Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα......
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Κώστας Καρυωτάκης, Μίκης Θεοδωράκης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου
«Νιώθω μια υπερδιέγερση όταν το μυαλό μου περνάει από εκεί. Είναι αλλόκοτο που μια αυτοκτονία ξυπνάει μέσα μου τόση ζωή. Που μια τόσο δειλή πράξη με κάνει να νιώθω πιο γενναίος. Ίσως είναι και τα ποιήματα στη μέση.
Είναι και κάτι παραπάνω. Πιο προσωπικό. Ένα κομμάτι και του δικού μου εαυτού αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα. Ένα κομμάτι ανασταίνεται κάθε φορά που τον σκέφτομαι. Παράξενο;
Λοιπόν, συμβαίνει ένα περίεργο μ' αυτούς τους ανθρώπους, που έρχονται και ρίχνουν με την αυτοκτονία τους ένα δυνατό χαστούκι στην καθημερινότητα μας. Παγιδευμένοι από την ίδια τους τη συνέπεια, φεύγουν σταλμένοι απ' το ίδιο τους το χέρι και η κοινωνία η σύγχρονη τους, τρομαγμένη, τους αποστρέφεται και τους μισεί. Έρχονται όμως στη συνέχεια κοινωνίες άλλες, προστατευμένες, λόγω χρονικής απόστασης, από το σοκ του συγκεκριμένου γεγονότος. Και την πράξη τους την κάνουν μύθο. Είμαι σίγουρος πως όλοι οι έφηβοι στην Ελλάδα κάθε εποχής, όπως και όλοι οι «αιώνιοι» έφηβοι, κάποια στιγμή θα στρέφουν το βλέμμα τους στο πτώμα του Άλλου. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Γιατί υπάρχει και η συγκεκριμένη εικόνα του νεκρού του: η φωτογραφία της χωροφυλακής. Δες: έχουν ακουμπήσει το κεφάλι του στο ψαθάκι του, και το πρόσωπο του δεν έχει καμία αγωνία, είναι γαληνεμένο πια. Για κοίτα την ξανά: προσέχεις που οι ώμοι του, έτσι που του έχουν σταυρώσει τα χέρια, προεξέχουν — ειδικά ο αριστερός ώμος — σαν τις φτερούγες ενός αγγέλου που κοιμάται;
Είναι πολύ δύσκολο να ζήσει κανείς «φυσικά» — γιατί τι είναι φυσικό, όταν κουβαλάς εναν τόσο περίπλοκο μηχανισμό σκέψης, που βάζει σε αμφισβήτηση κάθε λεπτό κάθε σου πράξη; Έχω φτάσει τόσων χρονών, έχω δει να επαναλαμβάνονται οι ίδιες καταστάσεις μ' εκατομμύρια διαφορετικούς τρόπους, κι ακόμα συλλαμβάνω τον εαυτό μου σ' αυτήν την κόψη. Δεν την αντέχεις βέβαια για πολύ, κι αφήνεσαι μοιραία να σε παρασύρει το ρεύμα. Το ρεύμα μοιάζει βολικό, ιδανικό για τους τεμπέληδες και τους γέρους. Γι' αυτό κι οι περισσότεροι που αυτοκτονούν είναι νέοι. Μοιάζει με δίκοπη παγίδα: όσο πλησιάζεις στην εξήγηση αυτής της μαύρης φάρσας, που είναι η ίδια σου η ζωή, τόσο κινδυνεύεις να τη χάσεις. Όσο γίνεσαι σοφότερος, τόσο κινδυνεύεις να αποδειχτείς γελοίος. Γιατί μη μου πεις πως δεν περιέχει κι έναν γελοίο εγωισμό η κάθε αυτοκτονία. «Ποιος είσαι εσύ που θέλησες να χωρέσεις στο κουβαδάκι σου όλον τον ωκεανό;» Σας το 'λεγαν εσάς αυτό στο κατηχητικό; Είναι πολύ δύσκολο να γεμίσεις αυτόν τον κουβά, η πλειοψηφία ούτε μέχρι τη μέση δεν μπορεί να τον γεμίσει. Κι εσύ που τον γέμισες ως τα χείλη του με γάργαρο νερό, σε πιάνει μια τελειομανία, να τον κρατήσεις πάντα έτσι, ούτε σταγόνα του να μην χυθεί.
Την έχεις δει φυσικά αυτή την τοιχογραφία του Μιχαήλ Αγγέλου, που ο άνθρωπος πλησιάζει με το δάχτυλο του το δάχτυλο του Θεού. Έχει αφήσει επίτηδες ο ζωγράφος ένα ελάχιστο διάστημα ανάμεσα στα δυο δάχτυλα και σ' αυτό το κενό δημιουργείται μια τεράστια δύναμη έλξης και άπωσης. Μια ηλεκτρική εκκένωση. Πώς να αντέξει ο Άλλος αυτή την ένταση, τόσο άκρη που είχε φτάσει; Αρκούσαν κάποια άτυχα περιστατικά της ζωής του, για να τον κάνουν να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο κενό. Ο ίλιγγος! «Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο, σαν ήρθε, τον δέχουμαι με πρόθυμη καρδιά.»
Είναι και κάτι παραπάνω. Πιο προσωπικό. Ένα κομμάτι και του δικού μου εαυτού αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα. Ένα κομμάτι ανασταίνεται κάθε φορά που τον σκέφτομαι. Παράξενο;
Λοιπόν, συμβαίνει ένα περίεργο μ' αυτούς τους ανθρώπους, που έρχονται και ρίχνουν με την αυτοκτονία τους ένα δυνατό χαστούκι στην καθημερινότητα μας. Παγιδευμένοι από την ίδια τους τη συνέπεια, φεύγουν σταλμένοι απ' το ίδιο τους το χέρι και η κοινωνία η σύγχρονη τους, τρομαγμένη, τους αποστρέφεται και τους μισεί. Έρχονται όμως στη συνέχεια κοινωνίες άλλες, προστατευμένες, λόγω χρονικής απόστασης, από το σοκ του συγκεκριμένου γεγονότος. Και την πράξη τους την κάνουν μύθο. Είμαι σίγουρος πως όλοι οι έφηβοι στην Ελλάδα κάθε εποχής, όπως και όλοι οι «αιώνιοι» έφηβοι, κάποια στιγμή θα στρέφουν το βλέμμα τους στο πτώμα του Άλλου. Μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Γιατί υπάρχει και η συγκεκριμένη εικόνα του νεκρού του: η φωτογραφία της χωροφυλακής. Δες: έχουν ακουμπήσει το κεφάλι του στο ψαθάκι του, και το πρόσωπο του δεν έχει καμία αγωνία, είναι γαληνεμένο πια. Για κοίτα την ξανά: προσέχεις που οι ώμοι του, έτσι που του έχουν σταυρώσει τα χέρια, προεξέχουν — ειδικά ο αριστερός ώμος — σαν τις φτερούγες ενός αγγέλου που κοιμάται;
Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928).
Είναι πολύ δύσκολο να ζήσει κανείς «φυσικά» — γιατί τι είναι φυσικό, όταν κουβαλάς εναν τόσο περίπλοκο μηχανισμό σκέψης, που βάζει σε αμφισβήτηση κάθε λεπτό κάθε σου πράξη; Έχω φτάσει τόσων χρονών, έχω δει να επαναλαμβάνονται οι ίδιες καταστάσεις μ' εκατομμύρια διαφορετικούς τρόπους, κι ακόμα συλλαμβάνω τον εαυτό μου σ' αυτήν την κόψη. Δεν την αντέχεις βέβαια για πολύ, κι αφήνεσαι μοιραία να σε παρασύρει το ρεύμα. Το ρεύμα μοιάζει βολικό, ιδανικό για τους τεμπέληδες και τους γέρους. Γι' αυτό κι οι περισσότεροι που αυτοκτονούν είναι νέοι. Μοιάζει με δίκοπη παγίδα: όσο πλησιάζεις στην εξήγηση αυτής της μαύρης φάρσας, που είναι η ίδια σου η ζωή, τόσο κινδυνεύεις να τη χάσεις. Όσο γίνεσαι σοφότερος, τόσο κινδυνεύεις να αποδειχτείς γελοίος. Γιατί μη μου πεις πως δεν περιέχει κι έναν γελοίο εγωισμό η κάθε αυτοκτονία. «Ποιος είσαι εσύ που θέλησες να χωρέσεις στο κουβαδάκι σου όλον τον ωκεανό;» Σας το 'λεγαν εσάς αυτό στο κατηχητικό; Είναι πολύ δύσκολο να γεμίσεις αυτόν τον κουβά, η πλειοψηφία ούτε μέχρι τη μέση δεν μπορεί να τον γεμίσει. Κι εσύ που τον γέμισες ως τα χείλη του με γάργαρο νερό, σε πιάνει μια τελειομανία, να τον κρατήσεις πάντα έτσι, ούτε σταγόνα του να μην χυθεί.
Creazione di Adamo by Michelangelo, Cappella Sistina
Την έχεις δει φυσικά αυτή την τοιχογραφία του Μιχαήλ Αγγέλου, που ο άνθρωπος πλησιάζει με το δάχτυλο του το δάχτυλο του Θεού. Έχει αφήσει επίτηδες ο ζωγράφος ένα ελάχιστο διάστημα ανάμεσα στα δυο δάχτυλα και σ' αυτό το κενό δημιουργείται μια τεράστια δύναμη έλξης και άπωσης. Μια ηλεκτρική εκκένωση. Πώς να αντέξει ο Άλλος αυτή την ένταση, τόσο άκρη που είχε φτάσει; Αρκούσαν κάποια άτυχα περιστατικά της ζωής του, για να τον κάνουν να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο κενό. Ο ίλιγγος! «Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο, σαν ήρθε, τον δέχουμαι με πρόθυμη καρδιά.»