Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Ύπνος και μεταμορφώσεις· Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο


Ένας ήρωας κάποιων αιώνων...

Το Ορλάντο - ένα από τα πιο ρηξικέλευθα και ανατρεπτικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα - είναι το αλλοπρόσαλλο παιδί που γεννήθηκε από την εκκεντρική φαντασία της Βιρτζίνια Γουλφ«Μισοαστείο, μισοσοβαρό, με μεγάλες πινελιές υπερβολής», το χαρακτηρίζει η ίδια στο ημερολόγιό της. Η συγγραφή του αποτέλεσε ένα είδος ψυχαγωγίας για την ίδια, προτού αφιερωθεί στη συγγραφή του επόμενου και τελευταίου μυθιστορήματός της με τίτλο «Τα Κύματα».

Το βιβλίο από την αρχή βαφτίζεται «παρεκτροπή» και η διαδικασία της γραφής του – λυτρωτική και ταχύτατη - διαρκεί μόνο έξι μήνες, σε αντίθεση με τη συγγραφή των υπόλοιπων μυθιστορημάτων της που ήταν πάντα επίπονη και μακροχρόνια Το Ορλάντο γεννήθηκε μέσα σε υπερδιέργεση μια μέρα του Οκτώβρη του 1927, όπως γράφει η Βιρτζίνια στη φίλη της Βίτα Σάκβιλ- Γουέστ:

«Χ
τες το πρωί ήμουν απελπισμένη. Ξέρετε αυτό το φριχτό βιβλίο που θέλουν να βγάλουν λέξη λέξη από τό στήθος μου ο Ντάντι και ο Λέοναρντ. Μυθιστόρημα ή κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσα να γράψω ούτε μια γραμμή. Στο τέλος άφησα το κεφάλι μου να πέσει ανάμεσα στα χέρια μου, μούσκεψα την πένα μου στο μελάνι κι έγραψα σ’ ένα άσπρο φύλλο σχεδόν αυτόματα αυτές τις λέξεις: Ορλάντο - βιογραφία. Προτού καλά καλά τελειώσω τη φράση, όλο μου το κορμί πλημμύρισε από χαρά και το μυαλό μου από ιδέες. Έγραψα γρήγορα ως το μεσημέρι. Έπειτα συνέχισα για μία ώρα το μυθιστόρημα. Έτσι, κάθε πρωί θα γράφω ένα μυθιστόρημα (το δικό μου) ως τις δώδεκα το μεσημέρι, και το άλλο βιβλίο πάνω στο μυθιστόρημα ως τη μία. 

Αλλά ακούστε: αν υποθέσουμε ότι ο Ορλάντο εμφανίζεται σαν Βίτα, αν υποθέσουμε ότι όλα στρέφονται γύρω από σας, από τον τρόπο που σκέφτεστε - ας μη μιλάμε για καρδιά γιατί δεν έχετε -, ας υποθέσουμε ότι βλέπουμε εκεί αυτό το λαμπύρισμα όμοιο με το μάργαρο σεντέφι του κοχυλιού· ας υποθέσουμε, λέω, ότι κάποιος αναφωνεί τον επόμενο Οκτώβρη: η Βιρτζίνια έγραψε ένα βιβλίο για τη Βίτα - θα βλέπατε σ’ αυτό τίποτα άσχημο; Απαντήστε μου ναι ή όχι. Το προτέρημά σας σαν θέμα πηγάζει κυρίως από την ευγενική σας προέλευση - εξάλλου, τι άλλο σημαίνουν τετρακόσια χρόνια ευγενικής καταγωγής;- και από τις πολυάριθμες ευκαιρίες που μου προσφέρονται έτσι για αυθεντικές περιγραφές».

Πρόκειται για ένα έργο που προκάλεσε ιδιαίτερη αμηχανία στους σύγχρονούς του κριτικούς, οι οποίοι και το χαρακτήρισαν ως «αινιγματικό», «λογοτεχνική παρωδία», αλλά και ως την «μεγαλύτερη και γοητευτικότερη ερωτική επιστολή στη λογοτεχνία»

Το γεγονός ότι ήδη από τον τίτλο η συγγραφέας έχει επιλέξει να δηλώσει πως πρόκειται για μια βιογραφία, παρόλο που το ίδιο το βιβλίο δεν εντάσσεται σε αυτό το είδος, κάνει εμφανές πως η «βιογραφία» αυτή θα έχει κάθε άλλο παρά μια κλασική μορφή. Πράγματι, στο έργο περιγράφεται η πολυτάραχη ζωή του ανδρόγυνου Ορλάντο από τον 16ο ως τον 20ο αιώνα. 


Vita Sackville-West
_____________


«Τι είδους ύπνοι είναι αυτοί;»

Ο Ορλάντο, στην τριών αιώνων ζωή του, θα βρεθεί πολλές φορές σε κρίσιμα, μεταβατικά σταυροδρόμια, που θα σηματοδοτήσουν αλλαγές σημαντικές στην εξέλιξή του. Σε δύο απ’ αυτές τις μεταβάσεις, ως όχημα θα χρησιμοποιηθεί ο ύπνος· ένας βαθύς λήθαργος επτά ημερών, θεραπευτικός, μεταμορφωτικός, μυητικός, ένας ύπνος που μοιάζει με θάνατο και επιστροφή εκ νέου στη ζωή. 

«-Τι είδους ύπνοι είναι αυτοί; Είναι μήπως ιαματικός ο σκοπός τους, ύπνωση εκστατική… θέλω να πω, είμαστε άραγε έτσι φτιαγμένοι, ώστε έχουμε ανάγκη καθημερινές εισπνοές θανάτου για να συνεχίσουμε να ζούμε;», αναρωτιέται ο βιογράφος του Ορλάντο, μετά τον πρώτο λήθαργο, στον οποίο βυθίζεται ο ήρωας. 

Θεός ή δαίμονας στην ελληνική μυθολογία ο Ύπνος, δίδυμος αδελφός του Θανάτου, διέθετε τόση δύναμη που μπορούσε να κοιμίσει όλους τους θεούς και όλους τους ανθρώπους. Στην Αρχαία Ελλάδα ο ύπνος, όπως και τα αποκαλυπτικά όνειρα κατά τη διάρκεια της «Εγκοίμησης» συνδέονται με θεραπευτικούς  ή μαντικούς σκοπούς. Εγκοιμητικά μαντεία υπήρξαν σε όλα τα μέρη του αρχαίου κόσμου. Οι εγκοιμήσεις δεν ήταν κάτι τυχαίο, αλλά ένα τμήμα της μυστηριακής γνώσης που χρησιμοποιούνταν προς όφελος του λαού, ο οποίος ενδιαφερόταν να γίνει καλά από τις αρρώστιες.

Για όσους ήθελαν να προχωρήσουν πιο πέρα, πίσω από τα κατά τόπους ιερά υπήρχαν τα Μυστήρια, τα οποία πρόσφεραν σ' έναν πυρήνα ανθρώπων τη δυνατότητα της Μύησης, δηλαδή του περάσματος σ' ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης, όπως αυτό στο οποίο είχαν φτάσει οι μεγάλοι φιλόσοφοι, τραγικοί ποιητές, πολιτικοί και άλλοι σημαντικοί άνθρωποι της προ-κλασικής και κλασικής αρχαιότητας. 

Σε πολλά αρχαία μυστήρια ο ύπνος ήταν μέσα στο τυπικό και αποτελούσε ένα είδος συμβολικού προσωρινού θανάτου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυούμενος περνούσε σημαντικές εμπειρίες και μετά επέστρεφε ανανεωμένος, ξαναγεννημένος. Μάλιστα ο μυητικός ύπνος λάβαινε χώρα δίπλα σε πηγές, ποτάμια και γενικά τρεχούμενα νερά, κάτι που το συναντούμε και στα εγκοιμητήρια.


William Reynolds-Stephens (1862-1943), ‘In The Arms of Morpheus’, 
“The Magazine of Art”, 1897
______________


Ο ύπνος που λυτρώνει από τον πόνο

Ο Ορλάντο, γεννημένος λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Γουίλιαμ Σαίξπηρ, εμφανίζεται ως ένα όμορφο δεκαεξάχρονο αγόρι, μελαγχολικό, οκνηρό, που λατρεύει τη μοναξιά και είναι αφοσιωμένο στη συγγραφή της ποίησης. Γίνεται ο ευνοούμενος της βασίλισσας Ελισάβετ, που ανακαλύπτει με τα δικά του μέσα τον κόσμο στον οποίο ζει.  Απαισιόδοξος και ερωτευμένος με το θάνατο στην αρχή, παρουσιάζεται στη συνέχεια ερωτιάρης και εξεζητημένος. Κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Παγετού, που κάλυψε με πάγο ολόκληρη την Αγγλία, γίνεται εραστής της μυστηριώδους ρωσίδας πριγκίπισσας Σάσα. 

«Το σμίξιμό τους είναι ο «ιερός γάμος», με την πρωταρχική σημασία της ελληνικής λέξης, που σημαίνει την ένωση του θεού του φωτός με τη σκοτεινή θεά», γράφει η Έφη Λαμπαδαρίδου και συνεχίζει: «Γιατί η Σάσα περιγράφεται σαν ενσάρκωση του θηλυκού με τη διπλή του όψη. Αναγνωρίζει την αξία και το νόημα του Ορλάντο, όταν τον παρομοιάζει με το φως της διάνοιας:

 «...εκείνη, με ελαφρύ λαχάνιασμα, του είπε πως ήταν σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο με εκατομμύρια λαμπάκια (σαν αυτά που έχουν στη Ρωσία) με χρυσούς γλόμπους· φωτεινός· με τόση λάμψη που θα μπορούσε να φωτίσει ολόκληρο το δρόμο· γιατί με τα αστραφτερά του μάγουλα, τις μαύρες του μπούκλες, τον μαυροπόρφυρο μανδύα του, έμοιαζε φωτισμένος απ’ τη δική του άσβεστη εσωτερική φλόγα.»


Ο Ορλάντο σε παιδική ηλικία, Edward Sackville, λεπτομέρεια ελαιογραφίας
_______________


«Σε λίγο όλοι πρόσεξαν πως ο Ορλάντο έδειχνε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον στη Μοσκοβίτισσα απ’ όσο απαιτούσε η απλή κοσμιότητα. Σπάνια απομακρυνόταν από το πλευρό της και η συζήτησή τους, αν και ακατάληπτη για τους περισσότερους, συνεχιζόταν τόσο ζωντανή, προκαλώντας κοκκινίσματα και γέλια, που ακόμα και ο πλέον αργόστροφος μπορούσε να μαντέψει το θέμα της. Επιπλέον, η αλλαγή στον ίδιο τον Ορλάντο ήταν εντυπωσιακή. Κανένας δεν τον είχε ξαναδεί σε τέτοια ετοιμότητα. Απαλλάχθηκε απ’ την αγορίστικη αδεξιότητά του μέσα σε μια νύχτα· μεταμορφώθηκε από κατηφή νεαρό, που δεν μπορούσε να μπει στο δωμάτιο κυριών χωρίς να ρίξει κάτω τα μισά από τα διακοσμητικά του τραπεζιού, σε ευγενή γεμάτο χάρη και αρρενωπότητα. Βλέποντάς τον να οδηγεί τη Μοσκοβίτισσα (όπως την έλεγαν) στο έλκηθρό της, να της προσφέρει το χέρι του για έναν χορό, να παίρνει το κεντητό της σάλι που είχε πέσει και να εκτελεί τα πολλαπλά καθήκοντα τα οποία η εκλεκτή της καρδιάς του αξίωνε και ως εραστής έσπευδε να ικανοποιήσει, ήταν θέαμα που άναβε φωτιές στα άτονα γέρικα μάτια και ανέβαζε τους παλμούς της καρδιάς των νέων. [....]

Επομένως, ο Ορλάντο και η Σάσα, όπως εν συντομία τη φώναζε, επειδή έτσι έλεγαν μια λευκή ρώσικη αλεπού που είχε όταν ήταν παιδί — ένα πλάσμα απαλό σαν χιόνι αλλά με δόντια σαν ατσάλι, που ο πατέρας του έβαλε να το σκοτώσουν γιατί τον είχε δαγκώσει πολύ άγρια —, είχαν τον ποταμό στη διάθεσή τους. 

Ξαναμμένοι από την παγοδρομία και τον έρωτα, έπεφταν κάτω σε κάποιο απόμερο σημείο όπου οι κίτρινες ιτιές έστεφαν τις όχθες, τυλίγονταν μέσα σ’ έναν μεγάλο γούνινο μανδύα, και ο Ορλάντο την έπαιρνε στην αγκαλιά του και ψιθύριζε ότι γνώριζε για πρώτη φορά τις χαρές του έρωτα. Μετά, όταν η έκσταση περνούσε και βρίσκονταν ξαπλωμένοι, σχεδόν λιπόθυμοι, πάνω στον πάγο, της έλεγε για τους άλλους έρωτές του, και πως συγκρινόμενοι μ’ εκείνη ήταν ξύλινοι, αχυρένιοι, από στάχτη. Κι αυτή, γελώντας με την παραφορά του, στρεφόταν ξανά προς το μέρος του και για χάρη της αγάπης έπεφτε ξανά στην αγκαλιά του. 

Κι απορούσαν που ο πάγος δεν έλειωνε από τη θερμότητά τους, και λυπούνταν την καημένη τη γριά που δεν είχε τρόπους να τον λειώσει και ήταν αναγκασμένη να τον πελεκάει με τσεκούρια από παγωμένο ατσάλι. Και μετά, τυλιγμένοι στα γουναρικά τους, μιλούσαν για τα πάντα: για εικόνες και ταξίδια· για τη γενειάδα κάποιου και το δέρμα κάποιας· για ένα ποντίκι που του έριξε να φάει κάτω από το τραπέζι· για τα φίνα χαλιά που ήταν κρεμασμένα στους τοίχους του σπιτιού της· για κάποιο πρόσωπο· για κάποιο φτερό. Δεν υπήρχε θέμα σημαντικό ή ασήμαντο που να μην προκαλούσε τη διάθεσή τους για φλυαρία.

Μετά, ξαφνικά, ο Ορλάντο κυλούσε στη μελαγχολία· η θέα της γριάς που χώλαινε στον πάγο μπορεί να ήταν η αιτία, ή ακόμα κάτι πιο απροσδιόριστο· έπεφτε με το πρόσωπο πάνω στον πάγο, κοίταζε τα παγωμένα νερά και σκεφτόταν το θάνατο.[...]

«Όλα καταλήγουν στο θάνατο», έλεγε ο Ορλάντο καθισμένος με το κορμί τεντωμένο πάνω στον πάγο. 

Orlando (1992), directed by Sally Potter
Tilda Swinton as Orlando, Charlotte Valandrey as Princess Sasha
________________


Αλλά η Σάσα — η οποία εντέλει δεν είχε εγγλέζικο αίμα στις φλέβες της αλλά ήταν από τη Ρωσία, όπου τα ηλιοβασιλέματα είναι μακρόσυρτα, η ανατολή λιγότερο ξαφνική και οι προτάσεις συχνά αφήνονται ατελείωτες λόγω της αμφιβολίας για το πώς θα ήταν καλύτερα να τελειώσουν —, η Σάσα τον κοίταζε, ίσως και να τον χλεύαζε γιατί στά μάτια της φάνταζε παιδί, και παρέμενε σιωπηλή. 

Με το πέρασμα της ώρας, ο πάγος κάτω απ’ το σώμα τους πάγωνε, κι αυτό δεν της άρεσε, και τον τραβούσε να σταθεί όρθιος μιλώντας τόσο γοητευτικά, τόσο έξυπνα, τόσο σοφά (αλλά δυστυχώς πάντα γαλλικά, τα οποία ως γνωστόν χάνουν το χρώμα τους στη μετάφραση), που τον έκανε να ξεχνάει τα παγωμένα νερά, τη νύχτα που έφτανε, την ηλικιωμένη γυναίκα και όλα τα άλλα και προσπαθούσε να της πει — βουτώντας ολόκληρος μέσα σε χιλιάδες εικόνες που είχαν γίνει πια τετριμμένες όσο και οι γυναίκες που τις είχαν εμπνεύσει — για το τι του θύμιζε — χιόνι, κρέμα, μάρμαρο, κεράσια, αλάβαστρο, χρυσό σύρμα; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ήταν σαν αλεπού ή μια ελιά· σαν τα κύματα της θάλασσας όταν τα βλέπεις από κάποιο ύψος· σαν σμαράγδι· σαν τον ήλιο πάνω από τους πράσινους λόφους, ο οποίος είναι ακόμα συννεφιασμένος — σαν τίποτα παρόμοιο με ό,τι είχε δει ή είχε γνωρίσει στην Αγγλία. Λεηλατούσε τη γλώσσα, κι όπως ήταν αναμενόμενο, οι λέξεις τον πρόδιδαν. Επιθυμούσε άλλη χώρα και άλλη γλώσσα. Τα αγγλικά ήταν υπερβολικά ειλικρινή, υπερβολικά μελιστάλακτα για να απευθυνθείς στη Σάσα. 

Γιατί μέσα σέ όλα όσα έλεγε, όσο ανοιχτή και αισθησιακή κι αν έδειχνε, υπήρχε κάτι κρυφό· σε όλα όσα έκανε, όσο τολμηρά κι αν ήταν, υπήρχε  κάτι το συγκαλυμμένο· όπως η πράσινη φλόγα που μοιάζει κρυμμένη στο σμαράγδι ή ο ήλιος ο φυλακισμένος πίσω απ’ το λόφο. Η διαύγεια ήταν μόνο στην επιφάνεια· στο εσωτερικό περιφερόταν φωτιά. Πήγαινε· ερχόταν· ποτέ δεν έλαμπε με τη σταθερή φλόγα της Αγγλίδας — σε αυτό το σημείο όμως ό Όρλάντο θυμόταν τη λαίδη Μάργκαρετ και τα φουστάνια της κι έτρεχε σαν τρελός από την έκσταση και τη σήκωνε στην αγκαλιά του πάνω στον πάγο και τη στριφογύριζε όλο και πιο γρήγορα κι ορκιζόταν πως θα κυνηγούσε τη φλόγα, θα ορμούσε για το πετράδι, και τα γνωστά λόγια που ανάβλυζαν με κομμένη ανάσα, με το πάθος του ποιητή, του οποίου η ποίηση ανασύρεται επώδυνα από μέσα του.

Η Σάσα όμως παρέμεινε σιωπηλή.[...] Τι του έκρυβε λοιπόν; Η αμφιβολία που ενίσχυε τα τρομερά σε δύναμη αισθήματα του Ορλάντο ήταν σαν κινούμενη άμμος κάτω από μνημείο, και καθώς μετατοπιζόταν, προκαλούσε τριγμούς σε ολόκληρο το οικοδόμημα. Η αγωνία τον καταλάμβανε απότομα. Μετά άναβε ολόκληρος απ’ την οργή κι εκείνη δεν ήξερε πώς να τον καθησυχάσει. Μπορεί και να μην ήθελε να τον καθησυχάσει· μπορεί τα ξεσπάσματά του να τη διέγειραν και μπορεί και να τα προκαλούσε σκοπίμως — οι Μοσκοβίτες είναι γνωστοί για το ασυνήθιστα ύπουλο ταμπεραμέντο τους.»


Η Ρωσίδα πριγκίπισσα σε νεαρή ηλικία (Από την πρώτη έκδοση του Ορλάντο) 
____________



Στο τέλος, η Σάσα δείχνει την άλλη, την πρωτόγονη όψη του θηλυκού ασυνείδητου, όταν τον προδίνει με κάποιον «μαλλιαρό βάρβαρο» ναύτη, μέλος του πληρώματος στο πλοίο  της Ρώσικης Πρεσβείας. Ήταν, σύμφωνα με την περιγραφή του Ορλάντο «ένα πελώριο, μαυριδερό πλατυπρόσωπο τέρας» - «χωρίς τα παπούτσια του είχε πάνω από δύο μέτρα ύψος· φορούσε τα κοινά συρμάτινα σκουλαρίκια στ’ αφτιά του· έμοιαζε με άλογο που σέρνει κάρα όπου κουρνιάζουν τρωγλοδύτες και κοκκινολαίμηδες.» 

Την ίδια θεοσκότεινη νύχτα της προδοσίας, κι ενώ ο Ορλάντο ετοιμάζεται για τη φυγή που σχεδίαζαν οι δυο τους, η Σάσα τον εγκαταλείπει με το πλοίο της Μοσχοβίτικης Πρεσβείας και τον αφήνει βυθισμένο σε απόγνωση: 

«Όρθιος, με τα γόνατα βυθισμένα στο νερό, εκτόξευσε στην άπιστη γυναίκα όλες τις προσβολές που έχουν ποτέ αποδώσει στο φύλο της. Τη φώναξε άπιστη, άστατη, αλλοπρόσαλλη· διαβολική, μοιχαλίδα, απατεώνισσα.»

Μετά την «εξαφάνιση» της Σάσα, και την ερωτική απογοήτευση από την προδοσία της, ο μεγάλος πόνος του Ορλάντο γίνεται αιτία να απομονωθεί στο αρχοντικό του. Ένας παράξενος λήθαργος που κρατά επτά ημέρες και συμβολίζει τη λήθη, το θάνατο και τη μεταμόρφωση, φέρνει μια νέα στροφή στη ζωή του, «είχε περάσει από τις πύλες του Θανάτου κι είχε γνωρίσει την Κόλαση».

«Το καλοκαίρι που ακολούθησε εκείνον τον καταστροφικό χειμώνα που γνώρισε τον παγετό, την πλημμύρα, τους θανάτους πολλών χιλιάδων ανθρώπων και την απόλυτη κατάρρευση των ελπίδων του — εκείνο το καλοκαίρι ο Ορλάντο αποσύρθηκε στο μεγάλο σπίτι του στην εξοχή ζώντας εκεί σε απόλυτη μοναξιά. 

Ένα πρωινό του Ιουνίου — ήταν Σάββατο της 18ης —, δεν σηκώθηκε τη συνηθισμένη ώρα, κι όταν ο υπηρέτης του πήγε να τον καλέσει, τον βρήκε να κοιμάται βαθιά. Δεν μπορούσαν να τον ξυπνήσουν. Ήταν ξαπλωμένος σαν υπνωτισμένος, χωρίς η ανάσα του να γίνεται αισθητή· αν και έβαλαν σκυλιά να γαβγίζουν κάτω από το παράθυρό του, κύμβαλα, κρόταλα, κόκαλα να χτυπούν ασταμάτητα στο δωμάτιό του, αγκαθωτό θάμνο κάτω από το μαξιλάρι του· αν και τοποθέτησαν έμπλαστρα σιναπιού στα πόδια του, εκείνος παρέμεινε κοιμισμένος, δεν έφαγε και δεν έδειξε κάποιο ίχνος ζωής για επτά ολόκληρες μέρες. 

Την έβδομη μέρα ξύπνησε τη γνωστή ώρα (οκτώ παρά τέταρτο περίπου) κυνηγώντας απ’ το δωμάτιο ολόκληρη κουστωδία φωνακλούδες και μάγισσες του χωριού. Πράγμα που δεν ήταν παράξενο· το παράξενο ήταν πως δεν έδειξε να έχει καμία συνείδηση αυτής της ύπνωσης· ντύθηκε μόνος του και ζήτησε να φέρουν το άλογό του, σαν να είχε ξυπνήσει από τον βραδινό του ύπνο. 

Όμως κάποια αλλαγή, υποψιάστηκαν, θα πρέπει να έλαβε χώρα στα δώματα του νου του, γιατί αν και ήταν απολύτως λογικός και έμοιαζε πιο μελαγχολικός και πιο νηφάλιος στους τρόπους του απ’ ό,τι προηγουμένως, φαινόταν έπίσης να έχει ατελή ανάμνηση της περασμένης ζωής του. Άκουγε τους ανθρώπους να μιλούν για τον Μεγάλο Παγετό ή για την παγοδρομία ή για το καρναβάλι, αλλά ποτέ δεν άφηνε κάποια ένδειξη, εκτός από το να περνάει το χέρι του πάνω από το μέτωπό του σαν να ήθελε να απομακρύνει κάποια νεφελώδη σκέψη, πως ήταν δηλαδή και ο ίδιος μάρτυρας όλων αυτών. Όταν συζητούσαν τα γεγονότα των τελευταίων έξι μηνών, δε φαινόταν τόσο ανήσυχος όσο προβληματισμένος, σαν να ήταν συγχυσμένος από ασαφείς μνήμες μακρινής εποχής ή σαν να προσπαθούσε να ανακαλέσει ιστορίες που κάποιος άλλος είχε διηγηθεί. 

Είχε παρατηρηθεί πως όταν αναφερόταν η Ρωσία ή η πριγκίπισσα ή τα πλοία έπεφτε σε ασυνήθιστη μελαγχολία, σηκωνόταν όρθιος και κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο ή καλούσε ένα από τα σκυλιά του ή έπαιρνε μαχαίρι και χάραζε ένα κεδρόξυλο. Όμως καθώς εκείνη την εποχή οι γιατροί δεν ήταν σοφότεροι απ’ ό,τι σήμερα, και αφού συμβούλεψαν ξεκούραση, άσκηση, δίαιτα και καλή διατροφή, κοινωνικότητα και μοναξιά, παραμονή στο κρεβάτι όλη τη μέρα και ιππασία  σαράντα μιλίων ανάμεσα στο μεσημεριανό και το βραδινό, σε συνδυασμό με τα γνωστά ηρεμιστικά και τα διεγερτικά, που τα εμπλούτιζαν ανάλογα με τη διάθεσή τους με ζεστά ροφήματα από σάλιο σαλαμάνδρας το πρωί και εκχύλισμα από χολή παγωνιού κατά την κατάκλιση, τον άφησαν ήσυχο και αποφάνθηκαν πως όλα οφείλονταν στο γεγονός πως είχε κοιμηθεί για ολόκληρη εβδομάδα.

Αλλά αν αυτό ήταν ύπνος, δεν μπορούμε να μην προβληματιστούμε για τη φύση του εν λόγω ύπνου. Είναι μήπως μέσα θεραπείας; Καταστάσεις ύπνωσης στις οποίες οι πλέον πικρές αναμνήσεις, γεγονότα που είναι πιθανόν να παραλύσουν μια ζωή για πάντα, ξεσκονίζονται με μαύρο φτερό που λειαίνει την τραχιά επιφάνειά τους και επικαλύπτει με λούστρο, με μια λάμψη, ακόμα και τις πλέον, επώδυνες και χαμερπείς; 

Μήπως πρέπει τα δάχτυλα του θανάτου να αγγίζουν πότε πότε την αταξία της ζωής ώστε να εξοικειωθούμε μαζί του; 

Μήπως είμαστε έτσι φτιαγμένοι ώστε να παίρνουμε το θάνατο καθημερινά σε μικρές δόσεις για να μπορούμε να συνεχίζουμε τη διαδικασία της ζωής; 

Και ποιες είναι αυτές οι τρομερές δυνάμεις που εισδύουν στις πλέον μύχιες πλευρές μας και μεταμορφώνουν τις πιο πολύτιμες εμπειρίες μας χωρίς τη θέλησή μας; 

Είχε ο Ορλάντο εξαντληθεί από τη σκληρή οδύνη, είχε πεθάνει για μία εβδομάδα και είχε επιστρέψει και πάλι στη ζωή; Και αν ναι, ποια είναι η φύση του θανάτου και ποια η φύση της ζωής;»

Ο Ορλάντο, λοιπόν, χώνεται για πρώτη φορά στον ύπνο - λήθαργο και στο διάστημα των επτά ημερών, στον ρευστό χώρο του ασυνείδητου, θα λειάνει τις αιχμηρές γωνίες της οδύνης του. 

Θα ξυπνήσει πιο μελαγχολικός και θα αφεθεί σε μια ζωή ακραίας μοναξιάς, αηδιασμένος από την απιστία της γυναίκας. Τα βράδια κατεβαίνει στις κρύπτες των προγονικών τάφων στο πατρογονικό σπίτι των 365 δωματίων, άλλοτε σκεπτόμενος με μια παράξενη ηδονή το θάνατο και τη φθορά κι άλλοτε νιώθοντας πως η ζωή δεν αξίζει, αφού εκείνη είχε φύγει, τον είχε αφήσει, δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. 

Ο Ορλάντο θα πενθήσει για την απώλεια τόσο, όσο χρειάζεται για να μεταμορφωθεί από  «καταραμένος του έρωτα» στον «πρώτο ποιητή της φυλής του», τον προορισμένο να κερδίσει την Αθανασία. Είναι φανερό ότι προσανατολίζεται στην υπεροχή του πνεύματος, όταν αρνιέται τη ζωή για να βρει τη σοφία στα βιβλία. Μεστώνοντας σαν άντρας - είναι 25 χρόνων αυτήν την εποχή - αποκτά και τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν το αρσενικό: «Φιλοδοξία, Ποίηση και Επιθυμία για Φήμη».


Orlando (1992), directed by Sally Potter 
Tilda Swinton as Orlando
_____________


Ο ύπνος που μεταμορφώνει

Ο δεύτερος ύπνος - 7 ημερών κι εκείνος - θα έρθει σε μια άλλη κρίσιμη καμπή της ζωής του, στη μετάβασή του από τους δύο «ανδρικούς» αιώνες στους επόμενους δύο «γυναικείους». Θα «πεθάνει» ως άνδρας και θα «γεννηθεί» ως γυναίκα — ένα σκάνδαλο, μια βίαιη προσβολή στη συνείδηση του αναγνώστη, που το μυθιστόρημα δεν μπορεί και δεν θέλει να ασχοληθεί. Η αλλαγή φύλου του Ορλάντο θα μεταμορφώσει άλλωστε το μέλλον του, χωρίς να αλλάξει την ταυτότητά του. «Παρότι τα φύλα είναι διαφορετικά, αναμειγνύονται. Σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη υπάρχει μια κάποια αμφιταλάντευση ανάμεσα στα φύλα, και συχνά είναι μονάχα τα ρούχα που προσδίδουν την ανδρική ή τη θηλυκή εμφάνιση, ενόσω κάτω από το φύλο που εμφανίζεται στην επιφάνεια υπάρχει το ακριβώς αντίθετό του.»

Κατά τη βασιλεία του Καρόλου Β', ο Ορλάντο γίνεται πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χρίζεται Δούκας. Μετά την περιπέτεια μιας βραδιάς με τη χορεύτρια Ροζίνα Πεπίτα - με την οποία αποκτά μάλιστα τρεις γιους - κοιμάται για δεύτερη φορά στη ζωή του, ξανά για μια ολόκληρη βδομάδα. «Ο παράξενος λήθαργος», σύμφωνα πάλι με την Έφη Λαμπαδαρίδου, «τον βοηθά να περάσει το κατώφλι του θανάτου. Αυτή τη φορά όμως, στο χώρο της Μεσογείου, ο ύπνος που καταλήγει στην αλλαγή του Ορλάντο σε γυναίκα, συμβολίζει τη μύησή του στη Μεγάλη Μεσογειακή Μητέρα. Το τελευταίο από τα επτά στάδια μύησης ήταν ο πλασματικός θάνατος σαν προμήνυμα αναγέννησης.»



Ο Ορλάντο ως πρεσβευτής
Richard Sackville, 5ος Κόμης του Ντόρσετ. Ελαιογραφία του Robert Walker, 1552-58
___________


«Το επόμενο πρωί, ο δούκας, όπως θα πρέπει τώρα να τον αποκαλούμε, βρέθηκε από τους γραμματείς του βυθισμένος σε βαθύ ύπνο ανάμεσα στα τσαλακωμένα σκεπάσματα του κρεβατιού του. Το δωμάτιο ήταν κάπως ακατάστατο, η κορόνα του είχε κυλήσει στο πάτωμα, ο μανδύας και οι περικνημίδες είχαν πρόχειρα ριχτεί στη ράχη μιας καρέκλας. Στο τραπέζι υπήρχαν ριγμένα χαρτιά. 

Στην αρχή δεν υποψιάστηκαν κάτι, καθώς η προηγούμενη νύχτα ήταν πολύ κουραστική. Αλλά όταν έφτασε το απόγευμα και δεν είχε ακόμα ξυπνήσει, κάλεσαν τον γιατρό. Του έδωσε φάρμακα ειδικά για παρόμοια περιστατικά, έμπλαστρα, βελόνες, φάρμακα για εμετό και λοιπά, άλλα χωρίς επιτυχία. Ο Ορλάντο συνέχισε να κοιμάται. Οι γραμματείς του τότε θεώρησαν καθήκον τους να ερευνήσουν τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι. Σε πολλά απ’ αυτά βρέθηκαν προχειρογραμμένα ποιήματα με συχνή αναφορά σε μια βαλανιδιά. Υπήρχαν επίσης διάφορα επίσημα έγγραφα και κάποια άλλα ιδιωτικής φύσεως που αφορούσαν τη διαχείριση της περιουσίας του στην Αγγλία. Αλλά τελικά βρήκαν ένα πολύ σημαντικότερο ντοκουμέντο: ένα συμφωνητικό γάμου, συνταγμένο σύμφωνα με τους τύπους, υπογεγραμμένο και επικυρωμένο από τον λόρδο Ορλάντο, Ιππότη της Περικνημίδας και ούτω καθεξής, και τη Ροζίνα Πεπίτα, χορεύτρια, αγνώστου πατρός αλλά μάλλον τσιγγάνου, και αγνώστου μητρός αλλά μάλλον εμπόρισσας παλιοσιδερικών στην αγορά απέναντι από τη Γέφυρα του Γαλατά. 

Οι γραμματείς έντρομοι κοιτάχτηκαν. Ο Ορλάντο όμως συνέχισε να κοιμάται. Πρωί και βράδυ τον παρακολουθούσαν, αλλά εκτός από την αναπνοή του, που ήταν κανονική, και από τα μάγουλά του, που ακόμα έλαμπαν με το συνηθισμένο ροδαλό τους χρώμα, δεν έδινε σημεία ζωής. Η επιστήμη και η πρακτική ιατρική έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τον ξυπνήσουν. Εκείνος όμως συνέχισε να κοιμάται.

Την έβδομη ημέρα του λήθαργου (Πέμπτη 10 Μαΐου) ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός εκείνης της τρομερής και αιματηρής επανάστασης, τα πρώτα συμπτώματα της οποίας είχε διακρίνει ο υπολοχαγός Μπριγκ. Οι Τούρκοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του σουλτάνου, έβαλαν φωτιά στην πόλη, και όποιον ξένο συναντούσαν τον μαχαίρωναν ή τον παλούκωναν. 

Οι στασιαστές μπήκαν στο δωμάτιο του Ορλάντο, αλλά βλέποντάς τον ξαπλωμένον, πίστεψαν πως ήταν νεκρός και τον άφησαν ανέγγιχτο, μόνο που του έκλεψαν το στέμμα και τα δουκικά ενδύματα.

Και ξανά το σκοτάδι απλώνεται, και μακάρι στ’ αλήθεια να ήταν βαθύτερο! Μακάρι, αναφωνούμε απ’ τα βάθη της καρδιάς μας, να ήταν τόσο βαθύ που να μη διακρίναμε τίποτε απολύτως! Μακάρι να παίρναμε το μολύβι και να γράφαμε «Τέλος» στο έργο μας! Μακάρι να απαλλάσσαμε τον αναγνώστη από αυτά που πρόκειται να συμβούν και να του πούμε με λόγια απλά πως ο Ορλάντο πέθανε και πως θάφτηκε. 

Αλίμονο όμως, η Αλήθεια, η Ειλικρίνεια και η Τιμιότητα, οι αυστηρές θεές που παρακολουθούν και επιβλέπουν το μελανοδοχείο του βιογράφου, φωνάζουν «Όχι!». Βάζοντας τις ασημένιες τους σάλπιγγες στα χείλη, απαιτούν με ένα ταυτόχρονο σάλπισμα την Αλήθεια! Και πάλι την Αλήθεια! Και με το τρίτο σάλπισμα και οι τρεις από κοινού προστάζουν την Αλήθεια και μόνο την Αλήθεια! [...]

 «ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ!»

Και ο Ορλάντο ξύπνησε.

Τεντώθηκε. Σηκώθηκε. Όρθιος, απόλυτα γυμνός μπροστά μας κι ενόσω οι σάλπιγγες σάλπιζαν Αλήθεια! Αλήθεια! Αλήθεια! Και ναι... θα πρέπει να το ομολογήσουμε — ήταν γυναίκα.


Orlando (1992), directed by Sally Potter Tilda Swinton as Orlando
_______________


Ο ήχος απ’ τις σάλπιγγες έσβησε και ο Ορλάντο στάθηκε όρθιος, γυμνός. Δεν υπήρξε ανθρώπινο πλάσμα από τις απαρχές του κόσμου πιο ελκυστικό. Η σιλουέτα του συνδύαζε τη δύναμη του άντρα και τη χάρη της γυναίκας. Ο Ορλάντο κοίταξε τον εαυτό του πάνω κάτω σε έναν μακρύ καθρέφτη χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι αμηχανίας, και μάλλον κατευθύνθηκε προς το μπάνιο του.

Θά πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτήν την παύση στην αφήγηση για νά κάνουμε κάποιες δηλώσεις: Ο Ορλάντο είχε γίνει γυναίκα — δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του παρέμειναν ακριβώς τα ίδια. Η αλλαγή του φύλου, παρότι θα άλλαζε το μέλλον, δεν επηρέαζε σε τίποτα την ταυτότητα. Το πρόσωπό του παρέμενε, όπως αποδεικνύουν τα πορτρέτα, απαράλλακτο. 

Η μνήμη του —αλλά στο μέλλον θα πρέπει, για χάρη των συμβάσεων, να λέμε «της» αντί για «του» καί «εκείνη» αντί για «εκείνος» — ανακάλεσε τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής της χωρίς να συναντήσει κάποιο εμπόδιο. Μπορεί να υπήρξε κάποια ελαφρά ασάφεια, σαν κάποιες σκοτεινές σταγόνες να είχαν πέσει στην άσπιλη λιμνούλα της μνήμης· κάποιες μνήμες είχαν γίνει λιγάκι θολές· αλλά αυτό ήταν όλο. Η αλλαγή έμοιαζε να έχει συντελεσθεί αβίαστα, απόλυτα, και με τρόπο που δεν εξέπληξε καθόλου την Ορλάντο. 

Πολλοί, κρατώντας αυτήν την πληροφορία και διατηρώντας την πεποίθηση πως μια τέτοια αλλαγή φύλου εναντιώνεται στην ίδια τη φύση, βάλθηκαν να αποδείξουν, πρώτον, πως ο Ορλάντο ήταν πάντα γυναίκα και, δεύτερον, πως ο Ορλάντο είναι ακόμα άντρας. Αφήστε τους βιολόγους και τους ψυχολόγους να αποφασίσουν γι’ αυτό το ζήτημα. Εμείς ας αρκεστούμε στη δήλωση του απλού γεγονότος: ο Ορλάντο ήταν άντρας μέχρι την ηλικία των τριάντα· μετά έγινε γυναίκα και έκτοτε παρέμεινε γυναίκα.

Ας αφήσουμε όμως άλλες πένες να ασχοληθούν με το φύλο και τη σεξουαλικότητα· ας αφήσουμε το γρηγορότερο αυτά τα αποκρουστικά θέματα. Η Ορλάντο πλύθηκε και φόρεσε τουρκικά πανωφόρια και βράκες που φοριούνται κι από τα δύο φύλα, και μετά αναγκάστηκε να επανεξετάσει τη θέση της. 

Σίγουρα η θέση της ήταν ακραία, επικίνδυνη και περίπλοκη, αυτό μάλλον πρωτοσκέφτεται κάθε αναγνώστης που έχει παρακολουθήσει την ιστορία της με συμπάθεια. Νεαρή, ευγενής, όμορφη, ξυπνώντας βρέθηκε στη δυσκολότερη θέση που θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί μια νεαρή γυναίκα της τάξης της. Δε θα την κατακρίναμε αν χτυπούσε το κουδούνι, αν έβαζε τις φωνές ή λιποθυμούσε. Η Ορλάντο όμως δεν εκδήλωσε σημάδια τέτοιας διαταραχής. Όλες οι κινήσεις της ήταν απόλυτα προμελετημένες, και μπορεί κάποιος να σκεφτεί πως αυτό αποτελούσε απόδειξη κάποιου προσχεδιασμού. 

Αρχικά εξέτασε προσεκτικά τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι· πήρε εκείνα που έμοιαζαν με ποιήματα και τα φύλαξε στον κόρφο της· μετά κάλεσε το κυνηγόσκυλό της, το οποίο δεν απομακρύνθηκε ούτε στιγμή απ’ το κρεβάτι της όλες εκείνες τις μέρες αν και είχε σχεδόν πεθάνει της πείνας· το τάισε, το χτένισε· μετά έχωσε δύο πιστόλια στο ζωνάρι της· μετά πέρασε στο λαιμό της κολιέ με σμαράγδια και μαργαριτάρια φτιαγμένα με την καλύτερη ασιατική τέχνη, που αποτελούσαν μέρος της γκαρνταρόμπας του πρέσβη. 

Αφού τελείωσε και με αυτά, έγειρε στο παράθυρο, άφησε ένα μικρό σφύριγμα και κατέβηκε τη διαλυμένη και λεκιασμένη με αίμα σκάλα και βγήκε στην αυλή. Εκεί, κάτω από τη σκιά μιας γιγάντιας συκιάς, την περίμενε ένας γέρος τσιγγάνος πάνω στο γαϊδουράκι του. Κρατούσε απ’ τα γκέμια κι ένα δεύτερο. Η Ορλάντο πήδησε πάνω του· έτσι, συνοδευόμενη από ένα λιπόσαρκο σκυλί, καβάλα στο γαϊδούρι και την παρέα του τσιγγάνου, ο Πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Αυλή του Σουλτάνου έφυγε απο την Κωνσταντινούπολη.»



Η Ορλάντο κατά την επιστροφή της στην Αγγλία Vita Sackville-West 
(Από την πρώτη έκδοση του Ορλάντο)
_____________


«Αυτός ήταν γυναίκα»

Με την αλλαγή του φύλου του ήρωά της, η Βιρτζίνια Γουλφ ανακάλυψε, εκ των υστέρων, τη δυνατότητα να «παίξει» με τις πολλαπλές δυνατότητες και ερμηνείες της έμφυλης ταυτότητας και της φυλετικής διαφοράς. Κυρίως αυτό που φαίνεται πως θέλει να αποκαλύψει — διατρέχοντας με το γραπτό της τους αιώνες — είναι το πώς η γυναίκα παραμένει η απαραίτητη «άλλη» για την κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας, καταδεικνύοντας την αναγκαιότητα της παρουσίας της προκειμένου να προβληθούν οι θαυμαστές ανδρικές ιδιότητες: 

«Οι γυναίκες χρησίμευσαν όλους αυτούς τους αιώνες ως καθρέφτες, κατέχοντας τη μαγική γοητεία και την υπέροχη δύναμη να αντανακλούν την ανδρική φιγούρα διπλή από το φυσικό της μέγεθος», γράφει στο Ένα δικό σου δωμάτιο.

Δεν πρόκειται για αλλαγή λοιπόν, αλλά για την αποκάλυψη μιας συγκλονιστικής και επί αιώνες συγκεκαλυμμένης αλήθειας: της ύπαρξης ενός ξεχωριστού γυναικείου βιολογικού φύλου.

Η αναγγελία του βιογράφου «αυτός ήταν γυναίκα» («he was a woman»), συμπίπτει χρονικά με τις πρώτες προσπάθειες που γίνονται κατά τον 18ο αιώνα στο πεδίο της ανατομίας να ορίσουν τη γυναίκα ως ξεχωριστή κατηγορία και όχι ως αντανάκλαση τού άντρα. Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα κι ενα κοσμοϊστορικό γεγονός, πιο σημαντικό ακόμη και από τις Σταυροφορίες ή τον Πόλεμο των Ρόδων, όπως πληροφορούμαστε στο «Ένα δικό σου δωμάτιο», η γυναίκα της αστικής τάξης αρχίζει να γράφει, να δημοσιεύει και να κερδίζει τα προς το ζην χρησιμοποιώντας το όνομά της. Στο τέλος του 18ου αιώνα γεννιέται, δηλαδή, η γυναίκα-συγγραφέας.

Το
 magnum opus, που από τη νεαρή ηλικία του ο (ακόμα αρσενικός) Ορλάντο φιλοδοξεί να γράψει, θα το κατορθώσει στις αρχές του 20ου αιώνα ως γυναίκα και μητέρα πλέον. Όταν αποκτήσει τη θηλυκή φύση, όταν θα βιώσει τις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνουν ένα κλοιό ασφυκτικό για τη γυναίκα, τότε μόνο, οι εμπειρίες θα προσλάβουν το απαιτούμενο βάρος για να γίνει εφικτή η αποτύπωση της ώριμης σκέψης. Μόνο τότε η καλλιτεχνική δημιουργία θα υλοποιηθεί.


Adolph Hoffmeister, Virginia Woolf (1929)
_____________



«Είμαστε σαν συνθετικό ύφασμα που ξεθώριασε»


Το Ορλάντο δεν μας παρουσιάζει μιά ιδιόμορφη περίπτωση διπλής προσωπικότητας, αλλά ένα δείγμα ολοκληρωτικού κατακερματισμού. Πώς να μη διχαστείς όταν για τρεις αιώνες είσαι ταυτόχρονα άντρας και γυναίκα και επιπλέον έχεις κάποια κλίση προς την αστάθεια; 

Η προνομιακή περίπτωση της Ορλάντο δε λύνει το πρόβλημα. Αντίθετα, η Βιρτζίνια Γουλφ παγιδεύεται στο παιχνίδι της: επιχειρώντας να συνδυάσει τα φύλα σ’ ένα ιδανικό πλάσμα, πέρα από το χώρο και το χρόνο, πίστευε ότι εξασφαλίζει τη συνέχεια, ότι συμφιλιώνει τα αντίθετα. Στην πραγματικότητα απλώς κατακερματίζει άσκοπα την προσωπικότητα. Πίσω απ’ αυτήν την εξαίσια ποικιλομορφία το άτομο εξαφανίζεται και απομένουν μόνο «τεμάχια, κομμάτια, τμήματα», που αποκλείεται να ξανασμίξουν.

Αυτό το ερώτημα σχετικά με την ταυτότητά τους βασανίζει όλους τους ήρωες της Βιρτζίνια Γουλφ. Ποιος είμαι; Ένας, κανένας, εκατό, χιλιάδες, θα μπορούσαν ν’ αποκριθούν μαζί με κάποιον ήρωα του Πιραντέλλο. Το εγώ δεν είναι πια αυτός ο επιδέξια κεντημένος από τους κλασικούς θεωρητικούς καμβάς που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου. «Είμαστε γεμάτοι ραβδώσεις, παρδαλοί, σαν συνθετικό ύφασμα που ξεθώριασε». Διαμελισμένοι σαν χαρτί που το παρασέρνει ο άνεμος, υπάρχουμε όσο υπάρχει και ο κόσμος που μας περιβάλλει - ή, αν θέλετε, υπάρχουμε μέσα σε μια διαρκή και χωρίς όρια δοκιμασία, σαν τον Μπέρναρντ των Κυμάτων, ανίκανοι να διαχωρίσουμε την ιστορία μας από την ιστορία των φίλων μας, άτομα αιωρούμενα, κονιορτοποιημένα μέσα στο διάστημα, που ξαναφοράμε σαν διαδοχικά κοστούμια τις διαφορετικές στιγμές της προσωπικότητάς μας.

Η επινοημένη αλληγορία της Βιρτζίνια Γουλφ δεν είναι ασφαλέστερη άμυνα απέναντι στην απελπισία απ’ ό,τι η πραγματικότητα. Στο τέλος κάθε δρόμου υπάρχει το κενό. Ανύπαρκτη η τέλεια συμφιλίωση ανάμεσα στα αιχμαλωτισμένα άτομα, ανύπαρκτη και οποιαδήποτε πιθανή διέξοδος εκτός από το όνειρο· μα και αυτό ακόμα το όνειρο είναι στοιχειωμένο. Οι ήρωές της καθηλωμένοι από το θάνατο, διαμελισμένοι, μόνοι, δεν καταφέρνουν ποτέ ν’ αποκτήσουν πρόσωπο. Γι’ αυτούς, όπως και για τον Ρεμπώ, «η αληθινή ζωή είναι απούσα», ο κόσμος είναι άδειος, ο χρόνος ανεπανόρθωτα χαμένος. Ποιος θα μπορέσει να τους υποδείξει ένα στόχο και να τους βγάλει από την ομίχλη μέσα στην οποία ζουν; Γύρω από ποιον αρχηγό, ποιον «Δάσκαλο της τέχνης του ζην» θα μαζευτούν για να πολεμήσουν την εξωτερική ρευστότητα;

Βιρτζίνια Γουλφ, Μονίκ Νατάν, μτφρ. Κατερίνα Μαρινάκη (σελ. 101, 107-109), 
εκδόσεις Θεμέλιο


Vanessa Bell, Virginia Woolf in a Deckchair, 1912.

ΠΗΓΕΣ 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου