Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

«...η εποχή των κυκλώπων». Από τη «Συμφωνία του Μονάχου» μέχρι τις πρώτες νίκες του ελληνοϊταλικού πολέμου, με τη ματιά του Γιώργου Σεφέρη.



Από τα αριστερά: Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ, Χίτλερ, Μουσολίνι. Στην τελετή για την υπογραφή της «Συμφωνίας του Μονάχου».



Σεπτέμβρης 1938. Κυριακή βράδυ, Κηφισιά

Πρ
οχτές βράδυ ήρθα στην Κηφισιά, αργά στις 8.30. Κατά τις 11.30, καθώς ήμουν έτοιμος να πλαγιάσω, μου τηλεφώνησαν την επιστράτευση των Τσέχων ξαναντύθηκα και κατέβηκα στην Αθήνα. Πέρασα από το Υπουργείο. Έπειτα στο Πρακτορείο ως τις 3 πρωί. 

Βαριές ώρες. Αισθανότανε κανείς, καθώς τα μηχανήματα δίναν τις ειδήσεις, τον αψηλό πυρετό της Ευρώπης που από στιγμή σε στιγμή ετοιμαζότανε να παραδοθεί στον πόλεμο. Μέσα στη νύχτα ήταν μια μοίρα που έπαιζε στα ζάρια την υπόσταση εκατομμυρίων ανθρώπων και τα λίγα πράγματα που πιστέψαμε και τους δώσαμε τη ζωή μας.

Έφυγα από το Πρακτορείο όταν λάβαμε την είδηση πως ο Chamberlain γύρισε να κοιμηθεί. Πεινούσα. Πήγα να πάρω κάτι στην «Εκάλη». Κουρασμένος. Ένιωθα μόνος, αποχωρισμένος από τα πάντα. Θα ήταν ίσως η πρώτη στιγμή που είχα τη συναίσθηση πως γέρασα : πώς είναι δυνατό να υπάρχουν άνθρωποι, νεώτεροί μου, που να μην είμαι σε θέση να τους καταλάβω — που θα μπορούσαν να σκεφτούν πως τα πράγματα που νόμιζα άξια είναι χασομέρι και, γι’ αυτούς, ξεπερασμένα. 

Ως τώρα γεύτηκα πολλές φορές τη μόνωση μέσα στο παρόν. Αισθανόμουνα τη στιγμή εκείνη την απομόνωση στο μέλλον και στους αιώνες των αιώνων. Παράξενος κλονισμός να νιώθεις πως ποτέ δε θα μπορέσεις να έχεις συντρόφους. Έβλεπα ξαφνικά — είτε πόλεμος μας περίμενε, είτε ειρήνη — έναν κόσμο που άλλαζε από στιγμή σε στιγμή και αποχτούσε ρυτίδες αλλιώτικες από εκείνες που είχε κανείς προβλέψει. Σαν το παιδί σου, που το άφησες μικρό, κι έπειτα από χρόνια πολλά το ξαναβλέπεις και δεν τ’ αναγνωρίζεις.

Πίσω μου μια παρέα ξενύχτηδες ούρλιαζε πολιτικά παραμιλητά. Είχες όρεξη να τους πετάξεις μια κουβέντα και να σηκωθείς να φύγεις. Ένας Γάλλος ανταποκριτής, στο Πρακτορείο, πολύ νευριασμένος, μου έλεγε : «Nous vivons des moments tragiques, monsieur...» Θυμότανε τον περασμένο πόλεμο· τ’ αδέρφια του. Αισθανότανε με το μικρό του τρόπο την Εύρώπη. Κανένας από τους συμπατριώτες που έτυχε να ιδώ, δεν αισθανότανε τίποτε σοβαρά — εκτος από τα μικροσυμφέροντά του.

Σου γράφω άκρες-μέσες πράγματα που δε σ’ ένδιαφέρουν ίσως. Αλλά σε ποιον να τα γράψω. Είναι αληθινά παράξενο να έχεις ζήσει ολόκληρη τη ζωή σου για να υπηρετήσεις ένα θεό, και, ξαφνικά, να βλέπεις πως κανένας πια δεν τον πιστεύει το θεό σου. Απέσβετο και λάλον ύδωρ. — Σε λίγο θα πρέπει ν’ αποφασίσουμε μια για πάντα, σε τι αληθινά μπορεί να χρησιμέψει η ζωή μας. 




Παρασκευή, 30 Σεπτέμβρη. Αθήνα, 11 βράδυ

Χτες τη νύχτα «ανακοινωθέν των Τεσσάρων», στο Μόναχο. Σήμερα αγγλογερμανικό ανακοινωθέν μη προσφυγής σε πόλεμο. Η Ευρώπη, αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, αν δεν ξεψύχησε, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει. Μαζί μ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας τελειώνει. Είμαι 38 χρονώ. Από δω και μπρος πρέπει να κοιτάξουμε τι μας, μένει και τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτό που μας μένει.


4 Μάρτη

Κατάσταση της Ευρώπης:



τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,

ἀλλ' οἵ γ' ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα

ἐν σπέεσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος

παίδων ἠδ' ἀλόχων, οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσι.

(Οδύσσεια, ι 1 12-115) 



Βουλές δεν έχουν, σύναξες και νόμους δε γνωρίζουν,

μόνε στων αψηλών βουνών τις άκρες λημεριάζουν,

μέσα σε σπήλια ολόβαθα, και ξέχωρα καθένας

κρίνει γυναίκα και παιδιά, και δεν ψηφάει τους άλλους. 



(Οδύσσεια, ι 1 12-115, μτφρ.Εφταλιώτη)
Ακριβώς: η εποχή των κυκλώπων.


15 Μαρτίου 1938, ο Χίτλερ στην Πράγα




Εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Πράγα




Εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Πράγα


Μεγάλη Παρασκευή, 7 Απρίλη

Τη νύχτα βομβαρδισμός του Αυλώνα· την αυγή απόβαση των Ιταλών, κάτω από τα μεγάλα τους κανόνια, στον Άγιο Ιωάννη, στο Δυρράχιο, στον Αυλώνα, στους Σαράντα. «Τετρακόσα αεροπλάνα στον ουρανό της Αλβανίας», λένε οι Ιταλοί. Για να χτυπήσουν ποιον; Bel canto.

Οι Άγγλοι κοιμούνται, οι Γάλλοι γράφουν λαμπρά δοκίμια γενικής πολιτικής: ο πλούσιος από την τρύπα της βελόνας. Δεν ξέρουν τι κάνουν, δεν ξέρουν τι έχουν να πληρώσουν.




Ιταλική εισβολή στην Αλβανία.
Italian soldiers passing Albanians, 7 April 1938



Δευτέρα, 10 Απρίλη

«The wrong man in the wrong place.» Αίσθημα πως δεν έχεις τίποτε να κάνεις με όλες αυτές τις φυσιογνωμίες, με όλες αυτές τις αντιδράσεις — με όλα αυτά τα αισθήματα και τα λόγια, που είναι σαν την αρχή κάποιας εκμετάλλευσης.

«Τραγικές στιγμές...». Εδώ κι ένα χρόνο οι τραγικές στιγμές ξανάρχουνται τόσο συχνά, που δεν αξίζει πια τον κόπο να τις αναφέρεις. Είναι σα να χάνεις τον καιρό σου με πράγματα ασήμαντα. Αυτός ο πόλεμος (πόλεμος κάτω από μια ειρήνη που είναι τρόπος-του-λέγειν) έχει τούτο το χαρακτηριστικό: Μια δύναμη του κακού βρήκε τον τρόπο να εξευτελίζει, να στραπατσάρει, να εκμηδενίζει έναν ολόκληρο κόσμο, βγάζοντας στην επιφάνεια την ιδιοτέλεια, τη δειλία, τη μικροπρέπεια, την ποταπότητα, που πάει να πιστέψει κανείς πως είναι οι βασικές ιδιότητες των ανθρώπων που κυβερνούν αυτό τον κόσμο. 

Η δύναμη αυτή του κακού έχει την όψη ενός τέλεια μηχανοποιημένου κτήνους, ολωσδιόλου ανεύθυνου, γιατί ο άνθρωπος και η ανθρωπιά δεν παίζει κανένα ρόλο στο σύστημά της. Αυτή είναι η τιμωρία. Οι τιμωρούμενοι: μια λάσπη από αδυναμίες. Βουλιάζεις εκεί μέσα χωρίς κανένα κλωνάρι για να κρατηθείς. Δήμιοι και τιμωρούμενοι αξίζουν τη μοίρα τους. Ας μη μιλούμε γι’ αυτούς. Εκείνος που βουλιάζει έπαθε ένα ατύχημα, όπως μια αρρώστια ή ένα κεραμίδι στο κεφάλι, ας μη μιλάμε και γι’ αυτόν. Αν θέλει, κι αν είναι άξιος, ας κοιτάξει να πεθάνει όπως αρμόζει σ’ έναν τίμιο άνθρωπο. Τίποτε άλλο. «The wrong man.» Ο άνθρωπος που βρέθηκε κατά λάθος σ’ ένα τραγικό ναυάγιο.
Ωστόσο η φρίκη είναι που δεν μπορείς να πεθάνεις μαζί μ’ ένα φίλο.
Μια ατυχία περισσότερο. Αυτό είναι όλο.

Από τη Μεγάλη Παρασκευή ως μόλις σήμερα χαμήλωσε ο πυρετός. Η υπόθεση της Αλβανίας έγινε μια υπόθεση τοκογλύφου και κατσικοκλέφτη. Ο τοκογλύφος έστειλε τους μπράβους του, ρήμαξε τους μισούς στο ξύλο, μοίρασε λεφτά στους άλλους μισούς — όλοι φώναξαν ζήτω — κι ετοιμάζεται να κάνει τα ίδια και με άλλους. Ανάμεσα στους άλλους είμαστε κι εμείς. . . 





Ο υπουργός Εξωτερικών και γαμπρός του Μουσολίνι, κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο (στο μέσον) αναχωρεί από την Ανκόνα για την Αλβανία. 

Τη 15η Απριλίου, σε ομιλία του, ενώπιον της φασιστικής βουλής, στη Ρώμη, διαβεβαίωσε την Ελλάδα πως δεν πρέπει να φοβάται για μια παρόμοια εξέλιξη (με της Αλβανίας) σε βάρος της εδαφικής της ακεραιότητας.

________________________



Σήμερα μας είπαν: «Εσείς δεν είσαστε σαν εκείνους τους ελεεινούς λωποδύτες· θα σας σεβαστούμε.» Μεθαύριο, που θα ’ρθει η σειρά μας, θα πουν τα ίδια στον κατοπινό. Δε χρειάζεται να έχεις ιδιαίτερη οξύνοια για να νιώσεις αυτή την κατηφόρα. Ωστόσο αυτά τα πράγματα περνούν μέσα στο μυαλό των ανθρώπων και ξεχνιούνται από μιαν ασήμαντη αφορμή, σα να ήταν αντικείμενα ονείρου. Κι αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται μόνο στην Ελλάδα· γίνεται σ’ όλη την Ευρώπη. Ζούμε σε μια εποχή γενικής υπνοβασίας. Η ζωή είναι όνειρο, έλεγε κάποτε ο ονειροπόλος, ο έξω κόσμου. Το ίδιο μπορεί να πει σήμερα αυτός που ζει πραγματικά. Η ζωή αποτελείται από ανθρώπους που ονειρεύουνται. Και τα χτυπήματα είναι τα ανυπόστατα χτυπήματα των ονείρων.

Εκείνος που κερδίζει, εκείνος που χάνει, κάνουν στερεότυπες χειρονομίες κερδισμένου και χαμένου, θα ’λεγες χωρίς περιεχόμενο. Όταν έρθει η στιγμή να ξυπνήσουμε, δε θα μείνει τίποτε στη θέση του. Είναι τόσο φυσικό. Αλλά η μόνη ελπίδα είναι να έρθει αυτή η στιγμή.

Η ανθρωπότητα γράφει μεγάλους κύκλους που απαρτίζουνται από γενεές γενεών. Η δική μας μοίρα το θέλησε να πέσουμε σ’ ένα απειροελάχιστο τόξο αυτής της τροχιάς βυθισμένο στα κατάβαθα της νύχτας.




8 Απριλίου 1938, Benito Mussolini, Rome


Τρίτη, 22 Αυγούστου

Μία πρωί· με ξυπνά το τηλέφωνο: Η Μόσχα και το Βερολίνο — τηλεγραφεί το Βερολίνο — υπογράφουν σύμφωνο μη επιθέσεως. Ο Ρίμπεντροπ φεύγει με αεροπλάνο για τη Μόσχα. Οι Γάλλοι και οι Άγγλοι αξιωματικοί που διαπραγματεύουνται με τους Ρώσους έμαθαν ξαφνικά την είδηση από το ανακοινωθέν του πρακτορείου Τας.

Έτσι μπήκαμε στην εφετινή σεπτεμβριανή κρίση. Μιλούμε για την Ευρώπη, για το «ευρωπαϊκό έθνος», χωρίς να λογαριάζουμε πόση λίγη Ευρώπη υπάρχει μέσα στην Ευρώπη· πως πρέπει ν’ αφαιρέσουμε τόσα εκατομμύρια Ρώσους ή πρωσοποιημένους Γερμανούς για να βρούμε την αληθινή φυσιογνωμία της.



Στις 23 Αυγούστου 1939, υπογράφεται στη Μόσχα, ανάμεσα στον Υπουργό Εξωτερικών του Γ’ Ράιχ, Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ και τον σοβιετικό ομόλογό του, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ, το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης

_____________________


Τετάρτη, 30 Αυγούστου

Γενική επιστράτευση στην Πολωνία. Τέλειωσε η εικοσαετής ανακωχή.

Πέμπτη, 31 Αυγούστου

Αυτός ο θάνατος απορροφά και την αγάπη των ζωντανών. Θα ’λεγες πως σήκωσε το αντιστύλι όπου όλα τα άλλα αισθήματα στηρίζουνταν. Παιχνίδια στα χέρια του Θεού.





Εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, 1 Σεπτεμβρίου 1939

Παρασκευή, 1 Σεπτέμβρη

Την αυγή άρχισε ο πόλεμος στα γερμανοπολωνικά σύνορα.Ο λόγος του Χίτλερ δίνει την εντύπωση πως μιλά σε υπνωτισμένους : 

«Αν δεν ήταν η Γερμανία, το Ντάντσιγκ και ο διάδρομος του Ντάντσιγκ, θα βρίσκουνταν ακόμη σε κατάσταση βαρβαρότητας.» 

Ορίζει τους διαδόχους του και διαλαλεί πως θα πάει στον πόλεμο σαν απλός στρατιώτης: 

«Θα νικήσουμε, ή, αν νικηθούμε, θα πάψω να ζω.» Σα να είχε τόσο βάρος η ζωή του, ώστε να εξαγοράσει την ήττα. Έξω από αυτόν τίποτε δεν υπάρχει.




Τ’ απόγεμα λόγος του Chamberlain. Μήτε ρήτορας είναι, μήτε εξαιρετικός αυτός ο γέρος με την ομπρέλα. Λέει σχεδόν ό,τι θα έλεγε ένας οποιοσδήποτε μέσος Άγγλος σε τέτοια περίσταση. Απρόσωπος. Αλλά ξέρεις πως με το στόμα του μιλά ένας ολόκληρος λαός που έχει στερεότητα και αξιοπρέπεια.



Neville Chamberlain by William Orpen



Γενική έπιστράτευση στην Αγγλία και στη Γαλλία. Διαταγή στους πρέσβεις να φύγουν από το Βερολίνο, αν οι Γερμανοί δεν τραβηχτούν από την Πολωνία. Οι Ιταλοί ουδέτεροι.

Ο Μεγάλος Πόλεμος συνεχίζεται. Ποιος από μας σήμερα καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά τα γεγονότα.



Κυριακή, 17 Σεπτέμβρη

Την αυγή ο σοβιετικός στρατός πέρασε τα πολωνικά σύνορα. Ελάχιστο φως για προβλέψεις: Πώς οι Άγγλοι και οι Γάλλοι θα κάνουν τον πόλεμό τους; το μεγάλο ερώτημα.


Κυριακή, 24 Σεπτέμβρη

Από την περασμένη εβδομάδα η μισή Πολωνία στους Ρώσους, η άλλη μισή στους Γερμανούς. Μόνο η Βαρσοβία εξακολουθεί να πολεμά με πραγματικό ηρωισμό. Ο πόλεμος, τώρα που κάηκε το προσάναμμα, βρίσκεται στο νεκρό σημείο. Η φωτιά υποβόσκει. Και τούτο μοιάζει, περισσότερο από τις μεγάλες μάχες και τις κανονιές, με μια επίμονη μοίρα που συστηματικά ροκανίζει το μέλλον στα θεμέλια.






Η Βαρσοβία παραδίδεται στις 27 Σεπτεμβρίου 1939, ύστερα από τετραήμερο ανηλεή βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος και οι υπερασπιστές της αιχμαλωτίζονται.



Τρίτη [28 Νοέμβρη]

Σήμερα στις εφημερίδες λόγος του Μεταξά. Υπότιτλοι : «Εισερχόμεθα εις την περίοδον ενός νέου πολιτισμού» (;!). Χαρακτηριστικές φράσεις : «πόλεμος θρησκευτικός» («Orthodoxies») αλλά και «παρακμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού» και πάλι ωστόσο «αντίθεση δύσης και ανατολής» κτλ. κτλ. 

Κρατώ το απόκομμα. Ενδιαφέρον για μια δοκιμή, κάποτε, πάνω στις ασυναρτησίες μας. Δες και τα όσα ακούς κάθε μέρα γύρω σου τούτες τις μέρες για την εποχή μας, τον ευρωπαικό πολιτισμό και τα παρόμοια.



Δευτέρα, 22 Απρίλη 1940

Ένας μήνας που δεν έγραψα τίποτε εδώ. Ο πόλεμος στη Νορβηγία και, στις λίγες ελεύθερες ώρας, το τύπωμα των βιβλίων μου, δε μ' άφησαν ήσυχο μια στιγμή.[.....]


Όσο προχωρεί η νέα κατάσταση που δημιούργησε ο πόλεμος, αισθάνομαι — κάποτε αρκετά έντονα — πως πατήσαμε πια στα κατάβαθα το σκοτεινό λαγκάδι και πως αρχίζουμε να περπατάμε, ολωσδιόλου ανεπαίσθητα, την ανηφόρα του άλλου βουνού· πως κάπου, όσο και να μη φαίνουνται, έχουνε γεννηθεί, και υπάρχουν, και κοιτάζουν με μάτια προσεχτικά και χωρίς έκφραση οι άνθρωποι που θα καταφρονέσουν και θα λησμονήσουν τα έργα που κάναμε ως τώρα· πως όλα αυτά : η φρίκη και η αντίδραση στη φρίκη του κακού, ή μιας ορισμένης μορφής του κακού, έχουνε βγάλει το πρώτο μέρος του δράματος και πως αρχίζει το δεύτερο : η πορεία προς την κάθαρση. 

Δε θέλω να πω πως δε μας περιμένουν άπειρες καταστροφές (οι πολλοί σκοτωμοί άλλωστε γίνουνται πάντα στο τέλος της τραγωδίας), αλλά πως εκείνο που άλλαξε, που μοιάζει να είναι αλλιώτικο, είναι το συναίσθημα που είχαμε τα τελευταία τούτα χρόνια ότι όλα αυτά τα τερατώδη και τα ασυνάρτητα μπορούν να εξακολουθούν να γίνουνται έτσι, αδιάκοπα.
ΚΡ. Οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται; 

ΑΙ. Καλῶς ἐρήμης γ᾽ ἂν σὺ γῆς ἄρχοις μόνος. 

(738-39)


Χτες πάνω στο λόφο διάβαζα την Αντιγόνη. Δεν την είχα ξαναδιαβάσει από την εποχή του γυμνασίου· ίσως ακριβώς γιατί μας τη δίδαξαν στο γυμνάσιο. Σημείωσα τον παραπάνω στίχο· έχουνε πλήθη πολλά πίσω τους, αλλά ερημώνουν τις ψυχές.


Πρωτομαγιά, 8 πρωί

Συλλογίζομαι την Αθήνα, την ώρα που διαβάζω την εφημερίδα. Δεν αισθάνομαι καμιά ανάγκη να γυρίσω, να ξαναρχίσω τη λεπτομερειακή παρακολούθηση των πραγμάτων της Ευρώπης. Όχι από αδιαφορία : στο σημείο που βρισκόμαστε, ο μεγάλος κίνδυνος είναι να μπερδευτείς στις λεπτομέρειες. Οι λεπτομέρειες που μας παρέχουν τόσο άφθονα, θολώνουν την κρίση για το ουσιαστικό πρόβλημα. Σ’ αυτό βασίζεται η τέχνη της προπαγάνδας : στην επιδέξια χρησιμοποίηση της λεπτομέρειας, στον τεμαχισμό της αλήθειας.


Τρίτη [14 Μάη]

Εδώ
 και τέσσερεις μέρες άρχισε ο πόλεμος, για καλά. Σήμερα η Ολλανδία είναι σχεδόν χαμένη· το Βέλγιο πάει να καταποντιστεί. Ρωτιέται κανείς αυτό που ρωτιότανε από την αρχή της ευρωπαϊκής κρίσης, από την κατάληψη της Ρηνανίας, ποια τελοσπάντων είναι η γραμμή της αντίστασης της Αγγλίας και της Γαλλίας. 

Τα άσκημα νέα που μας
έρχουνται καθημερινά, έχουνε φέρει τον κόσμο σε παροξυσμό. Βουλιμία για ειδήσεις: τις καταβροχθίζουν και δηλητηριάζουνται. Η Ιταλία τους ηλεκτρίζει. Τι θα κάνει η Ιταλία; Και κανείς δεν ξέρει πού θα στηριχτεί στην ώρα της ανάγκης. Ρωτάς και τους πιο καλά πληροφορημένους: πού θα αντισταθούμε; πού θα πολεμήσουμε; Βρίσκεις τη σιωπή και κάποτε ανοησίες.

Στο
 μεταξύ ο ιταλικός Τύπος βρίζει γενναία τους συμμάχους. Η στραβωμάρα που έπεσε, πριν εκραγεί ο πόλεμος στις δημοκρατικές δυνάμεις, απλώνεται τώρα και στους Ιταλούς. Έτσι που πηγαίνουν, πού θ’ ακουμπήσουν για ν’ αντισταθούνε, κάποτε; Ποιος θα τους σώσει αν νικήσει η Γερμανία; Όπως η φυλαργυρία και ο φόβος μη χάσουν, ο ένας το breakfast και ο άλλος το bas de laine, τους έκανε να μην καταλάβουν τό λάκκο που ανοιγότανε μπροστά τους, έτσι τώρα η πλεονεξία τυφλώνει τον Ιταλό — «Thus runs the world away».





William Shakespeare: Hamlet, Act III, Scene II
 «Thus runs the world away»


Δευτέρα, 20 Μάη

Νεύρα τεντωμένα περιμένοντας τα νέα, περιμένοντας τις μικρές αυτές λεπτομέρειες ενός γεγονότος που κανείς δεν καταλαβαίνει. Ένα ξέρουμε μονάχα: πως ο πόλεμος γίνεται, και πως ο θάνατος, που τόσα χρόνια κοιμότανε στο πλευρό μας παραμιλώντας, ξύπνησε, πήρε ένα σιδερένιο σφυρί και κοπανάει κόκαλα και σάρκες σωριασμένες πηχτά σ’ έναν ελάχιστο χώρο. 

Ο δίκαιος πληρώνει μαζί με τον άδικο και δεν ξέρεις καλά-καλά ποιο είναι το έπαθλο του αγώνα. Δεν το ξέρεις γιατί δεν μπορείς να φανταστείς πώς είναι δυνατό ν’ αλλάξουν οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για τούτη τη σφαγή· τόσο τερατώδης σου φαίνεται η ανοησία τους.

Τρίτη, 21 Μάη

Οι Γερμανοί έφτασαν στη Μάγχη. Ο στρατηγός Giraud, λένε τα ανακοινωθέντα τους, αιχμάλωτος με όλο του το επιτελείο. (Θυμάσαι τη Μικρασιατική καταστροφή.) Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας δηλώνει στη Γερουσία ότι έγιναν βαριά λάθη: γιοφύρια που έπρεπε να τιναχτούν έμειναν απείραχτα για να περάσουν οι γερμανικές θωρακισμένες φάλαγγες· ο στρατός δεν ήταν στη θέση του κτλ. Ποτές ο κόσμος δεν παρουσίασε τέτοιαν ασυναρτησία.



Ο βομβαρδισμός του Rotterdam από τη γερμανική πολεμική αεροπορία.


Παρασκευή, 24 Μάη

Σ’ ένα ιδιωτικό στούντιο, Το βάφτισμα της φωτιάς, καθώς το λένε, προπαγανδιστικό φιλμ για τη δράση της γερμανικής αεροπορίας στην Πολωνία, που ζητούν να προβάλουν κι εδώ. 

Από την αρχή ως το τέλος μια σαδική λαγνεία· ο εκφωνητής ουρλιάζει με το γνωστό πια μένος της χιτλερικής ρητορείας: «Bomben! Bomben! Bomben!»— και βλέπεις ν’ αδειάζουν από την κοιλιά του αεροπλάνου οι μπόμπες σαν μπιζέλια· έπειτα ο χαλασμός κι έπειτα οι άνθρωποι του χαλασμού: φάτσες αιχμαλώτων, φάτσες προσφύγων γυμνωμένες από κάθε υπερηφάνεια, κουρελιασμένες και ο μεγάλος κοινός τάφος για τους ανθρώπους και για τ’ άλογα. Σκέλεθρα αεροπλάνων, σαν παράξενη προέκταση του ανθρώπινου σκελετού, και το γλέντι τελειώνει με το θάνατο της Βαρσοβίας. Χωρίς αντιαεροπορική άμυνα, την κοπανούν μέρες και μέρες· στο τέλος η πόλη ετοιμοθάνατη, παραδομένη, και αφήνουν να βγουν έξω από τον κλοιό μόνο τα ορφανά σαν ένα λιγνό αυλάκι από μαύρο αίμα.



Το φιλμ είναι υπολογισμένο, μελετημένο για ένα μόνο αποτέλεσμα, να σπείρει το φόβο. Κι αν κρίνω από τους λίγους ανθρώπους που ήταν γύρω μου αυτό το βράδυ, το καταφέρνει τις περισσότερες φορές.


Αυτός ο Βάλτης σήμερα τ’ απόγεμα στο γραφείο, ως εξήντα χρονώ, ξερακιανός, μ’ ένα βυσσινί τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα, κοκκινοπρόσωπος, μογγολικά μάγουλα και μάτια, ρούσο μουστάκι· Πολωνός τώρα, άλλοτε για χρόνια στην αυτοκρατορική Ρωσία, λέγοντας, μ’ ένα χαμόγελο σχεδόν ασιατικό, τα πράγματα που είδε και πέρασε τελευταία στον πόλεμο της Πολωνίας. 

Είναι ένα φυλετικό σταυροδρόμι· θα γνώρισε πολλές σκλαβιές : του Ρούσου, του Πολωνού, του Γερμανού. Κοσμοπολίτης, ξέροντας να μιλήσει όπου και να βρίσκεται, μαντεύοντας την όρεξη του κάθε αφέντη του, και προσπαθώντας, όπως τον φαντάζομαι, να την κολακέψει. Αν τύχαινε, θα ήταν κι αυτός ένας σκληρός αφέντης. Σου διηγείται τη μεγαλύτερη αθλιότητα σαν κάτι πολύ φυσικό. Η βαρύτερη έκφραση που μεταχειρίζεται : «Les conditions sont mauvaises.»


Η μάχη στή βόρεια Γαλλία είναι ένα καθημερινό δηλητήριο. Χτες μπήκαν οί Γερμανοί στη Βουλώνη. Έχεις την εντύπωση πως το αίμα που χύνεται εκεί - πάνω είναι το αίμα του δύσκολου θανάτου της σκέψης και του στοχασμού. Αυτή η περίφημη σκέψη που έκανε τόσους ανθρώπους του πνεύματος να επαναστατούν, να γυρεύουν την απολύτρωση απ’ αυτήν, να την καταργούν — να την λοιπόν που πεθαίνει τώρα με τόσες χιλιάδες κορμιά που πάνε να λιπάνουν τη γη : elle a la mort, dure.


Στο ραδιόφωνο, διάγγελμα του βασιλιά της Αγγλίας στους λαούς του. Είναι βραδύγλωσσος, αρθρώνει άσκημα, μιλάει αργά. Όμως αίσθημα μεγαλείου αυθεντικού από τούτη τη φωνή που χιλιάδες αυτιά στυλώνουνται να την ακούσουν, καθώς εξηγεί γιατί πολεμά ο «κόσμος του», όπως λέει. Αίσθημα μεγαλείου σε τέτοιες ώρες. 




King George VI of the United Kingdom.



Αλλά τώρα που κάθομαι και γράφω, από βαθιά πάρα μέσα, ακούω αυτή τη μικρή φρασούλα: «Τι προς με;» που κάθε τόσο, όταν παρασύρομαι υπερβολικά από τη δίνη των καθημερινών ειδήσεων, έρχεται και μου ψιθυρίζει. Από αυτό το μέρος, και όχι απ’ αλλού, πρέπει να κοιτάξεις για να βρεις την πραγματική κρίση.


Παρασκευή, 31 Μάη (Στο τρένο για το Βελιγράδι)

Τα μέλη της αποστολής αδιάφορα. Ο μπελάς είναι πως δεν έχεις τίποτε να πεις μαζί τους παρά πολιτικά. 


Πολλοί από δαύτους δεν ξέρουν καλά - καλά αν θέλουν ή όχι να κερδίσει η Γερμανία. Αισθάνονται την υποχρέωση να παραδεχτούν πως μόνο η Γερμανία θα είναι σε θέση να σώσει τον κόσμο από την αναρχία που έτσι ή αλλιώς θα ακολουθήσει τον πόλεμο (που ωστόσο αυτή προκάλεσε). 

Άλλοι σου λένε: «Γιατί τάχα θα είμαστε δυστυχείς με την τάξη που θα φέρει η Γερμανία; Γιατί τα παιδιά μας, αν παραδεχτούμε πως εμείς έτσι ή αλλιώς είμαστε θυσιασμένοι, θα είναι δυστυχισμένα;» Δε βλέπουν τίποτε άλλο από την καλοπέραση.

Κυριακή, 2 Ιουνίου. Βελιγράδι


[.... ] Στο τραπέζι κουβέντα για τον πόλεμο, όπως κάθε στιγμή που μιλάμε. Καθένας προσπαθεί να κρίνει τα γεγονότα και δεν κρίνει τίποτε άλλο από τον εαυτό του. Άλλος μιλά για την εξάρθρωση της οικογένειας, άλλος για παρακμές λαών, άλλος αφήνει τη φαντασία του να φτιάξει ένα ρομάντσο είδος Wells, θαμπωμένος από τα μηχανικά μέσα των Γερμανών. 

Δεν καταλαβαίνουν πως η ανθρωπότητα έχει βάλει μπρος μια μηχανή που κανένας σε λίγο δε θα μπορεί να την κυβερνήσει.


Δευτέρα, 17 Ιουνίου

Κυβέρνηση Petain. Ο γερο-στρατηγός προτείνει ειρήνη. Το μεγάλο ερώτημα: άραγε θα τα παραδώσουν όλα · και το στόλο, και τις αποικίες;

Ποτισμένος με αηδία όλες αυτές τις μέρες. Κάθε τόσο λογαριάζει κανείς με τι πράγματα είναι φτιαγμένο αυτό το υπέρογκο γκρέμισμα. Σύγχυση ιδεών· ευνουχισμένοι διανοούμενοι· μικροί, ανίκανοι και τυφλοί κυβερνήτες· λαοί που αυτοκτονούν ομαδικά, λες κι έχουν μέσα τους την παραδοχή του θανάτου, όπως ο άρρωστος που ήρθε η ώρα του να ξεψυχήσει.

Προσωπικά συναισθήματα: μια στεγνή, σκληρή πικρία, Θέση για συγκίνηση δεν υπάρχει. Αίσθημα του φυλακισμένου, ή του ανθρώπου που είναι δεμένος πιστάγκωνα, και τον προπηλακίζουν τα πλήθη. Κοιτάζει γύρω του χωρίς να βρίσκει ένα σύντροφο. Τάχα μπορούν να υπάρξουν ακόμη προσωπικά συναισθήματα; Αποκάρδιωμα μπροστά σ’ αυτό το θέαμα των αυτοκρατοριών που λιώνουν σαν αλάτι· αποκάρδιωμα μπροστά στα λάθη που επαναλαμβάνουνται με τον ίδιο μοιραίο ρυθμό χωρίς να χρησιμεύουν σε τίποτε. 

Αυτά που γίνουνται σήμερα είναι η υλική πραγματοποίηση μιας μάχης που χάθηκε το Σεπτέμβρη του ’38. 

Τα ίδια κάνει τώρα η Αμερική δίνοντας λόγια εκεί που θα έπρεπε να δώσει όλη της τη δύναμη, πιστεύοντας πως το δόγμα του Μονρόε θα την προστατέψει. 

Η μάχη της Φλάντρας, η μάχη της Γαλλίας είναι δικές της μάχες που χάνουνται.




Γερμανοί στρατιώτες περνούν κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι, στις 14 Ιουνίου 1940, πρώτη μέρα της τετράχρονης γερμανικής κατοχής της γαλλικής πρωτεύουσας


Τρίτη, 18 Ιουνίου

Ποτέ μου δεν είδα τους Άγγλους όπως μου παρουσιάζουνται τώρα. Ένας άλλος σήμερα, με τη γυναίκα του, μιαν εύσωμη με ξενική προφορά. Έρχεται από τη Ρώμη: μετά την κήρυξη του πολέμου. Καμιά συγκράτηση· θέλει να μιλήσει, οπωσδήποτε. Μοιάζει μ’ έναν άνθρωπο που ο φίλος του, τού έπαιξε ό,τι είχε και δεν είχε στις κούρσες:

«Τι ήταν ο Χίτλερ;— τίποτε — εμείς τον κάναμε. Οι Αμερικάνοι βιομήχανοι μάς προσφέρνανε, πριν δυο χρόνια, αεροπλάνα — δεν τα δεχτήκαμε. Κι έπειτα — κι όταν ακόμη άρχισε ο πόλεμος — δούλευαν οι εργάτες στην Αγγλία εφτά ώρες. Από την πρώτη στιγμή που έσπασε το μέτωπο στα γαλλικά σύνορα, ο Laval και σύντροφοι του Laroque ήρθαν στη Ρώμη ρωτώντας με ποιον τρόπο θα ήταν δυνατό να κάνει η Γαλλία χωριστή ειρήνη. Οι Ιταλοί - τους δέχτηκαν θαυμάσια — κατάλαβαν φυσικά πως ήρθε η στιγμή να βγουν στον πόλεμο: το σύνθημα τους το ’δωσαν οι Γάλλοι.»

Μαινότανε· αν τους μείνει καιρός, δεν είναι απίθανο να ξυπνήσουν οι Εγγλέζοι. Ο Mr X., μέλος της πρεσβείας και άλλοτε στο Civil Service, παρακολουθούσε χωρίς να βγάλει τσιμουδιά, μ’ ένα ύφος κυριολεκτικά sinistre.

Μετά το μεσημέρι στο τυπογραφείο. Οι λαϊκοί αυτοί άνθρωποι είναι αποφασιστικοί και απελπισμένοι (αλλά βλέπουν καθαρά). 

«Κύριε», μου έλεγε ο στοιχειοθέτης μου, «θα πέσουν απάνω μας αυτοί οι πειναλέοι, που είναι καλύτερα να ιδούμε Κινέζους να μας κυβερνούνε παρά αυτούς τους Ιταλούς.»


Τετάρτη

Σ’ έναν πόλεμο όπου, για μένα, πραγματικός νικητής δεν μπορεί να υπάρξει, δεν μπορώ να συγκινηθώ αληθινά για τούτο ή εκείνο το περιστατικό. 


Αλλά θλίβομαι σήμερα που βλέπω τα ελεεινότερα ψεγάδια των Γάλλων και τα χειρότερα ανθρώπινα αποβράσματα να έρχουνται στον αφρό σ’ αυτό τον τόπο που μ’ ανάθρεψε και που πραγματικά αγάπησα· θλίβομαι ν’ ακούω πως δυο χιλιάδες Πολωνοί πολεμούν καλύτερα μπροστά στα γερμανικά τανκ με μπουκάλες πετρέλαιο και σκοτώνουνται όλοι — καλύτερα από τους δαφνοστεφανωμένους αλλά κρονόληρους στρατηγούς.


«ἐμὲ δὲ Ἄνυτος καὶ Μέλητος ἀποκτεῖναι μὲν δύνανται, βλάψαι δὲ οὔ.»


[Επίκτητος, Εγχειρίδιον, νγ' 4)




General Charles de Gaulle, making a speech at the BBC in London, 30th October 1941



Τρίτη, 23 Ιουλίου

Χτες βράδυ λόγος του Χάλιφαξ στο ραδιόφωνο: «Δεν είναι πράγμα η συνείδηση που μπορείς να το παραχωρήσεις στον άλλον.» Είναι καλός αυτός ο τόνος του πουριτανού άρχοντα. Δεν ξέρω αν οι άλλοι αντιπροσωπεύουν μιαν επανάσταση, καθώς λένε, που πρέπει να νικήσει την αντίδραση σύμφωνα με τους ιστορικούς νόμους. Αλλά εκείνο που δεν μπορώ να ιδώ, είναι το ανθρώπινο περιεχόμενο της ιδεολογίας τους· αυτή την ανανέωση του χυμού της ζωής, που έμοιαζε να είναι το γνώρισμα κάθε επανάστασης στα περασμένα. Εκτός αν είναι το μαστίγιο, ο κολασμός των αμαρτιών μας, το καθαρτήριο.



Lord Halifax's Speech



Αλλά, σου λένε, οι Γερμανοί είναι χαρούμενοι, για κοίταξε όλα αυτά τα νέα πρόσωπα, δεν είναι ποτέ μελαγχολικά, πολεμούνε με τόσο κέφι, σα να παίζανε. Βέβαια, σα να παίζανε αυτά τα νέα παιδιά κάνουν όλες τις αηδίες εκείνες στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, και στα πανεπιστήμιά τους χαρά και μονομαχίες — και στην ωριμότητα νιχιλισμός.


Δευτέρα, 12 Αυγούστου 

Τηλέφωνο, στο Υπουργείο το πρωί. Το πρακτορείο Στέφανι τηλεγραφεί από τα Τίρανα μια είδηση σκηνοθετημένη μ’ όλη την αδιαφορία των δυνατών για το δίκιο των αδυνάτων: Οι Έλληνες, λέει, σκότωσαν κάποιον Δαούτ Χότζα «μεγάλον Αλβανό πατριώτη», του πήραν το κεφάλι, το φέρανε στο ελληνικό έδαφος και το πομπέψανε σε διάφορα χωριά της Τσαμουριάς. (Πρόκειται για έναν κοινό ληστοφυγόδικο, επικηρυγμένον εδώ και είκοσι χρόνια.)

Το τρομερό αυτό κακούργημα, συνεχίζει το Στέφανι, αναστάτωσε τους Αρβανίτες, άναψε τον πατριωτισμό τους. Και οι μεγάλοι φίλοι τους οι Ιταλοί βρίζουν την Ελλάδα και της θυμίζουν πως και άλλοτε, την εποχή του Ταλλίνι, έκαμε τα ίδια, τότε που ο ιταλικός στόλος μπομπάρδισε την Κέρκυρα, σκοτώνοντας δυστυχισμένους πρόσφυγες.

Ο Μεταξάς κρατάει μια στάση αποφασιστική: «Αν με πειράξουν, θα βάλω φωτιά στα μπουρλότα.» Έτσι μπορεί κανείς να δουλέψει.



Η εικόνα – καθαρά προϊόν μυθοπλασίας - που έδωσαν οι Ιταλοί στις εφημερίδες, σχετικά με τη δολοφονία του Daut Hoxha 




Τετάρτη [14 Αυγούστου]


Όλη την ώρα δουλειά στο Υπουργείο. Το τηλέφωνο δε σταματά. Η δημοσιογραφική επίθεση των Ιταλών δυναμώνει, μολονότι δεν έχει γίνει ακόμη καμιά διπλωματική ή άλλη ενέργεια. Ο Νικολούδης πάει κι έρχεται στο Υπουργείο Εξωτερικών ιδρωμένος, τσακισμένος. Κρατά καλά.Ο Μεταξάς πάντα σταθερός· αλλά ορισμένοι συνεργάτες του που φοβούνται, καθώς φαίνεται, τον βαραίνουν. Αλίμονο αν, από τώρα, δείξουμε το φόβο μας.

Παράξενες εντυπώσεις από όσους βλέπω ή ακούω έξω από την υπηρεσία. Άλλοι που, πριν λίγους μήνες ακόμη φώναζαν να βγούμε με τους Αγγλογάλλους τώρα λακίζουν. Άλλοι, πολιτικατζήδες, δε συλλογίζουνται τίποτε άλλο παρά πώς θα τα καταφέρουν να βρίσκουνται μ' εκείνους που μπορεί να διαδεχτούν την κυβέρνηση - ελεεινή ράτσα.




Εφημερίδα ΝΕΟΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ της 14/08/1940 
 Ένας από τους τίτλους της πρώτης σελίδας: «Η πραγματικότης διά την Τσαμουργιάν»



[Πέμπτη] 15 Αυγούστου

Β
ούλιαξαν την Έλλη. Στις 10 ο Υπουργός μου τηλεφώνησε να είμαι στο γραφείο· στις 12 γύρισε με τα ανακοινωθέντα μας. Το βράδυ, ως τις 10 πάλι στο Υπουργείο. Πυρετός τριγύρω. Κρατώ αρκετά καλά. Όσο συμφωνώ, τίποτε δε με πειράζει. Φτάνει να σταθούν γερά οι παραπάνω. 

Γυρίζοντας το μεσημέρι από το γραφείο, πέρασα από τον Κήπο. Μόνη στιγμή που μπόρεσα να συλλογιστώ. Προσπάθησα να φανταστώ το ασπροθαλασσίτικο λιμάνι, το μάζεμα των προσκυνητάδων, το συνωστισμό, τη μυρωδιά των κακοταξιδεμένων καί ξενυχτισμένων κορμιών, τους μικροπουλητάδες, την ατμόσφαιρα της δέησης και του θαύματος. Ο πρωινός ήλιος, η θάλασσα, το καραβάκι στολισμένο μ’ όλες του τις σημαίες, τ’ άσπρα σκουφιά του αγήματος στο κατάστρωμα. 

Και ξαφνικά, χωρίς να φανεί τίποτε, χωρίς να περιμένει κανείς τίποτε, σαν ένας άντρας που σωριάζεται με μια μαχαιριά στη ράχη καθώς ψέλνει ο παπάς, τις τρεις τορπίλες, τη φωτιά στο καράβι, τον τρόμο στ’ ανθρωπομάζωμα. Προσπάθησα ακόμη να φανταστώ το νέο παλικάρι, τον καπετάνιο του υποβρύχιου που έκανε την άναντρη πράξη, κι αν δεν είχε στο στόμα του, την ώρα εκείνη, μια γέψη σα να είχε μασήσει σκατά. Ένας νέος χριστιανός που έγινε μπόγιας μέσα στο σπίτι της Παναγιάς, καθώς θα ’λεγε ο Μακρυγιάννης.

Στο μεταξύ ο ανταποκριτής του Στέφανι τηλεγραφεί : «Ευτυχώς, εδώ δεν κακομεταχειρίζουνται όλοι την αλήθεια. Γιατί υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν πως το ελληνικό πολεμικό το βούλιαξαν οι Εγγλέζοι για να χαλάσουν τις σχέσεις της Ιταλίας με την Ελλάδα.»

Ο ίδιος άνθρωπος, το πρωί, όταν του τηλεφωνήσαμε να ’ρθει να πάρει το ανακοινωθέν, μας αποκρίθηκε πως δεν αξίζει τον κόπο να ενοχληθεί για τόσο μικρό ζήτημα.

Οι Γερμανοί ακολουθούν την ίδια ταχτική : «Θα ευχόμουνα», μου έλεγε ένας απ’ αυτούς, «να ήταν η υπόθεση της Έλλης μια δεύτερη υπόθεση Athenian — μα, πέστε μου, αλήθεια, δεν ξέρετε τι υποβρύχιο ήταν;» Καί όταν είπα πως δεν ξέρουμε : «Μα δεν έχετε ούτε υπόνοιες;» ξαναρώτησε. «Όσο για τις υπόνοιες», αποκρίθηκα, «είμαστε ουδέτεροι.»



Η ιταλική τορπίλη που βύθισε την Έλλη 
Φωτογραφία: Χαράλαμπος Γκούβας, Ναυτικό Μουσείο Πειραιώς




Παρασκευή, 16 Αυγούστου

Την υπόθεση Athenian, που μου έλεγε χτες ο Γερμανός, τη βλέπω σήμερα στην είδηση που μας στέλνει το Στέφανι από τη Ρώμη : 

Την Έλλη τη βούλιαξε ο Churchill και η κλίκα του. Συμφωνούν τόσο καλά οι χτεσινές απόψεις των Γερμανών και των Ιταλών με τα σημερινά τηλεγραφήματα, που θαυμάζεις πόσο ωραία οργανωμένη ήταν όλη αυτή η υπόθεση.

Υπερβολικά ωραία ωστόσο, για να κρυφτεί η συμπαιγνία.

Σήμερα μοιάζει να έχει περάσει η μέρα πιο αλαφριά. Ο Νικολούδης μου λέει πως «ο πρόεδρος είναι χαρούμενος σαν παιδί». Αλλά το πρωί είπε στο Υπουργικό συμβούλιο : «Ζούμε τις μέρες του 1453.»


Τετάρτη, 21 Αυγούστου

Η επίθεση του ιταλικού Τύπου, που είχε σταματήσει από το περασμένο Σάββατο, περιορισμένη μόνο στην Τομόρι, των Τιράνων, μοιάζει νά ξαναρχίζει σήμερα στο Giornale d’Italia. 


Στο μεταξύ ο ιταλικός στρατός —130-150 χιλιάδες όπως λένε — συγκεντρώνεται στα σύνορά μας. Οι Γερμανοί μάς συμβουλεύουν : 

«Μην κάνετε επιστράτευση· μη δώσετε προς θεού, αφορμή.» 

Πολλοί στην Κυβέρνηση τους πιστεύουν. . . Πιστεύω πως μας κοροϊδεύουν. Αν οι Ιταλοί θέλουν να κάνουν το κόλπο τους, οι σύμμαχοί τους έχουν κάθε συμφέρον να επιτύχουν εύκολα και γρήγορα, έχουν συμφέρον να μην είμαστε έτοιμοι. Ωστόσο κρατούμε στον πόλεμο των νεύρων. Πάρα κάτω όμως; Σημεία όπου αισθάνομαι διακοπή της στερεότητας».



Παρασκευή, 23 Αυγούστου

Χτες βράδυ, ο Νικολούδης στο γραφείο του, διαδήλωνε, απηχώντας ποιος ξέρει τι, την πεποίθησή του στην ευμένεια των Γερμανών. Ούτε καν ν’ ακούσει τις αντιρρήσεις που προσπάθησα να υποστηρίξω. Σήμερα το πρωί, στ’ όνομά τους, κουνούσε λυπητερά το κεφάλι: «Κι αυτοί κοροϊδεύουν», έλεγε.

Καλέσαμε λίγους άνθρώπους υπό τα όπλα· οι Ιταλοί δυναμώνουν περισσότερο. Ρωτώ ποιος θα είναι ο αρχηγός του στρατού· και οι στρατηγοί ποιοι θα είναι; Χαώδεις απαντήσεις. Το φρόνημα του λαού σπουδαίο. Αλλά ποιος θα τ’ αρπάξει στα χέρια του; Ποιος θα του δώσει πνοή; Κάπου να κρατήσουμε· με ποιους; Τέτοιες σκέψεις κουράζουν περισσότερο από το άδιάκοπο λαχάνιασμα της μέρας.




Ο Θεολόγος Νικολούδης, υφυπουργός Τύπου και Τουρισμού (προπαγάνδας) παρακολουθεί συνεργάτη του που εκφωνεί λόγο.[1937-1939]


Σάββατο, 31 Αυγούστου

Η εβδομάδα πέρασε ήσυχη, μπορεί να πει κανείς. Σήμερα βράδυ μου τηλεφώνησαν πως η Giornale d’Italia παραπονιέται για την προκλητική στάση κάποιων ελληνικών εφημερίδων. «Μιλούν για τους τρακόσους του Λεωνίδα», λέει η ιταλική εφημερίδα, «ξεχνώντας πως ο σημερινός πόλεμος δε γίνεται με σαΐτες και με κοντάρια, αλλά με τανκ, αεροπλάνα και βαριά κανόνια.»

Χτες απόγεμα τέλειωσε με τον ταπεινωτικότερο τρόπο για τη Ρουμανία η υπόθεση της Τρανσυλβανίας. Οι Ούγγροι θριαμβεύουν. Πρόσκαιρος θρίαμβος, αν θυμηθεί κανείς τουλάχιστο τους Πολωνούς, που συλλογίστηκαν ν’ αρπάξουν την τελευταία στιγμή, ξεδιάντροπα, ένα κομμάτι της Τσεχοσλοβακίας. Σε λίγο θα είναι προτεκτοράτο κι αυτοί. 

Το τελευταίο τσεκούρεμα της Ρουμανίας — η παραχώρηση της Δοβρουτσάς δεν αργεί — αφήνει τον Άξονα ελεύθερο να κοιτάξει τις άλλες βαλκανικές υποθέσεις του. Θα είμαστε εμείς; Θα είναι οι Γιουγκοσλάβοι; Το πιθανότερο εμείς, αφού είναι το ζήτημά μας ανοιχτό. 

Αλλά μια δράση στην Ελλάδα θα εσήμαινε πολλά μπερδέματα: ίσως Τουρκία — ίσως Ρωσία — και αγγλική επέμβαση. Έπειτα, αν σχεδιάζουν και οι δυο τους μια δράση πιο γενική, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη Γιουγκοσλαβία. Δεν είναι απίθανο να ιδούμε μια γιουγκοσλαβική κρίση που θα παραμέριζε τη δική μας για ένα διάστημα. Αυτό θα φανεί σύντομα. Η Αγγλία πολεμά καλά στο νησί της, και ο Άξονας, που δεν μπόρεσε να την πατήσει, χρειάζεται επιτυχίες για τη σοδειά του χειμώνα.

Δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά να βρεθώ, σαν έρθει η ώρα, σε μια γωνιά όπου η Ελλάδα θα μπορεί να πολεμήσει.


Πέμπτη, 5 Σεπτέμβρη

Τ’ απόγεμα πηγαίνω γιατί πρέπει — οι Γερμανοί παρουσιάζουν σε προσκαλεσμένους φιλμ από το δυτικό μέτωπο : Δουνκέρκη, γραμμή Maginot, Παρίσι... 

Στη Δουνκέρκη απέραντες εκτάσεις σκεπασμένες χαλασμένα πράγματα, ένα κολοσσιαίο rnarche aux puces. Έπειτα οι αμμουδιές, οι dunes του βοριά. Ένας σκοτωμένος στρατιώτης — από το κράνος καταλαβαίνεις πως είναι Άγγλος — με τα γόνατα μαζεμένα, λιάζεται στην ακροθαλασσιά.



Άγγλοι στρατιώτες νεκροί στην παραλία της Δουνκέρκης, μετά την εκκένωσή της από τους συμμάχους, Ιούνιος 1940


Τρίτη, 10 Σεπτέμβρη

Χτες βράδυ γερμανικό φιλμ του πολέμου. Φριχτή μονοτονία αυτής της καταστροφής.


Απόγεμα. Στο γραφείο μου ο Levesque, έχω να τον δω από τον καιρό της γαλλικής ανακωχής. Μιλά πάντα με την ίδια καταληπτική βιασύνη, χωρίς να προσέχει το συνομιλητή του, μονοκόμματα, κι όταν ρωτά, ρωτά επίμονα σα να γαντζώνεται πάνω σου. 

Προσπαθώ να καταλάβω τη σκέψη του για τα τόσο θλιβερά προβλήματα του τόπου του. Τίποτε. Αυτός ο Γάλλος, αυτός ο καρτεσιανός, κάνει την εντύπωση μιας νυχτερίδας που χτυπιέται παλαβά πάνω στους τοίχους μιας μισοφωτισμένης κάμαρας. Μισεί τους Άγγλους, αλλά παραδέχεται πως η μόνη ελπίδα της Γαλλίας είναι να νικήσουν οι Άγγλοι — ή οι Γερμανοί, βιάζεται να προσθέσει, σα να πήρε το μάτι του κάποιον ωτακουστή, ή για να μου δώσει την εντύπωση πως σκέπτεται ανεξάρτητα. 

«Και τότε θα ξαναϊδούμε το δουκάτο της Βρετάνης» παρατηρώ. Αποκρίνεται ακατανόητα πράγματα για να καταλήξει : «Θα πρέπει να γίνει μια γαλλική επανάσταση.» 

Απορώ: «Η επανάσταση, όσο οι Γερμανοί κατέχουν τη Γαλλία, πώς είναι δυνατό να γίνει; Αν τους συμφέρει, δε θα είναι γαλλική, αν δεν τους συμφέρει θα την πνίξουν.» Εικόνα ενός άνθρώπου σε μεγάλη απόγνωση. «Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο παράδειγμα στην ιστορία» λέει ακόμη. Είναι ιστορικός. Τόνε λυπήθηκα.




Κυβέρνηση του Βισί, Philippe Pétain

État Français ( 21 Ιουνίου 1940 - 17 Αυγούστου 1944)

«Η λύπη και ο οίκτος»

Το «Βισί» δεν υπήρξε απλώς ένα δορυφόρος της ναζιστικής Γερμανίας. Από τη στιγμή της δημιουργίας του επεδίωξε να ενσαρκώσει όχι μόνο τη συνέχεια του γαλλικού κράτους αλλά και την «εθνική αναγέννηση» της κοινωνίας, στοχεύοντας στην αναστροφή της παρακμής που υποτίθεται πως είχε προκαλέσει την ντροπιαστική στρατιωτική ήττα του 1940. 

Έτσι, το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία - Ισότητα - Αδελφότητα» αντικαταστάθηκε με το καινούργιο, «Εργασία - Οικογένεια - Πατρίδα». Το πιο αποκρουστικό έγκλημα του «Βισί» όμως ήταν ότι, με δική του πρωτοβουλία και χρήση της γαλλικής αστυνομίας, έστειλε πάνω από 70.000 Εβραίους στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου.

Το 1969 ο Μαρσέλ Οφίλς, με το πολύκροτο ντοκιμαντέρ του «Η λύπη και ο οίκτος», έθεσε για πρώτη φορά ανοικτά το θέμα της ευρείας αποδοχής του «Βισί» από τους Γάλλους. Υπήρξε το πρώτο μεγάλο χτύπημα στον μύθο της πάνδημης αντίστασης των Γάλλων εναντίον της γερμανικής κατοχής.



Πέμπτη, 12 Σεπτέμβρη

Τίποτε αξιόλογο από τις 31, εννοώ για την Ελλάδα. Από τα Τίρανα εξακολουθούν κάθε τόσο οι επιθέσεις, αλλά δεν τις μεταδίνει καν το Στέφανι. Διάστημα αναμονής· η προσοχή όλων μας πηγαίνει στην Αγγλία. 


Ο αεροπορικός πόλεμος από το Σάββατο αγρίεψε. Μπομπαρδίζεται η καρδιά του Λονδίνου, μια μπόμπα μπρος στην πόρτα του Buckingham Palace. Οι Άγγλοι ανταποδίνουν, όσο μπορούν καλύτερα, αν λογαριάσει κανείς την απόσταση: αψίδα του Βρανδεμβούργου, Reichstag κλπ. Αλλά η ερχόμενη εβδομάδα μοιάζει πολύ κρίσιμη. 

Ένα ερασιτεχνικό φιλμ συνολικής διάρκειας περίπου 20 λεπτών, με  έγχρωμες εικόνες από χαρακτηριστικά τοπία της βρετανικής πρωτεύουσας, τα οποία είχαν βομβαρδιστεί μεταξύ της 7ης Σεπτεμβρίου 1940 και της 10ης Μαΐου 1941, βρέθηκε το 2012,


κρυμμένο και σχεδόν ξεχασμένο στη σοφίτα δημάρχου του Λονδίνου.
______________________

Χτες απόγεμα ο Churchill:

«Οι πληροφορίες μας είναι ότι στις αχτές γύρω από το νησί μας οι Γερμανοί μαζεύουν στρατό και καράβια, και όλα αυτά περιμένουν το σύνθημα του Χίτλερ για να ξεκινήσουν.»

Ανέβηκα αργά στο γραφείο στις 8. Με ζητούσε ο Νικολούδης. Ήτανε μόνος μέσα στο μισόφωτο, με μάτια μελαγχολικά, σχεδόν δακρυσμένα.

«Ακούσατε το λόγο του Churchill;»

«Όχι, εσείς;»

«Ναι, μου φάνηκε σοβαρός, μολονότι δεν καταλαβαίνω καλά τα αγγλικά. Αρχίζουν μέρες αγωνίας.»


Κατέβηκα και ακόυσα την ελληνική εκπομπή του Λονδίνου και γύρισα: «Η περίληψη που άκουσα δε μου φάνηκε τόσο τρομερή» του είπα.

«Ίσως να έχετε δίκιο» μ’ αποκρίθηκε. «Είναι αυτά τα φθινοπωρινά δειλινά που μ’ επηρεάζουν· πιο πρόσφορα για σονέτα παρά για πολιτικές σκέψεις.» Κι έσκασε στα γέλια.



British WWII poster, «Beat Firebomb Fritz»


Σάββατο, 5 Οκτώβρη

Χτες στο γραφείο μου ο Ιταλός συγγραφέας Curzio Malaparte. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα, πώς να μιλήσει κανείς με Ιταλούς. Ωστόσο δέχομαι να τον ιδώ. Σύσταση της υπηρεσίας. Η κουβέντα μας περιορίζεται σε μια ξώφαρση συνομιλία για λογοτεχνικά ή περιηγητικά θέματα, χωρίς λέξη για πολιτική. Οι συμπατριώτες του, που μου μίλησαν γι’ αυτόν, μοιάζουν να τον λογαριάζουν πολύ. Δεν έχω ιδέα για το έργο του.

— Θέλω να γνωρίσω τις προσπάθειες των νέων στην Ελλάδα, μου λέει, και ρωτά για τον υπερρεαλισμό.

Του δίνω κάτι πληροφορίες.

— Ξέρετε, συνεχίζει, η Γαλλία είναι τώρα πια τελειωμένη για κάμποσα χρόνια. Οι Γερμανοί έχουν σαρώσει στο Παρίσι όλα τα βιβλία που δεν τους κάνουν: βιβλία Εβραίων κτλ.

(Εδώ καταλαβαίνω πως το κτλ. σημαίνει τα πάντα.)

— Πρέπει λοιπόν να κοιτάξουμε για τη διαδοχή ενός κινήματος, σαν τον υπερρεαλισμό λ.χ., που είναι κυρίως μια προσπάθεια που άρχισαν Ιταλοί και Έλληνες (sic).

Ξαφνίζομαι για την παράξενη αυτή όρεξη προσάρτησης, που μοιάζει τόσο με την πολιτική βουλιμία της χώρας του. Του μιλώ για διάφορους νέους λογοτέχνες εδώ, παρατηρώντας πως ο πόλεμος δεν τους επιτρέπει να δουλέψουν, όπως θα δούλευαν αν οι περιστάσεις ήταν διαφορετικές.

— Ναι, μου λέει, αλλά τι τα θέλετε; κάτι πρέπει νά γίνει· εγώ δεν εσταμάτησα το περιοδικό μου. Είπα στον Μουσσολίνι ότι, βέβαια, ο πόλεμος είναι πόλεμος, αλλά πρέπει να μπορέσουν να προχωρήσουν και οι άνθρωποι των γραμμάτων.

Τι να πεις; Η ομιλία του συνεχίζεται πηδηχτά. [.....]


Curzio Malaparte, Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος (1898 -1957)


Έπειτα είναι οι βομβαρδισμοί του Λονδίνου· παίρνει ύφος λυρικό :

— Μου έκανε μεγάλη εντύπωση, όταν έμαθα πως ο καπελάς μου, ο Lock, βομβαρδίστηκε, και ο πουκαμισάς μου, λίγο παρακάτω, και το κατάστημα εκείνο στο St James’s Street με τις ωραίες καρότσες. Όλα αυτά τιναγμένα στον αέρα. Τι περίεργο!

Ο ακόλουθος Τύπου της Πρεσβείας, που τον συνοδεύει, παίρνει ύφος στυφό. Θέλει να δείξει πως η έκφραση μιας τέτοιας συμπάθειας δεν έχει τη θέση της. Συμπαιγνία; Ποιος ξέρει. Ο άλλος καταλαβαίνει και στρέφεται σ’ αυτόν :

— Μα για σκεφθείτε, ερχόντουσαν άνθρωποι από όλα τα μέρη της γης για ν’ αγοράσουν το καπέλο τους στου Lock. Είναι το τέλος μιας μεγάλης παράδοσης.
Τι έχει τελοσπάντων μέσα στο κεφάλι του αυτός ο κομψευόμενος διανοούμενος, που με χαιρέτισε φασιστικά καθώς έμπαινε στο γραφείο μου, και μου αραδιάζει αυτές τις σάλτσες για να γίνει συμπαθής. Δε μοιάζει να σκοτίζεται για πολλά πράγματα.



Curzio Malaparte alpino, 1942


Αργά το βράδυ, πάλι στο γραφείο, ο von Niebelschütz, άλλοτε μικροσυγγραφέας που έμεινε εδώ κάμποσα χρόνια και έμοιαζε να πεινά αρκετά. Τον θυμάμαι με το ξεφτισμένο του πανταλόνι και τα ρουφημένα μάγουλα να μου λέει, σαχλά άλλωστε :

«Μοi, la politique ne m’interesse pas, je suis un type dans le genre de Hölderlin.»

Έφυγε για να πολεμήσει τον προπερασμένο Σεπτέμβρη· άλλ’ αντί να πάει στο μέτωπο, παντρεύτηκε μια Ελληνίδα, μεγάλο όνομα, και βρήκε μια θέση στην προπαγάνδα στο Βερολίνο. Ήρθε τώρα για λίγες μέρες στην Ελλάδα και μου αράδιασε τις χιλιοειπωμένες θεωρίες της υπηρεσίας που τον χρησιμοποιεί : 

«Γίνεται μια μεγάλη μεταβολή: η Ευρώπη αγωνίζεται για την ενότητά της· έτσι θα δημιουργηθεί ένας πλατύς χώρος για τους ανθρώπους του πνεύματος. Θα ιδούμε σε λίγο μια μεγάλη πνευματική άνθηση, όπως ύστερα από τους ναπολεόντειους πολέμους. Και μεγαλύτερη ακόμη, γιατί ο Ναπολέοντας δεν είχε ιδέες· ήταν ένα είδος desperado, ενώ τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά», κτλ. κτλ. Ιστορίες για να κοιμάσαι ολόρθος. 

Κι όλα τούτα για να καταλήξει να μου πει πως πρέπει να δώσουμε ό,τι χρειάζεται να δώσουμε στην Ιταλία και να συμφιλιωθούμε μαζί της.

— Παράξενη φιλία, του λέω, που ζητάει να παραδεχτούμε μόνοι μας να μας ακρωτηριάσουν.

— Parlons entre poètes (?!), επιμένει μ’ ένα αρκετά λιγδερό ύφος, je comprends qu’un artiste n’aime pas la violence...

Τον διακόπτω :

—Il se peut, au contraire, qu’un artiste pense que la violence est inevitable, surtout quand on lui propose de le poignarder.

Τονε σιχάθηκα. Αυτό το μοτίβο: «Δώστε όσα-όσα στην Ιταλία, για να σας δώσει τη φιλία της» το ακούω τώρα τελευταία από κάμποσους Γερμανούς. Μερικοί απ’ αυτούς μού εμφανίζουνται, αν όχι ολωσδιόλου αντιχιτλερικοί, τουλάχιστο, με τις διάφορες επικρίσεις που κάνουν, ανεξάρτητοι από το καθεστώς. Αυτή είναι η μηχανή τους για να μας λυγίσουν. Σ’ αυτό το σύστημα τοποθετώ και τη χτεσινή επίσκεψη του Malaparte, με κάποιον τρόπο που δεν ξέρω. Συνάμα, καθώς μου ομολόγησε ο Νικολούδης, ο σύμβουλος της γερμανικής πρεσβείας επωφελήθηκε της απουσίας μου στο Βελιγράδι για να του πει πως είμαι πουλημένος στους Άγγλους.




Η τέχνη στην υπηρεσία της προπαγάνδας

Η προπαγανδιστική ταινία της  Leni Riefenstahl, «Triumph des Willens» («Ο θρίαμβος της θέλησης», πρωτοπαίχτηκε στη Νυρεμβέργη μπροστά από εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς του Χίτλερ. Η  Γερμανίδα ηθοποιός, σκηνοθέτης και φωτογράφος, που έγινε διάσημη χάρη στις ταινίες προπαγάνδας που δημιούργησε για λογαριασμό της Ναζιστικής Γερμανίας, χρησιμοποίησε το Πρελούδιο από την Τρίτη Πράξη των «Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης», της όπερας του Βάγκνερ.


Πατριωτισμός, γερμανική υπεροχή, εθνική καθαρότητα ήταν μερικά από τα στοιχεία που ενυπήρχαν ήδη στην όπερα του Βάγκνερ και τα οποία έσπευσε να «αξιοποιήσει» το ναζιστικό καθεστώς. Έκτοτε τόσο τα έργα του Βάγκνερ όσο και η Νυρεμβέργη ταυτίστηκαν με την «καθαρή» ναζιστική τέχνη και ιδεολογία.


Πέμπτη [17 Οκτώβρη]

Δυνατός βομβαρδισμός του Λονδίνου χτες. Σήμερα το πρωί ατμόσφαιρα ανησυχίας στους δημοσιογράφους.


Ένας παλαίμαχος Γάλλος ανταποκριτής μου λέει καθώς με χαιρετά: «Ils sont formidables ces Anglais!» Γύρεψε να μάθει, λέει, λεπτομέρειες του βομβαρδισμού από δυο Άγγλους της πρεσβείας. Το σπουδαίο νέο, του αποκρίθηκαν, είναι τούτο : 

Οι Γερμανοί αξιωματικοί του στρατού που μπήκε στη Ρουμανία γέμισαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο του Βουκουρεστιού. Οι μπότες που έβγαλαν έξω από τις κάμαρές τους για να τις γυαλίσουν ήταν όλες ίδιες. Οι υπηρέτες φυσικά τις μπέρδεψαν. Φανταστείτε τι έγινε το άλλο πρωί!

Ο Γάλλος δεν μπορούσε να συνέρθει. Αλλά τούτοι οι χιουμοριστάδες είναι από τους λίγους που διατηρούν ακόμη τη χάρη της ζωής.


Παρασκευή [19 Οκτώβρη]


Ονειρευόμουνα πως κρύωνα. Εργαζόμουνα σ’ ένα μεγάλο γραφείο. Σ’ όλους τους τοίχους τριγύρω άπειρες πόρτες κάθε σχήματος και κάθε λογής : απο τη μεγάλη πόρτα του στάβλου με το διαγώνιο δοκάρι ως τη μικρή πορτοπούλα. Στο μόνο μέρος του τοίχου που δεν είχε πόρτα, κάτω από ένα φεγγίτη, καρφωμένος ένας πελώριος χάρτης που έδειχνε το περίγραμμα ενός φουστανιού της εποχής του 1890.

Το περίγραμμα αυτό ήταν φτιαγμένο από μικρές σημαιούλες — ίσως να έμοιαζε με το χάρτη της Αλβανίας. Κάθε τόσο άνοιγε μια πόρτα, έμπαινε κάποιος που μετακινούσε μια σημαία βιαστικός και με χτυπούσε ένα ρεύμα παγωμένο. 

Έτσι ξύπνησα. «Responsibilities begin in dreams.»



Χάρτης της Αλβανίας, Edward LEAR, Journals of a Landscape painter in Albania etc., Λονδίνο, Richard Bentley, 1851. (Βιβλιοθήκη Μουσείου Μπενάκη)


Τετάρτη βράδυ, 30 Οκτώβρη
Τώρα, μια στιγμή έξω από τη ζάλη, προσπαθώ να σημειώσω όσα θυμάμαι από τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου. Έχω την εντύπωση πως πρόκειται για αναμνήσεις χρόνων:

Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27). «Κατά τη μία μού τηλεφώνησαν την είδηση του «Στέφανι»: Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στην κατοικία του Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή Άγγλοι κατάσκοποι. 


Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία που έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι στο «Βασιλικό». Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες. Ο Νικολούδης μου διηγήθηκε πως ο ίδιος ο σινιόρ Γκράτσι τον οδήγησε στο τηλέφωνο, και, όταν τέλειωσε, τον ρώτησε: 

«Mauvaises nouvelles?»

Τ' αποκρίθηκε: «Rien d' extraordinaire», κι έφυγε μετά πέντε λεπτά για να πάει στον πρόεδρο».


Κυριακή πρωί, 27. Στο Υπουργείο Εξωτερικών. Συζητούμε ατέλειωτα και ζυγιάζουμε τις φράσεις της απάντησής μας σε μια νότα γερμανική εξαιρετικά θυμωμένη και πικρόχολη, που διαμαρτύρεται για τη δημοσίευση στις εφημερίδες του λόγου του Churchill προς τους Γάλλους.

Στο μεταξύ ο πρόεδρος, που πρέπει να την εγκρίνει, έχει ξεκινήσει· βλέπουμε το αυτοκίνητό του να βγαίνει από την καγκελόπορτα του Υπουργείου. Ο Παπαδάκης αρπάζει το χαρτί, τρέχει από την αριστερή πόρτα και σταματά το αυτοκίνητο που είχε στρίψει προς τους Αμπελοκήπους. Πίσω σταματά όλη η κίνηση·μοτοσικλέτες, μεγάλα κίτρινα μπούσια, ποδήλατα. 

Ο Μελάς, νευρωμένος, ψιθυρίζει: «Ωραία, ωραία! Ένας υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών σταματά το αυτοκίνητο του προέδρου, μ’ ένα χαρτί στο χέρι. Όλος ο κόσμος θα πει πως είναι το ιταλικό τελεσίγραφο, πως εκηρύχθη ο πόλεμος».




Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.

Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.

Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή.


Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό. Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. 

Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ' ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ· Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες. . . Στη γωνιά Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στό πρόσωπο.

Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού· υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε.
Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:

— Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;

— Και των Γερμανών,
είπα.

— Τι δικαιολογία να δώσουμε;

Δεν έχω καιρό για συζητήσεις:

— Πέστε τους πως είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα.

... Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Άλα Λιτόρια».


Παρασκευή, 1 Νοέμβρη

Πολύ πρωί, πριν από το γραφείο, πάνω στου Κωστάκη. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μόλις γύρισε από την εξορία· πρόσωπο αδυνατισμένο, ρουφημένο· μια φλόγα στα μάτια. Λέει δυο σονέτα που έγραψε, μέσα σε λίγες στιγμές, προτού φύγει· κορόνα στο τέλος· αγαπά τη φωνή του· είναι ο άνθρωπος μιας φωνής. Καθώς μιλάμε, συναγερμός· είναι συγκινημένος που βρίσκεται με φίλους σε τέτοιες στιγμές. Κούφιοι κρότοι, μακριά, κατά τον Πειραιά· οι μπόμπες.

Δεν καταλαβαίνεις πώς περνά η μέρα· προχωρείς χωρίς να πάρεις ανάσα.



Έπειτα στην «Μπρετάνια», που έχει μεταβληθεί σ’ ένα μεγάλο μελίσσι υπουργείων. Στο πάτωμα του Υπουργείου Εξωτερικών, οι συνάδελφοι βγαίνουν σαν ποντικοί από τις πόρτες μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους. 

Έφαγα κάτω στο εστιατόριο. Στη μεγάλη σάλα, λίγοι άξιωματικοί, λίγοι διπλωμάτες, ένας-δυο υπουργοί, ο αρχιστράτηγος μόνος στο βάθος, ονειροπόλος, ο Άγγλος στρατιωτικός ακόλουθος με στολή εκστρατείας μαζί μ’ ένα στρατηγό που ήρθε σήμερα. Δημοσιογράφοι. 

Τα νέα: μπομπαρδίσαμε την Κορυτσά, υποψιάζουνται κινήσεις των Ιταλών για την Κέρκυρα· κάποιοι μιλούν, κιόλας, για νησιωτικό κράτος.


Το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 1940 τρία ελληνικά βομβαρδιστικά Blenheim κατευθύνθηκαν προς τα αεροδρόμια της Κορυτσάς. 
Ένα απ' αυτά με χειριστή τον Υποσμηναγό Κωνσταντίνο Μαργαρίτη εφόρμησε κατά του στόχου, τον οποίο έπληξε με εξαιρετική ακρίβεια. Σαράντα Ιταλοί που ήταν στην αίθουσα ενημέρωσης του αεροδρομίου σκοτώθηκαν και 20 τραυματίστηκαν. 




Τρίτη, 5 Νοέμβρη


Οι μέρες περνούν μέσα στη ζάλη. Δυσκολία ν’ αλλάξεις ένα σωρό άνθρώπους· να τους κάνεις, από ουδέτεροι που ήταν, πολεμικούς.

Συναγερμός καθώς έμπαινε στο γραφείο μου ο von den Steinen. Κατεβαίνουμε όλοι στην «Αργεντίνα» — το χτίριο της οδού Φιλελλήνων είναι λένε ετοιμόρροπο — και μαζευόμαστε ένα πλήθος κάτω από μια γυμνή γύψινη χορεύτρια, σαν τ’ αρνιά την ώρα της καταιγίδας κάτω από μεγάλο δέντρο.


Ο S. μαζί. Μου εξηγεί :

— Αν ήμουν είκοσι χρόνια νεώτερος, θα πήγαινα να πολεμήσω στην Ήπειρο, αλλά είναι κωμικό στην ηλικία μου. Θέλω να υπηρετήσω τον ελληνικό αγώνα· βοηθήστε με. Ο πατέρας μου ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, η μητέρα μου Εβραία. Δε θέλω να έχω καμιά σχέση με τους Γερμανούς, όπως κατάντησαν.

— Μα ξέρετε πως μ’ αυτά που θέλετε να κάνετε, θα κακοπεράσετε αν τύχει κι έρθουν οι Γερμανοί εδώ.

— Και σεις το ίδιο
μου αποκρίνεται. Σας μισούν, θα ήθελαν να σας κατασπαράξουν. Λένε στη γερμανική πρεσβεία πως είστε το άκρον άωτον της αγγλοφιλίας και της βυζαντινής. . .
Εδώ γυρεύει, καθώς μιλά τα ελληνικά του με βαριά γερμανική προφορά, τη λέξη· στο τέλος τη βρίσκει :

— ...και της βυζαντινής subtilité. [ = λεπτότητα, επιδεξιότητα]

— Κατά βάθος, του λέω, είμαι σίγουρος πως εχτιμούν έναν άνθρωπο που αγωνίζεται για τον τόπο του.

— Οι αληθινοί Γερμανοί θα σας εκτιμούσαν, μου λέει, αυτοί όμως όχι.



Κυριακή, 10 Νοέμβρη

[..... ] Νίκες όλες τούτες τις πρώτες μέρες του πολέμου. Απίστευτα πράγματα, που κανείς δεν τα περίμενε. 


Συλλογίζομαι τις κακές μέρες που δεν είναι απίθανο να ’ρθουν, αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες – δεν ξέρω πότε. Και τότε να μπορέσω να κάνω το χρέος μου, τίποτε άλλο.

Κυριακή, 17 Νοέμβρη

Ακατανόητη αναξιοσύνη των Ιταλών. Ρωτιέται κανείς τι λογάριαζαν όταν αποφάσισαν να πολεμήσουν με την Ελλάδα
.*

[* Σημ. του 1950: Μετά τον πόλεμο έμαθα πως ο Γκράτσι τούς είχε δημιουργήσει την πεποίθηση πως δεν θα ρίχναμε μια τουφεκιά και πως η εισβολή τους θα ήταν απλός στρατιωτικός περίπατος].



Δευτέρα, 18 Νοέμβρη

[.....] Θυμούμαι το πρόσωπο ενός Αμερικάνου ανταποκριτή προχτές. Μελαψός, πολωνικό όνομα. Μιλά στο ραδιόφωνο. Είχε συναντήσει κάποιο τεχνικό εμπόδιο:


— Πρέπει να μιλήσω, κύριε, μου έλεγε εξαιρετικά συγκινημένος, πρέπει να μιλήσω, πήγα να πεθάνω προχτές βράδυ. 

 —Ήσασταν άρρωστος; τον ρώτησα.

Ήμουν μέσα σ’ ένα από τα αεροπλάνα που μπομπάρδισαν το Μπρίντιζι. Θεέ μου, τι φωτιές που ανάψαμε.

Σήμερα αργά το βράδυ, ο captain Lovegrove, χαμογελαστός και γλυκομίλητος στο γραφείο μου:

— Δώστε, σας παρακαλώ, οδηγίες να μη γραφτεί τίποτε για τον ανταποκριτή X. Το αεροπλάνο του δε γύρισε.

Τον θυμήθηκα ξαφνικά. Ήταν ένας αψηλός και ξανθός άντρας, σαν τον Sir Lancelot, που μόλις ήρθε στην Αθήνα ζήτησε να του επιτρέψουμε να πάει με τη γραφομηχανή του στην Ακρόπολη, για να περιγράψει την Αθήνα από κει πάνω.

Το 'βρισκε σπουδαίο ν’ αρχίσει την ανταπόκρισή του: «Ακρόπολις... Νοέμ. ’40.» Καθώς τον συλλογιζόμουνα αφηρημένος, ο L. μου είπε:

— Such things happen sometimes.

Και καληνύχτισε χαμογελώντας. 



Κογεβίνας Λυκούργος (1887 - 1940), Ακρόπολη

3 Δεκέμβρη

[.....] Ο Σικελιανός, στο γραφείο του Νικολούδη, μιλά για να πάει στο μέτωπο.

Εγώ:

— Θα πάτε στο μέτωπο, κ. Σικελιανέ;

Με κοιτάζει λίγο από ψηλά:

Αλλά τι; όλο στο γραφείο θα καθόμαστε; — μ’ ένα τόνο τέλειας περιφρόνησης για μένα το γραφειοκράτη, ας πούμε. 

Προχτές, στο γραφείο μου, πάλι ο ίδιος:

Ας έπωφεληθώ αυτής της ατμόσφαιρας confessional (;;!). Δεν ξέρω πώς να σας πω ένα πράγμα. Η Άννα μου θέλει να ’ρθει μαζί μου. Μου λέει πως θα πεθάνει αν πάω μόνος. 
Αγαπιόμαστε και είμαστε πολύ δεμένοι: για πάντα.

— Κι εσείς, τι λέτε; Θέλετε να ’ρθει;

— Μα αφού μου το ζητά.

— Μα, ξέρετε, υπάρχουν κίνδυνοι.

— Δε γίνεται αλλιώς
.

Μου ξεφεύγει:

Η ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως.

Αυτός, σα να έχω κάνει γκάφα:

— Όχι, φίλε μου, η ηρωίδα του Σικελιανού!

Σήμερα διαβιβάζω την επιθυμία του στο Νικολούδη:

— Δε γελοιοποιώ το μέτωπο. Να πάει μόνος του ή να μην πάει καθόλου!

[...] Γράφω αυτές τις γραμμές για να θυμηθώ πως κάποτε κρατούσα την πένα. Μια στιγμή διακοπής που την κλέβω. Ψηλαφώ την ψυχή του λαού μου σαν κάτι καινούριο, άγνωστο, ανεξερεύνητο.



Άγγελος και Άννα Σικελιανού


Σάββατο, 14 Δεκέμβρη

Μόλις
 σταματήσω με πιάνει πλήξη. Η δουλειά είναι τέτοια που δεν μπορείς μήτε να αισθανθείς: όταν πάψει μια στιγμή, είσαι ολότελα άδειος. 

Ωστόσο γίνουνται μεγάλα πράγματα γύρω μου. Το γύρισμα του κύκλου έφερε τον ελληνικό λαό σε μια από τις πιο υψηλές στιγμές του. Χτες μου διηγήθηκαν τούτο: 

Ρωτούν έναν πατέρα τεσσάρων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοιαν απόφαση: «Ντράπηκα τους συχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».

Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε. Ενα πράγμα που ξεμυτίζει και φυτρώνει σαν το φρέσκο χορτάρι. 

Πιο πάνω, ο κόσμος ο δικός μας δεν έχει αλλάξει: παλιές συνήθειες, παλιοί τρόποι, οι ανταποκρίσεις από το μέτωπο θυμίζουν ανταποκρίσεις των πολέμων του ’12. 

Ένας κόσμος χαλασμένος».
Γιώργος Σεφέρης Μέρες Γ' 16 Απρίλη 1934 -14 Δεκέμβρη 1940, εκδόσεις Ίκαρος.



Διπλωμάτης και ποιητής άμα.....

Παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Γιώργος Σεφέρης είναι προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού. 


Στις Μέρες Γ' (1934-1940), το βαθύ και στοχαστικό του βλέμμα δεν αφήνει αμφιβολία για τα απειλητικά μηνύματα που έφταναν από τα ελληνοαλβανικά σύνορα και τις προβοκάτσιες σε βάρος της Ελλάδας.

Με
 τη διπλή ιδιότητά του, του στελέχους του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, άρα γνώστη της πολιτικής σκηνής και του ποιητή, άρα τολμηρού ανιχνευτή των φαινομένων, διατυπώνει με ευθυκρισία και βαθύτητα σκέψεις και συναισθήματα μετά το τελεσίγραφο που έβγαλε την Ελλάδα από την ουδετερότητά της και τη βύθισε στη δίνη του πολέμου. Σημειωτέον, πως ήταν παρών στο πρώτο εκείνο Υπουργικό Συμβούλιο, όπου προσήλθαν οι Υπουργοί «χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του».


Ήταν αυτός που παρέλαβε από τον Μεταξά το διάγγελμα στο λαό και το πήγε ξημερώματα στο υπουργείο Τύπου.

Ο ίδιος συνέταξε μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. 

Επειδή νωρίς το πρωί δεν υπήρχε δακτυλογράφος, το κτύπησε στη γραφομηχανή στο σπίτι του και του το πήγε στη «Μεγάλη Βρετάνια», όπου στο μεταξύ είχαν μαζευτεί όλοι, για να το υπογράψει. 

Ήταν αυτός που πήρε και έδωσε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες και ακούστηκε από το ραδιόφωνο.



Η προτομή του Γιώργου Σεφέρη στο πλάι του κτιρίου του Υπουργείου Εξωτερικών
Καλλιτέχνης: Θεόδωρος Παπαγιάννης (2001)
Φωτογράφος: Καλλιόπη-Κωνσταντίνα Τζούμα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου