Σάββατο 1 Αυγούστου 2020

Εγώ Αη -Στράτη, Αη -Στράτη δε φοβάμαι...


Ο οικισμός του 'Αη-Στράτη στη δεκαετία του 1940, Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη
____________



Στο νησί των ονείρων μας 

«Την εσπέραν σήμερον απελαύνονται διά την νησίδα 'Aγιος Ευστράτιος οι κρατηθέντες 27 εκ των συλληφθέντων προληπτικώς βενιζελοκομμουνιστών».

Εφημερίδα Η Βραδυνή, 19 Οκτωβρίου 1935


Στις 26 του Οχτώβρη του 1935, μέρα Κυριακή, η «Μαρία Λ», πλέει από το λιμάνι της Μυτιλήνης με προορισμό τον Αϊ - Στράτη, τον Μποζ - Μπαμπά, όπως τον λέγανε οι Τούρκοι. Στο βαπόρι, επιβαίνουν οι 28 «επικίνδυνοι κομμουνισταί», μεταξύ των οποίων ο Κώστας Βάρναλης και ο Δημήτρης Γληνός.


Μας σιδεροδέσανε τα χέρια 
και μας κλείσαν ολούθε μαλιγχέρια. 

Μας μετρήσανε, κάπου εξηνταριά,
Και μας ζυγιάσαν την ψυχή – βαριά! 

Μουδιάσανε σφιχτόδετα καιρό 
χέρι δεξί με χέρι αριστερό. 

Μουδιασμένο και τ' άλλο μας, που εκράτει 
βαλίτσα ή δέμα για τον Αη - Στράτη... 

Τυχερέ, κείνο τ' άθλιο δειλινό 
σε δέσαν με το Δάσκαλο Γληνό...
Μαζί μας τελεφταίοι, με το βαπόρι 
πρεζάκηδες, αλάνια, λαθρεμπόροι, 

Ξεπίτηδες, για να φανεί, πως ίσια 
λογιούνται η Λεφτεριά με τα χασίσια...

Κώστας Βάρναλης, Στην Εξορία (Οχτώβρης 1935)


Μόλις βγήκαμε λιγάκι παραέξω από το Σίγρι, φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα σαν ένα μελανό σύννεφο ριζωμένο στη θάλασσα, το νησί, όπως είπα, των ονείρων μας. Ο Αι-Στράτης! Μποζ-Μπαμπάς, όπως τονε λέγανε οι Τούρκοι. Όταν κατά τις 11 πλησιάσαμε δε βλέπαμε τίποτις άλλο από πέτρα. Βράχια ξεκομμένα από την αχτή. Αχτές απότομες γεμάτες σπηλιές και καμάρες. Και γλάροι, που λάμνανε από ψηλά μπροστά μας. Σ' αυτές τις σπηλιές σκοτώνουν καμιά φορά και φώκιες οι ψαράδες. Η πέτρα είναι ψαμμίτης. Εύκολα τρίβεται. Εύκολα τηνε τρώνε οι φουρτούνες κι οι βροχές. Γι' αυτό οι αχτές είναι απότομες, ασίμωτες, γεμάτες σπηλιές και υφάλους. Γύρω-γύρω σ' όλο το νησί δε θα υπάρχουνε παραπάνου από πεντέξι σημεία, όπου μπορεί να πιάσει καΐκι, δηλ. πεντέξι αμμουδιές. Ακόμα δε βλέπαμε το χωριό. Βλέπαμε μια ράχη με ανεμόμυλους. Άμα στρίψαμε δεξιά είδαμε και το χωριό. Αμφιθεατρικά χτισμένο απάνου στο λόφο αρχίζοντας από την ακρογιαλιά κι ανεβαίνοντας προς τους ανεμόμυλους.

Αν
τίκρα άλλος λόφος, του Αϊ-Δημήτρη. Κι ανάμεσα στον δυο αυτούς λόφους σχηματίζεται ένας όρμος με παχιά αμμουδιά. Αυτόν τον όρμο τονε πιάνουνε σχεδόν όλοι οι άνεμοι. Γι' αυτό και καμιά βάρκα δεν είναι φουνταρισμένη στα νερά του. Στη γωνιά της αμμουδιάς, που είναι κάτου από το λόφο το Αϊ-Δημήτρη, κολυμπούν, λιάζονται και παίζουνε φουτμπολ οι εξόριστοι. Σ’ αυτήν την αμμουδιά τραβάνε την τράτα οι ψαράδες μαζί με τους εξόριστους κάθε μέρα, που κάνει μπουνάτσα, χειμώνα καλοκαίρι.

Κώστας Βάρναλης, «Άι – Στράτης, Θυμήματα εξορίας»,(σελ.75-76), εκδόσεις Καστανιώτη


Γιώργος Φαρσακίδης, Το μνημείο με τους νεκρούς εξόριστους της κατοχής, το κοιμητήρι του Αη - Γιάννη και οι ανεμόμυλοι.
______________

Το ένα και μονάκριβο χωριό...

Στα βορινά καταμεσής του Αιγαίου, το νησί του Αη Στράτη με τα δεκαοχτώ του όλα όλα, μίλια περίγυρο. Τα σπίτια του μοναδικού χωριού στριμωγμένα πάνω στο θεόρατο βράχο, τον Μπούμπουνα, που κρεμάστηκε κατακόρυφος πάνω απ' το αφύλαχτο στις κακοκαιρίες λιμανάκι. Μες στο χωριό ανηφορικά στενοσόκακα, κακοτράχαλα καλντερίμια. Αρκετά τα ρημαγμένα από το χρόνο και την εγκατάλειψη σπίτια, αλλά κι οι μάντρες, οι εκκλησιές και τα παρεκκλήσια πολλά. Άλλωστε στο νησί τα καλύτερα χτήματα και μετόχια είναι ιδιοκτησία της εκκλησίας και του Αγίου Ορους.

Η μικρή πλατεία, με τα αρχοντικά και τα καφενεία, γύρω απ' το λιμανάκι. Δεξιά της, η αμμουδερή παραλία, η Σαχάρα, απλώνεται ως ένα χιλιόμετρο και τερματίζει στο «Βράχο του Λένιν». Ο πιο καλοφτιαγμένος δρόμος, ο μοναδικός να περνά τροχοφόρο, είναι η...«Λεωφόρος των Μπολσεβίκων», παράλληλος με το ρέμα, φτιαγμένος προπολεμικά ακόμα, απ' τους εξόριστους.

Στη συνέχεια του Μπούμπουνα, μια ανεμόδαρτη πλαγιά, με μισογκρεμισμένους ανεμόμυλους και το νεκροταφείο του Αη Γιάννη. Αντικριστά, πέρα απ' το ρέμα, υψώνεται το παρακκλήσι του Αη Μηνά, το φυλάκιο της φρουράς και το μνημείο για τους νεκρούς εξόριστους της Κατοχής. Στη λαγκαδιά ανάμεσα στα δύο υψώματα, τ' αντίσκηνα του στρατοπέδου, οι χώροι των συνεργείων, το μαγειρείο, ο φούρνος.

Γιώργος Φαρσακίδης

Γιώργος Φαρσακίδης, «Η Λεωφόρος των Μπολσεβίκων», από σχέδιο του 1948
_____________________

Που έχει καημό στην ξενιτειά, τη θάλασσα κοιτάζει!

Η υποδοχή του βαποριού, υποδοχή πάνδημος, γίνεται ταχτικά κάθε φορά που το βαπόρι έρχεται. 'Οποια ώρα και να ναι. Χαράματα, μεσημέρι, απόγεμα, νύχτα. Μόλις ακουστεί από πολύ μακριά το σφύριγμά του ο κόσμος που είναι μαζεμένος στην πλατεία και στα καφενεία (και προ πάντων οι εξόριστοι) πετιούνται απάνου:

—Του παμπόρ σφύριξ’ λέει ο Μπαρμπα-Θύμιος ο καφετζής.

Οι βαρκάρηδες με τη βοήθεια των συντρόφων τραβάνε γρήγορα τις βάρκες στη θάλασσα κι αν είναι νύχτα, αυτή η δουλειά γίνεται με τα φαναράκια. Κ’ είναι πολύ γραφική.

Πολλές φορές τυχαίνει κατά τα μεσάνυχτα να γελαστεί κανείς, πως άκουσε το βαπόρι. Πάλι καλά. Γιατί ο Ναπολέοντας στην Αγία Ελένη το... έβλεπε! Και τότες αναστατώνεται όλο το χωριό. Οι σύντροφοι πετιούνται από τα κρεβάτια τους και κατεβαίνουνε τρέχοντας στη θάλασσα. Οι βαρκάρηδες ρίχνουν τα καΐκια στο νερό - κι ύστερης όλη τούτη η φασαρία μάταιη. Το βαπόρι έρχεται την άλλη μέρα. Κι οι βάρκες ξανατραβιούνται στην άμμο κι ο κόσμος ξαναγυρίζει φουρκισμένος στα σπίτια του.

Ποτές δεν ξέρουμε τι μέρα και τι ώρα ακριβώς 0α έρθει το βαπόρι. Γιατί δεν υπάρχει τηλεγραφική συγκοινωνία (καλώδιο) ανάμεσα στο νησί μας και στη Λήμνο. Ο οπτικός τηλέγραφος δουλεύει μονάχα τη νύχτα κι αν ο καιρός το επιτρέψει. Γιατί, αν βρέχει ή στη θάλασσα υπάρχει μεγάλη φουρτούνα, η ορατότητα της ατμόσφαιρας είναι πολύ κακή. Η φουρτούνα γεμίζει τα κάτου στρώματα του αέρα με σκόνη από νερό κι έτσι τόνε θολώνει. Κι ο οπτικός παύει.

Αφήνω, πως άμα η κακοκαιρία είναι μεγάλη, το βαπόρι δεν έρχεται καθόλου. Κι αυτό μπορεί να συμβαίνει και μια και δυο βδομάδες στη σειρά. Κάποτες (πέρσι ή πρόπερσι) έκανε 40 μέρες να έρθει. Και τότες αρχίζει να υποφέρει το χωριό από έλλειψη τροφίμων και μάλιστα αλευριού...

Με κάθε βαπόρι, που έρχεται και φεύγει, οι εξόριστοι της τελευταίας... φουρνιάς παλιώνουνε κατά μία βδομάδα. Με κάθε βαπόρι προχωρούμε εφτά μέρες εμπρός - προς τη λευτεριά. Και γι' αυτό κατεβαίνουμε εύθυμοι στην υποδοχή του βαποριού. Και ξουρισμένοι όλοι. Τέτοια είναι η εντολή του Γραφείου. Για να κάνουμε καλή εντύπωση, για να δώσουμε κουράγιο στους καινούργιους, που φτάνουνε με σφιγμένη και μαύρη καρδιά! Από δυο-τρεις μέρες πριν κοιτάμε κάθε τόσο τον καιρό. Ανεβαίνουμε ψηλά στους μύλους και βιγλίζουμε το πέλαο μακριά. Από τον καιρό κρεμιόμαστε: Που έχει καημό στην ξενιτειά, τη θάλασσα κοιτάζει!

Κώστας Βάρναλης, «Άι – Στράτης, Θυμήματα εξορίας»,(σελ.83-85),εκδόσεις Καστανιώτη


Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη.
____________

Ο Σταφίδας

Ένας χαριτωμένος τύπος ήτανε κι ο Σταφίδας. Το «Σταφίδας» δεν είναι όνομα. Είναι παρατσούκλι. Έτσι τον παρανομάσαμε παίζοντας, επειδής ήτανε σταφιδοπαραγωγός. Κι από πού, αν αγαπάτε; Από την πηγή της μοραϊτιάς. Απ’ την Μπαρμπάσαινα.


Ήτανε δεν ήτανε καμιά τριανταριά χρονών. Μέτριος στ’ ανάστημα, μελαχρινός, με μικρά και σβέλτα μάτια που παίζανε όλο σπίθα δεξιά κι αριστερά σαν της αλεπούς. Με το παλτό του ριγμένο στον ώμο κάπνιζε με την ξυλένια του πίπα τα «μισαδάκια» του (τσιγάρα κομμένα στα δυο με το ξουραφάκι) και ρουφούσε έτσι βαθιά τον καπνό, που τα μάγουλά του βουλιάζανε από τις δυο μπάντες. Γράμματα δεν ήξερε και πολλά. Όμως ήτανε και καλό παιδί και γερός μαχητής. Από το χωριό του δεν του έγραφε κανένας ούτε και έστελνε καμιά δεκάρα. Λες και τον είχανε αρνηθεί τον «καταραμένο», τον «άσωτο υιό» κι αναγνωρίζανε πως καλά έκανε το κράτος να τον εξορίσει, αφού ήτανε «τέτοιος» (μπολσεβίκος). Μα ο Σταφίδας δε σκοτιζότανε και πολύ γι’ αυτό. Ούτε το κέφι του έχασε ούτε τη σπιρτάδα του. Μα ούτε και τη μοραΐτικη πονηριά του και το μοραΐτικον τοπικισμό του.

— Πού στο διάολο είναι, μωρέ, τούτη η παλιο-Μπαρμπάσαινα;

—Έχασες! Σπουδαίο μέρος! Είναι τα άγια χώματα που ρίχνουνε τα κουβέρνα.

Η γλώσσα του Σταφίδα ήτανε βέρα κι ατόφια δημοτική-μοραΐτικη. Από τη γλωσσική άποψη ο φίλος μας ήτανε ένας έτοιμος λογοτεχνικός τύπος. Ένας συγγραφέας δε θα κόπιαζε πολύ να τόνε μεταφέρει στο χαρτί. Φτάνει να κρατούσε σημειώσεις από τις κουβέντες του.

Μα ο Σταφίδας είχε και το κουσούρι του. Προσπαθούσε να ξεφεύγει από τις πολλές υπηρεσίες και μάλιστα τις βαριές. Το θεωρούσε ζήτημα μοραΐτικης εξυπνάδας. Κι επειδής δεν μπορούσε να ξεφεύγει, το έριχνε στο αστείο.

Μια μέρα είχε υπηρεσία στο μαγειρείο. Την πιο βαριά από όλες: να πλένει τα πιάτα και τα κουταλοπίρουνα. Όλα αυτά τα ατελείωτα μαγειρικά «σκεύη» έπρεπε να τα πλύνει, ο ζάβαλης, μέσα στη σκάφη - κι ύστερα να βραστούνε μέσα στο καζάνι για ν’ απολυμανθούνε. Κι ο Σταφίδας ήτανε άρρωστος κείνην την ημέρα.
Τον είδα να κάθεται ανακούρκουδα μπροστά στη σκάφη με μανίκια ανασκουμπωμένα και με μουντζουρωμένα μούτρα μέσα στη λάσπη και στα νερά. Κείνην την ημέρα έβρεχε.

— Μπράβο, μπράβο Σταφίδα! του φώναξα από μακριά. Aπόψε θα σε βγάλουμε «ουντάρνικο».

Άμα γύρισε και με είδε, παράτησε τη δουλειά κι έτρεξε κοντά μου.

— Άσ’ τα, φίλε! Με βάλανε στην πιο βαριά δουλειά. Θα πλύνω σήμερα από δυο φορές 150 πιάτα και τριακόσια κουταλοπίρουνα. Θα είμαι άρρωστος δέκα μέρες. Έτσι κάνουνε τους «αρχηγούς»; Θα γράψω κάτου (στην Μπαρμπάσαινα) να μην κουνιέται κανένας για το «ζήτημα»... Δε λες να βαλουν στη θέση μου το Στρατηγόπουλο; (Ο Στρατηγόπουλος κείνη την ημέρα είχε κι αυτός υπηρεσία στο μαγειρείο: υπηρεσία γκαρσονιού!)


Γιώργος Φαρσακίδης, «Κουζινικά». Ακουαρέλα και σινική. 1953
_______________



Πρέπει να σημειώσω πως ο Σταφίδας με αγαπούσε πολύ κι είχε μαζί μου περισσότερο θάρρος παρά με όλους τους άλλους. Έτσι μπορούσε να βγάζει λεύτερα το άχτι του σε μένα «υπό τύπον αστείου».

Μεγαλύτερη όμως αγγαρεία του φαινόντανε τα ατέλειωτα μαθήματα. Δύο φορές την ημέρα και από δυο ώρες την ημέρα. Και τότες προτιμούσε να έχει καμιάν άλλη υπηρεσία, για να γλιτώσει το μάθημα.

Κι όταν ερχόταν στο μάθημα, στύλωνε τα μάτια του στο δάσκαλο και προσπαθούσε να καταλάβει... Μα δεν γυρνούσε η γλώσσα του και να το πει. Γι’ αυτό, άμα ο δάσκαλος του έλεγε να πει τι κατάλαβε, ο Σταφίδας ή τα έλεγε κομπιασμένα ή, αν το μάθημα ήταν ζόρικο, απαντούσε:

—Δεν άκουσα καλά. Έχω πάρει... κινίνο και βουίζουνε τ’ αφτιά μου.

Μα όταν το φαί ήτανε καλό (φασουλάδα, μαρίδες πλακί στο φούρνο, πατάτες γιαχνί κ.λπ.) κι ο Σταφίδας δεν είχε υπηρεσία ούτε μάθημα, τότες ήτανε στις δόξες του. Τότες αστροβολούσε ολάκερος. Έχοντας εξοικονομήσει μια δραχμή, αγόραζε ένα κύπελλο κρασί από την καντίνα. Κρυμμένος σε μια γωνιά πίσω από τις πλάτες των αλλωνών μέσα στο ζυμωτήριο του φούρνου ροφούσε σιγά-σιγά το κρασί του. Χαιρόταν και το κρασί και τον... εαυτό του. Μακριά από τα βάσκανα μάτια.

—Ε, πατριωτάκι! Κρυφά το βυζαίνεις.

—Όσο ν’ αδειάσει η... λάτα.

—Τι είναι πάλι αυτή η λάτα;

—Ο τενεκές!

(Τα κύπελλα ήτανε κανωμένα από τα κουτιά του συμπυκνωμένου γαλάτου.)


—Μα εσείς οι Μοραίτες τότε λέτε, θαρρώ, πάφιλα.

Ο Ρωμιός είναι... πολυάριθμος! (μεταχειρίζεται πολλούς όρους για το ίδιο πράμα). Για να μην τόνε βρίσκει ο στόχος (= για να μπορεί να αρνιέται ό,τι είπε· να ξεφεύγει από τις καθαρές κουβέντες· να «υποχωρεί! ». Ολάκερος ο Τσαλδάρης· ο πατριώτης του, είναι μέσα σ’ αυτή τη φράση).

Σιωπή.

Και σε λίγο:

Αχ! στο χωριό μου έχω δέκα βαρέλες κρασί ίσαμε το ταβάνι ψηλές. Και... «κάθονται»! Κι εγώ εδώ αναγκάζομαι να το αγοράζω.

Μα το κρασί τούτο είναι ωραίο. Σα γάλα. Απαλό, δροσερό, όλο ουσία. Όσο να πίνεις, δε χορταίνεις.

Μπα αυτό που βλέπεις είναι 15 βαθιμοί. Αμα το μπιστευθείς λιγάκι παραπάνου, σπας την άλυσο.

Τι διάολο! Λυσσασμένα σκυλιά είμαστε!

Αμή; Γιατί το κουβέρνο μας έδεσε δύο-δύο;

Σιωπή.

Έλα πίνε, γρήγορα, Σταφίδα! Μας χρειάζεται το κύπελλο, να πιούμε κι εμείς.

Έννοια σου! Όσο να ψηθούνε οι πατάτες σου και να... φάμε, έχουμε καιρό να γουστάρουμε κι εμείς τη γουλιά μας.

Να «γουστάρουμε» είναι δικός σου λογαριασμός. Να «φάμε» είναι μονάχα δικός μου!


Γιώργος Φαρσακίδης, Καφέμπρικα σ’ αντίσκηνο του Αη-Στράτη. Ακουαρέλα και σινική.
______________________


[...]

—Άσ’ τα αυτά, Σταφίδα, κι ας το σκούξουμε και λιγάκι:

«Αντώνη μου, τι σκέφτεσαι-αι-αι-αι κι είσαι συλλογισμένοοοοος».

—Πολύ το πιλαλάς (πολύ γρήγορα το λες) διακόφτει ο Σταφίδας. Άιντε, μωρέ, να ’ρθούτε το Πάσκα στην Μπαρμπάσαινα, συ κι ο Γληνός! Θα βαρέσω προσκλητήριο. Θα φωνάξω ούλα τα παλικάρια. Θα σφάξω και το γουρουνόπουλο...

Μα ίσαμε τότε, το γουρουνόπουλο θα είναι 80 οκάδων γουρούναρος!

—Τότε έχει την ουσία. Τι; Μικρό; Είναι μύξα!

Όταν επιτέλους ήρθε το τηλεγράφημα της ανάκλησής μας από την εξορία, το όνομα του Σταφίδα δεν ήτανε μέσα. Κι ωστόσο είχε εξοριστεί και δεθεί μαζί μας.

—Είδες; μου λέει. Εμένα δεν μου δίνουν αμνηστία. Φοβούνται τους «αρχηγούς»!

Κι αυτό το ζήτημα το γύρισε στο αστείο.

Αργότερα έφυγε κι αυτός. Θα ξαναβρήκε τις δέκα του βαρέλες. Και τη φρεσκάδα του. Και τον αγώνα του. Εκεί θα μας θυμάται με αγάπη, όπως τονε θυμούμαστε κι εμείς. 

Κώστας Βάρναλης, «Άι – Στράτης, Θυμήματα εξορίας»,(σελ.119-126),εκδόσεις Καστανιώτη


Γιώργος Φαρσακίδης, Άποψη του στρατοπέδου στον Αη-Στράτη.
Ακουαρέλα και χημικό μολύβι
___________________

«Η μάχη των ξύλων»

Το κόψιμο και το κουβάλημα των ξύλων ήταν για τους εξόριστους σοβαρή υπόθεση, αλλά για τις ανάγκες της κυριακάτικης παράστασης γίνεται σατιρικό νούμερο στη θεατρική επιθεώρηση, που στήνουν οι εξόριστοι.


Μέσα στα ενθουσιασμένα χειροκροτήματα και στα σπαρταριστά γέλια των εξορίστων αρχινάν να παρελαύνουν στη σκηνή οι διάφοροι τύποι των «μαχητών των ξύλων».

Πρώτος ο ίδιος ο συγγραφέας - που τώρα γίνεται και ηθοποιός- βγαίνει στη σκηνή, κοψομεσιασμένος κάτω απ’ το ενός μεγάλου κούτσουρου και τραγουδά το δίστιχό του.

Το ξύλο τούτο σήκωσα μ όλη την καρδιά μου
 μα ως να τοφέρω έσπασε η ραχοκοκαλιά μου.

Ακολουθεί ένας άλλος. Ο καλλιτέχνης Στρατηγοπουλος με ένα ελαφρό κλαδάκι σαν κοντυλοφόρο στον ώμο, ακούραστος και φρέσκος σαν να πήγαινε εκδρομή:

Σήκωσ’ το γιλεκάκι μου ν’ ακούσεις τον παλμό μου
 κοντυλοφόρο να κρατώ σύντροφοι είναι γραφτό μου.

Τρίτος ιδρωκοπώντας μέσα στις κοιλιές του ο Γεράσιμος ο Ρωμανός «εμφανίζεται» μέσα στο παραλήρημα του κεφιού με το ξύλο στον ώμο τραγουδώντας:

Μα κι εγώ ο φουκαράς δύο φορτία φέρνω
στην πλάτη ξύλο κουβαλώ και μια κοιλιά μπρος σέρνω.

Όλοι μαζί τραγουδούν το ρεφρέν:

Ίσα βρε σύντροφοι - Ρεματιές και λόφοι 
Δε θα μας ξανατρομάξουν άλλο βρε παιδιά!
Ίσα και τα σκίσαμε και τα κουβαλήσαμε
 κάστρο δεν είναι άπαρτο για την εργατιά.

Ο θαλαμος βροντά απο τα χειροκροτήματα και τις φωνές. Το νούμερο μπιζάρεται. Καινούργια κουπλέ. Το ίδιο έξυπνα και σπιρτόζικα, καινούργιος ενθουσιασμός. 

Ο Βάρναλης είναι ενθουσιασμένος κι αυτός πιο πολύ απ’ όλους. Σ’ όλη την παράσταση καθόταν σταυροπόδι μπροστά στη σκηνή, με το χέρι στ’ αυτί για να ακούει καλύτερα.

—Ωραία πράγματα, λέει, ωραία πράγματα. Πού να φαντασθεί κανείς πως το κουβάλημα των ξύλων θα μπορούσε να γίνει ένα τέτοιο έξυπνο νούμερο.

Τάκης Κόντος (Στάρκος), «Η ψυχαγωγία της πείνας το θέατρό μας», Ριζοσπάστης, 15/1/1936


Συνεργείο υλοτόμων μπροστά σε κομμένη βελανιδιά.
 Αρχείο Βασίλη και Βύρωνα Μανικάκη.
______________



Έντεκα χρόνια κάτω από την τέντα τ' αντίσκηνου...

Μέσα Μαΐου του 1950 αποφασίζεται και επισήμως η κατάργηση του πολιτικού στρατοπέδου της Μακρονήσου κι έτσι το καλοκαίρι εκείνο μεταφέρονται στον Αη-Στράτη οι πολιτικοί εξόριστοι που επιμένουν στην άρνησή τους να υπογράψουν δηλώσεις «νομιμοφροσύνης». Ανάμεσά τους ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο Μάνος Κατράκης, ο Μενέλαος Λουντέμης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Τζαβαλάς Καρούσος και άλλοι πολλοί...

Τέλη του καλοκαιριού του 1950, τ' αρματαγωγά και πάλι μας «ξεμπουκάρανε» στον Αη Στράτη. Από δω και πέρα θα περάσουν άλλα έντεκα χρόνια. Έντεκα χρόνια απομόνωσης, έντεκα χρόνια κάτω από την τέντα τ' αντίσκηνου, με ξεθωριασμένες από το χρόνο τις θύμησες. Το χειμώνα χιόνι και λασπόνερα, το καλοκαίρι η κάψα του πυρωμένου πανιού, η σκόνη, τα έντομα,

Πασχίζουμε να οργανωθούμε, όσο μας το επέτρεπαν οι περιορισμοί και ο καθεστώς της «πειθαρχημένης διαβίωσης». Ν' αντέξουμε, να μετατρέψουμε τα μείον απ' τη ζωή μας σε ό,τι ωφέλιμο για κείνα που πιστεύουμε κι αγαπάμε.

Γιώργος Φαρσακίδης

Γιώργος Φαρσακίδης, «Αντίσκηνα στον Αη –Στράτη», ακουαρέλα και σινική, 1954
___________________


Κάπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι...
Αη - Στράτης Νοέμβρης 1950

Αγαπημένε μου Ζολιό,
σου γράφω από τον Αη - Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ' ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ
τη λευτεριά και την ειρήνη.[...]

Γιάννης Ρίτσος, Γράμμα στον Ζολιό - Κιουρί


Ο Γιάννης Ρίτσος στον Αη -Στράτη, έξω από την πόρτα του σπιτακίου τους, με τον "Ισαάκ" (1951)
__________________



Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη

[...] Ο χειμώνας δε χωρατεύει στον Αη Στράτη. Το νησί καταμεσίς του πελάγου δέρνεται απ' όλους τους αέρηδες. Το μπουγάζι από τη Μαύρη Θάλασσα φέρνει το χιονιά, μουδιάζει τη ζωή στο νησί. Με τις μεγάλες κακοκαιρίες θεόρατα κύματα σπάνε μουγκρίζοντας, σκεπάζουν τ' απότομα βράχια με άχνη υδάτινη κι ο αχός τους, μούγκρισμα θεριών, αντιλαλεί καμιά φορά για μερόνυχτα, ως πέρα στις ρεματιές του στρατόπεδου.

Όσα μέτρα κι αν πάρεις, το πανί, το περιτοίχισμα, το μαγκαλάκι, ελάχιστα προστατεύουν από το κρύο. Τις νύχτες με παγωνιά, στριφογυρίζεις μες στα στροσίδια, να βολευτείς να μη σε βρίσκουν οι στάλες του χιονόνερου, οι παγωμένες ριπές του αέρα.

Κι αλίμονο τέτοια νύχτα αν δεν αντέξουνε, το σαπισμένο καραβόπανο, ο «ορθοστάτης» του αντίσκηνου, αν έχουν μποσκάρει οι πάσσαλοι. Αλίμονο σ' όποιους άγρια μεσάνυχτα βρεθούν με γκρεμισμένη σκηνή, κάτω απ' το χειμωνιάτικο ουρανό.

Λίγο πριν τη δικτατορία της Χούντας, είχαμε στρώσει κουβέντα με φίλους για το «πώς νιώθεις την ευτυχία»! Και θυμάμαι πως κάπως παράδοξα τους φάνηκαν τα λόγια μου.

Χτες νύχτα, τους είχα πει, με μισοξύπνησε η βροχή κι είχα απλώσει το χέρι, να δω αν στάζει κι αν μούσκεψαν οι κουβέρτες. Μην το πάει για πλημμύρα, ήταν το πρώτο που πέρασε απ' το νου μου. Να τρέξουμε να γλιτώσουμε ρούχα και σκηνικά, μην παρασύρει και πάλι ο χείμαρρος τ' αντίσκηνα του Θεάτρου.

Κι όταν κατάλαβα τελικά πως βρίσκομαι κάτω από στέγη, πως μπορούσα να ξανατυλιχτώ στη ζεστασιά της κουβέρτας ως το πρωί, σκέφτηκα τότε πως η ζωή είναι, μα παραείναι ωραία!


Γιώργος Φαρσακίδης, «Πλημμύρα», ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο και φυσικό μέγεθος.
______________________



Το χειμώνα για μέρες και εβδομάδες το νησί μένει απομονωμένο. Όταν το λιμανάκι το «πιάνει ο καιρός», το καράβι ρίχνει άγκυρα στ' ανοιχτά και με δυσκολία, αν το καταφέρει, ξεφορτώνει τα εφόδια της Ομάδας. Το ξεφόρτωμα γίνεται με βάρκες που θαλασσοδέρνονται, στο πάνε κι έλα τους, σαν καρυδότσουφλα μες στους αφρούς των κυμάτων. Το συνεργείο των εκφορτωτών από τους μπρατσωμένους. Σ' όποια ώρα μερόνυχτου, έτοιμοι να κατηφορίσουν για το λιμάνι. Πάντα δύσκολη κι επικίνδυνη η δουλειά τους κι είναι φορές που μοιάζει κατόρθωμα. Οι άλλοι, της «υπηρεσίας μεταφορών», κουβαλάνε σ’ αρκετή απόσταση, σακιά και κασόνια ή κυλάνε βαρέλια, μέσα από τα ανηφορικά στενοσόκακα του χωριού. Αληθινή συμφορά για το στρατόπεδο στάθηκαν οι πλημμύρες. Με τις δυνατές βροχές οι άδεντρες πλαγιές σε λίγα λεπτά κατεβάζουν τόνους νερό. Το ρέμα που χωρίζει σε τρεις «τομείς» το στρατόπεδο, γίνεται ξαφνικά ένα ορμητικό αφρισμένο ποτάμι που πλημμυρά και παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Δεκάδες αντίσκηνα, μ' όλο το βιός τους, σαρώνονται στο διάβα του χείμαρρου. Εκατοντάδες άνθρωποι πασχίζουν νυχτιάτικα, μέσα στη θύελλα, να περισώσουν ό,τι μπορούν και να τ' ανεβάσουνε στα ψηλώματα. Και για μέρες μετά, να στεγνώνουν το βιός τους στοιβαγμένοι σ' εκκλησίες του χωριού κι οι αρρώστιες να σακατεύουν τους ταλαιπωρημένους οργανισμούς.

