Ο Άλμπέρ Καμύ στο σπίτι του Κατακουζηνού
Το 1955 ο Αλμπέρ Καμύ έρχεται για δεύτερη φορά στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση που δέχτηκε από το γαλλικό ινστιτούτο της Αθήνας.
Είναι 42 χρονών και παίρνει μέρος ως κεντρικός ομιλητής σε ένα συνέδριο αφιερωμένο στο μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, ο Καμύ φιλοξενείται στο σπίτι του μεγάλου διανοούμενου και ψυχολόγου, Άγγελου Κατακουζηνού.
Το σπίτι του Κατακουζηνού γίνεται το ιδανικό σκηνικό ενός «γαλλικού» κύκλου ελλήνων συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών οι οποίοι συγκεντρώνονται γύρω από τον Καμύ. Σε εκείνο το αθηναϊκό σπίτι της Λεωφόρου Αμαλίας 4, το γεμάτο αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής, ο γάλλος συγγραφέας θα χτίσει στενές φιλίες, ενώ ολόκληρη η εμπειρία της συγκατοίκησης μαζί του θα αποτελέσει το υλικό ενός βιβλίου που θα εκδώσει η σύζυγος του Άγγελου Κατακουζηνού το 1960.
......τρέμω το αυτοκίνητο.....
27 τ' Απρίλη του 1955. Μέρα ολόφωτη, γιορτινή. Μέρα που σημάδεψε τη ζωή μας......
Ο Camus ήρθε πολύ κοντά μας, ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα δικά μας και πολύ φιλικά, πολύ ζεστά, μας είπε:
«Σας αισθάνομαι τρομερά ανήσυχους κι εκνευρισμένους. Όλο και κάτι σας απασχολεί γύρω απ' το άτομό μου. Φίλοι μου, ησυχάστε σας παρακαλώ κι ακούστε με. Απ' αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στα χέρια σας. Κάντε με ό,τι θέλετε. Πηγαίνετέ με όπου σας αρέσει. Θα κάνω ό,τι μου πείτε. Θα υπακούσω τυφλά στις διαταγές σας. Αν το επιθυμήσετε και στο τσίρκο ακόμα θα κάνω τον clown για χατίρι σας. Αρκεί να ηρεμήσετε».
Τα μάτια μου βούρκωσαν. Τόση ανθρωπιά, τόση καλοσύνη, ήταν απίστευτο, σχεδόν σε τρόμαζε...
Κι όπως μπαίναμε στ' αμάξι: «Ένα μόνο πράγμα σας ζητώ. Να μου πείτε ποιο θα είναι το θέμα της αυριανής συζήτησης».
Ξεκινούσαμε, κι εγώ καθισμένη πλάι του και πίσω από τον Fequant που οδηγούσε, ξέσπασα επιτέλους απάνω στο Σύμβουλο τραντάζοντάς τον από τους ώμους γερά. «Αθεόφοβε» ξεφώνησα «ένα πράγμα ανέλαβες να κάνεις και το ξέχασες. Μόνο μας τρέλανες με τις αμφιβολίες σου και την απαισιοδοξία σου» και δώστου μπουνιές στο νεαρό διπλωμάτη. Εκείνος αιφνιδιάστηκε, τρόμαξε από το αναπάντεχο ξέσπασμά μου, πάτησε γκάζι, ύστερα φρένο, πάλι γκάζι, και το αυτοκίνητο σα μεθυσμένο άρχισε να ταρακουνιέται μια μπρος μια πίσω, να τρέχει ζερβά, δεξιά, και τότε:
«Σταματήστε, θα σκοτωθούμε» φώναξε απεγνωσμένα ο Camus, κι αγκριώθηκε από το μπράτσο μου τρέμοντας, το πρόσωπό του κάτασπρο σαν πανί.
Ζμούρωσα ευθύς στη γωνία μου, με τον Άγγελο να με κατσαδιάζει άγρια κι από πάνω.
Κοντεύαμε πια να φθάσουμε στην Κηφισιά, κι όπως ετοιμαζόμουνα να πω τα κατάλληλα λόγια, να μου συχωρεθεί το άπρεπο φέρσιμό μου, με πρόλαβε ο Camus, όταν πολύ ευγενικά μου ζήτησε εκείνος συγγνώμη.
«Πρέπει να σας ομολογήσω», συνέχισε, «πως τρέμω το αυτοκίνητο. Κάθε φορά που μπαίνω μέσα, είμαι σίγουρος πως θα σκοτωθώ. Μου είναι αδύνατο ν' απαλλαγώ από αυτό το άγχος. Δεν μπορώ να το καταπολεμήσω, όσο κι αν προσπαθώ».
Και στον Άγγελο: «Ίσως εσείς σαν ψυχίατρος μπορέσετε να με βοηθήσετε».
Να 'ταν τάχα προαίσθημα τραγικό;...
Στις 4 Ιανουαρίου του 1960 ο Albert Camus πεθαίνει σε τροχαίο στη νότιο Γαλλία. Ήταν μόνο 46 χρονών.
«Όχι μπαρούτι......Αγάπη μονάχα να ζητάς, αγάπη...».
29 τ' Απρίλη. Αεράκι ανάλαφρο θαλασσινό, ευωδιές από πεύκο, θυμάρι, ρύκι και χαμομήλι, παπαρούνες σπαρμένες ολούθε στα πόδια μας κι ο Ναός της Αφαίας Θεάς. Στοχαστικός, γαλήνιος, αιώνιος.
Ο Albert Camus με τη χλομάδα ακόμα πιο έντονη στο πρόσωπό του ξεμάκρυνε από μας, βάδισε σαν υπνωτισμένος προς τα ερείπια. Μοναχική φιγούρα στον έρημο χώρο, τον βλέπαμε να κινείται αργά, τελετουργικά, ν' ατενίζει με δέος τη μετώπη, ν' αγγίζει ευλαβικά τις δωρικές κολόνες, ν' αγναντεύει κάτω τη θάλασσα, να λυγίζει το γόνυ σε προσκύνημα. Κι αναπάντεχα ν' απλώνει το κορμί πάνω στις ζεστές πλάκες και ν' απομένει ακίνητος, με τα μάτια σφαλιστά σα νεκρός.
Ένα μαυριδερό ξυπόλυτο παιδάκι, μ' ένα πολύχρωμο μπουκετάκι στο χέρι, ξεφύτρωσε ξαφνικά ανάμεσα στα ερείπια κι ήρθε και στάθηκε πάνω απ' τον Camus να τον περιεργάζεται. Και πριν προλάβουμε να το απομακρύνουμε τον ρώτησε:
«Κοιμάσαι καλέ; κοιμάσαι;»
Ο φίλος μας άνοιξε τά μάτια του, είδε το μικρούλη να του προσφέρει τα λουλούδια, ανασηκώθηκε κι ονειροπαρμένος, όπως ήτανε, του χαμογέλασε αχνά, ψιθύρισε ένα «ευκαριστώ» κι έχωσε το πρόσωπό του μες στ' αγριολούλουδα να οσφραίνεται άπληστα το παρθενικό άρωμά τους.
Ωστόσο το χεράκι, του μικρού έμενε πάντα εκεί απλωμένο. Ο Camus το πρόσεξε κι απόρησε.
«Τι ζητάς όμορφο Ελληνόπουλο; Τι ζητάς;» Και ξαφνικά με αγωνία: «Όχι μπαρούτι, ποτέ πια μη ζητήσεις μπαρούτι, σε ικετεύω. Αγάπη μονάχα να ζητάς αγάπη...».
Τ' αγκάλιασε και το φίλησε τρυφερά. Στις ανώτερες σφαίρες που ταξίδευε εκείνη την ώρα ο συγγραφέας μας πώς να του πάει ο νους στα ευτελή και στα γήινα; Στο παραδάκι! Ο μικρός, παραξενεμένος, κοίταζε με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια του τον αλλόκοτο ξένο που του μιλούσε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε, τον κρατούσε αγκαλιά δίχως να του βάζει και τίποτα στο χεράκι, που δεν έλεγε να το μαζέψει. Τότε, πλησιάσαμε κι εμείς και την ώρα που χάιδευα το παιδάκι, ο Άγγελος του 'χωσε με τρόπο στη χούφτα του λίγες δραχμούλες.
«Στο Ναό μένεις;» τον ρώτησε ο Camus που βρισκόταν πάντα στα σύννεφα.
«Μπιτ χαζός είναι ο κύριος; Στα χαλάσματα θα μένω;» αγανάχτησε ο μικρούλης όταν του εξηγήσαμε.
«Έχω σπίτι εγώ, να εκεί...» κι έδειξε με το χεράκι του μια καλύβα, «κάτου στη θάλασσα».
«Θάλαττα, θάλαττα» φώναξε ο Camus, και πετάχτηκε απάνω, η έξαψη να χρωματίζει το πρόσωπό του. Κι αρχίνησε να κατηφορίζει με το ένα χέρι ψηλά ανεμίζοντας σαν πολύχρωμη σημαία τα λουλούδια, και με τ' άλλο να τραβάει το παιδί που τα 'χε ολότελα πια χαμένα.
Η Άγια Μαρίνα τότε ακόμα ήτανε μια πανέμορφη παρθένα αγκαλιά, κι η θάλασσά της κρου-σταλλένια. Ασυγκράτητη, έτρεξα να χωθώ στό νερό.
«Albert όχι εσείς, σας το απαγορεύω» φώναξε ο Άγγελος που ερχότανε παρέα μου.
«Το νερό είναι πάγος κι ύστερα από την τελευταία αρρώστια σας...». Και τότε ο Camus είπε τούτα τα λόγια που θα τα θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή:
«Όταν βλέπεις τη Λητώ με τι λαχτάρα και τι κέφι μπαίνει στη θάλασσα, δεν μπορείς ν' αντισταθείς. Θα την ακολουθήσεις ακόμα κι αν είναι να χαθείς».
Κι όπως έστρεψα το κεφάλι, είδα τον Camus με το κάτασπρο λιγνό κορμί να προχωρεί θαρραλέα και να μπαίνει στη θάλασσα αργά κι επίσημα σα να παν να λουστεί στα νερά του Ιορδάνη.
Λητώ Κατακουζηνού, Συντροφιά με τον Albert Camus, εκδόσεις Ερμείας
Τον Ιούνιο του 1959, ο Καμί επισκέφθηκε το Σίγρι με το σκάφος του εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ.
«Είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις στο δίνουν».
Ιούνιος 1959
Δειλινό της Αθήνας. - Ώρα που νιώθεις όλα τα βάρη του κόσμου να πέφτουν απάνω σου. Κι η μοναξιά ασήκωτη, απλώνεις το χέρι στον αγαπημένο σου σύντροφο, στον καλό φίλο, πίνεις ένα ποτό, ανάβεις τσιγάρο ακούς μια αγαπημένη σου μελωδία...
Τούτη την ώρα ο Albert Camus μας φανέρωσε το κρυφό μυστικό του.
Στο Σύγρι, το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τέλειωνε ένα έργο του για το θέατρο. Το θέατρο, η μεγάλη αδυναμία του.
Ερχόταν μας είπε από το νησί. Είχε πάει με το πλεούμενο του φίλου του Gallimard, μαζί τους θαρρώ κι ο ζωγράφος Πράσινος. Στη Μυτιλήνη, σε κάποια αδιαθεσία του κι ένα μικροατύχημα του φίλου του, οι κάτοικοι, δίχως να ξέρουν ποιοι ήτανε, τους περιποιήθηκαν τόσο πολύ, τους πρόσφεραν τόση ανθρώπινη ζεστασιά, που άγγιξαν βαθιά την ευαίσθητη καρδιά του.
Και ο Camus συγκινημένος από τη ζωντανή ακόμα ανάμνηση συνέχισε:
«Αργότερα όταν αράξαμε στο Σύγρι μαγεύτηκα από την γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να 'ρθω να ζήσω και να εργαστώ» είπα σε κάποια στιγμή. «Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ' αυτό το απόμερο σπιτάκι».
«Τι λέει ο ξένος;» πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε:
«Πάρτο στο δίνω, είναι δικό σου. Έλα να κάτσεις όσο θες» μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του.
«Καταλαβαίνετε» μας έλεγε με έξαψη ο Camus «είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις στο δίνουν».
Ιούνιος 1959
Δειλινό της Αθήνας. - Ώρα που νιώθεις όλα τα βάρη του κόσμου να πέφτουν απάνω σου. Κι η μοναξιά ασήκωτη, απλώνεις το χέρι στον αγαπημένο σου σύντροφο, στον καλό φίλο, πίνεις ένα ποτό, ανάβεις τσιγάρο ακούς μια αγαπημένη σου μελωδία...
Τούτη την ώρα ο Albert Camus μας φανέρωσε το κρυφό μυστικό του.
Στο Σύγρι, το μικρό ψαράδικο χωριό στα δυτικά, στην άκρη της Λέσβου, θα πήγαινε την ερχόμενη άνοιξη. Εκεί θα τέλειωνε ένα έργο του για το θέατρο. Το θέατρο, η μεγάλη αδυναμία του.
Ερχόταν μας είπε από το νησί. Είχε πάει με το πλεούμενο του φίλου του Gallimard, μαζί τους θαρρώ κι ο ζωγράφος Πράσινος. Στη Μυτιλήνη, σε κάποια αδιαθεσία του κι ένα μικροατύχημα του φίλου του, οι κάτοικοι, δίχως να ξέρουν ποιοι ήτανε, τους περιποιήθηκαν τόσο πολύ, τους πρόσφεραν τόση ανθρώπινη ζεστασιά, που άγγιξαν βαθιά την ευαίσθητη καρδιά του.
Και ο Camus συγκινημένος από τη ζωντανή ακόμα ανάμνηση συνέχισε:
«Αργότερα όταν αράξαμε στο Σύγρι μαγεύτηκα από την γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και το μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στο βυθό. Εδώ θέλω να 'ρθω να ζήσω και να εργαστώ» είπα σε κάποια στιγμή. «Να εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ' αυτό το απόμερο σπιτάκι».
«Τι λέει ο ξένος;» πετάχτηκε κάποιος από τους ανθρώπους που μας περιτριγύριζαν περίεργοι. Κι όταν ο φίλος μου του εξήγησε:
«Πάρτο στο δίνω, είναι δικό σου. Έλα να κάτσεις όσο θες» μου το πρόσφερε καλόκαρδα ο νοικοκύρης του.
«Καταλαβαίνετε» μας έλεγε με έξαψη ο Camus «είναι ο τόπος των θεών, ό,τι ζητήσεις στο δίνουν».
«Ωστόσο οι ελαιώνες, καταπράσινοι λόφοι, καμπύλες τρυφερές, ασημοντυμένες οδαλίσκες να λικνίζονται στον Αιγαιοπελαγίτικο αγέρα, παντρεύονται αρμονικά με τα ψηλά αρρενωπά βουνά, που τις καμαρώνουν ξαπλωμένες νωχελικά στα πόδια τους. Βουνά που αγναντεύουν πέρα κατά την Ανατολή, κληρονόμοι περήφανοι τής Ιωνικής φιλοσοφίας...
Κι όμως φίλοι μου η μεγάλη Ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τον Dostoivski κι ύστερα αγνοεί το τοπίο, γυρίζει την πλάτη στην αθάνατη ομορφιά της φύσης και περιορίζεται στους μεγάλους δρόμους τής πολιτείας.
Αλλά πέρα από τη γεμάτη ιστορία φύση του νησιού, μ' εντυπωσίασαν και οι άνθρωποι που το κατοικούνε. Εκεί που θαρρείς πως είναι στεγνοί σαν τις αστυβιές και τις βαλανιδιές τους, ανακαλύπτεις μέσα τους ψυχικούς χυμούς, πολύτιμους, κρυμμένους θησαυρούς σαν τ' ασήμια απ' τις εληές τους.
Εκεί θα πάω να ζήσω Άγγελε, στο νησί σου. Όμως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει... ίσως για πάντα...»
Ο Camus συνεπαρμένος από την ιδέα έλεγε, έλεγε όπως καμιά φορά το συνήθιζε, σα να μονολογούσε. Κι ο κύκλος έκλεισε. Δακτυλίδι πολύτιμο, αρραβώνας του Camus με την τωρινή μας Ελλάδα.
Κι εμείς χωμένοι στις πολυθρόνες μας, ή ψυχή μας να ευφραίνεται, ακούγαμε το παραμιλητό του φίλου μας, το πρόσωπό του να ξεχωρίζει στο σούρουπο χλωμό και απόκοσμο.
«Θα στέκω εκεί στην άκρη του γιαλού ν' αγναντεύω τη θάλασσα... τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Tipasa, αρώματα της πατρίδας μου... Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη... Και θα αποχαιρετώ τον ήλιο στην κάθε δύση του, να συνηθίσω το χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό... το θάνατο... Να συλλογιέμαι... Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός...
Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ' αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια σα γέρνω, στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερός και δεν το είδα...»
Σίγρι, photo: Christos Sotiropoulos
Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας. Τον Camus χαμένο στα οράματά του να ονειρεύεται τη ζωή του στο Σύγρι. Εκεί που ακούμπησε την καρδιά του. «Καρδιά μου ποτέ πιστή...».
Ήταν ή τελευταία φορά που ήρθε στο σπίτι μας. Ποτέ πια δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα.
Λητώ Κατακουζηνού, Συντροφιά με τον Albert Camus, εκδόσεις Ερμείας