ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ
[.....] κι ο ποιητής ο ίδιος
προσωπείο του Τίποτε.
Esteban Argentea Nieve
« Είμαι το έργο μου. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε το έργο μας. Ό,τι κάνεις σε χαρακτηρίζει. Όλοι οι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται• ακόμα κι όταν χρησιμοποιούν μύθους και αλληγορίες αυτοβιογραφούνται. Μπορείς ν’ αλλάζεις προσωπεία αλλά παραμένεις πάντα εσύ και μιλάς πάντα για τον εαυτό σου. Το στοίχημα του ποιητή είναι να ταυτιστεί ο αναγνώστης μαζί του, να συμπαρασύρει κάποιους αναγνώστες που θα βρουν τον εαυτό τους μέσα στο δικό του ποίημα.»
Αργύρης Χιόνης
Ο ΝΥΧΤΟΦΥΛΑΚΑΣ
Για όσους δεν το ξέρουν, νυχτοφύλακας
δεν είναι εκείνος που φυλά τη νύχτα
-κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να τηνε κλέψει-
αλλά εκείνος που φυλά τ' αστέρια μες τη νύχτα,
τ' αστέρια που πολλοί τα ορέγονται,
γι' αυτό κι ο νυχτοφύλακας,
πάντ' άγρυπνος στο πόστο του,
αδιάκοπα κοιτά τον ουρανό και τα μετρά,
ώρες ατέλειωτες,καπνίζοντας ατέλειωτα τσιγάρα,
μετρά και χάνει το λογαριασμό και ξαναρχίζει,
καπνίζοντας ατέλειωτα μικρά αστέρια.
Τα ξημερώματα, θυμάται μόνο τους διάττοντες που
χάθηκαν,
αφού του κάψαν με τις καύτρες τους το δέρμα.
Der Nachtwächter, Karl Martin August Splitgerber. |
Ο ΦΟΝΙΑΣ
Ο φονιάς ξυπνά την ώρα που κοιμάται ο ήλιος.
Στο φως της λάμπας ετοιμάζει τα φρικτά του σύνεργα
και ξεκινά για το αιματηρό του νυχτοκάματο.
Δύσκολη όμως έχει γίνει του φονιά η δουλειά·
αυξήθηκε ο ηλεκτροφωτισμός στις πόλεις
ούτε μια σκοτεινή αλέα πια δεν βρίσκει·
κάτω από γέφυρες, μέσα σε βρομερά χαντάκια ελλοχεύει
και του σκουριάζει η υγρασία τις αρθρώσεις,
τρέμουν τα χέρια του και νιώθει το μαχαίρι
του καιρού στην πλάτη του και στα νεφρά του.
Όμως αυτό που πιο πολύ τσακίζει τον φονιά
είναι η απάθεια των θυμάτων του·
όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο του αντιστέκονται,
τόσο πιο έτοιμα είναι να πεθάνουν.
Με φρίκη διαπιστώνει ο φονιάς ότι, σε λίγο,
θα σκοτώνει μόνο πεθαμένους.
Alain Fleischer |
Ο ΤΖΟΥΤΖΕΣ
στον Νίκο Ζούδιαρη
«Κάνε με να κλάψω» είπε ο βασιλιάς
«κάνε με να κλάψω» είπε και γέλαγε.
«Χάθηκε η μάχη, κάνε με να κλάψω»,
χάθηκε ο διάδοχος» είπε και γέλαγε.
«Ο εχθρός μου νίκησε, κάνε με να κλάψω,
χάνεται η χώρα μου» είπε και γέλαγε.
«Δύναμη στο κλάμα» είπε ο τζουτζές
«δεν έχω καμιά»» είπε και γέλαγε.
«Των δακρύων την τέχνη δεν μου τη διδάξανε,
δεν μου τη ζητήσανε» είπε και γέλαγε.
«Με διαταγή σου, έγινα χαρούμενος,
Ξέμαθα στον πόνο» είπε και γέλαγε.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο τζουτζές.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε ο βασιλιάς.
«Τώρα, πώς θα κλάψω;» είπε και γέλαγε.
Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ ΣΠΟΡΕΥΣ
Μπορεί να έχεις το πρεπούμενο μεράκι
και να ΄ναι αφράτο και παχὺ το χώμα
κι ο σπόρος που έσπειρες να είναι εκλεκτός
και να ΄χεις τον καιρὸ για σύμμαχο
και να΄ναι η βροχὴ απαλή και τακτική,
κι όμως να μην αξιωθείς να δεις
να σκάει το φύτρο μύτη πράσινη.
Μπορεί να τρως καρπὸ και τα κουκούτσια,
που δίχως σκέψη φτύνεις
σε πατημένο χώμα κι άγονο,
ξέσκεπα κι απροστάτευτα, ν'ανοίξουν,
να ρίξουν ρίζες και να δέσουν φύλλα,
να δέσουν άνθη και καρπὸ καινούργιο·
τα κουκούτσια που φτύνεις δίχως σκέψη
και, μάλιστα, με κάποια περιφρόνηση.
ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Με ήτα η ζωή τελειώνει·
με ήττα, επίσης.
Α.Χ.
Ι
Καβάλα σ'ένα κουνιστό αλογάκι,
με χάρτινο καπέλο και ξύλινο σπαθί,
πήρα κι εγώ μέρος στη μάχη,
στο αίμα,στη φωτιά,στην αρπαγή.
Καβάλα σ ένα κουνιστό αλογάκι,
μπρος-πίσω,πίσω-μπρος,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο,
των ίσκιων στρατηλάτης κι αρχηγός,
γύρισα ολόκληρο τον κόσμο
κι έφτασα τώρα εδώ,
στην κουνιστή μου πολυθρόνα,
μπρος-πίσω,πίσω-μπρος...
Τσαλακωμένο πια το χάρτινο καπέλο
και τσακισμένο το ξύλινο σπαθί.
η μάχη,το αίμα,η φωτιά κι η αρπαγή
θαμπές εικόνες στου μυαλού μου την οθόνη•
καίει ο ήλιος μα το αίμα μου παγώνει,
ψίθυρος βγαίνει από το στόμα μου η κραυγή.
ΙΙ
μνήμη Maria Blijstra
Ό,τι χαλάει ό,τι σπάζει, περίτρανα τους γέ-
ροντες τρομάζει, με το δικό τους τέλος ομοιά-
ζει, με το δικό τους τσάκισμα από του χρόνου
τις απρόσεχτες και βιαστικές κινήσεις. Γι' αυ-
τό σιγά σιγά, προσεχτικά, το βάρος του κορ-
μιού τους σε πολυθρόνες και καρέκλες αποθέ-
τουν και φέρνουνε στα χείλη το ποτήρι τους,
κρατώντας το σφιχτά, με τα δυο χέρια.
«Όσο κρατούν τα πράγματα, κρατώ κι εγώ»,
φαίνεται να 'ναι η κρυφή ελπίδα τους.
V
μνήμη Γιώργη Μανουσάκη
Η σιωπή είναι το κέλυφος του ήχου. Κλεισμέ-
νος μέσα της, ο ήχος τη ραμφίζει, όπως ραμφί-
ζει το πουλί του αυγού το τσόφλι• θέλει κι
αυτός να βγει και να πετάξει. Είναι μοιραίο λοι-
πόν να θρυμματίζεται, κάποια στιγμή, η σιωπή
(τέτοια είναι η τάξη των πραγμάτων), για να
μπορέσει ο ήχος ν' ακουστεί. Ωστόσο, αν και
θρυμματίζεται, ποτέ δεν αφανίζεται, αλλά, έτσι,
κομματιασμένη, μέσα στον ήχο παρεισφρέει και,
με παύσεις μαγικές, τον μετατρέπει, από θό-
ρυβο, σε μουσική και ποίηση.
Υπάρχει, βέβαια, και ένα άλλο είδος σιωπής
πού δεν κυοφορεί κανέναν ήχο, για τούτο και
ποτέ δεν θρυμματίζεται. Θαρρώ, δίχως να είμαι
θετικός, ότι Θανή τη λένε.
VI
Δεν σ' ονομάζω Θάνατο,
Θανή σ' αποκαλώ•
αφού θα μ' αγκαλιάσεις κάποτε,
σε προτιμώ γυναίκα.
IX
στον Δημήτρη Χαρίτο
Εν' ασημένιο κέρμα το φεγγάρι, που κάποτε
τίναξαν στο διάστημα οι θεοί, κορώνα γράμ-
ματα την τύχη παίζοντας αυτού του κόσμου,
εν' ασημένιο κέρμα που δεν έπεσε ποτέ, αλλ'
έμεινε εκεί, μετέωρο, στο χάος. Γι' αυτό και
δεν αποφασίστηκε ακόμα η τύχη αυτού
του κόσμου, γι' αυτό κι αδιάκοπα κοιτάμε μ' α-
γωνία το φεγγάρι, μην πάει και πέσει απ' του
χαμού μας την πλευρά.
X
Σ' αυτή τη χώρα, οι άνθρωποι τρέμουν τον θά-
νατο. Κι η πιο μικρή αμυχή στο δέρμα τους
και το ελαχιστότερο σπυρί που σπάζει θαρρούν
πως είναι πόρτα απ' όπου, αν δεν προσέξουν,
θα εισχωρήσει μέσα τους ο θάνατος. Γι' αυτό
και μ' επιδέσμους αλλεπάλληλους έχουνε τυ-
λιγμένα τα κορμιά τους• μόλις γδυθούν τα σπάρ-
γανα, ντύνονται με τα σάβανα.
ΧΙ
Με τρομάζει η ανυπαρξία, η μητέρα μου,
και δεν ξέρω γιατί,
αφού η ερωμένη μου, η ύπαρξη,
είναι αυτή
που πάντα μου επεφύλασσε
και σίγουρα μου επιφυλάσσει ακόμη
τις πιο οδυνηρές εκπλήξεις.
«Όταν είμαστε μες στα σκατά ως το λαιμό, δε μένει παρά να τραγουδήσουμε.»
(Σάμιουελ Μπέκετ)
Ή αλλιώς ο ηρωικός πεσσιμισμός του Αργύρη Χιόνη, αυτός που του δίδαξαν ο Νίτσε, ο Καζαντζάκης, ο Καμύ, ο Μπέκετ, αυτοί που τον βοήθησαν να αντιμετωπίζει «την ύπαρξη και την ανυπαρξία με ένα σαρδόνιο χαμόγελο».
ΧΙΙ
Να πίνεις τσάι και, στο μεταξύ, να σβήνει η
ζωή σου, όπως συμβαίνει με τους ήρωες του
Τσέχοφ, να σβήνει η ζωή σου, ενώ εσύ με α-
ξιοπρέπεια το τσάι ν’ ανακατεύεις και να ε-
παινείς τη γεύση και το άρωμά του. Έτσι,
σαν ήρωας του Τσέχοφ ή όπως ο Τσέχοφ ο ί-
διος, στη χυδαιότητα του πόνου ν’ αντιτάσ-
σεις την καλή ανατροφή σου.
Drinking tea, London, during the Blitz, June 1941 |
XIII
στη Μαρία Μιχαηλίδου
Αυτός ο άνθρωπος δεν αντέχει το φθινόπωρο•
τον φθίνει, ανεπανόρθωτα τον φθίνει, κι ας μην
είναι οπώρα. Είναι, ως εκ τούτου, φυσικό που
του αντιστέκεται, που σαν τρελός μαζεύει τα
πεσμένα φύλλα και τα ξανακολλάει στα κλα-
διά των δέντρων.
Θα καταφέρει άραγε να ακυρώσει έτσι του κα-
λοκαιριού την αναχώρηση, την έλευση να μα-
ταιώσει του χειμώνα;
Anka Zhuravleva Arts |
XV
Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.
XVII
Όταν σου αναγγείλουνε το θάνατό μου,
κάνε ό,τι θα ’κανες αν σου χαρίζαν
εν’ άδειο βάζο.
Θα το γέμιζες λουλούδια•
έτσι δεν είναι;
René Magritte, L’Éclair ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ Έρωτας, ποίηση και μουσική• η αγία τριάδα του ύψους. Καμιμούρα Γιουτάκα |
DNA
Πριν από μένανε, για μένανε,
είχες τον δρόμο μου χαράξει,
κι όχι τον δρόμο μόνο, αλλά
και την απόκλιση απ' τον δρόμο,
κι είχες ακόμη και την εκλογή μου,
στο σημείο απόκλισης, εκλέξει,
και ήσαν προκαθορισμένες και η αφετηρία
και η πιθανή άρνησή μου να βαδίσω•
ναι, ακόμη και η άρνησή μου υπήρχε
πριν από μένανε, για μένανε.
Η ελευθερία μου είναι μέσα στη βουλή σου.
Jules E. Lenepveu, Jeanne d'Arc sur le Bûcher à Rouen "Dieu Nous Annule", Ο Θεός Μας Ακυρώνει ΑΠΟΡΙΑ ΑΝΑΞΙΟΠΑΘΟΥΝΤΟΣ |
Θυμήσου, σε παρακαλώ, πως από χώμα μ'έπλασες
κι έγινα το δοχείο που σε περιέχει,
που σχήμα δίνει στη ρευστή υπόστασή σου.
Μπορεί να είναι η αξία σου μεγάλη,
όπως του πιο ακριβού αιθέριου ελαίου,
κι ελάχιστη η δική μου, όπως
μιας πήλινης κοινής φιάλης,
χωρίς έμενα όμως να σε περιέχω,
χωρίς την ταπεινή μου προστασία,
εξατμίζεσαι.
Και τώρα θέλεις να με κάνεις πάλι χώμα;...
Michelangelo - Sistine Chapel |
ΕΛΕΗΣΟΝ ΣΕ
Ένιωθες μόνος και μας έπλασες για να 'χεις
συντροφιά εις τους αιώνας των αιώνων.
Έσφαλες όμως πλάθοντάς μας
κατ' εικόνα και ομοίωσίν σου,
πολλαπλασίασες τη μοναξιά σου.
Τώρα είσαι μόνος μέσα σ' ένα πλήθος μόνων.
Δεν έχει πιο μεγάλη μοναξιά.
Michelangelo - Sistine Chapel |
ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Β'
Από την ίδια αφετηρία ξεκινώντας,
τα χτεσινά μου χνάρια ακολουθώντας,
κάθε καινούργια μέρα, σ' άλλο τέρμα φτάνω.
Καμιμούρα Γιουτάκα
ΟΧΤΩ ΧΑΪΚΟΥ
α'
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα.
β'
Έσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη, μόνη,
μια ανεμώνη.
γ'
Για ποια εκίνησε
κορφή και σε ποια κοίτη
κατρακύλησε!...
δ'
Παραπατώντας
έφτασε στον θάνατο•
τον μέθυσε η ζωή.
ε΄
Σήπεσαι σώμα
στη σιωπή, στην απουσία
άλλων σωμάτων.
στ΄
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!
ζ΄
Χειμώνας πάλι•
σβηστή η φωτιά του έρωτα
και η καρδιά μου κρύα.
η΄
Το είδωλό μου
μέσα στον καθρέφτη
σαν νεκρή φύση.
ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ ΤΑΝΚΑ
α΄
Το χέρι γράφει
κι η ψυχή τινάζεται
έξω απ' το δίχτυ
που της έστησε ο καιρός
ο ψυχοκυνηγάρης.
γ΄
Το όνειρό μου•
να φυτέψω ένα δέντρο
μεσοπέλαγα•
πουλιά να ξαποσταίνουν
στα κλαδιά του, απόδημα.
δ'
Κρατήσου μακριά
απ' τους συνανθρώπους σου,
μην τους ζυγώνεις•
μπορεί να σε κολλήσουν
επικίνδυνα όνειρα.
ε΄
Αν ακονίζεις
το μαχαίρι αδιάκοπα,
θα το αφανίσεις•
στα χέρια σου θα μείνει
μόνο η άχρηστη λαβή.
στ΄
Απομίμηση
ζωής ετούτη η ζωή,
σκηνογραφία•
πόρτα ζωγραφισμένη
σ' ένα τυφλό ντουβάρι.
ζ΄
Ψεύδη τ' αστέρια
φωτεινά και η σελήνη
οφθαλμαπάτη.
Κάνε ουρανέ μου κάτι,
γίνε ξανά αληθινός.
η΄
Ποτέ το ψεύδος
δεν ψευδίζει, το θρασύ,
ούτε τραυλίζει.
Πάντα η αλήθεια χάνει,
ντροπαλή, τα λόγια της.
ια΄
Ό,τι ν' αγγίξεις,
ό,τι να κρατήσεις θες
το σπας, το χάνεις.
Αν πάψεις να επιθυμείς,
τότε, τα πάντα θα 'χεις.
ιβ΄
Πλούσιοι και ενδεείς,ταπεινοί και επηρμένοι,
καλοί και κακοί•
δέντρα προς ξύλευση όλοι,
δέντρα του ίδιου δάσους.
ιδ΄
Εγώ βαδίζω
προς τον θάνατο ή εκείνος
προς εμένα;
Ποιος τάχα ο αναμένων,
ποιος ο αναμενόμενος;
ιζ΄
Ταξίδι ήρεμο,
απ' το κλαδί ως το χώμα,
ταξίδι αθόρυβο.
Τι ζηλευτή η θανή σου,
φύλλο φθινοπωρινό!
κ΄
Από τα πόδια
ως την κορφή, μετριέται
μόνο το ύψος.
Το ανάστημα αρχινά
πάνω από το κεφάλι.
κα΄
Ένα ταξίδι
αρχινά, κάθε στιγμή,
χιλιάδες μίλια.
Νάτηνε η αρχή του, εδώ,
κάτω απ' τα πόδια μου.
«Βοήθεια!» φωνάζει τo φεγγάρι
«Βοήθεια! Ξεκρέμαστε με απ' αυτή
τη μαύρη ερημιά,
βάλτε με, γρήγορα,
στη φωτεινή σας πιατοθήκη!».
Ποιο απρόσεχτο παιδί
σ' έπιασε πάλι απόψε, φεγγαράκι,
με μουτζουρωμένα δάχτυλα;
ΠΑΙΓΝΙΑ ΚΑΙ ΣΑΤΙΡΕΣ
Σκέφτομαι μ' αγωνία το ωόν,
ον και, ταυτόχρονα, μη ον•
πτηνόν ή ομελέτα.
Δυσμενίδης ο Τυανεύς
Συμπληγάδες νύχτες
και μόνος στα κουπιά.
Α.Χ.
Michal Karcz
Περιπλανώμενος πλασιέ ανθέων•
μες στη βαλίτζα μου,
τσαλακωμένα κρίνα που με κρίνουν.
Προσέξτε, ποιητές,
μην πλανάσθε στον αέρα,
μην παριστάνετε τα πετεινά!
Προσγειωθείτε ή,
καλύτερα ακόμη,
υπογειωθείτε!
Κανείς δεν κυνηγάει τα σκουλήκια.
Είχε αγωνία• ρώτησε: «Πώς γίνεται άνθρω-
πος κανείς;».
«Προσφέροντας» του απάντησαν.
Δεν είχε άλλο απ' το πανταλόνι του• το πρό-
σφερε και έγινε γελοίος.
«Όσο ζω, γράφω ποιήματα - όνειρα πάνω στα χώματα. Όταν με καταπιούν και χουμοποιηθώ, θα τροφοδοτώ, ως λίπασμα, νέα όνειρα ζωής»
Αργύρης Χιόνης
Από το χώμα ερχόμαστε,
στο χώμα επιστρέφουμε.
Στο μεταξύ διάστημα,
παριστάνουμε τους κηπουρούς.
«Γιατί έκαψες τη στέγη μου;» ρώτησα τη
φωτιά.
«Για να κοιτάς τον ουρανό ανεμπόδιστα»
μου απάντησε.
Από μιαν άποψη είχε δίκιο, τον έβλεπα
όντως ανεμπόδιστα, αλλ' ήταν τόσο άδειος,
που έφτιαξα καινούργια στέγη αμέσως.
Ειν' αρκετό το μέσα μου κενό, δεν θέλω κι
άλλο πάνω απ' το κεφάλι μου.
Έστησα καρτέρι
στο ποίημα,
όπως ο κυνηγός
καρτέρι στήνει
στον λαγό,
κι ας μην είχε (το ποίημα)
αυτιά μεγάλα,
μύτη υγρή, τρεμουλιαστή,
κι ας μην είχε
τα μπροστινά του πόδια
πιο κοντά
από τα πισινά,
κι ας μην είχε
καν πόδια (το ποίημα),
ήρθε κι έφυγε, γρήγορο
σαν λαγός,
κι έμεινα μόνο με τον κρότο
της ντουφεκιάς μου
και τον αντίλαλό της
που ειν' ετούτη
η αποτυχημένη απόπειρα
(ποιήματος).
Πέρασε τη ζωή του,
γράφοντας ποιήματα
με τη γομολάστιχα.
Αργύρης Χιόνης, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει,
Ποίηση δωματίου, εκδόσεις Γαβριηλίδης