Γιώργος Φαρσακίδης


Γιώργος Φαρσακίδης, «Ξεφόρτωμα πλοίου τη νύχτα»,
 σινική μελάνη και τέμπερα, 1955
___________________



Πολιτιστική κοσμογονία στο στρατόπεδο του Αη Στράτη

Την
 περίοδο 1950-1955, όταν το στρατόπεδο «φιλοξενούσε» τον μεγαλύτερο αριθμό εκτοπισμένων ανδρών και γυναικών, έντονες ήταν οι πολιτιστικές δραστηριότητες. Οι εκτοπισμένοι δημιούργησαν χορωδίες, οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις, «ποιητικές απογευματινές», σκετς και επιθεωρήσεις, κουκλοθέατρο κι αποκριάτικο καρναβάλι. Διοργανώθηκαν αθλητικές συναντήσεις, εκθέσεις εικαστικών και χειροτεχνήματος. Στις επετειακές και γιορταστικές εκδηλώσεις, πάντα παρούσες η μαντολινάτα και η χορωδία του στρατοπέδου, αλλά και μικρότερα μουσικά και φωνητικά σύνολα συνόδευαν τους χορευτές. Οι Απόκριες, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και οι εθνικές γιορτές αποτελούσαν σε σταθερή βάση ευκαιρίες για πολιτιστικές δραστηριότητες.

Ανάμεσα στους εκτοπισμένους βρέθηκαν την περίοδο αυτή σημαντικές προσωπικότητες του θεάτρου, όπως οι Τζαβαλάς Καρούσος, Μάνος Κατράκης, Κώστας Μπαλαδήμας, Φάνης Καμπάνης. Πάνω από πενήντα θεατρικές παραστάσεις ανέβηκαν στον Αη-Στράτη με έργα του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Οι Κατράκης και Καρούσος, τα διαστήματα που έμειναν στον Αη-Στράτη, δημιούργησαν θεατρική παράδοση με την υποδειγματική διδασκαλία έργων, όπως οι Πέρσες του Αισχύλου, η Βαβυλωνία του Βυζάντιου, ο Έμπορος της Βενετίας του Σαίξπηρ κ.ά. Τα σκηνικά για τις πρώτες παραστάσεις σχεδίασε ο Χρίστος Δαγκλής. 

Ίσως να μην είναι υπερβολή ο ισχυρισμός  του Γιώργου Φαρσακίδη ότι «η πολιτιστική κοσμογονία της δεκαετίας του πενήντα στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, σε έκταση και ποιότητα, δεν έχει το προηγούμενό της στη Νεοελληνική Ιστορία.»


Η κατασκευή του θεάτρου. Το 1953 οι εξόριστοι δημιούργησαν ένα μόνιμο θέατρο, στεγασμένο με πανιά σκηνής. Διέθετε σκηνή 70 τ.μ. και μόνιμες κουίντες. Είχε χωρητικότητα 600 θέσεων. Δωρεά Γιώργου Φαρσακίδη
_____________

Λες κι ήταν δικά μας πάθη δυόμισι χιλιάδων ετών...

Η πρώτη παράσταση, που ανεβάσαμε στον Αη-Στράτη,  οι «Πέρσες» κι απ' ό,τι λεν οι ειδήμονες, στάθηκε από τις καλύτερες που ’χουν παιχτεί. Ο χώρος του θεάτρου, πλάι στη σκηνή μας και άθελα έχουμε ζήσει την πρωτόγνωρη, για μας,  εμπειρία μιας προετοιμασίας βδομάδων.

 Το χορικό της αρχής: «Των Περσών που ’χουν φύγει και πήγανε στων Ελλήνων τη χώρα...». Μας έγινε ψύχωση. Έγινε σκετς, κουκλοθέατρο και για κάποιους μια απωθημένη φιλοδοξία που πραγματώθηκε, χρόνια μετά, με το ανέβασμα των «Περσών», επί χούντας, στο στρατόπεδο του Λακκί.

Ζήσαμε τη συγκρατημένη αντιπαράθεση των βασικών συντελεστών της παράστασης:

«Εν αρχή είν' ο λόγος!». Τόνιζε την προτεραιότητα του χορικού ο Καρούσος, οπαδός μιας πιο κλασικής ερμηνείας.

«Ωστόσο, Καρούσο μου, ας μην υποτιμάμε την κίνηση», υποστήριζε ο Ρίτσος.

— «Το πάθος, η έκφραση! Να μπολιάσουμε με ζωή την παράδοση. Να την νιώσουν δική τους οι σύγχρονοι!» Έλεγε ο Μάνος Κατράκης.

Τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια τα είχε φιλοτεχνήσει ο Χρήστος Δαγκλής και η πρεμιέρα δόθηκε παρουσία του εκπροσώπου του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, της Διοίκησης και καλεσμένων απ’ το χωριό.

Κι έβλεπες ανθρώπους απλούς, της υπαίθρου, ανθρώπους που δεν είχαν ξανακούσει για θέατρο, να παρακολουθούν με κατάνυξη! Όταν μάλιστα ο Κατράκης, που μας συνεκλόνισε σαν εξάγγελος, είχε φτάσει στο: «Ίτε παίδες Ελλήνων...: Εμπρός γενναία παιδιά της Ελλάδας...» βουρκώσαμε εμείς, η γενιά της Αντίστασης, ξαναζώντας — λες κι ήταν δικά μας — συμβάντα και πάθη δυόμισι χιλιάδων ετών.

Και πώς να μη νιώθαμε έτσι, όταν άλλοι λαοί πολεμώντας τους Γερμανούς μπρος στις πύλες της Μόσχας, αντλούσαν κουράγιο ανεβάζοντας Πέρσες!

Και μοναχά ο Καρούσος, σαν κορυφαίος χορού, μουρμούραγε μες στην άσπρη από τζίβα. γενειάδα του:

«Δέστε τον μωρέ, πώς αγκαλιάζει την γη, πώς την φιλάει, πώς σφαδάζει απάνω
της. Λες και έχει από κάτω την ερωμένη του!»


Γιώργος Φαρσακίδης


Από τους "Πέρσες". Ο Μάνος Κατράκης ως Εξάγγελος, άνοιξη 1951
_________________


«Πέρασε μια βδομάδα τώρα που δόθηκε η δεύτερη παράσταση των Περσών... Την ανέβασε ο Κατράκης. Οι άνθρωποι που παίζανε, για πρώτη φορά ανεβαίνανε στη σκηνή. Όμως η παράσταση στάθηκε τόσο καλή που ακόμη η ίδια θα μπόραγε να σταθεί και έξω περίφημα. Πρώτος Κορυφαίος ο Καρούσος, Εξάγγελος ο Κατράκης.... Χορός από 18 γέρους. Δουλειά σκληρή και βασανιστική. Κοντεύει η ώρα της παράστασης.... Κάποια ανησυχία επικρατεί. Η παράσταση αρχίζει. Απλώθηκε τέλεια σιγαλιά. Η όραση και η ακοή βρίσκονται στη μεγαλύτερή τους ένταση. Η ανάσα σταματάει και οι καρδιές των ανθρώπων ριγούν από τη συγκίνηση. Οι αθάνατες αλήθειες, ξαναζωντανεμένες, μπαίνουν ίσια στην ψυχή όλων...»

Απόσπασμα από γράμμα του Χρίστου Δαγκλή (29 Σεπτεμβρίου 1951) προς τη Βικτωρία Θεοδώρου, επίσης εξόριστη στο Τρίκερι.


Από τους «Πέρσες». Ο Μάνος Κατράκης ως Εξάγγελος, Πρώτος Κορυφαίος ο Τζαβαλάς Καρούσος 
____________________


«Μα δεν επιτρέπεται να ασελγούμε επί της τέχνης»

Το καλοκαίρι του 1950, παράλληλα με το θέατρο αρχίζουν και οι πολύμορφες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του στρατοπέδου. Πολλοί ήταν οι πραγματικά ταλαντούχοι που αναδείχτηκαν στο χώρο της «Επιθεώρησης», του τραγουδιού, της μουσικής, του χορού κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο δικηγόρος και μετέπειτα θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Κατσαμπής από την Θεσσαλονίκη. Δικό του το παρακάτω τραγούδι για σκετς, εμπνευσμένο από την «ατσιγαρία» που μάστιζε το στρατόπεδο: 

«...Το τσιγάρο έχει γίνει στον εξόριστο 
παρεούλα και μεράκι του αχώριστο, 
βασανάκι πονηρό και ταμακιάρικο 
που μας τρώει και το στερνό μας κατοστάρικο
Αν το 'κοβα, αν το 'κοβα, θα γλίτωνα, θα πρόκοβα, 
δε θα 'δινα πια φράγκο χαράμι στον Ματσάγγο.
Πώς το ’παθα, πώς το ’παθα και μ’ έμαθε και το 'μαθα 
και τώρα τ’ αγαπάω μαζί και το μισώ, 
όλο να κόψω πάω και κόβω το... μισό!»

Ένα άλλο τραγούδι του ίδιου από την «Επιθεώρηση» για τα συνεργεία του στρατοπέδου είχε προκαλέσει και «παρεξήγηση» του Καρούσου, η οποία ευτυχώς διευθετήθηκε, αφού δόθηκαν διαβεβαιώσεις για την αγαθή πρόθεση του συγγραφέα.

Ο Καρούσος εδώ και βδομάδες σκηνοθετούσε τους «Πέρσες» κι αντιβούιζε το στρατόπεδο από τις απανωτές πρόβες του χορικού. Γράφοντας, το λοιπόν, το σκετσάκι του για τους τσαγγαράδες, ο Κατσαμπής, είπε να το διαμορφώσει στο ύφος μιας τραγωδίας. Έτσι ο Μίσας ο Μινατίδης, διεκτραγωδώντας την κατάσταση που επικρατούσε στο συνεργείο με τις παράλογες απαιτήσεις των «πελατών», μας πληροφορούσε πως:

«... Πάντα τα τσαγκαράδικα έχουν δουλειές με φούντες 
κι όλο πελάτες βιαστικοί και ανυπομονούντες 
έρχονται μ’ ύφος τραγικό, που ’ναι να φύγει ο νους σου 
και λένε, λες και ήτανε οι Πέρσες του Καρούσου:
Τα παπούτσια μας λιώσαν και φύγανε 
και τα δάχτυλα τώρα έξω βγήκανε 
απ’ τις σόλες που κλαίνε.
Μαύρες, μαύρες συμφορές 
ανήκουστες, φριχτές.
Πάει χάθηκαν όλες οι σόλες!...».

Οπότε εισορμάει στο παλκοσένικο ένας Τομπουλίδης μαινόμενος, ν’ απαιτεί:

«Φτιάχ 'τα τώρα, φτιάχ ’τα τώρα, 
να τα πάρω σε μια ώρα.
Ω πολύ ’ναι σε μιαν ώρα.
Τώρα, τώρα, τώρα...!».

Κι ο Μίσας πελαγωμένος μας εκμυστηρεύεται τους μπελάδες του, στο ρυθμό του ρεφρέν από κείνο το τραγουδάκι, οπερέτας: «Την Κική την αγαπώ»...».

«...Μα θαρρώ πως θα τα μπλέξω, 
θα ζαλιστώ καμιά φορά θα πέσω 
και θα κάνω, τι ζημιά, 
όλα τ’ άρβυλα δεξιά...!»

Ο Καρούσος που ανυποψίαστος παρακολουθούσε την παράσταση, μόλις έφτασε στο σημείο που παρωδούσε το χορικό των Περσών, έγινε έξω φρενών.

«Μα δεν επιτρέπεται επιτέλους», φώναξε δυνατά, να τον ακούσουνε όλοι, «να ασελγούμε επί της τέχνης» και αποχώρησε έξαλλος.

Γιώργος Φαρσακίδης


Αποκριάτικη «Ράδιο Αρβύλα, κατασκευής του Γ. Φαρσακίδη (1953)
_________________

Λουντέμης - Καρούσος, σημειώσατε χι...

Γλέντι για όλους οι κόντρες του Καρούσου με τον Λουντέμη. Πότε στοίχημα να μαντέψουν, τίνος είναι κόποιο κομμάτι κλασικής μουσικής. Πότε διαμάχη πάνω σε προβλήματα τέχνης ή και πειράγματα φιλικά του ενός προς τον άλλον.

Μας είχαν έρθει πληροφορίες για την επιτυχία του «Συννεφιάζει», του γνωστού βιβλίου που είχε γράψει ο Λουντέμης. Πολύ να το καμαρώνει εκείνος και να μη παραλείπει να ρωτάει, να μάθει τα σχετικά, όποιον ερχόταν απ’ έξω.

«Η σκηνική παρουσία, πείραζε τον Καρούσο, είναι ένα πυροτέχνημα φευγαλέο
που σβήνει στη λησμονιά. Ενώ το βιβλίο...!
»

«Γράφε γράφε με την καρδιά σου, Μενέλαε, να γοητεύεις τους αναγνώστες», του απαντούσε εκείνος. «Μ' αλίμονό τους, αν βάλεις και το μυαλό σου να λειτουργήσει!»

Μας είχε έρθει εκείνες τις μέρες, σαν επισκέπτρια, η αδελφή ενός από τους πνευματικούς μας ανθρώπους. Μια κυρία καθ’ όλα γοητευτική και την επόμενη μέρα την «δεξιώθηκαν». κατά το έθιμο, με καφεδάκι και βυσσινάδα στον αυλόγυρο της σκηνής.
Συνεπής στην ώρα της έφτασε η ωραία κυρία και μετά το καλωσόρισμα, άρχισαν
οι συστάσεις:

— «ο Ρίτσος, ο Ιμβριώτης, ο Λειβαδίτης... Κι από δω ο Μενέλαος Λουντέμης», συστήνει ο Καρούσος. «Ο βάρδος του στρατοπέδου και λάτρης του ωραίου! Και βεβαίως θα ’χετε υπόψη το «Συννεφιάζει».

«Συννεφιάζει, πού συννεφιάζει:» απόρησε η κυρία κοιτώντας τον ουρανό κι έδειξε να μη γνωρίζει μήτε βιβλίο, μήτε και συγγραφέα.

«Μα είναι τρομερό βρε Μενέλαε, να μην σ’ έχουνε καν ακουστά», τον πιλατεύει ο Καρούσος. «Ή είναι φήμη μονάχα η επιτυχία;»

Και ο Λουντέμης: Πώς έγινε; Ε φανταστείτε το μόνοι σας...

Σε λίγο ήρθε και η σειρά του Καρούσου, οπότε πετιέται ο Μενέλαος, που καραδοκούσε να βγάλει το άχτι του:

«Ο κύριος Τζαβαλάς Καρούσος. Και βεβαίως δεν το φαντάζομαι να μην τον έχετε ακουστά», συμπληρώνει με πίκρα.

«Πώς πώς», λέει κομπιάζοντας με το προηγούμενο πάθημα η κυρία. «Αν δεν κάνω λάθος, είστε... απόστρατος ταγματάρχης της χωροφυλακής!» Κι άντε να κρατήσεις μετά τον Λουντέμη, να χτυπιέται, να ξεκαρδίζεται:

— «Μπράβο της, φυσιογνωμίστρια η κυρία. Τζαβαλάς Καρούσος, μια άγνωστη δόξα του παλκοσένικου με χωροφυλακίστικη φάτσα»! 
Γιώργος Φαρσακίδης


Ο Μενέλαος Λουντέμης στους ώμους του Μάνου Κατράκη,
 Δημήτρης και Κατίνα Φωτιάδου (Άη-Στράτης, Πάσχα 1951)
________________


Η «θείτσα» του Λουντέμη 

Μ’ όλες τις κόντρες, η φιλία του Καρούσου με τον Λουντέμη παρέμεινε ακλόνητη
και παρεες συχνές. 

Κάποιο βραδάκι, όπως είχαμε μάθει απ τον Καρούσο, επέστρεφαν από το σπίτι του στο χωριό, ο μπαρμπα-Δημητρός ο Φωτιάδης, ο Λουντέμης κι ο Ρίτσος. Είχε προηγηθεί, με κρασάκι και πολύ καλαμπούρι, συζήτηση για τις δοξασίες της μετεμψύχωσης.
Περνώντας από την μάντρα με τα γαϊδούρια του στρατοπέδου, σταματάει ο Μενέλαος:

Βρε παιδιά, τους λέει γελώντας, μ’ όσα είχαμε πει, είμαι σίγουρος πως αναγνωρίζω στο κεφάλι της γαϊδουρίτσας, την μακαρίτισσα θεια μου. Βγάζει το καπέλο, πλησιάζει την μάντρα και κοιτώντας την γαϊδουρίτσα της λέει:

— Καλησπέρα θείτσα, τι κάνεις:

— Καλησπέρα σας κύριε Μενέλη
, ακούνε όλοι κατάπληκτοι μια γυναικεία φωνή. 

Έτσι που 'χα κουρνιάσει πλάι στη μάντρα, νόμισα πως δεν μ’ είχατε δει. Ήταν η θεία - Σταμάταινα που ’χει βγει για κατούρημα!

Γιώργος Φαρσακίδης


Μενέλαος Λουντέμης, Τζαβαλάς Καρούσος, Δημήτρης Φωτιάδης και ο Παπαϊωάννου στην παραλία του Αη Στράτη (Αύγουστος 1950 - Δεκέμβρης 1951)
_______________


ΠΗΓΕΣ

2 σχόλια:

  1. Όλη η ανάρτηση είναι καταπληκτική αλλά εγώ θα σταθώ ιδιαίτερα σε ένα όνομα:
    Μενέλαος Λουντέμης. Ο αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μας και των σχολικών μας χρόνων. Πρόσφατα ξαναδιάβασα το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" με τη ματιά του μεσήλικα πλέον και όχι του παιδιού-εφήβου. Και ξανα-ανακάλυψα πόσο αριστουργηματικό και πόσο βαθιά ανθρώπινο είναι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ομοίως! Το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" ήταν το βιβλίο που με έβαλε στον κόσμο του Λουντέμη.Το βιβλίο που με συγκλόνισε ήταν το "Οδός Αβύσσου αριθμός μηδέν". Εκείνο όμως που θυμάμαι με μια τρυφερότητα παιδική είναι το "Συννεφιάζει".

    Ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή