Να το πάλι το ευπροσήγορο πρωινό (καλώς μου το) — σβήνει μ’ ένα ξανθό δροσόβρεχτο σφουγγάρι, σβήνει απ’ το μαυροπίνακα της νύχτας παράξενες αγχώδεις ασκήσεις μιας εφιαλτικής άλγεβρας ή τριγωνομετρίας, πεντάλφες ή εφτάλφες, κιγκλιδώματα φυλακών, χειροπέδες, κρατητήρια με άδειους κεσέδες από ξινισμένο γιαούρτι κάτου στο τσιμέντο [....]
απ’ τον κηπάκο έρχεται (κι ακούγεται ταυτόχρονα) μια μυρωδιά δυόσμου και γειτονικού καφέ, γιατί τις μυρωδιές δεν τις οσμίζεσαι μόνον αλλά και τις α κ ο ύ ς (κι όμορφα το λέει ο λαός «ακούς αυτή τη μυρουδιά απ’ τις ακακίες;», «ακούς τη μυρουδιά απ’ το πευκόδασο;» ή «ακούς μυρουδιά από τηγανητά σκοτάκια απ’ την ταβέρνα του Μπαρούφα;» ή «ακούω μυρουδιά από μπαρούτι — κάτι τρέχει»)
και τώρα το συνειδητοποιώ, παρ’ ότι το ’ξερα πάντοτε, πως υπάρχουν μυρωδιές οπτικές και μυρωδιές ακουστικές, δηλαδή εικαστικές και ηχητικές, ή και ταυτόχρονες, οπτικοακουστικές — όπως π.χ. προχτές που η Πολυξένη έβαλε το ’να πόδι της πάνω στ’ άλλο κι έτριξε ανεπαίσθητα το γόνατό της κι ακούστηκε, μαζί μ’ αυτό το τρίξιμο, η μυρωδιά της κάλτσας και του από μέσα του φουστανιού της, κι η μυρουδιά ήταν μακριά επειδή ήταν μακριές κι ωραίες οι γάμπες της Πολυξένης κι ας μη φορούσε ψηλά τακούνια,
κι ίσως μάλιστα να υπάρχουν και μυρωδιές αφικές και γευστικές (αυτό δεν το ’χω ερευνήσει ακόμη — θα το σκεφτώ), αλλά μήπως δε λέμε, τρώγοντας ένα ροδάκινο, «άρωμα που το ’χει» κι όχι «γεύση που την έχει»;
— κι όταν, γυμνασιόπαιδες στο Γύθειο, κάναμε τ’ ανοιξιάτικα δειλινά βόλτες στην προκυμαία, έξω απ’ τον Κήπο με τις μοσχοϊτιές που η μοσκοβόλια τους, ανάκατη με την αλμύρα της θάλασσας, με μυρωδιές από φύκια, καβούρια, καραβίδες, αχινιούς, αστακούς και με τα γέλια των κοριτσιών, γέμιζε τα πνευμόνια μας μ’ αβάσταχτη ευτυχία και φόβο, μήπως τότε δε λέγαμε «τούτη η μυρωδιά με π ι ά ν ε ι απ’ το λαιμό»;
— κι όταν, γυμνασιόπαιδες στο Γύθειο, κάναμε τ’ ανοιξιάτικα δειλινά βόλτες στην προκυμαία, έξω απ’ τον Κήπο με τις μοσχοϊτιές που η μοσκοβόλια τους, ανάκατη με την αλμύρα της θάλασσας, με μυρωδιές από φύκια, καβούρια, καραβίδες, αχινιούς, αστακούς και με τα γέλια των κοριτσιών, γέμιζε τα πνευμόνια μας μ’ αβάσταχτη ευτυχία και φόβο, μήπως τότε δε λέγαμε «τούτη η μυρωδιά με π ι ά ν ε ι απ’ το λαιμό»;
Κι ένα βράδυ πάλι που καθόμαστε στόν κηπάκο μου, ο Αλέκος μου ’πε σα να ντρεπότανε «η μυρωδιά του γιασεμιού θαρρώ πως μου μετράει το σφυγμό μου με τρία λιανούτσικα άσπρα δάχτυλα, εδώ στόν καρπό του αριστερού χεριού μου κάτω απ’ το ρολόι μου, κι όταν πριν απ’ τον ύπνο το κουρντίζω και το φέρνω στ’ αυτί μου να δω αν δουλεύει δεν ξέρω αν το τικ τακ είναι απ’ το γιασεμί, απ’ το σφυγμό μου ή απ’ το ρολόι μου». «Να το γράψεις», του λέω. Κι ο Αλέκος «ντρέπουμαι»...
Και τώρα θυμήθηκα μιαν ιστορία που μου διηγήθηκε ο Γιώτης, σχετική με μυρωδιές. Μια μέρα, λέει, που ’χε ρεπό η Λεϊλά απ’ το μπορντέλο, πήγαν μιαν εκδρομή πέρα στα παλιά Πατήσια, ζεστό ανοιξιάτικο μεσημέρι’ τα γρασίδια πηγμένα στα χαμομήλια, στίς μαργαρίτες, πιό πολύ στίς παπαρούνες· στρώσαν πάνω στις παπαρούνες ένα μικρό τσούλι και κάτσαν να τσιμπήσουν κάτι πρόχειρα φαγιά που ’χαν πάρει μαζί τους· (εγώ έβλεπα τις πατησιώτικες παπαρούνες να σφύζουν από επιθετικό αίμα)· όπως κάτσαν λοιπόν καταγής λιώσαν οι παπαρούνες και μια στυφή μυρουδιά μας χτύπησε τα ρουθούνια· κι είπε η Λεϊλά «τούτη η μυρουδιά τρίβεται στα μεριά μου και καυλώνω» (αυτή την τελευταία λέξη την είπε ο Γιώτης κοκκινίζοντας σαν παπαρούνα, και πρόσθεσε δισταχτικά «είχε δίκιο· την έπαθα κι εγώ»).
Francis Picasa, Two Women with Poppies
__________
Τότε η Λεϊλά έκοψε δυο τρεις παπαρούνες, τις έτριψε με τα δάχτυλά της και τις έφερε στη μύτη μου να μυρίσω. Γέλαγε, γέλαγε, έτριψε τις παπαρούνες στα μάγουλά μου, γέλαγε πιότερο, έβγαλε απ’ την τσάντα της το καθρεφτάκι και μου ’δωσε νά κοιταχτώ. Δυο αστείες μελανιές βούλες είχαν μείνει στα μάγουλά μου. Και γελάγαμε τώρα κι οι δυο και φώναζε «είσαι ο μικρός γλυκός μου κλόουν στο Τσίρκο Παπαρούνα, και το πουλί σου (δεν το ’πε όπως άλλοτε) έχει στην άκρη του μια μεγάλη παπαρούνα». Κι ολο γελάγαμε, και τα δάχτυλά της είναι κι αυτά μελανιά, κι όταν σηκώσαμε το τσούλι να φύγουμε, κατά το δείλι, ήταν κι εκείνο γεμάτο μενεξεδένιες βούλες.
Surreal Painting by Etam Cru
________
Κι όσο σκέφτεσαι και θυμάσαι βρίσκεις πως υπάρχουν χιλιάδες και χιλιάδες μυρωδιές, άλλες μελαγχολικές (όπως οι μενεξέδες, οι λυγαριές, οι άοσμοι πανσέδες), άλλες εύθυμες (όπως οι παπαρούνες, οι μουσμουλιές, τα βάτα), κι υπάρχουν κι άλλες μυρωδιές από πράματα που δε μυρίζουν (όπως η μυρωδιά της νύστας, της προαίσθησης, της ονειροπόλησης), μυρωδιές ανθρώπων (όχι απ’ το σώμα τους, μα απ’ το μέσα τους).
Ο Πέτρος π.χ. μυρίζει καράβι μεσοπέλαγα. Ο Τέλης σπέρμα παρ’ όλη του την πάστρα. Ο Αλέκος απάτητη χλόη κάτω απ’ το λόφο της Αγια-Μαρίνας. Ο Γώγος μυρίζει αλάτι απ’ τα μαλλιά της Μιρέιγ και κάποτε μάλιστα στο λαιμό του, κάτω απ’ το δεξί του αυτί, βλέπεις κόκκους αλατιού να σπιθίζουν. Ο Γιώτης τεντωμένο πλατανόκλαδο σε θαλασσινό λιόγερμα. Ο Βαγγέλης, σαν τι μυρίζει; Πολλά. Δεν ξέρω. Η Μάρθα καλοτυπωμένες προκηρύξεις. Η Άννα μασχάλη του Πέτρου. Η Πολυξένη μεταξωτό ύφασμα με μια φαρδιά μπαμπακερή τσάντα. Η Τάνια μυρίζει νοικοκυρεμένα πουλιά, ιδίως χελιδόνια στο σούρουπο. [....]
Ο Πέτρος π.χ. μυρίζει καράβι μεσοπέλαγα. Ο Τέλης σπέρμα παρ’ όλη του την πάστρα. Ο Αλέκος απάτητη χλόη κάτω απ’ το λόφο της Αγια-Μαρίνας. Ο Γώγος μυρίζει αλάτι απ’ τα μαλλιά της Μιρέιγ και κάποτε μάλιστα στο λαιμό του, κάτω απ’ το δεξί του αυτί, βλέπεις κόκκους αλατιού να σπιθίζουν. Ο Γιώτης τεντωμένο πλατανόκλαδο σε θαλασσινό λιόγερμα. Ο Βαγγέλης, σαν τι μυρίζει; Πολλά. Δεν ξέρω. Η Μάρθα καλοτυπωμένες προκηρύξεις. Η Άννα μασχάλη του Πέτρου. Η Πολυξένη μεταξωτό ύφασμα με μια φαρδιά μπαμπακερή τσάντα. Η Τάνια μυρίζει νοικοκυρεμένα πουλιά, ιδίως χελιδόνια στο σούρουπο. [....]
Όλοι κι όλα μυρίζουν. Κι οι μυρωδιές τους — πνοές, εικόνες, μουσικές φράσεις, αναμνήσεις — συνωστίζονται μέσα μου, στροβιλίζονται, με στροβιλίζουν, άλλοτε μ’ ανεβάζουν, άλλοτε με ναρκώνουν (όπως τότε στο νοσοκομείο, στην εγχείρηση, με τη γενική νάρκωση, που δεν ήξερα πού ήμουν, τι ήμουν, και το παράθυρο ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο άδειο μάτι, ήσυχο όμως κι εντελώς αμνησίκακο), μυρωδιές φλύαρες ή σιωπηλές, χορευτικές ή ασάλευτες, αγαλμάτινες, κι όλες μου ζητάνε από πάνου ν’ ακουστούν. Πόσα και πόσα, καθένα με τη μυρωδιά του, την εικόνα του, τη συγκεχυμένη καταγωγή του.
Έβρισκα ανάρμοστη την επέμβαση των τζιτζικιών στο θρήνο της Ερωφίλης..
Και τώρα θυμήθηκα κείνη την παλιά εκδρομή του Καλλιτεχνικού Ομίλου της Εργατικής Λέσχης στο Μεγάλο Πεύκο κι η συντρόφισσα Κατίνα απάγγειλε πολύ όμορφα το θρήνο της «Ερωφίλης», μα τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν τόσο ξεμουρλαμένα που μεγάλωνε η ζέστη και χάνονταν πολλά λόγια χωρίς να χάνεται ο ρυθμός του δεκαπεντασύλλαβου, κι έγειρε η Μάρθα στ’ αυτί μου και είπε «δε νομίζεις πως τα τζιτζίκια είναι η συνείδηση κι η έκφραση του ελληνικού καλοκαιριού;», κι εγώ, απότομα, χωρίς λόγο, της είπα «όχι», ίσως γιατί έβρισκα ανάρμοστη την επέμβαση των τζιτζικιών στο θρήνο της Ερωφίλης και θα προτιμούσα αυτή τη βαριά ηλιακή σιωπή ή τα νυχτερινά τριζόνια, και θαρρώ πως από τότε, ανεπίγνωστα αντιφώνησε μέσα μου στο θρήνο της Ερωφίλης ο θρήνος του «Επιταφίου» μου
Photography by Natalia Drepina, Russia
___________
Και τώρα θυμήθηκα κείνη την παλιά εκδρομή του Καλλιτεχνικού Ομίλου της Εργατικής Λέσχης στο Μεγάλο Πεύκο κι η συντρόφισσα Κατίνα απάγγειλε πολύ όμορφα το θρήνο της «Ερωφίλης», μα τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν τόσο ξεμουρλαμένα που μεγάλωνε η ζέστη και χάνονταν πολλά λόγια χωρίς να χάνεται ο ρυθμός του δεκαπεντασύλλαβου, κι έγειρε η Μάρθα στ’ αυτί μου και είπε «δε νομίζεις πως τα τζιτζίκια είναι η συνείδηση κι η έκφραση του ελληνικού καλοκαιριού;», κι εγώ, απότομα, χωρίς λόγο, της είπα «όχι», ίσως γιατί έβρισκα ανάρμοστη την επέμβαση των τζιτζικιών στο θρήνο της Ερωφίλης και θα προτιμούσα αυτή τη βαριά ηλιακή σιωπή ή τα νυχτερινά τριζόνια, και θαρρώ πως από τότε, ανεπίγνωστα αντιφώνησε μέσα μου στο θρήνο της Ερωφίλης ο θρήνος του «Επιταφίου» μου
....γιατί ποτέ δεν ξέρεις πόσα πράματα, εικόνες, μνήμες, ευωδιές φτιάχνουν έναν στίχο, ένα ποίημα, με λίγο θυμάρι, λίγη τριμμένη ρίγανη, κάτι πευκοβελόνες, ένα ιδρωμένο μαυρομάντιλο μητέρας και λέξεις, λέξεις από μυριάδες στενάγματα, αίματα, ελατόριζες, ακρωτηριασμένα αγάλματα, σημαίες, μεγάλα ηραία αγκάθια.
Γιατί και τα βιβλία έχουν τη μυρωδιά τους, όχι απλώς μυρωδιά χαρτιού και αντιμόνιου, δική τους προσωπική μυρωδιά. Να, τις προάλλες διάβαζα ένα βιβλίο και όταν το ’κλεισα μου ’μεινε η μυρωδιά από ’να ξεβούλωτο φιαλίδιο αιθέρα πάνω σε μαρμάρινο κομοδίνο νοσοκομείου. Ένα άλλο βιβλίο, πριν από χρόνια, μου άφησε το άρωμα μιας αέρινης γυναίκας με αέρινο φόρεμα που πέρασε απ’ τον τοίχο αφήνοντας ένα άνοιγμα
σαν γυάλινη ντουλάπα που μέσα της διακρίνονταν κρεμασμένα δυο σακίδια κυνηγών — το ένα με μια πέρδικα σκοτωμένη και τ’ άλλο μ’ έναν χρυσοκόκκινο μελισσουργό που ’χε σκοτώσει ο Μπότης, στα Τάλαντα, με δίκανο στις λεύκες πάνου απ’ το ποτάμι. [....]
Τι όμορφες μυρωδιές καρτερίας, διαφάνειας, μοναχικότητας, απορίας, απεραντοσύνης...
Τι όμορφες μυρωδιές καρτερίας, διαφάνειας, μοναχικότητας, απορίας, απεραντοσύνης, όταν η σκιά ενός ανθρώπου στον παραθαλάσσιο δρόμο σταματάει κάθε τέσσερα βήματα σαν να ακυρώνει μια δική του απόφαση, ή όταν η αμαρτωλή γυναίκα στυλώνει το βλέμμα της προς εκείνο το μέρος του σκοτεινού βουνού απ’ όπου περιμένει την καθυστερημένη ετυμηγορία της σελήνης.
Κι όλα, πολύ συχνά, αναμιγνύονται μες στη βιασύνη σου να τα προλάβεις, φθόγγοι, νερά, φυλλώματα, πέτρες, μετεωρίτες, κύπελλα, ατμοί, καλάθια, μήλα — πριονιστήριο, αλλαντοπωλείο, μανάβικο, ιχθυοπωλείο, φούρνος, γαζία, ναυπηγείο, δεντρολίβανο, δυόσμος, πηγάδι, γυμνοσάλιαγκας, βουητό λιακάδας, βροχή σε τζάμια, σε τσίγκο, σε κεραμίδια, μυρίζει άλογο βρεγμένο απ’ τη βροχή μπροστά στο Χάνι των Καραγωγέων, ανάμεσα Λεβέτσοβα-Σπάρτη, μυρίζει βρεγμένο περιστέρι στα χέρια του ορφανού δωδεκαετούς που ’ρχεται απ’ τη Μονοβασιά για το γυμνάσιο του Γυθείου, σε ξέσκεπο κάρο με βροχόνερο και λάσπες, α, πώς μυρίζει σκυλί κοιμισμένο σε διάδρομο ακατοίκητου ξενοδοχείου, και μια ανοιχτή βαλίτσα στο πάτωμα από θαλασσινό ταξίδι, κι επέπλεαν στο λιμάνι τη νύχτα πολλά λεμόνια, κίτρα, φώτα ασετυλίνης, κι άλλη βαλίτσα από ταξίδι με τραίνο ή φορτηγό ή λεωφορείο ή μόνιππο ή μαούνα, μάνταλα σκουριασμένα βενετσιάνικων κάστρων, κομμένα δέντρα ολόσωμα να κυλούν στο ποτάμι με ξερές φλούδες φεγγαριού, μεγάλα ηλιοτρόπια στο περβολάκι του μπαρμπα-Θανάση όμοια μ’ εργατικά ξυπνητήρια σταματημένα στις καλοκαιρινές διακοπές, κοπριά, λαστιχένιος σωλήνας για το απογευματινό πότισμα του τριανταφυλλώνα, τα τρία ζευγάρια γοβάκια της Ουρανίας κάτω απ’ το κρεβάτι, άσπρα, θαλασσιά και κίτρινα, την ώρα που το φεγγάρι-χελωνόπουλο σεργιάναγε στην ταράτσα της πολυκατοικίας ανάμεσα στις μισομαραμένες γλάστρες, οι μπότες του δασοφύλακα στο κατώφλι της ξύλινης παράγκας, η ψάθα του τρυγητή λάμποντας στον ήλιο, η ψάθα της Ανθούλας με τις ροζ κορδέλες ανεμίζοντας στο αεράκι του Χατζάλαγα, χτύπημα κουδουνιού σε σπίτι εγκαταλειμμένο ως πάνω στη σκάλα, τα ρούχα των αρρώστων, τα πανιά της πρώτης περιόδου μελαχρινής χωριατοπούλας σε πήλινη λεκάνη πάνου στο ασβεστωμένο πεζούλι της αυλής, η κουζίνα της θείας Φωτεινής πεντακάθαρη με τα γυαλισμένα μπρίκια κρεμασμένα αράδα στον τοίχο κι ο αργαλειός στη γωνιά με τα λουλούδια του ανάκατα με πουλιά·
και ψάρια κι ο κάτασπρος νεροχύτης μπροστά στο παράθυρο, παλιά ρολόγια με μουσικά ξυπνητήρια (όπως εκείνο που βρήκαμε στο παλιό σεντούκι ανάμεσα σε αποκριάτικα ρούχα και τούλινα σακουλάκια με ξερή λεβάντα), το μεγάλο μαύρο εκκρεμές της Ισμήνης σταματημένο από αιώνες, μπόγοι προσφύγων, μπόγοι φυλακισμένων, κι ένας γέρος αποφυλακισμένος καθόταν πάνου στον μπόγο του στο πεζοδρόμιο σα να ’χε πάθει αμνησία και δεν ήξερε πού να πάει, κι ο Βαγγέλης ήταν νευρικός με τα χέρια στις τσέπες, κι ελάφια λυπημένα, και κλειδιά από σπίτια που γκρεμίστηκαν, σκουριασμένα μεγάλα κλειδιά που δεν έχουν τίποτα ν’ ανοίξουν ή να κλείσουν (και τότε η σκουριά μυρίζει περισσότερο και αφηρημένα), κουβέρτες, καδρόνια, καθρέφτες, ποτήρια, πορσελάνη, κρύσταλλο (πάλι μυρωδιά διαφάνειας), κρεβάτια, μπακίρια, μπρούντζος, σιδηρουργείο, φυσερό, υφαντουργείο, τουβλάδικο, αγγειοπλαστείο, τσιμεντιέρα, εργαλεία, σουγιάς, δρεπάνι, σφυρί, τανάλια, πριόνι, κατσαβίδι, μπουφές, καρέκλες, παντζούρια, στέρνα με σάπια φύλλα, βιβλιοθήκη, χρηματοκιβώτιο, κηροπλάστες, κερί, σιδερένια κουτάλα, κι η άλλη ξύλινη, σύρμα, σπάγκος, σκονισμένη καπελιέρα πάνου στη ντουλάπα με τις ακτινογραφίες των τριών φθισικών (οι δυο πεθάναν, ο ένας ζει ακόμα), αρχαία νομίσματα, εισιτήρια λεωφορείων, κουτιά τσιγάρων με νυχτερινές σημειώσεις ή σκίτσα από μνήμης, μικρές αράχνες στο αυτί του πήλινου αγάλματος, κουρτίνες δαντελένιες ή βελούδινες, μαδημένα χρυσάνθεμα στα πλακάκια του λουτρώνα, βρεγμένες πετσέτες, κλειστό πιάνο από χρόνια, κούφωμα βιολιού ή κιθάρας (όπου έκρυβα τα παιδικά μου σχέδια μην τα βρει ο ξάδερφός μου ο Μπάμπης και μου τα σκίσει — εκεί στην οδό Ψαρομηλίγγου, κι έπαιζε η ρομβία στο δρόμο «βότανα πουλάω / κι άλλα μαγικά / και για τις κοπέλες / ξέρω μυστικά»),
φανοστάτες, λάμπες πετρελαίου, το σβήσιμο της λάμπας του Καβάφη τα χαράματα (μια μυρωδιά διορατική), λυχνάρι, κλεφτοφάναρο του λιποτάχτη, καντήλι στο βραδινό εικονοστάσι που τσιτσίριζε κι έτρεμε σα να ’ταν να πεθάνει η γιαγιά με το μαύρο της φουστάνι (κι όντως πέθανε), μενταγιόν, βραχιόλια, δαχτυλίδια σε μπλε βελουδένιες κασετίνες (που τις έστειλαν πίσω όταν ξαρρεβωνιάστηκε η Νίνα γιατί ο Γιάγκος ήταν λίγο φαλακρός), κασόνια μπίρας, ο σανός των αλόγων, τα πίτουρα για τις κότες, καμπάνες, σφύριγμα τραίνου ή πλοίου, ψαρόσουπα, μαρουλοσαλάτα, λαδόξιδο, λαδολέμονο, νυχτερινό μπαρ, ναυτική ταβέρνα με χορό, τραπέζια βρεγμένα με ρετσίνα και ζεϊμπέκικα, κολόνια συνοικιακού κουρείου, κομμένα μαλλιά στο πάτωμα, πινέλα με σαπουνάδα κι άλλος καθρέφτης, φανελάκι ποδοσφαιριστή, σώβρακο με ονείρωξη, άδειο χειμερινό θέατρο μετά την παράσταση των «Περσών», η κόκκινη τραγική αυλαία και τα πόδια του ηλεκτρολόγου που σβήνει τα φώτα της εισόδου, η άρπα της Ναυσικάς στην αποθήκη, σιδερωμένα σεντόνια, φωλιά χελιδονιού, γάντια κι ομπρέλα της πεθαμένης, αντίσκηνο, ορθοστάτης, Ευαγγέλιο, δισκοπότηρο, το χέρι του εφημέριου λιβανισμένο σ’ επαρχιακό Ψυχοσάββατο, και το μεγάλο αόρατο χέρι του Κλειδοκράτορα, το καπέλο και το δίφραγκο του τυφλού, και πάνου απ’ όλα η αμφίθυμη μυρωδιά καταπατημένης αιωνιότητας. Βουίζει τό κεφάλι μου, συνωστισμός, θαύμα στό θαύμα, στρόβιλος, το απέραντο, το ανεξάντλητο, μαγεμένος, ζαλισμένος, να γράψω μιαν Ιλιάδα για τις μυρωδιές, για τις εικόνες, τους ήχους, τους συνειρμούς και τις περιπέτειές τους.
Τι όμορφες μυρωδιές καρτερίας, διαφάνειας, μοναχικότητας, απορίας, απεραντοσύνης, όταν η σκιά ενός ανθρώπου στον παραθαλάσσιο δρόμο σταματάει κάθε τέσσερα βήματα σαν να ακυρώνει μια δική του απόφαση, ή όταν η αμαρτωλή γυναίκα στυλώνει το βλέμμα της προς εκείνο το μέρος του σκοτεινού βουνού απ’ όπου περιμένει την καθυστερημένη ετυμηγορία της σελήνης.
Κι όλα, πολύ συχνά, αναμιγνύονται μες στη βιασύνη σου να τα προλάβεις, φθόγγοι, νερά, φυλλώματα, πέτρες, μετεωρίτες, κύπελλα, ατμοί, καλάθια, μήλα — πριονιστήριο, αλλαντοπωλείο, μανάβικο, ιχθυοπωλείο, φούρνος, γαζία, ναυπηγείο, δεντρολίβανο, δυόσμος, πηγάδι, γυμνοσάλιαγκας, βουητό λιακάδας, βροχή σε τζάμια, σε τσίγκο, σε κεραμίδια, μυρίζει άλογο βρεγμένο απ’ τη βροχή μπροστά στο Χάνι των Καραγωγέων, ανάμεσα Λεβέτσοβα-Σπάρτη, μυρίζει βρεγμένο περιστέρι στα χέρια του ορφανού δωδεκαετούς που ’ρχεται απ’ τη Μονοβασιά για το γυμνάσιο του Γυθείου, σε ξέσκεπο κάρο με βροχόνερο και λάσπες, α, πώς μυρίζει σκυλί κοιμισμένο σε διάδρομο ακατοίκητου ξενοδοχείου, και μια ανοιχτή βαλίτσα στο πάτωμα από θαλασσινό ταξίδι, κι επέπλεαν στο λιμάνι τη νύχτα πολλά λεμόνια, κίτρα, φώτα ασετυλίνης, κι άλλη βαλίτσα από ταξίδι με τραίνο ή φορτηγό ή λεωφορείο ή μόνιππο ή μαούνα, μάνταλα σκουριασμένα βενετσιάνικων κάστρων, κομμένα δέντρα ολόσωμα να κυλούν στο ποτάμι με ξερές φλούδες φεγγαριού, μεγάλα ηλιοτρόπια στο περβολάκι του μπαρμπα-Θανάση όμοια μ’ εργατικά ξυπνητήρια σταματημένα στις καλοκαιρινές διακοπές, κοπριά, λαστιχένιος σωλήνας για το απογευματινό πότισμα του τριανταφυλλώνα, τα τρία ζευγάρια γοβάκια της Ουρανίας κάτω απ’ το κρεβάτι, άσπρα, θαλασσιά και κίτρινα, την ώρα που το φεγγάρι-χελωνόπουλο σεργιάναγε στην ταράτσα της πολυκατοικίας ανάμεσα στις μισομαραμένες γλάστρες, οι μπότες του δασοφύλακα στο κατώφλι της ξύλινης παράγκας, η ψάθα του τρυγητή λάμποντας στον ήλιο, η ψάθα της Ανθούλας με τις ροζ κορδέλες ανεμίζοντας στο αεράκι του Χατζάλαγα, χτύπημα κουδουνιού σε σπίτι εγκαταλειμμένο ως πάνω στη σκάλα, τα ρούχα των αρρώστων, τα πανιά της πρώτης περιόδου μελαχρινής χωριατοπούλας σε πήλινη λεκάνη πάνου στο ασβεστωμένο πεζούλι της αυλής, η κουζίνα της θείας Φωτεινής πεντακάθαρη με τα γυαλισμένα μπρίκια κρεμασμένα αράδα στον τοίχο κι ο αργαλειός στη γωνιά με τα λουλούδια του ανάκατα με πουλιά·
Κρήτη, George Meis – Παλιά κουζίνα
_________
Μέγαρα – Άναμμα του καντηλιού
__________
____________
Δε γράφεις καλύτερα ακόμα ένα ποίημα για την ειρήνη;
Θε μου, ξεχάστηκα. Κοιτάω το ρολόι μου — 6 απογευματινή. Κι έχουμε πει να περάσω απ’ τον Πέτρο να πάμε μαζί με το βραδινό λεωφορείο στο Μαραθώνα. Θα διανυκτερεύσουμε εκεί. Και τα χαράματα θα ξεκινήσουμε την πορεία ειρήνης μ’ όλο τον κόσμο. Ευτυχώς έχω ώρα.
Πηγαίνοντας στον Πέτρο, άκουγα συνέχεια μες στο κεφάλι μου παφλασμούς από μυρωδιές, τοπία, ήχους, μικρές, θαυμαστές, οικείες λεπτομέρειες που διαρκώς πολλαπλασιάζονται και μας προσηλυτίζουν το άπειρο, δίνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα του αόριστου, του άγνωστου, του ανεξήγητου σε μορφές αέναης μαγείας. Τρίκλιζα σχεδόν μεθυσμένος κι έλεγα, ναι, θα τη γράψω την Ιλιάδα μου, και θα το πω στον Αλέκο (όχι στον Πέτρο) ν’ αλαφρώσω.
Μα όταν έφτασα στον Πέτρο κι ήρθε να μ’ ανοίξει την πόρτα κουτσαίνοντας, γιατί φορούσε μόνο το δεξί του παπούτσι κι ύστερα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού να φορέσει και το άλλο του, κι ίσως γι’ αυτό, επειδή έτσι σκυμμένος με τις φαρδιές του πλάτες περνούσε στο πόδι του με την ολοκάθαρη κάλτσα το αριστερό του παπούτσι, κι ίσως επειδή το δωμάτιό
Θε μου, ξεχάστηκα. Κοιτάω το ρολόι μου — 6 απογευματινή. Κι έχουμε πει να περάσω απ’ τον Πέτρο να πάμε μαζί με το βραδινό λεωφορείο στο Μαραθώνα. Θα διανυκτερεύσουμε εκεί. Και τα χαράματα θα ξεκινήσουμε την πορεία ειρήνης μ’ όλο τον κόσμο. Ευτυχώς έχω ώρα.
Πηγαίνοντας στον Πέτρο, άκουγα συνέχεια μες στο κεφάλι μου παφλασμούς από μυρωδιές, τοπία, ήχους, μικρές, θαυμαστές, οικείες λεπτομέρειες που διαρκώς πολλαπλασιάζονται και μας προσηλυτίζουν το άπειρο, δίνοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα του αόριστου, του άγνωστου, του ανεξήγητου σε μορφές αέναης μαγείας. Τρίκλιζα σχεδόν μεθυσμένος κι έλεγα, ναι, θα τη γράψω την Ιλιάδα μου, και θα το πω στον Αλέκο (όχι στον Πέτρο) ν’ αλαφρώσω.
Μα όταν έφτασα στον Πέτρο κι ήρθε να μ’ ανοίξει την πόρτα κουτσαίνοντας, γιατί φορούσε μόνο το δεξί του παπούτσι κι ύστερα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού να φορέσει και το άλλο του, κι ίσως γι’ αυτό, επειδή έτσι σκυμμένος με τις φαρδιές του πλάτες περνούσε στο πόδι του με την ολοκάθαρη κάλτσα το αριστερό του παπούτσι, κι ίσως επειδή το δωμάτιό
του μύριζε φρεσκοσφουγγαρισμένο κατάστρωμα πλοίου, ένιωσα τη διάθεση να του πω για την Ιλιάδα μου με τις μυρωδιές.
Στην αρχή μ’ άκουγε γελαστά, ύστερα συγκαταβατικά κι αργότερα με σιωπηλή αποδοκιμασία.
«Καλά κι άγια όλα αυτά — μου ’πε— μα δε σου μυρίζει καθόλου το αίμα που χύνεται σ’ όλο τον κόσμο; Κι αντί να γράψεις μιαν όμορφη, βέβαια, Ιλιάδα για μυρωδιές, δε γράφεις καλύτερα ακόμα ένα ποίημα για την ειρήνη; Εγώ, ξέρεις, δεν έχω πολύ αγαθές σχέσεις με τους στίχους, ξέρω όμως απέξω σχεδόν όλο σου εκείνο το ποίημα:
Στην αρχή μ’ άκουγε γελαστά, ύστερα συγκαταβατικά κι αργότερα με σιωπηλή αποδοκιμασία.
«Καλά κι άγια όλα αυτά — μου ’πε— μα δε σου μυρίζει καθόλου το αίμα που χύνεται σ’ όλο τον κόσμο; Κι αντί να γράψεις μιαν όμορφη, βέβαια, Ιλιάδα για μυρωδιές, δε γράφεις καλύτερα ακόμα ένα ποίημα για την ειρήνη; Εγώ, ξέρεις, δεν έχω πολύ αγαθές σχέσεις με τους στίχους, ξέρω όμως απέξω σχεδόν όλο σου εκείνο το ποίημα:
όταν οι σκοτωμένοι μας μπορούν να γείρουν στο πλευρό
τους και να κοιμηθούν χωρίς παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου
είναι η ειρήνη.
Ή το άλλο εκείνο:
όταν οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
όταν μια μέρα που πέρασε δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
όταν ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κι όταν το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού το ίδιο μπο-
ρεί να το μ υ ρ ί σ ε ι ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.
όταν μια μέρα που πέρασε δεν είναι μια μέρα που χάθηκε
όταν ο θάνατος πιάνει λίγο τόπο στην καρδιά
κι όταν το μεγάλο γαρύφαλλο του δειλινού το ίδιο μπο-
ρεί να το μ υ ρ ί σ ε ι ο ποιητής κι ο προλετάριος
είναι η ειρήνη.
Έλεγε αυτούς τους στίχους ο Πέτρος τόσο απλά, όμορφα, σεμνά κι αδρά, κι είχε το πρόσωπό του μια τόσο γλυκιά, στοχαστική αυστηρότητα, που μ’ άρεσαν και μένα.
«Έχεις δίκιο» του είπα και του ζήτησα χαρτί και μολύβι. Άρχισα να γράφω. Ο Πέτρος αθόρυβα, σαν μέσα σ’ εκκλησία, πήγε στην κουζίνα, έψησε καφέ, μου ’φερε κι εμένα, ακούμπησε το φλιτζάνι κι ένα ποτήρι νερό στο τραπέζι, πλάι μου, άναψε ένα τσιγάρο και μου το ’φερε αναμμένο στο στόμα μου (δεν το ’χε διόλου σαλιώσει), άναψε κι αυτός τσιγάρο, κάθισε παράμερα, άκρη άκρη στο κρεβάτι του κι έπινε τον καφέ του δίχως να βγάζει άχνα.
Ένιωθα το βλέμμα του να με τυλίγει μ’ εκείνη τη βαθιά συντροφική εμπιστοσύνη, και μου βούρκωναν τα μάτια, κι όλο μου το κορμί το περιέτρεχε κείνο το δίκαιο κι αγαπημένο «ευχαριστώ» μου. Έτσι, σε λιγότερο από μισή ώρα, έγραψα το ποίημα «Πορεία ειρήνης», για την «πολυπληθή μοναξιά των μαρτύρων». Του το διάβασα, αντιγράφοντας άθελά μου τη φωνή του. Σηκώθηκε, μ’ αγκάλιασε δυνατά, με φίλησε, κι είδα, μα την πίστη μου, πρώτη φορά τα μάτια του Πέτρου δακρυσμένα. Την άλλη μέρα το πρωί, στην τελετή της ειρήνης, το απάγγειλα στον Τύμβο του Μαραθώνα, κι οι σύντροφοι, μικροί, μεγάλοι, κλαίγαν και χειροκροτούσαν.
Κι είχε βγει ένας μεγάλος ήλιος, κι είδα στη λάμψη του τον δολοφονημένο πέρσι Λαμπράκη, με τα χέρια του ανοιχτά σε σχήμα σταυρού, κρατώντας τεντωμένο πάνω στο πλατύ του στήθος το πανό «ΕΛΛΑΔΑ», να μπαίνει επικεφαλής της πορείας.
Και ξεκινήσαμε φωνάζοντας ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ. Και κάποιος βάζει το χέρι του στην πλάτη μου. Γυρίζω. Είναι ο Βαγγέλης. Ναι, ο Βαγγέλης (αυτός που είναι), πάντα δικός μας. Πιανόμαστε ώμο με ώμο. Βαδίζουμε ολοι μαζί και τραγουδάμε:
Γιάννης Ρίτσος, Θούριο της Μαραθώνιας Πορείας
"Από ’δω ο Γρηγόρης Λαμπράκης ξεκίνησε μόνος, μόνος, με την πολυπληθή μοναξιά των μαρτύρων..."
____________
Ένιωθα το βλέμμα του να με τυλίγει μ’ εκείνη τη βαθιά συντροφική εμπιστοσύνη, και μου βούρκωναν τα μάτια, κι όλο μου το κορμί το περιέτρεχε κείνο το δίκαιο κι αγαπημένο «ευχαριστώ» μου. Έτσι, σε λιγότερο από μισή ώρα, έγραψα το ποίημα «Πορεία ειρήνης», για την «πολυπληθή μοναξιά των μαρτύρων». Του το διάβασα, αντιγράφοντας άθελά μου τη φωνή του. Σηκώθηκε, μ’ αγκάλιασε δυνατά, με φίλησε, κι είδα, μα την πίστη μου, πρώτη φορά τα μάτια του Πέτρου δακρυσμένα. Την άλλη μέρα το πρωί, στην τελετή της ειρήνης, το απάγγειλα στον Τύμβο του Μαραθώνα, κι οι σύντροφοι, μικροί, μεγάλοι, κλαίγαν και χειροκροτούσαν.
Κι είχε βγει ένας μεγάλος ήλιος, κι είδα στη λάμψη του τον δολοφονημένο πέρσι Λαμπράκη, με τα χέρια του ανοιχτά σε σχήμα σταυρού, κρατώντας τεντωμένο πάνω στο πλατύ του στήθος το πανό «ΕΛΛΑΔΑ», να μπαίνει επικεφαλής της πορείας.
Και ξεκινήσαμε φωνάζοντας ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ. Και κάποιος βάζει το χέρι του στην πλάτη μου. Γυρίζω. Είναι ο Βαγγέλης. Ναι, ο Βαγγέλης (αυτός που είναι), πάντα δικός μας. Πιανόμαστε ώμο με ώμο. Βαδίζουμε ολοι μαζί και τραγουδάμε:
Μες στην ειρήνη
διάπλατα ανασαίνει
όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά του.
ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΙΡΗΝΗ.
ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, 28, 29, 30, 31. VII. 83
Γιάννης Ρίτσος, Ήχοι και αναμνήσεις από μυρωδιές, Εικονοστάσιο Ανώνυμων Αγίων,
Με το σκούντημα του αγκώνα, εκδόσεις Κέδρος
Η Προυστική «Ιλιάδα» του Ρίτσου
Υπάρχουν ορισμένες σημαντικές συγγένειες μεταξύ του Ρίτσου και του Προυστ, η πιο ουσιαστική από τις οποίες εντοπίζεται στον καταλυτικό ρόλο της όσφρησης (και κατά προέκταση της γεύσης) στο βασίλειο της Μνήμης.
Στον τρίτο τόμο του Εικονοστασίου, ο Ρίτσος συνθέτει ένα ολόκληρο κομμάτι με τίτλο: «Ήχοι και αναμνήσεις από μυρωδιές» (πάνω από 15 σελίδες, από 75 μέχρι 91). Εδώ, μας αναφέρει κάποια «Ιλιάδα για μυρωδιές».
Όσο για τον Προυστ, η δική του εμμονή για τον ρόλο των μυρωδιών και της γεύσης είναι γνωστή από το παράδειγμα του μικρού γλυκού που λέγεται «μαντελέν» και που του θυμίζει τόσο έντονα, διάφορες λεπτομέρειες της παιδικής του ηλικίας. Συνοψίζει έτσι ο Προυστ:
«Όταν όμως από ένα μακρινό παρελθόν τίποτα δεν επιζεί... η όσφρηση και η γεύση ζουν για καιρό ακόμα, σαν τις ψυχές για να θυμούνται, να περιμένουν, να ελπίζουν, πάνω σ’ όλα αυτά τα ερείπια, να βαστούν, χωρίς να λυγίζουν, πάνω στη μικρή σχεδόν άϋλη σταγόνα τους, το τεράστιο οικοδόμημα της ανάμνησης.»
(1ος τόμος, σσ. 64-65. Μεταφρ.: Παύλος Ζάννας)
MARCEL PROUST, «A la recherche du temps perdu»
___________
Αλλά ο Ρίτσος πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα από τον Προυστ, λέγοντας ότι δεν υπάρχει μονάχα η όσφρηση των μυρωδιών - υπάρχει και η ακοή:
.....γιατί τις μυρωδιές δεν τις οσμίζεσαι μόνον αλλά και τις α κ ο ύ ς (κι όμορφα το λέει ο λαός «ακούς αυτή τη μυρουδιά απ’ τις ακακίες;», «ακούς τη μυρουδιά απ’ το πευκόδασο;» ή «ακούς μυρουδιά από τηγανητά σκοτάκια απ’ την ταβέρνα του Μπαρούφα;» ή «ακούω μυρουδιά από μπαρούτι — κάτι τρέχει»).....
(3ος τόμος, σσ. 75-76)
Μία ακόμη πιο εκλεπτυσμένη παραλλαγή του Ρίτσου είναι οι «οπτικοακουστικές μυρωδιές.» Ακόμη μυρωδιές που ο Ποιητής χαρακτηρίζει ως «μελαγχολικές» ή «εύθυμες»· ή ακόμη σε «μεταφυσικά» πλαίσια:
«...κι άλλες μυρωδιές από πράματα που δε μυρίζουν (όπως η μυρωδιά της νύστας, της προαίσθησης, της ονειροπόλησης...)
(3ος τόμος, σ. 78)
Εάν ο Ρίτσος είχε ολοκληρώσει την «Ιλιάδα» του για τις μυρωδιές, μπορεί να είχε δημιουργήσει μία σύνθεση που θα ’τανε αποκαλυπτική ακόμη για τον ίδιον τον Προυστ! Γιατί στις σελίδες αυτές του τρίτου τόμου, κάνει μία βουτιά σε συναρπαστικές εικόνες και σε αναπάντεχους συνειρμούς που διαγείρονται από λογιώ-λογιώ μυρωδιές.
Όμως ο Ρίτσος αποθαρρύνεται για τη συνέχεια της ιδιόρρυθμης- ανεδαφικής «Ιλιάδος» από τον «τετράγωνο» Σύντροφο Πέτρο, που την θεωρεί αερολογίες για τους «εστέτ». Ο Ποιητής προσγειώνεται, μόλις τον αφοπλίζει ο Πέτρος με την ερώτηση:
«...μα δε σου μυρίζει καθόλου το αίμα που χύνεται σ’ όλο τον κόσμο;»
(3ος τόμος, σ. 89)
Τότε, ο Ρίτσος εγκαταλείπει αμέσως την Προυστική του «Ιλιάδα» και ξεκινάει ένα καινούριο ποίημα για την Ειρήνη, με την αφορμή της Μαραθώνειας Πορείας.
Amy Mims, Ο Προυστ και η «Ιλιάδα για μυρωδιές» του Ρίτσου, Ο Ρίτσος του Εικονοστασίου (Συμπληρωματικό Σημείωμα 4, σελ.382-384), Ιδιωτική Έκδοση
Η Amy Mims σε συνεργασία με τον Γιάννη Ρίτσο
__________