Lydia Alexeyevna Avilova (15 Ιουνίου 1864 – 27 Σεπτεμβρίου 1943)
«΄Ελα αμέσως το δίχως άλλο, ο Τσέχοφ είναι εδώ».
Στις 24 Ιανουαρίου του 1889, η Λύντια Αβίλοβα θα συναντήσει για πρώτη φορά τον Τσέχοφ, στο σπίτι της αδελφής της Νάντια και του γαμπρού της, Σεργκέι Χουντέκοφ, εκδότη και αρχισυντάκτη της Εφημερίδας του Πέτερμπουργκ. Η Λύντια, που ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας και καταγινόταν από παιδί με την ποίηση και την πεζογραφία, γνώριζε ήδη τον Τσεχόντε (ψευδώνυμο του Τσέχοφ) από τα έργα του, που δημοσίευε στην εφημερίδα του ο γαμπρός της.
«΄Ελα αμέσως το δίχως άλλο, ο Τσέχοφ είναι εδώ».
Καθώς έφτασα στης αδελφής μου αντίκρισα τον Τσέχοφ να πηγαινόρχεται μέσα στο γραφείο και σαν κάτι να διηγότανε, μα βλέποντάς με μπροστά στην πόρτα σταμάτησε.
— Επιτέλους, ήρθατε, δεσποινίς Φλώρα! φώναξε ο γαμπρός μου. Αντόν Πάβλοβιτς, επιτρέψτε μου να σας συστήσω τη δεσποινίδα Φλώρα, μαθήτριά μου.
Ο Τσέχοφ με πλησίασε και μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο κράτησε για μια στιγμή το χέρι μου μέσα στο δικό του. Κοιταχτήκαμε· εκείνος μου φάνηκε πως παραξενεύτηκε, πιθανόν από τ’ όνομα της Φλώρας. Ο γαμπρός μου μού είχε δώσει το παράνομα αυτό, επειδή είχα ζωηρά χρώματα και άφθονα μαλλιά, που τα έκανα καμιά φορά μακριές πλεξίδες.
— Τα έργα σας τα ξέρει απ’ έξω, συνέχισε ο γαμπρός μου, και σίγουρα πως θα σας στέλνει γράμματα γεμάτα θαυμασμό, μα δέν το λέει, το ’χει κρυφό.
Παρατήρησα πως ο Τσέχοφ είχε μάτια κάπως περιπαιχτικά και διαπεραστικά, φορούσε ένα κολάρο σα λαιμαριά αλόγου κι ο λαιμοδέτης του δεν ήταν αρχοντικός.[.....]
Στην τραπεζαρία ήταν στρωμένα δυο τραπέζια, ένα μακρόστενο για το φαγητό κι ένα άλλο για τους μεζέδες και τα ποτά. Εγώ στεκόμουν όρθια κοντά στον τοίχο. Ο Τσέχοφ, μ’ ένα πιάτο στο χέρι, ήρθε κοντά μου κι άρπαξε την κοτσίδα μου.
— Ποτέ δεν έχω δει τέτοιες κοτσίδες! — μου λέει.
Σκέφθηκα τότε πως είχε τόση οικειότητα μαζί μου, επειδή θα μ’ έπαιρνε για κανένα κορίτσι, για κάποια μαθήτρια. Αν ήξερε πως ήμουν παντρεμένη κι είχα κιόλα ένα αγόρι σχεδόν χρονιάρικο, τότε δε θα φερόταν έτσι.
Στο τραπέζι μάς είχαν βάλει δίπλα - δίπλα.
— Γράφει λιγάκι — λέει για μένα ο γαμπρός μου στον Τσέχοφ με συγκατάβαση, κι έχει μια στάλα ταλέντο, μια σπίθα... κι από ιδέες, ε, μια τρίχα, σαν τη μύτη της κότας, μα βρίσκεις κι από καμιά ιδέα σ’ όλα τα διηγήματά της.
Ό Τσέχοφ γύρισε χαμογελαστός σε μένα.
— Πρέπει να περιγράφετε, μου λέει, ό,τι βλέπετε, ό,τι νιώθετε, και να το περιγράφετε με φιλαλήθεια και ειλικρίνεια. Με ρωτούν συχνά τι σημαίνει τούτο ή εκείνο το διήγημά μου. Εγώ δεν απαντώ σε τέτοιες ερωτήσεις. Η δουλειά μου εμένα είναι να περιγράφω, κι αυτό μπορώ να το κάμω για οποιοδήποτε θέμα! — πρόσθεσε με χαμόγελο. Πέστε μου, παραδείγματος χάρη, να γράψω κάτι γι’ αυτή τη μποτίλια. Το διήγημά μου θα ’χει τότε για τίτλο «Η μποτίλια». Οι ζωντανές μορφές είναι εκείνες που γεννούν σκέψεις, ενώ το αντίθετο δεν είναι δυνατόν.
Ύστερα από μια παρατήρηση ενός καλεσμένου, κατσούφιασε κι ακούμπησε πίσω στην καρέκλα του.
— Πραγματικά, — συνέχισε — ο συγγραφέας δεν είναι κανένα πουλί που κελαϊδεί, — και ποιος σας λέει πως αυτό θα το ήθελα; Η ζωή μου, η σκέψη μου, ο αγώνας μου, τα βάσανά μου, πρέπει ν’ αντανακλώνται στα διηγήματά μου. Τη ζωή την περιγράφω με ειλικρίνεια, — αυτή είναι η άντίληψή μου για την τέχνη, και μέσα στα διηγήματά μου θα βρείτε ό,τι δεν είχατε δει πρωτύτερα: την παρέκλιση της ζωής από τον κανόνα, τις αντιθέσεις της.
Ελένη Χατζηαργύρη (Άννα Πετρόβνα), Δημήτρης Χορν (Ιβάνωφ Νικολάι Αλεξιέγεβιτς).
Από την παράσταση του "Ιβάνωφ" στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου (1966-67) σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά.
Ο «Ιβάνωφ» είναι το πρώτο θεατρικό έργο που έγραψε ο Τσέχοφ, μέσα σε δύο εβδομάδες. Η πρεμιέρα του έργου, στη Μόσχα του 1887, ήταν καταστροφική. Εδώ γίνεται λόγος για την πρώτη παράσταση του έργου στο θέατρο Αλεξαντρίσκι της Πετρούπολης, στις 31 Ιανουαρίου 1889.
_______________
Ξαφνικά γυρίζει σ’ εμένα και με ρωτά:
— Θα έρθετε στην πρώτη του Ι β ά ν ο φ;
— Είναι μάλλον απίθανο, θα είναι δύσκολο να βρω εισιτήριο.
— Θα σας στείλω εγώ, λέει αμέσως. Μένετε εδώ, στο σπίτι του γαμπρού σας;
Εγώ έβαλα τα γέλια.
— Τελοσπάντων μπορώ να σας πω πως δεν είμαι ούτε δεσποινίς Φλώρα, ούτε μαθήτρια του γαμπρού μου, με λέει έτσι για να με πειράζει. Είμαι η αδελφή της γυναίκας του και μάλιστα παντρεμένη κι έχω και παιδί. Κι επειδή το θηλάζω, πρέπει να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου.
Μόλις μ’ άκουσε ο γαμπρός μου, φώναξε:
— Θα ’ρθουν να σε πάρουν, δεσποινίς Φλώρα, αν είναι ανάγκη. Κατοικούμε πολύ κοντά — εξήγησε στον Τσέχοφ, κι ύστερα είπε σε μένα: έννοια σου, ο κλαψιάρης σου κοιμάται τώρα βαθιά! Μην την αφήσετε να φύγει, Αντόν Πάβλοβιτς!
Τότε ο Τσέχοφ σκύβει προς το μέρος μου και κοιτάζοντάς με μου λέει:
— Έχετε γιο; Τι θαύμα!
Πόσο δύσκολο είναι κάποτε να εξηγήσεις το παρελθόν και να το ζωντανέψεις! Τίποτα αλήθεια δεν είχε γίνει μεταξύ μας. Κάτι ματιές ο ένας στον άλλον, μα κι αυτό ήτανε πολύ για μας. Είχα νιώσει σαν ένα φωτεινό πυροτέχνημα, χαρούμενο κι ενθουσιαστικό, να έχει ανάψει στην ψυχή μου. Καμιά αμφιβολία δεν είχα πως το ίδιο τράνταγμα αιστάνθηκε κι αυτός και στις ματιές μας φάνηκε η αντανάκλαση της απορίας μας και της χαράς.
—Θα ξανάρθω, λέει ο Τσέχοφ, και θα ιδοθούμε πάλι, δεν είναι έτσι; Να μου δώσετε όλα σας τα χειρόγραφα κι ό,τι έχετε εκδόσει, θα τα διαβάσω όλα με πολλή προσοχή. Σύμφωνοι;
Όταν γύρισα σπίτι μου βρήκα τη νταντά να φασκιώνει το μωρό μου που βογγούσε κατσουφιασμένο κι ετοιμαζόταν να βάλει τα κλάματα.
— Λοιπόν, έχω ένα γιο; Τι θαύμα!— του κάνω χαμογελαστή και χαρούμενη.
Ο Μίσα, ο άντρας μου, μπήκε μαζί μου στην κάμαρα του παιδιού.
— Κοιτάξου στον καθρέφτη, μου λέει με ύφος οργισμένο. Είσαι κατακόκκινη και ξεχτένιστη. Τι σου ’ρθε μ’ αυτές τις κοτσίδες! Σίγουρα πως θα ’θελες να θαμπώσεις τον Τσέχοφ σου! Το μωρό κλαίει κι η μάνα του κοκεταρίζεται με τους λογοτέχνες.
Η λέξη «λογοτέχνης» ήταν για κείνον συνώνυμο μωρολογίας, — το ήξερα.
— Ο Τσέχοφ είναι ο «λογοτέχνης»; τον ρώτησα ψυχρά.
Ένιωσα τη χαρά μου να σβήνει· η χαρά αυτή που με είχε συγκλονίσει, μάζευε τώρα ταπεινά τα φτερά της... Όλη κείνη η μαγεία χάθηκε κι η ζωή μου ξανάρχιζε, σαν πρώτα. Μα γιατί θα ήταν τάχα η ζωή χαρούμενη και ωραία; Ποιος μας το ’χει υποσχεθεί;
A.P. Chekhov, 1889, τη χρονιά που συνάντησε για πρώτη φορά τη Lydia Avilova
«...σκεφθείτε για μένα ό,τι θέλετε...»
Ξανασυναντιούνται και πάλι στο σπίτι του γαμπρού της, την 1η Ιανουαρίου του 1892, όταν γιορτάζονται τα 25χρονα της Εφημερίδας του Πέτερμπουργκ. Από τον Μάρτη ξεκινάει η αλληλογραφία τους, η οποία θα συνεχιστεί μέχει το θάνατο του Τσέχοφ το 1904.
Στις 19 Μαρτίου του 1892, με αφορμή κουτσομπολιά που διαδόθηκαν εις βάρος του Τσέχοφ μετά τη γιορταστική βραδιά στο σπίτι των Χουντέκοφ – ότι τάχα σχεδιάζει να απαγάγει τη Λύντια, να τη βάλει να χωρίσει, για να την παντρευτεί μετά ο ίδιος – της γράφει από το κτήμα του στο Μελίχοβο:
«Το γράμμα σας με λύπησε πολύ καί μ’ έφερε σε αδιέξοδο... Η αξιοπρέπειά μου δε μου επιτρέπει ν’ απολογηθώ, — τόσο μάλλον που οι κατηγορίες σας είναι πολύ αόριστες, ώστε να μπορέσω ν’ απαντήσω. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω πρόκειται για κακογλωσσιές, έτσι δεν είναι;
«Το γράμμα σας με λύπησε πολύ καί μ’ έφερε σε αδιέξοδο... Η αξιοπρέπειά μου δε μου επιτρέπει ν’ απολογηθώ, — τόσο μάλλον που οι κατηγορίες σας είναι πολύ αόριστες, ώστε να μπορέσω ν’ απαντήσω. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω πρόκειται για κακογλωσσιές, έτσι δεν είναι;
Σας θερμοπαρακαλώ — αν δε μου έχετε λιγότερη εμπιστοσύνη απ’ όση στους συκοφάντες — μην πιστεύετε στις ποταπότητες που λέγονται για τον κόσμο στο Πέτερμπουργκ. Ειδεμή, αν αμφιβάλλετε για μένα, να τα πιστεύετε όλα, να μην τα παίρνετε λιανικώς αλλά χοντρικώς: να πιστέψετε πως παντρεύομαι για πέντε εκατομμύρια, να πιστέψετε τους έρωτές μου με τις γυναίκες των καλύτερων φίλων μου, κλπ. Για το θεό, ηρεμήσετε... Άλλωστε σας συγχωρώ. Είναι περιττό να φυλάγεται κανείς από τα λόγια του κόσμου, — σκεφθείτε για μένα ό,τι θέλετε...
Μένω στην έξοχή κι έχομε κρύο. Κάνω χάζι να ρίχνω το χιόνι μέσα στη λίμνη κι είμαι ενθουσιασμένος με την απόφαση που πήρα: να μην ξανάρθω ποτέ στο Πέτερμπουργκ»
Ο Αντόν Τσέχοφ στο Μελίχοβο
«Για πρώτη φορά ένιωθα καθαρά και ξάστερα πως αγαπούσα τον Τσέχοφ.»
«Τι τα θέλετε, είμαι ένας άνθρωπος χωρίς πειθαρχία και θέληση», απαντά στη Λύντια, όταν τον ρωτάει σχετικά. Και η συζήτηση έρχεται στα παιδιά, την ευτυχία, την οικογένεια....
Όταν ξαναγύρισα, ο Τσέχοφ σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Μιλήσαμε για λίγο όρθιοι, έπειτα μπήκαμε στο σαλόνι, χωρίς να μας πάρουν είδηση.
— Πέστε μου τίποτα για τα παιδιά σας — μου λέει ο Τσέχοφ.
— Α, όσο γι' αυτό, το έκανα πάντα πολύ ευχαρίστως.
— Τα παιδιά... τα παιδιά... έλεγε εκείνος, συλλογισμένος. Είναι καλά πλασματάκια. Τι ευχάριστο πράμα να έχεις δικά σου, να έχεις οικογένεια...
— Πρέπει κι εσείς να παντρευτείτε.
— Ναι, πρέπει. Μα δεν μπορώ ακόμα. Τώρα δεν είμαι βέβαια παντρεμένος, έχω όμως οικογένεια που αποτελείται απ' τη μητέρα μου, την αδελφή μου, τον μικρότερό μου αδελφό. Έχω λοιπόν φροντίδες.
— Και σεις, είστε ευτυχισμένη; — μου λέει ξαφνικά.
Η απότομη αυτή ερώτηση με βρήκε απροετοίμαστη και ταυτόχρονα με τρόμαξε. Ακούμπησα τη ράχη μου στο πιάνο, κι εκείνος στεκόταν μπροστά μου.
— Μα τι είναι η ευτυχία; — του λέω αναστατωμένη. Έχω έναν καλό άντρα και παιδιά, την οικογένειά μου την αγαπώ, μα η αγάπη αυτή αρκεί για την ευτυχία; Είμαι συνεχώς ανήσυχη, έχω πολλές έγνοιες, δεν μπορώ να βρω ησυχία. Σπατάλησα άσκοπα όλες τις ψυχικές δυνάμεις μου. Η υγεία κι η καλοπέραση της οικογένειάς μου μήπως τάχα εξαρτώνται από μένα; Μόνο αυτό μ’ απασχολεί τώρα. Όσο περνά ο καιρός, τόσο λιγότερο αισθάνομαι τη δική μου ζωή. Πονώ και λυπούμαι πολύ που είμαι τώρα πια μια γυναίκα ξοφλημένη, δεν μπορώ πια να γίνω συγγραφέας, δεν μπορώ πια τίποτα. Το μόνο που μου μένει, να υποταχθώ στις περιστάσεις, να συμβιβασθώ, να εκμηδενισθώ. Κι αυτό, για να μη βλάψω την οικογένειά μου με τους ενθουσιασμούς μου για μια ζωή πιο ανοιχτή, πιο δυναμική. Την οικογένειά μου την αγαπώ, μα βλέπω πως πολύ γρήγορα θα υποταχθώ αναγκαστικά, θα σβήσω... Αυτό είναι άραγε η ευτυχία;
— Αυτό εξηγείται από την ανώμαλη διευθέτηση της οικογενειακής μας ζωής — απάντησε ο Τσέχοφ με θέρμη. Είναι το αποτέλεσμα της υποταγής και της κατωτερότητας των γυναικών μας. Πρέπει να καταπολεμείται αυτό, να του εναντιώνονται. Είναι τα αρχαϊκά υπολείμματα, τα ίχνη του παρελθόντος. Καταλαβαίνω πολύ καλά ό,τι μου είπατε, μ’ όλο που δεν ολοκληρώνετε τη σκέψη σας. Να τι θα πρέπει να κάμετε: να περιγράψετε τη ζωή σας. Να την περιγράψετε με ειλικρίνεια, χωρίς υπεκφυγές, χωρίς προσποίηση. Χρειάζεται αυτό, είναι μάλιστα απαραίτητο. Μπορείτε να το κάμετε με τέτοιο τρόπο, ώστε και σε σας να είναι χρήσιμο και τους άλλους να βοηθήσετε. Πρέπει να γίνει αυτό, όπως πρέπει και να παύσετε να συλλογίζεστε την εξουθένωσή σας. Φροντίσετε καλύτερα να διατηρήσετε τη δική σας προσωπικότητα, να σέβεστε τη δική σας αξιοπρέπεια. Α, όχι, όχι!Η οικογένεια δεν πρέπει ποτέ να είναι για σας σύμβολο αυτοκτονίας. Έτσι λοιπόν, αντί να υποταχθείτε και να κάνετε συνεχώς συμβιβασμούς, θα τη βοηθήσετε την οικογένειά σας ακόμα περισσότερο. Ακούς εκεί κάτι ιδέες, θεέ μου...
Κι ο Τσέχοφ ξανάρχισε να πηγαίνει πάνω - κάτω μέσα στο σαλόνι.
— Είμαι πολύ νευρική σήμερα — του λέω — και ασφαλώς θα σας είπα υπερβολές.
— Αν παντρευόμουν κάποτε — απάντησε ο Τσέχοφ συλλογισμένος — θα είχα προτείνει στη γυναίκα αυτή... το φαντάζεσθε; Θα της είχα προτείνει να μη ζούμε μαζί. Για να μη βλέπω τις ρόμπες της, κι εκείνη την ατημέλεια και τις ανυπόφορες απρέπειες.
Ξαφνικά άκουσα να μου φωνάζουν:
— Λύντια Αλεξέγεβνα, ήρθαν να σας πάρουν!
— Τι συμβαίνει; — ρώτησα αναστατωμένη.
— Το Λεοντάκι σας είναι φαίνεται αδιάθετο κι ήρθε η Ανιούτα να σας πάρει.
— Αγαπητέ μου Αντόν Πάβλοβιτς — λέω στον Τσέχοφ — δε θα πάω μέσα να τους χαιρετήσω. Αν θέλετε πέστε στην αδελφή μου γιατί έφυγα ξαφνικά. Αντίο σας.
Έτρεμα ολόκληρη.
Εκείνος έπιασε το χέρι μου και είπε:
— Δεν πρέπει να ταράζεστε τόσο πολύ, ίσως να μην είναι τίποτα, τα παιδιά έχουν συχνά αδιαθεσίες. Σας παρακαλώ, ηρεμήσετε.
Κατέβηκε μαζί μου τη σκάλα.
— Αύριο να μου δώσετε νέα για το μικρό, θα περάσω από δω, από την αδελφή σας. Κι όταν φθάσετε στο σπίτι σας να πιείτε ένα ποτήρι κρασί.
Με μεγάλη ηρεμία η Ανιούτα με περίμενε κάτω, στον προθάλαμο.
— Τι έχει το παιδί; τη ρωτώ.
— Ο κύριος μ’ έστειλε να σας πω να ’ρθετε στο σπίτι.
— Μα τι έχει το παιδί;
— Εξύπνησε και γύρεψε να πιει νερό, μα για τίποτα άλλο δεν παραπονιόταν, το λοιπόν, το αφεντικό ήρθε και το κοίταξε...
Ο ίδιος ο άντρας μου μού άνοιξε την πόρτα.
— Τίποτα δεν είναι, τίποτα... μου λέει σαστισμένος. Το ξαναπήρε ο ύπνος και δε φαίνεται να έχει πυρετό. Όσο έλειπες ήμουν αναστατωμένος, χωρίς εσένα δεν ξέρω τι να κάμω... το παιδί ήθελε να πιει νερό... ποιος ξέρει τι του ’ρθε, το συνηθίζει να πίνει τη νύχτα; Έπειτα με ρώτησε: πού είναι η μαμά; Το βλέπεις, μητερούλα, πως άμα λείπεις είμαστε ορφανοί...
Μπήκε μαζί μου στην κάμαρα του παιδιού, που κοιμόταν ήσυχο κι ούτε είχε πυρετό. Καθώς πήγαινα να βγω, με σταμάτησε και με φίλησε στοργικά λέγοντάς μου:
— Εσύ είσαι ο άγγελός μου. Κοντά σου είμαι ήσυχος, ξέρω πως όλα είναι ταχτοποιημένα, όλα πάνε καλά.
Τότε θυμήθηκα πως εκείνη την ίδια μέρα, όταν τρώγαμε, είχε πετάξει κατάχαμα τις τηγανίτες, γιατί του φάνηκε πως δεν ήταν αρκετά φουσκωμένες: «είναι για τα γουρούνια!» έλεγε.
— Εσύ όμως δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο με τρόμαξες; τον ρωτώ.
— Να με συγχωρείς. Είσαι ακόμα θυμωμένη; Είσαι πολύ αυστηρή, και με σέρνεις απ’ τη μύτη, μα παρ’ όλα αυτά εγώ δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα... λοιπόν συγχώρεσέ με... κι ας κουβεντιάσομε λίγο... Όλο το βράδυ ήμουν μόνος...
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή τα κατάλαβα όλα. Για πρώτη φορά ένιωθα καθαρά και ξάστερα πως αγαπούσα τον Τσέχοφ.
«Εγώ δεν είμαι καβαλιέρος, είμαι γιατρός.....»
— Μα τι είναι αυτά που λες; — λέει ο Λέικιν στη γυναίκα του. Ο Αντόν Πάβλοβιτς είναι λουκουμάς; [.....]
Ο Αντόν Πάβλοβιτς εκείνο το βράδυ ήταν πολύ εύθυμος. Δεν έβαζε δυνατά γέλια, δε το συνήθιζε, και μ’ όλο που ο ίδιος δεν ακουγόταν, μ’ έκανε εμένα να γελώ με τις αναπάντεχες παρατηρήσεις του. Ξαφνικά τον έπιασε ζήλια με τις πελώριες επωμίδες κάποιου αξιωματικού κι έλεγε πως αν είχε κι αυτός παρόμοιες, θα ήταν ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο.
— Πόσο θα μ’ αγαπούσαν οι γυναίκες που θα μ’ ερωτευόντουσαν, και πόσες γυναίκες, ούτε που θα μπορούσα να τις μετρήσω!
Όταν άρχισαν να σηκώνονται οι καλεσμένοι απ’ το τραπέζι για να φύγουν, ο Τσέχοφ μου λέει:
— Θα ’θελα να σας συνοδεύσω. Είστε σύμφωνη;
Βγήκαμε όλοι μαζί στην αυλή. Τα δημόσια αμάξια στεκόντουσαν δίπλα στο πεζοδρόμιο, παίρνανε τους πελάτες και φεύγανε. Εγώ φοβήθηκα μήπως μείνω χωρίς αμάξι κι είπα στον Τσέχοφ να κάνει γρήγορα. Τότε έτρεξε κοντά σε μια τρόικα, ανέβηκε απάνω και μου φώναξε:
— Εντάξει! Ελάτε!
Πήγα κοντά, μα καθώς ο Τσέχοφ είχε κιόλας ταχτοποιηθεί μέσα στην τρόικα απ’ τη μεριά του πεζοδρομίου, αναγκάστηκα εγώ να κάμω το γύρο για να καθίσω απ’ το άλλο μέρος. Φορούσα ένα μακρύ χειμωνιάτικο πανωφόρι και τα χέρια μου δεν ήταν ελεύθερα, γιατί έπρεπε να κρατώ κάτω απ’ το πανωφόρι την ουρά του φουστανιού μου, την τσάντα μου και τα κιάλια του θεάτρου. Τα πόδια μου χώνονταν στο χιόνι και χωρίς βοήθεια ήταν πολύ δύσκολο να μπω στο αμάξι.
— Τι περιποιητικός καβαλιέρος! ακούστηκε να φωνάζει ο Ποτάπενκο καθώς έφευγε.
Τελοσπάντων κατάφερα να καθίσω με το πλάι, ενώ κάποιος ευγενικός άνθρωπος έχωσε τις άκρες του πανωφοριού μου στην τρόικα, καρφίτσωσε τις κουβέρτες, και το αμάξι ξεκίνησε.
— Ποιον περιποιητικό καβαλιέρο εννοούσε; με ρωτά ο Τσέχοφ. Εγώ δεν είμαι καβαλιέρος, είμαι γιατρός. Κι όσο για περιποιήσεις, τι θα μπορούσαν να μου προσάψουν ;
— Μα τι τρόπος είναι αυτός; του λέω. Ένας πραγματικός καβαλιέρος βοηθά την κυρία ν’ ανέβει στο αμάξι, να καθίσει άνετα, κι έπειτα κάθεται εκείνος όπως μπορεί.
— Δε μ’ αρέσει αυτό το δασκαλίστικο ύφος — απάντησε ο Τσέχοφ. Όταν γρινιάζετε, είστε σαν γριά. Μα αν είχα κι εγώ επωμίδες, τότε...
—Ε, πάλι οι επωμίδες!
— Να, βλέπετε; Είστε θυμωμένη και γρινιάζετε μόνο και μόνο επειδή δε σήκωσα την ουρά σας.
— Μα τελοσπάντων, γιατρέ... Μόλις που μ’ αφήσατε θέση να καθίσω, τώρα με σπρώχνετε με τον αγκωνά σας και κινδυνεύω να πέσω.
— Έχετε κακό χαρακτήρα και γρινιάζετε, μα αν είχα κι εγώ φουσκωτές επωμίδες...
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να βάζει τα πέτσινα μακριά γάντια του.
— Δώστε μου να τα δω, του λέω. Με τι είναι φοδραρισμένα, με βάτα;
— Όχι, με γούνα. Ορίστε.
— Πού τα βρήκατε αυτά τα περίφημα πράματα;
— Στη φάμπρικα, κοντά στο Σερπούχοφ. Τα θέλετε;
— Τι να τα θέλω, αφού είναι δικά μου — του λέω καθώς τα ’βαζα.
Ο αμαξάς είχε πάρει τον κατήφορο απ’ τη γέφυρα.
— Πού θες να πάω, αφεντικό; ρώτησε.
— Στο σοκάκι Έρτερελ— του φώναξα.
— Όχι, όχι! Γιατί; στην οδό Νικολάγεφσκαγια! λέει ο Τσέχοφ.
— Όχι, στο Έρτερελ! Θα σας πάω ως εκεί κι ύστερα καθισμένη μ’ όλη μου την άνεση, θα γυρίσω στο σπίτι μου.
— Τότε εγώ δηλαδή θα τρέχω σα σκυλί πίσω απ’ την τρόικα, πάνω σε τέτοιο χιόνι και χωρίς γάντια! Αμαξά! Στη Νικολάγεφσκαγια!!!
— Αμαξά! Στο Έρτερελ!!!
Ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια και τ’ άλογό του σταμάτησε.
— Τελοσπάντω, πού θέτε να πάω; — μας λέει.
ΠΙήγαμε τέλος στη Νικολάγεφσκαγια, έδωσα πίσω τα γάντια του Αντόν Πάβλοβιτς κι αυτός άρχισε να τα καμαρώνει και να μιμείται τον Λέικιν:
— Κυρία μου, ο σύζυγός σας έχει τέτοια γάντια; Ό-ο-χι βεβαίως, κι ας είναι πάμπλουτος! Πρέπει να πας ο ίδιος στη φάμπρικα του Σερπούχοβ και να ξέρεις να διαλέξεις. Μάλιστα! Κι εσείς, δε θα μας γράψετε κανένα μυθιστόρημα; Α, μα βέβαια! Μόνο που η γυναίκα πρέπει να γράφει με τον ίδιο τρόπο που κεντά πάνω στον κανβά. Να γράφετε πολλά και με πολλές λεπτομέρειες, — να γράφετε και να κόβετε, να γράφετε και να κόβετε...
— Ώσπου να μη μείνει τίποτα! — λέω εγώ.
— Έχετε κακό χαρακτήρα, δεν μπορεί κανείς να σας μιλήσει. Σας θερμοπαρακαλώ, σας το λέω σοβαρά, πρέπει να γράφετε. Όχι φαντασίες κι επινοήματα, μα να περιγράφετε τη ζωή όπως είναι. Λοιπόν, θα το κάμετε;
— Ναι, μα θέλω να βάζω και φανταστικά πράματα... Να, ας πούμε: τον έρωτα ενός αγνώστου... καταλαβαίνετε; Εσείς δεν τον γνωρίζετε, αυτός όμως σας αγαπά και το νιώθετε αδιάκοπα. Σας φροντίζει συνεχώς, σας θερμαίνει η άγνωστη εκείνη συμπάθεια. Λαβαίνετε πολύ έξυπνα κι ενδιαφέροντα γράμματά του, όλο πάθος, και κάθε στιγμή σας περιβάλλει με τη φροντίδα του. Με καταλαβαίνετε; Και τα συνηθίζετε όλα αυτά, και φοβάστε μην τον χάσετε, γιατί σας έγινε πια αγαπητός αυτός ο άγνωστος και θέλετε να τον γνωρίσετε. Μα τι θα σας παρουσιαστεί; Τι άνθρωπο θα βρείτε; Όλα αυτά δεν έχουν ενδιαφέρον;
— Όχι, κανένα ενδιαφέρον, μητερούλα — μ’ απάντησε απότομα ο Τσέχοφ.
Εκείνη η γρήγορη, η κοφτή απάντησή του κι η χρησιμοποίηση της λέξης «μητερούλα» που δεν την συνηθίζανε ακόμα σε μας, στο Πέτερμπουργκ, μού φάνηκαν τόσο αστεία, που δεν μπορούσα να κρατήσω τα γέλια.
Lydia Alexeyevna Avilova
«Σας αγαπούσα....μα προαιστάνθηκα πως δεν είστε γυναίκα σαν τις άλλες...»
Ο Τσέχοφ ηρέμησε κι εγώ πήγα στην τραπεζαρία να φέρω κρασί. Έπρεπε και κάτι να φάμε. Μα τι ήταν εκείνα τα ελεεινά αποφάγια που είχε αφήσει το ζεύγος ΣΧ! Ξεδιάλεξα ό,τι ήταν παρουσιάσιμο και το πήγα στο γραφείο. — Δε θέλω να φάω, λέει ο Τσέχοφ, κάπως αηδιασμένος, όπως μου φάνηκε. Έπιασε τη μποτίλια το κρασί, την άφησε, κι έβαλε στο ποτήρι του μπύρα. Εγώ ένιωθα ντροπή και θλίψη. Τι υποδοχή ήταν αυτή που του έκανα!
— Πρέπει να πάτε να κοιμηθείτε, οι επισκέπτες σας σάς κούρασαν, μου λέει ο Τσέχοφ. Σήμερα δεν είσαστε όπως συνήθως, όπως πριν, στην άρχή... Έχετε μια αδιαφορία, μια απάθεια, και νομίζω πως θα είστε ευχαριστημένη να φύγω. Πριν όμως, στην άρχή... θυμόσαστε τις πρώτες μας συναντήσεις; Και το ξέρετε πως ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί σας; Ήτανε κάτι πολύ σοβαρό. Σας αγαπούσα. Νόμιζα πως δεν υπήρχε άλλη γυναίκα στον κόσμο που θα μπορούσα να την αγαπήσω τόσο πολύ. Ήσαστε όμορφη κι ελκυστική, όλο φρεσκάδα και νιάτα, μόνο εσάς συλλογιζόμουν, κι όταν σας ξαναείδα έπειτα από πολύ καιρό, μου φάνηκε πως είχατε ομορφήνει περισσότερο, είχατε γίνει μια άλλη γυναίκα κι έπρεπε να ξανακάμω τη γνωριμία σας, να σας αγαπήσω με διαφορετικό τρόπο, κι έτσι ο καινούριος χωρισμός θα ήταν για μένα ακόμα πιο σκληρός.
Καθόταν στον καναπέ, με το κεφάλι του γερμένο πίσω στη ράχη, κι εγώ αντίκρυ του σε μια πολυθρόνα. Μιλούσε σιγανά κι η εξαίσια, η βαθιά φωνή του αντηχούσε μες στο δωμάτιο, ενώ το πρόσωπό του ήταν αυστηρό και με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα ψυχρό και αγέρωχο.
— Το είχατε καταλάβει; μου λέει.
Μου φαινόταν πως είναι θυμωμένος μαζί μου, πως με κατηγορούσε ότι τον γέλασα, επειδή μ’ έβρισκε αλλαγμένη κι είχα ασχημήνει κι ήμουν νωθρή και αδιάφορη, χωρίς ενδιαφέρον πια.
«Είναι ένας εφιάλτης!». Η σκέψη αυτή πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου.
— Σας αγαπούσα, συνέχισε ο Τσέχοφ σχεδόν θυμωμένος, σκύβοντας προς εμένα και κοιτάζοντάς με μ’ ένα ύφος οργισμένο. Μα προαιστάνθηκα πως δεν είστε γυναίκα σαν τις άλλες, πως θα πρέπει να σας αγαπώ σ' όλη μου τη ζωή... αγνά, ευλαβικά. Γι' αυτό φοβόμουν μην προκαλέσω σ' εσάς αισθήματα που θα μπορούσαν να σας προσβάλλουν. Το είχατε καταλάβει;
Έπιασε το χέρι μου κι αμέσως το άφησε απότομα με κάποια, όπως μου φάνηκε, αποστροφή.
— Α, τι κρύο που είναι το χέρι σας.
Σηκώθηκε αμέσως και κοίταξε την ώρα.
— Νομίζω πως σας υποσχέθηκα ότι θα συναντηθούμε και αύριο, μα τώρα βλέπω πως δε θα ’χω καιρό. Αύριο φεύγω για τη Μόσχα. Λοιπόν, δε θα ιδωθούμε πια.
Κοίταξε πάλι με προσοχή γύρω του, σα να γύρευε κάτι, ύστερα πήγε στο στρογγυλό τραπέζι κοντά στο παράθυρο και πήρε το πακέτο με τα χειρόγραφά μου. Κι εγώ καθόμουνα όλη αυτή την ώρα ακίνητη, σα νεκρή. Τ’ αφτιά μου βούιζαν, σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου, μα δεν μπορούσα ν' αρπάξω καμιά τους, για να κατορθώσω επιτέλους κάτι να καταλάβω. Ούτε μπορούσα ν’ αρθρώσω λέξη. Ο θεός ξέρει τι γινόταν μέσ’ στο μυαλό μου εκείνη την ώρα! Δυσάρεστα που ήταν για μένα όλα αυτά...
Χρειάστηκε να κάμω μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθώ και να τον συνοδεύσω.
— Λοιπόν, δε θα ιδωθούμε πια, λέει πάλι.
Εγώ δεν απάντησα, του έσφιξα μόλις το χέρι.
Εκείνο τον καιρό κατοικούσαμε στο 4ο πάτωμα, όλη η σκάλα ήταν κατάφωτη. Στάθηκα στο πλατύσκαλο και κοίταζα τον Τσέχοφ να κατεβαίνει.
Όταν έφθασε στο πρώτο στρίψιμο, φώναξα:
— Αντόν Πάβλοβιτς!..
Σταμάτησε, σήκωσε το κεφάλι του. Περίμενε μια στιγμή, κι άρχισε πάλι να κατεβαίνει.
Κι εγώ έμεινα βουβή.
Poklonnitsa (The admirer), 2012. (Director: Vitaliy Melnikov)
Kirill Pirogov as Anton Chejov, Svetlana Ivanova as Lidia Avilova
_________________
«Έχετε μια ηθικότητα ασυνήθιστη...Κι αυτό δεν είναι λίγο».
Ύστερα από δυο μέρες αγωνίας, πήρα επιτέλους μια απόφαση. Παράγγειλα σ’ έναν αδαμαντοπώλη ένα κοσμηματάκι σε σχήμα μικροσκοπικού βιβλίου. Στη μια πλευρά ήταν χαραγμένες οι λέξεις: «Παραμύθια και διηγήματα Α. Τσέχοφ», στην άλλη : «Σελίδα 267, σειρά 6 και 7».
Αν έψαχνες αυτές τις σειρές στον τόμο των διηγημάτων του, έβρισκες τη φράση: «Αν χρειαστείς κάποτε τη ζωή μου, έλα και πάρε την».
Μόλις ήταν έτοιμο το κόσμημα, έσβησα από τη θήκη τη διεύθυνση του καταστήματος, έκαμα ένα πακετάκι και το’στειλα στον αδελφό μου στη Μόσχα, με την παράκληση να το πάει στη σύνταξη της Ρωσικής Σκέψης. Ο αδελφός μου το ’δωσε στον αρχισυντάκτη Γκόλτσεφ κι αυτός θα το ’δινε στον Τσέχοφ.
Η πράξη αυτή ήταν αποτέλεσμα της αγωνίας μου και της απελπισίας. Όσο για τη διεύθυνση του αδαμαντοπώλη, την είχα σβήσει για να μη δείξω πως έκανα στον Τσέχοφ μια φανερή εξομολόγηση, να μη φανερωθώ, να του μείνει μια αμφιβολία και να κρατήσω για μένα κάποια υπεκφυγή. Πώς θα μπορούσα αλήθεια να του δώσω τη ζωή μου! Θα ’πρεπε τότε να του 'δινα τέσσερις ζωές μαζί: τη δική μου και των τριών παιδιών μου. Θα μ’ άφηνε ο άντρας μου να το κάμω; Και ο Τσέχοφ θα το είχε δεχτεί;
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως ο Αντόν Παύλοβιτς είχε λάβει το δώρο μου. Μα ο καιρός περνούσε κι ούτε ο Τσέχοφ ερχόταν, ούτε γράμμα του. Τίποτα! Ήταν κάτι πολύ στενόχωρο για μένα, να ερευνώ τις σκέψεις μου! Να ξαναλέω τα λόγια του που τα ήξερα πια απ’ έξω και μου θύμιζαν το πρόσωπό του και τη φωνή.
Ωστόσο, κάτι ήταν ολοκάθαρο για μένα και κατανοητό. Ήταν πολύ φυσικό και μάλιστα αναπόφευκτο, ν' αγαπώ τον Τσέχοφ. Δεν θαύμαζα μόνο το ταλέντο του, μα εκείνον τον ίδιο, τις σκέψεις του και τα φρονήματά του.
Κάποτε μου είχε πει: «Έχετε μια ηθικότητα ασυνήθιστη, μια ηθικότητα έμφυτη. Κι αυτό δεν είναι λίγο». Το είχε πει μέσα σε μια γενική συζήτηση που αφορούσε τούτο το θέμα: ένα λάθος στην εκλογή του συζύγου ή της συζύγου, είναι δίκαιο να καταστρέψει μια ολόκληρη ζωή; Άλλοι επιμένανε πως η δικαιοσύνη δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτή την περίπτωση, πως η ένωση αυτή που ευλογήθηκε απ’ την Εκκλησία έπρεπε να είναι ισχυρή και αναλλοίωτη. Άλλοι, βασιζόμενοι σ’ ένα σωρό λόγους, διαμαρτύρονταν. Ο Τσέχοφ που δεν είχε ακόμα μιλήσει, με ρώτησε με ηρεμία : «Κι εσείς τι νομίζετε;». Του απάντησα:
— Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ξέρεις αν αξίζει τον κόπο.
— Δεν καταλαβαίνω. Τι θα πει: αν αξίζει τον κόπο.
— Το νέο αυτό αίσθημα αξίζει τις θυσίες που θα πρέπει αναγκαστικά να γίνουν; Παραδείγματος χάρη, η πρώτη θυσία: τα παιδιά. Πρέπει να το έχεις σκεφθεί από πριν κι όχι να θρηνείς για τον εαυτό σου. Και τότε το ζήτημα θα είναι ξεκάθαρο: αξίζει τον κόπο, ναι ή όχι;
Αργότερα, πολύ αργότερα, θυμήθηκα τη σύντομη αυτή κουβέντα μας και κατάλαβα πως έπρεπε να είχε πολύ μεγάλη σημασία. Τότε ήταν που μου είπε ο Τσέχοφ:
—Έχετε μια ηθικότητα ασυνήθιστη, μια ηθικότητα έμφυτη. Κι αυτό δεν είναι λίγο.
Μα η αρετή αυτή ήταν τάχα αρκετή για να εμπνεύσει έρωτα; Και μάλιστα σε κείνον!
Ο Τσέχοφ είχε σίγουρα λάβει το κόσμημα, μα δεν αντιδρούσε με κανένα τρόπο, ακόμα και η αλληλογραφία μας είχε σταματήσει. Λοιπόν, η ζωή έπρεπε να συνεχίζεται, χωρίς αυτόν.
Poklonnitsa (The admirer), 2012. (Director: Vitaliy Melnikov)
Kirill Pirogov as Anton Chejov, Svetlana Ivanova as Lidia Avilova
___________________
Δε σε γνωρίζω, μάσκα!
Δεξιά, μισοκλείνοντας τα μάτια και κοιτάζοντας πέρα, πάνω απ’ τα κεφάλια του πλήθους, στεκόταν ο Τσέχοφ.
— Τώρα βέβαια μπορώ να φύγω! λέει ο Αλιόσα και χώθηκε αμέσως μέσα στον κόσμο.
Εγώ προχώρησα στο μέρος που ήταν ο Τσέχοφ.
— Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! του λέω.
— Δε σε γνωρίζω, μάσκα! μου απάντησε, κοιτάζοντάς με κατάματα.
Από την ταραχή μου και το ξάφνιασμα έτρεμα ολόκληρη. Το πρόσεξε άραγε; Έπιασε το χέρι μου, το ’βαλε κάτω απ’ το μπράτσο του και προχωρήσαμε στην αίθουσα, αμίλητοι.
Ο Β. Ντάντσενκο πέρασε δίπλα μας φωνάζοντας:
— Μπράβο, μπράβο! Τσάκωσες κιόλας μια!
Ο Τσέχοφ, σκύβοντας λίγο σ’ εμένα, μουρμούρισε:
—Αν σε φωνάξουν, μη γυρίσεις, μη φανερωθείς.
— Εδώ κανένας δε με ξέρει!, λέω με κλαψιάρικη φωνή.
Ωστόσο, ο Ντάντσενκο δε μας άφηνε από κοντά κι όλο έλεγε: «Μπράβο, μπράβο!».
— Μήπως σε γνώρισε; ρώτησε ανήσυχος ο Τσέχοφ. Μη γυρίσεις πίσω σου! Δε θέλεις να πιεις κάτι; Πάμε σ’ ένα θεωρείο να πιούμε σαμπάνια.
Με πολλή δυσκολία περάσαμε μέσα απ’ τον κόσμο, ανεβήκαμε τή σκάλα που πάει στα θεωρεία και τέλος βρεθήκαμε σ’ έναν άδειο διάδρομο.
— Επιτέλους! Καλά τα καταφέραμε! λέει ο Τσέχοφ. Φοβόμουν μήπως ο Ντάντσενκο σε φωνάξει με τ’ όνομά σου και προδοθείς.
— Μα πού ξέρεις εσύ ποια είμαι; Ποια είμαι, λοιπόν; Πες μου!
Τράβηξα το χέρι μου απ’ το μπράτσο του και στάθηκα. Εκείνος χαμογέλασε.
— Ξέρεις πως το έργο μου πρόκειται να παιχθεί στο θέατρο; μου κάνει χωρίς ν’ απαντήσει στην ερώτησή μου.
— Το ξέρω. Ο Γλάρος.
— Ναι, Ο Γλάρος. Δε θα ’ρθεις στην πρώτη παράσταση;
— Βέβαια θα ’ρθω.
— Να προσέξεις πολύ. Θα σου απαντήσω απ’ τη σκηνή. Πρόσεχε. Μην το ξεχάσεις.
Μ’ έπιασε πάλι μπράτσο, σφίγγοντας το χέρι μου.
— Σε τι θα μου απαντήσεις;
— Σε πολλά πράματα. Μα να την περιμένεις την απάντηση και να το θυμάσαι. [......]
— Πες μου κάτι, μίλησέ μου για τον εαυτό σου, λέει ο Τσέχοφ, για το ρομάντσο σου.
— Ποιο ρομάντσο; Εσύ γράφεις ρομάντσα, όχι εγώ!
— Μα δεν πρόκειται για γραφτό έργο, αλλά για ζωντανό. Δεν έχεις αγαπήσει ποτέ κανέναν;
Κοσμοπλημμύρα περνούσε αδιάκοπα μπροστά μας. Δεν ήταν ο συνηθισμένος, στολισμένος κόσμος, μα ένα πλήθος εφιαλτικό που σου θύμιζε τρομαχτικούς θρύλους. Αντί για πρόσωπα, οι γυναίκες είχαν μαύρες ή παρδαλές μάσκες με κάτι τρυπούλες στη θέση των ματιών. Εδώ κι εκεί ξετρύπωναν, κάτω απ’ τις ανασηκωμένες κουκούλες των αντρικών ντόμινων, μούτρα ζώων, ή τ’ άσπρα πλαστρόν απ’ τά πουκάμισα. Και πάνω απ’ το πλήθος αυτό, μεθυστικά βάλς και σκοποί λαγγεμένοι ακούγονταν χωρίς διακοπή. Ήμουν ζαλισμένη, νευριασμένη, η καρδιά μου πότε σταματούσε, πότε χτυπούσε δυνατά. Τότε ακούμπησα τον ώμο μου πάνω στον ώμο του Τσέχοφ και κοιτάζοντάς τον στο πρόσωπο:
— Εσένα αγάπησα, του λέω, εσένα, εσένα!
— Με βάζεις σε περιέργεια, μάσκα, και αντιφάσκεις: πριν από λίγο μου είχες πει: «ούτε ξέρω!».
— Όχι, δεν είναι καθόλου αντιφατικό. Ίσως το αίσθημά μου να μην ήταν πραγματικός έρωτας, μα νομίζω πως δεν περνούσε στιγμή χωρίς να σε συλλογίζομαι. Κι όταν συναντιόμασταν, δεν μπορούσα να σε κοιτάξω όσο ήθελα. Ήτανε τόση η ευτυχία που με πλημμύριζε! Το πιστεύεις, αγαπημένε μου;
Ο Τσέχοφ τίναξε το μαλλί του απ’ το μέτωπο και κάρφωσε τη ματιά του στο ταβάνι.
— Δε με πιστεύεις; Απάντησέ μου.
— Δε σε γνωρίζω, μάσκα.
— Ξέρω πως είσαι ηθοποιός κι αυτή τη στιγμή παίζεις πολύ καλά μια κωμωδία.
— Και ποια είναι η ηθοποιός που πρέπει να τα παρακολουθήσει όλα με μεγάλη προσοχή;
— Είσαι εσύ!
Χαμογέλασε κι έσκυψε προς εμένα το κεφάλι του.
— Πρέπει να είσαι πολύ προσεχτική και να παρακολουθείς ό,τι γίνεται πάνω στη σκηνή. Μα δε μου τέλειωσες ακόμα τη διήγηση του ρομάντσου σου. Σ’ ακούω.
— Είναι κάτι πολύ συνηθισμένο, το τέλος του όμως ήταν λυπητερό!
— Ώστε το τέλος του ήταν λυπητερό;
— Ε, ναι, όπως σου είπα, δεν ήξερα αν ήμουν πραγματικά ερωτευμένη. Μπορεί να είναι αληθινός ένας έρωτας, όταν τον καταπολεμάς και θέλεις να τον καταπνίξεις; Όταν αναλύεις το αίσθημά σου λέγοντας στον εαυτό σου: μου φαίνεται πως τον αγαπώ τώρα λιγότερο, πως ξαναβρίσκω την ψυχραιμία μου, τώρα αρχίζει η ανάρρωση, τώρα επιτέλους κατόρθωσα να καταπνίξω αυτό το πάθος! Είναι αυτός έρωτας αληθινός;
— Αν δεν υπήρχε ο έρωτας, λέει αμέσως ο Τσέχοφ, δε θα υπήρχε και η πάλη.
— Ώστε δε με πιστεύεις;
«Σελίδα 121, σειρές 11 -12»
Η πρώτη παράσταση του Γλάρου στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι δόθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1896. Η Λύντια ήταν στην πλατεία του θεάτρου, μόνη, χωρίς το σύζυγό της, περιμένοντας σε μεγάλη υπερδιέγερση, ν’ ακούσει την απάντηση του Τσέχοφ από σκηνής.
Άρχισε η πρώτη πράξη.
Μου είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τά αισθήματά μου όσο κοίταζα τη σκηνή και άκουγα στο σύνολό του το έργο. Το περιεχόμενό του δεν είχε σημασία για μένα. Εγώ προσπαθούσα ν’ ακούσω με μεγάλη προσοχή όλες τις λέξεις που πρόφεραν τα διάφορα πρόσωπα, ενώ το περιεχόμενο του ίδιου του έργου διαδραματιζόταν μπροστά μου χωρίς να μου κάνει την παραμικρή εντύπωση. Τη στιγμή που η Νίνα Κομισαρζέφσκαγια άρχισε το μονόλογό της: «Ω άνθρωποι, λιοντάρια, αετοί...», άκουσα ένα περίεργο θόρυβο απ’ την πλατεία κι άρχισα επιτέλους να συνέρχομαι.
Τι γινότανε; Μου φάνηκε πως ένα κύμα από γέλια είχε πλημμυρίσει την πλατεία, — δεν ήταν όμως γέλια, μα μια βοή από φωνές και αγανάκτηση.
Ήταν πάντως δυσάρεστα ψιθυρίσματα κι εχθρικά για το έργο. Μα πώς είναι δυνατόν! Ο Τσέχοφ ήταν τόσο δημοφιλής κι αξιαγάπητος!
Η αυλαία έπεσε, και τότε έγινε κάτι αφάνταστο: σφύριζαν και χειροκροτούσαν με την ίδια μανία, άκουγες να ξεσπούνε γέλια, ακόμα και χάχανα! Όσο ο κόσμος έβγαινε στους διαδρόμους ή για να πάει στο φουαγιέ, άκουσα ορισμένους ν’ αγανακτούνε κι άλλους να οργίζονται.
«Είναι συμβολισμός...» λέγανε. «Καλύτερα θα ’κανε να γράφει τα παραμυθάκια του...». — «Τι τον νομίζει τον κόσμο!». — «Είναι μεγαλομανής!... Ακόλαστος!»[.....]
Το «Θέατρο Αλεξαντρίνσκι», όπου δόθηκε η πρεμιέρα του «Γλάρου» (17 Οκτωβρίου 1896)
_______________
Ύστερα απ’ το διάλειμμα, σ’ ένα απ’ τα αριστερά θεωρεία είδα τον Σουβόριν. Φαντάστηκα πως θα ήταν κι ο Τσέχοφ μαζί του, μα δεν παρουσιάστηκε.
Είχα αρχίσει ν’ ακούω προσεχτικά ό,τι λεγόταν πάνω στη σκηνή, μα χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Ταυτόχρονα έφερνα στο νου μου ορισμένες μικρολεπτομέρειες σχετικές με το έργο: ο Τσέχοφ το είχε γράψει το καλοκαίρι, στο κτήμα του του Μελίχοβο, σ’ ένα σπιτάκι μέσα στην πρασινάδα, όπου ακούγονταν τα τραγούδια και το πιάνο από το μεγάλο σπίτι. Ήταν για κείνον πολύ ευχάριστο να εργάζεται μέσα σε τέτοιες συνθήκες, — ο ίδιος κάποτε μου το είχε πει. Η ανάμνηση αυτή ήταν τόσο ζωντανή, ώστε άρχισα να βλέπω μπροστά μου εκείνο το σπιτάκι και τον Τσέχοφ με το τσουλούφι στο μέτωπο σκυμμένον πάνω στο γραφείο. Πόσο μακριά ήτανε τώρα εκείνο το Πέτερμπουργκ με το θέατρο Αλεξαντρίνσκι και το ήσυχο εκείνο Μελίχοβο! Αντί για όλα αυτά, μια αίθουσα θεάτρου ασφυκτικά γεμάτη και τα πρόσωπα των φίλων του μεταμορφωμένα σε κτήνη!
Είναι πια φανερό πως το έργο έχει αποτυχία. Τι αγωνία θα είχε τώρα ο Τσέχοφ! Ποιος να βρίσκεται δίπλα του, για να νιώθει κοντά του την παρουσία ενός φίλου; Ποιος να του ’δινε κουράγιο αυτή τη στιγμή; Αν τον ήξερα αυτόν τον «κάποιον», πόσο θα τον ζήλευα!
Όσο για την απάντηση που θα μου έδινε απ’ τη σκηνή είχα αρχίσει να πιστεύω πως ήταν σαχλαμάρα. Μου το είχε πει χωρίς να ξέρει σε ποιαν μιλούσε.
Μελίχοβο, το σπιτάκι – ησυχαστήριο όπου γράφτηκε ο «Γλάρος»
__________________
«Έδωσα και μου χάραξαν τ’ αρχικά σας απ’ αυτό το μέρος και τον τίτλο του βιβλίου σας από το άλλο».
«Τι ωραίο ενθύμιο!», της λέει ο Τριγκόριν και τη φιλεί.
Η Νίνα φεύγει απ’ τη σκηνή... ο Τριγκόριν γυρίζει το μενταγιόν και διαβάζει τους αριθμούς που ήταν χαραγμένοι:
«Σελίδα 121, σειρές 11-12».
Το είπε δυο φορές, έπειτα ρώτησε την κυρία Αρκάντινα που έβγαινε εκείνη τη στιγμή στη σκηνή:
«Έχετε διαβάσει τα έργα μου;».
Έπιασε έπειτα το βιβλίο και ξανάπε:
«Σελίδα 121, σειρές 11 -12».
Αφού βρήκε τη σελίδα, μέτρησε τις σειρές και διάβασε πολύ καθαρά:
«Αν χρειαστείς κάποτε τη ζωή μου, έλα και πάρε την».
Απ’ την αρχή αυτής της σκηνής, την ώρα που η Νίνα έδινε το μενταγιόν, ένιωθα κάτι παράξενο μέσα μου: η καρδιά μου είχε παγώσει απ’ τον τρόμο, μόλις που ανάσαινα, κι έσκυψα το κεφάλι μου γιατί νόμιζα πως όλη η αίθουσα, σαν ένας άνθρωπος, είχε γυρίσει σε μένα και με κοίταζε. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ωστόσο τίποτα δε μου ξέφυγε, όλα τα θυμόμουνα: «Σελίδα 121, σειρές 11 - 12». Οι αριθμοί αυτοί ήταν διαφορετικοί από κείνους που είχα βάλει εγώ στο κόσμημα, μα δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν η απάντηση που θα μου έδινε ο Τσέχοφ εμένα, κι όχι στη Γιαβόρσκαγια ή σε κάποια άλλη.
«Σ’ εσένα!». — «Σ’ εσένα!» μου είχε πει. Λοιπόν, ήξερε πως «σ’ εμένα» απαντούσε.
Όλη εκείνη τη βραδιά, στη μασκαράτα, είχε μείνει μαζί μου και ήξερε ποιος κρυβόταν κάτω από τη μάσκα, ώστε με την πρώτη ματιά με είχε αναγνωρίσει. Μα τι να ήτανε γραμμένο σε κείνες τις δυο αράδες;
Άρχισα πάλι να κοιτάζω τη σκηνή και να παρακολουθώ το έργο. Αυτό όμως που ήθελα να δω, ήτανε ο Τσέχοφ. Επειδή δεν τον έβλεπα στο θεωρείο, νόμιζα πως θα βρισκόταν στα παρασκήνια, μα για να πάω εγώ εκεί μέσα, δεν ήταν δυνατό κι ούτε είχα το θάρρος. Αυτό που επιθυμούσα τώρα, ήταν να τον συναντήσω τυχαία, για να καταλάβω, να νιώσω αν η παρουσία μου είναι εδώ περιττή κι ενοχλητική. Αχ, αν ήμουν σίγουρη πως ήθελε να με δει! Μα απ’ την άλλη μεριά μου φαινόταν πως σ’ αυτή τη δύσκολη για κείνον στιγμή, μόλις που θα με θυμόταν, θα μπορούσε να περάσει δίπλα μου χωρίς να μ’ αναγνωρίσει, ή αν με συναντούσε, θα θύμωνε μαζί μου. Μου είχε απαντήσει απ’ τη σκηνή σ’ ένα έργο που είχε τελεία αποτυχία και η συνάντησή μας μπορεί να του ήταν δυσάρεστη, γι’ αυτό τη φοβόμουν, σα να ήμουν ένοχος. Κι όμως, στο τελευταίο διάλειμμα τον έψαχνα παντού, σ’ όλους τους διαδρόμους και στο φουαγιέ. Από την έκφραση του προσώπου του θα μπορούσα να καταλάβω αν η παρουσία μου τού ήταν χρήσιμη. Μα δεν τον βρήκα πουθενά. Αργότερα έμαθα πως το είχε σκάσει απ’ το θέατρο. Το λέγανε ψιθυριστά:
«Το ’σκασε!».
Η Βέρα Κομισαρζέφσκαγια ως Νίνα στην πρώτη παράσταση του "Γλάρου",
Πετρούπολη, 1896
_____________
«Απαγορεύεται στα κορίτσια να συχνάζουν σε χορούς μεταμφιεσμένων».
Η Λύντια επιστρέφει και διηγείται στο σύζυγό της, που την περιμένει για το νυχτερινό τσάι και το δείπνο, το φιάσκο. Ανακουφισμένη που ο Μίσα δεν κατηγορεί τον Τσέχοφ, αλλά τους εχθρούς του, «καθάρματα, παλιογραφιάδες και ψευτοκόλακες», που τον ζηλεύουν, δεν μπορεί να πάρει το μυαλό της από κείνους τους αριθμούς.
Τον άκουγα μ’ ευχαρίστηση, ωστόσο όμως εκείνοι οι αριθμοί 121, 11 και 12, δε φεύγανε απ’ το μυαλό μου.
Το βιβλίο του Τσέχοφ βρισκόταν σ’ ένα ράφι της βιβλιοθήκης κι ήταν πολύ εύκολο να το βρω και να διαβάσω εκείνες τις αράδες. Μα πριν απ’ όλα έπρεπε να πιω τσάι, να φάω ζαμπόνι, ν’ ακούω τον Μίσα και να του απαντώ. Τι φράσεις θα ’βρισκα σε κείνη τη σελίδα 121, στις αράδες 11 και 12; Α, πρέπει να το μάθω το γρηγορότερο!
Το τσάι επιτέλους τέλειωσε, ο άντρας μου πήγε στο γραφείο του κάνοντας φασαρία και σφυρίζοντας, ύστερα πέρασε απ’ το σαλόνι και μπήκε στην κρεβατοκάμαρά μας.
— Θα ’ρθεις γρήγορα, μαμά; μου φώναξε.
— Ναι, αμέσως.
Εκείνη τη στιγμή μπήκα μέσα στο γραφείο. Ο Μίσα είχε σβήσει τη λάμπα κι έπρεπε ν’ ανάψω κερί. Το βαστούσα στο χέρι μου, βρήκα το βιβλίο, το τράβηξα γρήγορα απ’ το ράφι. Με τρεμουλιαστά χέρια άνοιξα τη σελίδα 121, μέτρησα τις αράδες και διάβασα: «...φαινόμενα. Γιατί με κοιτάζεις με τόση έκσταση; Μήπως σου αρέσω;».
Δεν κατάλαβα τίποτα, και ξαναδιάβασα τις αράδες. Όχι, δεν είχα κάμει λάθος: «φαινόμενα...» και τα λοιπά.
— Μαμά! φώναζε ο Μίσα. Τι κάνεις εκεί μέσα;
«Γιατί με κοιτάζεις με τόση έκσταση;»... Έκλεισα το βιβλίο σιγά - σιγά και το 'βαλα στη θέση του. Τάχα να με κορόιδεψε;
«Μήπως σου αρέσω;...».
Και τώρα ταξιδεύει για τη Μόσχα, βυθισμένος στις σκέψεις του. Όχι, την ώρα αυτή δεν μπορεί να σκέπτεται, θα καταγίνεται να διώχνει εκείνα τα οράματα: τους σαστισμένους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή, τα σφυρίγμαχα, τα χάχανα. Α, τα ήξερα τόσο καλά και τα θυμόμουνα, γιατί τα είχα ζήσει! Τώρα συλλογίζεται, άραγε την απάντηση που μου έδωσε; Φαντάζεται σε τι κατάσταση θα βρίσκομαι, όταν, ύστερα από τόση αναμονή, εκνευρισμό κι ανυπομονησία, δε βρήκα να διαβάσω παρά: «Μήπως σου αρέσω;». Ήταν ανάγκη μόνο και μόνο γι’ αυτό, να βάλει μέσα στο έργο του εκείνο το επεισόδιο του μενταγιόν;
Δε μου ερχόταν ύπνος. Η ανάμνηση από κείνες τις ώρες που πέρασα στο θέατρο, τα βαθιά σημάδια που άφησε στην ψυχή μου η φοβερή εκείνη αποτυχία, και η προσωπική μου απογοήτευση, όλα αυτά δε μ’ άφηναν να ησυχάσω.
«Μήπως σου αρέσω;».
Αιφνιδίως, κάτι σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου. Εγώ είχα βρει τους αριθμούς μέσα στο δ ι κ ό του βιβλίο, ενώ εκείνος ίσως να τους πήρε μέσα απ’ το βιβλίο το δικό μου!
Ο Μίσα κοιμόταν ήσυχα εδώ και πολλή ώρα. Πήδησα κάτω απ’ το κρεβάτι, έτρεξα στο γραφείο, βρήκα εκείνον τον μικρό τόμο με τα διηγήματά μου Ο τυχεράκια ς και στη σελίδα 121, αράδες 11-12 διάβασα: «Απαγορεύεται στα κορίτσια να συχνάζουν σε χορούς μεταμφιεσμένων».
Αυτή ήταν η απάντηση! Απάντηση σε πολλά πράματα: και σ’ αυτήν που του είχε στείλει το κόσμημα και στην άγνωστη με τη μάσκα.Όλα τα είχε μαντέψει, όλα τα ήξερε.
Ο Τσέχοφ διαβάζει το «Γλάρο» με τα μέλη του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας.
Αφίσα του «Γλάρου», όταν παίχτηκε στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, 17 Δεκεμβρίου 1898, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι. Ήταν πραγματικός θρίαμβος.
Για την αγάπη......
Με μεγάλη συγκίνηση περίμενα το τεύχος του Αυγούστου της Ρωσικής Σκέψης. Είχα συνηθίσει να μαντεύω ορισμένους υπαινιγμούς μέσα στα γράμματα του Τσέχοφ και νόμιζα πως ήθελε να μου υποδείξει ιδιαιτέρως το τεύχος αυτό, για να το διαβάσω το γρηγορώτερο. Ανυπομονούσα λοιπόν, χωρίς να μπορώ να εξηγήσω την αιτία της ανυπομονησίας μου.
Μόλις κυκλοφόρησε το αγόρασα, αντί να το πάρω απ’ τη Βιβλιοθήκη, όπως έκανα συνήθως.
Και μόνο με τον τίτλο Περί έρωτος, είχε φουντώσει η περιέργειά μου. Έκανα ένα σωρό υποθέσεις κι έτρεξα στο σπίτι μου με το έντυπο στο χέρι. Δεν είχα αμφιβολία πως εκείνο το Περί έρωτος θα με αφορούσε, μα τι να έλεγε άραγε;
Και μόνο με τον τίτλο Περί έρωτος, είχε φουντώσει η περιέργειά μου. Έκανα ένα σωρό υποθέσεις κι έτρεξα στο σπίτι μου με το έντυπο στο χέρι. Δεν είχα αμφιβολία πως εκείνο το Περί έρωτος θα με αφορούσε, μα τι να έλεγε άραγε;
Κάθισα στο γραφείο του αντρός μου, άνοιξα το τεύχος κι άρχισα να διαβάζω. Ήτανε μια ερωτική περιπέτεια ανάμεσα σ’ ένα μάγειρα και μια καμαριέρα. «Αυτή» δε θέλει να παντρευτεί με «αυτόν», δέχεται όμως να ζει μαζί του. «Αυτός» είναι θρήσκος και δεν παραδέχεται να ζει «έτσι». Δε βρήκα ό,τι περίμενα κι απογοητεύθηκα.
Μα σ’ ένα σημείο, ένας κάποιος Λουγκάνοβιτς καλεί στο σπίτι του αυτόν που λέγεται Αλιόχιν και του συστήνει την Άννα τη γυναίκα του. Μόλις είχε γεννήσει, ήταν νέα κι όμορφη κι έκαμε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόχιν.
«Άννα Αλεξέγεβνα...» — Κι εγώ επίσης είχα μωρό, όταν πρωτογνώρισα τον Αντόν Πάβλοβιτς!
Τότε θυμήθηκα και την κουβέντα μας:
«Δε σας φαίνεται πως όταν γνωριστήκαμε σα να μην ήταν η πρώτη μας συνάντηση, σα να ξαναβρεθήκαμε ύστερα από μακρύ χωρισμό;»
Ο Αντόν Πάβλοβιτς μου είχε κάμει αυτή την ερώτηση σ’ εκείνο το γιορταστικό δείπνο του γαμπρού μου.
Συνέχισα το διάβασμα με ανυπομονησία και αγωνία:
«Δεν είχα καιρό να θυμηθώ τη ζωή μου στην πόλη, μα η ανάμνηση κάποιας ξανθής, καλοφτιαγμένης γυναίκας είχε μείνει μέσα στην ψυχή μου και μ’ όλο πού δεν ήθελα να τή θυμούμαι, η ανάλαφρη σιλουέτα της δε μου ’φευγε απ’ το μυαλό».
Στην επόμενη σελίδα, ύστερα απ' τη δεύτερη συνάντησή του με την Άννα, ο Αλιόχιν έλεγε:
«Ήμουν δυστυχισμένος, δεν έπαυα να τη συλλογίζομαι κι’ όταν βρισκόμουν στο σπίτι, και στα χωράφια και στην αποθήκη...».
Χοντρά δάκρυα αρχίσανε να πέφτουν πάνω στο χαρτί κι’ έπρεπε να σκουπίζω τα μάτια μου για να συνεχίσω το διάβασμα.
«Κουβεντιάζαμε πολλή ώρα, μα δεν τολμούσαμε να ομολογήσουμε τον έρωτά μας, τον κρύβαμε από ντροπή και φόβο. Φοβόμαστε το καθετί που θα μπορούσε να φανερώσει ένα μυστικό που ήτανε μόνο δικό μας. Την αγαπούσα με στοργή και πάθος, μα η λογική μ’ έκανε ν’ αναρωτιέμαι πού θα μας πήγαινε η αγάπη μας, αφού δεν είχαμε αρκετή δύναμη να την καταπολεμήσουμε.
Μου φαινόταν απαράδεκτο να φτάσει κάποτε εκείνο το βαθύ αίσθημά μου να καταστρέψει την ευτυχισμένη ζωή του αντρός της, των παιδιών της, όλης της οικογένειας... θα ήταν αυτό τίμιο;
Και τι θ’ απογινόταν η Άννα, αν αρρωστούσα εγώ ή αν πέθαινα; Φαίνεται πως κι’ εκείνη έκανε τις ίδιες σκέψεις σαν έφερνε στο νου της τα παιδιά της και τον άντρα της».
Τώρα πια δεν ήταν δάκρυα, ήταν οι λυγμοί που μ’ έπνιγαν. Ώστε λοιπόν δε με κατηγορούσε, — αντίθετα, με καταλάβαινε, με δικαιολογούσε, μοιραζόταν τη θλίψη μου. «Ένιωθα πως ήταν ένας συγγενικός μου άνθρωπος, δικός μου, πως δεν μπορούσαμε να ζήσουμε ο ένας χωρίς τον άλλον...».
«Τον τελευταίο καιρό η Άννα Αλεξέγεβνα ήταν αλλαγμένη, είχε μια περίεργη ερεθιστικότητα, σ’ ό,τι κι’ αν της έλεγα δε συμφωνούσε. Αν τύχαινε κάτι να μου πέσει κάτω, μου έλεγε: «Τα συγχαρητήριά μου!».
Αυτό ακριβώς είχα πει κι’ εγώ μια μέρα στον Τσέχοφ, όταν του ’πεσε το καπέλο του στις λάσπες. Φαίνεται πως θα πήγε να ρίξει πίσω το τσουλούφι του, όπως το συνήθιζε, και μ’ αυτή την κίνηση του ’φυγε το καπέλο.
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Αλιόχιν και της Άννας έγινε μέσα στο βαγόνι ενός τραίνου, όταν εκείνη έφευγε.
«Καθώς συναντηθήκανε τα βλέμματά μας, παραλύσαμε, την αγκάλιασα κι’ αυτή σφιγγόταν πάνω μου με το πρόσωπό της ακουμπισμένο στο στήθος μου, και δάκρυα της τρέχανε απ’ τα μάτια. (...) Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα, πως όταν αγαπάς και συλλογίζεσαι την αγάπη αυτή, πρέπει να έχεις υπ’ όψι κάτι πολύ πιο υψηλό, πιο σημαντικό από την ευτυχία ή τη δυστυχία, το αμάρτημα ή την αρετή, με την πιο συνηθισμένη έννοια αυτών των λέξεων, — ή να μη συλλογίζεσαι τίποτα».
Όταν τέλειωσα το διήγημα, ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο βιβλίο.
Reading (portrait of the artist' s wife), 1863, by Ivan Nikolaevich Kramskoy
______________
Τι ήθελε τάχα να μου δώσει να καταλάβω με κείνα τα λόγια: «Πόσο μάταιο, μικροπρεπές και απατηλό ήταν ό,τι εμπόδιζε την αγάπη μας!».
Έπιασα ένα κομμάτι χαρτί για να γράψω στον Τσέχοφ. Έγραφα χωρίς να σκέπτομαι καθόλου. Για να μη μετανοιώσω, βγήκα αμέσως έξω κι’ έριξα στο κουτί το γράμμα μου, που δεν ήταν καθόλου ευχάριστο.
Σε λίγες μέρες έλαβα την απάντηση:
30 Αύγουστου 1898, Μελίχοβο.
Φεύγω για την Κριμαία, έπειτα θα πάω στον Καύκασο κι’ όταν πιάσουν εκεί τα κρύα, θα φύγω πιθανόν για το εξωτερικό. Δε θα έχω λοιπόν την ευκαιρία να έρθω στο Πέτερμπουργκ.
Δε μου κάνει καθόλου κέφι να φύγω, και μόνο με τη σκέψη αυτή μου κόβονται τα γόνατα και δεν έχω όρεξη να δουλέψω. Νομίζω πως αν περνούσα αυτόν το χειμώνα στη Μόσχα ή στο Πέτερμπουργκ, σ’ ένα καλοθερμασμένο διαμέρισμα, θα γιατρευόμουν εντελώς, και το κυριότερο, θα δούλευα — θα έγραφα δηλαδή — τόσο καλά, που θα σκούσε, με το συμπάθιο, κι’ ο διάβολος.
Αυτή η περιπλανητική ζωή, ιδίως το χειμώνα — στο εξωτερικό ο χειμώνας είναι απαίσιος — μ’ έχει εντελώς ξεστρατίσει.
Για την εργασία της μέλισσας, η γνώμη σας δεν είναι σωστή. ΙΙρώτα βλέπει τα ζωηρά κι’ ωραία λουλούδια, κι’ αφού διαλέξει πια, τότε μαζεύει το μέλι.
Ως προς τα υπόλοιπα, — περί αδιαφορίας και ανίας, για το ότι οι άνθρωποι που έχουν ταλέντο δε ζούνε και δεν αγαπούνε παρά μέσα σ' ένα δικό τους κόσμο εικόνων και φαντασίας, — τούτο μόνο μπορώ να πω: η ψυχή του πλησίον είναι σκότος κι’ έρεβος.
Ο καιρός είναι άσχημος, κρύος και υγρός.
Το 1898 τα γράμματα του Τσέχοφ στην Λύντια είναι συχνά, αλλά όπως η ίδια λέει: «... δεν ένιωθα πια μέσα στα γράμματα αυτά το κάλεσμα της ψυχής του, όπως άλλοτε.» Στα μέσα Απριλίου του 1899 ο Τσέχοφ βρίσκεται στη Μόσχα.
Του είχα γράψει πως την 1η Μαίου θα ήμουν κι εγώ περαστική από κει, ίσα - ίσα για ν’ αλλάξω τραίνο, χωρίς να βγω έξω απ’ το σταθμό. Μου απάντησε [στις 27 Απριλίου 1899]:
«Την 1η Μαίου θα βρίσκομαι ακόμα στη Μόσχα. Δε θα μπορούσατε να έρθετε το πρωί να πιούμε καφέ στο σπίτι μου; Αν έχετε μαζί και τα παιδιά σας, να τα φέρετε, θα σας προσφέρω καφέ με γάλα, τσουρέκια και ζαμπόν»
Η επίσκεψη αυτή στην οικογένεια του Τσέχοφ ήταν αδύνατο να γίνει. Ανάμεσα στα δυο τραίνα μου έμεναν μόλις δυο ώρες· στο διάστημα αυτό έπρεπε να δώσω στα παιδιά μου να φάνε και να ψάξω στο σταθμό για να βρώ ένα άδειο διαμέρισμα σε κάποιο βαγόνι. Να πήγαινα στου Τσέχοφ για κανένα τέταρτο, δεν άξιζε βέβαια τον κόπο. Απαντώντας στο γράμμα του, τού έλεγα αυτά τα επιχειρήματα.
Μόλις όμως τελειώσαμε το πρόγευμά μας, βλέπω μέσα στο εστιατόριο του σταθμού τον Τσέχοφ να προχωρεί μ’ ένα πακέτο στο χέρι κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Ήτανε φανερό πως μας ζητούσε. Αφού μας χαιρέτησε, μου λέει:
— Για δέστε τις καραμέλες αυτές, είναι καραμέλες συγγραφέων! Νομίζετε πως κάποια μέρα θα μου γίνει κι εμένα αυτή η τιμή;
Πραγματικά, πάνω στα χαρτάκια που τύλιγαν τις καραμέλες ήτανε τυπωμένα τα πρόσωπα του Τουργκένιεφ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι...
— Δεν έβαλαν ακόμα, του λέω, το πρόσωπο του Τσέχοφ; Περίεργο... Μα έννοια σας και δε θ’ αργήσουν να το βάλουν.
Ο Αντόν Πάβλοβιτς φώναξε τα παιδιά μου και πήρε τη Νινούλα στα γόνατά του.
— Γιατί μοιάζεις — της λέει — με επόπτρια παρθεναγωγείου;
— Μα τι σύγκριση είναι αυτή! Τι νόημα έχει η επόπτρια; — του λέω εγώ.
Είχε όμως αρχίσει να παίζει τόσο στοργικά με τις μπούκλες της μικρής τυλίγοντάς τις στα δάχτυλά του και να την κοιτάζει με κείνα τα μεγάλα γκρίζα μάτια του, που ο εγωισμός μου καταπραΰνθηκε. Κι η μικρή είχε ζαρώσει στην αγκαλιά του και του χαμογελούσε.
— Τα παιδιά μ’ αγαπούνε! — μου κάνει ο Τσέχοφ, βλέποντας την απορία μου, που δεν είχε καθόλου αγριέψει η μικρή. Και συνέχισε:
— Ήθελα κάτι να σας προτείνω: απόψε δίνουν μια παράσταση του Γλάρου αποκλειστικά για μένα. Δε θα υπάρχουν καθόλου θεατές. Λοιπόν μείνετε γι’ απόψε και φεύγετε αύριο. Σύμφωνοι;
Ήταν εντελώς αδύνατο να δεχθώ αυτή την πρόσκληση. Θα 'πρεπε ν’ αφήσω τα παιδιά μαζί με τη δασκάλα τους σε ξενοδοχείο, να τηλεγραφήσω στην αδελφή μου, που μας περίμενε στο κτήμα της, κι έπειτα να ειδοποιήσω τον άντρα μου στο Πέτερμπουργκ. Δυσκολότατα όλα αυτά και περίπλοκα.
— Ποτέ δε συμφωνείτε με μένα, λέει κακόκεφος ο Τσέχοφ. Κι όμως θα ήθελα να είστε μαζί μου στην παράσταση αυτή. Δε θα μπορούσε να ταχτοποιηθεί η υπόθεση;
Δυστυχώς παρ’ όλες τις προσπάθειές μας και την επιθυμία μου να μείνω, στάθηκε αδύνατο να βρούμε μια λύση.
— Έχετε ζεστό πανωφόρι; — με ρώτησε εκείνος απότομα. Μ’ όλο που είναι πρώτη Μαΐου, σήμερα κάνει πολύ κρύο. Εγώ και με το χοντρό παλτό μου κρύωνα στη διαδρομή μέχρι εδώ.
— Λυπούμαι που κάματε τον κόπο, του λέω. Θα μπορούσε ν’ αρρωστήσετε και θα ήμουν εγώ υπεύθυνη.
— Μα κι εσείς είναι τρέλα να ταξιδεύετε με ταγιέρ. Ακούστε, — θα στείλω ένα σημείωμα στη Μάσα την αδελφή μου και θα σας φέρει το χοντρό της παλτό. Αμέσως τώρα θα το στείλω, θα προφτάσει να έρθει.
Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσα να τον εμποδίσω.
— Τότε, αν κρυολογήσετε, να μου στείλετε ένα τηλεγράφημα και θα ’ρθω να σας νοσηλεύσω. Πρέπει να ξέρετε πως είμαι καλός γιατρός. Σα να μου φαίνεται πως δεν έχετε εμπιστοσύνη στις επαγγελματικές μου ικανότητες.
— Να έρθετε στο σπίτι μας, όχι για να με νοσηλεύσετε, μα για να μείνετε κάμποσο καιρό μαζί μας. Σύμφωνοι;
— Όχι! λέει με αποφασιστικότητα, — κι άλλαξε αμέσως κουβέντα.
— Φέτος το χειμώνα αναγκαστήκατε να δουλέψετε πολύ για μένα. Διαβάσατε όλα τα κείμενα που έχουν γράψει οι αντιγραφείς σας, ε; Πώς σας λυπόμουνα! Κι από πάνω, κάματε τόσο κόπο για να μου βρείτε σπίτι... (εδώ χαμογέλασε μελαγχολικά). Καθώς λέει η παροιμία: «μια γυναίκα δεν είχε μπελάδες κι αγόρασε ένα γουρουνάκι».
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο χαμάλης για να μας πει πως μπορούσαμε να καθίσουμε στις θέσεις μας στο τραίνο, πήρε τις βαλίτσες μας και τραβούσε για την έξοδο· τον ακολουθούσανε τα παιδιά μου με τη δασκάλα τους.
Ο Αντόν Πάβλοβιτς είχε αρπάξει την τσάντα μου και δυο κουτιά με γλυκά που μας είχαν προσφέρει οι φίλοι μου στο σταθμό του Πέτερμπουργκ. Όπως πηγαίναμε πια να βγούμε έξω, παρατήρησα πως το παλτό του ήταν ξεκούμπωτο. Τα χέρια του ήταν πιασμένα με τα πράγματά μου, γι’ αυτό τον σταμάτησα μια στιγμή κι άρχισα να του κουμπώνω το παλτό του.
— Έτσι είναι που μπορεί κανείς να κρυολογήσει, του λέω.
— Κι έτσι είναι που δεν παύουν να μου θυμίζουν πως είμαι ένας άρρωστος, άχρηστος άνθρωπος. Δε θα μπορούσαν να το ξεχάσουν για λίγο και να μη μου το θυμίζουν σε κάθε περίσταση;
— Εγώ είμαι γερή κι όμως με δυσκολία σας έπεισα να μην ειδοποιήσετε για να μου φέρουν το πανωφόρι της αδελφής σας. Ώστε εσείς έχετε το δικαίωμα να φοβάστε μήπως κρυολογήσω, ενώ σ’ εμένα αυτό απαγορεύεται;
— Τότε γιατί καβγαδίζουμε, αγαπητή μου; — μου κάνει με χαμόγελο.
— Σήμερα είστε κακόκεφος! του είπα και πρόσθεσα χαμογελώντας: Μ’ όλο που φοράτε καινούριες γαλότσες.
— Δεν είναι καθόλου καινούριες! μου λέει με θυμό.
Είχαμε φτάσει κοντά στο τραίνο. Τότε ο Τσέχοφ μου είπε:
— Ξέρετε πως είναι κιόλα δέκα χρόνια που γνωριζόμαστε... Ναι. Δέκα χρόνια. Είμαστε τότε νέοι.
— Τώρα είμαστε γέροι;
— Εσείς όχι. Εγώ όμως είμαι πιο φθαρμένος κι από ένα γέροντα. Αυτοί τουλάχιστον μπορούν νά ζουν όπου θέλουν κι όπως θέλουν, ενώ εγώ είμαι αλυσοδεμένος από την αρρώστια μου.
— Τώρα όμως είστε καλύτερα.
— Το πιστεύετε αυτό πραγματικά; Ξέρετε πολύ καλά τι αξία έχει αυτή η καλυτέρευση. Κι όμως — πρόσθεσε με έξαψη — πολλές φορές συλλογίζομαι πως θα μπορούσα μολαταύτα να συνέλθω, να δυναμώσω, να γιατρευτώ εντελώς. Θα ήταν δυνατόν. Ή μήπως η ζωή μου έφθασε στο τέλος της;
Τρία παιδικά προσωπάκια σκύβανε απ’ το παράθυρο του τραίνου, γελούσαν και μάς γνέφανε.
— Ας μπούμε μέσα στο βαγόνι — μου πρότεινε ο Αντόν ΙΙάβλοβιτς. Δεν έχετε μόνο κακό χαρακτήρα, μα είστε αφηρημένη και απρόσεχτη. Είμαι οργισμένος με το κοστούμι σας. Με τέτοιο ντύσιμο, πώς θα περάσετε τη νύχτα μέσα σ’ ένα τραίνο τόσο αργοκίνητο; Πόσα χιλιόμετρα είναι;
Τα παιδιά χαρήκανε που μας είδανε, λες και λείπαμε πολύ καιρό. Ο Αντόν Πάβλοβιτς πήρε πάλι τη Νινούλα στα γόνατά του κι απ’ την άλλη μεριά ο γιος μου του ’δειχνε το βιβλίο του.
— Το αγόρασα εδώ, απ' το κιόσκι. Το έχετε διαβάσει;
Ο Αντόν Πάβλοβιτς το πήρε και το ξεφύλλισε.
— Το διάβασα — λέει με πολλή σοβαρότητα. Είναι ένα έργο του Πούσκιν, πολύ ωραίο βιβλίο, καλά το διάλεξες.
Ο γιος μου ήταν ενθουσιασμένος.
— Είναι ποιήματα, Αντόν Πάβλοβιτς, σας αρέσουνε;
— Ναι, μ’ αρέσουν πολύ τα ποιήματα του Πούσκιν.
— Ακόμα λίγο θα ξεχνούσα να σας επιστρέψω το τελευταίο σας διήγημα — του λέω εγώ. Πώς τα κατάφερα και το άφησα στο σπίτι μου...
— Θαρρώ πως δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Το διαβάσατε;
— Δεν είμαι της ίδιας γνώμης. Είναι ένα διήγημα του «Τσεχόντε». Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ ο Τσεχόντε, είναι ένας εξαίρετος συγγραφέας! — του κάνω μ’ ένα χαμόγελο.
— Απόψε θα παίξουν το Γλάρο χωρίς θεατές, μόνο για μένα. Α, τι θαυμάσιοι οι ηθοποιοί! Μα είμαι θυμωμένος μαζί σας, — δε θελήσατε να μείνετε γι’ αυτή την παράσταση...
Εκείνη τη στιγμή αναγγείλανε την αναχώρηση του τραίνου. Ο Αντόν Πάβλοβιτς σηκώθηκε.
Τότε μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό ο αποχαιρετισμός του Αλιόχιν και της Άννας Λουγκάνοβιτς μέσα στο βαγόνι του τραίνου: «την αγκάλιασα... εκείνη σφίχτηκε πάνω στο στήθος μου...».
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, είχα συγκλονιστεί.
«Για μας όμως, δεν είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός — προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου. Μπορεί να έρθει καμιά φορά στο σπίτι μας ή στο σπίτι του γαμπρού μου...»
Δεν πρόσεξα πως είχε αποχαιρετήσει ο Αντόν Πάβλοβιτς τα παιδιά μου. Όσο για μένα, δε μου είπε ούτε μια λέξη, μόνο βγήκε στο διάδρομο. Τον ακολούθησα. Στράφηκε απότομα και μου ’ριξε μια αυστηρή, ψυχρή κι οργισμένη ματιά.
— Ακόμα κι αν αρρωστήσετε — μου λέει — δε θα έρθω να σας νοσηλεύσω». Είμαι καλός γιατρός και θα σας ζητούσα για αμοιβή τον ουρανό με τ’ άστρα. Λοιπόν, δε θα ξαναϊδωθούμε.
Μου ’σφιξε γρήγορα το χέρι κι έφυγε.
— Μαμά, μαμά, έλα, έλα γρήγορα! φωνάζανε τα παιδιά.
Το τραίνο έκανε να ξεκινήσει. Απ’ το παράθυρο είδα το πρόσωπο του Αντόν Πάβλοβιτς που περνούσε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα βέβαια, κι ούτε μπορούσα να το φανταστώ, πως ήταν η τελευταία φορά που τον βλέπω.
«Την 1η Μαίου θα βρίσκομαι ακόμα στη Μόσχα. Δε θα μπορούσατε να έρθετε το πρωί να πιούμε καφέ στο σπίτι μου; Αν έχετε μαζί και τα παιδιά σας, να τα φέρετε, θα σας προσφέρω καφέ με γάλα, τσουρέκια και ζαμπόν»
Η επίσκεψη αυτή στην οικογένεια του Τσέχοφ ήταν αδύνατο να γίνει. Ανάμεσα στα δυο τραίνα μου έμεναν μόλις δυο ώρες· στο διάστημα αυτό έπρεπε να δώσω στα παιδιά μου να φάνε και να ψάξω στο σταθμό για να βρώ ένα άδειο διαμέρισμα σε κάποιο βαγόνι. Να πήγαινα στου Τσέχοφ για κανένα τέταρτο, δεν άξιζε βέβαια τον κόπο. Απαντώντας στο γράμμα του, τού έλεγα αυτά τα επιχειρήματα.
Μόλις όμως τελειώσαμε το πρόγευμά μας, βλέπω μέσα στο εστιατόριο του σταθμού τον Τσέχοφ να προχωρεί μ’ ένα πακέτο στο χέρι κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Ήτανε φανερό πως μας ζητούσε. Αφού μας χαιρέτησε, μου λέει:
— Για δέστε τις καραμέλες αυτές, είναι καραμέλες συγγραφέων! Νομίζετε πως κάποια μέρα θα μου γίνει κι εμένα αυτή η τιμή;
Πραγματικά, πάνω στα χαρτάκια που τύλιγαν τις καραμέλες ήτανε τυπωμένα τα πρόσωπα του Τουργκένιεφ, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι...
— Δεν έβαλαν ακόμα, του λέω, το πρόσωπο του Τσέχοφ; Περίεργο... Μα έννοια σας και δε θ’ αργήσουν να το βάλουν.
Ο Αντόν Πάβλοβιτς φώναξε τα παιδιά μου και πήρε τη Νινούλα στα γόνατά του.
— Γιατί μοιάζεις — της λέει — με επόπτρια παρθεναγωγείου;
— Μα τι σύγκριση είναι αυτή! Τι νόημα έχει η επόπτρια; — του λέω εγώ.
Είχε όμως αρχίσει να παίζει τόσο στοργικά με τις μπούκλες της μικρής τυλίγοντάς τις στα δάχτυλά του και να την κοιτάζει με κείνα τα μεγάλα γκρίζα μάτια του, που ο εγωισμός μου καταπραΰνθηκε. Κι η μικρή είχε ζαρώσει στην αγκαλιά του και του χαμογελούσε.
— Τα παιδιά μ’ αγαπούνε! — μου κάνει ο Τσέχοφ, βλέποντας την απορία μου, που δεν είχε καθόλου αγριέψει η μικρή. Και συνέχισε:
— Ήθελα κάτι να σας προτείνω: απόψε δίνουν μια παράσταση του Γλάρου αποκλειστικά για μένα. Δε θα υπάρχουν καθόλου θεατές. Λοιπόν μείνετε γι’ απόψε και φεύγετε αύριο. Σύμφωνοι;
Ήταν εντελώς αδύνατο να δεχθώ αυτή την πρόσκληση. Θα 'πρεπε ν’ αφήσω τα παιδιά μαζί με τη δασκάλα τους σε ξενοδοχείο, να τηλεγραφήσω στην αδελφή μου, που μας περίμενε στο κτήμα της, κι έπειτα να ειδοποιήσω τον άντρα μου στο Πέτερμπουργκ. Δυσκολότατα όλα αυτά και περίπλοκα.
— Ποτέ δε συμφωνείτε με μένα, λέει κακόκεφος ο Τσέχοφ. Κι όμως θα ήθελα να είστε μαζί μου στην παράσταση αυτή. Δε θα μπορούσε να ταχτοποιηθεί η υπόθεση;
Δυστυχώς παρ’ όλες τις προσπάθειές μας και την επιθυμία μου να μείνω, στάθηκε αδύνατο να βρούμε μια λύση.
— Έχετε ζεστό πανωφόρι; — με ρώτησε εκείνος απότομα. Μ’ όλο που είναι πρώτη Μαΐου, σήμερα κάνει πολύ κρύο. Εγώ και με το χοντρό παλτό μου κρύωνα στη διαδρομή μέχρι εδώ.
— Λυπούμαι που κάματε τον κόπο, του λέω. Θα μπορούσε ν’ αρρωστήσετε και θα ήμουν εγώ υπεύθυνη.
— Μα κι εσείς είναι τρέλα να ταξιδεύετε με ταγιέρ. Ακούστε, — θα στείλω ένα σημείωμα στη Μάσα την αδελφή μου και θα σας φέρει το χοντρό της παλτό. Αμέσως τώρα θα το στείλω, θα προφτάσει να έρθει.
Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσα να τον εμποδίσω.
— Τότε, αν κρυολογήσετε, να μου στείλετε ένα τηλεγράφημα και θα ’ρθω να σας νοσηλεύσω. Πρέπει να ξέρετε πως είμαι καλός γιατρός. Σα να μου φαίνεται πως δεν έχετε εμπιστοσύνη στις επαγγελματικές μου ικανότητες.
— Να έρθετε στο σπίτι μας, όχι για να με νοσηλεύσετε, μα για να μείνετε κάμποσο καιρό μαζί μας. Σύμφωνοι;
— Όχι! λέει με αποφασιστικότητα, — κι άλλαξε αμέσως κουβέντα.
— Φέτος το χειμώνα αναγκαστήκατε να δουλέψετε πολύ για μένα. Διαβάσατε όλα τα κείμενα που έχουν γράψει οι αντιγραφείς σας, ε; Πώς σας λυπόμουνα! Κι από πάνω, κάματε τόσο κόπο για να μου βρείτε σπίτι... (εδώ χαμογέλασε μελαγχολικά). Καθώς λέει η παροιμία: «μια γυναίκα δεν είχε μπελάδες κι αγόρασε ένα γουρουνάκι».
Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο χαμάλης για να μας πει πως μπορούσαμε να καθίσουμε στις θέσεις μας στο τραίνο, πήρε τις βαλίτσες μας και τραβούσε για την έξοδο· τον ακολουθούσανε τα παιδιά μου με τη δασκάλα τους.
Ο Αντόν Πάβλοβιτς είχε αρπάξει την τσάντα μου και δυο κουτιά με γλυκά που μας είχαν προσφέρει οι φίλοι μου στο σταθμό του Πέτερμπουργκ. Όπως πηγαίναμε πια να βγούμε έξω, παρατήρησα πως το παλτό του ήταν ξεκούμπωτο. Τα χέρια του ήταν πιασμένα με τα πράγματά μου, γι’ αυτό τον σταμάτησα μια στιγμή κι άρχισα να του κουμπώνω το παλτό του.
— Έτσι είναι που μπορεί κανείς να κρυολογήσει, του λέω.
— Κι έτσι είναι που δεν παύουν να μου θυμίζουν πως είμαι ένας άρρωστος, άχρηστος άνθρωπος. Δε θα μπορούσαν να το ξεχάσουν για λίγο και να μη μου το θυμίζουν σε κάθε περίσταση;
— Εγώ είμαι γερή κι όμως με δυσκολία σας έπεισα να μην ειδοποιήσετε για να μου φέρουν το πανωφόρι της αδελφής σας. Ώστε εσείς έχετε το δικαίωμα να φοβάστε μήπως κρυολογήσω, ενώ σ’ εμένα αυτό απαγορεύεται;
— Τότε γιατί καβγαδίζουμε, αγαπητή μου; — μου κάνει με χαμόγελο.
— Σήμερα είστε κακόκεφος! του είπα και πρόσθεσα χαμογελώντας: Μ’ όλο που φοράτε καινούριες γαλότσες.
— Δεν είναι καθόλου καινούριες! μου λέει με θυμό.
Είχαμε φτάσει κοντά στο τραίνο. Τότε ο Τσέχοφ μου είπε:
— Ξέρετε πως είναι κιόλα δέκα χρόνια που γνωριζόμαστε... Ναι. Δέκα χρόνια. Είμαστε τότε νέοι.
— Τώρα είμαστε γέροι;
— Εσείς όχι. Εγώ όμως είμαι πιο φθαρμένος κι από ένα γέροντα. Αυτοί τουλάχιστον μπορούν νά ζουν όπου θέλουν κι όπως θέλουν, ενώ εγώ είμαι αλυσοδεμένος από την αρρώστια μου.
— Τώρα όμως είστε καλύτερα.
— Το πιστεύετε αυτό πραγματικά; Ξέρετε πολύ καλά τι αξία έχει αυτή η καλυτέρευση. Κι όμως — πρόσθεσε με έξαψη — πολλές φορές συλλογίζομαι πως θα μπορούσα μολαταύτα να συνέλθω, να δυναμώσω, να γιατρευτώ εντελώς. Θα ήταν δυνατόν. Ή μήπως η ζωή μου έφθασε στο τέλος της;
Τρία παιδικά προσωπάκια σκύβανε απ’ το παράθυρο του τραίνου, γελούσαν και μάς γνέφανε.
— Ας μπούμε μέσα στο βαγόνι — μου πρότεινε ο Αντόν ΙΙάβλοβιτς. Δεν έχετε μόνο κακό χαρακτήρα, μα είστε αφηρημένη και απρόσεχτη. Είμαι οργισμένος με το κοστούμι σας. Με τέτοιο ντύσιμο, πώς θα περάσετε τη νύχτα μέσα σ’ ένα τραίνο τόσο αργοκίνητο; Πόσα χιλιόμετρα είναι;
Τα παιδιά χαρήκανε που μας είδανε, λες και λείπαμε πολύ καιρό. Ο Αντόν Πάβλοβιτς πήρε πάλι τη Νινούλα στα γόνατά του κι απ’ την άλλη μεριά ο γιος μου του ’δειχνε το βιβλίο του.
— Το αγόρασα εδώ, απ' το κιόσκι. Το έχετε διαβάσει;
Ο Αντόν Πάβλοβιτς το πήρε και το ξεφύλλισε.
— Το διάβασα — λέει με πολλή σοβαρότητα. Είναι ένα έργο του Πούσκιν, πολύ ωραίο βιβλίο, καλά το διάλεξες.
Ο γιος μου ήταν ενθουσιασμένος.
— Είναι ποιήματα, Αντόν Πάβλοβιτς, σας αρέσουνε;
— Ναι, μ’ αρέσουν πολύ τα ποιήματα του Πούσκιν.
— Ακόμα λίγο θα ξεχνούσα να σας επιστρέψω το τελευταίο σας διήγημα — του λέω εγώ. Πώς τα κατάφερα και το άφησα στο σπίτι μου...
— Θαρρώ πως δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Το διαβάσατε;
— Δεν είμαι της ίδιας γνώμης. Είναι ένα διήγημα του «Τσεχόντε». Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ ο Τσεχόντε, είναι ένας εξαίρετος συγγραφέας! — του κάνω μ’ ένα χαμόγελο.
— Απόψε θα παίξουν το Γλάρο χωρίς θεατές, μόνο για μένα. Α, τι θαυμάσιοι οι ηθοποιοί! Μα είμαι θυμωμένος μαζί σας, — δε θελήσατε να μείνετε γι’ αυτή την παράσταση...
Εκείνη τη στιγμή αναγγείλανε την αναχώρηση του τραίνου. Ο Αντόν Πάβλοβιτς σηκώθηκε.
Τότε μου ήρθε ξαφνικά στο μυαλό ο αποχαιρετισμός του Αλιόχιν και της Άννας Λουγκάνοβιτς μέσα στο βαγόνι του τραίνου: «την αγκάλιασα... εκείνη σφίχτηκε πάνω στο στήθος μου...».
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, είχα συγκλονιστεί.
«Για μας όμως, δεν είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός — προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου. Μπορεί να έρθει καμιά φορά στο σπίτι μας ή στο σπίτι του γαμπρού μου...»
Δεν πρόσεξα πως είχε αποχαιρετήσει ο Αντόν Πάβλοβιτς τα παιδιά μου. Όσο για μένα, δε μου είπε ούτε μια λέξη, μόνο βγήκε στο διάδρομο. Τον ακολούθησα. Στράφηκε απότομα και μου ’ριξε μια αυστηρή, ψυχρή κι οργισμένη ματιά.
— Ακόμα κι αν αρρωστήσετε — μου λέει — δε θα έρθω να σας νοσηλεύσω». Είμαι καλός γιατρός και θα σας ζητούσα για αμοιβή τον ουρανό με τ’ άστρα. Λοιπόν, δε θα ξαναϊδωθούμε.
Μου ’σφιξε γρήγορα το χέρι κι έφυγε.
— Μαμά, μαμά, έλα, έλα γρήγορα! φωνάζανε τα παιδιά.
Το τραίνο έκανε να ξεκινήσει. Απ’ το παράθυρο είδα το πρόσωπο του Αντόν Πάβλοβιτς που περνούσε, χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει.
Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα βέβαια, κι ούτε μπορούσα να το φανταστώ, πως ήταν η τελευταία φορά που τον βλέπω.
Λύντια Αβίλοβα, Ο Τσέχοφ στη ζωή μου,
μτφρ. Μέλπω Αξιώτη, εκδόσεις Κέδρος