Magdalen with the Smoking Flame by Georges de La Tour
_____________
_____________
Στις παρυφές των απόκρυφων Ευαγγελίων, ο απόλυτος έρωτας επιβάλλεται στο θύμα του σαν αρρώστια και σαν προορισμός μαζί. Μια Μαρία Μαγδαληνή γήινη, προδομένη, ποιητική, ερωτευμένη με τον Χριστό
Η Γιουρσενάρ, στο νεανικό αυτό διήγημα, γραμμένο το 1935, βασίζεται στην παράδοση που θέλει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μνηστεύεται τη Μαρία Μαγδαληνή, αλλά να μη μοιράζεται μαζί της ποτέ τη συζυγική κλίνη.
Η Γιουρσενάρ, στο νεανικό αυτό διήγημα, γραμμένο το 1935, βασίζεται στην παράδοση που θέλει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη να μνηστεύεται τη Μαρία Μαγδαληνή, αλλά να μη μοιράζεται μαζί της ποτέ τη συζυγική κλίνη.
«Ο Ιωάννης ερχότανε προς τα μένα από τα βάθη των παιδικών χρόνων του. Γέλαγε στους αγγέλους, τους μόνους του συντρόφους. »
«Είχε διαλέξει σε μένα το πιο αινιγματικό από τα κορίτσια, με την κρυφή ελπίδα να μην το αποκτήσει ποτέ. »
Προδομένη από τον άνδρα της που προτιμάει τον Θεό, παντελώς ανέγγιχτη, η Μαγδαληνή επιλέγει να ακολουθήσει το δρόμο της πορνείας. Γίνεται εταίρα.
«Το κάθε χτύπημα, το κάθε φιλί, μου πλάθανε ένα πρόσωπο, ένα λαιμό, ένα κορμί αλλιώτικο από κείνο που ο φίλος μου δεν είχε χαϊδέψει.»
Κοιμάται με εκατοντάδες ανδρικά κορμιά, ώσπου κάποιος εραστής τής μιλάει για τον Θεό που εμφανίστηκε. Σ’ ένα συμπόσιο με το Θεό και τους Αποστόλους, γεννιέται το μεγάλο πάθος, ο μεγάλος έρωτας. Αλλά αυτό που συνέβη με τον Ιωάννη θα συμβεί και με τον Θεό. Δεν θα την αγγίξει. Ποτέ δεν θα την ποθήσει.
«Το είδα αμέσως πως δεν θα μπορούσα να τον σαγηνέψω, αφού δεν με απόφευγε.»
«Της δίνει μόνο τη δυνατότητα να κλάψει και να σπαράξει». Κάτι που στο τέλος θα αποβεί παραδόξως, σύμφωνα με τη Γιουρσενάρ, απελευθερωτικό.
«Δε με λύτρωσε ούτε από το θάνατο, ούτε από τα δεινά, ούτε από το έγκλημα…..με λύτρωσε από την ευτυχία»
Pietro Perugino, Mary Magdalene (1500)
_____________
_____________
Τα μεσημέρια, πηγαίναμε με την αδερφή μου τη Μάρθα στα χωράφια. Εκείνη έφερνε στους εργάτες σταμνιά με μπύρα, εγώ πήγαινα σ' αυτούς με αδειανά χέρια. Ρουφάγανε το χαμόγελο μου. Τα βλέμματα τους με ψαχούλευαν σαν ένα σχεδόν ώριμο φρούτο που η γλύκα του δεν εξαρτιότανε πια παρά από λίγο ήλιο. Τα μάτια μου ήταν δύο θηρία παγιδεμένα μέσα στο πλέγμα των τσίνουρων. Το σχεδόν μελανό στόμα μου ήταν μια βδέλλα πρησμένη από αίμα.
Alfred Stevens (1823–1906), Maria Magdalena
Ο περιστεριώνας ξεχείλιζε από περιστέρια, το ερμάρι από ψωμί, το σεντούκι από νομίσματα με το κεφάλι του Καίσαρα. Η Μάρθα χαλούσε τα μάτια της μαρκάροντας την προίκα μου με τ' αρχικά του Ιωάννη. Η μητέρα του Ιωάννη είχε ψαροτόπια, ο πατέρας του Ιωάννη είχε αμπέλια.
Την ημέρα των γάμων μας, όταν ο Ιωάννης και 'γω καθόμασταν κάτω από τη συκιά της πηγής, νιώθαμε ήδη να βαραίνει απάνω μας το αβάσταχτο βάρος μιας εβδομηντάχρονης ευτυχίας. Τους ίδιους χορευτικούς σκοπούς θα παίζαν στους γάμους των κοριτσιών μας• ένιωθα από τώρα βαριά από τα παιδιά που αυτά θα γεννούσαν. Ο Ιωάννης ερχότανε προς τα μένα από τα βάθη των παιδικών χρόνων του. Γέλαγε στους αγγέλους, τους μόνους του συντρόφους. Γι' αυτόν είχα απορρίψει την πρόταση του ρωμαίου εκατόνταρχου. Απόφευγε την ταβέρνα όπου οι πόρνες αναδεύονταν σαν τις οχιές στους διεγερτικούς ήχους ενός θλιμμένου αυλού. Απόστρεφε τα μάτια από το ολόγιομο πρόσωπο των κοριτσιών της φάρμας.
Την ημέρα των γάμων μας, όταν ο Ιωάννης και 'γω καθόμασταν κάτω από τη συκιά της πηγής, νιώθαμε ήδη να βαραίνει απάνω μας το αβάσταχτο βάρος μιας εβδομηντάχρονης ευτυχίας. Τους ίδιους χορευτικούς σκοπούς θα παίζαν στους γάμους των κοριτσιών μας• ένιωθα από τώρα βαριά από τα παιδιά που αυτά θα γεννούσαν. Ο Ιωάννης ερχότανε προς τα μένα από τα βάθη των παιδικών χρόνων του. Γέλαγε στους αγγέλους, τους μόνους του συντρόφους. Γι' αυτόν είχα απορρίψει την πρόταση του ρωμαίου εκατόνταρχου. Απόφευγε την ταβέρνα όπου οι πόρνες αναδεύονταν σαν τις οχιές στους διεγερτικούς ήχους ενός θλιμμένου αυλού. Απόστρεφε τα μάτια από το ολόγιομο πρόσωπο των κοριτσιών της φάρμας.
Το ότι ερωτεύτηκα την αθωότητά του υπήρξε το πρώτο μου αμάρτημα. Δεν ήξερα ότι πάλευα μ' έναν αντίπαλο αόρατο όπως ο πατέρας μας ο Ιακώβ με τον Άγγελο, και ότι έπαθλο εκείνης της πάλης θα 'ταν αυτό το αγόρι με τα ακατάστατα μαλλιά όπου κομματάκια από άχυρο σχημάτιζαν ένα φωτοστέφανο. Δεν ήξερα ότι ένας άλλος είχε αγαπήσει τον Ιωάννη προτού να τον αγαπήσω, προτού να με αγαπήσει. Δεν ήξερα ότι ο Θεός είναι το αποκούμπι των μοναχικών.
Orazio Lomi Gentileschi, Penitent Mary Magdalene (1623)
___________________
___________________
... με την κρυφή ελπίδα να μην με αποκτήσει ποτέ
Καθόμουνα στο κεφάλι, στο τραπέζι του γάμου μου, στο γυναικωνίτη. Οι ματρόνες μου σφύριζαν στο αυτί συμβουλές μαστρωπών, συνταγές εταίρων. Ο αυλός στρίγγλιζε σαν παρθένος. Τα κρουστά αντηχούσανε σαν καρδιές. Καθισμένες κατάχαμα μέσα στο μισοσκόταδο οι γυναίκες, πακέττα από πέπλα, τσαμπιά από βυζιά, με μακάριζαν με μια φωνή άτονη για τη βίαιη ευτυχία που θα δοκίμαζα όταν θα δεχόμουνα τον Νυμφίο. Τα πρόβατα που έσφαζαν στην αυλή κλαψούριζαν σαν τα αθώα στα χέρια των χασάπηδων του Ηρώδη.
Δεν άκουσα, από μακριά, τον Αμνό να βελάζει. Οι καπνιές του σούρουπου τα θόλωσαν όλα στο επάνω δωμάτιο. Η γκρίζα ημέρα έσβησε την αίσθηση του σχήματος και των χρωμάτων από τα πράγματα. Δεν είδα, καθισμένον ανάμεσα στους φτωχούς συγγενείς στην άλλη άκρη του τραπεζιού των αντρών, τον άσπρο αγύρτη που μέσ' από 'να φιλί, μ' ένα άγγιγμα, κοινωνούσε στους νέους άντρες το φρικτό είδος της λέπρας που τους υποχρεώνει να χωρίζονται από τα πάντα. Δεν μάντευα την παρουσία του Γητευτή που κάνει την απάρνηση γλυκιά όσο και μια αμαρτία.
Κλείσαν τις πόρτες. Κάψανε μύρα για ν' αποχαυνώσουνε τους διαβόλους. Μας άφησαν μόνους. Σήκωσα τα μάτια και κατάλαβα πως ο Ιωάννης είχε περάσει τη γιορτή των γάμων του όπως διασχίζομε μία πλατεία συνωστισμένη από τη χαρά του λαού. Δεν έτρεμε, παρά από πόνο. Δεν χλώμιαζε, παρά από ντροπή. Δεν φοβόταν παρά μια λιποψυχιά της ψυχής, της ανίσχυρης να έχει μέσα της το Θεό. Δεν ήμουνα ικανή να ξεχωρίσω πάνω στο πρόσωπο του Ιωάννη το μορφασμό της αηδίας από το μορφασμό της επιθυμίας: ήμουν παρθένα, και άλλωστε κάθε γυναίκα που αγαπά δεν είναι παρά μια έρμη αθώα.
Μαρία Μαγδαληνή η Μετανοούσα, El Greco
________________
________________
Αργότερα κατάλαβα πως γι' αυτόν αντιπροσώπευα το χειρότερο σαρκικό λάθος, το νόμιμο αμάρτημα, που επιδοκιμάζει το έθιμο, που είναι ακόμα πιο δαιμονικό γιατί σου επιτρέπεται να κυλιέσαι ξαδιάντροπα μέσα σ' αυτό, που είναι ακόμα πιο επικίνδυνο αφού δεν κολάζεται. Είχε διαλέξει σε μένα το πιο αινιγματικό από τα κορίτσια, με την κρυφή ελπίδα να μην το αποκτήσει ποτέ.
Καταλάβαινα την αποστροφή του για τις πιο εύκολες κατακτήσεις· καθισμένη πάνω σ' αυτό το κρεβάτι δεν ήμουνα πια παρά μία εύκολη γυναίκα. Η αδυναμία που τον εμπόδιζε να με αγαπήσει δημιουργούσε μια αναλογία ανάμεσά μας, δυνατότερη από αυτές τις αντιθέσεις των φύλων που χρησιμεύουν για να καταστρέφουν την εμπιστοσύνη, για να δικαιώνουν τον έρωτα ανάμεσα σε δυο ανθρώπινα πλάσματα: επιθυμούσαμε, και οι δυο, να παραδοθούμε σε μία θέληση ισχυρότερη από τη δική μας, να δοθούμε, να μας πάρουν: προχωρούσαμε, μπροστά απ' όλους τους πόνους, για να πιάσει μια καινούργια ζωή μέσα μας.
Αυτή η ψυχή με τα μακριά μαλλιά έτρεχε προς έναν Νυμφίο. Ακουμπούσε το μέτωπό του στο τζάμι, το ολοένα και πιο θαμπό από τον αχνό της ανάσας του - τα κουρασμένα μάτια των άστρων δεν μας κατασκόπευαν πια- η δούλα που παραφύλαγε πίσω απ' την πόρτα μπορεί να πήρε τους λυγμούς μας για στεναγμούς έρωτα. Μια φωνή υψώθηκε μέσα στη νύχτα καλώντας τον Ιωάννη τρεις φορές, όπως γίνεται μπρος απ' τα σπίτια όπου κάποιος πρόκειται να πεθάνει. Ο Ιωάννης άνοιξε το παράθυρο, έσκυψε για να υπολογίσει το βάθος της νύχτας, είδε το Θεό. Δεν είδα άλλο από τα σκότη, είδα, με άλλα λόγια, το μανδύα του. Ο Ιωάννης τράβηξε τα σεντόνια του κρεβατιού, τα 'δεσε για να τα κάνει σκοινί.
Λαμπυρίδες πάλλονταν σαν αστέρια πάνω στη γη έτσι που έδινε την εντύπωση πως βυθιζόταν στον ουρανό. Έχανα απ' τα μάτια μου εκείνον τον λιποτάκτη τον ανάξιο να προτιμήσει την αγκαλιά μιας γυναίκας από τους κόλπους του Θεού.
Titian, Penitent St Mary Magdalene ( Hermitage Museum)
_______________
_______________
Αναχώρηση...
Άνοιξα με προσοχή την πόρτα του δωματίου μου στο οποίο το μόνο που είχε διαδραματιστεί ήταν μια αναχώρηση. Δρασκέλισα τους καλεσμένους που ροχάλιζαν στο διάδρομο. Πήρα από την κρεμάστρα την κουκούλα του Λάζαρου. Η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή για να ψάξω στον προθάλαμο για τα χνάρια των θεϊκών πατημάτων. Τα καλντερίμια όπου σκόνταφτα δεν ήταν τα ίδια με κείνα όπου είχα χοροπηδήσει και είχα παίξει κουτσό μετά το σχολειό.
Έβλεπα για πρώτη φορά τα σπίτια όπως τα βλέπουν απέξω αυτές που δεν έχουνε σπιτικό. Στις γωνιές των κακόφημων σοκακιών, αισχρές στάλαζαν και πάλι οι συμβουλές από το ξεδοντιασμένο στόμα των προαγωγών. Το ξερατί των μεθυσμένων κάτω από τις καμάρες της αγοράς μου θύμισε τα λακκάκια από το χυμένο κρασί στο πανηγύρι του γάμου.
Για να μη με πάρει κανένα μάτι, πέρασα τρέχοντας τους ξύλινους διαδρόμους στο χάνι που ζούσε ο εκατόνταρχος. Αυτό το κτήνος ήρθε να μου ανοίξει μεθυσμένο ακόμα από το κρασί που είχε πιει στην υγειά μου στο τραπέζι του Λάζαρου. Θα πρέπει να με πήρε για καμιά απ' αυτές του δρόμου με τις οποίες συνήθιζε να πλαγιάζει. Κράτησα τη μαύρη μάλλινη κουκούλα μου πάνω στο πρόσωπο. Δεν έκανα τις ίδιες δυσκολίες για το κορμί μου. Όταν με αναγνώρισε, ήμουνα ήδη η Μαρία - Μαγδαληνή.
Του έκρυψα ότι ο Ιωάννης με είχε αφήσει τη νύχτα του γάμου από φόβο μήπως πιστέψει ότι ήταν υποχρεωμένος να χύσει μέσα στο κρασί της επιθυμίας του το ανούσιο νερό του οίκτου. Τον άφησα να πιστέψει ότι είχα προτιμήσει τα τριχωτά μπράτσα του από τα αιώνια ενωμένα σε προσευχή μακριά χέρια του χλωμού μου μνηστήρα: Ο Ιωάννης είχε πετάξει προς τον Θεό - φύλαξα το μυστικό του.
Τα παιδιά του χωριού ανακάλυψαν πού βρισκόμουν μου πετάξανε πέτρες. Ο Λάζαρος καθάρισε το τέλμα στο μύλο νομίζοντας πως θα ψάρευε από κει το πτώμα του Ιωάννη. Η Μάρθα χαμήλωνε το κεφάλι όταν περνούσε μπρος απ' το χάνι. Η μάνα του Ιωάννη ήρθε και μου ζήτησε ρέστα για την υποτιθέμενη αυτοκτονία του μονάκριβου γιου της. Δεν υπερασπίστηκα τον εαυτό μου, βρίσκοντας πως ήταν λιγότερο ταπεινωτικό αν τους άφηνα να πιστεύουνε όλοι ότι εκείνος ο εξαφανισμένος με είχε τρελά αγαπήσει.
Mary Magdalene by Juan Bautista Maino
____________
____________
Τον άλλο μήνα, ο Μάριος πήρε τη διαταγή να ενωθεί στη Γάζα με τη δεύτερη μεραρχία της Παλαιστίνης. Δεν μπόρεσα να βρω τα απαραίτητα χρήματα για ν' αγοράσω, στο κομβόι του πολέμου ένα απ' αυτά τα εισιτήρια της τρίτης θέσης που πάντα κρατιούνται για τους προφήτες, τους άθλιους, τους αδειούχους, τους Μεσσίες. Ο χανιτζής με κράτησε για να του σκουπίζω ποτήρια. Διδάχθηκα, από το αφεντικό μου, όλη την κουζίνα της επιθυμίας. Έπινα μέλι, που η γυναίκα που περιφρόνησε ο Ιωάννης είχε καταγκρεμιστεί από τη μια μέρα στην άλλη στην τελευταία τάξη των ανθρώπων. Το κάθε χτύπημα, το κάθε φιλί, μου πλάθανε ένα πρόσωπο, ένα λαιμό, ένα κορμί αλλιώτικο από κείνο που ο φίλος μου δεν είχε χαϊδέψει.
Ένας βεδουίνος καμηλιέρης δέχτηκε να με οδηγήσει στη Γιάφα έναντι μερικών περιπτύξεων. Ένας Μαρσεγέζος καραβοκύρης με πήρε στο καράβι του: ξαπλωμένη στην πρύμη αφηνόμουν να με συνεπαίρνει το θερμό τρεμούλιασμα της αφρισμένης θάλασσας. Σ' ένα μπαρ του Πειραιά, ένας Έλληνας φιλόσοφος μου δίδαξε τη σοφία σαν μια ακόμα κραιπάλη. Στη Σμύρνη, η απλοχεριά ενός τραπεζίτη με έμαθε πόσο το σάρκωμα του στρειδιού κι η γούνα των ζώων προσθέτουν σε γλύκα στο πετσί μιας γυναίκας κάνοντάς την ένα αντικείμενο πόθου και φθόνου μαζί. Στην Ιερουσαλήμ ένας φαρισαίος με συνήθισε να χρησιμοποιώ την υποκρισία σαν ένα φκιασίδι που δεν ξεβάφει. Μέσα σε μια τρώγλη της Καισαρείας, ένας γιατρεμένος παράλυτος μου μίλησε για το Θεό.
Σε πείσμα των αγγέλων που τον θερμοπαρακαλούσαν, θέλοντας αναμφίβολα να τον ξαναγυρίσουν στον ουρανό, ο Θεός εξακολουθούσε να τριγυρνάει από χωριό σε χωριό, εμπαίζοντας τους ιερείς, προσβάλλοντας τους πλουσίους, σπέρνοντας τη διχόνοια στις οικογένειες, συγχωρώντας τις μοιχαλίδες, εξασκώντας παντού το σκανδαλώδες επάγγελμα του Μεσσία.
Paolo Veronese, The Conversion of Mary Magdalene
____________
____________
....δεν θα μπορούσα να τον σαγηνέψω, αφού δεν με απόφευγε
.
Και η αιωνιότητα, έχει και αυτή τη μόδα της: μια από εκείνες τις Τρίτες όπου δεν προσκαλούσε παρά διασημότητες στο αρχοντικό του, ο Σίμων ο Φαρισαίος είχε την έμπνευση να καλέσει το Θεό. Αν είχα φτάσει στο σημείο να κυλιστώ τόσο χαμηλά, ήταν για να αντιπαρατάξω σ' αυτόν τον τρομερό Φίλο μια λιγότερο αφελή αντίζηλο: αν γοήτευα το Θεό, θα στερούσα τον Ιωάννη από το αιώνιο στήριγμά του· θα τον υποχρέωνα να ξαναπέσει απάνω μου με όλο το βάρος της σάρκας του. Αμαρτάνομε, γιατί δεν υπάρχει για μας ο Θεός: είναι γιατί τίποτα το τέλειο δεν μας παρουσιάζεται, που στρεφόμαστε στους ανθρώπους. Μόλις ο Ιωάννης καταλάβαινε πως ο Θεός δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας απλός άντρας, δεν θα 'χε πια λόγο να τον προτιμάει από τον κόρφο μου.
Στολίστηκα σαν για χορό. Αρωματίστηκα σαν για κρεβάτι. Η είσοδός μου στην αίθουσα του συμποσίου έκοψε τις ανάσες. Οι Απόστολοι σηκώθηκαν ταραγμένοι από φόβο μήπως μα-γαριστούν από το άγγιγμα του ποδόγυρού μου - στα μάτια αυτών των ανθρώπων του Καλού, ήμουν ακάθαρτη σαν να μην έπαυα να ματώνω. Μόνον ο Θεός έμεινε ξαπλωμένος πάνω στον πέτσινο πάγκο του: αναγνώρισα από ένστικτο αυτά τα πόδια που 'χαν φθαρεί μέχρι το κόκκαλο περπατώντας σ' όλους τους δρόμους της κόλασής μας, αυτά τα μαλλιά τα γεμάτα από ένα σαράκι από άστρα, αυτά τα τεράστια μάτια του τα καθάρια σαν τα μόνα κομμάτια που του έμεναν από τον ουρανό του. Ήτανε άσκημος σαν τον πόνο. Ήταν λεχρός σαν την αμαρτία.
Έπεσα στα γόνατα, καταπίνοντας το σάλιο μου, ανίκανη να προσθέσω έστω και ένα σαρκασμό στο φρικτό βάρος αυτής της απόγνωσης του Θεού. Το είδα αμέσως πως δεν θα μπορούσα να τον σαγηνέψω, αφού δεν με απόφευγε. Έλυσα τα μαλλιά μου σαν για να σκεπάσω καλύτερα τη γύμνια του λάθους μου, άδειασα μπροστά του τα μύρα των αναμνήσεών μου.
Christ in the House of Simon, Dieric Bouts (1440)
____________
____________
Feast of Simon the Pharisee, Peter Paul Rubens
_____________
_____________
Έβαλε πάνω στο κεφάλι του το μεγάλο χέρι του του πτώματος, που έμοιαζε σαν να 'χε ήδη αδειάσει από αίμα: αιωνίως, δεν κάνομε τίποτε άλλο από το να αλλάζουμε σκλαβιά: από την ίδια τη στιγμή που με άφησαν τα δαιμόνια έγινα η δαιμονισμένη του Θεού. Ο Ιωάννης σβήστηκε από τη ζωή μου σαν ο Ευαγγελιστής να μην είχε σταθεί για μένα παρά μόνο σαν Πρόδρομος: μπροστά στο Πάθος, λησμόνησα την αγάπη.
Tintoretto, Magdalena penitente
(Musei Capitolini, Roma, 1598-1602)
______________
______________
Δέχτηκα την αγνεία σαν μια τρομερότερη διαστροφή: πέρασα λευκές νύχτες μες στα χωράφια, έχοντας γύρω μου τους Απόστολους, πρόβατα φοβισμένα, ερωτευμένα με τον Ποιμένα. Μακάρισα τους νεκρούς, που πάνω τους πλαγιάζουνε οι προφήτες για να τους αναστήσουν. Βοήθησα τον θείο θεραπευτή στις θαυματουργές θεραπείες του: έτριψα με λάσπη τα μάτια των εκ γενετής τυφλών. Άφησα τη Μάρθα στο πόδι μου, την ημέρα του δείπνου της Βηθανίας, από φόβο μην έρθει ο Ιωάννης και κάτσει κοντά στα ουράνια γόνατα στο σκαμνί που θα άφηνα. Τα δάκρυα κι οι φωνές μου πέτυχαν απ' αυτόν το γλυκό θαυματουργό τη δεύτερη γέννηση του Λαζάρου: αυτός ο σαβανωμένος νεκρός που έκανε τα πρώτα του βήματα στο κατώφλι του τάφου, ήταν σχεδόν το παιδί μας.
Vincent van Gogh - The raising of Lazarus (after Rembrandt)
Van Gogh Museum, Amsterdam
________________
________________
Στρατολόγησα μαθητές για αυτόν. Βούτηξα τα χέρια μου στο νεροχύτη του Μυστικού Δείπνου. Φύλαξα τσίλιες, στο Όρος των Ελαιών, όσο τελούνταν το κόλπο της Εξαγοράς. Τον αγάπησα τόσο, που έπαψα να τον λυπάμαι: ο έρωτας μου θέριευε αυτή την απόγνωση, που αυτή και μόνον, τον έκανε Θεό. Για να μην καταστρέψω την καριέρα του σαν Σωτήρα, δέχτηκα να τον δω να πεθαίνει όπως μια ερωμένη δέχεται τον καλό γάμο του άντρα που αγαπά. Στην αίθουσα των Χαμένων Βημάτων, όταν ο Πιλάτος μας άφησε να εκλέξουμε ανάμεσα σ' έναν λωποδύτη και το Θεό, σαν όλους τους άλλους φώναξα Βαραββάν.
Juan Correa - The Conversion of Saint Mary Magdalene
______________
______________
Στα πόδια του άξονα απ' τον οποίο περνούσε όλη η οδύνη του κόσμου...
Τον είδα να πλαγιάζει πάνω στο κατακόρυφο κρεβάτι του αιώνιου γάμου του: παραστάθηκα στο τρομερό δέσιμο των σκοινιών, στο φιλί του σφουγγαριού που ήταν ακόμα ποτισμένο από μια θαλασσινή πίκρα, στο λόγχισμα του στρατιώτη που πάσχιζε να τρυπήσει την καρδιά αυτού του θείου βρυκόλακα από φόβο μήπως ξανασηκωθεί και βυζάξει όλο το μέλλον. Τo 'νιωσα να σπαρταράει πάνω απ' το μέτωπο μου αυτό το γλυκό γεράκι το παλουκωμένο στην πύλη των Χρόνων. Ένα αγέρι νέκρας έγλειφε τον ουρανό, λαφρύ σαν πέπλο. Ο κόσμος έγερνε προς το μέρος της νύχτας, παρασυρμένος από το βάρος του σταυρού. Ο χλωμός καπετάνιος κρεμότανε από τα ξάρτια του τρικάταρτου που καταποντιζόταν από το Σφάλμα: ο γιoς του ξυλουργού ξέπλενε τα λάθη που είχε κάνει στους υπολογισμούς του ο αιώνιος Πατέρας του.
Crucifixion with Mary Magdalen Luca Signorelli
Florence, Galleria degli Uffizi
__________________
__________________
Τo 'ξερα, ότι τίποτα το καλό δεν θα γεννιόταν απ' το μαρτύριο του: μόνη συνέπεια αυτής της εκτέλεσης θα 'ταν να καταλάβει ο άνθρωπος πως είναι πράγματι δυνατόν να απολυθεί από το Θεό. Ο θεϊκός κατάδικος δεν έχυνε πάνω στη γη άλλο από ανώφελα σπέρματα από αίμα. Μάταια χοροπήδαγαν τα μολυβένια ζάρια της Τύχης μέσα στις πυγμές των φρουρών, τα ιμάτια του άπειρου Χιτώνα δεν έφθαναν για να φτιάξουνε από αυτά ούτε ένα ρούχο.
Sacro Monte di Domodossola, Maria Maddalena ai piedi della Croce
_______________
_______________
Μάταια έχυσα πάνω στα πόδια του το οξυζεναρισμένο κύμα των μαλλιών μου· μάταια επιχείρησα να παρηγορήσω τη μόνη μητέρα που έχει συλλάβει Θεό. Οι φωνές μου, φωνές γυναίκας και σκύλας, δεν φτάναν τον πεθαμένο μου κύριο· οι ληστές, τουλάχιστον, μοιράζονταν τον ίδιο πόνο μ' αυτόν: στα πόδια αυτού του άξονα απ' τον οποίο περνούσε όλη η οδύνη του κόσμου, το μόνο που θα 'καναν οι φωνές μου θα 'ταν να ταράξουν το διάλογό του με τον Δισμά.
Detail of Mary kissing the feet of the crucified Jesus, Italian, early 14th century
_______________
_______________
Έστησαν σκάλες, έλυσαν τα σκοινιά. Ο Θεός αποδέθηκε σαν ένα ώριμο φρούτο, έτοιμο κιόλας να σαπίσει μέσα στο χώμα του τάφου. Για πρώτη φορά, το αδρανές του κεφάλι δέχτηκε τον ώμο μου· ο χυμός της καρδιάς του έχριε τα χέρια μας κόκκινα όπως στον τρύγο - ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας πήγαινε μπρος, βαστώντας ένα φανάρι - ο Ιωάννης και 'γω λυγίζαμε κάτω από αυτό το κορμί, το πιο βαρύ απ' τον άνθρωπο - στρατιώτες μας εβοήθησαν να βάλουμε μυλόπετρες στο στόμα του τάφου.
The Dead Christ Mourned - the Three Maries, Annibale Carracci (1603)
__________________
__________________
Γυρίσαμε στην πόλη μέσα στην ψύχρα του ήλιου που είχε πια γείρει. Ξαναβρίσκαμε, αποσβολωμένοι, τα μαγαζιά, τα θέατρα, την αναίδεια των σερβιτόρων στις ταβέρνες, τις απογευματινές εφημερίδες που είχαν καταχωρημένα στα ψιλά τα Πάθη. Πέρασα τη νύχτα μου ξεδιαλέγοντας τα πιο ωραία από τα σεντόνια που είχα σαν πόρνη - με την αυγή, έστειλα τη Μάρθα ν' αγοράσει τα πιο ακριβά αρώματα.
Mary Magdalene by John Rogers Herbert (1859)
________________
________________
Τα κοκκόρια λαλούσαν σαν να μην ήθελαν ν' αφήσουν να ξεχαστεί η μετάνοια του Πέτρου - παραξενεμένη που είχε κιόλας ξημερώσει, πήρα ένα δρόμο για τα προάστια όπου μηλιές θυμίζαν το Λάθος και αμπέλια την Εξαγορά. Αν κι ο αέρας ερχότανε βορινός, δεν ένιωθα τη μυρωδιά του πτώματος του Θεού. Οδηγημένη από μια θύμηση, αυτόν τον αδιάφθορο άγγελο, τρύπωσα μέσα σ' αυτή τη σπηλιά τη σκαμμένη μέσα στα πιο βαθιά μύχια μου-πλησίασα αυτό το κορμί σαν να πλησίαζα το δικό μου τον τάφο. Είχα παραιτηθεί από κάθε ελπίδα για ένα Πάσχα, από κάθε υπόσχεση για μία ανάσταση.
Mary Magdalene at Jesus Empty Tomb
_________________
_________________
Δεν κατάλαβα ότι η μυλόπετρα είχε ξεσχιστεί σ' όλο το μήκος της από έναν θεϊκό αναβρασμό: ο Θεός είχε σηκωθεί απ' το θάνατο όπως από μία στρωμνή αϋπνίας· ξέστρωτος ο τάφος άφηνε να σέρνονται τα σεντόνια τα δανεικά από τον κηπουρό. Για δεύτερη φορά στη ζωή μου βρισκόμουνα μπροστά σε ένα κρεβάτι όπου δεν πλάγιαζε παρά ένας απόντας. Τα σπυριά των μύρων κατρακύλησαν πάνω στο χώμα του τάφου, έπεσαν στον πάτο της νύχτας. Τα τοιχώματα της σπηλιάς μου επέστρεφαν τα ουρλιαχτά μου του ανικανοποίητου νεκροβόρου.
Mary Magdalene approaching the Tomb, Gian Girolamo Savoldo, 1535-40
________________
________________
...από την άλλη μεριά του καθρέφτη του Χρόνου
Έχοντας χάσει τις φρένες, χτυπούσα το κεφάλι μου πάνω στο πέτρινο ανώφλι. Το χιόνι των νάρκισσων είχε μείνει παρθένο από ανθρώπινο χνάρι: αυτοί που ήρθανε να κλέψουνε το Θεό είχαν περπατήσει στον ουρανό. Σκυμμένος στο χώμα ο κηπουρός, σκάλιζε μία πρασιά - ανασήκωσε το κεφάλι του κάτω από το μεγάλο ψάθινο του καπέλλο που τον στεφάνωνε με ήλιο και καλοκαίρι. Έπεσα στα γόνατα, πλημμυρισμένη από κείνο το γλυκό τρεμούλιασμα των ερωτευμένων γυναικών που νιώθουν την ουσία της καρδιάς τους ν' απλώνεται σ' όλο τους το κορμί. Είχε στον ώμο του την τσουγκράνα που του χρειάζεται για να ισοπεδώνει τα λάθη μας: κρατούσε, στο χέρι, το κουβάρι το νήμα και το κλαδευτήρι που οι Μοίρες εμπιστεύτηκαν στον αιώνιο αδερφό τους.
Μπορεί να ετοιμαζόταν να κατέβει στην Κόλαση από το δρόμο των ριζών. Ήξερε το μυστικό των τύψεων της τσουκνίδας, της αγωνίας του σκουληκιού της γης: τόσο είχε μείνει η ωχρότητα του θανάτου απάνω του που σου 'δινε μια εντύπωση πως είχε μεταμορφωθεί σε κρίνο. Υποψιαζόμουνα πως η πρώτη του κίνηση θα 'ταν να απομακρύνει από κοντά του αυτήν την αμαρτωλή, τη μιασμένη από την επιθυμία. Ένιωθα σαν γυμνοσάλιαγκας μέσα σ' αυτό το σύμπαν των λουλουδιών. Τόσο δροσερός ήταν ο αέρας, που οι υψωμένες παλάμες μου είχαν την αίσθηση πως ακουμπούσανε σε γυαλί: ο νεκρός κύριος μου είχε περάσει από την άλλη μεριά του καθρέφτη του Χρόνου.
Η άχνα της ανάσας μου θάμπωσε τη μεγάλη εικόνα: ο Θεός σβήστηκε σαν μία ανταύγεια πάνω στο τζάμι του πρωινού. Το αδιάφανο στόμα μου δεν ήταν ένα εμπόδιο γι' αυτόν τον Αναστημένο. Ένα τρίξιμο ακούστηκε, ίσως απ' το βάθος του εαυτού μου: έπεσα με τα χέρια μου ανοιγμένα σταυρό, παρασυρμένη από το βάρος της καρδιάς μου• τίποτα δεν υπήρχε πίσω από το γυαλί που είχα μόλις σπάσει.
The Three Marys at the Tomb by Peter Paul Rubens
(Mary Magdalene in red)
_______________
_______________
Ήμουν, ξανά, πιο άδεια κι από μια χήρα, πιο μοναχή κι από μια εγκαταλειμμένη γυναίκα. Επιτέλους, γνώριζα όλη την απανθρωπιά του Θεού. Ο Θεός δεν μου είχε πάρει μόνο τον έρωτα ενός πλάσματος, σε μια ηλικία που τα φανταζόμαστε αναντικατάστατα, δεν με είχε στερήσει μόνο από τις ζαλάδες της εγκυμοσύνης μου, από τις υπνηλίες της λεχώνας, από τους μεσημεριάτικους ύπνους μου σαν γριά γυναίκα στην πλατεία του χωριού, από τον τάφο σε μια γωνιά του περίβολου όπου θα με πλάγιαζαν τα παιδιά μου. Μετά την αθωότητά μου, ο Θεός με είχε απαλλάξει κι από τα λάθη μου: όταν πρωτοξεκινούσα στο επάγγελμα της εταίρας, μου στέρησε τις πιθανότητες που 'χα ν' ανεβώ στη σκηνή ή να σαγηνέψω τον Καίσαρα. Μετά το πτώμα του, μου πήρε το φάντασμά του: δεν θέλησε ούτε καν να μεθύσω από ένα όνειρο. Σαν τον χειρότερο ζηλιάρη, κατάστρεψε αυτή την ομορφιά που θα μπορούσε να με ξαναρίξει στα κρεβάτια της επιθυμίας: τα βυζιά μου κρέμονται - μοιάζω με το Χάρο, αυτόν τον παλιό έρωτα του Θεού. Σαν τον χειρότερο μανιακό, το μόνο που αγάπησε σε μένα ήταν τα δάκρυά μου.
The Magdalene by George Romney
________________
________________
Maestro della Maddalena di Capodimonte, Maddalena penitente
Messina Museo Regionale
________________
________________
Κι ωστόσο με έσωσε. Χάρη σ' αυτόν, από τις χαρές εγώ δεν εδέχτηκα παρά την πλευρά τους της δυστυχίας, τη μόνη που δεν εξαντλείται. Ξεφεύγω από τις μονοτονίες του νοικοκυριού και του κρεβατιού, από το νεκρό βάρος του χρήματος, από το αδιέξοδο της ευτυχίας, από την ικανοποίηση της τιμής, από τις γητειές της ατιμίας. Αφού αυτός ο καταδικασμένος στον έρωτα της Μαγδαληνής απέδρασε για τους ουρανούς, και γω δεν θα διαπράξω το ανούσιο λάθος ν' αφοσιωθώ στο Θεό.
Έκανα καλά που αφέθηκα να με κυλήσει το μεγάλο θεϊκό κύμα - δε μετανιώνω που ξαναπλάστηκα από τα χέρια του Κυρίου. Δε με λύτρωσε ούτε από το θάνατο, ούτε από τα δεινά, ούτε από το έγκλημα, γιατί μέσα απ' αυτά λυτρωνόμαστε. Με λύτρωσε από την ευτυχία.
Mary Magdalene, attributed to Gregor Erhart (Louvre).
_____________
_____________
Marguerite Yourcenar, Φωτιές
μτφρ. Ιωάννας Χατζηνικολή, εκδόσεις Χατζηνικολή