όλες τούτες, τις είχανε κιόλα πιέσει, τις στύψανε, τις βιάσανε για ν’ αποδώσουν ό,τι περιέκλειναν από μυστήριο και έκπληξη—τις κουράζανε κάθε βράδυ και είχαν κουραστεί κι οι ίδιοι... Δοκίμασαν να κάνουν μια σωστή εκτίμηση, κάποτε τύχαινε να νιώσουν πως κάτι πάει να φανερωθεί — μα γρήγορα χανότανε πάνω στη γέννησή του από μια διάθεση δική τους να τις υποτιμούν ή να τους δίνουν υπερβολική αξία.

— Χάσαμε κάθε μέτρο της πραγματικότητας, οι δυνατότητες που φανταζόμαστε τσακίζουν το πραγματικό.

Και τους απόμενε κάτι σαν κατακάθισμα στη γεύση από τις περιέργειες ετούτες που δε βγαίναν σ' ένα τέλος.»


Eugène Delacroix, La Mort de Sardanapale (1827), Musée du Louvre
_________________________

Πάτρα, Ξυλόκαστρο, Κιάτο, Βραχάτι..

Η ιστορία ξεκινάει από την Πάτρα, αλλά δεν μένει εκεί. Οι επαγγελματικές δραστηριότητες των δύο ηρώων της νουβέλας συνδέονται επίσης τοπογραφικά με την Κορινθία, το εμπόριο και τις αποθήκες της σταφίδας. Ο Λεώνης ταξιδεύει συχνά ως το Βραχάτι «για δουλειές του σταφιδεμπόριου» και μάλιστα με τα πρωτοβρόχια κάνει «περιοδεία στη Βόχα – τα πεδινά της Κορινθίας – προκειμένου να ελέγξει τη ζημιά στα κλήματα της περιοχής». Ακόμα και η αγωνία των καλλιεργητών της σταφίδας για τον καιρό και τη σοδειά αποτυπώνεται με ενάργεια στο κείμενο:

«Οι άνθρωποι αναδιφούσανε τον ουρανό μιλώντας για σταφίδα, γι' αδιάβροχα πανιά και για την εσοδεία. -Τέλη Αυγούστου, είπε κάποιος. Πάνω στο άπλωμα ίσια - ίσια - λες να πειράξει τα τσαμπιά που απόμειναν στα κλήματα;... Κι' όλοι κοιτάζανε ψηλά κουνώντας το κεφάλι.»

Μετά τη μεγάλη σταφιδική κρίση του 1890 και την κατάρρευση όλου του σταφιδικού κράτους, η κατάσταση την περίοδο αυτή έχει ομαλοποιηθεί, με την ίδρυση, το 1925, του Αυτόνομου Σταφιδικού Οργανισμού (Α.Σ.Ο.), που εποπτευόταν από το Ελληνικό Δημόσιο. Ο ΑΣΟ ίδρυσε σταφιδεργοστάσια, οινοποιεία, κατασκεύασε αποθήκες, παίζοντας έτσι κυρίαρχο ρόλο στην προστασία της καλλιέργειας και εμπορίας της Κορινθιακής Σταφίδας.
 
Στο Βραχάτι, ήδη από το 1928 λειτουργούσε το εργοστάσιο του Ανδρέα Λαζανά, μια υπερσύγχρονη για τα δεδομένα της εποχής μονάδα, που συσκεύαζε σε κιβώτια, αποθήκευε και έκανε εξαγωγή της σταφίδας στους σοβαρότερους οίκους της Αγγλία. Οι εφημερίδες της εποχής, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση, αναφέρονται άλλες στο «τεχνολογικό θαύμα» που συντελείται στην εύφορη και προδευτική περιοχή της Βόχας, κι άλλες στα εξοντωτικά ωράρια εργασίας ανδρών, γυναικών και παιδιών, στους κινδύνους για την υγεία από τα χημικά οξέα και το θειάφι, που χρησιμοποιούνται στο χρωματισμό της σουλτανίνας και στις μισθολογικές ανισότητες, ιδιαίτερα μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Πάτρα - 1926 - Εργάτες φορτώνουν κουτιά με κορινθιακή σταφίδα για εξαγωγή 
Γυάλινη αυτοχρωματική πλάκα εποχής -DRAΚE MEMORIAL LIBRARY
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
________________________

Ο Στέφανος, πάλι, στα συχνά ταξίδια του, παρακολουθεί «τη διοργάνωση του νέου γραφείου που ίδρυσε στο Κιάτο η Εταιρία των Γενικών Αποθηκών». Στην επιστροφή, διανυκτερεύει σ’ ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στο Ξυλόκαστρο, κι εκεί είναι που γνωρίζει και ερωτεύεται τη Ρέα. Πίσω από τις επαγγελματικές μετακινήσεις των ηρώων της νουβέλας, ίσως κρύβονται αυτοβιογραφικά στοιχεία, μιας και ο Κοσμάς Πολίτης, ως διευθυντής της Ιονικής Τράπεζας, είχε αναλάβει πολλές πρωτοβουλίες για την ίδρυση υποκαταστήματος στο Κιάτο και επισκεπτόταν συχνά το Ξυλόκαστρο, 
στα πλαίσια των ενεργειών του αυτών.

Στις μετακινήσεις τους, τόσο ο Στέφανος, όσο και ο Λεώνης, προτιμούν το τρένο, σπανιότερα χρησιμοποιούν αυτοκίνητο και μόνο για τη διαδρομή Βραχάτι – Κιάτο – Ξυλόκαστρο, προκειμένου να αποφύγουν «το τράνταγμα του αυτοκινήτου πάνω στους άθλιους καρόδρομους της Βόχας». Με αυτοκίνητο πάλι και οδηγό, ο Στέφανος, η Ρέα και ο γιος της Πέτια, πηγαίνουν ως τη Λυκοποριά για περίπατο.

Το τρένο φτάνει στο σταθμό της Πάτρας, δεκαετία 1920/30 
Πηγή: Vasilis Karavasilis, PATRAS PHOTOS ΟLD SPECIAL
_____________________

Ο Λεώνης αποφασίζει τελικά, να περάσει δεκαπέντε μέρες του Αυγούστου, στο Ξυλόκαστρο, όπου βρίσκεται ο Στέφανος, συνδυάζοντας τις δουλειές του στην Κορινθία με την ευκαιρία να τον δει και να γνωρίσει επιτέλους τη Ρέα. 

Η ιστορία του Ξυλοκάστρου στον 19° αιώνα είναι συνδεδεμένη, όπως και της Πάτρας, του Αιγίου και όλης της Κορινθίας, με την ιστορία της σταφίδας. Στην παραλία βρίσκονταν οι αποθήκες σταφίδας, την οποία έστελναν στην Πάτρα για εξαγωγή με πλοιάρια, διότι ο σιδηρόδρομος (ΣΠΑΠ) δε διέθετε επαρκή βαγόνια.

Η προσιτή απόσταση του Ξυλοκάστρου από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και των Πατρών, οι καταγάλανες προσβάσιμες παραλίες του, σε συνδυασμό με τα ήρεμα, ειδυλλιακά τοπία του κυρίως στον χώρο του πευκοδάσους, ανέδειξαν το Ξυλόκαστρο σε αγαπημένο προορισμό διακοπών όχι μόνο για το ευρύ κοινό, αλλά και για σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, πολιτικά πρόσωπα, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, διπλωμάτες κ.ά.

Το 1919 επί προεδρίας Κωνσταντίνου Δασίου το Ξυλόκαστρο απέκτησε παραθεριστικό χαρακτήρα, αποτελώντας μια ιδανική παραθαλάσσια λουτρόπολη. Στους κατάφυτους χώρους του ευωδιαστού πευκοδάσους του απολάμβαναν τον θερινό τους περίπατο βασιλείς, πρωθυπουργοί, διάσημοι ηθοποιοί, φημισμένοι καλλιτέχνες, λογοτέχνες και ποιητές, ονομαστές οικογένειες και εξέχουσες προσωπικότητες της Ελλάδας και της Ευρώπης, που κάθε καλοκαίρι κατέκλυζαν το Ξυλόκαστρο για τον παραθερισμό και την αναψυχή τους.

Στη βίλα του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού, στη Συκιά, φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς σπουδαίες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιάννης Γρυπάρης, ο μεγάλος μαέστρος και συνθέτης, Δημήτρης Μητρόπουλος, ο μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η «ιέρεια του χορού» Ισιδώρα Ντάνκαν.

Η βίλα του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού στην Συκιά Κορινθίας, 1915-1925 
Πηγή: Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α
_____________

Η ομορφιά του περιβάλλοντος του «Πευκιά» και η υψηλή αισθητική του αξία έγιναν πηγή έμπνευσης σπουδαίων Ελλήνων ποιητών και λογοτεχνών. Ο Κώστας Καρυωτάκης, αν και δεν είχε καταγωγή από την περιοχή, συνδέθηκε με το περιβάλλον και τη ζωή του τόπου περνώντας τις διακοπές του στο σπίτι του παππού του, στο Ξυλόκαστρο. Στο ποίημά του «Ύπνος» από τη συλλογή του «Νηπενθή» (1921) ο ποιητής αναφέρεται στο ονειρικό τοπίο και στις νεανικές αναμνήσεις του από το δάσος του «Πευκιά», το οποίο αποκαλεί «το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας».

«Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μία νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;»

Το καλοκαίρι του 1938, μάλιστα, χρονικά πολύ κοντά στην εποχή που γράφτηκε η «Μαρίνα», στο ξενοδοχείο «Πευκιάς» του Στέφανου Παναγόπουλου, παραθερίζει η μεγάλη ηθοποιός Κυβέλη μαζί με τον βαφτιστικό της Δημήτρη Χορν. 

Παρακολουθώντας τις διαδρομές των ηρώων στην παραθαλάσσια κοσμοπολίτικη λουτρόπολη, ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει το περιφραγμένο με συρματόπλεγμα δάσος του πευκιά, που νωρίς το απόγευμα του Αυγούστου,«ανάδινε μια ζέστη πηχτή ρετσινιού», το μεγάλο δρόμο κατά μήκος του δάσους με τους «περιπατητές - καροτσάκια να τα σπρώχνουν οι νταντάδες στη γραμμή και κάθε τόσο που ακουγόταν κάποιο κλάξον σκορπίζανε δεξιά ζερβά κάτω από τις μουριές», «τη θάλασσα - το μόνο γνώριμο τοπίο σε κάθε άγνωστη χώρα», την ακρογιαλιά, «τους τραταδόρους και την τιποτένια συγκομιδή τους: λιγοστή μαρίδα, δυο κοκοβιοί κι ακόμα ένα ψαράκι κόκκινο, αρματωμένο με αγκάθια», το καφενεδάκι της παραλίας, το περίπτερο κάτω από τα πεύκα, όπου έπαιρναν το ορεκτικό τους οι παραθεριστές, το παραθαλάσσιο ξενοδοχείο με το κύριο κτίριο, το παράρτημα και το περιβόλι, το μεγάλο δρόμο που πάει προς τη Συκιά, το σπίτι που βρίσκεται στο τέλος του Πευκιά, που ίσως να 'ναι η βίλα του Σικελιανού, τη βόλτα με αυτοκίνητο ως τη Λυκοποριά.

Ο σταθμός του τρένου στο Ξυλόκαστρο 
Πηγή: https://www.xylokastro.com
___________________

«Είναι τόσο φρικτά ερωτευμένοι...»

Στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο  ο Λεώνης  θα γνωρίσει επιτέλους τη Ρέα, το σύζυγό της Δημήτρη, το μικρό γιο τους Πέτια  και τη Νέττα, αδελφή του Δημήτρη. Μετά τις συστάσεις, κάθονται όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι κι ο Λεώνης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά τις αντιδράσεις του ερωτευμένου φίλου του και τα βλέμματα λατρείας με τα οποία παρακολουθεί κάθε κίνηση της Ρέας. Αμέσως μετά, η Νέττα ζητάει από το Λεώνη να μιλήσουν κι έτσι εκείνος έχει την ευκαιρία να μάθει περισσότερα για τη σχέση του ερωτευμένου ζευγαριού.

«Τα μάτια του Στέφανου δεν εγκατέλειπαν τη Ρέα. Αδύνατον μια τέτοια έκφραση ματιάς να την προσβάλει. Χασομερνούσε πιο πολύ πάνω στα χέρια της, τα λάτρευε από τα νύχια ως τον καρπό έτσι όπως ήτανε αχνά και λίγο μελαψά καθώς στα εικονίσματα. Παρακολουθούσε όπου άγγιζαν, το ψωμί, το ποτήρι - περίμενε θαρρείς μια μετουσίωση. Ήτανε γι' αυτόν ένα δείπνο μυστικό.»

The hands by Moise Kisling
_____________

— Είδατε λοιπόν, έκανε η Νέττα στο Λεώνη. — Ελάτε, θέλω να σας μιλήσω. Ως πού θα πάει τούτο; Είναι τόσο φρικτά ερωτευμένοι, που δεν ενδιαφέρονται ούτε γι' αξιοπρέπεια ούτε για ηθική. Δε λογαριάζουν την περίσταση κι ακόμη ούτε νιώθουν πως ώρες - ώρες καταντούν γελοίοι... Στο ξενοδοχείο είν' όλοι με το μέρος τους....Μήπως κι αυτή η ίδια — τι άλλο χειρότερο; — μήπως δεν το ανέχεται αν κι είναι αδελφός της ο Δημήτρης; 

— Το ανέχομαι! Τούτο μονάχα; — τους βοηθώ, καταλαβαίνετε; ... Τι θέλατε να κάνω μπροστά σε μια τόσο μεγάλη αγάπη; Σε μια τόσο σκληρή αγωνία; ...Κι έπειτα, τι τα θέλετε, τ' ομολογώ πως δε μπορώ να φανταστώ άλλη κατάσταση πιο φυσική γι' αυτούς τους δυο...

Αχ, όταν η αγάπη βρίσκεται σε όμοιο επίπεδο κι' από τα δύο μέρη.. .

Ο δισταγμός και οι αμφιβολίες διαβάζονταν πάνω στο πρόσωπό της. — Ω, είναι στιγμές που τίποτα δεν αγαπώ — ούτε κανέναν... Κι ο Πέτια; Τι θα γίνει ο Πέτια; Γιατί, πρέπει να σας το πω, πήραν απόφαση να παντρευτούν — δηλαδή μια τέτοια ιδέα τριγυρίζει στο μυαλό τους.

— Ξέρω την αδιαλλαξία του, ψιθύρισε ο Λεώνης. 

Για τη Ρέα, του λέει, ο Πέτια είναι η ζωή της — α, φοβάται πως ο Στέφανος θα 'ναι γι' αυτήν κάτι χειρότερο κι από το θάνατο .

Προσέξατε πόση προσπάθεια βάζουν για να μην πέσει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου; Δεν συγκρατιούνται πια. Δυο ψυχές που κάποιος άνεμος τις συνεπαίρνει και τις βροντολογά πάνω στα βράχια — να τι θα 'ναι η ζωή τους.

Μιλούσε απελπισμένα. Θαρρείς, του λέει ακόμα, πως η απόφαση του γάμου είναι γι' αυτούς μια τιμωρία που επιβάλουνε στον εαυτό τους, μια εξιλέωση για τη μεγάλη τους αγάπη — ναι, μια τόσο απέραντη αγάπη καταντάει αμαρτία, κάτι ενάντιο στη φύση. Γιατί μια τόση ακαμψία κι' ένα τέτοιο πείσμα; Επιτέλους ας μείνουν εραστές μες στο σημερινό τους περιθώριο... Αχ, θα σημάν' η γενική καταστροφή του κόσμου – του μικρού κόσμου που περιτριγυρίζει τη ζωή τους άμεσα.

«The Lovers » by Henri Martin
_____________

«Θ' αναδείξουμε μαζί τον κλήρο που μας έλαχε»

Οι μέρες περνούν κι η Ρέα με τον Στέφανο, αδιάφοροι για τον κόσμο, δεν βλέπουν και δεν ακούν κανέναν. «Υποταγμένοι κι οι δυο κάτω από τη δύναμη μιας κυρίαρχης γοητείας», νιώθουν μόνο την ακατανίκητη επιθυμία να βρίσκονται κοντά ο ένας στον άλλον.

Στα τέλη Αυγούστου, η Ρέα με τον Πέτια συνοδεύουν το Στέφανο στα εγκαίνια του γραφείου των Γενικών Αποθηκών στο Κιάτο. Στην επιστροφή με το αυτοκίνητο, ο Στέφανος της αποκαλύπτει το σχέδιο που έχει καταστρώσει: θα φύγουν οι τρεις τους για την Πάτρα, θα εγκατασταθούν εκεί καθένας χωριστά ωσότου η Ρέα πάρει το διαζύγιό της. 

— Το ξέρω, του λέει σιγανά. Κανόνισέ τα όπως θέλεις. Αφήνομαι σ’ εσένα . Έχεις δίκιο, είναι η μόνη έκβαση που ανταποκρίνεται στο αίσθημά μας. Το μόνο τέλειο αντάλλαγμα.

Τότε ο Στέφανος, ψιθυριστά, της αποκάλυψε το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Σε μια βδομάδα, το πολύ σε δέκα μέρες, θα έχουν τη φωλιά τους. Να κανονίσει κάτι λεπτομέρειες ασήμαντες, κάτι μικροζητήματα — μήπως θα ήταν προτιμότερο να στείλει από τώρα τις αποσκευές της Ρέας, τουλάχιστον τα μεγάλα κομμάτια;

Του έκλεισε το στόμα με το χέρι της: — Δε θέλω τίποτα ν' ακούσω, είμαι πολύ ευτυχισμένη.

Η αποψινή επιστροφή τους έμοιαζε κιόλα με φυγή. Σφιχτοαγκαλιασμένοι παραδοθήκανε στο θρυλικό παρόν που εκτεινότανε ατελείωτα στο μέλλον. A, πόσο ήτανε μάταια όσα τους απασχόλησαν ως τώρα στη ζωή...

[...] Με την πρόφαση πώς παρακολουθεί το νέο υποκατάστημα, ο Στέφανος παράτεινε ακόμη τη διαμονή του. Όλα ήταν έτοιμα. Μιλούσε με τη Ρέα για το μέλλον, της έλεγε τα σχέδιά του, ζητούσε και τη γνώμη της για κάθε τι που θ' αφορούσε τη ζωή τους. Σιγά - σιγά η Ρέα έπαιρνε ενδιαφέρον στη δουλειά του. — A, της λέει — τώρα μονάχα νιώθω πως σπατάλησα τον εαυτό μου σε τιποτένια πράματα. Πόσα δε θα ’μουν άξιος να κάνω στη ζωή αν τύχαινε να σ' ανταμώσω δέκα χρόνια πιο νωρίς! Θ' αναδείξουμε μαζί τον κλήρο που μας έλαχε, του αποκρίθηκε η Ρέα.

Αποφάσισαν πως είναι προτιμότερο να φύγουν για την Πάτρα, να εγκατασταθούν εκεί καθένας χωριστά ωσότου επιτύχει το διαζύγιό της. Θα ’παιρνε βέβαια μαζί της και τον Πέτια. Η ευτυχία πάλευε με την αγωνία μέσα στην καρδιά της. Αρκούσ' ένα μικρό ασήμαντο επεισόδιο να την αναστατώσει με προαισθήματα και φόβους.[...]


«Landscape with Couple» by Henri Martin
___________

«Να η μοναδική γυναίκα που αγάπησα»

Η μέρα της φυγής πλησίαζε. 

[...] Το βραδινό, πριν ακόμα νυχτώσει ολότελα, η Ρέα περίμενε το Στέφανο μπροστά στα κυπαρίσια της αλέας, σε μια παραμεριά. Κάτι φώτα λάμπανε μακριά μέσ' στην αρχή της νύχτας, Ό,τι απόμενε από το φως της μέρας συγκεντρωνότανε πάνω στη Ρέα. Η λευκή μορφή της περιπλανιότανε αργά πάνω στο μαύρο βάθος, καθάρια με τόσο ευγενική κορμοστασιά, που αυτό αρκούσε για να ψιθυρίσει ο Στέφανος σαν την αντίκρισε: —  Να η μοναδική γυναίκα που αγάπησα.

Πίσω από τα κυπαρίσια πορφύρωνε ο ουρανός. Η θάλασσα ήτανε μια πληγή...Όταν την πλησίασε ο Στέφανος είδε πως τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και πως τα μάτια της γυαλίζαν. Η καρδιά του σφίχτηκε. — Είσαι δικός μου άνθρωπος, ράτσα μου, γενιά δική μου —  τέτοια λόγια θέλει να της πει, κι ακόμα πως ένα φως αχνό τη στεφανώνει, μια λάμψη που βγαίνει από το είναι της, τέτοια τη βλέπει. Και να συρθεί εκεί, στα πόδια της γυναίκας και να της πει πως τίποτα δε θέλει, τίποτα δε ζητά, πως είναι άξιος να φύγει, να ζήσει δίχως την αγάπη της – δίχως καμιάν αγάπη και να ψοφήσει σα σκυλί. Να τι είναι άξιος να κάνει. Κανένας πόνος, καμιά θλίψη για τη Ρέα. Γιατί δεν τον διώχνει; Να τον προσβάλει πως είναι τιποτένιος που αναστατώνει έτσι μια ζωή.

—  Πώς μ' ενοχλεί το χρώμα τούτο τ' ουρανού, πάντα δακρύζουνε τα μάτια μου, είπε η Ρέα κι έβγαλε το μαντήλι της απ' το τζαντάκι.

Του χαμογέλασε και λέει εύθυμα:

— Την Τετάρτη λοιπόν. Αύριο είναι Κυριακή —  θα προφτάσω σε δυο μέρες να ετοιμαστώ. Βλέπεις σε τι μπελάδες θα με βάλεις, κύριε;

—  Νιώθεις τουλάχιστον ευτυχισμένη;

— Πώς να μη νιώθω ευτυχισμένη; Η ευτυχία που ελπίζομε δεν είναι ή μόνη αληθινή;

Τα δάχτυλά της ψάχνανε για το χέρι του.

— Να ελευθερωθούμε από τον κόσμο μας κι' απ' τις συνήθειες του καιρού μας, του ψιθύρισε – ποια η ανάγκη να πάμε αύριο στην εκδρομή; Ας πάνε οι άλλοι. Το επανάλαβε δυο - τρεις φορές: οι άλλοι — σα να ’κλεινε μέσα στη λέξη τούτη ολόκληρο τον άλλο κόσμο εκτός από τους τρεις.

— Θα μείνομε ο Πέτια κι εμείς οι δυο.

«The Lovers » by Henri Martin
____________________

«Ωχ, αυτή η θάλασσα!...»

Η επόμενη μέρα είναι Κυριακή κι ο Στέφανος έχει τακτοποιήσει τα πάντα για το φευγιό τους, τα  οποία και εκμυστηρεύεται στο Λεώνη. Τραγική ειρωνεία και προοικονομία μαζί αποτελεί το γεγονός ότι η ιδέα να το σκάσουν οι τρεις τους διά θαλάσσης είναι της Ρέας.  Πολλές φορές κι από πολλούς ως τώρα -  από το Δημήτρη, τη Νέττα, τον αφηγητή -  έχει υπογραμμιστεί η σχέση της Ρέας με τη θάλασσα: «η γυναίκα μου παθαίνει ίλιγγο απ’ τη μεγάλη αγάπη που της έχει...», σχολιάζει ο Δημήτρης κι αργότερα η Νέττα επιβεβαιώνει στο Λεώνη την παρατήρηση του αδελφού της: «Έχουν μανία με τη θάλασσα κι οι δυο τους, μόνο πως η Ρέα την αγαπά μαζί και τη φοβάται...»

Στα δέκα της, ένας Κεφαλονίτης – Πέτια τον έλεγαν – την έπαιρνε με τη βάρκα του, της μιλούσε ώρες ολόκληρες για τα μελίσσια και της τραγουδούσε ένα τραγούδι που έχει γίνει το αγαπημένο του μικρού Πέτια: 

«Έσφιγγε πάνω της τον Πέτια κι’ άρχισε να σιγοτραγουδά:

Απ’ των αγγέλων τα στόματα βγαλμένη 
θυμίζει εδώ στη γη τον ουρανό...

— Είναι το αγαπημένο του τραγούδι, λέει σιγανά σαν έκλεισε τα μάτια του ο μικρός.
Αφαιρέθηκε σε μια ρέμβη. Γύρισε προς το Στέφανο:

— Πόσα χρόνια πάνε από τότε... Μου το τραγουδούσε μέσα στή βάρκα ένας γνωστός μας, ένας Κεφαλονίτης—ήταν θαρρώ μελισσοκόμος — είχε μια φωνή γλυκειά και σοβαρή...
Τον έλεγαν κι εκείνον Πέτια—Πέτρο δηλαδή. Έζησε χρόνια στη Ρωσσία, πριν από τον πόλεμο βέβαια, ναι, μελισσοκόμος, το θυμάμαι καλά. Καθότανε και της μιλούσε ώρες ολόκληρες για τα μελίσσια, να της εξιστορεί τα θαύματ’ από τη ζωή τους. Τι έβρισκε στη συντροφιά ενός ανίδεου κοριτσιού; — εκείνη δεν ήταν περισσότερο από δέκα χρόνων το πολύ.

Μα εκεί, μέσα στη βάρκα, την τραβούσε η άλλη γοητεία, τα υδάτινα θαύματα εδώ μπροστά της. Έσκυβε πάνω από την κουπαστή και βύθιζε το βλέμμα στην ηρεμία του νερού, μια κατάβαση φανταστική μέσα σε διαφάνειες γλαρές — ένιωθε τόσο ανάλαφρη, χανότανε η αίσθηση του βάρους. Περνούσανε ίσκιοι —όχι θλιβεροί και γκρίζοι όπως στη γη — γαλάζιοι, ρόδινοι, λαχταριστοί, σαν χρυσωμένος ήτανε ο ίσκιος, καμιά πραγματικότητ’ από τη ζωή δε χώραγ’ εδώ μέσα. Η πρωινή κατάνυξη κυρίευε το νου και την καρδιά, μια προσευχή σιωπηλή...Ένας καινούργιος ουρανός, μια λύτρωση...

— Μαμάκα, θα με πάρεις κι’ εμένα μαζί σου;... μουρμούρισε ο Πέτια δίχως ν’ανοίξει τα ματάκια του.

— Θα σε πάρω, χρυσό μου...

— Και τον κύριο Στέφανο;

— Σσσσ... — κι έπιασε πάλι να τον αποκοιμίσει με το σιγανό τραγούδι της.

... θυμίζει εδώ στη γη τον ουρανό, 
κι άλλοτε μοιάζει με θάλασσ’ αγριεμένη 
κι άλλοτε πάλι με κύμα ταπεινό.»

Odilon Redon, The Mysterious Boat, c.1892
______________________

«Ένα γενναίο βενζινόπλοιο με τρεις ευγενικές ψυχές»

— Θα ήταν πιο σωστό να πεις: ένα γενναίο βενζινόπλοιο που θα 'χει πάνω τρεις ευγενικές ψυχές.

 — Ώστε...;

— Ναι, του λέει, όλα είν' έτοιμα. Φεύγουμε την Τετάρτη για την Πάτρα.

Του εξήγησε πως έχει μιλήσει κιόλα με τον καπετάνιο της μπενζίνας. Θα τον καπαρώσει απόψε. Σκέφτηκε πως δεν είναι δυνατόν να φύγουν με το τρένο δίχως να τους πάρουν είδηση από το ξενοδοχείο, οι γνωστοί, όλος ο κόσμος στο Ξυλόκαστρο. Κι' έπειτα, οι αδιάκριτες συναντήσεις στο σταθμό, οι αναπόφευκτες γνωριμίες μεσ' στο τραίνο... Όσο για να φύγουν με αυτοκίνητο, το μόνο ανθρωπινό είναι του Σωτήρη. Αλλά φοβάται τις προκαταβολικές ακριτομύθιες ή και — ποιος ξέρει — εκβιασμούς και φασαρίες. Από τη μέρα που πήγαν στη Λυκοποριά κατάλαβε πως ο Σωτήρης είναι άνθρωπος του Δημήτρη — Για όλα τούτα προτιμήσαμε το βενζινόπλοιο... Ξέρω τι σκέπτεσαι για μένα: ένας ρομαντικός αισθηματίας. Μα τώρα είμαστε δυο: το βενζινόπλοιο ήταν περισσότερο ιδέα της Ρέας παρά δική μου. 

— Όλα να πάνε δεξιά, είπε ο Λεώνης και του χτύπησε τον ώμο εγκάρδια, λίγο σκαιά. Εγώ θα πάρω απόψε την ωτομοτρίς για την Αθήνα. Κάτι μικροδουλειές... Όπως κι αν είναι θα βρίσκομαι στην Πάτρα μέσα στη βδομάδα. Καλή αντάμωση λοιπόν.

Όπως έβγαινε από το δωμάτιο έκανε να ξαναγυρίσει. Μα το μετάνιωσε κι έφυγε σφίγγοντας τις γροθιές του με απελπισία.


Gustave Moreau, The Chimera, 1867
___________

«Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε μια χίμαιρα...»

Τον επίλογο και το τέλος της ιστορίας θα τα πληροφορηθεί ο αναγνώστης από τον ίδιο το Λεώνη, που στην καίρια αυτή στιγμή της πλοκής, ενώ ο Στέφανος ετοιμάζεται να φύγει με τη Ρέα και το γιο της Πέτια, παίρνει τη σκυτάλη της αφήγησης από τον ανώνυμο «φίλο του φίλου». 

Στην τελευταία συνάντηση και στην κουβέντα του με τη Ρέα, ο Λεώνης διαπιστώνει πως αυτό που εκείνος βλέπει ως χίμαιρα, για το ερωτευμένο ζευγάρι είναι η «ευλογημένη αλήθεια», στην οποία αναπόφευκτα και αμετάτρεπτα, οφείλουν να υποταχτούν. Το μόνο που του μένει είναι μια ευχή: Ο Θεός να δώσει κανείς τους να μη γίνει, εκτός από σκλάβος και το θύμα αυτής της αλήθειας! Η ευχή του, δυστυχώς, δε θα πιάσει τόπο!  

— Ας είναι, δε μένει πια παρά το τέλος κι ο επίλογος... Λοιπόν, το απομεσήμερο της Κυριακής, προτού φύγω για την Αθήνα, θέλησα ν' αποχαιρετήσω και τη Ρέα.[...] 

— Μείνετε λιγάκι, ξέρω πως είστ’ ενήμερος... Ξέρω ακόμα πως δεν κάνατε κανένα σχόλιο, δεν είμαι βέβαιη αν αυτό σημαίνει πως εγκρίνετε...

— Υπάρχουν καταστάσεις τη διάκοψα, που είναι πάνω από κάθε σχόλιο. 

— Αυτό που λέτε είναι ίσως μια υπεκφυγή. Το κρίνετε, φαντάζομαι, σαν κάποια τρέλλα αρχική που, αντί να υποχωρήσει, δυνάμωσε με τον καιρό. Μα όχι, δεν είναι όπως το σκέπτεστε. 

— Παρεξηγήσατε τη σιωπή μου, αποκρίθηκα. Εγώ, ένας τρίτος, μονάχα με το νου μπορώ να κρίνω, δεν είν' έτσι; Και η διανόησή μου, σε τούτη την περίσταση, παραδέχεται σιωπηλή τα όνειρα και τις επιθυμίες που τρέφουν δυο καρδιές. Γνωρίζει από την ίδια της την πείρα πως τα όνειρα την οδηγήσανε συχνά προς μιαν αλήθεια που μάταια την έψαχνε πάνω στις κορυφές της σκέψης. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να πω: την οδηγήσανε συχνά προς διαφορετικές αλήθειες. 

— Αχ,  έκανε η Ρέα, περισσότερο κι' από τα λόγια είναι η απάθεια της φωνής σας που δείχνει πως φτιάνετ’ ένα σύστημα εκεί που μόνο η καρδιά έχει το λόγο. Μα ίσως αποκλειστικά και μόνο για να εκφρασθείτε χωρίζετε αναγκαστικά το νου απ' τα αισθήματα... Ξεχνάτε πως η διανόηση, για ν' αποχτήσει κάποια έχταση μέσ' στη ζωή, έχει ανάγκη από το πάθος, απ' τις ανησυχίες της καρδιάς μας, από ασυνέπειες ακόμη...

— Είμαστε ελεύθεροι να διαλέξουμε μια χίμαιρα... 

— Να, βλέπετε; Μιλάμε για μια χίμαιρα – για σας, είναι μια χίμαιρα η αλήθεια. Μα για μένα —για το Στέφανο και μένα ήθελα να πω — πρέπει να συμμορφώσουμε τη ζωή μας με την ευλογημένη αλήθεια που πρόβαλε μπροστά μας έτσι άμεση, αναπόφευχτη, αμετάτρεφτη. Μας κλείνει τον ορίζοντα, δε μας αφήνει άλλη διέξοδο. Αν δεν υποταγόμαστε σε τούτη την αλήθεια πώς θα μπορούσαμε να πούμε πως τη νιώσαμε ως τα τρίσβαθα;.. Καταλαβαίνετε;

Ναι, βέβαια, καταλάβαινα πως βίαζαν τον εαυτό τους να μην εγκαταλείψουν τ' όνειρο και την ελπίδα τους στην ευτυχία... Κι όλ' οι συλλογισμοί αυτοί! A, θα προτιμούσα να την έβλεπ’ αναστατωμένη από την προσδοκία της φυγής πάνω στη θάλασσα μέσα στη νύχτα. Να μου πει: ναι, κάνω μια κακοκεφαλιά, μα μ' έσπρωξε η αγάπη... Ενώ, θαρρείς συνηγορούσε για υποθέσεις της καρδιάς μ' επιχειρήματα και προφυλάξεις — σα να πρόκειται για κάποια δίκη που δεν αποκλειότανε να καταλήξει σε απόφαση θανατική.

—Και μη νομίσετε, μου λέει, πως είναι κάτι ακαρτέρευτο. Από κορίτσι ακόμα σκεπτόμουν πως με την ηλικία, με τα χρόνια, θα 'ρθει μια μέρα να δω πιο καθαρά. Πώς θέλετε να μην τη ζήσω την αλήθεια της ζωής μου;

Καταντήσαν, σκέφτηκα, οι σκλάβοι μιας αλήθειας. Ο Θεός να δώσει κανείς τους να μη γίνει και το θύμα. Ω, πόσο θα προτιμούσα να ’μενε σιωπηλή, μέσα σε μια διάχυτη ευτυχία, ανώνυμη, βαθειά,  κι όχι να καταγίνεται να της ανακαλύψει ένα κέντρο και να της δίνει σημασίες διαδοχικές...

Αποχαιρέτησα τη Ρέα. Καθώς έβγαινα στο δρόμο άκουσα πάνω απ' το κεφάλι μου μια παιδιάστικη φωνούλα: — Καλό ταξίδι... Στο παράθυρο, πίσω από τη μάσκα της φέμινα μαρίνα, κουνούσε το χεράκι του ο Πέτια.

«Φρίντων», ένα από τα ελληνικά ατμόπλοια που εκτελούσαν προπολεμικά, κάθε Δευτέρα, το δρομολόγιο Πειραιάς - Πάτρα - Κέρκυρα - Άγιοι Σαράντα – Μπρίντεζι. Τα άλλα δύο ελληνικά ατμόπλοια ήταν η «Μυκάλη» και το «Βυζάντιο»
_____________________


«Χτύπησε κάποια μπενζίνα και την έκοψε στη μέση...»

«Η ομορφιά έχει όρια που κανένας άνθρωπος 
δεν τα περνάει ατιμώρητα. 
Είναι φριχτή σαν Μέδουσα – 
όσο και η Ολόγυμνη αλήθεια.»

Κοσμάς Πολίτης, Eroica

Έφτασα το ίδιο βράδυ στην Αθήνα. Δεν έμεινα παρά τρεις μέρες, όσο χρειάστηκα για να φροντίσω κάτι ψώνια...τέλειωσα τις δουλειές μου και την Τετάρτη, το βράδυ στις οχτώ, πήρα με τη Λίλυ το ατμόπλοιο στον Πειραιά. Τα ξημερώματα θα φτάναμε στην Πάτρα.

Το καράβι πήγαινε στο Μπρίντιζι κι ήταν γεμάτο κόσμο. Οι καμπίνες είχαν κρατηθεί απ’ τους ταξιδιώτες για την Ιταλία, όσοι θα βγαίνανε στα ενδιάμεσα έπρεπε να πορευτούνε όπως - όπως. Κατάφερα ωστόσο και τοποθέτησα τη Λίλυ σε μιά καμπίνα με άλλες κυρίες. Εγώ απόμεινα πάνω στην ξαπλωτή, στο σκεπαστό κατάστρωμα, τυλιγμένος μέσα στο πανωφόρι μου. Το Σεπτέμβριο οι νύχτες αρχίζουν να γίνουνται κάπως ψυχρές.

Δεν ξέρω τι ώρα μ’ έπιασε ο ύπνος, εκεί, πάνω στην ξαπλωτή. Με νανούριζε η ελαφριά ρεμούλα που απόμεινε απ’ το μπάτη. Αφήσαμε πίσω τη διώρυγα. Τα φώτα είχαν σβήσει στο κατάστρωμα, ο χρόνος ήταν πια ένα πελώριο κενό. Πάνω απ’ την κουπαστή χοροπηδούσε κάποιο αστέρι...

Φαίνεται πως με ξύπνησε το σταμάτημα της μηχανής. Το κατάστρωμα ήταν πάλι φωτισμένο, περάσανε μπροστά μου κάτι ναύτες βιαστικοί — ένας κρότος ακουγόταν σαν από βαρούλκο ή σα βίντσι, ανάκατος με ομιλίες φωναχτές. Τρεις και είκοσι. Διαδοχικά, έβαλα διάφορα πράματα στό νου μου.

Πήγα κι ακούμπησα στην κουπαστή. Η θάλασσ’ απλωνόταν σκοτεινή με πού και πού ένα φωσφορισμό. Ήρθανε κι άλλοι επιβάτες και στάθηκαν μπροστά στην κουπαστή. — Qu’est-ce qu’il se passe? ρώτησε πλάι μου η Λίλυ. — Τίποτα, της λέω, πήγαινε κοιμήσου — κι ανέβηκα με βιάση τη σκάλα που οδηγάει στη γέφυρα του καπετάνιου.

Το στερέωμα ξεχείλιζε απ’ τ' αστέρια.

— Συμβαίνει τίποτα; ρωτώ έναν άντρα με κασκέτο που στεκόταν εκεί πέρα.

— Να, λέει, το καράβι εκείνο μάς έκανε σινιάλο να σταθούμε — κι  έδειξε αριστερά.

Ένα πράσινο φως μαζί με άλλα τρόγυρα κεντούσαν το σκοτάδι.

Χτύπησε κάποια μπενζίνα και την έκοψε στη μέση, εξακολούθησε ο άνθρωπος με το κασκέτο. Δεν είχε, λέει, τα κανονισμένα φώτα— κι έτσι θα ’ναι, τους ξέρω αυτούς τους σκυλοπνίχτες. Κάποιον προφτάσανε και βγάλαν. Είπε πως έρχουνται απ’ το Ξυλόκαστρο, δίχως φορτίο, μονάχα επιβάτες: έν’ αντρόγυνο μ’ ένα παιδάκι. Αυτοί... — κι έκανε μια χειρονομία στον αέρα. Ψάχνομε μόνο από καθήκον, ειδεμή...

Θεέ μου...

Κάτι φωνάξανε από ψηλά. Ο άλλος σήκωσε το κεφάλι του και λέει: Βίρα!

Μια πλατειά φωτερή λουρίδα έγειρε πάνω στη θάλασσα και τη γαλάτωσε λοξόφαρδα.

— Το άλλο καράβι δεν έχει προβολέα, είπε πλάι μου αυτός με το κασκέτο. Μα εμείς που ταξιδεύομε στο εξωτερικό...

Τρεις βάρκες αργοφέρναν βόλτες μέσα στο φωτισμένο κύκλο. Όλα φαινόταν καθαρά, η επιφάνεια της θάλασσας ήταν γυαλί κι ανάμεσα φωτούσαν κάμποσες οργιές στο βάθος. Ο γαλατένιος κύκλος σερνότανε αθόρυβα πάνω στη θάλασσα μέσα στη σιωπή, μια μάκραινε και σταματούσε, μια κόντευε, οι βάρκες λάμνανε αργά και τα κουπιά ραντίζαν το νερό, θαρρείς πως περιφέρναν λιτανεία νυχτερινή ν’ αγνίσουνε τα ύδατα.

... Ο ουρανός χλωμιάζει στο μέρος της ανατολής, κάποια πνοή σα στεναγμός πέρασε πάνω από τη θάλασσα. Οι βάρκες σιμώσανε προς τα εδώ μέσα στο φωτερό γαλάζωμα. Ένας παπάς με πετραχήλι ανέβαινε τη σκάλα. Ο άνθρωπος με το κασκέτο στεκότανε σε προσοχή, ξεσκούφωτος.

Εκεί, κάτω από την αχνοπράσινη επιφάνεια, κάτι αδειανό και κούφιο κλειδωνιζόταν και κατέβαινε αργά. Ένα πρόσωπο χλωμό, σα χαρτονένιο, δίχως κανένα χρώμα ζωντανό — παιχνίδιζε με τις μαρμαρυγές μέσα στο σιντεφένιο απόμακρο του βάθους, άυλο, σα λαξεμένο ανάλαφρα μες στη γλαράδα του νερού... Τρόγυρα, τα ψαράκια του Θεού στέκονταν σε κατάνυξη — αγγελικές, αναταμένες, όρθιες οι ψυχές αντίκρ’ η μια στην άλλη, τα φτερά τους μαζεμένα ευλαβικά τριγύρω στο κορμί σαν πέπλα που αργοσαλεύουν μέσα στη μελιχρή ανταύγεια της αλμύρας...

Ξαφνικά, μαζεύτηκε ο προβολέας. Μια ψαροπούλα σήκωνε πανιά κι  αντανακλούσε ασπριδερή μέσα στην πρωινή γαλήνη. 

«Κόπηκε στα δύο»
Σχέδιο του Λ. Χρηστάκη για τη «Μαρίνα»
_____________

Μαζί, έστω και στο θάνατο...

Η «Μαρίνα» δημοσιεύτηκε σε δυο διαφορετικές εκδοχές. Στην πρώτη εκδοχή - σε συνέχειες στα «Νέα Γράμματα» το 1939 - το ερωτικό τρίγωνο διαλύεται προς όφελος του νόμιμου συζύγου και στη θάλασσα βυθίζεται η «femina marina» - το ιδανικό της θάλασσας – ελευθερίας.

Στη δεύτερη εκδοχή, αυτή του 1943, το παράνομο ζευγάρι το σκάει μαζί, αλλά πνίγεται στη θάλασσα, σε μια ένωση εσαεί μέσα στη φύση. Αλλάζοντας την έκβαση του κειμένου, ο συγγραφέας εγκαταλείπει τη μεσοπολεμική εμμονή του πως η ζωή απαξιώνει κάθε ιδανικό και προσχωρεί στην ιδέα μιας ρομαντικής ταύτισης 
έστω και στον θάνατο. Είναι πιθανό, η αναθεώρηση να σχετίζεται με τον θάνατο της κόρης του συγγραφέα το 1942 και με τη συνολικότερη μεταστροφή του, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, προς μια πιο θετική αντιμετώπιση της ζωής.

Αν το συσχετίσουμε με δύο εξομολογήσεις του Κοσμά Πολίτη στον Γ. Π. Σαββίδη – του 1962 και οι δυο – φαίνεται η παραπάνω υπόθεση να ευσταθεί σοβαρά:

Ολότελα ιδιωτική η μία [εξομολόγηση], δόθηκε σε ώρα έντονης συναισθηματικής πίεσης, στοργική προσφορά σε δυο φίλους ακριβούς: «...Αν δεν είχα φύγει τότε από το σπίτι μου, ίσως η κόρη μου να μην έχει πεθάνει. Ίσως να είχα βρει τρόπο να την σώσω...»

Η άλλη ειπώθηκε καθώς μας παρέδιδε το χειρόγραφό του «Στου Χατζηφράγκου». Αφορούσε τις δυο τελικές παραγράφους του μυθιστορήματός του: «Αρχικά», είπε, τελείωνα με την πρώτη παράγραφο. Μα την τελευταία στιγμή της αντιγραφής, αποφάσισα πως δεν έχω το δικαίωμα να αφήνω τον αναγνώστη μέσα στο σκοτάδι της προσωπικής μου απόγνωσης. Και πρόσθεσα την δεύτερη παράγραφο».

Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου και αγναντεύεις τ' άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά και ατσαλένια.

Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα-κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.


Γ.Π. Σαββίδης, Αντί Στεφάνου. Μαρτυρία για τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του Κοσμά Πολίτη, Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης


Γιώργος Γουναρόπουλος, Φιλί δεύτερο 
Πηγή: https://paletaart3.wordpress.com/
______________________

Πηγές
  • Κοσμάς Πολίτης, Τρεις Γυναίκες, Μαρίνα, εκδόσεις: Ο Γλάρος, 1943
  • Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990
  • Κοσμάς Πολίτης, Eroica, επιμέλεια Peter Mackridge, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα 1991
  • Νόρα Aναγνωστάκη, «Kοσμάς Πολίτης», H μεσοπολεμική πεζογραφία. Aπό τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939), τόμ. Z', Aθήνα, Σοκόλης, 1993
  • Γκιόκα Α., Η διακειμενικότητα στο πεζογραφικό έργο του Κοσμά Πολίτη: Λόγος – Εικόνα – Μουσική, Διδακτορική διατριβή, Ε.Κ.Π.Α, Αθήνα, 2012.
  • Δηµήτρης Λιµπεράκης, ο αισθητικός και λόγιος από το Μεσολόγγι και το εικαστικό του αποτύπωµα στο έργο του Κοσµά Πολίτη, https://www.academia.edu/
  • ΛΙΜΠΕΡΑΚΗΣ ΜΙΜΗΣ(1880-1967), Ο ποιητής και αισθητικός, ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΟΣΟΥΛΑΣ, ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ, http://vivl-nafpakt.ait.sch.gr/
  • ΠΑΤΡΙΝΟΪΤΑΛΟΙ – ΙΤΑΛΟΠΑΤΡΙΝΟΙ: Μια λογοτεχνική και ιστορική προσέγγιση, https://vasileioschristopoulos.wordpress.com
  • Αγγέλα Καστρινάκη «Ο Κοσμάς Πολίτης και η ‘Μαρίνα’: από την ειρωνεία στο δράμα», Ο λόγος της παρουσίας, τιμητικός τόμος για τον Παν. Μουλλά, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 97-103.
  • Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 116, 10 Απριλίου 1985, Αφιέρωμα Κοσμάς Πολίτης.
  • Πρωτομαγιάτικες αντιθέσεις: Οι δύο όψεις της εργασίας των γυναικών στην Βόχα το έτος 1929, https://vochahistory.wordpress.com
  • ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΥ, https://www.xylokastro-evrostini.gov.gr/parousiasi-dimou/parousiasi-istoria-ipiresies/histrory-xylokastro