Κενκό Χόσι είναι το βουδιστικό όνομα του μοναχού και συγγραφέα Ουράμπε Κανεγιόσι. Γεννήθηκε το 1281 στη Γιοσίντα, ένα βορειοανατολικό προάστιο του Κιότο, την εποχή του αυτοκράτορα Γκο Ούντα, στον οποίο ήταν τρομερά αφοσιωμένος. Έγινε αξιωματικός στην αυτοκρατορική φρουρά, αλλά, όταν πέθανε ο αυτοκράτορας, το 1324, ασπάστηκε το βουδισμό και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στην ηλικία των 43 ετών και μέχρι τον θάνατό του, το 1350.
Το Τσουρέ-ζουρέ-γκουσά είναι μία συλλογή από φιλοσοφικούς στοχασμούς σε 243 παραγράφους, καθεμία ανεξάρτητη από την άλλη, και ανήκει κατεξοχήν στο ιαπωνικό λογοτεχνικό είδος που αποκαλείται ζουιχίτσου. Το Τσουρέ-ζουρέ-γκουσά είναι ένα κλασικό έργο της ιαπωνικής λογοτεχνίας και διδάσκεται στο σχολείο. Το όνομά του το έχει πάρει από την πρώτη φράση του βιβλίου. Τσουρέ-ζουρέ σημαίνει σχόλη, ραστώνη και το γκουσά σημαίνει γρασίδι, λέξη που στην ιαπωνική κουλτούρα δηλώνει μεταφορικά την ίδια τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφική σκέψη, καθώς επίσης και κάτι που δεν είναι τελειωμένο αλλά ωμό ακόμα και αδούλευτο.
Το Τσουρέ-ζουρέ-γκουσά δεσπόζει σαν ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα ζουιχίτσου, είδους έργων από δοκιμιακές σκέψεις, σημειώσεις και συλλογισμούς χωρίς εμφανή συνάφεια, συνήθως με μια φιλοσοφική θεώρηση και μια συνειρμικής λογικής οργάνωση και συνήθως όχι προορισμένα για δημοσίευση. Το ζουιχίτσου άνθησε και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα με κύριους εκπροσώπους το Βιβλίο του μαξιλαριού της Σέι Σόναγκον, το Χότζοκι του Κάμο νο Τσόμεϊ και το παρόν έργο του Κενκό. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Έντο (1603-1868) πολλοί συγγραφείς προσπάθησαν να αναβιώσουν το λογοτεχνικό αυτό είδος, ενώ υπάρχουν ακόμα πολλοί σύγχρονοί μας που δοκιμάζουν την πένα τους γράφοντας συλλογές σκέψεων, ανήκοντας έτσι στο ζουιχίτσου (η ποικίλη πένα, το πινέλο).
Παναγιώτης Ευαγγελίδης, recto/verso,
Περιοδικό Δοκιμιακού Λόγου, τεύχος 01, Δεκέμβριος 2018
...στοιχειωμένος λες από κάποια αλλόκοτη τρέλα
Στοχαστικά κάθομαι όλη μέρα απέναντι στα σύνεργα του γραψίματος και χωρίς κάτι στο μυαλό συγκεκριμένο τις σκέψεις που τρέχουν δώθε-κείθε στο μυαλό μου αραδιάζω στο χαρτί, στοιχειωμένος λες από κάποια αλλόκοτη τρέλα.
Suzuki Harunobu, Parodies of the Three Evening Poems Saigyô Hôshi
_________________
Είναι καλό για κάποιον να ’χει αβρά χαρακτηριστικά κι ωραίους τρόπους και πάντα χαίρεται κανείς να συναντάει ανθρώπους ικανούς για μια μικρή, όμορφη κουβέντα, αρκεί βέβαια να μην είναι πολύ φλύαροι. Είναι μεγάλο κρίμα όμως όταν ο πραγματικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου δεν συμβαδίζει με την ελκυστική του εμφάνιση.
Το σώμα και η εμφάνισή μας καθορίζονται βέβαια από τη φύση. Δεν γίνεται όμως να αλλάξουμε την καρδιά μας προς το καλύτερο, εάν στ’ αλήθεια το επιθυμούμε; Κι είναι πράγματι πολύ κρίμα όταν κάποιος, όσο ευπαρουσίαστος και καλός, στερείται σοφίας και χαρακτήρα, γιατί συχνά στη συνάφειά του με ανθρώπους με όψη λιγότερο ελκυστική τα έλαττώματά του θα έχουν ως συνέπεια να παραγκωνιστεί και να περάσει στην αφάνεια.
Πρέπει λοιπόν να επιδιώκουμε το μονοπάτι της πραγματικής καλλιέργειας, της λογοτεχνίας και της μουσικής. Είναι επίσης αξιέπαινο να γίνει κανείς αυθεντία στον τομέα των αρχαίων ηθών και τελετουργικών. Επίσης καλός είναι κάποιος ταχύς και προικισμένος στο γράψιμο και στο σχέδιο, κάποιος που έχει μια ευχάριστη φωνή, ένας που μπορεί να χρονόμετρά τη μουσική και που δεν αρνείται το λίγο κρασάκι, ακόμα κι αν δεν πίνει πολύ.
Utagawa Kuniyoshi (1797-1861) Forty-eight Habits of the Floating World:
The Habit of Offering More Sake, 1846
__________________
Εάν δεν κατανοεί την ομορφιά του έρωτα, πάντα θα του λείπει κάτι
Kotondo Torii, Woman Combing Her Hair, October 1929,
Ronin Gallery, New York
___________
...μ’ ένα σχοινί πλεγμένο από μαλλιά γυναίκας μπορούμε να δέσουμε ακόμα κι έναν δυνατό ελέφαντα
Το πρώτο πράγμα που τραβάει το βλέμμα ενός άντρα είναι η όμορφη κόμη μιας γυναίκας· μπορεί κανείς όμως να καταλάβει τι είδους άνθρωπος είναι και τη θέση της στην κοινωνία αν την ακούσει να μιλάει ακόμα και πίσω από ένα παραβάν. Η παραμικρή της κίνηση, ακόμα κι όταν πηγαίνει με αθωότητα να καθίσει, μπορεί να αναστατώσει την καρδιά ενός άντρα. Στ’ αλήθεια, όταν μια γυναίκα παύει να τηρεί τους τύπους, ο άντρας δεν μπορεί πια να κλείσει μάτι κι είναι ικανός ακόμα και τη ζωή του να παίξει κορόνα-γράμματα. Κι επίσης μπορεί να πραγματοποιήσει άθλους αδύνατους αλλιώς, μόνο και μόνο με την ελπίδα να κερδίσει τον έρωτά της.
Βαθιές πράγματι οι ρίζες της αγάπης και πέρα μακριά η πηγή της, πολλές οι απολαύσεις των έξι αισθήσεων· οφείλουμε όλες να τις περιφρονούμε, η πιο μεγάλη όμως όλων είναι αυτή εδώ η χίμαιρα. Και σ’ αυτό δεν γνωρίζει διαφορά ο γέρος απ’ τον νέο, ο σοφός απ’ τον ανόητο. Ξέρουμε πως μ’ ένα σχοινί πλεγμένο από μαλλιά γυναίκας μπορούμε να δέσουμε ακόμα κι έναν δυνατό ελέφαντα και πως τα αρσενικά ελάφια το φθινόπωρο δεν γίνεται να μην αποκριθούν στον ήχο που κάνει ένα ξύλινο σανδάλι στο πόδι ενός κοριτσιού. Κατά συνέπεια, πρέπει να νουθετούμε εαυτούς ενάντια στο είδος αυτό της χίμαιρας και να είμαστε πολύ προσεκτικοί και σε επαγρύπνηση.
Jo-no-mai by Uemura Shoen, 1936
Tokyo National University of Fine Arts and Music, Tokyo
___________
Μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά για τον χαρακτήρα του ιδιοκτήτη βλέποντας ένα σπίτι.
Μόλο που το επίγειο σπίτι μας είναι μονάχα ένα πρόσκαιρο αναπαυτήριο, αν είναι χαριτωμένο και καλαίσθητο, θα μας προσφέρει σίγουρα κάποιες μικρές χαρές. Ακόμα και το φεγγαρόφωτο που χύνεται πάνω στη γαλήνια κατοικία ενός καλού ανθρώπου είναι παραπάνω από εντυπωσιακό· και, παρόλο που μπορεί να μην είναι μοντέρνο και μεγαλοπρεπές, η αρχαία συστάδα των δέντρων, ο κήπος με τα φυτά που δεν έχουν μεγαλώσει τεχνητά μα το καθένα με τον δικό του τρόπο, το παγκάκι από μπαμπού, ο καλοφτιαγμένος μικρός φράχτης και η όμορφα βαλμένη του επίπλωση ανακαλούν παλιά ιδανικά και μας βυθίζουν σε μια γαλήνια σαγήνη.
Πόσο όμως άσχημο και θλιβερό είναι για το μάτι να βλέπει σπάνια και πολύτιμα έπιπλα από την Κίνα και την Ιαπωνία, στιλβωμένα και φινιρισμένα από διάφορους τεχνίτες με τις μεγαλύτερες ικανότητες, κακοβαλμένα, με τα φυτά και τα δέντρα στον κήπο μεγαλωμένα με παράλογα άσχημους τρόπους.
Βέβαια κανείς δεν ζει για πάντα και μια απλή ματιά αρκεί για να μου υπενθυμίσει πως όλα θα χαθούν σαν μια γραμμή καπνού. Ναι, τελικά μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά για τον χαρακτήρα του ιδιοκτήτη βλέποντας ένα σπίτι.
Μια παραγγελία είχε κάποτε δοθεί στο παλάτι του Γκο Τόκου Ντάιτζι νο Οτόντο, που απαγόρευε να φωλιάζουν εκεί οι μικροί αετοί. Και ο Σάιγκιο, όταν είδε κάποιους άντρες να απλώνουν σχοινιά για την αναχαίτισή τους, είπε: «Τι τον πειράζει αν τα αετόπουλα κάθονται εκεί πάνω; Τέτοια καρδιά έχει αυτός ο ευγενής;» και έκτοτε δεν παρουσιάστηκε ποτέ πια να του υποβάλει τα σέβη του.
Το περιστατικό αυτό μου ’ρθε στη μνήμη σε κάποια άλλη περίσταση, όταν πάλι άπλωναν παρόμοια σχοινιά στη στέγη του παλατιού Κόσακα, όπου ζει ο πρίγκιπας Άγια νο Κότζι. Σ’ αυτήν όμως την περίσταση οι άνθρωποι μού είπαν: «Το κάνουνε επειδή η Αυτού Μεγαλειότης στεναχωριόταν που έβλεπε τα σμήνη των κορακιών ν’ αρπάζουν τα βατράχια απ’ τη λιμνούλα», κι αναλογίστηκα τότε πόσο ευγενές ήταν ένα τέτοιο συναίσθημα. Ο Τόκου Ντάιτζι τι να ’χε άραγε στο μυαλό του;
Είναι ωραίο να ζει κανείς ταπεινά......
Είναι ωραίο να ζει κανείς ταπεινά, να απεκδυθεί κάθε πολυτέλειας, να μην αποθηκεύει πλούτη, να μην προσκολλάται στα του κόσμου τούτου. Από τα αρχαία χρόνια ελάχιστοι ήταν οι σοφοί που ήταν πλούσιοι σε χρήμα.
Ζούσε κάποτε στην Κίνα κάποιος με το όνομα Κιο Γιου, που δεν είχε καμία περιουσία απολύτως· βλέποντάς τον κάποιος να πίνει νερό μέσα απ’ τις χούφτες τού έδωσε μια κολοκύθα. Εκείνος την κρέμασε στο κλαδί ενός δέντρου, ο αέρας όμως την πήγαινε πέρα - δώθε και έκανε τόσο θόρυβο, που στο τέλος την κατέβασε από κει πάνω και την πέταξε. Και άρχισε πάλι να πίνει νερό μέσα από τα χέρια του. Τι καθάρια ψυχή πρέπει να έκρυβε μέσα του!
Κι έπειτα ήταν ο Σόνσιν, που, μην έχοντας σκέπασμα να ρίξει πάνω του τις νύχτες του χειμώνα, πήρε ένα δεμάτι άχυρα και χωνόταν από κάτω του το βράδυ, ενώ με το που ξημέρωνε το σήκωνε και το έβαζε στο πλάι.
Οι Κινέζοι θεωρούν αυτούς τους άντρες έξοχα παραδείγματα προς μίμηση και γράφουν γι' αυτούς στα χρονικά εξασφαλίζοντάς τους υστεροφημία. Στην Ιαπωνία, ακόμα κι αν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μιλήσει γι’ αυτούς.
Aυτοί που έφυγαν αρχίζουν μέρα με τη μέρα να ξεθωριάζουν στον νου μας....
Δεν υπάρχει τίποτα πιο λυπητερό απ' την περίοδο που ακολουθεί τον θάνατο ενός ανθρώπου. Στη διάρκεια των σαράντα εννέα ημερών του πένθους αποσυρόμαστε στον ναό κάποιου χωριού πάνω στα άγρια βουνά ή σε κάποιο μικρό δυσπρόσιτο σημείο κι εκεί, μαζί με άλλους πολλούς ακόμα, οι καρδιές μας αγαλλιάζουν καθώς εκτελούμε τις τελετουργίες του θανάτου. Οι μέρες περνάνε σαν αστραπή. Την τελευταία μέρα αυτής της πένθιμης περιόδου μάς διακατέχει όλους μεγάλη θλίψη και κανείς δεν μιλάει σε κανέναν, καθένας ετοιμάζει μόνος τις αποσκευές του κι ύστερα χωριζόμαστε και σκορπάμε προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όταν όμως επιστρέφουμε, υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στο σπίτι που μάς θλίβουν ακόμα περισσότερο. Τόσα και τόσα που πρέπει να προσέξουμε να αποσιωπηθούν «ώστε να μη στεναχωρηθούν εκείνοι που είναι ακόμα ζωντανοί», αλλά το να σκεφτόμαστε με τέτοιον τρόπο εν τω μέσω τόσης θλίψης μάς κάνει να δείχνουμε ακόμα πιο αναίσθητοι.
Καθώς περνούν οι μήνες του χρόνου, παρόλο που ούτε για μια στιγμή δεν ξεχνάμε, αυτοί που έφυγαν αρχίζουν μέρα με τη μέρα να ξεθωριάζουν στον νου μας, ενώ, ακόμα κι αν τους θυμόμαστε, οι μέρες μαζί τους χάνονται στον χρόνο, αρχίζουμε να μιλάμε για μικροπράγματα, να γελάμε και να χαιρόμαστε.
Το νεκρό σώμα θάβεται μακριά στο μοναχικό χωριό ενός μακρινού βουνού και επισκεπτόμαστε τον τάφο μόνο σε ειδικές ημερομηνίες, ενώ σύντομα βρύα φυτρώνουν στις ξύλινες ταφικές πλάκες που θάβονται κάτω από τα πεσμένα φύλλα των δέντρων και μόνο ο νυχτερινός άνεμος και το φεγγάρι μάς δίνουν ακόμα μια κάποια, μικρή παρηγοριά. Όσο κρατάει η ζωή των πενθούντων που θυμούνται και επισκέπτονται τους νεκρούς τους όλα βαίνουν ακόμη καλώς, σύντομα όμως κι αυτοί οι ίδιοι καταλήγουν να πεθάνουν· εκείνοι όμως που γνωρίζουν τον νεκρό μόνο από αφηγήσεις και ακούσματα θα νιώσουν άραγε κάποια θλίψη; Και μετά, όταν παύσουν οι τελετές του πένθους, η καταγωγή του νεκρού και το όνομά του το ίδιο βουλιάζουν στην αφάνεια και μόνο η ανοιξιάτικη χλόη, που κάθε χρόνο πάντα το ίδιο απαράλλαχτα φυτρώνει, μένει να συγκινεί εκείνους που έχουν ευαισθησία.
Στο τέλος ακόμα και το πεύκο που θρηνεί στην καταιγίδα, πριν προλάβει να συμπληρώσει τα χίλια του χρόνια, το κόβουν οι άνθρωποι για καυσόξυλο κι ο παλιός τάφος γίνεται ένα με τον αγρό όπου ήταν σκαμμένος. Και μετά, τι κρίμα, όλα εξαφανίζονται.
Τόσο αγροίκος, που η πένα του δεν δέησε να γράψει τίποτα για το χιόνι....
Πόσο όμως άσχημο και θλιβερό είναι για το μάτι να βλέπει σπάνια και πολύτιμα έπιπλα από την Κίνα και την Ιαπωνία, στιλβωμένα και φινιρισμένα από διάφορους τεχνίτες με τις μεγαλύτερες ικανότητες, κακοβαλμένα, με τα φυτά και τα δέντρα στον κήπο μεγαλωμένα με παράλογα άσχημους τρόπους.
Βέβαια κανείς δεν ζει για πάντα και μια απλή ματιά αρκεί για να μου υπενθυμίσει πως όλα θα χαθούν σαν μια γραμμή καπνού. Ναι, τελικά μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά για τον χαρακτήρα του ιδιοκτήτη βλέποντας ένα σπίτι.
Μια παραγγελία είχε κάποτε δοθεί στο παλάτι του Γκο Τόκου Ντάιτζι νο Οτόντο, που απαγόρευε να φωλιάζουν εκεί οι μικροί αετοί. Και ο Σάιγκιο, όταν είδε κάποιους άντρες να απλώνουν σχοινιά για την αναχαίτισή τους, είπε: «Τι τον πειράζει αν τα αετόπουλα κάθονται εκεί πάνω; Τέτοια καρδιά έχει αυτός ο ευγενής;» και έκτοτε δεν παρουσιάστηκε ποτέ πια να του υποβάλει τα σέβη του.
Το περιστατικό αυτό μου ’ρθε στη μνήμη σε κάποια άλλη περίσταση, όταν πάλι άπλωναν παρόμοια σχοινιά στη στέγη του παλατιού Κόσακα, όπου ζει ο πρίγκιπας Άγια νο Κότζι. Σ’ αυτήν όμως την περίσταση οι άνθρωποι μού είπαν: «Το κάνουνε επειδή η Αυτού Μεγαλειότης στεναχωριόταν που έβλεπε τα σμήνη των κορακιών ν’ αρπάζουν τα βατράχια απ’ τη λιμνούλα», κι αναλογίστηκα τότε πόσο ευγενές ήταν ένα τέτοιο συναίσθημα. Ο Τόκου Ντάιτζι τι να ’χε άραγε στο μυαλό του;
Ο κήπος του ναού Hasedera στην Καμακούρα, χαρακτηριστικός της Ζεν βουδιστικής φιλοσοφίας
________________
Είναι ωραίο να ζει κανείς ταπεινά, να απεκδυθεί κάθε πολυτέλειας, να μην αποθηκεύει πλούτη, να μην προσκολλάται στα του κόσμου τούτου. Από τα αρχαία χρόνια ελάχιστοι ήταν οι σοφοί που ήταν πλούσιοι σε χρήμα.
Ζούσε κάποτε στην Κίνα κάποιος με το όνομα Κιο Γιου, που δεν είχε καμία περιουσία απολύτως· βλέποντάς τον κάποιος να πίνει νερό μέσα απ’ τις χούφτες τού έδωσε μια κολοκύθα. Εκείνος την κρέμασε στο κλαδί ενός δέντρου, ο αέρας όμως την πήγαινε πέρα - δώθε και έκανε τόσο θόρυβο, που στο τέλος την κατέβασε από κει πάνω και την πέταξε. Και άρχισε πάλι να πίνει νερό μέσα από τα χέρια του. Τι καθάρια ψυχή πρέπει να έκρυβε μέσα του!
Κι έπειτα ήταν ο Σόνσιν, που, μην έχοντας σκέπασμα να ρίξει πάνω του τις νύχτες του χειμώνα, πήρε ένα δεμάτι άχυρα και χωνόταν από κάτω του το βράδυ, ενώ με το που ξημέρωνε το σήκωνε και το έβαζε στο πλάι.
Οι Κινέζοι θεωρούν αυτούς τους άντρες έξοχα παραδείγματα προς μίμηση και γράφουν γι' αυτούς στα χρονικά εξασφαλίζοντάς τους υστεροφημία. Στην Ιαπωνία, ακόμα κι αν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μιλήσει γι’ αυτούς.
Aυτοί που έφυγαν αρχίζουν μέρα με τη μέρα να ξεθωριάζουν στον νου μας....
Αυτοί που έχουν φύγει
Γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και πιο ξένοι
Αυτοί που μόλις έχουν έρθει
Γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και πιο φίλοι.
Από την κινέζικη ανθολογία Μόνζεν
Δεν υπάρχει τίποτα πιο λυπητερό απ' την περίοδο που ακολουθεί τον θάνατο ενός ανθρώπου. Στη διάρκεια των σαράντα εννέα ημερών του πένθους αποσυρόμαστε στον ναό κάποιου χωριού πάνω στα άγρια βουνά ή σε κάποιο μικρό δυσπρόσιτο σημείο κι εκεί, μαζί με άλλους πολλούς ακόμα, οι καρδιές μας αγαλλιάζουν καθώς εκτελούμε τις τελετουργίες του θανάτου. Οι μέρες περνάνε σαν αστραπή. Την τελευταία μέρα αυτής της πένθιμης περιόδου μάς διακατέχει όλους μεγάλη θλίψη και κανείς δεν μιλάει σε κανέναν, καθένας ετοιμάζει μόνος τις αποσκευές του κι ύστερα χωριζόμαστε και σκορπάμε προς όλες τις κατευθύνσεις.
Όταν όμως επιστρέφουμε, υπάρχουν ένα σωρό πράγματα στο σπίτι που μάς θλίβουν ακόμα περισσότερο. Τόσα και τόσα που πρέπει να προσέξουμε να αποσιωπηθούν «ώστε να μη στεναχωρηθούν εκείνοι που είναι ακόμα ζωντανοί», αλλά το να σκεφτόμαστε με τέτοιον τρόπο εν τω μέσω τόσης θλίψης μάς κάνει να δείχνουμε ακόμα πιο αναίσθητοι.
Okunoin Cemetery Mt.Koya, Japan
___________________
Το νεκρό σώμα θάβεται μακριά στο μοναχικό χωριό ενός μακρινού βουνού και επισκεπτόμαστε τον τάφο μόνο σε ειδικές ημερομηνίες, ενώ σύντομα βρύα φυτρώνουν στις ξύλινες ταφικές πλάκες που θάβονται κάτω από τα πεσμένα φύλλα των δέντρων και μόνο ο νυχτερινός άνεμος και το φεγγάρι μάς δίνουν ακόμα μια κάποια, μικρή παρηγοριά. Όσο κρατάει η ζωή των πενθούντων που θυμούνται και επισκέπτονται τους νεκρούς τους όλα βαίνουν ακόμη καλώς, σύντομα όμως κι αυτοί οι ίδιοι καταλήγουν να πεθάνουν· εκείνοι όμως που γνωρίζουν τον νεκρό μόνο από αφηγήσεις και ακούσματα θα νιώσουν άραγε κάποια θλίψη; Και μετά, όταν παύσουν οι τελετές του πένθους, η καταγωγή του νεκρού και το όνομά του το ίδιο βουλιάζουν στην αφάνεια και μόνο η ανοιξιάτικη χλόη, που κάθε χρόνο πάντα το ίδιο απαράλλαχτα φυτρώνει, μένει να συγκινεί εκείνους που έχουν ευαισθησία.
Στο τέλος ακόμα και το πεύκο που θρηνεί στην καταιγίδα, πριν προλάβει να συμπληρώσει τα χίλια του χρόνια, το κόβουν οι άνθρωποι για καυσόξυλο κι ο παλιός τάφος γίνεται ένα με τον αγρό όπου ήταν σκαμμένος. Και μετά, τι κρίμα, όλα εξαφανίζονται.
Τόσο αγροίκος, που η πένα του δεν δέησε να γράψει τίποτα για το χιόνι....
Ένα πρωινό, μετά από μια όμορφη χιονόπτωση, έστειλα γράμμα στο σπίτι ενός φίλου σχετικά με μια υπόθεση για την οποία ήθελα να του μιλήσω, χωρίς όμως καθόλου να αναφερθώ στο χιόνι, και εκείνος μου έστειλε: «Πώς είναι δυνατόν να κάθομαι ν’ ακούω έναν άνθρωπο τόσο διεστραμμένο και αγροίκο, που η πένα του δεν δέησε να γράψει τίποτα για το χιόνι που έχει πέσει; Τι καρδιά χτυπάει μέσα στο στήθος του;», απάντηση που με διασκέδασε πολύ. Τώρα ο άνθρωπος που έγραψε αυτή την επιστολή έχει πεθάνει, κι εγώ διατηρώ ακόμη την ανάμνηση του μικρού αυτού περιστατικού.
Torii Kiyonaga, Women in Snowy Garden. Ukiyo-e woodblock print, 1786
...ούτε σοφία ούτε γνώση ούτε ταλέντα ούτε δόξα
Κάλλιο ένα φλασκί σάκε
Απ’ το ν' αφήσω πίσω μου βουνά χρυσάφι μέχρι τη Μεγάλη Άρκτο.
Από την συλλογή κινέζικης ποίησης "Χακούσι Μπουντζού"
Μερικοί ζουν με την ελπίδα πως το όνομά τους θα παραμείνει αθάνατο και μετά τη δική τους αποχώρηση από τη ζωή. Δεν μπορούμε όμως με κανέναν τρόπο να πούμε πως ένας άνθρωπος υπερέχει επειδή κατέκτησε υψηλό βαθμό αξιώματος και χαίρει γενικού σεβασμού. Όσο βλαξ και άνους κι αν είναι κάποιος, εάν γεννήθηκε σε καλό σπίτι και βοηθούσης και της τύχης, μπορεί να κατακτήσει υψηλό αξίωμα και χλιδή. Υπάρχουν όμως πολλοί σοφοί και εξέχοντες άνθρωποι που από μόνοι τους απαρνήθηκαν τα αξιώματα και ενάντια στα κελεύσματα των καιρών επέλεξαν να παραμείνουν και να πεθάνουν σε μια κατώτερη κοινωνική θέση. Εκείνοι που με νύχια και με δόντια αγωνίζονται για υψηλά αξιώματα και διακρίσεις έρχονται δεύτεροι σε ανοησία μετά από εκείνους που άπληστα γυρεύουν πλούτη.
Nikko Toshugu Shrine, Japan.
_____________
Υπάρχουν δε και εκείνοι που στόχος τους είναι ν' αφήσουν πίσω τους τη φήμη για τη σοφία και το πνεύμα, στα οποία διέπρεψαν· αν όμως κάτσουμε να το συλλογιστούμε καλύτερα, θα δούμε πως η επιθυμία αυτή για υστεροφημία στην πραγματικότητα είναι αγάπη για τη δόξα. Κι εκείνοι όμως που πιθανώς να επαινεθούν ή να κατηγορηθούν δεν θα είναι για πολύ ζωντανοί κι οι ίδιοι. Αλλά και εκείνοι που μπορεί στη συνέχεια να τους έχουν ακουστά λόγω της φήμης τους θα φύγουν κι αυτοί σύντομα. Ενώπιον ποιου πρέπει να ντραπούμε λοιπόν και ποιου την αναγνώριση να ποθούμε; Επιπλέον, ο έπαινος είναι η ρίζα της συκοφαντίας. Άρα το ν' αφήσει κανείς ένα καλό όνομα μετά τον θάνατό του δεν είναι τελείως ανώφελο; Κι εκείνος που αυτό ποθεί έρχεται τρίτος σε βαθμό ανοησίας.
Εν τούτοις, αν μπορούσα να πω εδώ μερικές λέξεις σε όσους επιζητούν μανιωδώς τη γνώση και αναλώνονται στην επιθυμία για σοφία, θα ήταν ότι η γνώση παράγει πλάνες. Το ταλέντο από τη μεριά του συνδαυλίζει και φουσκώνει τα γήινα πάθη. Γνώση αποκτημένη με μελέτη και μαθητεία στα λεγόμενα άλλων δεν είναι πραγματική σοφία. Τότε για ποια σοφία μιλάμε; Γιατί το σωστό και το λάθος είναι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και τι μπορούμε να πούμε πως είναι το σωστό;
Κάποιος που είναι αυθεντικός (αυτός που γνωρίζει το πραγματικό μονοπάτι, ο άνθρωπος που έχει εφαρμόσει στη ζωή του την τέλεια αρετή) δεν έχει ούτε σοφία ούτε γνώση ούτε ταλέντα ούτε δόξα. Ποιος θα μπορούσε να τον αποτιμήσει και να μιλήσει γι’ αυτόν στούς άλλους; Κι αυτό όχι επειδή κρύβει τις αρετές του ή προσποιείται τον τρελό· αλλά απλώς γιατί όλη του η ύπαρξη κατοικεί πέρα από τα όρια της σοφίας ή της ανοησίας, του πλούτου ή της φτώχειας.
Μίλησα ήδη για την αναζήτηση πλούτου και δόξας αυτών που η καρδιά έχει παραπλανηθεί. Τα πάντα, όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου, είναι ανώφελα. Δεν χρειάζεται να μιλάμε για αυτά. Δεν χρειάζεται να τα αναζητούμε.
Βαρέλια με σάκε, Itsukushima-Jinja Shrine
_____________
«Κατάργησε όλους τους δεσμούς με τις ανθρώπινες υποθέσεις...»
Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός που δεν του αρέσει και το βρίσκει μάλιστα βαρετό να ζει εν σχόλη; Πόσο ωραίο είναι απλώς να είσαι μόνος χωρίς τίποτα να αποσπά την προσοχή σου. Όταν ζει κανείς τη ζωή ενός ανθρώπου του κόσμου η καρδιά του είναι αιχμάλωτη ποταπών πειρασμών και εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί. Οι άλλοι μάς εμπλέκουν και μας επηρεάζουν με τις κοσμικές κουβέντες τους κι έτσι χάνουμε τη δική μας αυθεντικότητα, γιατί με τον έναν γλεντάς, με τον άλλο τσακώνεσαι, τη μια στιγμή θυμώνεις, την άλλη αγαλλιάζεις κι η καρδιά δεν έχει ούτε μια στιγμή γαλήνης. Η σκέψη και η διάκριση θολώνουν ιδιαίτερα, η εμπλοκή μας στα υπέρ και στα κατά ενός ζητήματος, στη λογική του κέρδους και της ζημιάς μάς κρατά σε συνεχή αναστάτωση.
Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός που δεν του αρέσει και το βρίσκει μάλιστα βαρετό να ζει εν σχόλη; Πόσο ωραίο είναι απλώς να είσαι μόνος χωρίς τίποτα να αποσπά την προσοχή σου. Όταν ζει κανείς τη ζωή ενός ανθρώπου του κόσμου η καρδιά του είναι αιχμάλωτη ποταπών πειρασμών και εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί. Οι άλλοι μάς εμπλέκουν και μας επηρεάζουν με τις κοσμικές κουβέντες τους κι έτσι χάνουμε τη δική μας αυθεντικότητα, γιατί με τον έναν γλεντάς, με τον άλλο τσακώνεσαι, τη μια στιγμή θυμώνεις, την άλλη αγαλλιάζεις κι η καρδιά δεν έχει ούτε μια στιγμή γαλήνης. Η σκέψη και η διάκριση θολώνουν ιδιαίτερα, η εμπλοκή μας στα υπέρ και στα κατά ενός ζητήματος, στη λογική του κέρδους και της ζημιάς μάς κρατά σε συνεχή αναστάτωση.
Μεθυσμένοι από πλάνες, είναι σαν να ζούμε στη ζάλη ενός ονείρου. Απασχολημένοι να τρέχουν εδώ κι εκεί, ξεχνώντας αλόγιστα τι είναι σημαντικό και τι όχι, έτσι είναι οι πιο πολλοί άνθρωποι ετούτου του κόσμου. Και πάλι όμως, ακόμα και όταν κάποιος δεν ακολουθεί συνειδητά το αληθινό μονοπάτι, εάν, απομακρυσμένος από την επιρροή του κόσμου, διάγει τον βίο του εν γαλήνη και η καρδιά του δεν σκιάζεται από τις υποθέσεις ετούτου του κόσμου αλλά παραμένει ήρεμη, θα είναι, τουλάχιστον για την ώρα, ευτυχισμένος. Όπως είναι γραμμένο και στη Μάκα Σίκουαν: «Κατάργησε όλους τους δεσμούς με τις ανθρώπινες υποθέσεις, τις επιδεξιότητες και τα ταλέντα, την κοινωνική αναγνώριση, τη μελέτη και τη μάθηση».
Yoshitoshi Taiso (1839-1892), Sanetaka - New Forms of Thirty-six Ghosts
_______________
Κάποιος που σπούδαζε τοξοβολία στάθηκε απέναντι από τον στόχο κρατώντας δύο βέλη στο χέρι του. Ο εκπαιδευτής όμως τού είπε: «Ένας αρχάριος δεν πρέπει ποτέ να έχει και δεύτερο βέλος, επειδή, όσο ξέρει πως έχει ένα ακόμα, θα είναι απρόσεκτος με το πρώτο. Κανονικά κάθε φορά που ρίχνει πρέπει να σκέφτεται πως με αυτή τη βολή θα χτυπήσει τον στόχο και να μην έχει τίποτα άλλο στο μυαλό του έξω από αυτό». Αναμφίβολα με μόνο δύο βέλη δεν θα έκανε μεγάλες ανοησίες μπροστά στον εκπαιδευτή του με το ένα από αυτά. Όμως, αν και ο ίδιος μπορεί να μη συνειδητοποιούσε πως είναι απρόσεκτος, ο δάσκαλός του το ήξερε. Πρέπει να κρατάμε αυτή τη συμβουλή κατά νου σε κάθε περίσταση.
Ο άνθρωπος που ακολουθεί τον δρόμο της μάθησης σκέφτεται με σιγουριά το βράδυ ότι έρχεται το πρωί και το πρωί ότι έρχεται το βράδυ και πως θα έχει τότε πολύ περισσότερο χρόνο για τις βαθυστόχαστες μελέτες του, κι αυτός ο άνθρωπος είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αναγνωρίσει την απώλεια των στιγμών. Πόσο δύσκολο είναι στ’ αλήθεια να κάνεις κάτι αμέσως, τώρα, τη στιγμή που το σκέφτεσαι!
Κακοί φίλοι....καλοί φίλοι
Kuniyoshi (1852-53), Nojiri
_______
Το φεγγάρι τάχα και τα λουλούδια υπάρχουν μόνο όταν τα βλέπουμε με τα μάτια μας;
Κλεισμένος στο σπίτι
Πού να ’χει πάει η άνοιξη από τότε που ήμουνα έξω τελευταία φορά;
Τα χαρούμενα άνθη της κερασιάς που τόσο λαχτάρησα
Τώρα μαραίνονται και πέφτουν.
Από την ανθολογία Κόκινσου (περιλαμβάνει 1100 ποιήματα, κυρίως της εποχής Χεϊάν, που η τελική τους μορφή χρονολογείται το 905 της σημερινής εποχής)
_______________
Είναι άραγε μόνο όταν τα λουλούδια βρίσκονται σε πλήρη άνθιση και όταν το φεγγάρι λάμπει άσκιαχτο από σύννεφα που αξίζει να τα θαυμάζουμε; Όμως το να ερωτεύεσαι το φεγγάρι που υποψιάζεσαι πίσω απ’ τη βροχή, το να είσαι κλεισμένος στο σπίτι σου και χωρίς να το πάρεις μυρωδιά η άνοιξη να έχει παρέλθει σε κάνει πιο πλούσιο σε αισθήσεις και αποχρώσεις.
Τα κλαδάκια που είναι γυμνά ακόμα από άνθη κι ένας κήπος στρωμένος μαραμένα πέταλα είναι εξίσου άξια θαυμασμού. Είναι άραγε στίχοι όπως το Πηγαίνοντας να δούμε τα άνθη και βρίσκοντας τα πέταλά τους σκόρπια και μαραμένα ή το Δεν κατάφερα να βγω απ’ το σπίτι κι έτσι δεν πήγα να τα δω κατώτεροι με οποιοδήποτε τρόπο από εκείνον που λέει ότι πήγα και είδα τα λουλούδια;
Όταν τα πέταλα έχουν σκορπίσει ή όταν το φεγγάρι βυθίζεται και χάνεται, ποθούμε μέσ’ απ’ την ψυχή μας να τα δούμε να εμφανίζονται και πάλι, εκείνος όμως που στερείται λεπτού γούστου λέει μονάχα «από τούτα τα κλαδιά τα πέταλα έχουν σκορπίσει εδώ κι εκεί, έτσι δεν έχουν πια τίποτα αξιοθέατο».
Kiyochika, Cherry blossoms at Mukojima (with Mt Fuji visible across the bay)
____________________
Ασύγκριτα πιο συγκινητικό απ’ το να κοιτάζει κανείς μια αψεγάδιαστη πανσέληνο είναι το να βλέπεις το φεγγάρι λίγο πριν την αυγή, χλωμό και μοναχικό πάνω απ' τα κλαδιά των κέδρων στα άγρια βουνά, να ανακαλύπτει τις σκιές ανάμεσα από τα δέντρα και το πώς όλα σκοτεινιάζουν κάτω απ’ τα συμπλέγματα που σχηματίζουν τα σύννεφα, καθώς αρχίζει να πέφτει μια σιγανή βροχή. Τότε είναι που τα φύλλα της βελανιδιάς μέσα στην υγρή τους λάμψη τρυπάνε την καρδιά μας, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε την πρωτεύουσα και τη συντροφιά των φίλων μας.
Αυτό που μονάχα τους νοιάζει είναι να δουν τις φανφάρες.......
Yoshitoshi, Lune Ishiyama, October 1889
___________
Το φεγγάρι τάχα και τα λουλούδια υπάρχουν μόνο όταν τα βλέπουμε με τα μάτια μας; Η άνοιξη χωρίς κανείς να βγει απ’ το σπίτι του και μια φεγγαρόφωτη νύχτα ενώ είμαστε κλεισμένοι στο δωμάτιό μας είναι στ’ άλήθεια πηγές μεγαλύτερης ευχαρίστησης και γοητείας. Ένας άνθρωπος καλού γούστου δεν κάνει ποτέ επίδειξη θαυμασμού. Και πάντα είναι συγκρατημένος σε σχέση με την απόλαυση που αισθάνεται. Ένας χωριάτης όμως εκστασιάζεται με τα πάντα, πράγμα που εκδηλώνει με τρομερό ενθουσιασμό. Θα περάσει σπρώχνοντας μέσα απ’ όλους στο πλήθος μέχρι να φτάσει στα λουλούδια και θα σταθεί εκεί κοιτάζοντάς τα χωρίς να ξεκολλάει τα μάτια του, πίνοντας το σάκε του ενώ κατεβάζει ποιηματάκια απ’ την κούτρα του, και στο τέλος θα κόψει κιόλας άκαρδα ένα μεγάλο ανθισμένο κλαδί να το πάρει μαζί του. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα πλατσουρίσει με χέρια και πόδια μέσα στην πηγή, θ’ αφήσει τα ίχνη των υποδημάτων του στο άσπιλο χιόνι και για όλα θα κάνει το ίδιο, χωρίς να μπορεί να θαυμάσει τίποτα από μια λογική απόσταση.
Kiyochika, The iris garden at Horikiri
___________
Είναι πολύ παράξενο να βλέπει κανείς ανθρώπους αυτού του είδους να παρακολουθούν την πομπή της γιορτής του Κάμο. Λέγοντας «Το θέαμα της παρέλασης είναι πολύ αργά και δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε στο μπαλκόνι μέχρι να φανούν», αποσύρονται στο πίσω μέρος του σπιτιού και πίνουν σάκε, μασουλάνε κατιτίς και παίζουν γκο και σουγκορόκου. Μετά, όταν κάποιος που έχει παραμείνει έξω φωνάζει «Έρχονται!», όλοι τους σκοτώνονται ποιος θα φτάσει πρώτος στο μπαλκόνι, σπρώχνουν τις κουρτίνες και στριμώχνονται όλοι μαζί σε σημείο να υπάρχει φόβος να πέσουν, φροντίζοντας όμως να μη χάσουν στιγμή απ’ το θέαμα. «Για κοίτα εκεί», φωνάζουν για το καθετί και μετά, αφού η πομπή περάσει, κατεβαίνουν πάλι κάτω λέγοντας: «Άντε, να 'μαστε καλά πάλι μέχρι την επόμενη φορά». Αλίμονο, αυτό που μονάχα τους νοιάζει είναι να δουν τις φανφάρες. Σχεδόν όλοι οι πρωτοκλασάτοι άνθρωποι της πρωτεύουσας παρακολουθούν μισοκοιμισμένοι και βλέπουν πολύ λίγα πράγματα. Ταυτόχρονα οι νεαροί κατώτερης κοινωνικής βαθμίδας, που είναι εκεί για να τους υπηρετούν, αλλά και εκείνοι που κάθονται στις πίσω θέσεις, δεν σκύβουν ποτέ μπροστά με αγένεια για να μπορέσουν να δουν, και έτσι τελικά κανείς δεν βγαίνει απ’ τη βολή του για να παρακολουθήσει την πομπή να περνάει.
Όλα είναι στολισμένα με φύλλα από αόι, πράγμα που εξασκεί επάνω μου, δεν ξέρω γιατί, μια παράξενη γοητεία. Καθώς χαράζει η μέρα, ήσυχα καταφθάνουν αμάξια και αναρωτιέμαι ποιανού είναι το ένα και ποιανού το άλλο, μέχρι πιθανώς να αναγνωρίσω τους οδηγούς και τους υπηρέτες. Όλη αυτή η φαντασμαγορία ομορφιάς και μεγαλοπρέπειας που πηγαίνει και έρχεται δεν μου αφήνει πολύ χρόνο για την ίδια την πομπή. Την ώρα που δύει ο ήλιος όμως πού έχουν πάει όλες αυτές οι σειρές των αμαξών και οι άνθρωποι που παρακολουθούσαν; Το τρίξιμο των τροχών δεν ακούγεται πια, οι κουρτίνες και οι ψάθες έχουν μαζευτεί και, καθώς παρακολουθώ, τίποτα δεν απομένει παρά μια ερήμωση, που μου φέρνει θλίψη καθώς τη συγκρίνω με αυτήν του ίδιου του κόσμου και του εφήμερου των ανθρωπινών. Η θέα του μεγάλου δρόμου είναι ίσως το πραγματικό νόημα του εορτασμού.
Καθώς αναγνωρίζω ήδη πολλούς μέσα στο πλήθος που βλέπω να περνάει πάνω-κάτω μπροστά απ' αυτό το μπαλκόνι, σκέφτομαι πως όλος ο πληθυσμός του κόσμου δεν μπορεί να είναι τελικά τόσο μεγάλος. Ακόμα κι αν η μοίρα μου το ’χει να πεθάνω μετά απ’ όλους αυτούς, και πάλι δεν πρέπει να ’χω πολύ ακόμα που θα βρίσκομαι εδώ κάτω. Εάν μια μικρή τρύπα παραμείνει ανοιχτή σε ένα μεγάλο βαρέλι, το νερό θα αρχίσει να τρέχει και - μόλο που μοιάζει να στάζει τόσο αργά αν αφήσουμε τη διαρροή να συνεχίζεται - το βαρέλι σύντομα θα αδειάσει.
Aoi Matsuri parade in Kyoto
__________
Aoi-Matsuri, Kyoto
_______
Chikanobu, A beauty watches a festival going by...
_______________
Ο θανάσιμος εχθρός που λέγεται εφήμερο....
Δεν υπάρχει μέρα που να μην πεθάνουν άνθρωποι στην πρωτεύουσα. Πιστεύετε πως είναι ένας ή δύο κάθε μέρα; Συχνά στο Τορίμπε, στη Φουναόκα και σε άλλα βουνά οι κηδείες είναι πολυάριθμες και δεν υπάρχει μέρα χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία. Τα φέρετρα πουλιούνται συνήθως ευθύς μόλις τελειώσει η κατασκευή τους. Σε πολλούς ανθρώπους, όσο νέοι και δυνατοί κι αν είναι, η ώρα του θανάτου έρχεται απροσδόκητα. Είμαστε πολύ τυχεροί που γλιτώσαμε μέχρι σήμερα, αλλά μπορούμε να λογαριάσουμε τους εαυτούς μας ασφαλείς έστω και για μια στιγμή; Είναι ακριβώς όπως το παιχνίδι μαμακοντατέ, που παίζεται με πιόνια του σουγκουρόκου. Όταν τα πιόνια του σκακιού μπαίνουν στη σειρά, δεν ξέρουμε ακόμα ποιο θα πιαστεί αιχμάλωτο για να βγει απ’ το παιχνίδι, όταν όμως μετά τα καταμετρήσουμε, βλέπουμε ότι ένα λείπει και, ενώ μοιάζει πως τα άλλα έχουν γλιτώσει, όταν περάσει ο κάθε γύρος και μετρήσουμε πάλι, κάθε φορά ο αριθμός τους λιγοστεύει· ποιος μπορεί να ελπίσει πως θα γλιτώσει τελικά;
Όταν ένας πολεμιστής πηγαίνει στη μάχη γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο θάνατος παραμονεύει, ξεχνάει το σπίτι του όσο και τον ίδιο του τον εαυτό. Μα και το να απαρνηθεί κανείς τον κόσμο και να απολαμβάνει ειρηνικά κάνοντας κηπουρική σε ένα ψάθινο καλύβι, σκεπτόμενος με χαρά ότι βρίσκεται πέραν αυτών των κινδύνων, είναι επίσης επίφοβο. Ο θανάσιμος εχθρός που λέγεται εφήμερο δεν θα έρθει και στα ειρηνικά βάθη των βουνών να αναμετρηθεί μαζί σου; Αυτό το είδος του επερχόμενου θανάτου δεν είναι λιγότερο απτό από το πεδίο της μάχης για τον πολεμιστή.
Kitagawa Utamaro,Five Beauties Playing Go, 1793-94
__________________
Τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι χρειάζεσαι για τη μέρα με τη μέρα διαβίωση...
Yoshitoshi, Lune a Kasuga
________________
Με καρδιά ευλύγιστη στα πάρε-δώσε με τον κόσμο......
Πολλά είναι τα πράγματα στα οποία δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη. Ένας ανόητος άνθρωπος νιώθει θυμό και πίκρα επειδή έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποια πράγματα και αυτά τον πρόδωσαν. Ούτε την εξουσία δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε. Είναι εύκολο να καταποντιστεί κι ο πιο ισχυρός ακόμη άνθρωπος. Δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε ούτε τα πλούτη ούτε την ιδιοκτησία. Μέσα σε μια στιγμή όλα μπορεί να χαθούνε. Ακόμα κι αν έχεις ιδιοφυία, δεν μπορείς να την εμπιστευτείς. Μα και ο Κομφούκιος ακόμη δεν ήταν κακότυχος; Υπάρχει αρετή; Ούτε αυτή μπορούμε να εμπιστευτούμε. Και ο Γκανκουάι (πρώτος μαθητής του Κομφούκιου) ήταν δυστυχής. Ούτε καν την προστασία του Αφέντη σου δεν μπορείς να εμπιστευτείς. Οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να σου επιβληθεί κάποια τιμωρία που επισύρει την ποινή του θανάτου. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τους υπηρέτες που έχεις στη δούλεψή σου. Μπορεί να σε εγκαταλείψουν και να το σκάσουν. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τις προθέσεις των ανθρώπων. Σίγουρα τα αισθήματά τους θα αλλάξουν. Μην εμπιστεύεσαι τις υποσχέσεις. Λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι κρατούν τον λόγο τους.
Πολλά είναι τα πράγματα στα οποία δεν μπορούμε να έχουμε καμία εμπιστοσύνη. Ένας ανόητος άνθρωπος νιώθει θυμό και πίκρα επειδή έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποια πράγματα και αυτά τον πρόδωσαν. Ούτε την εξουσία δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε. Είναι εύκολο να καταποντιστεί κι ο πιο ισχυρός ακόμη άνθρωπος. Δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε ούτε τα πλούτη ούτε την ιδιοκτησία. Μέσα σε μια στιγμή όλα μπορεί να χαθούνε. Ακόμα κι αν έχεις ιδιοφυία, δεν μπορείς να την εμπιστευτείς. Μα και ο Κομφούκιος ακόμη δεν ήταν κακότυχος; Υπάρχει αρετή; Ούτε αυτή μπορούμε να εμπιστευτούμε. Και ο Γκανκουάι (πρώτος μαθητής του Κομφούκιου) ήταν δυστυχής. Ούτε καν την προστασία του Αφέντη σου δεν μπορείς να εμπιστευτείς. Οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να σου επιβληθεί κάποια τιμωρία που επισύρει την ποινή του θανάτου. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τους υπηρέτες που έχεις στη δούλεψή σου. Μπορεί να σε εγκαταλείψουν και να το σκάσουν. Δεν μπορείς να εμπιστευτείς τις προθέσεις των ανθρώπων. Σίγουρα τα αισθήματά τους θα αλλάξουν. Μην εμπιστεύεσαι τις υποσχέσεις. Λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι κρατούν τον λόγο τους.
Αν δεν στηρίξεις την πίστη σου ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό σου, τότε στα καλά θα χαίρεσαι και στα κακά δεν θα δυσανασχετείς. Εντούτοις, αν ο χώρος μπροστά και πίσω, δεξιά και αριστερά είναι στενός, θα συντριβείς. Αν λοιπόν η καρδιά σου δεν είναι προσεκτική και ευλύγιστη στα πάρε-δώσε με τον κόσμο, θα βρεθείς σε δύσκολη θέση και θα πάθεις κακό, ενώ, αν ζεις ειρηνικά και γαλήνια, δεν θα πειραχτεί ούτε τρίχα από τα μαλλιά σου.
Ο άνθρωπος είναι το πνεύμα της γης και του ουρανού. Το σύμπαν είναι κάτι που δεν έχει σύνορα. Ο άνθρωπος λοιπόν, ως πνεύμα του σύμπαντος από τη φύση του, πώς θα μπορούσε να διαφέρει από τον ουρανό και τη γη; Αν η καρδιά σας είναι η καρδιά του σύμπαντος και είναι ανεκτική και δίχως όρια, τότε ούτε τα πάθη της χαράς ούτε ο φόβος δεν θα μπορέσουν να σας αγγίξουν, τίποτα από τα πράγματα του κόσμου ετούτου δεν θα τα καταφέρει να σας ταράξει.
Yoshitoshi, Mount Ashigara moon - Yoshimitsu, October 1889
____________
Τι σόι πράγμα είναι ο βούδας.......
Όταν ήμουν οκτώ χρονών, ρώτησα τον πατέρα μου τι σόι πράγμα είναι ο βούδας και αυτός μου απάντησε ότι ο βούδας είναι αυτό στο οποίο κατατείνει και αυτό που γίνεται τελικά ο άνθρωπος. Εγώ ρώτησα πάλι: «Πώς γίνεται άραγε ένας άνθρωπος βούδας;» Κι ο πατέρας μου απάντησε: «Γίνεται όταν ακολουθήσει τη διδασκαλία του βούδα». Kι εγώ πάλι ρώτησα: «Και πώς αυτός ο βούδας που διδάσκει έγινε ο ίδιος βούδας;» Και ο πατέρας μου απάντησε: «Έγινε βούδας ακολουθώντας κι αυτός τη διδασκαλία ενός προηγούμενου βούδα». Τότε εγώ ρώτησα ξανά: «Και εκείνος ο πρώτος βούδας απ’ όλους τους βούδες που συνέχισαν τη διδασκαλία του τι βούδας ήταν;» Και τότε ο πατέρας μου χαμογέλασε και είπε: «Χωρίς αμφιβολία πρέπει να έπεσε από τον ουρανό ή μπορεί να ξεφύτρωσε από τη γη».
Μετά από αυτό συνήθιζε να λέει στους ανθρώπους του, διασκεδάζοντάς το ιδιαιτέρως, το πώς είχε στριμωχτεί από ένα παιδί και το πώς εκείνος δεν είχε καταφέρει να βρει και να του δώσει απαντήσεις.
Ο Μεγάλος Βούδας στο ναό Kōtoku-in στην Καμακούρα
________________
Tōdai – ji, Nara, το μεγαλύτερο και παλιότερο μπρούντζινο άγαλμα του Βούδα στον κόσμο, ύψους 16 μέτρων και βάρους 550 τόνων.
_______________
Ράθυμη πένα, Yosida Kenkō
Μετάφραση - Πρόλογος - Σημειώσεις: Παναγιώτης Ευαγγελίδης,
recto/verso, Περιοδικό Δοκιμιακού Λόγου, τεύχος 01, Δεκέμβριος 2018