Έντεκα «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα»
Στις 17 τού Μάρτη 1984 δημοσιεύθηκαν στη φιλολογική έκδοση της ισπανικής εφημερίδας ABC έντεκα «Σονέτα, του σκοτεινού έρωτα» του Λόρκα. Αυτή ή δημοσίευση είναι ένα τεράστιας σημασίας πνευματικό γεγονός πού κατασυγκίνησε τον ισπανικό κόσμο, κι όχι μόνον αυτόν πιστεύω. Κι αυτό γιατί, αν και γνωρίζαμε την ύπαρξή τους, τα θεωρούσαμε χαμένα για πάντα.
Στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχουν κιόλας αρκετές πρωτότυπες εργασίες για τον Λόρκα, από τον Καζαντζάκη — Κύκλος 1933 — μέχρι το Δικταίο, καθώς και πολλές μεταφράσεις των έργων του. Υπάρχει ακόμη στα ελληνικά το βιβλίο τής Μαρσέλ Ωκλαίρ, μοναδικό για τον τρόπο που προσεγγίζει ένα μεγάλο ποιητή κι έναν άνθρωπο, εκπληκτικό σε ευαισθησία και ανθρωπιά, διεισδυτικότητα, διαχυτικότητα κι ευγένεια, στοιχεία όλα αυτά πού καθόλου δεν λιγοστεύουν το μελέτημα ή την προσφορά σε ουσία και αλήθεια.
Απ' όλες τις προσεγγίσεις που υπάρχουν μόνο με μια ακόμη μπορεί να συγκριθεί για τα παραπάνω προτερήματα όσο και για την απόλυτη έλλειψη νεκροφιλικού βιασμού και αυθαίρετων συμπερασμάτων: με κείνην της Γιουρσενάρ για τον Καβάφη. Δεν έχω λοιπόν κάτι καινούργιο ή άγνωστο να προσθέσω στο φαινόμενο Λόρκα. Τα βιογραφικά του γνωστά, τα έργα του γνωστά, οι τελευταίες του στιγμές πασίγνωστα άγνωστες.
Το πνευματικό ισπανικό σύμπαν, θα μπορούσε να πει κανείς χωρίς να λαθέψει πως ήταν εδώ κι αιώνες κορεσμένο από ποίηση και εκφρασμένο πάθος, και τίποτα ξεχωριστό δεν θα υπήρχε να ειπωθεί, θα αρκούσε ν' αναφερθεί ένα και μόνο όνομα: Λόπε ντε Βέγα με τα 1500 θεατρικά έργα, με χιλιάδες χιλιάδων απερίγραπτους κι ανεπανάληπτους σε ομορφιά στίχους.
Κι όμως με τον Λόρκα, σα ρόδι μυθικό και σαν από κοσμογονία, ένας καινούργιος κόσμος ανάβλυσε, κι όλα ειπώθηκαν απ' την αρχή, πρωτάκουστα και πρωτοειδωμένα. «Το έργο του Λόρκα είναι η συνισταμένη της ποιητικής ευαισθησίας ένας λαού», γράφει ο Τάσος Λιγνάδης. Κι όλα αυτά μέσα από μια παλίρροια έξοχης ποιητικής δημιουργίας του καιρού του.
Περίπαθος λάτρης της ζωής, της ομορφιάς και τού έρωτα, αλλά το ίδιο περίπαθα διακριτικός και ιδανικός, συντριβάνι εκρηκτικής, ασυγκράτητης δημιουργίας μ' ένα κοίτασμα που δεν εξαντλήθηκε, αν δεν πέθαινε νέος θα ξεπερνούσε θαρρώ τον «Φοίνικα» πρόγονό του.
Κυλούσε στις φλέβες του αναλλοίωτο απ' τού καιρού το πέρασμα εκείνο το αίμα του νου που κυκλοφορεί στον αιθέρα της Ισπανίας, εκείνο το πανάρχαιο αίμα που το κουβάλησαν οι τσιγγάνοι απ' τις Ινδίες με το Duende, σαν δυσοίωνο χρησμό στην Ευρώπη και το 'χυσαν στον πιο παγανιστικό χώρο αρδεύοντάς τον με ερωτικό και θανάσιμο πάθος.
Ο αγιάτρευτος ποιητής
Τα Σονέτα του σκοτεινού έρωτα, που σήμερα παρουσιάζονται για πρώτη φορά, έχουν μια μικρή γνωστή ιστορία και μια μεγάλη που ίσως θα μείνει για πάντα άγνωστη. Ξέρουμε πως ήταν τρισευτυχισμένος που τα έγραφε. Τα άρχισε το 1935. Ένας φίλος του αναφέρει πόσο ενθουσιασμένος του ανάγγειλε το σχέδιό του: «Εκατό σονέτα, όπως του Σαίξπηρ».
Το 1968 ο Πάμπλο Νερούδα έγραφε πως του τα είχε διαβάσει ο Λόρκα την τελευταία φορά που τον είχε δει και πως ήταν ποιήματα «απίστευτου κάλλους». Το 1937 ο Βιθέντε Αλεϊχάντρε γράφει γι' αυτά: «Μου διάβασε τα Σονέτα του σκοτεινού έρωτα. Ένα φαινόμενο πάθους, ενθουσιασμού, ευτυχίας, βασάνου. Μνημείο αγνό και φλογερό αφιερωμένο στον έρωτα., που για πρώτη ύλη έχει τη σάρκα, την καρδιά, την ψυχή του ποιητή στην κρίσιμη στιγμή της καταστροφής του».
Ξέρουμε πως αντίγραφο των σονέτων κρατούσε ο Ραφαέλ Ροδρίγκεθ Ραπούν, γραμματέας της περίφημης «Μπαράκας». Αυτός όμως σκοτώθηκε στο μέτωπο του Μπιλμπάο και το σπίτι του βομβαρδίστηκε στον εμφύλιο. Αν λοιπόν δεν υπάρχουν στην οικογένεια Λόρκα τα πρωτότυπα, τότε ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν να βρεθούν ποτέ.
Από το 1965 — τουλάχιστον απ' τα στοιχεία που έχω στα χέρια μου — κυκλοφορούν επίσημα και σωστά δύο απ' τα σκοτεινά σονέτα: Το «Σονέτο του γλυκού παράπονου» αλλά με τίτλο τον πρώτο του στίχο («Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα») και το «Σονέτο της επιστολής» με τίτλο «Ο ποιητής ζητά από τον ερωτά του να τού γράψει».
Και να που ξαφνικά το παραπέτασμα σκίζεται σε μιαν άκρη και μπορούμε, αν όχι να εισχωρήσουμε, να κοιτάξουμε λίγο. Ήδη από το 1979 ο Jan Gibson, ο Francisco Ginor de los Rios, η Marie Laffranque, ο Eutimio Martin και η Antonina Rodrigo διαβεβαίωναν από τις σελίδες της εφημερίδας «ΕΙ Pais» πως το αρχείο της οικογένειας του ποιητή από χρόνια παρέμενε ανοιχτό και πάντα στη διάθεσή τους για τη δουλειά που πραγματοποιούσαν.
Ανοιχτό βέβαια, αλλά όχι στους βέβηλους. Μόνο για κείνους που θα μπορούσαν να πουν, όπως ή Μαρσέλ Ωκλαίρ, πως «η κατανόηση δεν αφήνει καθόλου χώρο για ψόγο». Γιατί είναι αξίωμα πως μόνο όταν πολύ αγαπάς μπορείς να καταλαβαίνεις τον απέναντί σου. Μέσα στην ισπανική κοινωνία, που ακόμη στα χρόνια του Λόρκα δεν είχε χάσει καθόλου τη δριμύτητα του άγριου πουριτανισμού του καθολικισμού της, απαιτούσε πολύ περισσότερο από γενναιότητα να είσαι ο εαυτός σου.
Το βλέπουμε ανάγλυφα αυτό στο θέατρο του Λόρκα. Πολύ περισσότερο αν δεν είσαι απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τα κοινά. Αυτό που με σπαραγμό και συντριβή προσπαθούσε στα νεανικά του χρόνια να καταπνίξει ή να συγκαλύψει από άκρατο σεβασμό στους γονείς του και τα πρόσωπα που υπεραγαπούσε, όπως τον Ντε Φάγια ή τον Φερνάντο ντε λος Ρίος, άρχισε τα τελευταία του χρόνια, πάντα με ευπρέπεια και διακριτικότητα, να το εκδηλώνει.
....ούτε σκοτεινά ούτε φωτεινά......ο ίδιος ο Έρωτας
Υπάρχει στη δημιουργία του μια ακαταμάχητη οδύνη για το ότι είναι αυτό πού είναι. Απ' τα παλιότερα ποιήματα ως τα Σονέτα τού σκοτεινού έρωτα και στην αλληλογραφία του:
«Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη, κορμός δίχως κλαδιά».
Ολόκληρο το σονέτο «Πληγές του έρωτα» και το «Άι φωνή μυστική του σκοτεινού έρωτα» με κείνη την περισσότερο κι από σπαρακτική κατακλείδα του:
«...Σπλαχνίσου με... κι είμαι έρωτας, κι είμαι φύση!».
Σ' ένα φίλο του, τον Αδριάνο ντελ Βάγιε, γράφει: «Είμαι ένα σιωπηλό και παθιασμένο αγόρι που, σαν τον θαυμάσιο Βερλαίν, έχω μέσα μου ένα κρίνο που δεν γίνεται να το ποτίσω και γι' αυτό δείχνω στ' αγαθά μάτια που με κοιτούν ένα πορφυρό ρόδο που έχει την αισθησιακή απόχρωση της παγωνιάς του Απρίλη, μα που δεν είναι η αλήθεια της καρδιάς μου...».
Κι άλλου γράφει: «Ποιος ο λόγος να πολεμάμε τη σάρκα όταν υπάρχει τρομακτικό το πρόβλημα του πνεύματος; Αγαπώ μέχρι τρέλας την Αφροδίτη, αλλά αγαπώ ακόμη πιο πολύ αυτό που λέμε «καρδιά»...».
Dante Gabriel Rossetti, Venus Verticordia (1864-68)
Χρειαζόταν περίσσιο κουράγιο από την οικογένεια για να παραδώσει έστω κι ένα μικρό μέρος από τα τιμαλφή κατάλοιπα. Δυστυχώς, ακόμα και μέσα στον πνευματικό χώρο δεν είναι πολλοί αυτοί που θα μπορούσαν να πουν σαν την Μαρσέλ Ώκλαίρ: «Με το ποιητικό έργο του Λόρκα συμβαίνει ό,τι και με τα ποιήματα της Σαπφώς: δεν έχει σημασία αν ήταν άντρας ή γυναίκα που έδωσε την έμπνευση για τ' αριστουργήματα».
Πριν διαβάσουμε τα έντεκα Σονέτα τού σκοτεινού έρωτα που ακολουθούν ας ακούσουμε ένα απόσπασμα από μια ομιλία του Φρανθίσκο Χινέρ ντέ λός Ρίος:
«Τούτα τα σονέτα δεν είναι ούτε σκοτεινά ούτε φωτεινά. Είναι ο ίδιος ο Έρωτας. Είναι αλλιώτικα σονέτα ερωτικά, κι αυτό που έχει σημασία είναι πως είναι καθοριστικά σαν έρωτας — στο φως ή στο σκοτάδι ο πάντα απεγνωσμένος έρωτας — και καθοριστικά σαν σονέτα μέσα στο έργο του αγιάτρευτου ποιητή, όπως ήταν ο Φεδερίκο. Αν ο θρήνος για τον Ιγνάτιο Σάντσεθ Μεχίας του δίνει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στους ελεγειακούς της Ισπανίας, αυτά τα σονέτα φέρνουν την ποίησή του στην απόλυτη κορύφωση που ευαγγελίζεται όλες αυτές τις κορυφώσεις που μπορεί να προσμένει από την παραμονή της στη γη η μεγαλοφυία, κομμένη ακριβώς την πιο έξοχη στιγμή της ανθοφορίας της ζωής της, την ώρα που μέσα στο λόγο της θα ερχόταν το πάν ώστε ο λόγος να φτάσει στα έσχατα, σ' έναν αιώνα εικοστό που κι αυτός επίσης δολοφονήθηκε. Ακόμα μια φορά μου ανεβαίνει — αναπόφευκτη, απαράγραπτη σαν έμμονη ιδέα — η λέξη που θεωρώ τέλεια για το έργο του Φεδερίκο και για τον ίδιο το Φεδερίκο: θάμβος».
Το σκόρπιο αίμα
Στίχοι: Federico Garcia Lorca
Απόδοση-μετάφραση : Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Μάνος Κατράκης & Κώστας Πασχάλης
Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας (1969)
Δε θέλω να το βλέπω!
Πες στο φεγγάρι να φανεί
Γιατί δε θέλω πια να βλέπω
Το αίμα του Ιγνάθιο στην αρένα
Στις 11 Αυγούστου 1934, πέντε το απόγευμα, σε μιαν εκτός προγράμματος ταυρομαχία στην αρένα του Μανθανάρες, ο φημισμένος ταυρομάχος Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας χτυπήθηκε θανάσιμα από ταύρο και πέθανε τρεις μέρες αργότερα στα 43 του χρόνια. Τονε πένθησεν όλη η Ισπανία. Ήταν άνθρωπος αγαπητός, γεμάτος δόξα και πλούτη και με γνήσια καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Στο Πίνο Μοντάνο, το απέραντο κτήμα του στα περίχωρα της Σεβίλιας, συγκέντρωνε τους σπουδαιότερους Ισπανούς ποιητές του καιρού του, μαζί και τον Λόρκα, με τον οποίο συνδέθηκε με δυνατή, αληθινή κι αδιατάρακτη φιλία. Όλοι τον αγαπούσαν και τον θαύμαζαν σαν ένα φιλόξενο, ευαίσθητο, ιπποτικό κι ανοιχτόκαρδο προστάτη της νεότερης γενιάς των ποιητών. Έτσι το ποίημα τούτο το έγραψε ο Λόρκα στη μνήμη του φίλου του.
Στη μετάφρασή μου δεν διανοήθηκα ούτε στιγμή να δώσω την αυστηρή ομοιοκαταληκτική μορφή τού σονέτου. Είναι τόση η μουσική που κυλάει απ' τις λέξεις και τα αισθήματα, που οποιοσδήποτε έλεγχος θα αλλοίωνε και θα παραποιούσε το έργο. Με αυτή τη σκέψη βρίσκω πως είναι περιττό να κάνω επίδειξη δεξιοτεχνίας παραδίδοντας ποιήματα που θα είναι d' apres Lorca. Η μετάφραση έτσι κι αλλιώς είναι ένας κίνδυνος μέσα στο διφορούμενο και, αν η ποίηση γίνεται με λέξεις, η μετάφραση πρέπει να γίνεται με πάθος και διαίσθηση. Και κάτι ακόμη• το' χει ήδη γράψει ο Σημηριώτης, πρέπει να το επαναλάβω κι εγώ: ο Λόρκα έχει ένα δικό του κώδικα λεκτικό, και πολύ συχνά εκφράζεται με σύμβολα. Έτσι πρέπει να θυμόμαστε πως η ανεμώνη είναι σύμβολο του Άδωνι. Ο ουρανός είναι το ιδανικό ή η ψυχή. Τα πουλιά κι ο άνεμος η ποίηση. Τ' αστέρια συμβολίζουν την ευτυχία.
Εισαγωγή - μετάφραση: Μάγια - Μαρία Ρούσσου
Περιοδικό "Η λέξη" ( Ιούλιος - Αύγουστος '84)
J.W. Waterhouse,The Awakening of Adonis
Το Σονέτο Του Στεφανιού Με Τα Τριαντάφυλλα
Αυτό το στεφάνι! Γρήγορα! Και πεθαίνω!
Πλέξ' το γρήγορα! Τραγούδα! Κλάψε! Τραγούδα
και ο ίσκιος μου πνίγει το λαρύγγι
και μια φορά ξανάρχεται και χίλιες το φως του Γενάρη.
Ανάμεσα στο μ' αγαπάς και σ' αγαπώ,
άνεμος απ' αστέρια και σύγκρυο λουλουδιών,
σύννεφο από ανεμώνες σηκώνει
με σκοτεινό ολολυγμό έναν ολάκερο χρόνο.
Κοίτα το χλωρό τοπίο τής πληγής μου,
τσάκισε καλαμιές και ποτάμια ντελικάτα.
Πιες σε μηρί από μέλι αίμα χυμένο.
Όμως γρήγορα! Έτσι που ενωμένους, μαζί δεμένους,
στόμα σπαραγμένο από έρωτα και ψυχή φαγωμένη,
ο καιρός να μας βρει ρημαγμένους.
Evelyn De Morgan, Love's Passing
Σονέτο Tου Γλυκού Παράπονου
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου.
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά, μα πιότερο λυπάμαι
το που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό,
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι συ ο κρυμμένος μου θησαυρός,
αν είσαι ο σταυρός κι ο πόνος μου ο υγρός,
αν είσαι ο σταυρός κι ο πόνος μου ο υγρός,
αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου,
μη μ' αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα απ' το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.
Γλυκό Παράπονο
Δίσκος: Του σκοτεινού έρωτα
Ποίηση: Federico Garcia Lorca
Απόδοση: Σωτήρης Τριβιζάς
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Ερμηνεία: Μίνως Θεοχάρης
Μικρή Άρκτος
Να στερηθώ το θαύμα μη μ’ αφήσεις
στα μάτια σου να χάνομαι και να `χω
τη νύχτα ν’ ακουμπάει στο μάγουλό μου
το ρόδο της ανάσας σου μονάχο
Πονώ που είμαι εδώ, σ’ αυτή την όχθη,
κορμός χωρίς κλαδιά στην ερημιά του
χωρίς χυμό χωρίς πηλό και άνθη
για το σαράκι μες στα σωθικά του
Αν είσαι ο κρυμμένος θησαυρός μου
η σταύρωση και η νωπή μου θλίψη
κι εγώ σκυλί της επικρατειάς σου
Αυτό που έχω κερδίσει ας μη μου λείψει
και που στολίζει τώρα τα νερά σου
με φύλλα από το φθινόπωρό μου
Thomas Cooper Gotch, Monsigneur Love (1880)
Πληγές Της Αγάπης
Αυτό το φως, τούτη η φωτιά που κατατρώει.
Τούτο το σταχτί τοπίο που με τυλίγει.
Τούτος ο πόνος για μια και μόνη ιδέα.
Τούτη η αγωνία τ'ουρανού, του κόσμου, της ώρας.
Τούτος ο θρήνος του αίματος που στολίζει
λύρα δίχως παλμό πια, φευγαλέο δαυλό.
Τούτο το βάρος της θάλασσας που με χτυπά.
Τούτος ο σκορπιός που μου φωλιάζει στο στήθος.
Είναι στεφάνι του έρωτα, κλινάρι πληγωμένου,
όπου δίχως ύπνο ονειρεύομαι την παρουσία σου
μέσα στο ρημαδιό του στήθους μου βουλιαγμένο.
Και μόλο που ψάχνω την καμπύλη της φρόνησης
μου προσφέρει η καρδιά σου κοιλάδα απλωμένη
με φαρμάκι και πάθος γνώσης πικρής.
Σχέδιο του Λόρκα, Νέος έρωτας
Το Σονέτο Της Επιστολής
Αγάπη των σπλάχνων μου, ζωντανέ θάνατε,
μάταια περιμένω το γραφτό λόγο σου
και σκέφτομαι, με το λουλούδι που μαραίνεται,
πως αν είναι να ζήσω δίχως μου προτιμώ να σε χάσω.
Ο αγέρας είναι αθάνατος, η πέτρα οκνηρή
μήτε γνωρίζει τη σκιά μήτε την αποφεύγει.
Καρδιά εσώτερη δεν έχει ανάγκη
το παγωμένο μέλι που το φεγγάρι χύνει.
Αλλά εγώ σε υπόμεινα, έσκισα τις φλέβες μου,
τίγρης και περιστέρι, πάνω στην οσφύ σου
σε μονομαχία με δαγκωματιές και κρίνα.
Γέμισε, λοιπόν, με λόγια την τρέλα μου
ή άσε με να ζήσω μες στη γαλήνια
νύχτα μου της ψυχής, παντοτινά ολοσκότεινη.
Θέλω να κλάψω τον πόνο μου και στο λέω
για να μ' αγαπήσεις και να με κλάψεις
κάποιο απόβραδο αηδονιών
μ' ένα στιλέτο, με φιλιά και με σένα.
Θέλω ν' αφανίσω το μοναδικό τεκμήριο
για τη δολοφονία των λουλουδιών μου
και να μετατρέψω το θρήνο μου και τους ιδρώτες μου
σ' αιώνιο σωρό σκληρού σταριού.
Να μη σωθεί ποτέ το κουβάρι
του σ' αγαπώ μ' αγαπάς, παντοτινά φλογερό
με υπέργηρο ήλιο κι αρχαία σελήνη•
Κι αυτό που δε μου δίνεις και δε σου ζητώ
να'ναι του θανάτου, να μην αφήσει
μήτε έναν ίσκιο για την τρικυμισμένη σάρκα.
Η φωνή σου έλουσε τον αμμόλοφο του στήθους μου
μες στη γλυκιά ξύλινη καμπίνα.
Απ' το νοτιά των ποδιών μου έγινε άνοιξη
και στο βοριά του μετώπου μου άνθισε φτέρη.
Κέδρο από φως μέσα στη χαραμάδα τη στενή
τραγούδησε δίχως εωθινό και σπορά
και το κλάμα μου ρίζωσε για πρώτη φορά
κορώνες ελπίδας από το ταβάνι.
Γλυκιά κι απόμακρη φωνή για με χυμένη.
Γλυκιά κι απόμακρη φωνή που την έχω γευτεί.
Απόμακρη και γλυκιά φωνή σβησμένη.
Απόμακρη καθώς σκοτεινή ελαφίνα πληγωμένη.
Γλυκιά καθώς λυγμός μες στο χιονιά.
Απόμακρη και γλυκιά στο μεδούλι μπηγμένη!
John William Waterhouse, Boreas (1903)
Ο Ποιητής Ρωτάει Τον Έρωτά Του
Για Τη «Μαγεμένη Πολιτεία»
Της ΚΟΥΕΝΚΑ
Σ' άρεσε η πολιτεία, σταλαματιά-σταλαματιά
που σμίλεψε το νερό καταμεσίς στα πεύκα;
Είδες όνειρα και πρόσωπα και δρόμους
και τείχη οδύνης που ο άνεμος μαστιγώνει;
Είδες τη γαλανή χαράδρα από φεγγάρι θρύψαλο
που ο Χούκαρ βρέχει με κρύσταλα και κελαηδίσματα;
Τα δάχτυλά σου φίλησαν τις μουσμουλιές
που στεφανώνουν μ' έρωτα πέτρα απόμερη;
Εμένα με θυμήθηκες σαν ανηφόριζες
τη σιγαλιά που τυραννάει το φίδι
αιχμάλωτο στους γρύλλους και στ' απόσκια;
Δεν είδες μέσα απ' τον αγέρα το διάφανο
μια ντάλια από καημούς κι από χαρές
που σου 'στειλε η φλογερή καρδιά μου;
Historic Walled Town of Cuenca, Spain
Σονέτο Με Τον Τρόπο Του ΓΚΟΝΓΚΟΡΑ,
Όπου Ο ποιητής Στέλνει Στον Έρωτά Του
Ένα Περιστέρι
Τούτο το πιτσούνι από την Τούρια που σου στέλνω,
με μάτια ολόγλυκα και φτέρωμα λευκό,
πάνω σε δάφνη ελληνική χύνεται κι ανεβαίνει
φλόγα αργοκίνητη του έρωτα που εντός της κατοικώ.
Η απέριττη αρετή του, ο λαιμός του ο απαλός,
με λάχνη διπλή από ζεστόν αφρό,
μ' ένα τρέμισμα πάχνης, μαργαριταριού και ομίχλης
την απουσία του στόματός σου υπογραμμίζει.
Πέρνα το χέρι πάνω απ' τη λευκότητά του
και θα δεις ποια χιονάτη μελωδία
και θα δεις ποια χιονάτη μελωδία
σκορπίζεται με χνούδια πάνω στην ομορφιά σου.
Έτσι κι η καρδιά μου, νύχτα και μέρα,
δέσμια στη φυλακή του σκοτεινού έρωτα,
κλαίει, δίχως να σε βλέπει, τη μελαγχολία της.
Ernest Procter, The Mischievous Boy
[Άι Φωνή Μυστική Tου Σκοτεινού Έρωτα]
Άι φωνή μυστική του σκοτεινού έρωτα
Άι φωνή μυστική του σκοτεινού έρωτα
Άι βέλασμα δίχως πρόβατα! Άι πληγή!
Άι κεντρί από χολή, καμέλια καταποντισμένη!
Άι χείμαρρε δίχως θάλασσα, πολιτεία δίχως τείχος!
Άι νύχτα ατέρμονη με άσφαλτο τόρνεμα,
ουράνιο όρος αγωνίας ορθωμένης!
Άι σκύλε μέσα σε καρδιά, φωνή κυνηγημένη!
Σιωπή δίχως πέρατα, ώριμο κρίνο!
Φύγε μακριά μου, πυρή φωνή από πάγο,
μη με θες να χαθώ στα ζιζάνια
όπου δίχως καρπό λυγμούνε σάρκα κι ουρανός.
Άφησε το σκληρό συντέφι της κεφαλής μου
σπλαχνίσου με, λύσε το πένθος μου!
Κι είμαι έρωτας, κι είμαι φύση!
Franz von Stuck, Sin (1893)
Ο Έρωτας Κοιμάται Στο Στήθος Tου Ποιητή
Ποτέ σου δεν θα καταλάβεις πόσο σ' αγαπώ
Ποτέ σου δεν θα καταλάβεις πόσο σ' αγαπώ
γιατί κοιμάσαι μέσα μου κι είσαι αποκοιμισμένος,
εγώ σε κρύβω κλαίγοντας, κυνηγημένος
από μια φωνή από διαπεραστικό ατσάλι.
Νόμος π' ανεμοδέρνει το ίδιο σάρκα κι αστέρι
τρυπάει κιόλας το πολύπαθο στήθος μου
και τα θολά τα λόγια έχουν δαγκώσει
τα φτερά του αυστηρού πνεύματός σου.
Πλήθος κόσμου πηδά μες στους κήπους
προσμένοντας το σώμα σου και την αγωνία μου
πάνω σ' άλογα από φως και πράσινες χαίτες.
Αλλά συνέχισε να κοιμάσαι, ζωή μου.
Άκου το αίμα μου σπαραγμένο στα βιολιά!
Κοίτα που μας παραμονεύουν ακόμη!
Simeon Solomon, The Angel of Death (1895)
Nύχτα Tου Άγρυπνου Έρωτα
Νύχτα πάνω από τους δυο με πανσέληνο,
εγώ βάλθηκα να κλαίω κι εσύ γελούσες.
Η καταφρόνια σου ήταν ένας Θεός, τα δικά μου παράπονα
στιγμές και περιστέρια αλυσοδεμένα.
Νύχτα κάτω από τούς δυο. Κρύσταλο οδύνης,
έκλαιγες εσύ από βάθη απόμακρα.
Ο πόνος μου ήταν ένας σωρός από αγωνίες
πάνω στην αδύναμη καρδιά σου από άμμο.
Η αυγή μας έσμιξε πάνω στο κρεβάτι,
τα στόματα βαλμένα πάνω στο παγωμένο συντριβάνι
του αίματος τ' αστείρευτου πού χύνεται.
Κι ο ήλιος μπήκε απ' το κλειστό μπαλκόνι
και το κοράλι της ζωής άπλωσε το κλαδί του
πάνω στην καρδιά μου τη σαβανωμένη.
Εισαγωγή - μετάφραση: Μάγια - Μαρία Ρούσσου
"Φύγε μακριά μου, πυρή φωνή από πάγο"
Ο ποιητής επιθυμεί να απομακρύνει τη φλόγα του σκοτεινού έρωτα όχι επειδή αυτός είναι σκοτεινός, αλλά επειδή είναι έρωτας. Είναι ο ανθρώπινος έρωτας, ιδωμένος με μια ένταση που προηγείται της σεξουαλικής ιδιαιτερότητάς του, αυτό που απωθεί πρώτα απ' όλα γεμάτος αναστάτωση. Ο μόνος τρόπος να σωθείς απ' αυτόν είναι η φυγή, είτε απομακρύνοντάς τον είτε απομακρυνόμενος ο ίδιος: ο Πετράρχης θέσπισε αυτόν τον τύπο — fuggire είναι το ρήμα κλειδί των Canzoniere - που ηχεί σ' αυτό το θεμελιακό σονέτο τής σειράς, μαζί με την γεμάτη οδύνη και ευδοκία αποδοχή του ζυγού.
Σκοτεινός έρως, γιατί; Επιβάλλεται μια ολοφάνερη ερμηνεία - υπερβολικά φανερή για να την διατυμπανίσει ένας ποιητής τόσο περίπλοκος. Ο Λόρκα βίωσε με δραματικό τρόπο την κατάστασή του. Τον γέμιζε αγωνία. — υπάρχουν ολοκάθαρα δείγματα στο έργο του «ΕΙ Publico» -, τον έπνιγε το στείρο πεπρωμένο αυτού του ερωτικού πάθους και μόλις που κατάφερνε να τον παρηγορεί που ο γόνιμος έρωτας παράγει μονάχα σπόρους θανάτου. Σημάδι τέτοιου ζυγίσματος είναι ο ενδέκατος στίχος του σονέτου: «όπου δίχως καρπό λυγμούνε σάρκα κι ουρανός».
Ωστόσο, ακόμη και μ' αυτό τον εφιάλτη, ο Λόρκα δέχεται τον έρωτα όπως μέσα του δημιουργείται και παίρνει το δικαίωμα να τον ζήσει κρυφά στα μύχια του κορμιού του και της ψυχής του. Γι αυτόν δεν είναι παρά μόνον έρωτας, δίχως επίθετα.
Σκοτεινός υπήρξε από τις μυθικές του καταβολές, όταν από το Χάος γεννήθηκαν η Νύχτα και το Έρεβος, εκείνο το βασίλειο τού ζόφου. Η Νύχτα με φτερά μαύρα — μας το εξηγεί ο Αριστοφάνης — απόθεσε ένα αυγό γεννημένο από τον άνεμο στον κόρφο του Ερέβους και μέσα από αυτή τη φρίκη αναδύθηκε ο Έρως: σκοτεινός λοιπόν από τα γεννοφάσκια του.
Evelyn De Morgan, Νύχτα και Ύπνος (1878)
Ήδη ο ποιητής Πολιτσιάνο τον αποκάλεσε έτσι. Τα «δαιμόνια» της Πάνδημης Αφροδίτης, εξηγούσε ο νεοπλατωνικός Masilio Ficino τον δέκατο πέμπτο αιώνα, προέρχονται από μια ατμόσφαιρα πηχτή και θολή που μ' αυτήν κρατεί τούς ανθρώπους «ne bulis amoris obsecati», τυφλωμένους από τις καταχνιές του έρωτα.
Ο Λεων ο Εβραίος έλεγε πως το ερωτικό πάθος φωλιάζει στην «escura» όψη της ψυχής - αυτός ο έρως στερείται ένα «δικό του φως», «αφήνει το φως για το σκοτάδι», «κυνηγάει σκοτεινές εικόνες» και «πνίγεται στα λασπόνερα». Ο ίδιος Ο Πετράρχης, ερωτευμένος, θα εξομολογηθεί «che'l nostro stato e inquieto e fosco».
Αυτό το πάθος, όντας τέτοιο, είναι η σκοτεινιά. Δουλεύει μέσα στα σκοτάδια τής ψυχής, που οι μυστικιστές πρέπει να εγκαταλείψουν για να αναζητήσουν το Φως. Το να κατεβάσουμε το «σκοτεινό» των εκθαμβωτικών σονέτων τού Λόρκα στην ευτέλεια και τη χυδαιότητα στην οποία μερικοί πέφτουν, πιθανότατα θα τον εξόργιζε: αν και ο Λόρκα δεν απέφευγε το διφορούμενο, αυτό το επίθετο μέσα στις προθέσεις του σήμαινε πολύ περισσότερα.
Αναφερόταν πρωταρχικά στην αχαλίνωτη παραφορά και στα τυφλά μαρτύρια του έρωτα, στη δύναμη του να φλογίζει κορμιά και ψυχές και να τ' αγκαλιάζει σαν λαμπάδες που καίγονται και καταλιούνται από την ίδια τους την πυρά. Τραγουδάει αυτό του τον έρωτα, το δικό του, μ' όλες του τις αισθήσεις κι όλες του τις γνώσεις, που σήμερα του τις αναγνωρίζουμε. Σ' αυτά τα σονέτα κυλούν σαν αίμα γνώσεις απ' τη μυθολογία, τον Πλάτωνα, τον Πετράρχη, τον Σαίξπηρ. Και δε διστάζει να ιδιοποιηθεί τους πιο λεπτούς τόνους της κλασικής μας παράδοσης (Ο ποιητής ρωτάει τον έρωτά του για τη «Μαγεμένη Πολιτεία» της Κουένκα»• «Σονέτο με τον τρόπο του Γκόνγκορα, όπου ο ποιητής στέλνει στον έρωτά του ένα περιστέρι»).
Vladimir Kush, Sunrise by the ocean
Και τι σημαίνει που αυτός ο έρωτας είναι διαφορετικός; Πρόκειται για έναν έρωτα όχι παραγωγικό, που δεν συμβάλλει στην αύξηση του Σύμπαντος σύμφωνα με το θεϊκό σχέδιο. Αλλά δεν αρνιέται πως πρόκειται για έρωτα. Και σαν τέτοιον — επιμένω: μόνο σαν έρωτα — τον αντιμετωπίζει ο μεγαλοφυής ποιητής, λεύτερος να μεταστοιχειώσει τη ζωή του σε τέχνη.
Γυμνή λοιπόν ή ψυχή του, σε καθαρή άσκηση της ελευθερίας του. Αλλά σεβόμενος τις απαιτήσεις της ποίησης, που ποτέ δεν είναι η άμεση αντιγραφή της πραγματικότητας, παρά η απόδοση που ο ποιητής κάνει αυτού που αισθάνεται ο άνθρωπος. Μεταφορά σ' ένα κόσμο λέξεων που βασιλεύουν πάνω στο πραγματικό. Είναι όροι- λέξεις με νόημα κοινό — Έρως, πάνω απ' όλα — ή επίκοινο αυτές που διευκολύνουν την κατάδυση του ποιητή μέσα στην έκφραση της αλλοτρίωσής του και της οδύνης του.
Ύστερα, ένα υπέροχο βερνίκι τυπικότητας, που καμιά φορά σκεπάζει ο ερμητισμός, πέφτει σαν μανδύας πάνω από το πάθος του επιβάλλοντας στον αναγνώστη την απόσταση από την όποια πρέπει να ατενίζεται η τέχνη. Οι εικόνες, οι μεταφορές, ολόκληρο το άθροισμα εκείνων των εκτυφλωτικών λεκτικών τεχνασμάτων, συγκροτούν την προειδοποίηση και τον πρόλογο που κάνει ο ποιητής ώστε να μην διαβαστεί με πρόθεση χυδαία, κακόβουλη ή περιγελαστική, αλλά με μάτια γεμάτα συμπάθεια.
Δεν θα θελήσουμε να μάθουμε τι είδους αίμα είναι αυτό που ονοματίζεται και αναβλύζει απ' αυτούς τους στίχους. Ας διαβάσουμε, απλά, πως πρόκειται για την αγιάτρευτη πληγή του πολύπλαγκτου ερωτευμένου, αυτό που αναβλύζει από τη μυθολογία και το λυρισμό όλων των καιρών. Όμοια όπως στο πρώτο σονέτο, έτσι έτρεχε αίμα από το μηρό του Αδωνι όταν ψυχορραγούσε στην αγκαλιά τής Αφροδίτης (του 'Αδωνι, που το λουλούδι του είναι η ανεμώνη, που κι εκείνη μνημονεύεται σ' αυτό το σονέτο). Ο Γκόνγκορα άφηνε ένα αυλάκι-χνάρι («... κιόλας μας ακολουθούν οι βοσκοί / απ' τα παράξενα χνάρια που πάνω στη γη / αφήνουμε, εγώ από αίμα, εσύ από άνθια»)
Evelyn de Morgan, Ύπνος και Θάνατος, τα παιδιά της Νύχτας (1883)
Ας τα διαβάσουμε έτσι - και ας υποκλιθούμε μπροστά σε κάποια έξοχα ποιήματα που εξαγοράσαμε από τη σιωπή στην καλύτερη μορφή τους που σήμερα είναι εφικτή. Ένας Λόρκα ώριμος — και δυστυχώς, στερνός — οιμώζει μέσα σ' αυτά με την αυθεντική του, την ειλικρινέστατη φωνή. Και η ποίησή του, που δεν είναι παρά η ποίηση της Ισπανίας, επεκτείνεται σε μια περιοχή, που φαινόταν πια χαμένη.
(Fernando Lazaro Carreter, Μια άγνωστη πλευρά της ποίησης του Λόρκα, Περιοδικό "Η λέξη" ( Ιούλιος - Αύγουστος '84)
Evelyn de Morgan, Αφροδίτη και Έρωτας, (1878)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου