Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

"Εσύ μέρεψες λύκο κι έναν άντρα δε θα μπορέσεις να μερέψεις;"


Στα παραμύθια δεν υπάρχει αθεράπευτη πληγή.....

«Στα παραμύθια δεν υπάρχει αθεράπευτη πληγή», ισχυρίζεται ο Κλοντ Λεβί-Στρος και μάλλον έχει δίκιο.

«Τα παραμύθια μιλάνε για ένα πράγμα, πάντα το ίδιο: για τη Ζωή. Μιλάνε για μεταβάσεις από τη μια περίοδο της ζωής μας στην άλλη, για απώλειες, θανάτους, αρρώστιες, χωρισμούς, αναπάντεχες δυσκολίες, κάθε μορφής οδύνες, που μας επιβάλλουν πένθη, ικανά να μας εγκλωβίσουν ή να μας ελευθερώσουν. 


Μόνο αν έχουμε επίγνωση ότι πάντα υπάρχουν απώλειες στα μικρά και τα μεγάλα που φέρνει η ζωή, ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και άφθαρτο, ότι συχνά στο δρόμο μας θα φυτρώνουν αγκάθια, ότι κάποιες φορές θα υπάρχει στις σχέσεις μας κάτι που “δε μεγάλωσε”, που δε λέχτηκε, θα μπορούμε να λάβουμε το δώρο να ζούμε κάποια πράγματα (αλίμονο, όχι όλα) που ωριμάζουν μαζί μας και καρποφορούν. 

Ας το θυμόμαστε: οι σχέσεις μας δε “μεγαλώνουν” πάντα, κάποιες φορές δεν αντέχουν το χρόνο, δεν αντέχουν τα γηρατειά, δεν αντέχουν τον “ενήλικο” λόγο, δεν αντέχουν το διάλογο, ίσως γιατί εμείς συχνά - πυκνά δεν έχουμε το κουράγιο που έχουν οι ήρωες στα μαγικά παραμύθια.

Δεν αντέχουμε να βουτήξουμε στα βαθιά, δεν αντέχουμε να περάσουμε δοκιμασίες, δε θέλουμε να έχουμε απώλειες (ούτε να ξεριζώνουμε αγκάθια, να βάζουμε λίπασμα, να ποτίζουμε τις σχέσεις μας), θέλουμε μόνο χάδια και κανακέματα, ενίσχυση και επιβράβευση, και παραμένουμε μικροί. 

Ότι πάντα κάτι λείπει ισχύει για όλες μας τις σχέσεις, όλες μας τις αλλαγές, όλες τις “συναλλαγές”, όλα τα σταυροδρόμια - είτε διαλέξαμε δρόμο και τα προσπεράσαμε είτε πισωγυρίσαμε -, όλους τους αποχαιρετισμούς, με ζωντανούς και πεθαμένους, όλους τους μικρούς και μεγάλους χωρισμούς. Κάτι αφήνουμε πίσω, πάντα με φόβο μήπως είναι το “καλύτερο”, κάτι υποδεχόμαστε, πάντα με ελπίδα ότι θα είναι το “καλύτερο”», εξηγεί η Λίλη Λαμπρέλλη και συνεχίζει: 



Η γυναικεία δύναμη ή ο λύκος που κρύβουμε μέσα μας...

«Το παραμύθι με τις τρεις τρίχες του λύκου βρίσκεται σε πολλές παραδόσεις, κυρίως την κινεζική, αλλά εγώ το παρέλαβα από το στόμα του Ανρί Γκουγκό. Στα ελληνικά το είπα για πρώτη φορά στην πατρίδα μου, τη Μυτιλήνη, τον Οκτώβρη του 2013.

Είναι κι ένα παραμύθι που έχει να κάνει με τη σχέση άνδρα - γυναίκας και τη δύναμη της γυναίκας, και πιστεύω ότι αυτό ταιριάζει στη Μυτιλήνη που, όπως τη θυμάμαι και μέχρι τώρα, έχει ένα κατάλοιπο μητριαρχίας. Βλέπεις δηλαδή ότι και προελληνικά, πριν έρθουν οι Έλληνες στο χώρο, οι Πελασγοί είχαν τη Μεγάλη Θεά, όπως και σε πολλούς παλιούς πολιτισμούς. Αυτό έχει ξεχαστεί σε πάρα πολλά μέρη, σε άλλα όμως έχει επιβιώσει, και για εμένα αυτό είναι η Μυτιλήνη.

Για εμένα είναι ο τόπος όπου η γυναίκα είναι σε θρόνο.Όλες οι Μυτιληνιές που γνώρισα - άλλες πεθαμένες από καιρό, άλλες ολοζώντανες- είναι η ηρωίδα», καταλήγει η  Λίλη Λαμπρέλλη.




Ο λύκος....ο δυνατός εαυτός μας. 

Α
φιερωμένο, λοιπόν, στις γυναίκες που έχουν το κουράγιο να βρουν τρεις τρίχες λύκου και να γερέψουν τον άντρα τους ή το "άλλο μισό" του εαυτού τους απ' τα μαράζια της ζωής. 

Αφιερωμένο στη θηλυκή ενέργεια, που δεν κρατάει μαστίγιο, ούτε όπλο, δεν είναι βάναυση ούτε κτηνώδης. Αντικρίζει κατάματα την αλήθεια, αποδέχεται τη δοκιμασία και πορεύεται μονάχη και αποφασισμένη να νικήσει τους φόβους της και να μεγαλώσει... με επιμονή, υπομονή, εντιμότητα, αγάπη........

Το μέσα μας θηρίο, αν αφεθεί ελεύθερο, θα κατασπαράξει και θα καταβροχθίσει τα πάντα, αν όμως δαμαστεί, μπορεί να προσφέρει απεριόριστες υπηρεσίες σ’ εκείνον που το έχει εξημερώσει. 

Δε χρειάζεται, λοιπόν, να εξοντώσουμε το λύκο που έχουμε μέσα μας, γιατί, όσο κι αν μοιάζει επικίνδυνος, έχει ιδιότητες που εξυπηρετούν κάποιο σκοπό. Αληθινή κυριαρχία είναι να αναγνωρίσουμε τον εχθρό και να τον μετατρέψουμε σε σύμμαχο και ευεργέτη.

Ο λύκος που κρύβουμε μέσα μας μπορεί να είναι κι ο δυνατός εαυτός μας. Αυτός που προσαρμόζεται σε κάθε καινούρια αρχή, έχει ανεξάντλητη αντοχή, καταφέρνει να ανταπεξέρχεται συνεχώς σε νέα δεδομένα, να ανακαλύπτει νέα μονοπάτια, να ελίσσεται, να βλέπει μπροστά και να μη φοβάται. Αυτό το λύκο, ανάγκη πάσα να τον μερέψουμε, κι αν όχι να τον υποτάξουμε, να ζήσουμε μαζί του...



Κι ο άντρας γύρισε απ' τον πόλεμο ζωντανός μα παγωμένος....

Ζούσε κάποτε, σ’ ένα μικρό χωριό, ένας άντρας και μια γυναίκα νιόπαντροι κι αγαπημένοι αληθι­νά. Όμως, πριν ακόμα σβήσει ο ήχος απ’ τα τρα­γούδια του γάμου, χτύπησαν οι καμπάνες για πό­λεμο κι ο γαμπρός έφυγε μαζί με τ’ άλλα παλικά­ρια του χωριού, να πάει να πολεμήσει. Η γυναίκα τον περίμενε, μετρώντας τις μέρες και τις νύχτες και τις εποχές...


"Portrait of Jessie Willcox Smith" by Violet Oakley 1900


Τέσσερα χρόνια πέρασαν. Μια μέρα, άρχισαν πάλι να χτυπούν οι καμπάνες - τούτη τη φορά για το τέλος του πολέμου. Κι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους να γιορτάσουνε. Κι η γυναίκα έβαλε ένα κόκκινο φουστάνι, έχωσε κι ένα λουλούδι στα μαλ­λιά κι έτρεξε ως τη δημοσιά. Κι εκεί, με σφιγμένη την καρδιά, κοιτούσε ως πέρα απ’ τον κάμπο, να δει αν ο άντρας της ήταν ανάμεσα στους ζωντα­νούς που είχαν την τύχη να γυρίζουν πίσω.




Έξαφνα τον είδε, μες στο πλήθος. Του φώναξε από μακριά, όμως αυτός είχε το κεφάλι του σκυμ­μένο. Εκείνη έτρεξε, έτρεξε και χύθηκε πάνω του - τον αγκάλιασε σα θάλασσα, σα μάνα, σα μικρό παιδί και σα γυναίκα νιόπαντρη. Αυτός, παγωμέ­νος, στεγνός, αγέλαστος, σαν η φλόγα της ζωής να ’χε σβήσει στη ματιά του.

— Πήγαινε σπίτι, της είπε. Άσε με μένα, θα κοιμηθώ στο δάσος.

Και χώθηκε στο δάσος σαν αγρίμι.



La Vie, 1903 (detail) Pablo Picasso



Θέλω γιατρικό να γερέψω τον άντρα μου....

Εκείνη γύρισε στο σπίτι κι έκλαψε, έκλαψε για ώρα πολλή... Κοντά μεσάνυχτα, σκούπισε τα μά­τια, τυλίχτηκε με μάλλινη μαντίλα, ξεμαντάλωσε την πόρτα και κίνησε να πάει να βρει τη γριά του χωριού που όλοι τη λέγαν μάισσα γιατί ήξερε να λέει ξόρκια και συμβουλές, και να φτιάχνει μαντζούνια για όλα τα κακά. Η μάισσα ζούσε μονά­χη σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι, στην άκρη του χωριού.

Σαν έφτασε η γυναίκα και χτύπησε την πόρτα: 


— Μπες, άκουσε από μέσα, σαν η γριά να την περίμενε.


Εκείνη μπήκε κι έπεσε στα γόνατα:

— Θεια, βοήθεια. Θέλω γιατρικό να γερέψω τον άντρα μου που πέτρωσε στον πόλεμο.

Η γριά την κοίταξε από πάνω ως κάτω, με ήσυ­χη ματιά.

— Πες πως έγινε, της είπε. Αρκεί να τον ποτί­σεις ένα μαντζούνι μαγικό που θα σου φτιάξω εγώ. Μόνο που πρέπει να ρίξω μέσα τρεις τρίχες λύκου και δεν τις έχω. Θα πρέπει να τις βρεις εσύ.

— Τρεις τρίχες λύκου; Πού θα της βρω, θεια;

— Α, αν θες να ζωντανέψει ο άντρας σου, θα τις βρεις. Και θυμήσου, κόρη μου. Ο λύκος πρέπει να ναι ζωντανός.

Αυτά είπε και σώπασε η γριά, απλώνοντας τα χέρια στη φωτιά. Κι η γυναίκα γύρισε σκυφτή στο σπίτι.



L'Envoûteuse (The Sorceress), Georges Merle, 1883


..τρεις μέρες κρέας για τρεις τρίχες, μοιάζει δίκαιο...

Την άλλη μέρα, αχάραγα, πήρε ψωμί, νερό κι ένα χοιρομέρι καπνιστό, τυλίχτηκε σε μια κάπα και πή­ρε το μονοπάτι για τα βαθιά του δάσους. Περπά­τησε, περπάτησε, ενώ ο ήλιος ανέβαινε κι ανέβαινε και μίκραιναν οι σκιές, κι ύστερα, ο ήλιος πήρε να χαμηλώνει, και χαμήλωνε και μεγαλώναν οι σκιές, ώσπου έφτασε στο ξέφωτο που το λεγαν το ξέφωτο των λύκων. Σε μια πέτρα πλατιά στη μέση του ξέφωτου απόθεσε ένα κομμάτι από το κρέας.Ύστερα ανέβηκε πάνω σ’ ένα δέντρο και περίμενε.

Μόλις πήρε να νυχτώνει, ακούστηκαν οι λύκοι που αλυχτούσαν. Γύρω στα μεσάνυχτα, η γυναίκα είδε μια μαύρη σκιά να πλησιάζει. Έφτασε στην πέ­τρα, μύρισε το κρέας, κοίταξε δεξιά ζερβά, το πήρε κι έφυγε. Η γυναίκα βάλθηκε να τραγουδά κι ένιωθε πως εκεί κοντά, κάτω από τα πόδια της, μια σκοτεινή μορφή έτρωγε κρέας και την άκουγε.

Την άλλη μέρα, έβαλε πάλι η γυναίκα ένα κομ­μάτι κρέας πάνω στην πέτρα κι ύστερα, κρυμμένη πίσω απ’ τους πυκνούς θάμνους, περίμενε να νυ­χτώσει. Κι ήρθε πάλι θεόρατη η μαύρη σκιά, πήρε το κρέας κι αφουγκράστηκε. Τότε αυτή ξανάπιασε το τραγούδι κι η σκιά έμεινε εκεί, στην καρδιά του ξέφωτου. Έφαγε το κρέας, όμως δεν έφυγε. Έμεινε στο ξέφωτο σε απόσταση ανάσας από τη γυναίκα κι άκουγε όλη τη νύχτα. Με το πρώτο φως, χάθηκε μαζί με τις άλλες σκιές.

Την τρίτη μέρα, η γυναίκα έβαλε το τελευταίο κομμάτι από το κρέας πάνω στην πέτρα κι ύστερα στάθηκε δίπλα εκεί - δεν πήγε να κρυφτεί. Σα νύ­χτωσε, ένιωσε τη μυρωδιά του ζώου που πλησίαζε. Σαν ήρθε δίπλα της, γύρισε και το κοίταξε μέσα στα κόκκινά του μάτια. Του είπε:

— Δεν έχω άλλο κρέας να σου δώσω. Αυτό εί­ναι το τελευταίο. Γι’ αυτό θα φύγω. Όμως, πριν φύγω, μια χάρη σου ζητώ. Τρεις τρίχες απ’ το τρί­χωμά σου, να φτιάξω γιατρικό για να μερέψει ο άντρας μου. Τέσσερα χρόνια τον περίμενα κι αυ­τός γύρισε πίσω αλλιώτικος, αγριεμένος απ’ τον τρόμο του πολέμου - πετρωμένος.

— Γυναίκα, τρεις μέρες κρέας για τρεις τρίχες απ’ το τρίχωμά μου, μοιάζει το δίκιο να ’ναι με το μέρος σου. Πάρ’ τες, όμως μη φεύγεις. Μείνε και τούτη τη νύχτα και τραγούδα.


...κι ο άντρας της ζωντάνεψε στην αγκαλιά της...


Και το τεράστιο ζώο ξαπλώθηκε στα πόδια της. Η γυναίκα το χάιδεψε. Τράβηξε τις τρεις τρίχες, ενώ του τραγουδούσε. Κι ύστερα συνέχισε να τραγουδά ως λίγο πριν χαράξει. Με το πρώτο αχνό φως, ο λύκος πήρε το μονοπάτι του βουνού κι η γυναίκα το μονοπάτι του χωριού, σφίγγοντας στον κόρφο της τις τρίχες για το γιατρικό της. Πήγε γραμμή στην καλύβα της γριάς.

— Θεια, έφερα τις τρίχες. Φτιάξε μου το μαντζούνι.
— Για δώσ’ τες μου να δω αν πραγματικά είναι από λύκο, είπε η γριά κι άπλωσε το χέρι.

Τις πήρε, τις κοίταξε στο θάμπος της φωτιάς κι είπε:

— Ναι, από λύκο είναι. Κι ύστερα, τις φύσηξε μέσα στη φωτιά.

— Θεία, τι έκανες, θεία; Τώρα, πώς θα ζωντα­νέψει ο άντρας μου;

— Κυρά μου, μονάχα εσύ μπορείς να τον για­τρέψεις. Εσύ μέρεψες λύκο κι έναν άντρα δε θα μπορέσεις να μερέψεις; Τώρα, ξέρεις πώς γίνεται. Τράβα και κάμε αυτό που ξέρεις.

Η γυναίκα γύρισε στο σπίτι, άναψε τη φωτιά κι έβαλε πάνω το τσουκάλι. Δεν πέρασαν τρεις μέρες, κι ο άντρας της ζωντάνεψε στην αγκαλιά της... Και ζήσανε καλά...

Marc Chagall, Blue Lovers, 1914

Λίλη Λαμπρέλλη, Τρεις τρίχες λύκου, Η γυναίκα με τα χέρια από φως, εκδόσεις Πατάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου