Καταθέτω, καταθέτεις, καταθέτουμε...........
όχι χρήματα - πού να τα βρεις τέτοιους καιρούς - ούτε βέβαια τα όπλα.....μόνο δουλειά "εν τάξει" και "εν οίκω" για το "δήμο" των απανταχού εργατών φιλολόγων και όσων "φίλα προσκείμενων" μαθητών μας!!!!!
Ο Γιάννης Τσαρούχης συνομιλεί με τον Δ.Ν. Μαρωνίτη και τους εκδότες του περιοδικού Λέξη, Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο
- Με τις αλλεπάλληλες ανατροπές και επανατοποθετήσεις που επιχειρεί ο σύγχρονος κόσμος στις κλίμακες των αξιών του, ποιο βλέπετε να προβάλλει σήμερα ως το «ύψιστο αγαθό» του νεοελληνικού κοινωνικού ή πολιτιστικού βίου;
— Η κοινωνική άνοδος που πραγματοποιείται συνήθως μ’ έναν καλό γάμο ή με καλλιεργημένες, κοσμικά ωφέλιμες, σχέσεις, συγχέεται στην Ελλάδα με την πνευματική άνοδο. Ένα είδος αιθούσης αναμονής καταντά η ζωή του καλλιτέχνη, αν διακρίνεται για την κατάλληλη διακόσμηση και την κοινωνική άνοδο των αναμενόντων. Όλη η κοινωνική οικογένεια σήμερα, περισσότερο από άλλοτε, περιμένει τη μεγάλη ευκαιρία. Τόσο πολύ, που συχνά παθαίνει αντικατοπτρισμούς και παίρνει το τίποτε για μεγάλη υπόθεση και για μεγάλο μέλλον. Μιλώντας κάποιος παλιός Γάλλος για τον Βατώ λέει ότι «ses oeuvres sont accrochées dans les meilleurs cabinets de Paris».. Oι σημερινοί Έλληνες είναι πιο πρακτικοί: θεωρούν κάθε εργασία, ιδίως αυτή που λέμε δημιουργική, χαμένο κόπο και, με την ολιγάρκεια που χαρακτηρίζει το ρωμιό, εργασία θεωρούν πάντοτε μόνο το διορισμό. Κι είναι σωστό, αν δούμε την Ελλάδα όπως είναι. Όλα τα άλλα είναι φαντασίες ανισορρόπων ανθρώπων που νομίζουν ότι η πατρίδα τους τούς ανήκει κι έτσι το πρόβλημα περιορίζεται στο πώς θα στολίσουν τον προσωρινό, θα έλεγα, τρόπο διαβιώσεως. Δεν εννοώ τη γη προσωρινό τρόπο, όπως φαίνεται στα λόγια ενός αμανέ («χτυπώ νεκροί κι ανοίξετε, λίγο να καθαρίσω / τον τόπο τον παντοτινό όπου θα κατοικήσω»), αλλά τον νέο τρόπο που είναι, φευ, κι αυτός περαστικός και που είναι η αλλαγή που κάθε αλλαγή κόμματος επιφέρει.
Αυτοπροσωπογραφία του Γιάννη Τσαρούχη
— Το κύτταρο του ατόμου είναι άραγε τόσο ευπαθές, ώστε ν’ αλλοιώνεται απ’ τους εκάστοτε προσδιορισμούς της πολιτικής, δηλαδή της εξουσίας που του επιβάλλεται;
— Η μεγάλη πολιτική αγωνία συνίσταται ή μάλλον έγκειται στο αν οι οποιασδήποτε κατηγορίας υψηλά ιστάμενοι λαδώνονται. Όταν αυτό συμβαίνει, όλα πηγαίνουν καλά• αν όχι, τότε έχουμε, αναλόγως της συνοικίας που μένει κανείς, φασισμό, κομμουνισμό, σοσιαλισμό. Δεν θέλω να μιλήσω πολιτικά, αλλά ψυχολογικά. Ποιος καταλαβαίνει σήμερα ότι η δικαιοσύνη έχει γίνει τα ίδια και χειρότερα με τη βασιλεία, καθώς παίρνεις έναν μέτριο άνθρωπο, γεμάτο πάθη και τον κάνεις τύραννο;
Όλοι οι Έλληνες είναι αντιφασίστες και βρίζουν τον φασισμό, γιατί κάποιος άλλος τους πήρε τη θέση. «Φασίστες όλου του κόσμου ενωθείτε κ.λπ.». Πρωτόγονος και ευφυής λαός, όλοι οι Έλληνες, ακόμη κι αν κάθονται σε ερείπια ή σε βράχια, ένα πράγμα έχουν απαραίτητα ανάγκη: το θραύσμα ενός καθρέφτη, λίγο νερό και λίγες τρίχες ή και πολλές. Η σύνθεση αυτή αποτελεί το κράνος της μεγάλης μάχης για τη ζωή. Είναι αμυντικό και επιθετικό όπλο. Μπορεί μ’ αυτό να κερδίσεις μάχες χωρίς να κινδυνεύεις πολύ, μάχες που θα χάνονταν από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο κόσμος είναι ένα φόντο ή ένας κάμπος. Δεν υπάρχει αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, όπως δεν υπάρχουν εσωτερικά. Είναι ο Έλληνας με φόντο άσπρο, με φόντο μαύρο, με φόντο χρυσό, κατά την περίσταση.
Ο Γιάννης Τσαρούχης και πίσω του ο πίνακας "Άγιος Σεβαστιανός" (1970)
— Πιστεύετε πως η όποια κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας οφείλεται στην ίδια της τη δομή ή σε ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τις μονάδες που την αποτελούν;
— Ο Έλλην, όσο κι αν φανεί αυτό περίεργο, ενώ λατρεύει την οικογένειά του σα μια σκηνή μεγάλης επιτυχίας, έχει τη δύναμη να ισιώνει τις οικονομικές διαφορές, χωρίς να μπορείς να τον πεις κομμουνιστή. Η οικογενειακή ανοχή, που απαιτεί κι αυτή ένα λάδωμα, έχει όρια βέβαια. Η οικογενειακή αγάπη παρομοίως. Και απορώ πώς τα ελληνικά ή και τα ξένα μυθιστορήματα δεν τονίζουν ευκρινώς το πώς ζουν οι ήρωές τους, ποιος τους ταΐζει, ποιος τους πλένει και ποιος πληρώνει το χαρτζηλίκι τους. Αν αυτό το αντιλαμβάνονταν οι Έλληνες μυθιστοριογράφοι, θα είχαμε αποτελέσματα πιο μεγάλα από κείνα του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι και άλλων.
Η σαφήνεια γι’ αυτά τα ζητήματα δίνει μια ανωτερότητα στα διηγήματα, αυτό το «κάτι άλλο» όπως λένε. Πραγματικά λυπάμαι που δεν έχω τον καιρό να γράψω ένα τέτοιο μυθιστόρημα. «Γιατί αυτός κι όχι εγώ;». Ή: «Ποιος είναι αυτός δηλαδή, εγώ δεν αξίζω; Ας με έκαναν, με διορισμό βέβαια, ηγέτη, και θα έβλεπες τότε».Αλλά αν η άνοδός σου σού δώσει ένα εξοχικό σπίτι και ένα αυτοκίνητο, η προοπτική του βίου σταματά εκεί.
Μια ελληνίς ηθοποιός έλεγε με απορία: «Αυτοί οι Ρώσοι που κάνουν πρόβα ένα χρόνο για το έργο, άμα μάθουν το ρόλο τους απέξω, τι κάνουν έπειτα;». Αντιθέτως, έβρισκε σωστό και πολύ φυσικό το ότι λαμβάνοντας μέρος σε τραγωδία, στην αρχαιότητα, απαλλάσσονταν της στρατιωτικής θητείας.
Η κατωτερότης της ελληνικής φυλής οφείλεται στο ότι δεν μπόρεσε να σχεδιάσει, από αρχαιοτάτων χρόνων, λεπτομερέστερα την κατάστασή του ανθρώπου μετά θάνατον. Αυτό όμως αποτελεί και την ευφυΐα της και την παραφροσύνη της.
Γιάννης Τσαρούχης - Αυτοπροσωπογραφία, 1978
— Εν πάση όμως περιπτώσει, η ευφυΐα αυτή και η παραφροσύνη διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερο ύφος, που μας διαφοροποιεί ως λαό και που, κατά κάποιο τρόπο, λειτουργεί ως γλώσσα κοινόχρηστη.
- Κάθε γνήσιος Έλλην φιλοτιμείται να δημιουργεί ένα ύφος δικιάς του γλώσσας, με βάση πάντοτε την οικογενειακή του γλώσσα. Με τον τρόπο που κανείς περιποιείται ένα μικρό περβόλι, επιπλώνει το δωμάτιό του, το σκουπίζει και το σφουγγαρίζει, αντιπροσωπεύοντας πάντοτε κάποιον άλλο, που κάνει το ίδιο για λογαριασμό του. Το ίδιο συμβαίνει με το ντύσιμό του. Ακολουθώντας μια γλώσσα ατομική και οικογενειακή, γίνεται απολύτως κατανοητός από τον άλλον, έκτος κι αν μια ανάγκη ή ένα πάθος υπερβολικό τον αναγκάσει να κάνει μια γλώσσα τεχνητή και ακατανόητη.
Μια συνομιλία του Γιάννη Τσαρούχη με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο (Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «η λέξη», τεύχος 51, γενάρης ’86)
Από την «ευδαιμονία της παλιννόστησης» στη διάψευση Ο Στρατής Τσίρκας είχε συλλάβει τη «Χαμένη άνοιξη» σαν το πρώτο έργο μιας τριλογίας, της δεύτερης έπειτα από τις Ακυβέρνητες πολιτείες, που θα έπιανε και την περίοδο της δικτατορίας, μιας τριλογίας που την είχε τιτλοφορήσει Δίσεχτα χρόνια, που είναι και ο υπέρτιτλος της Χαμένης άνοιξης. Ωστόσο, το σχέδιό του έμεινε στα χαρτιά· ο Τσίρκας πέθανε το 1980 και η Χαμένη άνοιξη ήταν το τελευταίο του έργο.
Ο συγγραφέας τονίζει, και με τον τίτλο, την εποχή, τη «χαμένη άνοιξη» της κουτσής δεκαετίας του ’60. Οι διαδοχικοί τίτλοι του μυθιστορήματος δηλώνουν τη σταδιακή μετατόπιση από τον μικρόκοσμο της ηρωίδας στις κοινωνικές και πολιτικές συνιστώσες. Στη σειρά: «Η Αλίκη στη χώρα των τεράτων», «Η Αλίκη στη χώρα των αρμάτων», «Φλώρα», «Ιούλιος 1965» και εν τέλει «Η χαμένη άνοιξη».
Ιούλιος 1965· «Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου», ξεσπάει θαυμαστικά ο Αντρέας, επαναπατρισμένος, ύστερα από δέκα οχτώ χρόνων καταναγκαστικής απουσίας. Από την «ευδαιμονία της παλιννόστησης» στη διάψευση. Ενθουσιώδεις διαπιστώσεις που συνοδεύονται, την ίδια στιγμή από την αναίρεσή τους: «Καθυστερημένος κόσμος». Το όραμα της Αθήνας που ο Αντρέας «κουβαλούσε και χάιδευε, χρόνια και χρόνια στις εξορίες», θρυμματίζεται από την πραγματικότητα. Κι όμως ο ίδιος, εμπρός στον ανοιχτό τάφο του ήρωα θα πει: «Ευλογημένοι όσοι, στα μαρμαρένια αλώνια, νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας»
Χρονικά, το μυθιστόρημα καλύπτει μόλις είκοσι μέρες, από τις 4 ως τις 23 Ιουλίου, ημέρα της ταφής του Σωτήρη Πέτρουλα. Μια οριζόντια τομή στον κορμό του ιστορικού χρόνου: Η Αποστασία, ο εξαναγκασμός του Παπανδρέου σε παραίτηση, οι δυσχέρειες και τ’ αδιέξοδα της Αριστεράς. Σ’ ένα περιβάλλον που δεν σταματάει ν’ αλλάζει — προς το χειρότερο — ανακαλούνται μνήμες και μορφές απ’ όσα έγιναν και διαγράφονται μ’ εφιαλτική διαύγεια όσα θα έρθουν.
Με ποιητική γραφή, ο Τσίρκας σώζει την εικόνα του κέντρου της Αθήνας, με τους λόφους και τις γειτονιές της, ακριβώς όπως ήταν πριν αφανίσει τα πάντα η «ύβρις» του τσιμέντου . Ονοματίζει και περιγράφει αλλοτινά στέκια, μαγέρικα και μπαρ, εκεί όπυ συγκεντρώνονταν, εκείνη τη σύντομη πολιτισμική «άνοιξη», συγγραφείς και διανοούμενοι, αν και τους κρατά κομπάρσους στο μυθιστόρημά του, ώστε να δώσει την ατμόσφαιρα της εποχής· την αρχική περίοδο ευεξίας, και μετά, μια Αθήνα πεδίο μάχης.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου,
Επτά ημέρες της Καθημερινής, Αφιέρωμα στον Στρατή Τσίρκα (6 Φεβρουαρίου 2000)
Α΄Ωροσκόπιο
Αν μπορούσες να ξέρεις πώς αρχίνισαν όλα τούτα.
Τάκης Σινόπουλος, «Νύχτες», 1970
Κυριακή, 4 Ιουλίου
Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου!
Τρίτη βδομάδα που ξαναγύρισα στην πατρίδα, κι όσο περνούν οι μέρες, όλο και πιο πολύ πιστεύω, πως, απ΄όλες τις πόλεις του κόσμου, στην Αθήνα μπορείς να έχεις τα πιο ανέλπιστα συναπαντήματα. Μέσα σ΄ένα πρωινό, είδα το Γιώργο Σεφέρη να μπαίνει στου «Φλόκα», και τον Κώστα Βάρναλη να τα πίνει στο υπόγειο καρβουνιάρικο του Θανάση στο Κολωνάκι. Εκεί συχνάζουν τώρα συνταξιούχοι και παλαίμαχοι διπλωμάτες κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα μαζί με τις αλλοδαπές γυναίκες τους, καθηγητές, θεολόγοι, δικηγόροι, γερασμένα στελέχη της Αριστεράς, αλλά και καμιονιέρηδες, οδοκαθαριστές, αστυνομικοί «εκτός υπηρεσίας», από το γειτονικό Τμήμα.
Η «Μεγάλη Βρετανία του ουζάδικου», ο «Απότσος» παρακολούθησε πίσω από τη βιτρίνα του όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
___________________________
Προχτές, στο μπαρ του Απότσου, είδα να πίνουν το ούζο τους την ίδια στιγμή ο Ώντεν, με δυο Αμερικάνους «αυτοεξόριστους», ο Λώρενς Ντάρρελ με το Γιώργο Κατσίμπαλη κι ο Ηλίας Ηλιού μόνος του. Περασμένα μεσάνυχτα, έτυχε να διαβαίνω έξω απ’ τη Λέσχη των Λαμπράκηδων, στην οδό Πειραιώς, είδα να βγαίνει ο Μίκης Θεοδωράκης και μαζί του ένα τσούρμο κορίτσια κι αγόρια με λαμπερά πρόσωπα — χρόνια είχα να τ’ αντικρίσω αυτά τα ολάνοιχτα μάτια.
Δεκαοχτώ χρόνια έλειπα, δεν είναι περίεργο αν όλα μου φαίνονται σαν παραμύθι. Έχω, βέβαια, το νου μου να μη μεθύσω απ’ την ευδαιμονία της παλινόστησης, πιάσω και βρίσκω τα πάντα ωραία, και χάσω την αίσθηση του μέτρου. Αλλά τι τα θες! Στιγμές θαρρώ πως ζω στη Βαγδάτη, πως είμαι ο Χαρούν ελ Ρασίντ, και τριγυρνώ τη νύχτα στις γειτονιές, που όργωνα τους δρόμους τους είκοσι δυο χρονώ παλικάρι, πότε ξυστά στους τοίχους και πότε με βροντερά τακούνια όλος αυτοπεποίθηση, στα Πετράλωνα, το Αιγάλεω, την Κολοκυνθού, του Φιλοπάππου, το Παγκράτι, τ’ Αναφιώτικα, τα Κουπόνια... Φορές αναγνωρίζω μια σιλουέτα, κι άλλοτε με κόβει, στο φως ενός μοναχικού λαμπτήρα, αυστηρή μια ματιά, στην Καισαριανή, στο Περιστέρι...
Ακόμη πιο εξαίσιο απ’ τις παλιές γνωριμίες και τις καινούριες συναντήσεις είναι η ελπίδα για μιαν άλλη ζωή, που βλέπω να χαράζει εδώ.Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου! Πόσο μεγάλη βόλτα χρειάστηκε να κάνω για να σ' ανακαλύψω κι εσύ να βρίσκεσαι μέσα στα πόδια μου: Μασσαλία, Παρίσι, Πράγα, Βουδαπέστη, Γράμμος κι ύστερα Μπούλκες, Σόφια, Μόσχα, Τασκένδη. Εκεί πια νόμισα πως τελείωνε η ζωή μου....· η ζωή που διάλεξα, τα επίλοιπα χρόνια θα κυλούσαν πάντα μέσα στην ίδια προοπτική, σταχτιά ή ρόδινη, αδιάφορο.
Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω, δε θέλω μήτε να τα σκέφτομαι, τα λάθη τα δικά μας και των άλλων, ξέρω πως δεν ήρθε η στιγμή, ίσως και να μην έρθει ποτέ, ίσως και να μην είμαι άξιος εγώ για να καταπιαστώ με δαύτα. Οι φίλοι ωστόσο, οι συγγενείς, οι σύντροφοι, τα πλήθη, που είχαμε αφήσει πίσω και θαρρούσαμε πως είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη, όπως είχαμε πέσει εμείς, κι ας λέγαμε τ’ αντίθετο στον Τύπο και τα ραδιόφωνα, εκείνοι, δηλαδή ο κόσμος, ο λαός, όχι μόνο δεν είχαν παραιτηθεί («το όπλο παρά πόδα» και πράσινα άλογα!) αλλά και πάλευαν πιο σωστά, λιγόλογοι, ανυποχώρητοι. Κατέβαιναν σ’ όλες τις εκλογικές μάχες. Πότε κέρδιζαν δέκα έδρες, πότε καμιά, πότε είκοσι τέσσερις. Δεν ήταν η πραγματική τους δύναμη: ήταν μόνο το βαρόμετρο που έδειχνε το κλίμα της τρομοκρατίας της Δεξιάς.
Από κάτω θα τον βάλουμε και πάλι το λαό, τραλαλά. Αέρα... Ο Κακομοίρας, περιθωριακός αριστερός, σόκαρε την κριτική, γιατί εν έτει 1965 περιγελούσε μεν το καθεστώς των σοσιαλιστικών χωρών, είχε δε το σωστότερο κριτήριο για την πολιτική κατάσταση του τόπου.
Ο Κακομοίρας πήγαινε να στρίψει στην αλέα με τα φλογόδεντρα, θα τον έχανα για πάντα. Έτρεξα και τον πρόφτασα.[…..]… φέρναμε βόλτες τον Κήπο σα να γυρεύαμε κάποιον, κι όλο να κουνά ρυθμικά τη φαλάκρα του.
—Εσύ πώς τα κατάφερες; Του είπα. Του τόνισα από μιας αρχής πως για όσα γίναν εκεί πάνω δε θ’ ανοίξω το στόμα μου και δε θα κρίνω. Μα ένα πράγμα να έχει σίγουρο: Την έβγαλα καθαρή· μήτε συμβιβασμούς, μήτε ανταλλάγματα, μήτε δήλωση.
—Σε πιστεύω, μ’ έκοψε. Σε ξέρω. Αν κι όλα τούτα για μένα δεν έχουν καμιά σημασία. Τι Δεξιά, τι Αριστερά, ο άνθρωπος είναι παντού θηρίο για τον άνθρωπο. Έζησα και στους δυο παραδείσους και ξέρω. Μα κι εγώ δεν πουλήθηκα. Σου φαίνεται περίεργο; Κοίτα τα χάλια μου. Κακομοίρας πάντοτε.
—Έχεις διαβατήριο;
—Πενταετές.
—Κι ακόμα κάθεσαι; Φεύγα γρήγορα, πήγαινε στο Παρίσι, στη Λωζάννη. Δε σ’ έφτασαν τα δεκαοκτώ χρόνια που έχασες; Θες να φας άλλα τόσα σε στρατόπεδο; Εδώ βρωμάει πραξικόπημα. Θα σε κάνουν τσακωτό στον ύπνο.
Ο Δούρειος ίππος της Χούντας.
Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη από την εφημερίδα Μακεδονία
Καθίσαμε στην «Αίγλη» για ούζο. Πέρα ψηλά, ο Παρθενώνας έπλεε μέσα στην αττική διαύγεια. Αθήνα, η πιο άνοιχτή πόλη του κόσμου! Και να ’χω τούτον εδώ να μου λέει... Καθάρισε τούς μεζέδες, τυράκια, ντομάτα, ελιές· πεινούσε κι ίσως γι’ αυτό ξέχασε τον ακάθιστό του. Αυτός, που πριν από λίγο μου έλεγε πως παντού ο άνθρωπος είναι θηρίο, πως δεν υπάρχει Δεξιά κι Αριστερά, μου ζητούσε τώρα να ξαναρχίσω την περιπέτεια, να γευτώ πάλι τα φαρμάκια της εμιγκράτσιας, που σου κάνει αγνώριστο και τον πιο δικό σου άνθρωπο. Και γιατί; Γιατί, λέει, το ένστιχτό του τον ειδοποιούσε πως ο φασισμός θα ξανάρθει, πως το διεθνές κλίμα εγκυμονεί την επάνοδο του Χίτλερ. Κι όχι μόνο στην Ελλάδα. Γνώριζε τόσο καλά πρόσωπα και καταστάσεις, οι μαύρες προβλέψεις του είχαν τόση πειστικότητα, που μου πέρασε από το νου πως κάποια επαφή θα διατηρούσε με τους γνωστούς κύκλους, κι ας έλεγε πως είχε απορρίψει τις προτάσεις τους. Μα νόμιζα πως τον ήξερα καλύτερα. Κάτι τέτοιο, σήμερα πια και μάλιστα εδώ, δε θα μου το έκρυβε. Του είπα λοιπόν στα ίσια:
—Είναι δυνατό, τόσες ινσουλίνες κι ηλεκτροσόκ και θεραπείες ύπνου, να μην αλλοίωσαν κάποια λειτουργία του μυαλού σου και τα βλέπεις τώρα όλα μαύρα κι άραχλα; Ο καλός μαρξιστής, φίλε, για να μην πέφτει έξω, πρέπει να συνδυάζει την απαισιοδοξία της γνώσης με την αισιοδοξία της βούλησης.
Όλα τα ήξερε, ο άθλιος. Πώς όμως, με τέτοια κατάρτιση, δεν έβλεπε τους δρόμους που ανοίγονταν στον τόπο μας σήμερα; Γιατί δεν πήγαινε σε γιατρό να κοιταχτεί;
—Παλιά δουλειά να βγάζουμε τον άλλο τρελό, μου αποκρίθηκε ήρεμα. Γράφουμε μια συνταγή: πλύση εγκεφάλου — και ξεμπερδεύουμε. Μήτε το κεφάλι μας να σπάμε για να καταλάβουμε, μήτε και τραβολογήματα να ’χουμε με τη συνείδησή μας. Κι αν εγώ σου εξηγήσω πως η αισιοδοξία σου είναι το αντισήκωμα στη χάρη που σ’ άφησαν και γύρισες, θα μου πεις πως είναι παλιό βιολί των αστών οι ψυχολογικές ερμηνείες. Είσαι καιρό στην Ελλάδα; Δε διαβάζεις εφημερίδες;
—Κι εφημερίδες και περιοδικά. Ακόμη καλύτερα, διαβάζω τις αγορεύσεις στη Βουλή.
— Λοιπόν;
— Καλά τους τα λέει ο Ηλιού. Επισημαίνει τους κινδύνους, καταγγέλλει τους συμβιβασμούς, τις υποχωρήσεις, τους συμψηφισμούς. Πιέζει τον Παπανδρέου να σταθεί με συνέπεια στις προεκλογικές του επαγγελίες, κινητοποιεί το λαό, του δείχνει ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι της πάλης του.
— Δηλαδή, λόγια. Ό,τι χρειάζονται ακριβώς οι μηχανικοί της συμπαιγνίας για να γίνει η δουλειά τους. Δεν εννοώ την «εκτόνωση» —πολύ της μόδας έγινε η λέξη και θαρρώ πως παίζει κι αυτή το ρόλο της στο όλο σχέδιο. Όχι, εγώ λέω κάτι άλλο: Με το να ονομάζει ο Ηλιού όσα φοβάται πως θα γίνουν, συνηθίζει τον κόσμο στην ιδέα τους. Ξέρεις πώς διαβάζω τις αγορεύσεις του; Σαν Ωροσκόπιο και μαζί σα Χρονικό. Όλα τούτα που καλεί τον κόσμο να κινηθεί για να μη γίνουν, έγιναν. Σκέψου το συγχρονικά να δεις. Εμείς, με τη διαστρεβλωμένη αντίληψή μας για το χρόνο, γυρεύουμε ντε και καλά να τους δώσουμε «ιστορική» σειρά. Αλλά το χτες, το σήμερα, το αύριο είναι ένα και το αυτό!
— Εδώ πια δε σε καταλαβαίνω. Αν μου έλεγες: Συμφωνείς πως εκτός από τη νόμιμη εξουσία, του λαού, υπάρχει κι άλλος πόλος, το Παλάτι, με τους οργανωμένους στρατοκράτες, που χρόνια τώρα διορίζει πρωθυπουργούς, σχηματίζει κόμματα και πλειοψηφίες, διαλέγει κάθε τόσο το εκλογικό σύστημα που συμφέρει, βάζει στα πόστα-κλειδιά στελέχη της οικονομικής ολιγαρχίας, είχε, έχει και διεκδικεί λυσσαλέα το δικαίωμα να διορίζει αυτό την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και τον υπουργό Εθνικής Αμύνης; Θα σου αποκρινόμουν: Συμφωνώ. Αλλά...
—Στάσου. Αν με ρωτούσες: Συμφωνείς πως ο δρόμος του ανοιχτού φασισμού δεν έγκαταλείφτηκε, πως οι πράκτορες της ανωμαλίας μέσα στην Αστυνομία και Χωροφυλακή, τη Δικαιοσύνη, το Στρατό είναι παντοδύναμοι, πως σ’ όλα τούτα έχουν μαζί τους, τι λέω έχουν εμπνευστές τους Αμερικάνους, που οργανώνουν τους στρατοκράτες σε Χούντες για να τους κινήσουν, όταν τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα το χρειαστούν; Θα σου αποκρινόμουν: Συμφωνώ. Αλλά...
—Μη λες «όταν», αυτά είναι γεγονότα πια. Με τα λόγια θα προλάβεις το πραξικόπημα, που η δομή του, στον εγκέφαλό τους, έχει πια συμπληρωθεί;
—Δηλαδή, πώς θα το αντιμετώπιζες εσύ;
—Με τη βία.
—Κακομοίρη, πάλι εμφύλιο πόλεμο; Δε βλέπεις πως τέτοιαν αφορμή γυρεύουν για να τολμήσουν το πραξικόπημα; Δε διάβασες τα ψέματα, πως τάχα οι αριστεροί μαζεύουν όπλα;
—Και όπλα και στολές συγκεντρώνονται και κρύβονται. Από το Επιτελείο Στρατού και την ΚΥΠ. Στο πραξικόπημα θα τα παρουσιάσουν για τεκμήρια της ανταρσίας της Αριστεράς που πρόλαβε ο Στρατός. Αυτό που δε συγχωρώ του Ηλιού είναι ότι τους έδωσε το πράσινο φως να προχωρήσουν, όταν διακήρυξε πως «η νομιμότης, η συνταγματική νομιμότης και η ειρηνική δημοκρατική πορεία μας είναι άκρως επαρκείς διά την ανάπτυξίν μας». Κι από πάνω τους χάρισε και το μύθο του Σίσυφου για να σφραγιστούν πιο παραστατικά οι δομές της βίας μέσα στα μυαλά τους: Ας ανεβάζει κάθε τόσο την κοτρώνα ο λαός ως την κορφή· την τελευταία στιγμή, παρ’ την κάτω. Από κάτω θα τον βάλουμε και πάλι το λαό, τραλαλά. Αέρα……
Γύρευα τους «γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς».
Τετάρτη, 14 Ιουλίου Πίσω από την πολυκατοικία μας, μακριά στη Βασιλίσσης Σοφίας ίσως, περνούσε γρήγορα ένα ασθενοφόρο σκληρίζοντας ασθματικά με τη σειρήνα του. Και καταπόδι, σαν αγέλη κυνηγάρικα σκυλιά, τρέχαν λιμουζίνες ταράζοντας τη νύχτα με τα κλάξον τους. Για την Κηφισιά ή για το Καστρί; Νίκησε ο Παπανδρέου; Για το Ψυχικό; Γύρισε η Φρειδερίκη από την Κέρκυρα; Στρώσανε πάλι το κόκκινο χαλί από το κατάστρωμα της λεωφόρου ως τα μαρμάρινα σκαλοπάτια του «Μικρού Τριανόν» της; Ασφυξία. […..] Έπιασα να διαβάζω προσεχτικά τις παλιές εφημερίδες, σάμπως πίσω από την τυποποιημένη πρόζα τους θα έπιανα το μήνυμα που ζητούσα. Ο τόνος τους, τα αιώνια κλισέ, οι μεγαλοστομίες, η σφιγμένη οργή κι οι δωρεάν απειλές μ’ αναγούλιαζαν. Αχ, δυο κουβέντες καθαρές, από τις ρίζες ...Να είχα τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, όπου και να τ’ άνοιγα και να ’βαζα το δάχτυλο, θα φωτιζόμουν, Βιβλιομαντεία το λένε. Τι να τις κάνω τις ρητορείες των λογάδων; Ήθελα τις σοφές κουβέντες που αναβρύζουν στάλα-στάλα μεσ’ από τις φλέβες του Γένους. Γύρευα τους «γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς». Ο Σεφέρης! Θυμήθηκα μια εκπομπή που ακούγαμε, με κλειδαμπαρωμένη πόρτα, μα πού ήταν, στην Τασκένδη, στη Βουδαπέστη, στο Βουκουρέστι; Όλα θολά, θυμάμαι μόνο την έκφραση στα πρόσωπα των συντρόφων: νοσταλγία, κι η δυσπιστία στα σουρωμένα χείλη να διαψεύδεται από τη λάμψη των ματιών, την έξαρση. «Επιτέλους». [...] Ο Σεφέρης, αυτός είναι γίγας. Τη μέρα που βραβεύτηκε, ένας εφημεριδοπώλης ροβολούσε την οδό Αρχιμήδους αναστατώνοντας τη γειτονιά κι ανεμίζοντας το Βήμα, με οχτάστηλη την είδηση, πρωτοσέλιδη. «Πήραμε το Νόμπελ, πήραμε το Νόμπελ». Και το σπίτι του ποιητή, κατάλαβες, οδός Άγρας, πάροδος Αρχιμήδους, πίσω από το Στάδιο. Ο μαραθωνοδρόμος. Τότε θυμήθηκα αμυδρά κάποιους στίχους που απαγγέλθηκαν σ' εκείνη την εκπομπή. Η χαρακτηριστική προφορά του εκφωνητή... Α, ναι, ήταν από το ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας. Μια περικοπή μου είχε φανεί πως έδινε την πιο πιστή περιγραφή της μοίρας μας. Να είχα τα ποιήματά του απόψε, θα τα διάβαζα όλα από την αρχή, θα έβρισκα το στίχο με το μαραθωνοδρόμο, και την περικοπή.
«Το 1963 ο Σεφέρης παίρνει το Νόμπελ. Πήγε στη Σουηδία με την Μαρώ και τον Γιώργο και την Λένα Σαββίδη και πήρε το βραβείο. Όταν γύρισε, στο αεροδρόμιο δεν ήρθε κανείς επίσημος να τον υποδεχθεί. Αυτόν τον άνθρωπο που έφερνε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το Νόμπελ. Τον περιμέναμε, οι δυο κόρες της Μαρώς και εγώ. Κανένας άλλος.» (από το προσωπικό ημερολόγιο του Νίκου Καρύδη)
__________
Δεν θα μπορέσουν... δεν ξεγίνουνται οι ψυχές...
Πέμπτη, 15 Ιουλίου Με ξύπνησε το επίμονο τερέτισμα των τζιτζικιών. Από την μπαλκονόπορτα, που έμεινε ανοιχτή, ο ήλιος έμπαινε καυτός, είχε προφτάσει να τσουρουφλίσει τις σκόρπιες εφημερίδες στο πάτωμα.... Όλη η αγωνία για την πολιτική κατάσταση με βρήκε σα μια φουχτιά σφεντονισμένα χαλίκια. Όχι συναντήσεις, όχι ραδιόφωνο, όχι εφημερίδες, μόνο τα ποιήματα του Σεφέρη, και να κλειστώ…. ...κατέβηκα. Έκλεισα τ’ αυτιά μου και τα μάτια· μήτε τι λέγαν μέσα στο λεωφορείο, μήτε τι φώναζαν οι τίτλοι των εφημερίδων στα περίπτερα. Τίποτε: το βιβλίο με τα ποιήματα. Το βρήκα σχεδόν αμέσως, σ’ ένα από τα βιβλιοπωλεία της οδού Ιπποκράτους. Μου κάναν κι έκπτωση. «Είστε ο πρώτος· αυτή είναι καινούρια έκδοση». […] Βάλθηκα να διαβάζω. Στίχοι πυκνοί σα σπόροι ολοζώντανοι πέφτανε στο λαγήνι της ψυχής μου, βλάσταιναν κι ανθοφορούσαν. Καταποντισμένοι από τις τρικυμίες στο βυθό της μνήμης, κρινάκια του γιαλού, εκατόμφυλλα ρόδα, χρυσά ηλιοτρόπια με μαύρη καρδιά, βγαίνανε στον αφρό κι ανακαλούσαν τα βιώματα που είχαν σημαδέψει: εφηβικούς έρωτες, την έξαρση και την ελπίδα της Αντίστασης και μαζί την πίκρα για τις θυσίες και την αδικία, τη φοβερή. Πόσο ξαστέρωνε ο νους μου και πόσο χαιρόμουν, γιατί νόμιζα πως καταλαβαίνω επιτέλους για ποιο θεληματικό μαραθωνοδρόμο μιλούσε στην Κίχλη. Και να η περικοπή που γύρευα:
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσός τις ἔστι...
Εδώ ήταν γραμμένα όλα! Τα σύνεργα: οι σκοτεινοί μηχανισμοί, τ’ άνομολόγητα συμφέροντα, οι μυστικές υπηρεσίες, ο δόλος, οι συνωμοσίες. Για ν’ αλλάξουν τις ψυχές μας. Αλλά δε θα μπορέσουν. Με τη βία μπορούν να μας ξεκάμουν αλλά κι αυτό είναι αμφίβολο, δεν ξεγίνονται οι ψυχές, δηλαδή το φρόνημα, η πίστη, οι ιδέες. Στο μεταξύ ωστόσο το προζύμι της πίκρας θα φουσκώνει μέσα στο λαό και μαζί θα σηκώνει το κεφάλι του ο φασισμός. Θα σημάνει τότε η ώρα της τρέλας: ο εμφύλιος.
Δεν έλεγε κουβέντες της στιγμής ο ποιητής. Μιλούσε η πείρα του απ’ τα πολλά που έζησε, απ΄ τους ανθρώπους που γνώρισε κι η βαθιά του αίσθηση της ιστορίας. Ο καιρός δε σταματάει να τρέχει στο λαιμό της κλεψύδρας, μας τόνιζε: «Δεν αργεί, δε χρειάζεται μακρύ καιρό το κακό». Να τον έλεγα προφητικό; Ήταν κάτι πιο μεγάλο και πιο προσιτό, ήταν μια υπεύθυνη συνείδηση, κορυφαία.
Γι’ αυτό, μ’ όλο που επιτακτικά ειδοποιούσε, την ίδια στιγμή μας εμψύχωνε:
«Δε θα μπορέσουν...»!
Η Κυβέρνησις του Λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν.
Ο Παπανδρέου παραιτήθηκε. Κι ο στρατός πήρε διαταγή να βρίσκεται σ’ επιφυλακή. Ο Νόβας είχε απαγορέψει την πόρτα του γραφείου του στη Βουλή. Ένας όμως από τους βουλευτές του Αντρέα μπήκε με το ζόρι και τσάκωσε Νόβα, Μητσοτάκη και λοιπούς να συνεδριάζουν. Σε κάποιον απ’ αυτούς θα πρέπει να είχε αναθέσει την εντολή ο βασιλιάς. Προδοσία. Τηλεφώνησαν του Γέρου, μα δε θέλει να το πιστέψει. Στο μεταξύ ο κόσμος τραβάει για το Σύνταγμα, με φωνές και συνθήματα. [...]
Εμπρός μας, είδαμε το πλήθος ν’ ανοίγει βήμα κι ύστερα να τρέχει. Είχε νυχτώσει για καλά πια. «Η Αυλή να μαντρωθεί!», απάγγελνε ρυθμικά ένας όμιλος από αγόρια και κορίτσια περνώντας έξω από την Αρχαιολογική Εταιρεία. Άλλοι κατέβαιναν τρέχοντας από ψηλά, χώνονταν στην Εδουάρδου Λω.
Σταμάτησα κάποιον με πουκάμισο ξεκουμπωμένο ως τον αφαλό: «Πού πάτε;». «—Από τη Σταδίου, για ν’ ανεβούμε στο Σύνταγμα. Οι μπάτσοι έχουν κάνει μπλόκο πιο πάνω, μπρος στο "Μεγάλη Βρετανία”, και χτυπούν με τα κλομπς κατακέφαλα. Είδα γυναίκες να τρέχουν με ματωμένα μαλλιά». Την ίδια στιγμή ακούστηκαν οι σειρήνες των ασθενοφόρων. «Προδότες. Δημοκρατία», φώναζε τώρα το πλήθος που ξεχυνόταν πηχτό για να χωθεί στις παρόδους.
Από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη και πέρα, δεν πηγαίναμε, μας πήγε το πλήθος που ανέβαινε σα βροντερό ποτάμι:
Ένας είναι ο αρχηγός
ο κυρίαρχος Λαός.
[......] ξαναφάνηκε ο Κακομοίρας σηκώνοντας ψηλά μια λεπτή κόλλα γραφομηχανής μ’ ένα κείμενο σε καρμπόν.
— Αντίγραφο του διαγγέλματος του Παπανδρέου στον Ελληνικό Λαό. Το μοιράζουν στους δημοσιογράφους. Είναι αμφίβολο αν θα το μεταδώσει ο Ραδιοσταθμός.
Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του πολιτεύματος. Η Κυβέρνησις του Λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν. Και εκλήθη να κυβερνήσει μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου.
Σκίτσο του Μποστ που δημοσιεύτηκε στην Αυγή την Κυριακή 18 Ιουλίου 1965
Άμοιρος τόπος, τον δυναστεύουν αδίσταχτοι άρχοντες
Σάββατο, 17 Ιουλίου
Νωρίς το πρωί κατέβηκα για εφημερίδες. Ο κυρ Παναγιώτης ο ψιλικατζής, που θα ήταν μιλημένος από τον Κουτσό, μου έδωσε αμέσως την Αυγή : Συλλήψεις, τραυματίες. Του ζήτησα και το Βήμα. Μου το έδωσε πρόθυμα. «Πώς πάμε», του λέω. Αυτός κοίταξε αν μπαίνει κανείς στο μαγαζί: «Δε θα το φάμε, κύριε. Τ’ απόγεμα θα βάλω κλειδαριά και θα πάω κι εγώ στο στάδιο του Παναθηναϊκού. Δεν μπορούν να μας βάλουν όλους στη φυλακή. Θα δείτε». Και μου έκλεισε το μάτι.
Αυτό το ματάκι έβλεπα μπρος μου όσο διάβαζα το ανακοινωθέν του Τούμπα και τις απίστευτες δικαιολογίες του πρωθυπουργού του για «ανατρεπτικά σχέδια Παπανδρέου και κομμουνιστών», για «πεζοδρόμιο» και «όχλο».
Άμοιρος τόπος, τον δυναστεύουν αδίσταχτοι άρχοντες, έλεγα μέσα μου. Κοίτα τον κυρ Παναγιώτη. Τι γυρεύει αυτός ο απλός άνθρωπος κι άλλοι, εκατομμύρια όπως αυτός; Πάνω απ’ όλα θέλει να μη τον κοροϊδεύουν. Ψήφισε, είπε τη γνώμη του, την είπε κι η πλειοψηφία, τότε αυτό πρέπει να ισχύει κι όχι το κέφι και το συμφέρον της όποιας Φρειδερίκης ή όποιου γκαουλάιτερ και Βαν Φλητ. Τέρμα.
[...] Διάβασα επιτέλους τις εφημερίδες. Το πολιτικό γραφείο του Παπανδρέου είχε δώσει στους δημοσιογράφους τις απαντήσεις του στα γράμματα του βασιλιά. Με σαφήνεια κι αξιοπρέπεια, ανασκεύαζε διαστρεβλώσεις, συκοφαντίες, αναλήθειες, έδινε μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου στο νεαρό, κατάγγελνε τα έργα των «ολεθρίων συμβούλων» του κι ευχόταν να μην αποβούν μοιραία για το Έθνος.Σωστά, μόνο κάπως αργά• είχε δίκιο η Ματθίλδη, όταν ρωτούσε γιατί δεν τα δημοσίευε πιο νωρίς.
Όσο για τη συνέντευξη του Μητσοτάκη, αυτή ήταν για τα πανηγύρια: μια απελπισμένη προσπάθεια ν’ αποσείσει από τους ώμους του και της παρέας τους χαρακτηρισμούς: Αποστάτες, προδοσία. Ψηφίσματα, τηλεγραφήματα κι ανταποκρίσεις, Αθήνα, Θεσσαλονίκη κι οι επαρχίες ανάστατες, καταδίκαζαν το βασιλικό πραξικόπημα και τάσσονταν στο πλευρό του Παπανδρέου. Το Βήμα, με κύριο άρθρο, έβαζε χέρι σ’ ένα καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου που, αντίθετα σε όσα δίδασκε τόσα χρόνια, πήγαινε να βγάλει λάδι το βασιλιά.
...μ’ είχε πιάσει ανυπομονησία να κατεβώ για τον Παναθηναϊκό στο μεγάλο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας. Φαντάσου να διαδηλώνει ο κυρ Παναγιώτης κι εγώ να κάθομαι στη γωνίτσα μου!
Σκίτσο του Φωκίωνα Δημητριάδη στην εφημερίδα Μακεδονία
Τι λες τώρα για τ’ Ωροσκόπιό μου; Κατέβηκα. Στη γωνιά της Μιχαλακοπούλου και Μονής Πετράκη έπεσα πάνω στον Κακομοίρα. Όπως πάντα, πηγαινοερχόταν νευρικά σα να περίμενε κάποιον.
—Τι λες τώρα για τ’ Ωροσκόπιό μου;
—Στο μόνο που δεν έπεσες έξω ήταν για την ανατροπή του Παπανδρέου. Αλλά δε χρειαζόταν και μεγάλη φιλοσοφία. Εκείνη η πατσαβούρα που βαστούσες τα έγραφε με το νι και με το σίγμα. Κάποιος από την παρέα θα τα σφύριξε για να προετοιμαστεί ψυχολογικά ο κόσμος και να φορτωθούν οι ευθύνες για το πραξικόπημα από τους πραγματικούς οργανωτές του στη ράχη μερικών από την Ένωση Κέντρου που δεν είναι παρά όργανα. Όσο για τ’ άλλα, στρατιωτικό πραξικόπημα, συλλήψεις, μπαγλάρωμα, βλέπεις πως έπεσες έξω· ο Νόβας μπορεί να συναντά δυσκολίες, αλλά κάποιος άλλος αποστάτης, θα τα καταφέρει καλύτερα.
—Δηλαδή Τσιριμώκος ή Στεφανόπουλος. Χιχιχί. Καλά... Δε χάνεις τίποτε να περιμένεις. Ή μάλλον χάνεις. Στο ξαναείπα. Μάζευέ τα και φεύγα. Θα το μετανιώσεις και θα ’ναι αργά.
—Ακόμη κι αν ολόκληρο τ’ Ωροσκόπιό σου είναι σωστό, εγώ δεν το κουνάω. Εδώ θα μείνω και θ’ αγωνιστώ μαζί με το λαό. Μάτια έχεις και βλέπεις: Δεν το ’φαγε το πραξικόπημα. Εμιγκράτσια ποτέ πιά.
[.....] —Μα δε βλέπεις; Κάποια μέρα, εφέτος, του χρόνου, ύστερα από πέντε χρόνια, η Χούντα, που της ανοίγουν το δρόμο οι Αποστάτες, θ’ ανατρέψει πραξικοπηματικά τον Μακάριο και τότε οι Αμερικάνοι θα βάλουν τους Τούρκους να καταλάβουν την Κύπρο για να τη μετατρέψουν σε βάση του ΝΑΤΟ. Δε βλέπεις πως η τραγωδία καταφτάνει με μαθηματική ακρίβεια; —Μα η Ελλάδα είναι κι αυτή στο ΝΑΤΟ. Αλλά έστω, η Ευρώπη, τα Ενωμένα Έθνη, οι ’Αραβικές Χώρες, η Σοβιετική Ένωση θα κάτσουν με σταυρωμένα χέρια; —Βλέπω αίμα πολύ, σφαγές και βιασμούς, λεηλασίες, προσφυγιά και πείνα. Βλέπω το νησί της Αφροδίτης παραδομένο στο χαλασμό και τις φλόγες. —Δεν πας στο διάβολο εσύ και τ’ Ωροσκόπιό σου! Τον Τειρεσία μου παρασταίνεις τώρα;
Κύπρος: Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974.
«Όλα για το Κυπριακό… Γι αυτό ρίξαν τον Παπανδρέου»
_____________
Η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου... Δεν ήταν παρά ένα ξεγέλασμα χαράς.
Κυριακή, 18 Ιουλίου
Πλάγιασα δίχως να γδυθώ, έπιασα στο ραδιόφωνο το Τρίτο Πρόγραμμα. Έδιναν κλασική μουσική, πιάνο και ορχήστρα με πνευστά, έγχορδα και κρουστά. Μπετόβεν ή ... Σ’ αυτά δεν είμαι καθόλου καλός. Παραδίνομαι στο κύμα, το μοτίβο με κυριεύει, πότε μ’ ανεβάζει στην ακμή και πότε με κουτρουβαλάει στα βότσαλα, και με σέρνει και με πηγαίνει.
Το πιάνο ξανάπιανε το μοτίβο με ανεξήγητη ευφροσύνη, νότες κρυστάλλινες σκαρφάλωναν επίμονα τη σκάλα της ευδαιμονίας, εξυμνούσαν τον έρωτα και τη λεβεντιά. Μα το όμποε, που διακριτικά δεν είχε πάψει να θυμίζει το θέμα της οργής — ή της αγαλλίασης; — ερχόταν τώρα, δυναμώνοντας, να δώσει το σύνθημα. Τα κρουστά και τα πνευστά ξεσπούσαν όλα μαζί σ’ ένα πανδαιμόνιο, κραυγάζοντας στη διαπασών την απόγνωση του κόσμου — ή την ηρωική του καρτερία;
Η μοίρα αυτού του τόπου. Εδώ τελείωνε η Άνοιξη της Αθήνας. Η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου... Δεν ήταν παρά ένα ξεγέλασμα χαράς. Ο Σίσυφος Λαός. Δε χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία. Ο μηχανισμός της δικτατορίας είχε μπει σε κίνηση. Θα μπορέσουν να τον σταματήσουν άραγε, σε μια ύστατη προσπάθεια, εθνική, σε μια μεγάλη έξαρση, όλες οι δυνάμεις του λαού συσπειρωμένες; Για τη λευτεριά και τη δημοκρατία. Η ξύλινη φωνή του όμποε, κοροϊδευτικά, καλούσε τη θύελλα.
Για μεσημέρι, συμφώνησα με τη Ματθίλδη να βρεθούμε κατά τη μιάμιση στο καρβουνιάρικο του Θανάση. Εκτός από αυγά, τυρί, ελιές, σαρδέλες παστές και καβούρια κονσέρβα, ο Θανάσης έβαζε κάπου-κάπου στο φούρνο ένα ταψί με κολιούς ή ντομάτες γεμιστές ή κολοκυθοπατάτες. Τέλος πάντων το βρισκούμενο, δε θα χαλούσε ο κόσμος· η ρετσίνα του σ’ αποζημίωνε για όσα του έλειπαν.
[…] Το λεωφορείο, λες και το 'κανε επιτούτου, άργησε να φανεί. Καλές μιάμιση κατέβηκα στη στάση Ρηγίλλης και πήρα ν’ ανεβαίνω την Ηροδότου, ιδροκοπώντας και λαχανιάζοντας μες στο λιοπύρι. Έτσι, όταν κατέβηκα τα πρώτα σκαλοπάτια του καρβουνιάρικου, η δροσιά του, που μύριζε κρασίλα και δαδί, μου φάνηκε βάλσαμο. Στο βάθος η Ματθίλδη, σήκωσε ορμητικά το χέρι για να τη δω. Μου χαμογελούσε.
Αλλά μόλις κατέβηκα το τελευταίο σκαλοπάτι, με γάντζωσε από το σακάκι ο Βησσαρίων, που καθόταν με τον Βάρναλη, στο πρώτο τραπεζάκι αριστερά. Χαιρέτησα με θερμή χειραψία τον ποιητή, με γνώριζε από την Κατοχή και πόσο αφοσιωμένος θαυμαστής του ήμουν.
—Πού ήσουνα, σα να σε πήρε το μάτι μου πριν από καμιά δεκαριά μέρες. Κάτσε μαζί μας, ο Θανάσης έχει κάτι αμελέτητα στο φούρνο, θαύμα.
Του είπα να με συμπαθάει, μα με περιμένουν, κι έδειξα με το κεφάλι πιο μέσα.
—Ερωτοδουλειές, έκανε ο Βησσαρίων μαζεύοντας τις χειλάρες του. Αν είναι με το κορίτσι που πέρασε τώρα δα, τότε σε συγχωρούμε.
—Δεν της λες να έρθει στο δικό μας; Όχι; Εντάξει, κατάλαβα, είπε ο ποιητής. Πώς τα βλέπεις τα πράματα;
—Φοβάμαι, είπα, πως δε θα την αποφύγουμε τη διχτατορία.
—Γιατί τώρα τι έχουμε; ρώτησε ο Βάρναλης. Έχουμε διχτατορία των δοσιλόγων με φερετζέ. Την παρουσιάζουνε για «αληθινή δημοκρατία». Και η δουλειά τους — δηλαδή η προδοσία του λαού — γίνεται. Καμαρώστε καθεστώς: πατημένο Σύνταγμα, κυβέρνηση της μειοψηφίας, χιτλερική νομοθεσία, αστυνομοκρατία, παρακρατικοί δολοφόνοι, γερμανοντυμένοι «πατριώτες» και τα λοιπά.
Αυτά όλα πολύ φωναχτά. Καλά, είναι κουφός και γι’ αυτό ανεβάζει τη φωνή, μα θαρρώ πως επίτηδες το παράκανε, για ν’ ακούν όλοι. Κι αλήθεια, μ’ όλο που τούτη η Δευτέρα δεν ήταν η πρώτη του μήνα, στο μεγάλο τραπέζι είχαν πάλι μαζευτεί οι συνταξιούχοι διπλωμάτες με τις αλλοδαπές γυναίκες τους. Σώπασαν μονομιάς κι οι φάτσες τους μαρμάρωσαν.
—Είναι σκάνδαλο, αγαπητή μου, ακούστηκε να λέει μια Σουσού γαλλικά. Φαντάσου πως ο Τοτός θεωρεί τούτο το βλάκα για το μεγαλύτερο ποιητή της Ελλάδας. Είναι κι οι δυο τους για δέσιμο.
Φυσικά, ο ποιητής δεν άκουε, αλλιώς το πράγμα θα κατάληγε σε ομηρική λογομαχία.
—Σε βλέπω κι ανυπομονείς, μου είπε. Πρέπει να είναι όμορφη. Πήγαινε.
—Όπως είπες και για μιαν άλλη, Δάσκαλε, η κοπέλα είναι λιγνή αλλά δίχως τυπογραφικά λάθη, έχωσε τη σφήνα του ο Βησσαρίων.
Από αριστερά: ο κριτικός Μ. Παπαϊωάννου, ο Κώστας Βάρναλης και ο Στρατής Τσίρκας
______________________
Ένας ολόκληρος λαός στο δρόμο για τη Δημοκρατία Ξεκινήσατε αστραπή κι η Λεωφόρος Κηφισίας είχε καταντήσει μονόδρομος προς Εκάλη τροχοφόρα σφύριζαν δαιμονισμένα λιμουζίνες ταξί κατσαριδάκια σπόρ διθέσια πούλμαν σκούτερς λεωφορεία βέσπες μοτοσακό. Κόσμος κατέβαινε από τους Αμπελόκηπους γέροι γυναίκες παιδιά κι έπιαναν τα πεζοδρόμια. Στο Ψυχικό κι ύστερα στο Χαλάνδρι συνεργεία είχανε στηθεί στο κατάστρωμα και κάτι μαστόρευαν με καδρόνια σανίδες πανιά πολλά λουλούδια και μεγάλα στεφάνια. Ετοιμάζουν αψίδες είπε ο Μπιλ κι ο Στέφανος είπε νέο Μεσσία θα ’χουμε κι ο Αρίστος τον έκοψε σκάσε.[......]
Φτάσατε στο Καστρί κι ήταν οι δρόμοι όλοι φρακαρισμένοι στα Γιωταχί ….. Κόσμος κουβαλούσε ανθοδέσμες φωνάζοντας έβγα Γέρο να μας δεις κάτω οι δούλοι της Αυλής. Κι ήταν ένα πικάπ συνέχεια να σε ξεκουφαίνει Γεια σου Γιώργη Παπανδρέου που κρατάς σαν Όλυμπος.
Ξαφνικά ένας φώναξε Μητσοτάκη κάθαρμα και το πήρε το πλήθος σα να περίμενε αυτό το σύνθημα κάτω οι προδότες δημοκράτες ενωμένοι ένα ένα τέσσερα και το πικάπ να μη σταματάει γεια σου Γιώργη Παπανδρέου και φάνηκε αυτός επιτέλους στο κεφαλόσκαλο και χίμηξε ο κόσμος θα τον έλιωνε και τότε τον προστάτεψαν οι χωροφύλακες μέσα στα ζήτω και τους αλαλαγμούς και το σπρωξίδι και τη σκόνη και την αφόρητη ζέστη έρχεται ο πρωθυπουργός. [...]
Στους Αμπελόκηπους πάλι σταμάτησαν τη λιμουζίνα του Γέρου κι ήθελαν να τη σηκώσουν στα χέρια τους παλαβοί ενικήσαμε Νόβα πέσε απόψε και κόσμος είχε σκαρφαλώσει στις στέγες των σταματημένων τρόλευ κι ανέμιζε πανώ έρχεται ο πρωθυπουργός η αυλή να μαντρωθεί και κάτι ομορφόπαιδα μάλλον εργάτες στον ενθουσιασμό τους ξέσκιζαν τα πουκάμισά τους και τ’ ανέμιζαν κι ήταν η λεωφόρος Αλεξάνδρας πήχτρα στον κόσμο κατάστρωμα πεζοδρόμια μπαλκόνια ταράτσες κι όπως περνούσε ο Γέρος έπεφταν από παντού λουλούδια θρίαμβος στ’ αλήθεια ρωμαϊκός θρίαμβος μουρμούριζε ο Μπίλ τι παραλήρημα είναι τούτο με το πλήθος που θα ’χει μαζευτεί στην Πατησίων στην Ομόνοια σίγουρα θα ξεπεράσουμε το εκατομμύριο πραγματική αποθέωση δημοψήφισμα κι ο Αρίστος παραδέχθηκε πως ποτέ στην ιστορία της Ελλάδας τέτοιος ενθουσιασμός τέτοιος όγκος κι ο Μπιλ πρόσθεσε τέτοια πειθαρχία τέτοια τάξη την είδατε τη νεολαία που σχημάτισε αλυσίδα με τα χέρια και προστατεύει τ’ αυτοκίνητο ε πια εδώ και να με συγχωρείτε που σαν ξένος εκφέρω γνώμη δεν είναι μόνο κεντρώοι κι αριστεροί εδώ ένας ολόκληρος λαός κατέβηκε στο δρόμο για τη Δημοκρατία και το λόγο που πρόφερα πιο νωρίς τον παίρνω πίσω το βλέπω δυνατό να πέσει απόψε ο Νόβας και ν’ αναλάβει πάλι ο Γέρος. Ο Αρίστος είπε μακάρι το παν θα εξαρτηθεί αν θ’ αποφύγουμε πιο πέρα τις συγκρούσεις κι ο Στέφανος είπε δεν τον ξέρετε καλά τον Ελληνικό λαό εύκολα παίρνει φωτιά μα και γρήγορα ξεφουσκώνει θυμηθείτε τον όγκο και την έξαρση τη μέρα της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς κι ύστερα στις 3 του Δεκέμβρη και στην κηδεία του Λαμπράκη κι άσ’ τα να παν στο διάβολο. …..
...η άρνησή του απέναντι σε κάθε ωραίο Εωσφόρος ο μπάσταρδος μα του αποκρίθηκε ο Μπιλ πολύ εύστοχα. Το παρακάνεις του λέει. Συχνά οι παραδοξολογίες σου έχουν μια γεύση προφητείας που κάποτε βγαίνει σωστή. Όποιος διαλέγει την άρνηση και τον πεσιμισμό βγαίνει κερδισμένος στις προβλέψεις και χαμένος στη ζωή του.
Τι να σου κάνει αυτός ο άμοιρος λαός και τον κατηγορείς πως ξεφουσκώνει και τα λοιπά. Δε βλέπεις πως κάθε που παίρνει τ’ απάνω του συνωμοτούν όλοι οι δυνάστες και τον καταπλακώνουν εγώ θα σου μάθω την ιστορία σας τι Ρωμαίοι τι Φράγκοι τι Τούρκοι τι Αγγλογάλλοι τι Γερμανοί τι Αμερικάνοι για να μην πω για κοτσαμπάσηδες και δημογέροντες και μεγάλα καφτάνια και δυναστείες Βίττελσμπαχ και Γλύξμπουργκ μα πώς τον διαβάζεις εσύ το Μακρυγιάννη ανάποδα μαθές. Δηλαδή τον έκοψε ο Στέφανος αυτό που λέει κι ο Ηλιού Λαός Σίσυφος. Μα όσο του το κοπανούμε αυτό τόσο θα μένει δέσμιος της ιδέας που έχουν οι άλλοι γι’ αυτόν. Γιατί ντε και καλά πρέπει να την ανεβάσει την κοτρώνα στην κορφή ας κοιτάξει να κάνει άλλη δουλειά.
Franz von Stuck, Sisyphus, 1920
__________
Τετάρτη, 21 Ιουλίου
Η σπουδαστική συγκέντρωση στα Προπύλαια
Θα ήταν έξι και μισή. Ξεκινήσαμε δισταχτικά για τα Προπύλαια. Η μικρή όλο έφερνε στην κουβέντα της τη λέξη «παούρα». Φοβόταν· την καθησύχαζα, μα κι άλλη αναποδιά, το ζευγάρι μιλούσε μόνο τη γλώσσα του. Αυτός ρώτησε αν η συγκέντρωση γινόταν με την άδεια της Αστυνομίας κι εγώ του εξήγησα πως τα Προπύλαια βρίσκονται μέσα στην ακαδημαϊκή άουλα και δεν έμπαινε ζήτημα να γυρέψουν οι φοιτητικές οργανώσεις άδεια, μα κάτι σκοτεινές δηλώσεις του «Υπουργού» Δημοσίας Τάξεως σε πρωινή εφημερίδα με κάναν να πιστεύω πως η Αστυνομία δε θ’ άφηνε τη συγκέντρωση να εξελιχθεί σε διαδήλωση.
Τα σκίτσα του Κώστα Μητρόπουλου δημοσιεύτηκαν στις 21 Ιουλίου. Ο μεν λαός περιφρονεί αγέρωχα την απαγόρευση διαδηλώσεων του αποστάτη υπουργού Δημόσιας Τάξης Ιωάννη Τούμπα, αλλά και ο Κ. Μητσοτάκης, αριστερά, αδιαφορεί μακάρια για την εναντίον του κατακραυγή. Εκατοντάδες χιλιάδες φώναζαν «Μητσοτάκη κάθαρμα», αλλά το αυτί του δεν ίδρωσε ούτε στάλα.
Φοβούνται το λαό και δεν έχουν περάσει ούτε σαράντα οχτώ ώρες από το θρίαμβο του Παπανδρέου. Θυμήθηκα και το λόγο της Χρύσας, «Εγώ σας λέω πως ο Τούμπας θα χτυπήσει». Φυσικά, δεν τον ανάφερα. Η μικρή ωστόσο είχε τρομοκρατηθεί. Όταν άκουσε τις ιαχές «Ένα Ένα Τέσσερα» και είδε τα πλήθη μπρος στο Πανεπιστήμιο, τα θωρακισμένα να κουρνιάζουν σαν μοχθηροί βάτραχοι στις παρόδους, και γύρω τους λεφούσι οι αστυνομικοί με τα κλομπς, έπιασε να μας τραβάει για να γυρίσουμε πίσω. «Παούρα, παούρα», μου έλεγε και τα μάτια έπαιζαν ανήσυχα.
Ο σύντροφός της είχε διαβάσει το πρωί όλες τις ιταλικές εφημερίδες, που σχολίαζαν την κάθοδο του Παπανδρέου από το Καστρί. Ήταν ασυνήθιστο το ένδιαφέρον που έδειχναν στην Ιταλία για την κυβερνητική κρίση. Βέβαια, όχι τόσο ασυνήθιστο, αφού κι εκεί κι εδώ, οι λαϊκές ελευθερίες κινδύνευαν από τον ίδιο έχθρό.
Στο μεταξύ, ο Νόβας είχε πετύχει την αποστασία ακόμη πέντε βουλευτών από την Ένωση Κέντρου. Ήρθε ο βασιλιάς από την Κέρκυρα, τους όρκισε υπουργούς και ξανάφυγε. Σύνολο 21 αποστάτες· έπρεπε να βρει ακόμη 23, για να φτάσει μαζί με τις 99 ψήφους της ΕΡΕ και τις 8 του Μαρκεζίνη στον κρίσιμο αριθμό 151 της απόλυτης πλειοψηφίας. Γι’ αυτό και δε βιαζόταν να συγκαλέσει τη Βουλή. Ο Παπανδρέου τον κατάγγελνε πως σχημάτισε Κυβέρνηση προδοσίας κι εξευτέλισε το θεσμό, αλλά οι αυλόδουλοι θα έπεφταν μόλις ζητούσαν ψήφο εμπιστοσύνης, δηλαδή όχι αργότερα από μια εβδομάδα, κατά το Σύνταγμα. Και τα συνδικάτα ετοίμαζαν πανεργατική απεργία.
Ήταν συγκεντρωμένοι στα Προπύλαια, με τις σημαίες, τα λάβαρα και τα πανώ τους, σκεπάζοντας κατάστρωμα και πεζοδρόμια, δέκα χιλιάδες αγόρια και κορίτσια, ο ανθός του τόπου, η ελπίδα του αύριο. Το πάθος πήγαινε χέρι - χέρι με την έγνοια τους να μη δώσουν αφορμή στους προβοκάτορες ή στην Αστυνομία και χαλάσει το μεγαλείο της συγκέντρωσης. [...]
Πότε νύχτωσε, πότε τελείωσε τo πρόγραμμα της συγκέντρωσης και τελείωσε άραγε; Είχαμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Άξαφνα η λαοθάλασσα έπιασε να βαδίζει αργά, πυκνή και τρικυμισμένη για την οδό Κοραή ή ν’ ανεβαίνει την Πανεπιστημίου προς την πλατεία Συντάγματος. Ακούστηκαν κάτι κρότοι, σα να ξετάπωναν μπουκάλες της σαμπάνιας, αλλά πιο ισχυροί και μεταλλικοί. Ένα κορίτσι φώναξε: «Στη Σταδίου ρίχνουν αέρια, τα τέρατα!». Κι άρχισε ο πανικός.
Την ίδια στιγμή, από πολλές μεριές, μεγάλες ομάδες αστυνομικών ρίχνονταν πάνω στα πλήθη που σκορπούσαν, και τυφλά, μανιασμένα κατεβάζαν πάνω στα κεφάλια τους τα κλομπς. Όποιος έπεφτε χάμω δεν έβρισκε λύπηση. Τον κλοτσούσαν, τον ποδοπατούσαν μες στους καπνούς των δακρυγόνων. Χαφιέδες με άσπρα κοντομάνικα πουκάμισα κι οπλισμένοι με κλομπς ήταν οι πιο άγριοι. Κραυγές και κατάρες και στριγκλιές πόνου: «Δολοφόνοι, προδότες», γέμιζαν τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Πανεπιστημίου, της Κοραή και της Σταδίου. Παντού τραυματίες με πρησμένα πρόσωπα, ματωμένες πλάτες και σπασμένα χέρια, βόγκοι και κλάματα κι ολοφυρμοί, μα κόλαση. Περπατούσαμε πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Τα μαγαζιά κατεβάζαν γρήγορα τα ρολά τους κι έσβηναν τα φώτα. «Στην Ακαδημίας κάνουν συλλήψεις», φώναξε κάποιος και χάθηκε. [.....]
Διαδηλωτές διαμαρτυρόμενοι εναντίον της κυβέρνησης «αποστατών» του Γ. Νόβα, αντιμέτωποι με αστυνομικές δυνάμεις στο κέντρο της πόλης. (φωτ.: Αφοί Αναγνωστοπουλοι).
_______________________
...έμεινα ντυμένος περιμένοντας να γυρίσει η Ματθίλδη. Τα ρούχα μου μύριζαν δακρυγόνο και πιο λογικό θα ήταν να τα κρεμάσω στο μπαλκόνι για να ξεβρωμίσουν και να μείνω με το φανελάκι και το σλιπ. Μα η μυρωδιά συντηρούσε μέσα μου ένα αίσθημα αγωνίας και απογοήτευσης και ήθελα να το αναλύσω πριν ξεθυμάνει. Είχαμε πράγματι σκοτωμένους;
Γιατί αυτή η βάρβαρη επίθεση, αφού η συγκέντρωση διαλυόταν ειρηνικά;
Ήταν η αντεκδίκηση της Δεξιάς στη θριαμβευτική κάθοδο του Παπανδρέου προχτές;
Μα δεν καταλάβαιναν πως έτσι καταβαραθρώνουν και τις λίγες πιθανότητες που είχε να ψηφιστεί ο Νόβας από τη Βουλή;
Τίποτε,είχαμε ξαναμπεί στον αστερισμό του παρακράτους και της τρομοκρατίας, το ίδιο που πριν από δυο χρόνια δολοφόνησε το Λαμπράκη. Πάνω από τη χαμένη άνοιξη μετεωριζόταν τώρα ο γύπας του πραξικοπήματος έτοιμος να ριχτεί και να σπαράξει τον τόπο. Σωστά τα έλεγε ο Κακομοίρας. Το σαμποτάζ στον Έβρο, η σκευωρία του ΑΣΠΙΔΑ, η σημερινή απρόκλητη επίθεση ετοιμάζαν το δρόμο στους φασίστες στρατοκράτες. Θα έπρεπε λοιπόν έγκαιρα να περάσω στην παρανομία, να χάσουν τα ίχνη μου, αλλά να μη φύγω, εδώ να μείνω και ν’ αγωνιστώ. Να πιάσω επαφή με την καθοδήγηση, ένας απλός αγωνιστής μέσα στις στρατιές της δημοκρατίας. [.....]
Σκίτσα του Κώστα Μητρόπουλου μετά τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα
—Τον Πέτρουλα. Πάει το παλικάρι, το φάγανε οι δήμιοι. Μια συμμαθήτρια της Χρύσας λέει πως άκουσε τον αξιωματικό, πάνω στο θωρακισμένο, να διατάζει τον πυροβολητή που σκόπευε με το κανονάκι των δακρυγόνων: «Κατέβασέ μου αυτόν τον ψηλό με το πράσινο». Ο Σωτήρης είχε σκαρφαλώσει στο σηματοδότη της διασταύρωσης Σταδίου και Λαδά κι απ’ εκεί πάνω φώναζε συνθήματα. Τώρα, πάει.
—Τον πήγαν στο Νεκροτομείο. Οι μπάτσοι έχουν ζώσει την περιοχή και δεν αφήνουν κανένα να πλησιάσει, μήτε τους γονείς του, μήτε τους βουλευτές της ΕΔΑ, που τρέξανε. Ο Μίκης χαλάει τον κόσμο, μα έχουν διαταγές από τον Τούμπα και, φυσικά, τούτος εξαφανίστηκε. [.....]
Ο δημοσιογράφος, τότε, της «Αθηναϊκής» Γιώργος Κουτλίδης (υπέγραφε σαν Γιώργος Σειρηνός), που κάλυπτε την πορεία, μεταφέρει στα χέρια του τον τραυματισμένο από δακρυγόνο Σωτήρη Πέτρουλα. [Πηγή: http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8517453]
____________________
Πέμπτη, 22 Ιουλίου
Εδώ ο θάνατος αντιλαλεί αρχαία τραγωδία.
Γλυκοχάραζε. Το τηλέφωνο από δίπλα χτυπούσε συνέχεια...
Ειδοποίησαν από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως τους γονείς του Σωτήρη πως η ταφή θα γίνει στις οχτώ και τριάντα το πρωί στο Γ' Νεκροταφείο Κοκκινιάς. Επιτρέπεται να παραστούν μόνο οι πολύ στενοί συγγενείς. Απαγορεύονται λουλούδια και στεφάνια. Ο Μίκης όμως, μαζί με Μπριλλάκη, Νεφελούδη, Ηλιόπουλο και Κύρκο, κινούνται δραστήρια για να σταματήσουν την ταφή και να γίνει νεκροψία με την παρουσία γιατρών της οικογένειας. Διότι, λένε, υπάρχουν πληροφορίες πως ο Σωτήρης στραγγαλίστηκε. Όλοι στο Νεκροταφείο της Κοκκινιάς. Φέρετε όσο κόσμο μπορείτε. Αμέσως. Το «αμέσως» του Πέτρου αντηχούσε στ’ αυτιά μου σαν πολεμική ιαχή.
Ο ταξιτζής έκανε τον αδιάφορο. Κι όταν φτάσαμε μπρος στο Νεκροταφείο κι είδε τα μηχανοκίνητα και τους χωροφύλακες με πολεμική εξάρτυση, κράνη, παλάσκες και μακρύκαννα τουφέκια, μας ξεφόρτωσε στα βουβά κι εξαφανίστηκε.
Προχωρήσαμε, κανείς δε μας εμπόδισε, θέλαμε να φτάσουμε όσο κοντά γινόταν στο νεκροθάλαμο, μα οι διάδρομοι ήταν όλοι μπλοκαρισμένοι από μηχανοκίνητα και χωροφύλακες με κάτι πελώρια ραβδιά. Κόψαμε μέσα από τους τάφους και τις πικροδάφνες. Εδώ κι εκεί, μικρές ομάδες από νέους και μαυροντυμένες γυναίκες σιγανοκουβέντιαζαν. Από μακριά, μπορεί το νεκροθάλαμο, μια γυναίκα μοιρολογούσε. «Το Μανιάτικο», μου ψιθύρισε η Ματθίλδη. «Τους ξέρω καλά τους Μανιάτες. Δε συγχωρούν ποτέ τον άδικο θάνατο». —Δεν παραδίνουν το νεκρό. Είναι εδώ η μάνα, ο πατέρας, η αδελφή κι ο αδελφός, κατασυντριμμένοι από την αγωνία, ράκη. Ήρθαν και οι βουλευτές μας, ο δήμαρχος κι ο αντιδήμαρχος Νίκαιας, οι δικηγόροι της οικογένειας κι ο εισαγγελέας. Αυτός λέει πως η νεκροψία έγινε, τι χρειάζεται δεύτερη κι όλοι οι άλλοι πολεμούν να τον πείσουν να τηλεφωνήσει στο Υπουργείο, για να επιστρέψει το πτώμα στο Νεκροτομείο. Αυτοί όμως φοβούνται πως όσο περνά η ώρα θα μαζεύεται κι άλλος κόσμος γι’ αυτό ζήτησαν διακόσιους χωροφυλάκους ενίσχυση από τον Πειραιά.
Μέσα από τις πικροδάφνες μια καθαρή φωνή, γεμάτη οργή και σπαραγμό, έπιασε το μοιρολόι:
Αχ και δεν τους έδωνες μιλιά,
τι δεν εμπόρας καψερό,
είχες τη σφαίρα στο λαιμό,
κι αδέρφι, ω αδέρφι, αδέρφι.
— Εδώ ο θάνατος αντιλαλεί αρχαία τραγωδία. Να είναι τούτο το φως; Να είναι οι άνθρωποι; Δεν ξέρω. Να είναι ο άταφος νεκρός, η συντριβή των δικών του, το κράτος και η βία, ο χορός, η κορυφαία, ο θρήνος;
Περιμέναμε στον ήλιο. Οι διαπραγματεύσεις με τον εισαγγελέα συνεχίζονταν. Πέρασε το μεσημέρι. Κάποτε, οι γονείς και τ’ αδέρφια του Πέτρουλα τράβηξαν για την έξοδο· τους συνόδευαν οι δικηγόροι. Σε λίγο, τα μηχανοκίνητα της Χωροφυλακής έβαλαν μπρος και φεύγαν. Ελευθερώθηκαν οι διάδρομοι. Ήρθε η νεκροφόρα, πήρε το φέρετρο και δίχως να περιμένει συνοδεία ξεκίνησε. «Για το Νεκροτομείο», φώναξε κάποιος: «Από πίσω τους!» Χύθηκε ο κόσμος στην έξοδο. Εκείνοι που είχαν αυτοκίνητα παρκαρισμένα, φόρτωναν όσους πρόφταιναν και ξεκινούσαν· Άλλοι γύρευαν ταξί. Μα ο πολύς κόσμος έτρεχε πίσω από τη νεκροφόρα φωνάζοντας:
Αθάνατος
Κάτω οι δολοφόνοι
Ο Σωτήρης ζει.
[......] Νικήσαμε. Ο Σωτήρης θα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο σπίτι των γονιών του, στον Κολωνό. Ύστερα από πολλές συνεννοήσεις Τούμπα και Εισαγγελέων, στις τέσσερις και σαράντα αποφασίστηκε να παραδοθεί ο νεκρός, με την υπόσχεση πως η κηδεία πρέπει να γίνει πριν τις δέκα το πρωί αύριο. Τώρα όλοι τρέχουν στον Κολωνό. Θα δοθεί άλλη μάχη.
Και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας... Η σκιά του καπνοκοπτήριου πλάκωνε το χαροκαμένο σπίτι, σου καταπλάκωνε και την ψυχή. Το άχαρο κτίριο, με τα σπασμένα τζαμοπαράθυρα θα μπορούσε να είναι το σύμβολο της εγκατάλειψης και της μιζέριας αυτής της φτωχογειτονιάς. Σπιτάκια εργατικών ανθρώπων, σκορπιστά εδώ κι εκεί στον ανήφορο, με τις γριούλες στο κατώφλι και την κεραμιδένια στέγη τους φαγωμένη από τους καιρούς. Πιο πέρα, κύβοι από μπετόνι και τούβλα,ομοιόμορφοι και στενάχωροι, με παράθυρα δυσανάλογα μεγάλα, βαμμένα πότε πράσινα, πότε γκρίζα. Κι όμως αυτή τη μουντή ατμόσφαιρα, ο ήλιος που έγερνε τη διασκέδαζε με βεγγαλικά, όταν φώτιζε ένα τριαντάφυλλο, ένα γαρίφαλο στα χέρια κάποιου από την ουρά εμπρός στο σπιτάκι. Είχαν τοποθετήσει χάμω το λείψανο μέσα σε φέρετρο με κρυστάλλινες πλευρές: ένα ξανθό παλικάρι ψηλό ένα μέτρο και ογδόντα, είκοσι τριώ χρονώ λεβέντης πάνω στην καλύτερη ώρα του. Από πάνω του, ορθοί με σφιγμένα δόντια, ο πατέρας, ο αδερφός και δυο άλλοι συγγενείς ή χωριανοί. Ολοτρόγυρα στo θάλαμο που μύριζε βαριά βασιλικό και μαντζουράνα γυναίκες καθισμένες ανακλαδιστά, η μάνα, η αδελφή του, ίσως άλλες συγγένισσες, με τα μαύρα τσεμπέρια τους γύρω στο λαιμό και τις άκρες ριγμένες μπρος, με τα μαλλιά χωρισμένα στα δυο, χουφτιάζοντας την κάθε άκρη και σηκώνοντας πότε το δεξί πότε τ’ αριστερό ξεφώνιζαν όλες μαζί πένθιμα καί μονότονα: «ω αδέρφι, αδέρφι!».
Κι εμείς μπαίναμε δίχως να βγάλουμε μιλιά, σκύβαμε το κεφάλι, βρίσκαμε ανάρμοστο τα κόκκινα λουλούδια που αποθέταμε να έχουν σχεδόν σκεπάσει τα πράσινα ματσάκια με τα μυριστικά των χωριανών του, κι η οργή μέσα μας φούντωνε καθώς αντικρίζαμε τα γδαρμένα και ματωμένα μούτρα μιας συγγένισσας από τα ίδια της τα νύχια. Ύστερα σκύβαμε κι άλλο πολύ για ν’ ασπαστούμε τον νεκρό και βγαίναμε. Έξω, άλλες γυναίκες με μαύρα τσεμπέρια, καθισμένες διπλοπόδι συνόδευαν τη μοιρολογίστρα, που το είχε πάρει. Μερικές σήκωναν το κεφάλι και μας κοίταζαν με γερακίσια μάτια. Κάποτε όμως τους ξέφευγε μια κραυγή οδύνης και τότε, τραβώντας το μαύρο μαντίλι γύρω από το λαιμό τους, ξανάπιαναν το μοιρολόι. Τα λουλούδια γίνονταν σωρός και μύριζαν ακόμη πιο βαριά... Ο χώρος γύρω από το σπίτι γέμιζε νεολαίους, που είχαν πει το τελευταίο χαίρε, μα δεν έφευγαν. Περίμεναν εκεί, και όλη τους η στάση έδειχνε πως θα έδιναν μάχη και θα γινόταν σκοτωμός, αν η Αστυνομία επιχειρούσε κι άλλη απαγωγή. Μέσα στο πλήθος μπορούσες να διακρίνεις πολλούς μυστικούς με πολιτικά. Τους αναγνώριζες από το ύφος, το άγαρμπο κόψιμο της φορεσιάς και πιο πολύ από τα μαύρα μυτερά σκαρπίνια τους. Ο κόσμος τους κοίταζε στα μάτια δίχως να μιλά κι αυτοί σουλατσάριζαν κάνοντας τους ανήξερους.
Κάποιος έριξε την ιδέα να καθίσουμε χάμω σταυροπόδι. Σε λίγο δεν έβλεπες ως ψηλά τον ανήφορο παρά μόνο τους μυστικούς όρθιους. Ήταν κωμικοί στην αμηχανία τους, κοιτάζονταν, πολλοί κάθισαν κι άλλοι έκαναν πως φεύγουν πίσω απ’ το καπνοκοπτήριο.
Πλάι μου η Ματθίλδη έπιασε να τραγουδάει από τον Επιτάφιο. Είχε ζεστή σωστά βαλμένη φωνή.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες…
Τριακόσια στόματα πήραν χαμηλόφωνα το σκοπό, που υψώθηκε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και πέρα από τη φτωχογειτονιά. Τα νιάτα θρηνούσαν το λεβέντη τους και τη χαμένη άνοιξη, με λόγια που σε σφάζανε
.. .και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.
Η Ματθίλδη έβαλε το χέρι της μέσα στη φούχτα μου. Σουρούπωνε. Ο αέρας μύριζε δυνατά γαρίφαλα και νάρκισσους. Κοίταξα γύρω μου κι είδα πολλά ζευγάρια να κάνουν τη χειρονομία της Ματθίλδης. Άνοιξη, άνοιξη της νιότης και του κόσμου, μαχαιρωμένη άνοιξη, ως πότε πια; Το πλήθος συνέχιζε να φτάνει, καθένας έβρισκε λίγο χώρο και καθόταν αθόρυβα. Ο κύκλος απλωνόταν. Όταν είπαν το στίχο
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας
ακούστηκε ένας πλατύς αναστεναγμός κι έγινε σιωπή. Από το χαροκαμένο σπίτι έφτασε πάλι το μανιάτικο κλάμα κι ύστερα η Ματθίλδη έπιασε από την αρχή κι άλλοι πολλοί την ακολούθησαν. Αυτό επαναλήφθηκε άπειρες φορές, δίχως ίχνος κούρασης. Νύχτωσε.Τ’ αστέρια διακρίνονταν θαμπά και τα λαμπιόνια της Δημαρχίας άναψαν. [...]
Κι ο κόσμος να έρχεται, να μη σταματάει. Χιλιάδες φωνές είχαν πάρει τον Επιτάφιο και χαμηλά - χαμηλά τον τραγουδούσαν. Άκουες λυγμούς κοριτσιών, έβλεπες γέρους να κλαίνε μέσα στο μαντίλι τους. Σα να πέρασε τις χιλιάδες που ξαγρυπνούσαν ένα κύμα καινούριου σφρίγους. Τα κορμιά στηλώνονταν: «Νικήσαμε!». «Σιγά, σεβαστείτε το νεκρό!». «Ο Σωτήρης νίκησε, ο Σωτήρης ζει!». «Μπράβο του! Κι αυτή τη μάχη την κέρδισε, ακόμη και νεκρός!».
—Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να γίνει η κηδεία από τη Μητρόπολη στις 11 το πρωί. Οι πρωινές εφημερίδες θα προφτάσουν να δημοσιεύσουν τ’ αγγελτήριο. Ο Τούμπας έφαγε τα μούτρα του. Η Εκτελεστική ’Επιτροπή της ΕΔΑ ωστόσο, καλεί το λαό σε πάνδημη ειρηνική κηδεία.
Παρασκευή, 23 Ιουλίου
Τα γαλάζια μάτια σου μας καλούνε...
Από τα ξημερώματα έπιασε να ’ρχεται κι άλλος κόσμος. Οι χαφιέδες εξαφανίστηκαν, αστυνομικοί δε φαίνονταν πουθενά, μόνο λίγους της Τροχαίας βλέπαμε. Αυτοί πρέπει να κάναν μεγάλη προσπάθεια για να μπει κάποια τάξη σ’ όλα τα τροχοφόρα που ακούαμε να κορνάρουν δίχως να τα βλέπουμε. [...]
Κι όταν μπήκε για καλά το πρωινό κι ο ήλιος έπιασε να καίει, ο Σωτήρης ετοιμάστηκε για την τελευταία του κατοικία. Το μοιρολόι της μάνας ακούστηκε πιο γοερό κι οργισμένο. Η μνηστή του, ντυμένη πάντοτε στ’ άσπρα, έκλαιε τώρα σπαραχτικά. Είκοσι πέντε χιλιάδες συγκεντρωμένες από νωρίς στον Κολωνό, ξέσπασαν σ’ ένα πανδαιμόνιο από ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, ιαχές, και κατάρες, όταν φάνηκε στο κατώφλι το λείψανο. Σημαίες και λάβαρα υψώνονται, γέρνουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί, μπρος και πίσω, πάνω απ’ τα κεφάλια του ξέφρενου πλήθους.
— Ο Σωτήρης ζει!
Ένα δάσος από χέρια πασχίζει ν’ αγγίξει για τελευταία φορά το φέρετρο. Το πλήθος βογκά, θάλασσα φουρτουνιασμένη από σηκωμένες γροθιές, η κατάσταση κινδυνεύει να ξεφύγει, ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες των υπεύθυνων και ψυχραιμία, για να κοπάσει η τρικυμία και να μπει κάποια τάξη. Επιτέλους σχηματίζεται η πομπή.
Προπορεύεται η σημαία του 114, το Κεντρικό Συμβούλιο των Λαμπράκηδων με τον Μίκη Θεοδωράκη επικεφαλής, αντιπροσωπείες της νεολαίας, πολιτικοί. Πίσω από το νεκρό οι συγγενείς του κι ύστερα η Αθήνα ολόκληρη… Άξαφνα μια μεγάλη ομάδα από νέους και νέες, αγκαλιασμένοι μέσα στο πλήθος αρχίζει να τραγουδά. Δεν πιάνω ακόμη τα λόγια. Μα σε λίγο ξεχωρίζω:
Σωτήρη Πέτρουλα
Αηδόνι και λιοντάρι, βουνό και ξαστεριά.
— Είναι το καινούριο του Μίκη, μου λέει η Ματθίλδη, που έχει ξαναγυρίσει και μου πιάνει το χέρι. Ν’ ακούσεις τον Τάκη τον Μπενά, να διηγείται πώς γράφτηκε… Τη νύχτα, στα γραφεία της ΔΝΛ, αυτοί να συζητούν, μες στους καπνούς των τσιγάρων, και να προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα της κηδείας, κι ο Μίκης κάτι να γράφει βιαστικά σ’ ένα χαρτί, αλλοπαρμένος:
«— Το λόγο έχει ο πρόεδρος, λέει κάπως έντονα ο Τάκης.
— Το λόγο έχει το τραγούδι, αποκρίνεται ο Μίκης, ακούστε:
Σωτήρη Πέτρουλα
σε πήρε ο Λαμπράκης, σε πήρε η Λευτεριά».
Η πομπή περνάει από την οδό Λένορμαν, από την πλατεία Μεταξουργείου, τη λεωφόρο Αχιλλέως, την Αγίου Κωνσταντίνου:
Σωτήρη Πέτρουλα
οδήγα το Λαό σου, οδήγα μας μπροστά.
Είδα χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες Λαού, να στριμώχνονται στα πεζοδρόμια, στα παράθυρα και τους εξώστες, και τα λουλούδια να πέφτουν βροχή κι είδα τη λαοθάλασσα που ακολουθούσε κι άκουσα τα συνθήματα και κατάλαβα πως αυτή δεν ήταν κηδεία, ήταν μια γιγάντια διαδήλωση, σε πάθος και σε όγκο, η τελευταία διαδήλωση του Σωτήρη:
Μάρτυρες, ήρωες οδηγούνε
τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.
Κι όταν είδα στην πλατεία Ομονοίας τους οικοδόμους με ξεγυμνωμένα στήθη να σταματούν τη νεκροφόρα και να σηκώνουν στα χέρια τους το φέρετρο, είπα μέσα μου πως απ’ εδώ αρχίζει πια η αποθέωση. Κι όταν είδα τον πατέρα τού ήρωα, που τον είχαν σηκώσει στα χέρια οι φίλοι του παιδιού του, να βαστάει στ’ αριστερό ένα μπουκέτο κόκκινες γλαδιόλες και στο δεξί μια τσαλακωμένη φωτογραφία, να τη σφίγγει πάνω στο στήθος του και να τη δείχνει στα πλήθη, που χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν, όχι, δεν έκλαιγαν και δε θρηνούσαν, και τον άκουσα να λέει: «Αδέρφια του παιδιού μου… Ο Σωτήρης ζει… Αγωνισθείτε για το ξερίζωμα του φασισμού… Ο Σωτήρης μου γι’ αυτό θυσιάστηκε… Δε θέλω να κλαίτε… Εμπρός στον αγώνα για τη Δημοκρατία…».
Έτσι με συνεπήρε και μένα το παραλήρημα του κόσμου και πίστεψα μαζί με τον πατέρα του, και πίστεψα μαζί με τον κόσμο, πως ο Σωτήρης δεν πέθανε. Κι όταν στην οδό Σταδίου, στο σημείο, που όπως θα πει σε λίγο ο Μίκης, οι εχθροί επισήμαναν, απομόνωσαν και σκότωσαν το γελαστό παιδί, τα πλήθη αυθόρμητα παραμέριζαν, αφήνοντας στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο ένα κενό… Τι κενό; Ένα λοφίσκο από κόκκινα γαρίφαλα και τριαντάφυλλα, που ψήλωνε από στιγμή σε στιγμή:
…τα γαλάζια μάτια σου
μας καλούνε.
Κι όταν εμπρός στη Μητρόπολη, μέσα στην έντονη μυρωδιά της φρεσκοκομμένης δάφνης και το τραγούδι που αναθεμάτιζε αυτούς που σκότωσαν το Σωτήρη, είδα να έρχονται οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης, με τα στεφάνια και τις σημαίες τους, είδα το Γλέζο, είδα τον Ηλιού, είδα το Βάρναλη, είδα τον Παπανδρέου και τους άλλους υπουργούς της Ε.Κ. κι αντιλαλήσαν τα συνθήματα:
— Ενότητα.
— Ο στρατός με το λαό.
γονάτισα κι εγώ μέσα στο δρόμο και σα μικρό παιδί που πρωτοπάει σχολειό συλλάβιζα σ’ ένα πανώ:
ΚΙ ΑΝ ΕINΑΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΑΦΝΗ.ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ.
Και είπα μέσα μου: «Εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ήρωα κι αθάνατος θα μένει». Κι όταν, μέσα από διπλή, ατέλειωτη σειρά στεφάνια και βουνά λουλούδια, εμπρός στον ανοιχτό τάφο, άκουσα το Μίκη, ν’ αποχαιρετά το πρώτο παλικάρι της Σπουδάζουσας Νεολαίας. «Όλος ο μάρτυρας λαός μας σ’ ακολουθεί. Ολόκληρη η Δημοκρατική Νεολαία της πατρίδας μου σε λατρεύει, σε θαυμάζει, σε ζηλεύει, θέλει να σου μοιάσει» και να ορκίζεται πως η πρωτοπόρα γενιά των Λαμπράκηδων θα φέρει στην Ελλάδα τη Μεγάλη Άνοιξη, είπα μέσα μου: «Και γιατί όχι; Κι αν χάθηκε μια άνοιξη, στο χέρι τους είναι να την ξαναφέρουν ακόμη πιο μεγάλη και λαμπρή. Ο Σωτήρης ζει. Ο παλμός της ζωής του μεταπλάστηκε σ’ ενέργεια, γίνηκε κινητήρια δύναμη, που εμψυχώνει κι ενθουσιάζει κι εμπνέει και οδηγεί. Ευλογημένοι όσοι στα μαρμαρένια αλώνια νικούν το Χάρο, όπως ο Σωτήρης Πέτρουλας».
Στρατή Τσίρκα, Η χαμένη άνοιξη, εκδόσεις Κέδρος
Ένα τηλεφώνημα απογνώσεως, σκίτσο του Μποστ, που δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 25 Ιουλίου 1965, δέκα μέρες μετά την αποστασία και τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα [Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2010/07/15/alwsews/]