Η μόνη πατρική χειρονομία της παιδικής του ηλικίας....
ΑΥΤΟΣ δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του Ζακ, όμως του μιλούσε για κείνον συχνά, με τρόπο σχεδόν μυθολογικό και, σε κάθε περίπτωση, στην κατάλληλη στιγμή, μπόρεσε ν’ αντικαταστήσει αυτόν τον πατέρα.
Γι’ αυτό ο Ζακ δεν τον ξέχασε ποτέ, λες και, ενώ δεν είχε νιώσει ποτέ πραγματικά την απουσία του πατέρα που δε γνώρισε, παρ’ όλ’ αυτά αναγνώρισε υποσυνείδητα, στην αρχή όταν ήταν παιδί, ύστερα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, τη μόνη πατρική χειρονομία, συνετή συνάμα κι αποφασιστική, που του έλαχε στην παιδική του ηλικία.
Γιατί ο κύριος Μπερνάρ, ο δάσκαλός του της τελευταίας τάξης του δημοτικού, συνέβαλε μ’ όλο του το βάρος σαν άνθρωπος, σε μια δεδομένη στιγμή, στην αλλαγή της μοίρας αυτού του παιδιού για την οποία ήταν υπεύθυνος, και που πράγματι άλλαξε. [...]
Albert Camus (1920)
Η μέθοδος του κυρίου Μπερνάρ νικούσε θριαμβευτικά ακόμα και τις μύγες...
Με τον κύριο Μπερνάρ, αυτή η τάξη ήταν μόνιμα ενδιαφέρουσα απλά και μόνο γιατί ο κύριος Μπερνάρ αγαπούσε με πάθος το επάγγελμά του. Έξω, ο ήλιος μπορούσε να ουρλιάζει πάνω στους βαθυκίτρινους τοίχους, ενώ η ζέστη έτριζε μέσα στην τάξη, παρόλο που ήταν βυθισμένη στη σκιά απ’ τα στάρια με τις φαρδιές κίτρινες κι άσπρες ρίγες. Η βροχή μπορούσε να πέφτει, όπως συμβαίνει στην Αλγερία, σε ασταμάτητους καταρράχτες, μεταμορφώνοντας το δρόμο σε σκοτεινό και υγρό πηγάδι, η τάξη όμως παρακολουθούσε προσεχτικά. Μονάχα οι μύγες, σε καιρό φορτωμένο με θύελλα, αποσπούσαν κάπου κάπου την προσοχή των παιδιών. Τις πιάναν και τις πετούσαν μέσα στα μελανοδοχεία όπου άρχιζε ο φριχτός τους θάνατος, πνιγμένες στη λιλά λάσπη που γέμιζε τα μικρά κωνικά πορσελάνι- να μελανοδοχεία τα τοποθετημένα στις τρύπες των θρανίων τους.
Όμως η μέθοδος του κυρίου Μπερνάρ, που δε δεχόταν καμιά υποχώρηση στο θέμα της διαγωγής των μαθητών του, ενώ αντίθετα πρόσφερε μια ζωντανή και διασκεδαστική διδασκαλία, νικούσε θριαμβευτικά ακόμα και τις μύγες.
Ήξερε πάντα να βγάζει την κατάλληλη στιγμή απ’ το ντουλάπι με τους θησαυρούς τη συλλογή από ορυκτά, το φυτολόγιο, τις πεταλούδες και τα βαλσαμωμένα έντομα, τους χάρτες ή... που ξυπνούσαν το ενδιαφέρον των μαθητών, αν κάπως είχε ατονήσει.
Ήταν ο μόνος στο σχολείο που κατάφερε ν’ αποκτήσει ένα «μαγικό φανάρι» και δυο φορές το μήνα έκανε προβολές με θέματα φυσικής ιστορίας ή γεωγραφίας. Στην αριθμητική είχε επιβάλει ένα διαγωνισμό νοερού υπολογισμού που υποχρέωνε το μυαλό να παίρνει γρήγορα στροφές. Έδινε στην τάξη, όπου όλοι έπρεπε να ’χουν τα χέρια σταυρωμένα, τους όρους μιας διαίρεσης, ενός πολλαπλασιασμού ή καμιά φορά μιας πρόσθεσης λιγάκι περίπλοκης. Πόσο κάνουν 1267+691. Ο πρώτος που έδινε το σωστό αποτέλεσμα κέρδιζε μια σημαντική μονάδα που μετρούσε για τη μηνιαία κατάταξη του μαθητή.
Για τα υπόλοιπα, χρησιμοποιούσε τα σχολικά βιβλία με γνώση και ακριβώς όπως έπρεπε... Τα βιβλία ήταν πάντα εκείνα που χρησιμοποιούσαν στη Γαλλία. Και τα παιδιά, που γνώριζαν μόνο το σιρόκο, τη σκόνη, τις θαυμάσιες και σύντομες ραγδαίες βροχές, την άμμο από τ’ ακρογιάλια και τη θάλασσα όλο φωτιά κάτω απ’ τον ήλιο, διάβαζαν μ’ επιμέλεια, κάνοντας να ηχούν τα κόμματα κι οι τελείες, διηγήσεις μυθικές γι’ αυτά, όπου παιδιά με σκούφους και μάλλινα κασκόλ, με τσόκαρα στα πόδια, γυρνούσαν στα σπίτια τους μέσα στην παγωνιά, σέρνοντας δεμάτια ξύλα πάνω στους χιονισμένους δρόμους, μέχρις ότου διακρίνουν τη χιονοσκεπή στέγη του σπιτιού τους, όπου ο καπνός που έβγαινε απ’ την καμινάδα τούς έλεγε πως η μπιζελόσουπα ψηνόταν στην πυροστιά.
Conseil de lecture: "Le premier homme" d'Albert Camus
Για τον Ζακ, αυτές οι διηγήσεις ήταν ο πραγματικός εξωτισμός. Τον ονειρευόταν, γέμιζε τις εκθέσεις του με περιγραφές ενός κόσμου που δεν είχε γνωρίσει ποτέ και δεν έπαυε να ρωτάει τη γιαγιά του για μια χιονόπτωση, που διάρκεσε μια ώρα, είκοσι χρόνια πριν, πάνω απ’ το Αλγέρι. Αυτές οι διηγήσεις αποτελούσαν για κείνον τμήμα της δυνατής ποίησης του σχολείου που τρεφόταν επίσης με τη μυρωδιά από βερνίκι που είχαν οι χάρακες κι οι κασετίνες, με τη γλυκιά γεύση του λουριού της σχολικής τσάντας του που μασουλούσε επί ώρες ετοιμάζοντας τα μαθήματά του, με την πικρή και στυφή μυρωδιά της λιλά μελάνης, κυρίως όταν ήταν η σειρά του να γεμίσει τα μελανοδοχεία από ένα πελώριο σκούρο μπουκάλι που στο πώμα του ήταν χωμένος ένας κυρτός γυάλινος σωλήνας, κι ο Ζακ μύριζε μ’ ευδαιμονία το στόμιο του σωλήνα, με την απαλή επαφή των λείων και γυαλιστερών σελίδων μερικών βιβλίων, απ’ όπου έβγαινε επίσης μια ευχάριστη μυρωδιά τυπογραφείου και κόλλας και, τέλος, τις βροχερές μέρες, μ’ αυτή τη μυρωδιά βρεγμένου μαλλιού που ανάδιναν τα μάλλινα παλτά κρεμασμένα στο βάθος της τάξης και που ήταν σαν τον προάγγελο εκείνου του παραδει σένιου κόσμου, όπου τα παιδιά, με σαμπό και μάλλινους σκούφους, έτρεχαν μέσα στο χιόνι προς το ζεστό σπίτι.
Μόνο το σχολείο έδινε στον Ζακ και στον Πιερ αυτές τις χαρές. Και χωρίς αμφιβολία, ό,τι αγαπούσαν με τόσο πάθος σ’ αυτό ήταν ό,τι δεν έβρισκαν στα σπίτια τους, όπου η φτώχεια κι η αμάθεια έκαναν τη ζωή πιο σκληρή, πιο θλιβερή, σαν κλεισμένη στον εαυτό της· η μιζέρια είναι ένα φρούριο απομονωμένο, χωρίς κινητή γέφυρα. [.....]
Louis Germain in Album Camus - La Pléiade 1982
Όχι, το σχολείο δεν τους πρόσφερε μόνο φυγή απ’ την οικογενειακή ζωή. Στην τάξη του κυρίου Μπερνάρ τουλάχιστον, διατηρούσε μέσα τους μια δίψα πιο ουσιώδη ακόμα για το παιδί απ’ ό,τι για τον άντρα, τη δίψα της ανακάλυψης. Στις άλλες τάξεις τούς μάθαιναν σίγουρα πολλά πράγματα, έτσι όμως όπως παραταΐζουν τις χήνες. Τους παρουσίαζαν μια έτοιμη τροφή και τους ζητούσαν να την καταπιούν.
Στην τάξη του κυρίου Ζερμέν, για πρώτη φορά ένιωθαν πως υπήρχαν και πως τους εκτιμούσαν ιδιαίτερα: τους έκριναν άξιους ν’ ανακαλύψουν τον κόσμο. Κι επιπλέον, ο δάσκαλός τους δεν αφιέρωνε το χρόνο του για να τους μάθει μόνο αυτό για το οποίο πληρωνόταν, αλλά τους υποδεχόταν με απλότητα στην προσωπική του ζωή, τη ζούσε μαζί τους, τους διηγιόταν ιστορίες της παιδικής του ηλικίας και την ιστορία των παιδιών που γνώρισε, τους εξέθετε τις απόψεις του, όχι τις ιδέες του, γιατί, για παράδειγμα, ήταν αντικληρικός, όπως πολλοί απ’ τους συναδέλφους του, και ποτέ δεν είπε στην τάξη κακό λόγο για τη θρησκεία, ούτε για ό,τι μπορούσε να είναι αντικείμενο εκλογής ή πεποίθησης, καταδίκαζε όμως, πολύ αυστηρά, πράγματα που δε σήκωναν συζήτηση, όπως την κλεψιά, την προδοσία, την έλλειψη αβρότητας και καθαριότητας. [......]
O Αλμπέρ Καμύ στην πρώτη κάτω σειρά με κατάμαυρα ρούχα
[Workshop of Camus' uncle in Algeria in 1920]
Η αγία ράβδος, επί αρίστων και μη...
Η αγία ράβδος ήταν ένας κόκκινος ξύλινος χάρακας, πλατύς και κοντός, λεκιασμένος από μελάνι, παραμορφωμένος απ’ τις χαραγματιές και τις εντομές, που ο κύριος Μπερνάρ είχε κατασχέσει πριν από καιρό από ένα μαθητή ξεχασμένο πια.
Ο μαθητής τον έδινε στον κύριο Μπερνάρ που τον έπαιρνε με ύφος συνήθως ειρωνικό κι άνοιγε τα πόδια του. Το παιδί έπρεπε να βάλει το κεφάλι του ανάμεσα στα γόνατα του δασκάλου που, σφίγγοντας τους μηρούς, κρατούσε έτσι το κεφάλι γερά. Και πάνω στα πισινά που προσφέρονταν έτσι, ο κύριος Μπερνάρ έδινε, ανάλογα με το σφάλμα, ένα διαφορετικό κάθε φορά αριθμό από γερές ξυλιές με το χάρακα, μοιρασμένες εξίσου σε κάθε κωλομέρι.
Οι αντιδρά σεις σ’ αυτή την τιμωρία διέφεραν ανάλογα με το μαθητή. Οι μεν βογκούσαν πριν ακόμα δεχτούν τα χτυπήματα, κι ο δάσκαλος απτόητος παρατηρούσε τότε πως ήταν πολύ βιαστικοί, οι δε σκέπαζαν αφελώς τα πισινά με τα χέρια τους, που ο κύριος Μπερνάρ απομάκρυνε μ’ ένα χτύπημα τάχα απρόσεχτο. Άλλοι πάλι, απ’ το κάψιμο που ένιωθαν, κλοτσούσαν άγρια. Υπήρχαν επίσης κι εκείνοι, μεταξύ των οποίων κι ο Ζακ, που ανέχονταν τα χτυπήματα χωρίς να βγάλουν τσιμουδιά, τρέμοντας, και που γύριζαν οτα θρανία τους καταπίνοντας χοντρά δάκρυα.
Γενικά, πάντως, τα παιδιά δέχονταν χωρίς πικρία αυτή την τιμωρία, πρώτα απ’ όλα γιατί όλα τους σχεδόν τα ’δερναν στα σπίτια τους και γιατί θεωρούσαν το ξύλο σαν ένα φυσικό είδος αγωγής, ύστερα γιατί η δικαιοσύνη του δασκάλου ήταν απόλυτη, ήξεραν, ευθύς εξαρχής, ποιες παραβάσεις, οι ίδιες πάντα, κατέληγαν στην καθαρτήρια τε λετουργία, κι όλοι αυτοί που ξεπερνούσαν το όριο των πράξεων που τιμωρούνταν με αφαίρεση μονάδας ήξεραν τι τους περίμενε και πως η τιμωρία ίσχυε για τους πρώτους μαθητές όπως και για τους τελευταίους, με ειλικρινή ισότητα.
Ο Ζακ, που ο κύριος Μπερνάρ τον συμπαθούσε φανερά, έτρωγε τιμωρίες όπως κι οι άλλοι και μία μάλιστα, την επομένη της μέρας όπου ο δάσκαλος του είχε εκδηλώσει δημόσια τη συμπάθεια του. Ενώ ο Ζακ ήταν στον πίνακα και, μετά από μια σωστή απάντηση, ο κύριος Μπερνάρ τού χάιδεψε το μάγουλο, μια φωνή στην τάξη ψιθύρισε: «Η συμπάθεια του δάσκαλου», εκείνος το πήρε προσωπικά και είπε με σοβαρό ύφος:
«Ναι, συμπαθώ τον Κορμερί όπως κι όλους εσάς που χάσατε τον πατέρα σας στον πόλεμο. Εγώ πολέμησα με τους πατεράδες σας κι είμαι ζωντανός. Προσπαθώ ν’ αντικαταστήσω, εδώ τουλάχιστον, τους νεκρούς συντρόφους μου. Και τώρα, αν κάποιος θέλει να πει πως έχω συμπάθειες, να μιλήσει!» Μια απόλυτη σιωπή ακολούθησε αυτά τα λόγια. [....]
Albert Camus (μαθητής)
Φτωχά παιδιά σαν κι εσάς, να περάσουν απ’ αυτές τις πόρτες.....
Η σχολική χρονιά έφτανε στο τέλος της κι ο κύριος Μπερνάρ είχε καλέσει τον Ζακ, τον Πιερ, τον Φλερί, ένα είδος φαινομένου που ήταν εξίσου καλός σ’ όλα τα μαθήματα, «έχει μυαλό πολιτικού μηχανικού», έλεγε ο δάσκαλος, και τον Σαντιάγκο, ένα όμορφο, αγόρι που είχε λιγότερα χαρίσματα αλλά πετύχαινε πάντα χάρη στην επιμέλειά του:
«Να, λοιπόν», είπε ο κύριος Μπερνάρ όταν η τάξη άδειασε. «Είστε οι καλύτεροι μαθητές μου. Αποφάσισα να σας προτείνω για την υποτροφία λυκείων και κολεγίων. Αν επιτύχετε, θα πάρετε υποτροφία και θα μπορέσετε να σπουδάσετε στο λύκειο μέχρι το απολυτήριο. Το δημοτικό είναι το καλύτερο απ’ όλα τα σχολεία. Όμως δε σας οδηγεί πουθενά. Το λύκειο σας ανοίγει όλες τις πόρτες. Και προτιμώ, φτωχά παιδιά σαν κι εσάς, να περάσουν απ’ αυτές τις πόρτες. Όμως, γι’ αυτό, χρειάζομαι την άδεια των γονιών σας. Εμπρός, τώρα δρόμο».
Έφυγαν σαστισμένοι, και, χωρίς να μιλήσουν μεταξύ τους, χώρισαν. Ο Ζακ βρήκε τη γιαγιά του μόνη στο σπίτι να καθαρίζει φακές πάνω στο μουσαμαδένιο τραπεζομάντιλο, στην τραπεζαρία. Δίσταζε να μιλήσει κι αποφάσισε να περιμένει την επιστροφή της μητέρας του. Εκείνη έφτασε, φανερά κουρασμένη, έβαλε μια ποδιά κι ήρθε να βοηθήσει τη γιαγιά να καθαρίσει τις φακές. Ο Ζακ προθυμοποιήθηκε κι αυτός και του ’δωσαν το πιάτο από χοντρή άσπρη πορσελάνη όπου ήταν πιο εύκολο να ξεχωρίσει τα πετραδάκια απ' την καλή φακή. Χωμένος στο πιάτο, ανάγγειλε το νέο.
«Τι είναι πάλι αυτή η ιστορία;» είπε η γιαγιά. «Πόσων χρονών παίρνει κανείς απολυτήριο;»
«Σ’ έξι χρόνια», είπε ο Ζακ.
Η γιαγιά έσπρώξε το πιάτο της. «Άκουσες;» ρώτησε την Κατρίν Κορμερί. Δεν είχε ακούσει. Ο Ζακ, μιλώντας αργά, επανέλαβε το νέο.
«Α!» είπε. «Επειδή είσαι έξυπνος».
«Έξυπνος, ξέξυπνος, θα ’πρεπε απ’ του χρόνου να τον βάλουμε να μάθει μια δουλειά. Ξέρεις καλά πως δεν έχουμε λεφτά. Θα βγάζει το βδομαδιάτικό του».
«Αυτό είν’ αλήθεια», είπε η Κατρίν.
Η ζέστη είχε αρχίσει να ξεθυμαίνει έξω. Εκείνη την ώρα που τα εργαστήρια λειτουργούσαν στο φόρτε τους, η γειτονιά ήταν άδεια και σιωπηλή. Ο Ζακ κοίταζε το δρόμο. Δεν ήξερε τι ήθελε, ήθελε μονάχα να υπακούσει στον κύριο Μπερνάρ. Όμως, στα εννιά του χρόνια, δεν μπορούσε ούτε ήξερε να δείχνει ανυπακοή στη γιαγιά.
Εκείνη φαινόταν διστακτική. «Τι θα κάνεις μετά;»
«Δεν ξέρω. Ίσως δάσκαλος, όπως ο κύριος Μπερνάρ». «Ναι, μετά από έξι χρόνια!»
Καθάριζε τις φακές, πιο αργά. «Αχ!» είπε. «Λοιπόν όχι, είμαστε πολύ φτωχοί. Θα πεις στον κύριο Μπερνάρ πως δεν μπορούμε».
Την άλλη μέρα, τ’ άλλα τρία παιδιά είπαν στον Ζακ πως οι οικογένειές τους δέχτηκαν.
«Κι εσύ;» «Δεν ξέρω», είπε κι η καρδιά του σφίχτηκε νιώθοντας ξάφνου ακόμα πιο φτωχός απ’ τους φίλους του.
Μετά το μάθημα, μείναν οι τέσσερις. Ο Πιερ, ο Φλερί, ο Σαντιάγκο έδωσαν την απάντησή τους.
«Κι εσύ, κουνούπι;» «Δεν ξέρω». Ο κύριος Μπερνάρ τον κοίταξε. «Εντάξει», είπε στους άλλους. «Όμως θα πρέπει να δουλεύετε κι άλλο μαζί μου, το βράδυ, μετά το σχολείο. Θα τα τακτοποιήσω όλα, μπορείτε να φύγετε τώρα».
Όταν βγήκαν απ’ την τάξη, ο κύριος Μπερνάρ κάθισε στην πολυθρόνα του και πήρε τον Ζακ κοντά του. «Λοιπόν;» «Η γιαγιά μου λέει πως είμαστε πολύ φτωχοί και πρέπει να δουλέψω του χρόνου».
«Κι η μητέρα σου;» «Η γιαγιά αποφασίζει». «Ξέρω», είπε ο κύριος Μπερνάρ.
Σκεφτόταν, ύστερα πήρε τον Ζακ στην αγκαλιά του. «Άκου: πρέπει να την καταλάβεις. Η ζωή είναι δύσκολη για κείνη. Μαζί με τη μητέρα σου σας μεγάλωσαν, τον αδερφό σου και σένα, και σας έκαναν καλά παιδιά. Φοβάται λοιπόν, αναγκαστικά. Θα πρέπει να σε βοηθήσουν λίγο ακόμα, παρά την υποτροφία, κι είναι σίγουρο πως για έξι χρόνια δε θα μπορείς να φέρεις χρήματα στο σπίτι. Την καταλαβαίνεις;»
Ο Ζακ κούνησε το κεφάλι του από κάτω προς τα πάνω χωρίς να κοιτάξει το δάσκαλό του.
«Καλά. Ίσως μπορέσουμε να της το εξηγήσουμε. Πάρε την τσάντα σου, έρχομαι μαζί σου!»
«Στο σπίτι μου;» ρώτησε ο Ζακ. «Μα και βέβαια, θα μ’ ευχαριστήσει να ξαναδώ τη μητέρα σου».
Denis Podalydes, l'instituteur de Camus dans le film « Le premier homme »
Λίγη ώρα αργότερα, ο κύριος Μπερνάρ, μπροστά στα ξαφνιασμένα μάτια του Ζακ, χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού του. Η γιαγιά ήρθε ν’ ανοίξει σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της που το πολύ σφιχτό κορδόνι της έκανε τη γερασμέ νη κοιλιά της να πετάγεται προς τα έξω. Όταν είδε το δάσκαλο, έκανε μια κίνηση για να στρώσει τα μαλλιά της.
«Λοιπόν, γιαγιά», είπε ο κύριος Μπερνάρ, «πάντα στη δουλειά, όπως συνήθως; Α! Αξίζετε πολλά».
Η γιαγιά πέρασε τον επισκέπτη στο δωμάτιο που έπρεπε να διασχίσει πρώτα για να πάει στην τραπεζαρία, τον έβαλε να καθίσει κοντά στο τρα πέζι κι έβγαλε τα ποτήρια και το ρακί.
«Μην μπαίνετε σε κόπο, ήρθα να μιλήσω λιγάκι μαζί σας».
Τη ρώτησε πρώτα για τα παιδιά της, ύστερα για τη ζωή της στο αγρόκτημα, για τον άντρα της, μίλησε για τα δικά του παιδιά. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Κατρίν Κορμερί, τα ’χάσε, αποκάλεσε τον κύριο Μπερνάρ «Κύριε δάσκαλε», πήγε στο δωμάτιό της να χτενιστεί και να βάλει μια καθαρή ποδιά, γύρισε και κάθισε άκρη άκρη στην καρέκλα, κάπως παράμερα απ’ το τραπέζι.
«Εσύ», είπε ο κύριος Μπερνάρ στον Ζακ, «πήγαινε στο δρόμο να δεις αν είμ’ εκεί».
«Καταλαβαίνετε», είπε στη γιαγιά, «θα τον παινέψω κι είναι ικανός να πιστέψει πως λέω αλήθεια...»
Ο Ζακ βγήκε, κατέβηκε τροχάδην τις σκάλες και κάθισε στο κατώφλι της πόρτας της εισόδου. Μια ώρα αργότερα ήταν ακόμα εκεί, κι ο δρόμος είχε αρχίσει να ’χει κίνηση, ο ουρανός μέσ’ απ’ τις αγριοσυκιές γινόταν πρασινωπός, όταν ο κύριος Μπερνάρ ξετρύπωσε απ’ τη σκάλα και βρέθηκε πίσω του. Του έξυσε το κεφάλι.
«Ε λοιπόν», είπε, «συμφωνήσαμε. Η γιαγιά σου είναι καλή γυναίκα. Όσο για τη μητέρα σου... Α! μην την ξεχνάς ποτέ», είπε.
Η μητέρα του Καμύ, Catherine de Sintès
«Κύριε», είπε ξαφνικά η γιαγιά που ξεπετάχτηκε απ’ το διάδρομο. Κρατούσε την ποδιά της με το ένα χέρι και σκούπιζε τα μάτια της. «Ξέχασα... μου είπατε πως θα κάνετε ιδιαίτερα μαθήματα στον Ζακ».
«Φυσικά», είπε ο κύριος Μπερνάρ. «Και πιστέψτε με, δε θα ’ναι διασκέδαση γι’ αυτόν».
«Μα δε θα μπορέσουμε να σας πληρώσουμε».
Ο κύριος Μπερνάρ την κοίταζε προσεχτικά. Κρατούσε τον Ζακ απ’ τους ώμους. «Μη χολοσκάτε», είπε και, κουνώντας τον Ζακ, «με πλήρωσε ήδη».
Έφυγε γρήγορα κι η γιαγιά πήρε τον Ζακ απ’ το χέρι για ν’ ανεβούν στο διαμέρισμα, και για πρώτη φορά του το ’σφίγγε, πολύ δυνατά, με κάτι σαν απελπισμένη τρυφερότητα. «Μικρέ μου», έλεγε, «μικρέ μου». [.....]
«Μπράβο, κουνούπι. Πέτυχες».
Ένας κλητήρας διάβαζε έναν κατάλογο. Τ’ όνομα του Ζακ ήταν απ’ τα πρώτα. Κρατούσε το χέρι του δάσκαλου του, δίστασε. «Πήγαινε, παιδί μου», είπε ο κύριος Μπερνάρ. Ο Ζακ, τρέμοντας, κατευθύνθηκε προς την πόρτα και, τη στιγμή που ήταν έτοιμος να μπει, στράφηκε προς το δάσκαλό του. Ήταν εκεί, ψηλός, δυνατός, χαμογελούσε ήρεμα στον Ζακ και κουνούσε το κεφάλι καταφατικά.
Το μεσημέρι, ο κύριος Μπερνάρ τούς περίμενε στην έξοδο. Του έδειξαν τα πρόχειρό τους. Μόνο ο Σαντιάγκο είχε κάνει λάθος στο πρόβλημα της αριθμητικής. «Η έκθεσή σου είναι πολύ καλή», είπε ο δάσκαλος επιγραμματικά στον Ζακ. Στη μία, τους ξανασυνόδεψε. Στις τέσσερις ήταν πάλι εκεί κι εξέταζε αυτά που είχαν γράψει. «Πάμε», είπε, «τώρα πρέπει να περιμένουμε».
Δύο μέρες αργότερα, ήταν πάλι κι οι πέντε τους μπροστά στη μικρή πόρτα, στις δέκα το πρωί. Η πόρτα άνοιξε κι ο κλητήρας διάβασε πάλι έναν κατάλογο, πολύ πιο σύντομο, που αυτή τη φορά περιείχε τα ονόματα των επιτυχόντων. Μέσα στο πανδαιμόνιο, ο Ζακ δεν άκουσε τ’ όνομά του. Όμως δέχτηκε ένα χαρούμενο χτύπημα στον ώμο κι άκουσε τον κύριο Μπερνάρ να λέει:
«Μπράβο, κουνούπι. Πέτυχες».
Μονάχα το καλό παιδί, ο Σαντιάγκο, απέτυχε, κι οι άλλοι τον κοίταζαν μ’ ένα είδος αφηρημένης λύπης. «Δεν πειράζει», έλεγε, «δεν πειράζει». Κι ο Ζακ δεν ήξερε πια πού ήταν ούτε τι συνέβαινε, επέστρεφαν κι οι τέσσερις τους με το τραμ, «θα πάω να δω τους γονείς σας», έλεγε ο κύριος Μπερνάρ, «θα πάω πρώτα στου Κορμερί μια και το σπίτι του είναι το πιο κοντινό», και μέσα στη φτωχική τραπεζαρία, τώρα γεμάτη γυναίκες, όπου βρισκόταν η γιαγιά του, η μητέρα του, που είχε πάρει μια μέρα άδεια για την περίσταση, ο Ζακ στεκόταν δίπλα στο δάσκαλό του, αναπνέοντας για τελευταία φορά τη μυρωδιά της κολόνιας, κολλημένος πάνω στη ζεστασιά αυτού του δυνατού κορμιού, κι η γιαγιά ακτινοβολούσε μπροστά στις γειτόνισσες.
«Ευχαριστώ, κύριε Μπερνάρ, ευχαριστώ», έλεγε ενώ εκείνος χάιδευε το κεφάλι του παιδιού.
«Δε με χρειάζεσαι πια», έλεγε, «θα ’χεις δασκάλους πιο σοφούς. Ξέρεις όμως πού βρίσκομαι, έλα να με δεις, αν έχεις ανάγκη από βοήθεια».
Έφυγε, κι ο Ζακ έμεινε μόνος, χαμένος ανάμεσα στις γυναίκες, ύστερα έτρεξε στο παράθυρο, κοιτάζοντας το δάσκαλό του που τον χαιρετούσε για τελευταία φορά και που από δω και πέρα τον άφηνε μόνο του και, αντί για τη χαρά της επιτυχίας, ένας αβάσταχτος πόνος παιδιού τού τρυπούσε την καρδιά, σαν να ήξερε εκ των προτέρων πως μ’ αυτή την επιτυχία ξεριζωνόταν απ’ τον αθώο και ζεστό κόσμο των φτωχών, κόσμο κλεισμένο στον εαυτό του σαν νησί μέσα στην κοινωνία, όπου όμως η μιζέρια αντικαθιστά την οικογένεια και την αλληλοβοήθεια, για να ριχτεί σ’ έναν κόσμο άγνωστο που δεν ήταν πια ο δικός του, όπου δεν μπορούσε να πιστέψει πως οι δάσκαλοι ήταν πιο σοφοί από κείνον, τον κύριο Μπερνάρ, που η καρδιά του τα ήξερε όλα, και θα ’πρεπε στο εξής να μαθαίνει, να καταλαβαίνει αβοήθητος, να γίνει επιτέλους ένας άνθρωπος χωρίς τη συμπαράσταση του μοναδικού ανθρώπου που τον βοήθησε, να μεγαλώσει και ν’ ανυψωθεί μόνος του επιτέλους, πληρώνοντας το πιο ακριβό τίμημα.
Albert Camus, Ο πρώτος άνθρωπος, μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου - Ντουζέ, Μαρία Κασαμπαλόγλου - Ρομπλέν, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, 1995
Δυο γράμματα.....
Την επομένη της βράβευσής του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο Albert Camus στέλνει στο δάσκαλό του Louis Germain, μια θερμή και συγκινητική επιστολή, η οποία περιλαμβάνεται στο υπόμνημα του βιβλίου Ο πρώτος άνθρωπος, μαζί με το τελευταίο γράμμα που του απηύθυνε ο «κύριος Μπερνάρ» - Λουί Ζερμαίν.
19 Νοεμβρίου 1957
Αγαπητέ κύριε Ζερμέν,
Άφησα να ξεθυμάνει λιγάκι ο θόρυβος όλων αυτών των ημερών πριν έρθω να σας μιλήσω με όλη μου την καρδιά. Μου έκαναν μια υπερβολικά μεγάλη τιμή που δεν την έψαξα ούτε ζήτησα. Όταν όμως έμαθα το νέο, η πρώτη μου σκέψη, μετά τη μητέρα μου, ήταν για σας.
Χωρίς εσάς, χωρίς το στοργικό σας χέρι που απλώσατε στο μικρό φτωχό παιδί που ήμουν, χωρίς τη διδασκαλία και το παράδειγμά σας, τίποτα από όλα αυτά δε θα ’χε συμβεί. Δεν υπερβάλλω το μέγεθος της τιμής που μου έκαναν. Όμως αυτή η διάκριση είναι τουλάχιστον η ευκαιρία για να σας πω τι ήσασταν και τι είστε παντοτινά για μένα και να σας διαβεβαιώσω πως οι προσπάθειές σας, η εργασία σας και η γενναιόδωρη καρδιά σας, όλα αυτά είναι πάντα ζωντανά για ένα μαθητούδι σας που, παρά την ηλικία, παραμένει ο ευγνώμων μαθητής σας.
Σας φιλώ με όλη τη δύναμη της αγάπης μου.
Αλμπέρ Καμί
Αλγέρι, 30 Απριλίου 1959
Αγαπημένε μου μικρέ,
Σταλμένο από το χέρι σου, έλαβα το βιβλίο Καμί που μου αφιέρωσε ο συγγραφέας του Ζ. Κλ. Μπρισβίλ.
Δεν μπορώ να σου εκφράσω τη χαρά που μου έδωσες με την υπέροχη χειρονομία σου ούτε βρίσκω τον τρόπο για να σε ευχαριστήσω. Αν γινόταν, θα έσφιγγα δυνατά στην αγκαλιά μου το μεγάλο αγόρι που έγινες και που θα μείνει πάντα για μένα «ο μικρός μου Καμί».
Δε διάβασα ακόμα αυτό το βιβλίο, παρά μόνο τις πρώτες σελίδες. Ποιος είναι ο Καμί; Έχω την εντύπωση πως αυτοί που θέλουν να ανακαλύψουν την προσωπικότητά σου δεν τα καταφέρνουν εντελώς. Έδειξες πάντα μια ενστικτώδη συστολή όταν χρειαζόταν να αποκαλύπτεις το χαρακτήρα σου, τα αισθήματά σου. Τα καταφέρνεις πολύ καλά γιατί είσαι απλός, ευθύς. Και καλός επιπλέον! Μου έδωσες αυτές τις εντυπώσεις στην τάξη.
Ο παιδαγωγός που θέλει να κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του δεν παραλείπει καμιά ευκαιρία να γνωρίσει τους μαθητές του, τα παιδιά του, κι ευκαιρίες παρουσιάζονται κάθε στιγμή. Μια απάντηση, μια κίνηση, ένα φέρσιμο είναι άπλετα αποκαλυπτικά. Νομίζω λοιπόν πως γνωρίζω καλά το ευγενικό παιδάκι που ήσουν, και το παιδί, πολύ συχνά έχει το σπόρο του άντρα που θα γίνει.
Η ευχαρίστηση που ένιωθες να είσαι στο σχολείο εκδηλωνόταν με χίλιους δυο τρόπους. Το πρόσωπό σου μαρτυρούσε αισιοδοξία. Και μελετώντας σε, δεν υποψιάστηκα ποτέ την πραγματική κατάσταση της οικογένειάς σου. Είχα μόνο μια φευγαλέα ιδέα όταν η μητέρα σου ήρθε να με δει για την εγγραφή σου στον κατάλογο των υποψήφιων για την υποτροφία. Εξάλλου, αυτό συνέβη την εποχή που θα μ’ άφηνες. Όμως μέχρι τότε μου φαινόταν πως ήσουν στην ίδια περίπου κατάσταση με τους συμμαθητές σου. Είχες πάντα ό,τι σου χρειαζόταν. Όπως και ο αδερφός σου, ήσουν πάντα καλά ντυμένος. Noμίζω πως αυτό είναι ο μεγαλύτερος έπαινος για τη μητέρα σου.
Για να επιστρέψω στο βιβλίο του κυρίου Μπρισβίλ, έχει άφθονες εικόνες. Και συγκινήθηκα πολύ που γνώρισα, χάρη στη φωτογραφία, τον καημένο σου τον μπαμπά που πάντα τον θεώρησα σαν «σύντροφό μου». Ο κύριος Μπρισβίλ με αναφέρει: θα τον ευχαριστήσω.
Είδα τον κατάλογο, που μακραίνει ασταμάτητα, των έργων που σου αφιερώνονται ή που μιλάνε για σένα. Και είναι μεγάλη ικανοποίηση για μένα η διαπίστωση πως η διασημότητά σου (είναι η πραγματική αλήθεια) δεν έκανε τα μυαλά σου να πάρουν αέρα. Παρέμεινες ο Καμί. Μπράβο.
Παρακουλούθησα με ενδιαφέρον τις πολλαπλές περιπέτειες του έργου που προσάρμοσες και σκηνοθέτησες στο θέατρο: Οι Δαιμονισμένοι. Σ’ αγαπώ πάρα πολύ και σου εύχομαι την πιο μεγάλη επιτυχία: αυτή που αξίζεις. Ο Μαλρό επίσης θέλει να σου δώσει ένα θέατρο. Ξέρω πως αυτό είναι το πάθος σου.
Όμως... θα τα καταφέρεις όπως πρέπει μ’ όλες αυτές τις δραστηριότητες; Φοβάμαι πως κάνεις κατάχρηση των δυνάμεών σου. Και επίτρεψε στον παλιό σου φίλο να σου θυμίσει πως έχεις μια συμπαθητική γυναίκα και δύο παιδιά που έχουν ανάγκη από σένα, σύζυγο και πατέρα.
Albert Camus, Francine, Jean and Catherine (1945)
Πάνω σ’ αυτό το θέμα, θα σου διηγηθώ αυτό που μας έλεγε καμιά φορά ο διευθυντής μας στην παιδαγωγική Ακαδημία. Ήταν πολύ, πάρα πολύ σκληρός μαζί μας και αυτό μάς εμπόδιζε να δούμε, να αισθανθούμε πως μας αγαπούσε πραγματικά. «Η φύση έχει ένα μεγάλο κατάστιχο όπου γράφει λεπτομερώς όλες τις ακρότητες που κάνετε». Ομολογώ πως αυτή η φρόνιμη συμβουλή με συγκρότησε άπειρες φορές όταν πήγαινα να την ξεχάσω. Έτσι προσπάθησε λοιπόν να κρατήσεις λευκή τη σελίδα που σου ανήκει στο Μεγάλο Κατάστιχο της φύσης. [......]
Πιστεύω πως σεβάστηκα σε όλη μου την καριέρα ό,τι πιο ιερό έχει το παιδί: το δικαίωμα να ψάχνει την αλήθεια. Σας αγάπησα όλους και πιστεύω πως έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να μην εκδηλώσω τις ιδέες μου και βαρύνω έτσι πάνω στο νεαρό μυαλό σας. Όταν επρόκειτο για το Θεό (είναι στο πρόγραμμα), έλεγα πως μερικοί πίστευαν σ’ αυτόν, άλλοι όχι. Και πως ασκώντας πλήρως τα δικαιώματά του ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. Με τον ίδιο τρόπο, στο θέμα των θρησκειών, περιοριζόμουν να υποδείξω αυτές που υπήρχαν, στις οποίες ανήκαν εκείνοι που το ήθελαν. Για να είμαι ειλικρινής, πρόσθετα πως υπήρχαν άν θρωποι που δεν ακολουθούσαν καμιά θρησκεία. Ξέρω καλά πως αυτό δεν αρέσει σε κείνους που θα ’θελαν να μεταβάλουν τους δασκάλους σε εμπορικούς αντιπροσώπους της θρησκείας ..... [...]
Η κυρία Ζερμέν κι εγώ σας φιλάμε και τους τέσσερις πολύ δυνατά. Με όλη μας τη στοργή.
Ζερμέν Λουί
O Albert Camus με τα δίδυμα παιδιά του
Ο πρωτόπλαστος Καμύ
Το βιβλίο του Albert Camus «Ο πρώτος άνθρωπος» είναι το τελευταίο του έργο. Για την ακρίβεια δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφού ο Καμύ σκοτώθηκε στο περιβόητο αυτοκινητιστικό πριν το ολοκληρώσει. Τα χειρόγραφα βρέθηκαν στην τσάντα του τη μοιραία ημέρα: 4 Ιανουαρίου του 1960.
Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, χάρη στην επιμονή της γυναίκας του Φρανσίν και της κόρης του Κατρίν, «Ο πρώτος άνθρωπος» δημοσιεύτηκε διατηρώντας όλα τα στοιχεία του ανολοκλήρωτου έργου.
«Ο πρώτος άνθρωπος» δεν είναι παρά η εξιστόρηση των παιδικών χρόνων του Καμύ στο Αλγέρι. Κινείται δηλαδή στα επίπεδα της καθαρής αυτοβιογραφίας με απλότητα αφοπλιστική και περιγραφές τόσο λιτές, τόσο οικεία ξεκάθαρες που δεν θυμίζει σε τίποτα την πολυπλοκότητα του υπόλοιπου έργου του, που περισσότερο σχηματοποιεί ιδέες παρά αφηγείται. Παρακολουθούμε με δυο λόγια έναν άλλο Καμύ, τον Καμύ της καθημερινής απλότητας, τον Καμύ που δεν αναζητά φιλοσοφικές αλήθειες πίσω από δοκιμιακές κατασκευές, τον Καμύ των πρώτων χρόνων, τον πρωτόπλαστο.
Ο σεβασμός και η ευγνωμοσύνη του Καμύ απέναντι στον πρώτο δάσκαλό του, Λουί Ζερμαίν, είναι έκδηλα σε όλες τις σελίδες του βιβλίου.Ουσιαστικά είναι αυτός που μεσολάβησε για να ξεφύγει ο Καμύ από την προδιαγεγραμμένη μοίρα και έτσι δεν χρειάστηκε να κουβαλήσει το βράχο των φτωχών.
Πηγές