Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Υπό την προστατευτική - και σε τεθλασμένη γραμμή βαδίζουσα - σκιά του Νίκου Γκάτσου....


Μη γίνεστε πεπρωμένο...


Αν κουραστείς από τους ανθρώπους 
κι είν’ όλα γύρω γκρεμισμένα
μην πας ταξίδι σ’ άλλους τόπους,
έλα σε μένα.....


Ο Νίκος Γκάτσος, «κατά τον ρουν της αταξίδευτης ζωής του», «χρόνια και χρόνια παλεύοντας με το μελάνι», «κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια» της γνήσιας ποιητικής του φλέβας.

Δεν ταξίδεψε αλλά «μας ταξίδεψε» και θα μας ταξιδεύει πάντα σε κείνο το ταξίδι – φίδι, κι ας μη  βρεθεί λιμάνι σίγουρο. Μας ταξιδεύει και μέσα από τις τεθλασμένες διαδρομές του βίου του, ατάραχα φιλοπαίγμων και τρυφερά προστατευτικός απέναντι στην  σύντροφο- συνένοχό του Αγαθή Δημητρούκα, της οποίας «αυτοβούλως ανέλαβε την ευθύνη», όταν εκείνη, μαθήτρια ακόμα, ήρθε να ζήσει κοντά του.

Μέσα από τη «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία» της «Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε το θάνατο» , η Αγαθή Δημητρούκα, ξεδιπλώνει τη δική της ιστορία, ξεδιαλύνοντας παράλληλα την προσωπικότητα του Νίκου Γκάτσου, και συστήνοντάς  μας άγνωστες πλευρές του.

Όσοι τον έζησαν λένε πως, η πιο αγαπημένη επωδός του Γκάτσου, όχι στα τραγούδια, μα στις συζητήσεις, με ανθρώπους μοναδικούς σε πνευματικό ανάστημα, ήταν αυτή: «Μη γίνεστε πεπρωμένο. Μην αφήνετε να γίνουν τα πράματα σαν να ’πρεπε να γίνουν. Παλέψτε το, ανατρέψτε το»

Τρέχω, πετάω, κυνηγάω πουλιά και όνειρα, 
και κάθε μέρα κολυμπάω σε πιο βαθιά νερά
Θέλω τον κόσμο να αγκαλιάσω με ένα ζεστό φιλί, 
και από τη δύση μου να φτάσω ως την ανατολή.

Μα είναι φίδι το ταξίδι 
είναι χολή μαζί και ξύδι, 
σε ένα μεγάλο αγκάθινο σταυρό
όμως εγώ δεν κάνω πίσω 
ούτε τον δρόμο μου θ' αφήσω,
ώσπου λιμάνι σίγουρο να βρω.... 

Είναι το τελευταίο τραγούδι της συνεργασίας του Μ. Χατζιδάκι με τον Ν. Γκάτσο. Η μουσική του Χατζιδάκι προυπήρχε στην ταινία "Αμέρικα Αμέρικα" του Elia Kazan με τίτλο "The voyage".


Φθινόπωρο του 1974... τηλεφωνήματα και γράμματα

Εκείνο το φθινόπωρο του 1974 έκανα τη μεγαλύτερη διαπίστωση της ζωής μου: η μετάφραση του Ματωμένου γάμου, η διασκευή και ραδιοσκηνοθεσία κάποιων θεατρικών έργων και οι στίχοι των τραγουδιών που με συγκινούσαν και περίμενα να τα ακούσω από το ραδιόφωνο σαν μηνύματα που εκπέμπονταν ακριβώς για μένα από έναν κόσμο μαγικό είχαν την υπογραφή «Νίκος Γκάτσος»

Κάτι άστραψε στο μυαλό μου, στην ψυχή μου, γύρω μου, και μ’ έκανε να τρέξω στο τηλεφωνικό κέντρο και να ψάξω στον κατάλογο το τηλέφωνό του: μπορεί οι αγαπημένοι ποιητές να είναι μοναδικά όντα, δεν παύουν όμως - και είχα ήδη το παράδειγμα του Ρίτσου - να είναι άνθρωποι μέσα στο κοινωνικό σύνολο και όχι εκτός, όπως τους νομίζουν οι άμουσοι.

Κι αφού βρήκα τον αριθμό, βρήκα και την τόλμη και του τηλεφώνησα.

«Λέγετε!» ακούστηκε ευγενικά μια αντρική φωνή.

Τι να πω;

«Καλημέρα σας! Με λένε... Είμαι μαθήτρια γυμνασίου από ένα χωριό του Μεσολογγίου... Βρήκα το τηλέφωνό σας στον κατάλογο...»

«Και τι θέλετε, δεσποινίς;»

«Να... να μιλήσω στον κύριο Νίκο Γκάτσο, τον ποιητή. Με συγχωρείτε για την ενόχληση».

«Πείτε μου! Σας ακούω».

«Αν... αν μπορούσατε να μου δώσετε τη διεύθυνση και την άδεια να σας στείλω ένα γράμμα».


Έτσι, έστειλα το πρώτο γράμμα προς τον κύριον Νικόλαον Γκάτσον, Σπετσών 101, Αθήναι 811.

Την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, τηλεφώνησα για να πληροφορηθώ την τύχη της μικρομέγαλης γραφής μου.

«Βεβαίως και το έλαβα το γράμμα σας, δεσποινίς Δημητρούκα. Τους διάβασα τους στίχους σας. Είναι στίχοι αρχαρίου, καταλαβαίνετε τι εννοώ, αλλά, με την πείρα που έχω, σας συμβουλεύω να συνεχίσετε να γράφετε. Είμαι σίγουρος πως κάποτε θα γράψετε πιο ώριμα πράγματα. Χρειάζεται να προσπαθήσετε. Εξάλλου, τίποτα δεν πετυχαίνει κανείς με το πρώτο. Κι εσείς είστε πολύ νέα... Αλήθεια, δε θυμάμαι να μου είπατε, πόσων χρονών είστε ακριβώς;»

«Δεκαέξι... ή, μάλλον, δεκαεξήμισι!»

«Τι μου λέτε! Υπάρχουν ακόμα τέτοιες ηλικίες;»


Ο εύθυμος τόνος της φωνής του μου έδωσε το θάρρος να απαντήσω: «Έτσι φαίνεται! Και γι’ αυτό, σας παρακαλώ, μη μου μιλάτε στον πληθυντικό».




Με ύφος «πελοποννησιακό».....

Το τρίτο τηλεφώνημα είχε μεγαλύτερη διάρκεια και ύφος «πελοποννησιακό», αφού ο κύριος Γκάτσος με ρωτούσε εξεταστικά, προσθέτοντας και δεύτερο σκέλος στις ερωτήσεις του με το γνωστό επίμονο «γιατί;», αλλά ο πληθυντικός πληθυντικός.

«Πώς κι έχετε ένα τόσο σπάνιο όνομα;»

«Στα μέρη μου δεν είναι καθόλου σπάνιο».

«Γιατί;»

«Γιατί έχουμε το μοναστήρι της Αγιαγάθης, που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και γίνεται τριήμερο πανηγύρι στο Αιτωλικό και στη Σταμνά, με φουστανελάδες, καβαλάρηδες και πολλές ζυγιές όργανα».

«Είμαι περίεργος πώς να είστε άραγε. Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε την εμφάνισή σας;»

«Πολύ ευχαρίστως: παρόλο που έδειχνα πως θα γινόμουνα ψηλή, μάλλον είμαι κοντή, με καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια, έντονα ζυγωματικά, μεγάλη μύτη και δέρμα σκούρο, μαυριδερό».

«Γιατί;»

«Γιατί, όπως μου λένε οι γονείς μου, επειδή δεν κάνανε παιδιά, έκανε ο πατέρας μου μια τράμπα με έναν γύφτο, του έδωσε ένα μουλάρι κι εκείνος τους έδωσε ένα παιδί που του περίσσευε».

«Χα χα χα. Και, πέρα από τα βιβλία του σχολείου, τι άλλο διαβάζετε;»

«Ό,τι βιβλίο ή εφημερίδα ή περιοδικό πέσει στα χέρια μου».

«Γιατί;»

«Γιατί μου αρέσει το διάβασμα, αλλά και από περιέργεια. Διαβάζω ακόμα και το χαρτάκι που θα βρω στον δρόμο».

«Και ποια βιβλία προτιμάτε;»

«Τα ποιητικά».

«Γιατί;»

«Δεν ξέρω!» [.....]



Νίκος Γκάτσος, Αγαθή Δημητρούκα, στο εστιατόριο GB Corner
_______________


Συνεχίστηκαν τα τηλεφωνήματα και η αλληλογραφία.
[.....] στις 25 Μαρτίου του 1975 του ζητούσα ακόμα να σταματήσει τον πληθυντικό, ενώ στις 2 Απριλίου τον καλούσα να έρθει με την οικογένειά του να κάνουμε μαζί Πάσχα - που εκείνη τη χρονιά εορταζόταν στις 4 Μαΐου -

Μου απάντησε αμέσως - παρόλο που γενικά δεν έγραφε γράμματα -, αρνούμενος την πρόσκλησή μου για το Πάσχα και εξηγώντας μου την οικογενειακή του κατάσταση.

Ανάμεσα στα λόγια, τα τραγούδια: έγραφε τότε τους Δροσουλίτες. Σε κάθε γράμμα μου έστελνε δακτυλόγραφους τους στίχους που ολοκλήρωνε και με ρωτούσε αν είχα ακούσει ποτέ κάποια από τις παλιές λέξεις που χρησιμοποιούσε. Παραξενεύτηκε που ήξερα τη λέξη «μπράτιμος», κι εγώ. επηρεασμένη από την έννοιά της του αδελφοποιτού - είχα ακούσει πως όταν ο προπάππος μου ήταν έφηβος έγινε μπράτιμος μ’ έναν συνομήλικό του και κατέβηκαν μαζί από το Ξηρόμερο στα πεδινά να ημερέψουν τη γη, που μόλις είχε ελευθερωθεί από τους Τούρκους, να την ξεχερσώσουν δηλαδή και να την πάρουν δική τους -, έκανα στον κύριο Γκάτσο καινούρια πρόταση: να έρθει στο χωριό μου στις 17 Μαΐου, που είχα τα γενέθλιά μου.




«Πέντε η ώρα που βραδιάζει»


Και ήρθε! Όχι όμως κατευθείαν: έπρεπε να τηρηθεί το σχετικό «πρωτόκολλο». Σταμάτησε στο Μεσολόγγι, στο ξενοδοχείο Θεοξένια, όπου είχε κλείσει δωμάτια για τον ίδιο και για τον κύριο Σπύρο - που, όπως φάνηκε αργότερα, ήταν απλώς για μια στάση, για να ξεκουραστούν από το ταξίδι -, και περίμενε ώσπου ο δεύτερος να έρθει στο χωριό, να με πάρει και να με οδηγήσει... ενώπιον του... «α las cinco de la tarde» («Πέντε η ώρα που βραδιάζει», F. G. Lorca, Llanto por ignacio Sanchez Mejias, απόδοση Ν. Γκάτσος)

Παρουσιάστηκα μπροστά του κατακόκκινη, λες και το πρόσωπό μου το τύλιγαν φλόγες· φορούσα μια ξεβαμμένη κόκκινη μακό μπλούζα, χακί παντελόνι σε στιλ μιλιτέρ και τις εμβληματικές για την εποχή ελβιέλες.

Εκείνος ήταν ένας καλοντυμένος κύριος με άσπρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα και σκούρο κουστούμι, μεγαλόσωμος, και στην ηλικία όχι πολύ μικρότερος από τον πατέρα μου, εμφανώς αριστοκράτης, με πρόσωπο που έλαμπε και με το βλέμμα του ζεστό όσο και η αγκαλιά του.

Τίποτα δεν πρόσεξα γύρω μου: ούτε το εσωτερικό του ξενοδοχείου ούτε τους ενοίκους του ή το προσωπικό του.

Τον κοίταζα και δεν ήξερα τι προσπαθούσα να καταλάβω.

«Πάμε» είπε στον κύριο Σπύρο, που ήταν εκεί, παρών, δεν είχε φύγει - και γιατί άλλωστε;-, αλλά εγώ δεν τον είχα αντιληφθεί. Έπειτα είπε και σε μένα: «Οι γονείς σου θα ανησυχούν». Κι όταν καθίσαμε στο ταξί, στο πίσω κάθισμα, μου έκανε τη συνήθη ερώτηση: «Διάβασες κάτι καλό αυτές τις μέρες;».

«Ναι» του απάντησα αστραπιαία. «Το Κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο!»

«Κι από ποιήματα;»

«Του Σεφέρη...»

«Και πώς σου φάνηκαν;»

«Σαν να τους βάζει ταβάνι· σαν να μην τα αφήνει να αγγίξουν τον ουρανό».

«Έτσι λες; Ο Σεφέρης πάντως είναι πολύ μεγάλος ποιητής. Δεν τον έχεις ανακαλύψει ακόμα».



Τραγούδι του Παλιού Καιρού


Γράφτηκε το 1961 για τα τριάντα χρόνια της Στροφής και πρωτοδημοσιεύτηκε στον Ταχυδρόμο στις 25 Νοεμβρίου 1963, με αφορμή το ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού  στον Γιώργο Σεφέρη.


 Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος
ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς
απαγγελία: Γιάννης Φέρτης
δίσκος: Αργοναύτες - 2008 

Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.

Το πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι.

Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του Πόντου ναυαγό
που χάθηκε, μα η μνήμη του έχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη.

Κι απ' τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη
πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς
για να μπορώ σε τούτο το δεφτέρι
καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.

Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
κι Ανάσταση θ' αργήσει να φανεί
θέλω να πας στη Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο τον αητό και τον αστρίτη.

Κι άμα θα δεις κρυφά στο μέτωπό σου
να λάμπει μια απαλή μαρμαρυγή
τ' αλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή
που καρπερεί στο βράχο το δικό σου.


Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.


..στης άπλας λιμνοθάλασσας το φως....

Κι όπως τον κοίταξα εκείνη τη στιγμή, «στης άπλας λιμνοθάλασσας το φως», το πρόσωπό του μου φάνηκε στικτό σαν του Νερούδα, που είχα δει σε φωτογραφίες εφημερίδων. Κι ένιωσα δέος που, ξαφνικά, μου είχε γίνει η γη τόσο οικεία σαν να είχε κρεμάσει όλους τους παράλληλους και τους μεσημβρινούς της στα επί είκοσι πέντε χιλιόμετρα τηλεγραφόξυλα, κολόνες της ΔΕΗ και καλώδια του δρόμου που οδηγούσε από το Μεσολόγγι στο χωριό μου.

Το τραπέζι ήταν στρωμένο. Η μάνα μου περίμενε στην πόρτα. «Καλώς τον κύριο Νίκο!» είπε εκείνη και, πριν ο κύριος Νίκος ανταποδώσει με ένα «Καλώς σας βρήκα!», «Καλώς τον Γέροντα!» τον υποδέχτηκε ο πατέρας μου. καθισμένος στην πολυθρόνα του από ώρα.

Ο κύριος Σπύρος έφερε τα καινούρια δώρα: μια βενεδικτίνη κι ένα γαλλικό κονιάκ για τους γονείς μου· μια γραφομηχανή Royal σε χρώμα σταχτί ανοιχτό με μια ταινία επιπλέον κι ένα πάκο χαρτί και πολλές ελβετικές σοκολάτες για μένα, από τις οποίες έδωσα και στις τρεις φίλες μου που ήρθαν να δουν τον ποιητή.

Στάθηκαν και οι τρεις τους στη σειρά, χαρωπές σαν καλημέρες, παρόλο που είχε αρχίσει να σουρουπώνει· κι αφού έκανα τις απαραίτητες συστάσεις και ο κύριος Γκάτσος τις ρώτησε με τι δουλειές καταπιάνονταν οι γονείς τους κι αν είχαν αδέρφια και πώς πήγαιναν στο σχολείο, γύρισαν στα σπίτια τους κι εμείς καθίσαμε για φαγητό.

Εννοείται πως η μάνα μου είχε φτιάξει την παραδοσιακή χορτόπιτα για ορεκτικό. Εννοείται πως είχε φτιάξει κι έναν κόκορα κοκκινιστό με χοντρά μακαρόνια για κύριο πιάτο. Φυσικά, εννοείται πως είχε φτιάξει και γλυκό: ένα ταψί ραβανί με μπόλικο σιρόπι.

Κι αφού φάγαμε και ήπιαμε, με τις ανάλογες ευχές και ευχαριστίες, κι αφού ανταλλάξαμε πληροφορίες για την οικογενειακή κατάσταση του καθενός και για τη ζωή σε πόλη και χωριό, οι δύο Αθηναίοι ζήτησαν από ένα μέτριο ελληνικό σε μεγάλο φλιτζάνι, γιατί είχαν να γυρίσουν στην Αθήνα.

«Κάνατε τόσο δρόμο και δε θα μείνετε ένα βράδυ;» ρώτησε ο πατέρας μου απορημένος, αλλά και πολύ σίγουρος ότι μπορούσαμε να τους φιλοξενήσουμε.

Κι η μάνα μου αντιπρότεινε: «Δε μένετε τουλάχιστον στο Μεσολόγγι, να μην ταξιδεύετε μέσα στη νύχτα;».

«Ευχαριστούμε, κύριε Σωτήρη. Κυρία Χρυσαυγή, καλά τα λες, αλλά μας περιμένουν οι δουλειές μας».

Έφυγαν κατά τις δέκα. Η μάνα μου τους έδωσε διάφορα καλούδια να τα μοιραστούν - εγώ έδωσα στον ποιητή μια επίπεδη πέτρα που πάνω της είχα σχεδιάσει με σινική μελάνη μια διαδήλωση.  


Την πέτρα αυτή, όταν το επόμενο σαββατοκύριακο ανέβηκα στην Αθήνα για να επισκεφτώ τον κύριο Γκάτσο, την είδα πάνω στα χαρτιά του να τη χρησιμοποιεί σαν πρες παπιέ.

«Τώρα που σταμάτησα εγώ, πρέπει κι εσύ να σταματήσεις να μου μιλάς στον πληθυντικό. Και να πάψεις να με λες κύριο Γκάτσο. Να με λες Νίκο» επέμενε, κρατώντας τα χέρια μου μέσα στα δικά του, τεράστια χέρια και κοιτάζοντάς με στα μάτια, όπως οι ειδικοί που προσπαθούν να κάνουν ένα μουγγό ή ένα κωφάλαλο παιδί να πει την πρώτη λέξη.


Ο Νίκος Γκάτσος με την Αγαθή Δημητρούκα, Αθήνα, 1975
_____________

«Άργησες είκοσι χρόνια!»

Για την Αθήνα έφυγα με το «ζαρμπί» μου, δηλαδή με το έτσι θέλω. Πήρα τη γραφομηχανή μου και τα ρούχα μου, πήρα και το λεωφορείο, και κατά τις δυόμισι το μεσημέρι χτυπούσα το κουδούνι της μονοκατοικίας της οδού Σπετσών 101 στην Κυψέλη.Ο Νίκος με περίμενε.
«Άργησες» ήταν η πρώτη του κουβέντα.

«Μα...»

«Άργησες είκοσι χρόνια!»

«Πριν από είκοσι χρόνια δεν είχα ακόμα γεννηθεί...»

«Μάλλον έπρεπε να ήμουν εγώ είκοσι χρόνια νεότερος».



Βασίλης Γισδάκης, Νίκος Γκάτσος, Αγαθή Δημητρούκα, Μάνος Χατζιδάκις 
_____________

Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί Μεσολογγίτη ή Κεφαλλονίτη;

«Εσύ που είσαι νέα κι έχεις το μυαλό σου φρέσκο τι από τα δύο προτιμάς: "Ο Γιάννης ο φονιάς/ παιδί μιας Πατρινιάς/ κι ενός Κεφαλλονίτη" ή "Ο Γιάννης ο φονιάς/ παιδί μιας Πατρινιάς/ κι ενός Μεσολογγίτη";»

«"Ενός Μεσολογγίτη"» απάντησα με σιγουριά.

«Για άκουσε και τη μελωδία, να δεις πώς πάει· άκου όλο το τραγούδι» κι άρχισε παράλληλα να μου το σιγοτραγουδάει.

«"Ενός Μεσολόγγιτη"» επανέλαβα με μεγαλύτερη σιγουριά.

«Γιατί;» με ρώτησε κατά τον πελοποννησιακό του τρόπο, αλλά χαμογελώντας.

«Γιατί, με το να είναι "παιδί Κεφαλλονίτη", μπορούμε να φανταστούμε ότι το "φονικό" το έκανε από την κεφαλλονίτικη τρέλα του· αν όμως είναι "παιδί Μεσολογγίτη", μας αφήνει να υποθέσουμε ότι η πράξη του είχε έναν κάποιο ηρωισμό, που ταιριάζει καλύτερα με τους υπόλοιπους στίχους και με το μυστήριο που κρύβουν "τα χέρια τ' ακριβά"».

«Έτσι λες;» με ξαναρώτησε στο ίδιο ύφος.

«Έτσι νομίζω· δεν έχει καμία σχέση με τον Τζώννη τον μπόγια, που πήγε "στ' Αργοστόλι/ και στην Κεφαλλονιά"...».

«Εντάξει λοιπόν, θα σου κάνω τη χάρη· θα τον βάλω τελικά "παιδί μιας Πατρινιάς/ κι ενός Μεσολογγίτη" ».

Και τότε κατάλαβα ότι καμία χάρη δε μου έκανε: έτσι το είχε βάλει από την αρχή και τόση ώρα διασκέδαζε μαζί μου. Για μένα πάντως αυτό ήταν το πρώτο μάθημα στιχουργικής. Μεσολάβησαν κι άλλα, όμως το δεύτερο σχετικά με τον «Γιάννη το φονιά» ήταν μιαν άλλη μέρα, που ήρθε η Μαρία Μπονέλλου στο σπίτι. Ο Νίκος μάς έβαλε ν’ ακούσουμε το τραγούδι από μια πρόχειρη κασέτα που του είχε δώσει ο Χατζιδάκις. κι αφού θαυμάσαμε την απέριττη ερμηνεία του Μητσιά, η Μαρία τον ρώτησε: «Ποιος ήταν αυτός ο Γιάννης ο φονιάς; Τι φονικό είχε κάνει;».

«Πού να ξέρω;» απάντησε ο Νίκος πολύ φυσικά.

«Πώς δεν ξέρεις, αφού εσύ το έγραψες;»

«Εγώ απλώς φαντάστηκα μια ιστορία· καθένας είναι ελεύθερος να την ερμηνεύσει όπως θέλει».

«Τη φαντάστηκες; Δηλαδή δεν είναι αληθινή;»

«Όχι βέβαια!»

«Δε σε πιστεύω· ψέματα μας λες!»




Έτσι μεγαλώσαμε...Με αλήθειες και με ψέματα κύλαγε η ζωή


Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Αρκαδία, μετέφερε τη φύση της σε στίχους και ποιήματα, πότε σαν τον κηπουρό που απομονώνει φυτά για να βρουν χώρο να αναπτυχθούν και πότε σαν τον φυσιοδίφη που ανακαλύπτει σ' έναν ξερότοπο ένα ασθενικό βλασταράκι και το μεταφυτεύει σε πιο γόνιμο έδαφος με τη λαχτάρα να το δει ν' ανθίζει. 

«Σ’ αυτό τον ξερότοπο γεννήθηκες, κυρ Νίκο; Πώς ζήσατε σ’ εκείνα τα βουνά;» τον ρώτησε η μάνα μου μετά από μια εκδρομή που είχε κάνει με άλλες χήρες του χωριού στα μοναστήρια της Αρκαδίας. «Πώς ζει αυτός ο κόσμος χωρίς χωράφια; 'Ολο πέτρες και πεζούλες. πεζούλες, πεζούλες, με λίγο στάρι εδώ, πέντε ρίζες αμπέλι παραπέρα» έλεγε και σταυροκοπιόταν- γιατί ήταν μαθημένη σε πεδινά με βλάστηση και σε παραθαλάσσια μέρη-, ξεχνώντας την τραχύτητα της δικής της ζωής.

«Σ’ αυτό τον ξερότοπο γεννήθηκα, κυρία Χρυσαυγή» της απαντούσε εκείνος «κι η ζωή τότε ήταν ακόμα πιο δύσκολη».


Η Ασέα του 1927 (Φωτο: Σύλλογος Ασεατών)
____________

Μου τα ’χε πει. μου τα ’λεγε τις νύχτες που καθόμασταν κι ακούγαμε τραγούδια στο ραδιόφωνο. Τα ήξερα σαν να είχαμε συναντηθεί στην παιδική μας ηλικία· σαν να είχαν αυτονομηθεί οι ζωές μας και να εξακολουθούσαν να συναντιούνται στην πρώτη εκείνη ηλικία, κρυφοκοιτάζοντάς μας στον παρόντα χρόνο.
«Ο πατέρας μου, Γεώργιος Γκάτσος, ήταν ο πρώτος απ’ όλο τον δήμο Βαλτετσίου που έφυγε μετανάστης στην Αμερική. Δεν είχε παντρευτεί ακόμα· πήγε να βγάλει λεφτά για να ξεχρεώσει την περιουσία, που ο δικός του πατέρας την είχε βάλει ενέχυρο σ’ έναν τοκογλύφο στην Τρίπολη κι έληγε η προθεσμία.

»Βλέπεις. ο παππούς μου είχε την πετριά να θέλει να γίνει δήμαρχος και του κλαιγόταν ο ένας "Μπαρμπα-Θανάση, να σε ψηφίσω, αλλά γεννάει η γυναίκα μου και πώς θα πληρώσω τη μαμή;" και του έδινε λεφτά ο παππούς μου. Και του κλαιγόταν ο άλλος "Μπαρμπα- Θανάση, να σε ψηφίσω, αλλά το μουλάρι μου ψόφησε και πρέπει να πάρω άλλο" και του έδινε κι αυτουνού.. Έτσι, από την επιπολαιότητά του, βρέθηκε με την περιουσία του υποθηκευμένη και με τα παιδιά του στην Αμερική, γιατί, μόλις ο πατέρας μου είδε πώς είχαν εκεί τα πράγματα, πήρε σιγά σιγά κι όλα τ’ αδέρφια του, στις αρχές του εικοστού αιώνα.

»Τελικά, όταν κατάφεραν να ξεχρεώσουν την περιουσία, τα μικρότερα αδέρφια παρέμειναν στην Αμερική κι εκείνος με τον θείο μου τον Λεωνίδα γύρισαν στην Ασέα, που είχε ακόμα το σλάβικο όνομα Καντρέβα. Έπειτα μοίρασαν το σπίτι - μικρό βέβαια, αλλά από τα ωραιότερα σπίτια του χωριού: γύρω γύρω και λίγο κάτω από τα κεραμίδια είχε μια μπορντούρα από φυλλαράκια σε χρώμα λουλακί πάνω στον ασβεστωμένο τοίχο - και παντρεύτηκαν.

»Η μάνα μου. Βασιλική Βασιλοπούλου, ήταν από την πάνω γειτονιά και τα δικά της αδέρφια κατέληξαν μετανάστες στον Καναδά. Ήταν δεκάξι χρόνια μικρότερη από τον πατέρα μου. 
Έκαναν, λοιπόν, ένα αγόρι που τους πέθανε, έπειτα έκαναν εμένα και μετά από δύο χρόνια την αδερφή μου. »

»Ασχολούνταν με αγροτικές δουλειές κι εμάς μας κράταγε η κυρούλα μας, η μάνα της μάνας μας, που τη φώναζαν Ζαρογιαννού, αφού του άντρα της του είχαν βγάλει το παρατσούκλι Ζαρόγιαννης. "Είχε ζάρες ο πατέρας σου και τον είπαν Ζαρόγιαννη;" ρώτησα όταν μεγάλωσα τη μάνα μου. "Όχι, παιδί μου" μου απάντησε εκείνη "τον είπαν Ζαρόγιαννη γιατί ήταν χοντρός σαν ζάρα, σαν πιθάρι".
»Το παρατσούκλι του δικού μου πατέρα ήταν Ζώτας, επειδή έτσι έλεγε μικρός το γιώτα· γι’ αυτό και τη μάνα μου τη φώναζαν Ζώταινα.
»Εμένα όμως τα παιδιά - που συχνά είναι πολύ σκληρά - μου είχαν βγάλει το παρατσούκλι Τρεμουλίνος, επειδή τρέμανε τα χέρια μου και τότε. Υποθέτω πως άρχισαν να τρέμουν μόλις έμαθα για τον θάνατο του πατέρα μου· κάποιο κλονισμό θα έπαθα, γιατί, αλλιώς, πώς εξηγείται να μη θυμάμαι καθόλου την εικόνα του, σαν να την έχω απωθήσει από τη μνήμη μου; Ήμουνα σε ηλικία που έπρεπε να τον θυμάμαι. 


Πώς θυμάμαι ότι είχαμε πάει στην πάνω γειτονιά για να μάθουμε νέα του από κάποιον που είχε γυρίσει από την Αμερική, καθώς ο πατέρας μου είχε φύγει δύο μήνες πριν για να πάει μια κοπέλα από το χωριό γυναίκα σ’ έναν αδερφό του; Εκεί μας είπαν το φοβερό μαντάτο:

"Έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και δύο μέρες προτού φτάσουν στη Νέα Υόρκη πέθανε και τον πέταξαν στη θάλασσα". Η μάνα μου δεν είπε λέξη. Κατέβασε το μαντίλι της να της σκεπάζει τα μάτια, μας έπιασε σφιχτά από το ένα χέρι εμένα κι από το άλλο την αδερφή μου και κατεβήκαμε αμίλητοι στο σπίτι μας. Εμάς μας άφησε στην αυλή - όπου άρχισε να μαζεύεται κόσμος - κι εκείνη κλείστηκε στο σπίτι και ξέσπασε σε κλάματα και θρήνους: ήταν περήφανη· δεν ήθελε να δει κανένας τον πόνο της.

Φοιτητής (δεξιά στη φωτογραφία), ο Νίκος Γκάτσος, επισκέπτεται την Ασέα το 1930 
______________


»Τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ για εκείνη: έπρεπε τώρα να κάνει και τις αντρικές δουλειές. Όσο μπορούσε, τη βοηθούσε κι ο θείος μου ο Λεωνίδας, που ερχόταν τα βράδια στην πάνω γωνιά - εκείνος είχε πάρει στη μοιρασιά του σπιτιού την κάτω - και ρώταγε τη μάνα μου: 
"Γριά"- κι ας μην ήταν ούτε τριάντα χρονών- "έχεις φαί απόψε;". "Έχω, αφέντη Λεωνίδη" του απαντούσε εκείνη και τότε αυτός έπαιρνε το λαδικό και μας έριχνε το λάδι στα πιάτα μας με οικονομία. Στα μέρη μας δεν ευδοκιμούσαν τα ελαιόδεντρα και γι’ αυτό οι άντρες πήγαιναν εργάτες στη Μεσσηνία όταν ήταν να μαζέψουν τις ελιές, όπου πληρώνονταν σε λάδι. Εμείς το αγοράζαμε κι ο θείος μου, για να μην το σπαταλάμε. είχε σκαρφιστεί ένα τέχνασμα: κράταγε το λαδικό κι έριχνε στον καθένα μας - και στα δικά του παιδιά - μία σταγόνα για κάθε χωριό του τότε δήμου Βαλτετσίου: Μάναρη, Πάπαρη, Καντρέβα ανέβα και κατέβα... δεκατέσσερα τα χωριά, δεκατέσσερις και οι σταγόνες το λάδι. "Ξέχασες την Αραχαμίτα" του φωνάζαμε, μήπως και μας έριχνε μια σταγόνα παραπάνω, ή "Ξέχασες το Κεραστάρη", γιατί το βλέπαμε και σαν παιχνίδι.

»Έτσι μεγαλώσαμε· τι νομίζεις; Με αλήθειες και με ψέματα κύλαγε η ζωή. Έτσι μεγαλώσαμε και γίναμε άνθρωποι.

»Μετά το φαγητό, η κυρούλα μας έφευγε για να κοιμηθεί στο σπίτι της, "να μην το αφήσει μοναχό". Πολλές φορές όμως, πριν βγει από την αυλή μας, κοντοστεκόταν: "Ένας φουστανελάς κάθεται σ’ εκείνο το λιθάρι και στρίβει το τσιγάρο του· θα το τελειώσει και θα φύγει. Τότε θα φύγω κι εγώ· δε θέλω να χαλάσω την ησυχία του". Έβλεπε ονειροφαντασιές. αλλά κανένας δεν την παρεξηγούσε. Έπειτα από λίγο μάς φώναζε από κάτω "Έφυγε", μας καληνύχτιζε κι έφευγε κι εκείνη.




Τη μάνα μου την έβλεπα σαν την Παναγιά...

»Τραχιά ζωή για τη μάνα μου, που ήταν χήρα, τραχιά και για μας, που ήμασταν ορφανά. "Να μάθετε γράμματα, να φύγουμε μια μέρα από δω" μας έλεγε. Κι εγώ πήγαινα στο σχολείο, και τα απογεύματα, προτού να πέσει ο ήλιος, καθόμουν στο περβάζι του παραθυριού ώσπου να τη δω να ανεβαίνει από τον επάνω κάμπο ή από την Κάτω Ασέα καβάλα στο γαϊδούρι και πίσω ν’ ακολουθεί το μουλάρι φορτωμένο, για να πω στην αδερφή μου: "Η μάνα μας! Έρχεται η μάνα μας!". Φοβόμασταν μην την πάρει η νύχτα, γιατί στα βουνά νυχτώνει απότομα, και χαθεί και μείνουμε έρημα στον κόσμο. Κι εκεί, στο παράθυρο, για να διασκεδάζω τον φόβο μου, επαναλάμβανα δυνατά τα μαθήματά μου ή έλεγα κάνα τραγούδι -θυμάμαι το τσάκισμα: "Για δέσ’ το, Νικολίνα, το Ζέππο το σκυλί/ γιατί θα με δαγκώσει και το 'χω προσβολή"- ή απάγγελλα κανένα ποιηματάκι από το αναγνωστικό· κι αν η μάνα μου δεν είχε έρθει ακόμα, έπιανα τα δύο ποιήματα - δύο στιχουργήματα - που είχε σκαρώσει ο πατέρας μου πριν από το τελευταίο του ταξίδι στην Αμερική.

Ο
 Γκάτσος την υπεραγαπούσε τη μάνα του και μάλιστα μου έλεγε πόσο είχε μετανιώσει που όταν ήταν νέος τη βασάνιζε την καημένη κάνοντας του κεφαλιού του ή λέγοντάς της ψέματα, όπως ένα καλοκαίρι που, ενώ εκείνη με την αδερφή του θα κατέβαιναν στην Ασέα για τις αγροτικές δουλειές, εκείνος της είπε ότι έπρεπε να μείνει στην Αθήνα για να διαβάσει για το πανεπιστήμιο, κι αφού της ζήτησε χρήματα για να αγοράσει συγγράμματα, έκανε κρυφά το μοναδικό ταξίδι του στο εξωτερικό, στο Παρίσι, για να δει από κοντά τα κινηματογραφικά στούντιο. Και συμπλήρωνε: «Αλλ’ από τότε που έγινα δεκαεννιά με είκοσι χρονών, δεν την ξαναστενοχώρησα· την έβλεπα σαν την Παναγιά».


Ο Νίκος Γκάτσος στο παράθυρο του δωματίου του στη μονοκατοικία της οδού Σπετσών 101 στην Κυψέλη
_____________

Από την οδό Σπετσών 101 στην οδό Υακίνθου 6-8...


«This girl annoys me!» είπε στον Νίκο, εννοώντας εμένα, το καλοκαίρι του 1978, ένας ξάδελφός του από τον Καναδά, που είχε έρθει με τη γυναίκα του και το μωρό τους. Τους ενοχλούσε η παρουσία μου πλάι του, η αφοσίωσή μου. Ήθελαν να τον βρουν έρημο, καταρρακωμένο και μόνο του, αλλά και πένητα, που θα πρόσμενε γονατιστός την ελεημοσύνη τους – για το ανέστιος θα προσπαθούσαν οι ίδιοι στη συνέχεια.

Δυστυχώς για τον Νίκο, ο ξάδερφός του είχε έρθει αποφασισμένος να τον διώξει από το σπίτι που οι ποιητές της γενιάς του ’30 και οι συνεργάτες του το ήξεραν ως δικό του και συναντιόνταν εκεί τα βράδια - όπου ο ίδιος είχε γράψει την Αμοργό, είχε μεταφράσει τον Ματωμένο γάμο και πολλά άλλα έργα του διεθνούς δραματολογίου και είχε γράψει τόσα και τόσα τραγούδια για μικρούς και για μεγάλους δίσκους, με πρώτο το ανεξίτηλο «Χάρτινο το φεγγαράκι», σε μουσική του Χατζιδάκι, και με τελευταίο τον κύκλο Το Δρομολόγιο σε μουσική του Μούτση - και όπου έμενε από το 1935, όταν ο αδερφός της μάνας του έφυγε για να εγκατασταθεί οριστικά στον Καναδά, αφήνοντας το σπίτι στην αδερφή του και στα παιδιά της διά λόγου, χωρίς χαρτιά.

Έτσι, σαράντα τρία χρόνια μετά, μόλις ο θείος πέθανε, ο ξάδερφος ήρθε για να πει στον Νίκο να φύγει από το σπίτι το συντομότερο κι όσο θα έμενε να του πληρώνει νοίκι.

Του έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι. Ήλπιζε πως θα ζούσε και θα πέθαινε εκεί όπου είχαν ζήσει και πεθάνει η μάνα του και η αδερφή του. Αρρώστησε. Ωστόσο μάταια προσπάθησαν φίλοι του νομικοί να τον πείσουν να μην πληρώσει νοίκι και να διεκδικήσει το σπίτι για δικό του. Μείναμε ακόμα ενάμιση χρόνο, κι εκείνος συνέχιζε την ώρα του εσπερινού ν’ ανοίγει την πόρτα ενός μικρού δωματίου που παρέμενε κλειστό, ν’ ανάβει το 
καντηλάκι πλάι στο κρεβάτι που ήταν άλλοτε της μάνας του και να ξαναβγαίνει, κάνοντας τον σταυρό του σαν να προσευχόταν:


Τάχα ποιο χέρι θα σου βάλει 
Μια χούφτα χώμα του Μοριά; 
Μάνα μικρούλα πορτοκαλιά 
Ρίξε στη γη σου το πορτοκάλι. 
αγκαλιά 
Αγάπη, θάλασσα πλατειά



Νίκος Γκάτσος, Πορτοκαλιά της Αίγινας, Δάνεισε τα μετάξια στον άνεμο [Ανέκδοτα ποιήματα/σχεδιάσματα],επιμέλεια Ευγένιος Αρανίτσης εκδ. «Ίκαρος», Αθήνα 1994.


Τα παλιά τα σπίτια τα κλεισμένα.....


Με σιδεροπρίονα διαλύσαμε αυτό το κρεβάτι, για να μην μπορέσει να το χρησιμοποιήσει κανείς άλλος. Καταστρέψαμε και το δικό του. Αδειάσαμε το υπόγειο από ρούχα που είχε μαζέψει η αδερφή του για να τα πάει σε παιδιά και γυναίκες του χωριού. Κι όλα τα πήρε ο κύριος Σπύρος με το φορτηγάκι ενός γνωστού του και τα πέταξε σε κάποια ερημιά.

Τα έπιπλα ήταν του σπιτιού. Σ’ εκείνον ανήκαν μόνο οι βιβλιοθήκες με τα βιβλία τους και το γραφείο του, που το έδωσε σε μένα. Τα φορτώσαμε, μαζί με δίσκους, κασέτες, διάφορα κασετόφωνα, μια μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση Sharp, κουζινικά, ρούχα, στρωσίδια και σκεπάσματα, που κάποια τα είχε υφάνει η μάνα του όταν ήταν νέα, και το σχεδιαστήριό μου, στο φορτηγάκι, που τώρα το οδηγούσε ο ιδιοκτήτης του. Ο κύριος Σπόρος είχε έρθει με το ταξί του για να μας πάει από την οδό Σπετσών 101 στην οδό Υακίνθου 6-8, λίγο πάνω από την πλατεία Κυψέλης. Εκεί, μας βοήθησαν και οι δύο να μεταφέρουμε τα πράγματα στο διαμέρισμα που είχαμε από μήνες νοικιάσει και επιπλώσει με τα εντελώς απαραίτητα και έκτοτε ο Νίκος δεν ξαναπέρασε ποτέ από τον παλιό του δρόμ
ο.


Τα παλιά τα σπίτια τα κλεισμένα
πάντα κρύβουν κάτι και για μένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά κι αγαπημένα
πράγματα γνωστά
πράγματα πιστά
πράγματα ζεστά λησμονημένα....


Χρόνε νυχτοπούλι παγερό, Χειμωνιάτικος ήλιος,Έργο 44 (1983).  

Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μανώλης Μητσιάς



Τι λησμονήσαμε άραγε; Την πιθανότητα το σπίτι να πωλείτο. Ο Δημογεροντάκης ήταν σίγουρος ότι θα βρίσκαμε τρόπο να το αγοράσουμε· το ίδιο και η Μούσχουρη. Ρωτήσαμε στο μεσιτικό γραφείο που μας υπέδειξαν οι γείτονες. Ήταν πολύ αργά.

Μήπως όλα όμως υπόκειντο στην εποπτεία του Γκάτσου, ο οποίος το μόνο ίχνος που ήθελε να αφήσει επί της γης ήταν το έργο του κι εκείνος να περάσει από τη ζωή «σα λαμπηδόνα καλοκαιριού και στερνοβρόχι του Μάη», «σαν ένα δάκρυ της θάλασσας»;


Απόστολος Γιαγιάννος, Νίκος Γκάτσος, 2013
__________


Η ζωή προχωράει με τεθλασμένες

Η διαδρομή που επαναλάμβανε ο Γκάτσος - κι εγώ μαζί του- ήταν ακριβώς αυτή: από τη Σπετσών, περπατώντας, φτάναμε στην Κυψέλης μέσω της Σκύρου - παίρναμε ταξί και, κατηφορίζοντας την Κυψέλης, συνεχίζαμε Κοδριγκτώνος, Πατησίων, Αιόλου, Σταδίου, Αμερικής, κατεβαίναμε στη γωνία με την Πανεπιστημίου, αγοράζαμε από το περίπτερο ελληνικές και ξένες εφημερίδες και περιοδικά και προχωρούσαμε για του Φλόκα.

Για την επιστροφή στο σπίτι, παίρναμε ταξί απέναντι από του Φλόκα, δηλαδή έξω από το Ιλίου Μέλαθρον - τότε Άρειο Πάγο- και συνεχίζαμε Ομόνοια, 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνη, Πατησίων, Τροίας, Σπετσών.[ Μετά τη μετακόμιση στην οδό Υακίνθου, η διαδρομή, ελαφρά τροποποιημένη: "Ομόνοια, 3ης Σεπτεμβρίου, Μάρνη, Πατησίων, Φωκίωνος Νέγρη, κάναμε τον γύρο της πλατείας Κυψέλης και σταματούσαμε στη γωνία με την Υακίνθου."]

Τι εμμονή κι αυτή που είχε ο Γκάτσος με τις διαδρομές! Διαμαρτύρονταν οι ταξιτζήδες, «Σε παρακαλώ, θα σου δώσω κάτι παραπάνω» τους έλεγε - κάτι παραπάνω που έτσι κι αλλιώς θα έδινε.[....]

Προσπάθησα πολλές φορές να κατανοήσω την εμμονή του με τις διαδρομές, που μ’ έβαζε να τις ακολουθώ ακόμα κι όταν ήμουν μόνη μου. Την απέδιδα σε μια εντελώς προσωπική του αντίληψη της γεωγραφίας· όμως υπήρχε ακόμα κάτι που μ’ έβαζε σε σκέψεις: Γιατί όταν φεύγαμε από τα εστιατόρια, πριν πάρουμε ταξί ή το αυτοκίνητο για να γυρίσουμε σπίτι, μπαίναμε στα διπλανά μαγαζιά, δήθεν για να δούμε βιτρίνες και προθήκες; Και γιατί όταν γυρνούσαμε στο σπίτι από τις μικρές μας εκδρομές επαναλάμβανε κάπως άτσαλα στην είσοδο της πολυκατοικίας μια ιεροτελεστία βημάτων, όπως κάνουν οι λαγοί έξω από τις φωλιές τους για να μπερδέψουν τον κυνηγό;

Γιατί ήθελε να ακυρώσει την ευθεία. Το κατάλαβα όταν είδα το καρδιογράφημα του τέλους: ευθεία οδός, ο θάνατος. Η ζωή προχωράει με τεθλασμένες.

Αγαθή Δημητρούκα, Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο, εκδόσεις Πατάκη


Περιμένοντας ταξί στο φανάρι Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου 
Ν. Γκάτσος, Μ. Χατζιδάκις, Α. Δημητρούκα
____________



Πηγές

Νίκος Γκάτσος, σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 30.IV.2015 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
_____________








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου