Ο Άγγελος Σικελιανός σε νεαρή ηλικία
Μάνα φωτιά με βύζαξες κ΄ είναι η καρδιά μου αστέρι;
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στις 15 Μαρτίου του 1884 στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίτση.
Ο πατέρας του δίδαξε και στο γυμνάσιο της Λευκάδας. Αγαπούσε τους κλασσικούς και την ξένη λογοτεχνία, ήταν δημοτικιστής και ενθουσιώδης θαυμαστής και υποστηρικτής της επτανησιακής παράδοσης.
Η μητέρα του Χαρίκλεια, ήταν θυγατέρα του Πάνου Στεφανίτση, που καταγόταν από την Κεφαλληνία, ενώ η μητέρα της από την Ηπειρώτικη οικογένεια: Μόστρα. Η Χαρίκλεια Σικελιανού, ως γυναίκα, υπήρξε ιδιαίτερα μορφωμένη για την εποχή της. Από τα εφτά παιδιά που γεννήθηκαν, τα δύο ήταν κόρες. Από τα αγόρια ο Άγγελος και ο Διονύσης πέθαναν πολύ ενωρίς. Ο Άγγελος πήρε το όνομα του αδερφού του, που πέθανε το 1884.
Το παιδί γεννήθηκε με μαγνάδι στο πρόσωπο (με εκείνο το κομμάτι του αμνιακού σάκου που ονομάζουμε προσωπίδα). Αυτό ακριβώς το γεγονός θεωρήθηκε από τον ίδιο και τους οικείους του ως ένδειξη της ξεχωριστής αποστολής την οποία προοριζόταν να επιτελέσει.
Ο Σικελιανός ταυτίζεται απαρχής με τον Αλαφροΐσκιωτο. Ο τίτλος που εξόφθαλμα δανείστηκε ο Σικελιανός από το Σολωμό – είναι ο ίδιος ο ποιητής».
Το ότι οι Μοίρες τον μοίραναν στην κούνια του, μας επέτρεψε να το μαντεύσουμε. Αλλά το ότι η μητέρα του, σαν άλλη Δήμητρα το Δημοφώντα, τον έβαψε συμβολικά στη φωτιά για να τον κάμει αθάνατο, αυτό μας το είπε αρκετά καθαρά:
Το πρόσωπό μου εφύλαγεν
η προσωπίδα η διάφανη,
που η μάνα, από την όψη του
αγάλι – αγάλι βγάνοντας
χαμογέλα, αχνή, να με γνωρίσει….
Δάκρυά της ανάλαμπαν στα ματόκλαδα
Μάνα, ιερότερη απ’ τη φύση! [.....]
Πετιώμαι απάνω. Η αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιὰ το κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!
Ακούστε, ακούστε με!
Αν ετρέμανε στην κούνια τα βυζασταρούδια,
εμένα με νανούρισαν,
των αντρειωμένων τα τραγούδια.
Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,
στην μπόρα τη μαρτιάτικη
που ΄χε τα ουράνια ανοίξει,
εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της
τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Μάνα φωτιά με βύζαξες
Γιάννης Σταύρου, Άγγελος Σικελιανός, πορτρέτο
«Δε θα χωριστούμε ποτέ!»......
Το 1914, στα γραφεία του Εκπαιδευτικού Ομίλου, συναντώνται οι δυο ποιητές, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Ν. Καζαντζάκης και γρήγορα τους δένει μια στενή φιλία. Η Έλλη Αλεξίου, αδελφή της Γαλάτειας Αλεξίου – Καζαντζάκη, ονομάζει τους δύο άντρες «πνευματικούς αδελφούς» και ο Πρεβελάκης, «αδερφοποιτούς». Η Ελένη Καζαντζάκη χαρακτήρισε τη γνωριμία τους, «θεϊκό δώρο» και ο Α. Σικελιανός, θεωρήθηκε «ένας αδερφός» για τον Ν. Καζαντζάκη.
Οι δύο πνευματικοί νέοι αμέσως, μόλις γνωρίζονται, αποφασίζουν να κάνουν περιήγηση – προσκύνημα στο Άγιο Όρος, και στη συνέχεια αναχωρούν εντός τριημέρου. Η περιήγηση αυτή διαρκεί σαράντα ημέρες και η φιλία η οποία αναπτύσσεται ανάμεσά τους, μολονότι παρουσιάζει διαφορετικές φάσεις, διατηρείται μέχρι το τέλος της ζωής τους.
«Δε θα χωριστούμε ποτέ!» φώναξε ο φίλος μου· θα ζευτούμε σα δυο βόδια να οργώσουμε τη γης!»
Ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός
Γαλάτεια, Νίκος, Άγγελος, Εύα
Από τον Ιούλιο ως και το Σεπτέμβριο του 1915, ο Καζαντζάκης μετακινείται ταξιδεύοντας μόνος ή με την σύζυγό του Γαλάτεια και με το ζεύγος Σικελιανού. Σ' αυτά τα ταξίδια, η Γαλάτεια γνωρίζει τον Α. Σικελιανό από κοντά, και στο έργο της, Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, συγκρίνοντας τον άντρα της Καζαντζάκη, με το Σικελιανό (τον οποίο εδώ, αποκαλεί «Γλαύκο»), εκφράζει το θαυμασμό της για το Λευκαδίτη ποιητή και τον χαρακτηρίζει «γενναίον».
«Ο Αλέξανδρος παράλλαζε από τον Γλαύκο σε πολλά πράματα. Ήταν κλειστός, ενώ ο Γλαύκος ήταν όλος διάχυση και εγκαρδιότητα. Έπειτα του ’λειπε η απλοχεριά του Γλαύκου. Όχι βέβαια γιατί του ’λειπαν τα μέσα. Αλλά γιατί δεν είχε το μεγάλο χάρισμα αυτών που είναι «γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν είναι πτωχοί πάλιν εις μικρόν γενναίοι».
Γαλάτεια Καζαντζάκη, Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι, Πρόοδος, Θεσσαλονίκη, σ. 100
Αντίθετα από το θαυμασμό της για τον Άγγελο, στην Εύα Πάλμερ -Σικελιανού, η Γαλάτεια δε χαριζόταν! Τα δύο ζευγάρια είχαν συντροφέψει στη Συκιά της Κορινθίας τον Αύγουστο του 1915.
Ο Σικελιανός κορδωνόταν ότι θυμίζει όλους τους ελληνικούς ήρωες και η Γαλάτεια συμπλήρωνε:
"Ιδιαίτερα το μονοσάνταλο Ιάσονα που πήρε το χρυσόμαλλο τέρας - την Εύα!!!!!"
Ξανθιά, ή καλύτερα ρούσα, ήταν η Εύα, αλλά κάθε άλλο παρά τέρας!Κρυφός γυναικείος συναγωνισμός, αν όχι και ζήλια, έκρυβε το πετυχημένο ωστόσο λογοπαίγνιο, ώστε να το θυμάται και να το μνημονεύει ύστερα από χρόνια ο Καζαντζάκης.
Ο Σικελιανός με την πρώτη σύζυγό του Εύα Πάλμερ (Φωτο: Μουσείο Μπενάκη)
Ένας προφήτης που ήθελε να γενεί ποιητής, ένας ποιητής που ήθελε να γενεί προφήτης..
«— Εγώ προτιμώ τον τράγο του αρχαίου χορού, είπεν ο Πέτρος. Αυτός, … προστάτευε τον αιώνιον άνθρωπο. Μεταλάβαινε το αίμα του θεού, έσμιγε μαζί του, γινόταν ένα και ζούσε για μιαν υπέρτατη στιγμή τις χαρές και το χαμό του.»
Ν. Καζαντζάκης, Συμπόσιον, Εκδ. Ε. Καζαντζάκη, Δεύτερη Έκδ. σ. 28
Το Μάρτη του 1915, μια μέρα που ανέβαιναν μαζί το Χελμό, να επισκεφτούν το Μέγα Σπήλαιο και τα Καλάβρυτα, ο Σικελιανός κοντοστάθηκε, καμάρωσε τον Καζαντζάκη που τραβούσε αλύγιστος μπροστά, και του είπε πως πορεύεται στον ανήφορο σα σπαθί! Καταχάρηκε ο Καζαντζάκης, μα δεν απάντησε, και όταν σε λίγο ο Σικελιανός, που ήθελε ν' ακούσει και τον δικό του έπαινο, τον ρώτησε: κι εγώ, πώς ανεβαίνω; ο Καζαντζάκης έπαιξε με τ' όνομά του και του απάντησε: Εσύ, σαν Άγγελος!
Το 1915, όταν οι δύο ποιητές ταξίδευαν μαζί στην Ελλάδα, μια μέρα στα περίχωρα της Σπάρτης πρόσεξαν ένα λουλούδι που τους ήταν άγνωστο, και ρώτησαν ένα χωρικό πώς τάχα να το λένε. Ο ίδιος δεν ήξερε· τους είπε όμως πως μια γριά που ζούσε κει κοντά θα μπορούσε σίγουρα να τους το πει, καθώς όλα τα γνώριζε τα βότανα και τα λουλούδια. Πήγαν την άλλη μέρα να τη βρουν, αλλά η γριά κείνη τη νύχτα είχε πεθάνει! - και ήταν μεγάλη η στεναχώρια τους, γιατί μαζί με τη γριά είχε χαθεί, ίσως για πάντα, και μια λέξη.
Η φιλία των δύο τερματίζεται το 1923, όταν διατυπώνεται επίσημα πλέον το Καζαντζακικό Πιστεύω στην Ασκητική. Και ενώ ο Καζαντζάκης μετατοπίστηκε ως προς τις ιδέες του περί Χριστιανισμού μετά από την επίσκεψή τους στο Άγιον Όρος, αντιθέτως ο Σικελιανός έδεσε τη χριστιανοσύνη με την ποιητική του πορεία
Αν από το 1923 και πέρα οι δρόμοι τους ξεχώρισαν, η μεταξύ τους εκτίμηση και αγάπη δεν χάθηκαν ποτέ: Το 1945 η Εύα και ο Άγγελος – παρόλο που είχαν χωρίσει πριν 12-13 χρόνια και ο Σικελιανός είχε ξαναπαντρευτεί - πάντρεψαν την Ελένη και τον Νίκο, που συζούσαν από το 1926. Κοινή ήταν το 1946 η υποψηφιότητά τους για το βραβείο Νόμπελ και μαζί με τον Καζαντζάκη προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα.
Πολύ αργότερα, ο Καζαντζάκης, ιστορώντας τη ζωή του, θα συμπεριλάβει στο έργο του Αναφορά (στο Γκρέκο) ένα ολόκληρο κεφάλαιο, το ΙΘ΄ με τίτλο «Ο φίλος μου ο ποιητής - Άγιον Όρος»
«...Σαράντα χρόνια φιλία ακατάλυτη μ' έσμιγε με το Σικελιανό, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσα ν' αναπνέω, να μιλώ, να γελώ και να σωπαίνω μαζί του. Τώρα η Ελλάδα άδειασε...» είπε ο Καζαντζάκης μετά το θάνατο του Σικελιανού στις 19 Ιουνίου 1951.
Ήταν ο ποιητής ετούτος από το γένος των αϊτών...
Ήταν πολύ ωραίος, και το’ξερε· ήταν μεγάλος λυρικός ποιητής, και το ’ξερε· είχε γράψει ένα μεγάλο τραγούδι θαμαστό· ποιητική ατμόσφαιρα, στίχος, γλώσσα, αρμονία μαγική, δε χόρταινα να το διαβάζω και να το χαίρουμαι. Ήταν ο ποιητής ετούτος από το γένος των αϊτών· με το πρώτο τίναγμα των φτερών του έφτανε στην κορυφή.
Αργότερα, όταν θέλησε να γράψει και πρόζα, είδα πως αληθινά ήταν αϊτός· όταν δεν πετούσε μα επιχειρούσε να περπατήσει στη γης, ήταν όπως ο αϊτός που περπατάει, βαρύς κι αδέξιος· το στοιχείο του ήταν ο αέρας. Φτερά είχε, μυαλό στέρεο δεν είχε· έβλεπε μακριά και θαμπά. Στοχάζουνταν με εικόνες, κι οι ποιητικές παρομοίωσες ήταν γι’ αυτόν ατράνταχτα λογικά επιχειρήματα· όταν μπερδεύουνταν σε συλλογισμούς και δεν μπορούσε να βρει άκρα, άστραφτε μέσα του μια λαμπερή εικόνα ή ξεσπούσε σε τρανταχτό γέλιο και γλίτωνε.
Μα είχε αρχοντιά μεγάλη, σπάνια χάρη κι ευγένεια, να τον έβλεπες να μιλάει και να λάμπει έξαλλο το γαλάζιο μάτι του ή να τον άκουες ν’ απαγγέλνει τραγούδια του και να τραντάζουν τα τζάμια του σπιτιού, καταλάβαινες πως θα ’ταν οι αρχαίοι ραψωδοί που, στεφανωμένοι με κληματόφυλλα ή μενεξέδες, γύριζαν από παλάτι σε παλάτι και μέρωναν με το τραγούδι τους τους ανθρώπους που ήταν ακόμα θεριά.
Αληθινά, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, ένιωσα πως ο νέος αυτός τιμάει το ανθρώπινο γένος.
Γενήκαμε ευτύς, απότομα, φίλοι· τόσο πολύ διαφέραμε οι δυο μας που μαντέψαμε μονομιάς πως ο ένας είχε ανάγκη από τον άλλο και πως οι δυο μαζί θ’ αποτελούσαμε τον άρτιο άνθρωπο.
Εγώ τραχύς, λιγομίλητος, λαϊκό σκληρό τσόφλι· με ρωτήματα πολλά, με αγωνίες μεταφυσικές, δε με ξεγελούσε η φανταχτερή επιφάνεια, μάντευα πίσω από τ’ ωραίο πρόσωπο το κρανίο· καθόλου αφελής, καμιά βεβαιότητα, δεν είχα γεννηθεί πρίγκιπας, μοχτούσα να γίνω.
Αυτός πρόσχαρος, μεγαλόστομος, σίγουρος· με αρχοντικιά σάρκα, με την απλοϊκιά και δυναμογόνο πίστη πως είναι αθάνατος· ήταν σίγουρος πως είχε γεννηθεί πρίγκιπας και δεν είχε ανάγκη να πονέσει, να μοχτήσει για να γίνει· ούτε να λαχταρίσει την κορυφή, αφού βρίσκουνταν, ήταν σίγουρος, στην κορυφή. Ήταν σίγουρος πως ήταν μοναδικός κι αναντικατάστατος· με κανένα ζωντανό ή πεθαμένο μεγάλο δημιουργό δεν καταδέχουνταν να συγκριθεί· κι η αφέλεια τούτη του ’δινε πεποίθηση και δύναμη μεγάλη.
Μια φορά του μιλούσα πώς η μέλισσα η βασιλομάνα, τη μέρα του γάμου της, ανεβαίνει στον αέρα και πίσω της ακλουθούν στρατός οι κηφήνες και μάχουνται να τη φτάσουν· κι ένας την προφταίνει, ο γαμπρός, σμίγει μαζί της κι όλοι οι άλλοι γκρεμίζουνται και ψοφούν.
— Όλοι οι μνηστήρες, του ’λεγα, πεθαίνουν ευχαριστημένοι, γιατί όλοι ένιωσαν, σαν να ’ταν όλοι ένα, τη γαμήλια αναγάλλιαση του γαμπρού.
Μα ο φίλος μου ξέσπασε σε βροντερό γέλιο:
— Αυτό που λες δεν το καταλαβαίνω καθόλου· εγώ θέλω, εγώ μονάχα, να ’μαι ο γαμπρός.
Γέλασα:
— Εγώ, του αποκρίθηκα θυμίζοντάς του ένα λόγο αγαπημένου μυστικού, εγώ ηγούμαι στεφανούσθαι νικώντων άλλων. Το πνέμα δε λέγεται Εγώ· λέγεται: Όλοι εμείς.
Αργότερα, όταν τον γνώρισα πιο πολύ, του ’πα μια μέρα:
— Η μεγάλη διαφορά μας, Άγγελε, είναι ετούτη: Εσύ πιστεύεις πως βρήκες τη λύτρωση και λυτρώθηκες· εγώ πιστεύω πως λύτρωση δεν υπάρχει, και πιστεύοντάς το, λυτρώθηκα.
«Κάνει το Σουλτάνο, μα είναι σουλτάνα».
Όμως βαθιά του ενέδρευε μια συμπαθητική πολύ, τρυφερή πολύ αδυναμία: είχε απόλυτη ανάγκη να τον αγαπούν και να τον θαμάζουν. Αν μπορούσες να διαπεράσεις το θριαμβευτικό του πρόσωπο και τη βροντόφωνη πεποίθησή του, θα ’βλεπες έναν ανήσυχο άρχοντα ν’ απλώνει το χέρι στους διαβάτες. Ένας παλιός φίλος του, κυνικός πολύ, μου ’πε μια μέρα: «Κάνει το Σουλτάνο, μα είναι σουλτάνα».
Πολλοί, από ζήλια, από αντιπάθεια στην εξωτερική παγονίστικη ζωή του, τον θεωρούσαν θεατρίνο· πως τίποτα δεν πίστευε, κι ό,τι έλεγε κι έκανε, ψευτιά κι επίδειξη. Ένα παγόνι, κι είχε ανοιγμένα διαρκώς τα φανταχτερά φτερά του· μα αν τον μαδούσες, θα ’βρισκες μια κοινή, ασήμαντη όρνιθα.
Όχι, δεν ήταν θεατρίνος· η εξωτερική ζωή του, τα παχιά λόγια του, ο στόμφος κι η αλαζονεία του, η πεποίθησή του πως ήταν μοναδικός στον κόσμο και μπορούσε, αν ήθελε, να κάνει θάματα, αποκρίνουνταν με απόλυτη ειλικρίνεια στην εσωτερική του βαθιά βεβαιότητα· δεν καμώνουνταν πως ήταν μοναδικός, το πίστευε ακλόνητα. Μπορούσε να βάλει το χέρι του στη φωτιά με τη βεβαιότητα πως δε θα καεί· μπορούσε να ριχτεί χωρίς ανησυχία στον πόλεμο, με τη βεβαιότητα πως σφαίρα δεν μπορούσε να τον αγγίξει· έτρωγε πολύ και το καυκιόταν, γιατί ήταν βέβαιος πως αυτός ό,τι τρώει το κάνει πνέμα. «Ενώ οι άλλοι...» έλεγε και σκούσε στα γέλια.
Μια μέρα, εκεί που σεριανούσαμε στους δρόμους της παλιάς Αθήνας, μου’ πε:
— Τόσο Θεό αισθάνομαι μέσα μου, που αν τη στιγμή τούτη αγγίξεις το χέρι μου, θα πετάξει σπίθες.
Δε μίλησα.
— Τι, δεν το πιστεύεις; μου κάνει βλέποντάς με να σωπαίνω· δοκίμασε, άγγιξε! και μου άπλωσε το χέρι.
Δεν ήθελα να τον ντροπιάσω:
— Καλά, του’πα, πιστεύω· ποια η ανάγκη να δοκιμάσω;
Ήμουν βέβαια σίγουρος πως δε θα ’βγαζε σπίθες· σίγουρος; ποιος ξέρει... Τώρα το μετανιώνω που δε δοκίμασα.
Kαζαντζάκης και Σικελιανός διαβάζουν μαζί (20 Μαρτίου 1915)
Μέναμε οι δυο σ’ ένα εξοχικό σπίτι, μέσα σε πευκώνα, στην άκρα της θάλασσας.* Διαβάζαμε Ντάντε και Παλαιά Διαθήκη κι Όμηρο, μου απάγγελνε με τη βροντερή φωνή του στίχους δικούς του, κάναμε μακρινούς περιπάτους· ήταν οι πρώτες μέρες της γνωριμιάς μας, τ΄αρραβωνιάσματα. Χαρά μεγάλη που είχα βρει έναν άνθρωπο να μην μπορεί ν’ αναπνέει παρά στο πιο αψηλό πάτωμα της επιθυμίας. Γκρεμίζαμε και δημιουργούσαμε τον κόσμο, ήμασταν και οι δυο σίγουροι πως η ψυχή είναι παντοδύναμη· μονάχα που αυτός νόμιζε πως η ψυχή η δική του, εγώ πως η ψυχή του ανθρώπου.
Ένα δειλινό που ετοιμαζόμασταν για το βραδινό μας περίπατο και στεκόμασταν ακόμα στο κατώφλι και κοιτάζαμε τη θάλασσα, να σου και καταφτάνει τρεχάτος ο ταχυδρόμος του χωριού· έβγαλε από την τσάντα του κι έδωκε ένα γράμμα στο φίλο μου κι ύστερα έσκυψε στο αφτί του, ταραγμένος:
— Έχετε κι ένα μεγάλο δέμα.... είπε με φοβισμένη φωνή.
Ο φίλος μου δεν τον άκουσε· διάβαζε το γράμμα, και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. Άπλωσε το χέρι, μου το’ δωκε:
— Διάβασε... μου’ πε.
Πήρα το γράμμα, διάβασα: «Βουδάκι μου, ο καημένος ο γείτονάς μας, ο ράφτης, πέθανε· σου τον στέλνω και σε παρακαλώ να τον αναστήσεις», του ’γραφε η γυναίκα του.
Ο φίλος μου με κοίταξε με αγωνία:
— Νομίζεις, είναι δύσκολο; έκαμε.
Σήκωσα τους ώμους:
— Δεν ξέρω, αποκρίθηκα· πάντως είναι δύσκολο πολύ.
Μα ο ταχυδρόμος βιάζουνταν.
—Τι να το κάμω το δέμα; ρώτησε και σήκωνε το πόδι του να φύγει.
— Φέρ’το! είπε ο φίλος μου απότομα και στράφηκε πάλι και με κοίταξε, λες και περίμενε να του δώσω κουράγιο.
Μα εγώ ένιωθα δυσφορία μεγάλη και σώπαινα.
Σταθήκαμε αμίλητοι και περιμέναμε· ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, η θάλασσα είχε γίνει σκούρα τριανταφυλλιά· ο φίλος μου δάγκανε τα χείλη και περίμενε.
Σε λίγο δυό χωριάτες φάνηκαν και σήκωναν ένα φτωχικό φέρετρο· ήταν μέσα ο ράφτης.
— Ανεβάστε τον απάνω! πρόσταξε ο φίλος μου και το λαμπρό πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει.
Στράφηκε πάλι και με κοίταξε:
— Τι λες; με ρώτησε πάλι και κάρφωσε στα μάτια μου τη ματιά του, ανήσυχη· τι λες, θα μπορέσω;
— Δοκίμασε, αποκρίθηκα· εγώ θα πάω περίπατο.
...μπροστά μου ζυγιάζουνταν η ψυχή του φίλου μου....
Πήρα γιαλό γιαλό κι ανάσαινα βαθιά τη μυρωδιά του πεύκου και της θάλασσας. «Τώρα θα φανεί, συλλογίζουμουν, αν είναι θεατρίνος ή αν είναι επικίντυνα απότολμη ψυχή, έτοιμη να πεθυμήσει και να επιχειρήσει τα αδύνατα. Θα δοκιμάσει ν’ αναστήσει το νεκρό, ή, παμπόνηρος, θα φοβηθεί το γελοίο και θα πάει κρυφά κι ήσυχα να κοιμηθεί στο κρεβάτι του; Απόψε θα φανεί.»
Έτρεμα που ζυγιάζουνταν έτσι μπροστά μου η ψυχή του φίλου μου και περπατούσα γρήγορα γρήγορα, αναστατωμένος.
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο.
Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατό μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα πρώτα μ’ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’ αναβάλω όσο μπορώ να δω πώς θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος· άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα· δυο μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα· κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
— Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ...
Σώπασε, και σε λίγο:
Ο ήλιος είχε πια βουτήξει· το πρώτο σκούξιμο της κουκουβάγιας ακούστηκε μέσα από τα πεύκα, θλιμμένο και τρυφερό· οι μακρινές βουνοκορφές άρχισαν να λιώνουν μέσα στο σούρουπο.
Μάκρυνα επίτηδες τον περίπατό μου, γιατί ένιωθα δυσφορία να γυρίσω σπίτι· πρώτα πρώτα μ’ενοχλούσε η παρουσία του νεκρού· ποτέ δεν μπόρεσα ν’αντικρίσω νεκρό χωρίς ν’ανατριχιάσω από αηδία και φόβο· κι ύστερα, γιατί ήθελα ν’ αναβάλω όσο μπορώ να δω πώς θα φερθεί στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο φίλος μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, το δωμάτιο του φίλου μου, από πάνω από το δικό μου, ήταν κατάφωτο. Δεν είχα κέφι να δειπνήσω, έπεσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ· μα πού να κλείσω μάτι! Από πάνω μου όλη τη νύχτα άκουγα σιγανά μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει· κι ευτύς ύστερα βήματα βαριά απάνω κάτω, πολλή ώρα, και πάλι μουγκρητά και το κρεβάτι να τρίζει. Όλη τη νύχτα. Κάποτε άκουσα το φίλο μου ν’ αναστενάζει βαθιά και ν’ ανοίγει το παράθυρο, σαν να πλαντούσε κι ήθελε να πάρει αέρα.
Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
Είχα πια κουραστεί, και τα ξημερώματα με πήρε ο ύπνος· άργησα να ξυπνήσω και να κατέβω κάτω· ο φίλος μου κάθουνταν μπροστά στο τραπέζι, το γάλα μπροστά του έμενε ανέγγιχτο. Τρόμαξα όταν τον είδα· δυο μεγάλοι γαλάζιοι κύκλοι είχαν απλωθεί γύρα από τα μάτια του κι ήταν χλωμός χλωμός και τα χείλια του κάτασπρα. Δεν του μίλησα· κάθισα δίπλα του στενοχωρημένος και περίμενα.
— Έκαμα ό,τι μπορούσα, είπε τέλος, σαν να’θελε να δικαιολογηθεί· θυμάσαι πώς ανάστησε ο προφήτης Ελισσαίος το νεκρό: ξάπλωσε ολοκορμίς απάνω του, κόλλησε το στόμα του στο στόμα του νεκρού και του φυσούσε την πνοή του και μούγκριζε· το ίδιο έκαμα κι εγώ...
Σώπασε, και σε λίγο:
— Όλη νύχτα.... όλη νύχτα.... του κάκου!
Θαμασμός με είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα το’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος.
Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
— Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε· τι να κάμω;
—Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμά της τον γαλήνευαν.
— Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
— Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν.....
Θαμασμός με είχε κυριέψει· κοίταζα το φίλο μου και τον καμάρωνα· είχε μπει στο γελοίο, μα το’χε ξεπεράσει, είχε φτάσει στο τραγικό σύνορο της παραφροσύνης, και τώρα γύριζε και κάθουνταν αντίκρα μου εξαντλημένος.
Σηκώθηκε, πρόβαλε ως το κατώφλι, κοίταξε μπροστά του τη θάλασσα, σφούγγιξε το μέτωπο του που μαργαριτώνουνταν με χοντρές στάλες ιδρώτα.
— Και τώρα; στράφηκε και με ρώτησε· τι να κάμω;
—Φώναξε τον παπά να’ ρθει να τον θάψει, αποκρίθηκα· κι εμείς πάμε να κάμουμε τη βόλτα μας στην άκρα της θάλασσας.
Τον πήρα χεραγκαλιά, το μπράτσο του έτρεμε· βγάλαμε τα παπούτσια μας, ξεκαλτσωθήκαμε, τσαλαβουτούσαμε στο ακρογιάλι και δροσερεύαμε. Δεν μιλούσε, μα ένιωθα πως η δροσιά της θάλασσας και το ήσυχο φουρφούρισμά της τον γαλήνευαν.
— Ντρέπουμαι.... μουρμούρισε τέλος. Η ψυχή λοιπόν δεν είναι παντοδύναμη;
— Δεν είναι ακόμα, αποκρίθηκα· θα γίνει. Παλικαριά μεγάλη να θες να ξεπεράσεις τα σύνορα του ανθρώπου· μα παλικαριά μεγάλη και ν’αναγνωρίζεις χωρίς τρόμο τα σύνορα και να μην απελπίζεσαι. Θα χτυπούμε, θα χτυπούμε τα κεφάλια μας απάνω στα κάγκελα, πολλά κεφάλια θα γίνουν θρύμματα, μα μια μέρα τα κάγκελα θα σπάσουν.....
— Εγώ θα ’θελα να ’ναι το κεφάλι μου που θα τα σπάσει, είπε και πέταξε με πείσμα ένα μεγάλο χοχλάδι στη θάλασσα• εγώ, εγώ, φώναξε, κανένας άλλος!
Χαμογέλασα• «εγώ! εγώ!» αυτή ’ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου.
Χαμογέλασα• «εγώ! εγώ!» αυτή ’ταν η φοβερή φυλακή, χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα, του φίλου μου.
Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, κεφ ΙΘ΄,
Ο φίλος μου ο ποιητής — Άγιον Όρος (σελ.191-196)
* Πρόκειται για το εξοχικό που διατηρούσαν στη Συκιά της Κορινθίας, ο Άγγελος Σικελιανός με την Εύα Πάλμερ και στο οποίο είχαν φιλοξενηθεί κατά καιρούς μεγάλες προσωπικότητες του χώρου των τεχνών και των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Μανώλης Καλομοίρης, η Ισιδώρα Ντάνκαν, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρίκα Κοτοπούλη.
Το πορτρέτο και τα χειρόγραφα του Άγγελου Σικελιανού δεσπόζουν στην είσοδο της βίλας στη Συκιά, η οποία χτίστηκε το 1912 πάνω σε σχέδια του ίδιου του ποιητή και λειτουργεί πλέον ως "κοσμοπολίτικη εστία φιλοξενίας"
Πηγές:
- Νίκου Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο, εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη (κεφ ΙΘ΄, σελ. 191-196)
- Α. Σικελιανός Ο "αλαφροΐσκιωτος" από την ΛευκάδαΚουβεντιάζοντας με τον Νίκο Καζαντζάκη, του Φάνη Ι. Κακριδή
- Πρεβελάκης Π., Άγγελος Σικελιανός. Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ’ ένας πρόλογος
- Η ζωή, το έργο και ο τραγικός θάνατος του ποιητή Άγγελου Σικελιανού
- Βιογραφία Άγγελου Σικελιανού
Στο εσωτερικό της βίλας Σικελιανού και συγκεκριμένα στα σαλόνια,
υπάρχουν χειρόγραφα και σημειώσεις του ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου