Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Ζηνοβία Μπήτρου: η Γεωργία Σάνδη της Αίγινας....


Η θρυλική Ζηνοβία Αρχιµανδρίτου - Μπήτρου


Η Ζηνοβία, «Το Αρχοντικό» και ο Βάρναλης...

Κάποτε στην Αίγινα, στα μισά του 20ού αιώνα, περίσσευε το γλέντι, το χιούμορ, οι φάρσες, οι άνθρωποι που σχημάτιζαν θορυβώδεις παρέες και ξεσήκωναν τις εξοχικές ταβέρνες στην ενδοχώρα, στο Μαραθώνα, στο Μεσαγρό.[.....]

Η θεία μου η Ζηνοβία, εφόσον ο πατέρας της ήταν αδελφός της γιαγιάς μου και νονός μου συγχρόνως. Πάμπλουτος ξυλέμπορος, απρόσιτος (μόνο εγώ στην αγκαλιά του μπορούσα να τραβάω τα μακριά του μουστάκια), αυστηρός, αλλά που πλήρωνε αδρά για οργανωμένες αιγινήτικες φάρσες, όπως για την κηδεία ενός σκύλου, που άφησε εποχή στην προπολεμική Αίγινα.

Το σπίτι του, το σημερινό ξενοδοχείο «Το Αρχοντικό», δίπλα στον Πύργο του Μάρκελλου, ήταν με επιζωγραφισμένες οροφές, φιλοτεχνημένες από ειδικούς βιεννέζους καλλιτέχνες, που ο θείος Γιάνκος ο Μπήτρος είχε φέρει στην Αίγινα επί τούτου. Η γυναίκα του, η Κούλα, μια γλυκιά αρχόντισσα, στάθηκε σ’ όλη της τη ζωή δίπλα του με αγάπη χωρίς, βέβαια, να μπορέσει ποτέ να τιθασεύσει την ανυπότακτη Ζηνοβία.




Η Ζηνοβία γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στα πλούτη! Οι τουαλέτες της και τα πανάκριβα ταγιέρ της μεταφέρονταν στο νησί από τους ίδιους τους υπαλλήλους του διάσημου τότε αθηναϊκού οίκου μόδας, του Τσούχλου. Πολύ συχνά ντυνόταν με παντελόνια, τότε, στη δεκαετία του 30-40, με ναυτικό πηλήκιο, ανδρικό σκαρπίνι και σοσόνια!

Της εκπληρωνόταν κάθε τρελή επιθυμία από τους γονείς, που την λάτρευαν. Της επιτρεπόταν κάθε καπρίτσιο, ακόμα και από τον πατέρα της, του οποίου όλοι έτρεμαν την αυστηρότητα.

Η Ζηνοβία υπήρξε, αν όχι η πρώτη, οπωσδήποτε από τις πρώτες πρώτες Ελληνίδες που απέκτησαν και οδήγησαν δικό τους αυτοκίνητο. Ήταν η πρώτη που έσπασε τον αυστηρό νόμο των χωριστών θαλάσσιων λουτρών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, κάνοντας βουτιές στο λιμάνι της Αίγινας. Και την εποχή που ο ποιητής Κώστας Βάρναλης περνούσε τα καλοκαίρια του στο νησί, ήταν η μόνιμη συνοδός του. Γνωστό το τραγούδι σε στίχους Βάρναλη:


Η Κατερίνα, η Ζωή, τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία,
Ω, τι χαρούμενη ζωή ...

Είχε την τέντα ξομπλιαστή…
[Η φωτογραφία προέρχεται από το αρχείο της κυρίας Άννας Χάνου]

Η μπαλάντα του Αντρίκου

Στίχοι: Κώστας Βάρναλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία : Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ' Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ' Αντρέα
για να τις πάει στ' ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

[Άξαφνα πέφταν στο νερό
η καθεμιά γυμνή Γοργόνα
κι όλο γινόταν πιο μικρό
τ’ Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα…]

Μα ’ρθε ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
και σένα βήχας μυστικός
σ’ έστρωσε χάμου, Μπάρμπ’ Αντρέα.

[Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό
περνά μπροστά σου η Ζηνοβία
(ένα τραγούδι σιγαλό
στον καφενέ παιζ’ η ρομβία).

– Πώς τα περνάς, σ’ αναρωτά,
τα τόσα βάσανα της ζήσης;
Πάρε τα λίγα αυτά λεφτά
να γιάνεις και να ξαναζήσεις.

Κι η βάρκα, μάνα γελαστή,
σ’ αργοκουνάει μ’ αγάπη πάντα
και συ γερτός στην κουπαστή,
ησύχασες, Αντρέα, για πάντα.]


Ήταν τότε που οι γονείς της κατάλαβαν πως είχαν χάσει κάθε έλεγχο πάνω στην κόρη τους και το καμάρι τους γι’ αυτήν αντικαταστάθηκε από αγωνία για το μέλλον της. Στους περιπάτους προς τον Άι-Νικόλα, που με πήγαιναν η μητέρα μου και η νονά μου, η θεία Κούλα, μητέρα της Ζηνοβίας, άκουγα τα παράπονα της τελευταίας που μιλούσε με θλίψη για την κόρη της. Νόμιζαν πως επειδή ήμουν μικρή δεν καταλάβαινα τι έλεγαν, αλλά, όπως όλα τα παιδιά, είχα στήσει κάτι αυτιά ... ναααα !...

«Κι αυτός ο ποιητής», έλεγε η νονά μου, «δεν έχει πιο σοβαρούς ανθρώπους να κάνει παρέα; Πάλι ξενύχτησε χθες η Ζηνοβία με την παρέα του. Είχαν ανοιχτεί με την βάρκα, τους έπιασε πουνέντες και γύρισε μούσκεμα σπίτι».

Αυτά και άλλα πολλά ήξερα για την Ζηνοβία που η μορφή της είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις για την περιέργειά μου.



Ερωτευμένη με τον Έρωτα! 

Στην συνέχεια, η Ζηνοβία κάνει τον πρώτο της γάμο. Όπως ήταν τότε η συνήθεια, οι γονείς της έδωσαν τεράστια προίκα στον γαμπρό, που του ανήκε προσωπικά. Τη στιγμή που πήραν διαζύγιο, η οικογένεια μάτωσε οικονομικά για να τον αποζημιώσει, ώστε να τους μείνει το σπίτι τους, το Αρχοντικό. Ήταν την ίδια εποχή όπου ο μεγάλος πλούτος της οικογένειας είχε εξανεμιστεί, που ο πατέρας της Ζηνοβίας πέθανε και που η μητέρα της με τη συνδρομή της οικογένειάς μου προσπαθούσε να εξασφαλίσει μία ισορροπία.

Και ακολουθεί δεύτερος γάμος, σε στενά πλέον οικονομικά πλαίσια. Ο δεύτερος σύζυγος ήταν ο χωροφύλακας Γιάννης Αρχιμαντρίτης, ένας έντιμος άνθρωπος που έσωσε πολλούς Αιγινήτες από την Γκεστάπο στην Κατοχή, με τη συνεργασία της οικογένειας Φορτούνα.

Μόνο που δεν είχε κανένα έλεγχο πάνω στη Ζηνοβία, η οποία χαρτόπαιζε από το πρωί ως το βράδυ. Πότε κουβάλαγε κόσμο σπίτι της, πότε έπαιζε αλλού. Κι επειδή ξενυχτούσε και παρέβαινε την ώρα της ελευθεροκοινωνίας κατά την Γερμανική κατοχή, τιμωρείτο από τους Γερμανούς σχεδόν κάθε βράδυ. Η τιμωρημένη Ζηνοβία όφειλε να σκουπίσει όλη την παραλία της Αίγινας! Έτσι, η Ζηνοβία πέρασε όλη την Κατοχή, αγκαλιά κάθε βράδυ με το σκουπόξυλο, χωρίς να δυσανασχετεί αλλά και χωρίς να αλλάξει συνήθειες!

Πρέπει να πω πως ήταν καλός άνθρωπος! Δεν ασχολείτο με κανέναν, ήταν μποέμ από την κορυφή ως τα νύχια, χωρίς να είναι ιδιαιτερα έξυπνη. Και ήταν μονίμως ερωτευμένη! Ερωτευμένη με τον Έρωτα! Κάτι που πλήρωσε σκληρά στα τελευταία της χρόνια, όπου μερικοί μασκαράδες την εκμεταλλεύτηκαν, για να την απομυζούν πουλώντας της έρωτα και αίσθημα, πολλοί απ’ αυτούς με την συνεργασία των ίδιων τους των συζύγων! 

Εκείνη μ’ έκανε να καταλάβω πόσο επικίνδυνη είναι η «ερωτική αρρώστια» σε μεγάλες ηλικίες, όταν δεν μπορείς να την ελέγξεις. Θυμάμαι που την πήγαινα περίπατο με το αυτοκίνητο τότε που είχε γεράσει, που ήταν πανάσχημη, χωρίς δόντια. Με παρακαλούσε να της βάλω στο μαγνητόφωνο ερωτικά τραγούδια. Εκστασιαζότανε!... Μ’ έχει μαρκάρει αυτή η ανάμνηση.


Ζηνοβία, τι παίζει απόψε;

Η Ζηνοβία στην αγωνία της να επιζήσει μετέτρεψε το τεράστιο μαγαζί ξυλείας του πατέρα της σε κινηματογράφο. Ένας κινηματογράφος τη μετακατοχική εποχή στην Αίγινα ήταν ένας παράδεισος για όλους μας. Αντιγράφω από το πρόγραμμα του θεατρικού έργου του Γιώργου Μπήτρου για τη Ζηνοβία «Λίγα λόγια πριν φλιτάρει η Ζηνοβία»

«Τα φώτα από την ρεκλάμα του «Σινέ Αφαία» καλούσαν κάθε βράδυ τους παλαιούς Αιγινήτες για ένα ταξίδι στο όνειρο. Εκεί στην οδό Αφαίας».

Σε μας, τους μαθητές του Γυμνασίου, το σινεμά ήταν απαγορευμένο υπό την απειλή αποβολής. Εγώ όμως πήγαινα, με έμπαζαν κρυφά οι γονείς μου, σε συνεννόηση με τη θεία Ζηνοβία, η οποία με ειδοποιούσε για τυχόν έλευση καθηγητού. Οπότε, ή το έσκαγα ή πήγαινα πάνω στην καμπίνα του μηχανικού, για να μην χάσω την ταινία.

Ο Γιώργος ο Μπήτρος μιλάει για το φλιτάρισμα από την Ζηνοβία! Μου έχει μείνει ζωντανή η εικόνα αυτή. Η Ζηνοβία με μια τρόμπα γεμάτη φλιτ «αρωμάτιζε» την αίθουσα και τα πόδια των θεατών, για να μαλακώσει τις φοβερές μυρωδιές της απλυσιάς, της ψαρίλας κλπ. κλπ.. που η ποικιλία των εισερχομένων προσέφερε τότε! Εν τω μεταξύ, μόλις έσβηναν τα φώτα για ν’ αρχίσει το φιλμ, διαδραματίζονταν σκηνές απείρου κάλλους. Οι άνδρες βάζανε χέρι στις κοπέλες, άκουγες ωχ, αχ και συνεχή χρου χρου από τις μετακινήσεις μέσα στη σάλα προς άγραν άλλης θέσης.

Ο Γιώργος ο Μπήτρος αναφέρει, επίσης, τον Γρηγόρη τον Μπέρδο, ο οποίος έχει κυκλοφορήσει πολλές φωτογραφίες της Ζηνοβίας. Ήταν παιδάκι έντεκα χρονών, όταν πουλούσε φιστίκια μέσα στο σινεμά «Αφαία» σε σακουλάκια, με μετρημένους τους καρπούς από την ίδια τη Ζηνοβία.



«Τα σακουλάκια με τα φιστίκια τα γέμιζε σχολαστικά η ίδια η Ζηνοβία. Δέκα καρπούς μέσα, ούτε έναν παραπάνω. Και τα έβαζε η ίδια μέσα στο καλάθι, όλα μετρημένα. Μετά μ’ έστελνε στου Παπόρη… "Πήγαινε, ρε, στον Παπόρη τον Νίκο να σου δώσει το άρωμα, γιατί απόψε θα έρθουν οι ψαράδες" έλεγε. Έρχονταν οι άνθρωποι κατευθείαν από τα μηχανουργεία, από τη δουλειά για να δουν μια ταινία, μύριζαν λάδι, μπογιά. Τι να κάνουν… Κι έβγαινε η Ζηνοβία με το φλιτ. 

Τον χειμώνα άναβε αριστερά και δεξιά στον τοίχο κάτι μεγάλες αντιστάσεις και διαλαλούσε στο ταμείο: "Έχουμε και θέρμανση". Και, για να το δείξει, πήγαινε κοντά και ζέσταινε τα χέρια της. Το "Αφαία" λειτούργησε μέχρι το 1982 και είχε 105 καθίσματα. Η ίδια καθόταν στο ταμείο, όπως έμπαινες δεξιά. Μια φορά από τον πολύ κόσμο έσπασε η τζαμαρία… 

"Θα με σκοτώσετε, ρε"… φώναζε. Χαρακτηριστικές οι ατάκες της, αλλά και τα πειράγματα που της έκαναν.

"Κυρα-Ζηνοβία, πιάσε το φλιτ". "Σκάστε και δείτε το έργο".

Ή άλλες φορές: "Ζηνοβία, μάπα το έργο. Τίποτα… δεν έχει".

"Ρε, τι θέλετε να γδυθώ εγώ;" Αυτή ήταν η Ζηνοβία.


Εκείνη την εποχή, η Ζηνοβία εξακολουθούσε ακόμα να άρχει. Ο δεύτερος άνδρας της είχε πεθάνει και τα έφερνε βόλτα με τον κινηματογράφο, με τη χαρτοπαιξία και με κάποια δωμάτια που νοίκιαζε. Είχε ακόμη μια μεγάλη ακίνητη περιουσία που καταναλώθηκε στο βωμό του έρωτα!



...σκληρός οβολός στον Έρωτα.... 

Η τελευταία εικόνα που έχω απ’ αυτήν, είναι πάνω σ’ ένα κρεβάτι ετοιμοθάνατη με κοράκια ανθρώπινα από πάνω της να την περιμένουν να φύγει. Η αιγινήτισσα Σάνδη πλήρωσε σκληρό οβολό στον Έρωτα ... Μακάρι η απατηλή χαρά που είχε πάρει να της είχε δώσει στιγμές ευτυχίας! Μακάρι!...

Μα δεν μπορώ να ξεχάσω πως, όταν θέλησε να μου δώσει μια μικρή καρφίτσα που μου είχε αφήσει η μητέρα της, η νονά μου, το έκανε με χίλιες προφυλάξεις, για να μην την δουν! Ποιοι και γιατί δεν θέλησα ποτέ να μάθω ...

Γεννήθηκε σαν βασίλισσα, έζησε σαν μποέμ κι έφυγε άδοξα, ανάμεσα σε ανθρώπους που ο θάνατός της τους έφερε ανακούφιση.


Μαίρη Γαλάνη - Κρητικού, "Ζηνοβία Μπήτρου: η Γεωργία Σάνδη της Αίγινας, η αγαπημένη του Βάρναλη, η μποέμ, η πρωτοπόρος", η Αιγιναία, περιοδική πολιτιστική έκδοση, τεύχος 28, Αίγινα, καλοκαίρι 2017 

Η Αίγινα: σκίτσο του Βαγγέλη Αθανασίου

ΠΗΓΕΣ