«Η παιδική ηλικία μετριέται σε ήχους, οσμές και εικόνες, πριν φτάσει η σκοτεινή ώρα της λογικής.»
Τζον Μπέτζεμαν
Η παιδική φιλία,η αρχέτυπη ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη και επικοινωνία καταρρίπτει πανηγυρικά τα "συρματοπλέγματα", τα κάθε λογής στερεότυπα, τη μισαλλοδοξία, τις παράλογες διακρίσεις, καταφύγιο του εγωισμού, της εξουσιομανίας, της αδυναμίας και της άγνοιας, όλα θλιβερά χαρακτηριστικά του κόσμου που συμβιβασμένα και μίζερα φτιάξαμε όπως όπως οι μεγάλοι.
Τα παιδιά, πλάσματα φωτεινά και πλήρη μέσα στην αθωότητά τους, ζουν σχεδόν μεταφυσικά και επιτρέπουν στον εαυτό τους ερωτήματα μεγαλειωδώς φιλοσοφικά σε αντίθεση με τον τακτοποιημένο, ενήλικο κόσμο, αυστηρά περιχαρακωμένο σε απάνθρωπες δογματικές αγκυλώσεις, βεβαιότητες αμετακίνητες, ιδεολογίες, μεγάλα λόγια και ηχηρά "πρέπει".
Όταν το παιδί, ήταν παιδί
Περπατούσε με τα χέρια ανοιχτά
Ήθελε το ρυάκι νάναι ποτάμι
το ποτάμι χείμαρρος
καί η λίμνη θάλασσα.
Όταν το παιδί, ήταν παιδί
Δεν ήξερε ότι ήταν παιδί
Κι ότι όλα είναι ζωή
Κι η ζωή είναι μία.
Όταν το παιδί, ήταν παιδί
δεν είχε γνώμη για τίποτα
δεν είχε συνήθειες
και τσουλούφι στα μαλλιά.
Καθόταν οκλαδόν κι έτρεχε
δεν έκανε γκριμάτσες στον φωτογράφο.
Όταν το παιδί ήταν παιδί
ήταν η ώρα αυτών των ερωτήσεων.
Γιατί είμαι εγώ κι όχι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ και όχι εκεί;
Πότε άρχισε ο χρόνος;
Που τελειώνει το διάστημα;
Δεν είναι η ζωή κάτω απ' τον ήλιο ένα όνειρο;
Αυτό που βλέπω, ακούω και μυρίζω
δεν είναι αντανάκλαση του κόσμου πριν τον κόσμο;
Υπάρχει το κακό και οι κακοί άνθρωποι;
Πώς εγώ που τώρα υπάρχω
δεν υπήρχα πριν υπάρξω;
Πώς κάποτε εγώ, που είμαι εγώ,
δε θα είμαι πια εγώ;
Wim Wenders, Wings of Desire (1987)
Artist: Gium Tio Zarraluki |
Ο 8χρονος Μπρούνο, ο ήρωας στο βιβλίο "Το αγόρι με τη Ριγέ Πιτζάμα", με τα τεράστια ορθάνοιχτα μάτια του, "ουράνιες τρύπες στο πρόσωπό του", απορεί, διερευνά, ρωτάει :
Οι απαντήσεις που παίρνει ο Μπρούνο, κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές είναι..... αφελείς, μασκαρεμένες, απλουστευτικές..... μακριά από την αλήθεια.
Μιλώντας με τον πατέρα του ο Μπρούνο θα μάθει ότι «Αυτοί οι άνθρωποι, από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος, δεν είναι καν άνθρωποι, δεν είναι αυτό που εμείς εννοούμε με τον όρο «άνθρωπος», είναι ο εχθρός, σατανικά επικίνδυνα παράσιτα. Μιλώντας με την Γκρέτελ θα μάθει ότι «Όλοι αυτοί απ’ την άλλη πλευρά του φράχτη είναι Εβραίοι» ενώ εμείς «Είμαστε το αντίθετο» και δεν συμπαθούμε τους Εβραίους, «επειδή είναι Εβραίοι».
- Γιατί θα πρέπει να εγκαταλείψει το Βερολίνο, το σπίτι τους, το σχολείο, τους φίλους του;
- Έκανε κάποιο λάθος ο Πατέρας στη δουλειά του και η τιμωρία ήταν να έρθουν σ' αυτό το απαίσιο μέρος;
- Γιατί απαγορεύεται να λέω αυτό που νιώθω;
- Τι βρίσκεται πίσω από το συρματόπλεγμα με τα κουβάρια από αγκαθωτό σύρμα;
- Αν πρόκειται για αγρόκτημα, γιατί δεν έχει ζώα, κότες και πάπιες;
- Γιατί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος; Και τι κάνουν εκεί όλοι αυτοί;
- Γιατί ο Πάβελ δεν δουλεύει σε κάποιο νοσοκομείο, αφού είναι γιατρός; Γιατί κάνει το σερβιτόρο;
- Γιατί όλοι οι άλλοι από κείνη την πλευρά του φράχτη φοράνε την ίδια ριγέ πιτζάμα και το υφασμάτινο σκουφάκι;
- Γιατί να βρίσκεται σ' αυτή την πλευρά του φράχτη και να μην έχει κανέναν να μιλήσει και να παίξει, ενώ ο Σμούελ από την άλλη μεριά "να έχει τόσους φίλους και να παίζει ώρες ολόκληρες κάθε μέρα";
Οι απαντήσεις που παίρνει ο Μπρούνο, κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές είναι..... αφελείς, μασκαρεμένες, απλουστευτικές..... μακριά από την αλήθεια.
Μιλώντας με τον πατέρα του ο Μπρούνο θα μάθει ότι «Αυτοί οι άνθρωποι, από την άλλη πλευρά του συρματοπλέγματος, δεν είναι καν άνθρωποι, δεν είναι αυτό που εμείς εννοούμε με τον όρο «άνθρωπος», είναι ο εχθρός, σατανικά επικίνδυνα παράσιτα. Μιλώντας με την Γκρέτελ θα μάθει ότι «Όλοι αυτοί απ’ την άλλη πλευρά του φράχτη είναι Εβραίοι» ενώ εμείς «Είμαστε το αντίθετο» και δεν συμπαθούμε τους Εβραίους, «επειδή είναι Εβραίοι».
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.......
Τζον Μπόιν, Το Αγόρι με τη Ριγέ Πιτζάμα
Λίγο μετά την έκδοσή του το 2006, το βιβλίο του Ιρλανδού συγγραφέα John Boyne, "The Boy in the Striped Pyjamas", κυκλοφορούσε σε 24 χώρες, ήταν υποψήφιο για το Ottakar’s Children’s Book Award της ίδιας χρονιάς ενώ αμέσως πουλήθηκαν και τα κινηματογραφικά δικαιώματα.
Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Δεν πρόκειται για την ιστορία ενός αγοριού πριν τον ύπνο, στο ασφαλές και ειρηνικό περιβάλλον του σπιτιού. Είναι μια ιστορία για το Ολοκαύτωμα, γραμμένη με τον πιο ευφάνταστο και πρωτότυπο τρόπο που θα μπορούσε να συλλάβει ένας συγγραφέας που απευθύνεται (και) σε παιδιά. Στην καρδιά του βιβλίου και της ταινίας, που κυκλοφόρησε το 2008 με τον τίτλο «Το αγόρι πίσω από το συρματόπλεγμα», βρίσκεται ο ρατσισμός, πάντα επίκαιρο και διαχρονικό θέμα, η δύναμη της αληθινής φιλίας, τα όρια της αθωότητας και το μεγαλείο της ανθρωπιάς. Είναι μια ιστορία για μυστικά και ψέματα, μια ιστορία εξαπάτησης, για ανθρώπους που δεν βλέπουν τις προκαταλήψεις που είναι μπροστά στα μάτια τους. Και το τίμημα θα είναι ακριβό και θα το καταβάλουν εξίσου αθώοι και φταίχτες....
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα όμως είναι η γραφή και οπτική της αφήγησης. Οι πιο σκληρές αλήθειες υπονοούνται και διαγράφονται μέσα από την οπτική του εννιάχρονου ήρωα. Μια οπτική γνήσια παιδική, έως και αφελής. Ο μικρός διυλίζει τα πάντα μέσα από την προσωπική του ματιά και τις ανησυχίες ενός εννιάχρονου. Η αδερφή που κάνει την έξυπνη, η κουπαστή στο μεγάλο σπίτι που προσφέρεται για καταπληκτική τσουλήθρα, οι αντιπαθητικοί στρατιωτικοί που παρελαύνουν στο σπίτι, ο Πατέρας που λάμπει στην καλογυαλισμένη στολή του, η διάθεση για εξερεύνηση, ο νέος τόπος που είναι ένα άγνωστο «Ουσβιτς», μακριά από το Βερολίνο. Αλλά πού βρίσκεται ακριβώς; Στη Γερμανία; Οι ριγέ στολές των κρατουμένων είναι αξιοζήλευτες άνετες πιτζάμες. Από την άλλη ο ήρωας είναι ένας γνήσιος επαναστάτης, κι ας μην το ξέρει.
Είναι αυτή η αφηγηματική ματιά που δίνει την πρωτοτυπία σε αυτό το μυθιστόρημα. Δεν υπάρχει κανένα στερεότυπο, δεν αναφέρονται ποτέ οι λέξεις στρατόπεδο, εθνικοσοσιαλισμός, ούτε καν πόλεμος. Όλα υπονοούνται και αναδεικνύονται ακόμη πιο έντονα μέσα από την άγνοια και το ανυποψίαστο βλέμμα του Μπρούνο.
Η υπόθεση
Ο Μπρούνο, ένα αγόρι εννιά χρονών, είναι γιος ενός Ναζί. Ο Πατέρας του (με κεφαλαίο π) είναι ένας αυστηρός και προσηλωμένος στο καθήκον και τη φασιστική ιδεολογία διοικητής. Στο σπίτι του μικρού Μπρούνο μπαινοβγαίνει ο Φύρης (ο Φύρερ) και μια πολύ όμορφη γυναίκα, μια Εύα. Το πενταώροφο σπίτι της οικογένειας στο Βερολίνο στεγάζει την οικογενειακή ευτυχία. Πρωταγωνιστές ο Μπρούνο και η μεγαλύτερη αδερφή του η Γκρέτελ, («Μια Καταδικασμένη Περίπτωση», κατά τον Μπρούνο), η Μητέρα και ο Πατέρας που επιβάλλουν μια αυστηρή πειθαρχία, για το καλό όλων και της πατρίδας, η Μαρία, η υπηρέτρια, και το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό.
"Αν είσαι στρατιώτης, αν η χώρα σου σε χρειάζεται κάπου, πας. Όταν κάποιος είναι στρατιώτης στη ζωή δε μετράνε τόσο οι επιλογές, όσο το καθήκον" |
Μια μέρα του 1943 η γαλήνη διαταράσσεται όταν ο Φύρης αναγκάζει τον εκλεκτό διοικητή του να μετακομίσει στο Άουσβιτς - "Ουστ -Βιτς" το προφέρει ο Μπρούνο και μέχρι το τέλος επιμένει ότι σωστά το λέει!!!
«Δεν είναι πράγμα, Μπρούνο», είπε αναστενάζοντας η Γκρέτελ. «Μέρος είναι».
«Τι μέρος είναι λοιπόν;» επέμεινε ο Μπρούνο.
«Έτσι λέγεται το σπίτι», του εξήγησε η Γκρέτελ. «Ουστ-Βιτς».
«Μα τι σημαίνει;» ρώτησε απελπισμένος. «Ουστ, τι ουστ;»
«Ουστ στους ανθρώπους που ζούσαν εδώ πριν από μας υποθέτω», είπε η Γκρέτελ. «Μάλλον έχει να κάνει με το γεγονός πως δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους και κάποιος τους είπε "ουστ" και να πάρουμε κάποιον άλλον που θα την κάνει σωστά»."Όταν πρωτοείδε το καινούριο τους σπίτι, ο Μπρούνο έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα και το στόμα του να σχηματίζει ένα μεγάλο όμικρον. Τα χέρια του κρέμονταν παράλληλα με το σώμα του, όπως κάθε φορά που κάτι τον εξέπληττε." |
Το σπίτι τους είναι δίπλα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Από το παράθυρο του δωματίου του ο Μπρούνο βλέπει το συρματόπλεγμα. Δεν ξέρει όμως περί τίνος πρόκειται.
Οι άνθρωποι της άλλης πλευράς
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι;» ρώτησε χαμηλόφωνα [η Γκρέτελ], σαν να μη ρωτούσε τον Μπρούνο, αλλά να περίμενε απάντηση από κάποιον άλλο. «Και τι κάνουν εδώ;»
Ο Μπρούνο σηκώθηκε, και για πρώτη φορά στάθηκαν εκεί μαζί, δίπλα δίπλα, και έβλεπαν τι συνέβαινε ούτε δεκαπέντε μέτρα από το νέο τους σπίτι.
Όπου κι αν έπεφτε το μάτι τους υπήρχαν άνθρωποι, ψηλοί, κοντοί, γέροι, νέοι, που πήγαιναν πέρα δώθε. Κάποιοι στέκονταν σε ομάδες, εντελώς ακίνητοι, με τα χέρια τεντωμένα κατά μήκος του κορμιού τους, και προσπαθούσαν να κρατήσουν όρθιο το κεφάλι τους καθώς ένας στρατιώτης περνούσε μπροστά τους, με το στόμα του να ανοιγοκλείνει γρήγορα σαν να τους φώναζε κάτι. Κάποιοι άλλοι προχωρούσαν στη σειρά, κι έσπρωχναν καροτσάκια απ' τη μια άκρη του καταυλισμού ως την άλλη. Εμφανίζονταν από ένα σημείο που δε φαινόταν και έσπρωχναν τα καροτσάκια τους μέχρι ένα σημείο πίσω από μια καλύβα, όπου εξαφανίζονταν πάλι. Μερικοί στέκονταν σε ομάδες κοντά στις καλύβες χωρίς να μιλάνε, με το κεφάλι σκυμμένο, σαν να έπαιζαν κάποιο παιχνίδι όπου προσπαθείς να περάσεις απαρατήρητος. Κάποιοι στηρίζονταν σε πατερίτσες και άλλοι είχαν επιδέσμους στο κεφάλι τους. Κάποιοι κουβαλούσαν φτυάρια και τους οδηγούσαν στρατιώτες σε ένα μέρος όπου δε φαίνονταν πια.
Ο Μπρούνο και η Γκρέτελ διέκριναν εκατοντάδες ανθρώπους, μα υπήρχαν τόσες καλύβες και ο καταυλισμός εκτεινόταν πολύ πιο μακριά από εκεί που έφτανε το βλέμμα τους, που έμοιαζε να υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι εκεί πέρα.
«Και όλοι αυτοί ζουν τόσο κοντά μας», είπε συνοφρυωμένη η Γκρέτελ. «Στο Βερολίνο, στον ήσυχο δρόμο μας, υπήρχαν μόνο έξι σπίτια. Κι εδώ έχει τόσο πολλά. Γιατί ο Πατέρας ανέλαβε μια δουλειά σε ένα τόσο απαίσιο μέρος και με τόσο πολλούς γείτονες; Δεν μπορώ να το καταλάβω».
«Κοίτα εκεί», είπε ο Μπρούνο, και η Γκρέτελ κοίταξε προς την κατεύθυνση που έδειχνε το δάχτυλο του Μπρούνο και είδε, πέρα μακριά, μια ομάδα παιδιών να προχωράνε στριμωχτά και να τους φωνάζουν μια ομάδα στρατιώτες. Όσο πιο πολύ τους φώναζαν οι στρατιώτες, τόσο περισσότερο συσπειρώνονταν τα παιδιά, μα έπειτα ένας από τους στρατιώτες όρμησε καταπάνω τους και τα παιδιά χωρίστηκαν και φάνηκε να κάνουν αυτό που τους ζητούσε, δηλαδή να μπουν στη σειρά. Όταν το έκαναν αυτό, οι στρατιώτες άρχισαν να γελάνε και να τα χειροκροτούν.
«Πρέπει να είναι κάτι σαν πρόβα», υπέθεσε η Γκρέτελ, αγνοώντας το γεγονός πως μερικά απ' τα παιδιά, ακόμα κι απ' τα μεγαλύτερα, ακόμα και τα συνομήλικα της, έμοιαζαν να κλαίνε.
«Σ' το 'πα πως έχει παιδιά», είπε ο Μπρούνο.
«Όχι όμως παιδιά απ' αυτά με τα οποία θα ήθελα εγώ να παίξω», είπε αποφασιστικά η Γκρέτελ. «Αυτά είναι μες στη βρόμα. Η Χίλντα και η Ίζαμπελ και η Λουίζ κάνουν μπάνιο κάθε πρωί, το ίδιο κι εγώ. Αυτά τα παιδιά είναι σαν να μην έχουν κάνει μπάνιο ποτέ στη ζωή τους».
«Φαίνεται πολύ βρόμικο αυτό το μέρος», είπε ο Μπρούνο. «Μήπως όμως δεν έχουν μπάνιο;»
«Μην είσαι ανόητος», είπε η Γκρέτελ, παρότι της είχαν πει πάμπολλες φορές να μην αποκαλεί τον αδελφό της ανόητο. «Τι είδους άνθρωποι δεν έχουν μπάνιο;»
«Ξέρω κι εγώ;» είπε ο Μπρούνο. «Ανθρωποι που δεν έχουν ζεστό νερό, ίσως;»
Η Γκρέτελ κοίταξε λίγο ακόμα κι έπειτα αναρρίγησε και κοίταξε προς την άλλη πλευρά. «Θα πάω στο δωμάτιο μου να τακτοποιήσω τις κούκλες μου», είπε. «Η θέα από κει είναι σαφώς καλύτερη».
Με αυτή την παρατήρηση έφυγε, διέσχισε το διάδρομο, πήγε στο δωμάτιο της κι έκλεισε την πόρτα πίσω της, μα δεν άρχισε αμέσως να τακτοποιεί τις κούκλες της. Κάθισε στο κρεβάτι και απ' το νου της πέρασαν ένα σωρό πράγματα.
Κι απ' το νου του αδελφού της πέρασε μια τελευταία σκέψη καθώς κοίταζε τους εκατοντάδες ανθρώπους εκεί πέρα που έκαναν τις δουλειές τους. Το γεγονός πως όλοι τους - τα μικρά αγόρια, τα μεγάλα αγόρια, οι πατεράδες, οι παππούδες, οι θείοι, οι άνθρωποι που ζουν σε κάθε δρόμο και μοιάζουν να μην έχουν κανένα συγγενή - φορούσαν τα ίδια ρούχα: γκρι ριγέ πιτζάμες και στο κεφάλι τους ένα γκρι ριγέ σκουφάκι.
«Τι παράξενο», μουρμούρισε ο Μπρούνο, κι έπειτα απομακρύνθηκε απ' το παράθυρο.
Η συνάντηση με το αγόρι που φορούσε ριγέ πιτζάμα
Στην απέραντη μοναξιά αυτού του τόπου ο Μπρούνο βρίσκει διέξοδο στις εξερευνήσεις έξω από το νέο σπίτι του οι οποίες τον οδηγούν σε ένα σημείο του στρατοπέδου όπου η επιτήρηση είναι χαλαρή. Εκεί συναντά έναν κρατούμενο, ένα Εβραιόπουλο, τον Σμούελ, που έχει γεννηθεί, κατά σύμπτωση, την ίδια ακριβώς μέρα με τον Μπρούνο. «Είναι σα δίδυμοι» παρατηρεί ο μικρός.Το μόνο που του φαίνεται παράξενο είναι τ' όνομά του. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, απλά γιατί δεν το έχει ξανακούσει στο δικό του περιβάλλον. Προσπερνώντας το παράξενο όνομα, ο Μπρούνο γίνεται φίλος με τον Σμούελ.
Και επειδή "δε γνωρίζει κανείς παρά τα πράγματα που εξημερώνει”, που πάει να πει αυτά με τα οποία "δημιουργεί δεσμούς", ξεχασμένη συνήθεια, όπως διαπιστώνει με πίκρα η αλεπού στον "Μικρό Πρίγκηπα" του Σαιντ-Εξυπερί, τα δυο αγόρια αναπτύσσουν μέσα από μια καθημερινή τελετουργική επαφή, μια φιλία δυνατή αλλά αναγκαστικά κρυφή με το το ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα πάντα ανάμεσά τους. Και μιλάνε ήσυχα, με σεβασμό και ευγένεια για όλα όσα, αν και διαφορετικά, δεν τους χωρίζουν και καταφέρνουν να συμφωνήσουν διαφωνώντας!!! Διδακτικότατο μάθημα για τους μεγάλους!!
«Από πού ήρθες;» ρώτησε ο Σμούελ μισοκλείνοντας τα μάτια του και κοιτάζοντας προσεχτικά τον Μπρούνο.
«Από το Βερολίνο»
«Πού είναι αυτό;»
Ο Μπρούνο άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει, αλλά ανακάλυψε πως δεν ήταν και απόλυτα σίγουρος.
«Στη Γερμανία βέβαια», είπε. «Εσύ δεν ήρθες από τη Γερμανία;»
«Όχι, είμαι από την Πολωνία», είπε ο Σμούελ.
«Πολωνία», είπε ο Μπρούνο σκεφτικός ζυγίζοντας τη λέξη. «Δεν είναι τόσο ωραία όσο η Γερμανία, ε;»
Ο Σμούελ συνοφρυώθηκε.
«Και γιατί δεν είναι;» ρώτησε.
«Να, γιατί η Γερμανία είναι η σπουδαιότερη απ' όλες τις χώρες», απάντησε ο Μπρούνο, που θυμήθηκε κάτι που είχε ακούσει τον Πατέρα να συζητάει με τον Παππού πολλές φορές. «Είμαστε ανώτεροι».
Ο Σμούελ τον κοίταξε, αλλά δε μίλησε κι ο Μπρούνο ένιωσε πως ήθελε να αλλάξει θέμα, γιατί με το που είπε τα λόγια αυτά, του φάνηκαν κάπως παράξενα και δεν ήθελε να θεωρήσει ο Σμούελ πως ήταν αγενής. [….]
«Ο δικός μου τόπος είναι πολύ πιο όμορφος από το Βερολίνο», είπε ο Σμούελ, που δεν είχε πάει ποτέ στο Βερολίνο. «Είναι όλοι φιλικοί και είμαστε πολύ μεγάλη οικογένεια, και το φαγητό είναι πολύ καλύτερο».
«Εντάξει, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε διαφωνώντας», είπε ο Μπρούνο, που δεν ήθελε να τσακωθεί με τον καινούριο του φίλο.
«Εντάξει», είπε ο Σμούελ.
Καθώς γύρισε κι έφυγε, ο Μπρούνο παρατήρησε ξανά πόσο κοντούλης και κοκαλιάρης ήταν ο καινούριος του φίλος. Δεν είπε τίποτα όμως, γιατί ήξερε πόσο δυσάρεστο είναι να σε κρίνουν για κάτι τόσο χαζό όσο το ύψος σου και δεν ήθελε με τίποτα να φανεί αγενής απέναντι στον Σμούελ.
Περιβραχιόνια για να ξεχωρίζει ποιος είναι ποιος
«Και κάποια μέρα τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν». «Γύρισα από το σχολείο κι η μητέρα μου μας έφτιαχνε περιβραχιόνια από ένα ειδικό ύφασμα και ζωγράφιζε
στο καθένα από ένα αστέρι. Τέτοιο».
Με το δάχτυλο του σχεδίασε στο χώμα μπροστά του.
«Και κάθε φορά που ήταν να βγούμε έξω, μας έλεγε να φοράμε αυτό το περιβραχιόνιο».
«Κι ο μπαμπάς μου φοράει τέτοιο», είπε ο Μπρούνο. «Πάνω απ' τη στολή του. Είναι πολύ ωραίο. Είναι κατακόκκινο με ένα ασπρόμαυρο σχέδιο πάνω».
Με το δάχτυλο του σχεδίασε στο χώμα ένα άλλο σχέδιο, απ' τη δική του πλευρά του φράχτη.
«Είναι διαφορετικά όμως, ε;» είπε ο Σμούελ. «Εμένα κανείς δε μου έδωσε περιβραχιόνιο», είπε ο Μπρούνο.
«Εγώ πάλι δε ζήτησα να μου δώσουν», είπε ο Σμούελ.
«Τέλος πάντων», είπε ο Μπρούνο. «Θα μ' άρεσε να είχα κι εγώ. Δεν ξέρω όμως ποιο μ' αρέσει περισσότερο. Το δικό σου ή του Πατέρα μου».
Οι διαφορετικοί στο γκέτο
«Για μερικούς μήνες φορούσαμε περιβραχιόνια», είπε. «Κι έπειτα τα πράγματα άλλαξαν πάλι. Γύρισα μια μέρα κι η Μαμά μου είπε πως δεν μπορούσαμε πια να μένουμε στο
σπίτι μας...»
[......] μετακομίσαμε σ' ένα άλλο σημείο της Κρακοβίας, όπου οι στρατιώτες είχαν χτίσει έναν ψηλό τοίχο, κι η μητέρα μου, κι ο πατέρας μου, κι ο αδελφός μου κι εγώ μέναμε όλοι σε ένα δωμάτιο».
«Όλοι σας;» ρώτησε ο Μπρούνο. «Σ' ένα δωμάτιο;»
«Κι όχι μόνο εμείς», είπε ο Σμούελ. «Υπήρχε και μια άλλη οικογένεια εκεί, κι η μητέρα κι ο πατέρας όλο τσακώνονταν, κι ένας από τους γιους τους ήταν μεγαλύτερος από μένα και συ-νεχώς με χτυπούσε, ακόμα κι αν δεν είχα κάνει κάτι κακό».
«Δεν μπορεί να μένατε όλοι μαζί σ' ένα δωμάτιο», είπε ο Μπρούνο κουνώντας το κεφάλι του. «Είναι παράλογο».
«Όλοι μας», είπε ο Σμούελ κουνώντας το κεφάλι. «Έντεκα συνολικά».
Ο Μπρούνο άνοιξε το στόμα του για να τον αμφισβητήσει πάλι - δεν μπορούσε να πιστέψει πως έντεκα άνθρωποι ζούσαν μαζί στο ίδιο δωμάτιο - μα άλλαξε γνώμη.
«Μείναμε εκεί μερικούς μήνες», συνέχισε ο Σμούελ, «όλοι μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Υπήρχε ένα μικρό παράθυρο, αλλά δεν ήθελα να κοιτάζω έξω, γιατί θα έβλεπα τον τοίχο και τον μισούσα τον τοίχο, γιατί το αληθινό μας σπίτι ήταν απ'την άλλη μεριά. Και αυτό το μέρος της πόλης ήταν το κακό μέρος της, γιατί είχε συνεχώς θόρυβο και ήταν αδύνατον να κοιμηθείς. Και μισούσα τον Λούκα, το αγόρι που συνεχώς με χτυπούσε, κι ας μην είχα κάνει κάτι κακό».
«Κι έπειτα μια μέρα ήρθαν οι στρατιώτες με τεράστια φορτηγά», είπε ο Σμούελ .«Και είπαν σε όλους μας να φύγουμε από τα σπίτια. Πολλοί δεν ήθελαν και κρύβονταν όπου μπορούσαν, αλλά νομίζω πως τελικά τους έπιασαν όλους. Και τα φορτηγά μάς πήγαν σ' ένα τρένο και το τρένο...»
Δίστασε για μια στιγμή και δάγκωσε το χείλος του. Ο Μπρούνο ένιωσε πως ο Σμούελ θα έβαζε τα κλάματα και δεν καταλάβαινε γιατί.
«Το τρένο ήταν φρικτό», είπε ο Σμούελ. «Ήμασταν πάρα πολλοί στα βαγόνια. Και δεν μπορούσαμε ούτε να αναπνεύσουμε. Και μύριζε απαίσια». [....]
«Δεν μπορούσαμε να βγούμε από το βαγόνι μας».
«Δεν υπήρχαν πόρτες», «Αν υπήρχαν, θα είχαμε κατέβει όλοι».
«Όταν επιτέλους σταμάτησε το τρένο, βρισκόμασταν σ' ένα πολύ κρύο μέρος και χρειάστηκε να περπατήσουμε ως εδώ».
«Και τη Μαμά την πήραν μακριά μας, και τον Μπαμπά και τον Γιόζεφ τους έβαλαν στις καλύβες εκεί πέρα, κι από τότε είμαστε εδώ».
Τι σημαίνει μια στολή
Ανήμερα τα Χριστούγεννα ο Πατέρας είχε φορέσει την ολοκαίνουρια στολή του, αυτή την κολαριστή που φορούσε πια κάθε μέρα, και όλη η οικογένεια χειροκρότησε όταν είχε εμφανιστεί φορώντας την. Ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Σε σχέση με τους υπόλοιπους στρατιώτες που μπαινόβγαιναν στο σπίτι τους, ο Πατέρας ξεχώριζε και έμοιαζαν όλοι να τον σέβονται ακόμα περισσότερο τώρα που τη φορούσε. Η Μητέρα είχε πάει κοντά του και τον είχε φιλήσει στο μάγουλο και είχε χαϊδέψει με το χέρι της τη στολή, σχολιάζοντας πόσο καλό τής φαινόταν το ύφασμά της. Ο Μπρούνο είχε εντυπωσιαστεί από τα πολλά παράσημα στη στολή και του είχε επιτραπεί να φορέσει για λίγο το πηλήκιο, αρκεί να ήταν τα χέρια του πεντακάθαρα όταν θα το έπιανε.
Ο Παππούς είχε νιώσει μεγάλη περηφάνια για το γιο του όταν τον είδε με την καινούρια του στολή και μόνο η Γιαγιά έμοιαζε να μην έχει εντυπωσιαστεί καθόλου. Αφού είχαν φάει και αφού εκείνη και η Γκρέτελ και ο Μπρούνο είχαν παίξει το σκετς τους, η Γιαγιά είχε καθίσει θλιμμένη σε μια πολυθρόνα και κοίταζε τον Πατέρα, κουνώντας το κεφάλι της σαν να ήταν πάρα πολύ απογοητευμένη.
«Αναρωτιέμαι - αυτό ήταν το λάθος μου με σένα, Ραλφ;» είχε πει. «Αναρωτιέμαι αν όλα αυτά τα σκετς που σε έβαζα να παίζεις μικρός σε οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Να μασκαρεύεσαι σαν μαριονέτα».
«Ελάτε, Μητέρα», είχε πει ο Πατέρας συγκαταβατικά. «Ξέρετε πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή».
«Στέκεσαι εκεί με τη στολή σου», είχε συνεχίσει εκείνη, «λες και σε κάνει σπουδαίο. Χωρίς καλά καλά να σε νοιάζει τι σημαίνει αυτή η στολή. Τι αντιπροσωπεύει».
«Νάταλι, τα έχουμε συζητήσει αυτά», είχε πει ο Παππούς, παρότι όλοι ήξεραν πως όταν η Γιαγιά είχε κάτι να πει, πάντα έβρισκε τον τρόπο να το πει, όσο κι αν θα δυσαρεστούσε τους άλλους.
«Εσύ το συζήτησες, Ματίας», είχε πει η Γιαγιά. «Στο ντουβάρι μιλούσες. Ως συνήθως».
«Μητέρα, έχουμε γιορτή», είχε πει αναστενάζοντας ο Πατέρας. «Και είναι Χριστούγεννα. Ας μην τα καταστρέψουμε».
«Θυμάμαι όταν είχε αρχίσει ο Μεγάλος Πόλεμος», είχε πει περήφανα ο Παππούς, κοιτάζοντας τη φωτιά και κουνώντας το κεφάλι του. «Θυμάμαι που ήρθες στο σπίτι και μας είπες πως είχες καταταγεί κι εγώ ήμουν σίγουρος πως θα πάθαινες κακό».
«Και έπαθε κακό, Ματίας», είχε επιμείνει η Γιαγιά. «Κοίταξέ τον και θα καταλάβεις».
«Δες τώρα», είχε συνεχίσει ο Παππούς αγνοώντας την. «Με κάνει τόσο περήφανο που σε βλέπω να έχεις αναλάβει μια τόσο υψηλή θέση. Να βοηθάς την πατρίδα σου να ανακτήσει τη χαμένη της τιμή μετά από τόσες αδικίες που της έγιναν. Όλες αυτές τις ποινές που της επιβλήθηκαν...»
«Ακούς τι λες;» είχε φωνάξει η Γιαγιά. «Ποιος απ' τους δυο σας είναι πιο ανόητος αναρωτιέμαι!»
«Μα, Νάταλι», είχε πει η Μητέρα, προσπαθώντας να ηρεμήσει κάπως τα πνεύματα, «δε βρίσκετε τον Ραλφ πανέμορφο με τη νέα του στολή;»
«Πανέμορφο;» είχε ρωτήσει η Γιαγιά, γέρνοντας μπροστά και κοιτάζοντας τη νύφη της σαν αυτή να είχε χάσει τα λογικά της. «Πανέμορφο είπες; Ανόητο κορίτσι! Αυτό θεωρείς εσύ σημαντικό; Να είναι κάποιος πανέμορφος;» […..]
«Αυτό είναι ούτως ή άλλως το μόνο που σας ενδιαφέρει εσάς τους στρατιωτικούς», είχε πει η Γιαγιά, αγνοώντας το θέμα των παιδιών. «Να είστε πανέμορφοι με τις στολές σας. Να μασκαρεύεστε και να κάνετε τα απαίσια, τα αισχρά πράγματα που κάνετε. Με κάνει να ντρέπομαι. Κατηγορώ όμως τον εαυτό μου, Ραλφ, κι όχι εσένα».
«Ντρέπομαι!» είχε φωνάξει πριν φύγει η γιαγιά «Που ο δικός μου γιος είναι...»
«Πατριώτης», είχε φωνάξει ο Πατέρας, που μάλλον δεν είχε μάθει -ποτέ τον κανόνα πως απαγορεύεται να διακόπτουμε τη μητέρα μας.
«Ναι, πατριώτης!» είχε φωνάξει εκείνη. «Κι όλοι αυτοί που μαζεύεις εδώ και τους τραπεζώνεις. Μου 'ρχεται αηδία. Κι όταν σε βλέπω μ' αυτή τη στολή, μου 'ρχεται να βγάλω τα μάτια μου!» είχε προσθέσει πριν φύγει σαν σίφουνας χτυπώντας την πόρτα πίσω της.
Οι διαφωνούντες όμως με τον ένα ή άλλο τρόπο σωπαίνουν ή τους κάνουν να σωπάσουν..... Η γιαγιά πεθαίνει ένα χρόνο μετά την αναχώρηση της οικογένειας για το Ουστ-Βιτς χωρίς να έχει συναντηθεί με την οικογένεια. Ο Πατέρας, αν και λυπημένος που είχε τσακωθεί μαζί της και δεν τα είχαν βρει μέχρι που πέθανε, καμαρώνει στην κηδεία μέσα στην εντυπωσιακή στολή του "εκείνη την κολαριστή και καλοσιδερωμένη με τα πολλά παράσημα". Κι είναι πολύ περήφανος γιατί ανάμεσα στους επικήδειους που εκφωνήθηκαν στην εκκλησία, υπήρχε και ένας που τον είχε στείλει ο "Φύρης". Μόνο η μητέρα θα σκεφτεί και θα πει πως "αν το ήξερε αυτό η Γιαγιά, θα έτριζαν τα κόκαλά της"
Απαγορεύεται.....
«Πάντως εγώ εξακολουθώ να πιστεύω πως [ο Πατέρας] έχει κάνει ένα τρομερό λάθος», είπε ήρεμα ο Μπρούνο.
«Ακόμα κι αν το πιστεύετε, δεν πρέπει να το λέτε δυνατά», είπε βιαστικά η Μαρία, πηγαίνοντας προς το μέρος του και μοιάζοντας να θέλει να τον λογικέψει. «Υποσχεθείτε μου πως δε θα το λέτε».
«Μα γιατί;» ρώτησε εκείνος συνοφρυωμένος. «Λέω αυτό που νιώθω. Μήπως απαγορεύεται;»
«Ναι», είπε εκείνη. «Απαγορεύεται».
«Απαγορεύεται να λέω αυτό που νιώθω;» επέμεινε ο Μπρούνο με δυσπιστία.
«Ναι», επέμεινε εκείνη και η φωνή της ήταν τώρα τσιριχτή. «Μην λέτε κουβέντα γι' αυτό, Μπρούνο. Δεν καταλαβαίνετε πόσα προβλήματα μπορεί να δημιουργήσετε; Σε όλους μας;»
Ο Μπρούνο την κοίταξε. Υπήρχε κάτι στο βλέμμα της, μια τρομερή ανησυχία, που δεν την είχε ξαναδεί και τον αναστάτωσε.
«Καλά», μουρμούρισε.
Εκτός από τη γιαγιά, μια Γερμανίδα με το θάρρος των "πιστεύω" της, που αποδοκιμάζει ανοιχτά τη "δουλειά" του γιου της και είναι έτοιμη να πει ότι "αυτό που συνέβαινε δεν έπρεπε να συμβαίνει" στους "διαφωνούντες" ανήκει και ο πατέρας του λοχαγού Κότλερ, καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο. Έφυγε από τη Γερμανία το 1938 και κατέφυγε στην Ελβετία.
Και ποιος ήταν ο λόγος, θέλω να μάθω», συνέχισε ο Πατέρας, «που έφυγε από τη Γερμανία τη στιγμή της μεγαλύτερης δόξας της και όταν τον χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά, όταν ο καθένας μας έχει χρέος να παίξει το ρόλο του στην εθνική παλιγγενεσία; Ήταν φυματικός;» Ο υπολοχαγός Κότλερ κοίταξε τον Πατέρα μπερδεμένος. «Με συγχωρείτε;» ρώτησε.
«Μήπως πήγε στην Ελβετία για να πάρει τον αέρα του;» εξήγησε ο Πατέρας. «Ή είχε κάποιο ιδιαίτερο λόγο να φύγει από τη Γερμανία; Το χίλια εννιακόσια τριάντα οχτώ», πρόσθεσε λίγο μετά.
«Δυστυχώς δε γνωρίζω, κύριε διοικητά», είπε ο υπολοχαγός Κότλερ. «Θα πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο».
«Ναι, όμως θα είναι λίγο δύσκολο, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, αφού εκείνος βρίσκεται τόσο μακριά. Μπορεί όμως να συμβαίνει αυτό. Να είναι άρρωστος».
Ο Πατέρας δίστασε λίγο πριν πάρει ξανά τα μαχαιροπίρουνα του και συνεχίσει να τρώει.
«Εκτός βέβαια αν είχε... διαφωνίες».
«Διαφωνίες, κύριε διοικητά;»
«Με την κυβερνητική πολιτική. Ακούγονται πότε πότε κάτι τέτοιες ιστορίες. Αυτοί οι άνθρωποι είναι παράξενοι, φαντάζομαι. Κάποιοι είναι διαταραγμένες προσωπικότητες. Άλλοι πάλι είναι προδότες. Ή δειλοί. Να υποθέσω πάντως πως θα έχεις ενημερώσει τους ανωτέρους σου για τις απόψεις του πατέρα σου, υπολοχαγέ Κότλερ;»
Ο νεαρός υπολοχαγός άνοιξε το στόμα του και ξεροκατάπιε, παρότι δεν είχε φάει τίποτα.
Φυσικά ο νεαρός υπολοχαγός Κότλερ, μετά το συμβάν, μετατίθεται αλλού..... |
Αργότερα το ίδιο βράδυ, όταν ο Μπρούνο πήγε για ύπνο, ξανάφερε στο νου του όσα είχαν συμβεί στο τραπέζι. Θυμήθηκε πόσο καλός ήταν μαζί του ο Πάβελ τη μέρα του ατυχήματος με την κούνια, πώς είχε σταματήσει την αιμορραγία και πόσο απαλά του είχε βάλει το πράσινο φάρμακο. Και ενώ ο Μπρούνο ήξερε πως ο Πατέρας ήταν γενικά πολύ ευγενικός και καλός, του φαινόταν άδικο και λάθος που κανείς δεν είχε σταματήσει τον υπολοχαγό Κότλερ• και σκέφτηκε πως αν τα πράγματα γίνονταν έτσι στο Ουστ-Βιτς, τότε καλά θα έκανε να μη διαφωνεί με κανέναν και για τίποτα. Καλά θα έκανε να κρατάει το στόμα του κλειστό και να μην κάνει το παραμικρό. Γιατί μάλλον δε θα άρεσε σε μερικούς μερικούς.
Όσο για τη Μητέρα, ο κόσμος της ξεκινάει πολύ μικρός... μόνη της έγνοια η οικογένεια, η ασφάλειά της, η θέση της στην κοινωνία. Μάλλον επιλέγει να είναι ανυποψίαστη... δε θέλει να δει την αλήθεια, γιατί τότε θα ενοχοποιήσει τον άντρα της, τον εαυτό της... Θα περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, για να αντιδράσει και να επιβάλλει τη θέλησή της... αλλά τότε θα είναι αργά... το κακό είναι ήδη προ των πυλών....
«Είναι φρικτό», έλεγε η Μητέρα. «Απλά φρικτό. Δεν το αντέχω άλλο».
«Δεν έχουμε επιλογή», έλεγε ο Πατέρας. «Αυτή είναι η δουλειά που μας ανατέθηκε και...»
«Όχι, αυτή είναι η δουλειά που σου ανατέθηκε», είπε η Μητέρα. «Σ' εσένα, όχι σ' εμάς. Εσύ μπορείς να μείνεις αν θέλεις».
«Και τι θα σκεφτεί ο κόσμος», ρώτησε ο Πατέρας, «αν αφήσω εσένα και τα παιδιά να επιστρέψετε στο Βερολίνο χωρίς εμένα; Θα αρχίσουν να αναρωτιούνται κατά πόσο έχω αφιερωθεί στη δουλειά μου εδώ».
«Στη δουλειά σου;» φώναξε η Μητέρα. «Δουλειά το λες εσύ αυτό;»
Φιλία και διλήμματα... Κάτι που δεν έπρεπε να κάνει
«Σμούελ!» είπε. «Τι θες εσύ εδώ;»
[......]«Μου είπαν να γυαλίσω τα ποτήρια», είπε ο Σμούελ. «Είπαν πως χρειάζονται κάποιον με λεπτά δάχτυλα».
Ο Σμούελ έμοιαζε να μην τον ακούει• τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο κοτόπουλο και στη γέμιση με τα οποία μπουκωνόταν κάθε τόσο ο Μπρούνο. Σύντομα ο Μπρούνο κατάλαβε τι κοίταζε κι ένιωσε πολύ άσχημα.
«Συγγνώμη, Σμούελ», είπε βιαστικά. «Έπρεπε να σου δώσω κι εσένα κοτόπουλο. Πεινάς;»
«Δε χρειάζεται να με ρωτάς»
«Περίμενε, θα σου κόψω κι εσένα», είπε ο Μπρούνο.[......]
«Σμούελ! Να, πάρε!» είπε ο Μπρούνο, έκανε ένα βήμα κι έβαλε το κοτόπουλο στο χέρι του φίλου του. «Φάτο. Εμείς έχουμε πολύ ακόμα για το τσάι μας - μη σε νοιάζει».
Το αγόρι κοίταξε το φαγητό που είχε στο χέρι του για μια στιγμή κι έπειτα κοίταξε τον Μπρούνο με τα μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα ευγνωμοσύνη, αλλά και τρόμο ταυτόχρονα. Κοίταξε για άλλη μια φορά προς την πόρτα κι έπειτα φάνηκε να παίρνει την απόφαση του, γιατί έχωσε και τις τρεις φέτες στο στόμα του με τη μία και τις κατάπιε μέσα σε δευτερόλεπτα.
«Μην το τρως τόσο γρήγορα», είπε ο Μπρούνο. «Θα βαρυστομαχιάσεις».
«Δε με νοιάζει», είπε ο Σμούελ με ένα αχνό χαμόγελο. «Σ' ευχαριστώ, Μπρούνο».
Ο Μπρούνο του χαμογέλασε και ετοιμαζόταν να του δώσει κι άλλο, όμως εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στην κουζίνα ο υπολοχαγός Κότλερ και κοντοστάθηκε όταν είδε πως τα δυο αγόρια μιλούσαν.
«Τι κάνεις;» φώναξε. «Δε σου είπα να γυαλίσεις τα ποτήρια;»
«Έφαγες;» ρώτησε με ήρεμη και σιγανή φωνή, σαν να μην μπορούσε ούτε ο ίδιος να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί.
Ο Σμούελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Κι όμως έφαγες», επέμεινε ο υπολοχαγός Κότλερ. «Έκλεψες κάτι απ' το ψυγείο;»
Ο Σμούελ άνοιξε το στόμα του κι αμέσως το ξανάκλεισε. Το ξανάνοιξε και προσπάθησε να βρει λέξεις, μα δεν έβρισκε. Κοίταξε τον Μπρούνο και τα μάτια του εκλιπαρούσαν για βοήθεια.
«Απάντησε μου!» φώναξε ο υπολοχαγός Κότλερ. «Έκλεψες κάτι απ' το ψυγείο;»
«Όχι, κύριε. Αυτός μου το έδωσε», είπε ο Σμούελ και τα δάκρυα είχαν πλημμυρίσει τα μάτια του, καθώς κοιτούσε τον Μπρούνο. «Είναι φίλος μου», πρόσθεσε.
«Τι είναι λέει;» είπε ο υπολοχαγός Κότλερ, κοιτάζοντας παραξενεμένος τον Μπρούνο. Δίστασε. «Τι εννοείς είναι φίλος σου;» ρώτησε. «Μπρούνο, το γνωρίζεις αυτό το αγόρι;»
Ο Μπρούνο έμεινε με το στόμα ανοιχτό και προσπαθούσε να θυμηθεί πώς χρησιμοποιεί κανείς το στόμα του για να αρ
θρώοει τη λέξη «ναι». Δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο τόσο τρομοκρατημένο όσο ο Σμούελ, και ήθελε να πει αυτό που χρειαζόταν για να βελτιώσει την κατάσταση, μα συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε• γιατί και ο ίδιος ένιωθε εξίσου τρομοκρατημένος.
«Το γνωρίζεις αυτό το αγόρι;» επανέλαβε ο Κότλερ ακόμα δυνατότερα. «Μιλάς με τους φυλακισμένους;»
«Να... ήταν εδώ όταν ήρθα», είπε ο Μπρούνο. «Έπλενε τα ποτήρια».
«Δε σε ρώτησα αυτό εγώ», είπε ο Κότλερ. «Τον έχεις ξαναδεί; Του έχεις μιλήσει; Γιατί λέει πως είναι φίλος σου;»
Ο Μπρούνο ευχήθηκε να μπορούσε να φύγει μακριά. Μισούσε τον υπολοχαγό Κότλερ, μα τώρα αυτός ερχόταν καταπάνω του και το μόνο που μπορούσε ο Μπρούνο να σκεφτεί ήταν τη μέρα που τον είχε δει να πυροβολεί το σκύλο και το βράδυ που είχε θυμώσει τόσο με τον Πάβελ, που...
«Πες μου, Μπρούνο!» ούρλιαξε ο Κότλερ και το πρόσωπο του είχε γίνει κατακόκκινο. «Δε θα σε ρωτήσω τρίτη φορά».
«Δεν έχουμε ξαναμιλήσει», είπε αμέσως ο Μπρούνο. «Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ. Δεν τον ξέρω».
Ο υπολοχαγός Κότλερ κατένευσε και φάνηκε ικανοποιημένος από την απάντηση. Αργά αργά στράφηκε ξανά προς τον Σμούελ, που είχε σταματήσει να κλαίει και κοίταζε το πάτωμα. Έμοιαζε να προσπαθεί να πείσει την ψυχή του να πάψει να ζει μέσα στο μικροσκοπικό κορμί του, αλλά να ξεγλιστρήσει, να πετάξει ως την πόρτα και να αναληφθεί στον ουρανό, να διασχίσει τα σύννεφα, ώσπου να φτάσει κάπου πολύ μακριά.
Η δύναμη να είσαι αδύναμος.... η δύναμη να συγχωρείς.....
Όλα τα επόμενα απογεύματα ο Μπρούνο πήγαινε στο σημείο του φράχτη όπου συναντιούνταν, μα ο Σμούελ δεν ήταν εκεί. Όταν πέρασε μια βδομάδα, σκέφτηκε πως αυτό που είχε κάνει ήταν τόσο τρομερό, που δε θα του το συγχωρούσε ποτέ ο φίλος του. Όμως την έβδομη μέρα είδε με μεγάλη χαρά τον Σμούελ να τον περιμένει καθισμένος ως συνήθως σταυροπόδι στο έδαφος, κοιτάζοντας κάτω.
Όλα τα επόμενα απογεύματα ο Μπρούνο πήγαινε στο σημείο του φράχτη όπου συναντιούνταν, μα ο Σμούελ δεν ήταν εκεί. Όταν πέρασε μια βδομάδα, σκέφτηκε πως αυτό που είχε κάνει ήταν τόσο τρομερό, που δε θα του το συγχωρούσε ποτέ ο φίλος του. Όμως την έβδομη μέρα είδε με μεγάλη χαρά τον Σμούελ να τον περιμένει καθισμένος ως συνήθως σταυροπόδι στο έδαφος, κοιτάζοντας κάτω.
«Σμούελ», είπε.
Έτρεξε προς το μέρος του, κάθισε κάτω και ίσα που δεν έκλαιγε από ανακούφιση και τύψεις.
«Λυπάμαι τόσο πολύ, Σμούελ. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Συγχώρεσε με».
«Δεν πειράζει», είπε ο Σμούελ και σήκωσε το πρόσωπο προς το μέρος του.
Ήταν γεμάτο μελανιές και ο Μπρούνο μόρφασε, ξεχνώντας προς στιγμήν τη συγγνώμη του.
«Τι έπαθες;» ρώτησε, μα δεν περίμενε απάντηση. «Έπεσες με το ποδήλατο; Γιατί κι εγώ το είχα πάθει στο Βερολίνο πριν από κάνα δυο χρόνια. Είχα πέσει γιατί έτρεχα πολύ κι είχα γεμίσει μελανιές, κι έκαναν πολύ καιρό να φύγουν. Πονάει;»
«Δεν το νιώθω πια», είπε ο Σμούελ.
«Συγγνώμη γι' αυτό που έγινε την περασμένη βδομάδα», είπε ο Μπρούνο. «Τον μισώ τον υπολοχαγό Κότλερ. Νομίζει πως αυτός κάνει κουμάντο, αλλά δεν είναι έτσι».
Σταμάτησε για μια στιγμή, γιατί ένιωσε πως ξέφευγε απ' το θέμα. Ήθελε να το πει άλλη μια φορά και να το εννοεί.
«Λυπάμαι πολύ, Σμούελ», είπε καθαρά. «Δεν το πιστεύω πως δεν του είπα την αλήθεια. Δεν έχω ξαναπουλήσει φίλο μου. Σμούελ, ντρέπομαι γι' αυτό που έκανα».
Και όταν το είπε αυτό, ο Σμούελ χαμογέλασε και κατένευσε και ο Μπρούνο ένιωσε πως τον είχε συγχωρήσει. Κι έπειτα ο Σμούελ έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ. Ανασήκωσε το συρματόπλεγμα, όπως έκανε κάθε φορά που ο Μπρούνο του έφερνε φαγητό, αυτή τη φορά όμως πέρασε από κάτω το χέρι του και το κρατούσε εκεί, τεντωμένο. Ώσπου έκανε το ίδιο και ο Μπρούνο και τα δύο αγόρια έδωσαν τα χέρια και χαμογέλασαν το ένα στο άλλο. Ήταν η πρώτη φορά που αγγίζονταν.
Η τελευταία περιπέτεια
Η Μητέρα με τον Μπρούνο και την Γκρέτελ πρόκειται ν' αφήσουν το Ουστ-Βιτς και να επιστρέψουν στο Βερολίνο, με τη σύμφωνη γνώμη του Πατέρα.
«Αν είχα μια ριγέ πιτζάμα, θα μπορούσα να έρθω εκεί και να μη με πάρει κανείς χαμπάρι», είπε ο Μπρούνο.
Το πρόσωπο του Σμούελ φωτίστηκε κι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο.
«Λες;» ρώτησε. «Θα το έκανες;»
«Και βέβαια», είπε ο Μπρούνο. «Θα είναι τέλεια περιπέτεια. Η τελευταία μας περιπέτεια. Θα κάνω επιτέλους και λίγη εξερεύνηση».
«Και θα με βοηθήσεις να ψάξω για τον Μπαμπά», είπε ο Σμούελ.
«Αμέ», είπε ο Μπρούνο. «Θα κάνουμε μια βόλτα μήπως βρούμε στοιχεία. Αυτό είναι πάντα χρήσιμο στην εξερεύνη¬ση. Το μόνο πρόβλημα είναι πού θα βρω ριγέ πιτζάμες».
Ο Σμούελ κούνησε το κεφάλι του.
«Αυτό είναι εύκολο», είπε. «Υπάρχει μια καλύβα όπου τις φυλάνε. Μπορώ να βρω μια πιτζάμα στο μέγεθος μου και να τη φέρω. Θα αλλάξεις και θα ψάξουμε για τον Μπαμπά».
«Τέλεια», είπε ο Μπρούνο, που είχε κατενθουσιαστεί. «Κανονίστηκε λοιπόν».
«Θα βρεθούμε αύριο την ίδια ώρα», είπε ο Σμούελ.
Ο Μπρούνο θα φορέσει τη ριγέ πιτζάμα και "με τη σωστή στολή θα μπει στο πετσί αυτού που παριστάνει", θα γίνει ένας άλλος, "ένας άνθρωπος από την άλλη πλευρά του φράχτη", "ένας Εβραίος"
Ο Σμούελ έσκυψε κι ανασήκωσε το συρματόπλεγμα, αυτό όμως έφτανε μόνο μέχρι ένα σημείο κι έτσι ο Μπρούνο αναγκάστηκε να συρθεί από κάτω. Η ριγέ πιτζάμα του γέμισε λάσπες. Γέλασε όταν κοιτάχτηκε. Δεν είχε ξαναβρομιστεί τόσο στη ζωή του κι ένιωθε υπέροχα.
Χαμογέλασε κι ο Σμούελ και τα δυο αγόρια στάθηκαν αμήχανα, καθώς δεν είχαν συνηθίσει να βρίσκονται στην ίδια πλευρά του φράχτη.
Ο Μπρούνο ήθελε πολύ να αγκαλιάσει τον Σμούελ, μόνο και μόνο για να του δείξει πόσο τον συμπαθούσε και πόσο είχε χαρεί που μιλούσαν τον τελευταίο χρόνο.
Ο Σμούελ ήθελε κι αυτός πολύ να αγκαλιάσει τον Μπρούνο, μόνο και μόνο για να τον ευχαριστήσει για την καλοσύνη του και τα φαγώσιμα που του είχε δώσει, μα και γιατί θα τον βοηθούσε να βρει τον Μπαμπά.
Όμως κανείς απ' τους δυο δεν αγκάλιασε τον άλλο• πήραν απλά το δρόμο απ' το φράχτη προς το στρατόπεδο, το δρόμο που επί ένα χρόνο σχεδόν κάθε μέρα έκανε ο Σμούελ, όταν κατάφερνε να διαφύγει απ' το βλέμμα των στρατιωτών, και να φτάσει στο σημείο αυτό του Ουστ-Βιτς που δεν έμοιαζε να φυλάσσεται συνέχεια, στο σημείο αυτό όπου είχε την τύχη να γνωρίσει ένα φίλο σαν τον Μπρούνο.
Δεν τους πήρε πολλή ώρα να φτάσουν στον προορισμό τους.
Μια απίστευτη πραγματικότητα... τίποτα δεν ήταν όπως το είχε φανταστεί ο Μπρούνο....
Ο Μπρούνο έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα απ' όσα έβλεπε. Είχε φανταστεί πως όλες οι καλύβες ήταν γεμάτες χαρούμενες οικογένειες, με ανθρώπους που το βραδάκι θα κάθονταν σε κουνιστές πολυθρόνες και θα έλεγαν ιστορίες για το πόσο καλύτερα ήταν τα πράγματα όταν ήταν μικροί και πως τότε σέβονταν τους μεγαλύτερους, όχι σαν τα σημερινά παιδιά.
Είχε σκεφτεί πως τα αγόρια και τα κορίτσια που ζούσαν εδώ θα ήταν χωρισμένα σε ομάδες και θα έπαιζαν τένις, ποδόσφαιρο, θα πηδούσαν σκοινάκι ή θα έκαναν γραμμές στο χώμα για να παίξουν κουτσό.
Είχε φανταστεί πως κάπου στο κέντρο θα υπήρχε ένα κατάστημα, ίσως κι ένα μικρό ζαχαροπλαστείο, σαν αυτά που ήξερε απ' το Βερολίνο• είχε αναρωτηθεί αν υπήρχε και μαγαζί με φρούτα και λαχανικά.
Αποδείχτηκε όμως πως δεν υπήρχε τίποτε απ' όσα είχε φανταστεί.
Δεν υπήρχαν μεγάλοι καθισμένοι σε κουνιστές πολυθρόνες.
Και τα παιδιά δεν έπαιζαν διάφορα ομαδικά παιχνίδια.
Και δεν υπήρχε όχι μόνο μαγαζί με φρούτα και λαχανικά, αλλά ούτε και ζαχαροπλαστείο σαν αυτά του Βερολίνου.
Υπήρχαν μόνο πάρα πολλοί άνθρωποι που κάθονταν σε ομάδες και κοιτούσαν το έδαφος, και φαίνονταν πάρα πολύ θλιμμένοι• είχαν όλοι κάτι κοινό: ήταν τρομερά κοκαλιάρηδες και τα μάτια τους ήταν βουλιαγμένα βαθιά μέσα στις κόχες τους και όλων τα κεφάλια ήταν κουρεμένα γουλί, γι' αυτό κι ο Μπρούνο σκέφτηκε πως μάλλον είχαν όλοι κολλήσει ψείρες.
Σε μια γωνιά ο Μπρούνο είδε τρεις στρατιώτες που έμοιαζαν να κάνουν κουμάντο σε μια ομάδα είκοσι περίπου ανθρώπων. Τους φώναζαν και κάποιοι απ' αυτούς είχαν πέσει στα γόνατα κι είχαν μείνει εκεί, κρατώντας το κεφάλι τους με τα δυο τους χέρια.
Σε μια άλλη γωνιά είδε κι άλλους στρατιώτες να στέκονται τριγύρω και να γελάνε και να κοιτάζουν τις κάννες των όπλων τους, σημαδεύοντας διάφορους στόχους, χωρίς όμως να πυροβολούν.
Όπου κι αν κοίταζε, έβλεπε δυο ειδών ανθρώπους: είτε χαρούμενους στρατιώτες που γελούσαν και κοίταζαν τις κάννες των όπλων τους, είτε δυστυχισμένους ανθρώπους με ριγέ πιτζάμες που έκλαιγαν και κοίταζαν στο άπειρο με άδειο βλέμμα, σαν να κοιμούνταν με ανοιχτά μάτια.
«Μάλλον δε μου αρέσει εδώ», είπε ο Μπρούνο μετά από λίγο.
«Ούτε κι εμένα», είπε ο Σμούελ.
Ο καλύτερός μου φίλος για πάντα
Ο Σμούελ ήρθε πολύ κοντά του και τον κοίταξε έντρομος. «Λυπάμαι που δε βρήκαμε τον μπαμπά σου», είπε ο Μπρούνο.
«Δεν πειράζει», είπε ο Σμούελ.
«Και λυπάμαι που δεν καταφέραμε να παίξουμε, όταν όμως έρθεις στο Βερολίνο, θα το κάνουμε. Και θα σου γνωρίσω τους φίλους μου, τον... Οχ, πώς τους έλεγαν να δεις;» αναρωτήθηκε απογοητευμένος που δε θυμόταν τα ονόματα τους, γιατί ήταν οι τρεις κολλητοί του φίλοι για πάντα, μα να που είχαν διαγραφεί απ' τη μνήμη του.
Δεν μπορούσε να θυμηθεί κανενός το όνομα και δεν μπορούσε να φέρει στο νου του τα πρόσωπα τους.
«Τέλος πάντων», είπε κοιτάζοντας τον Σμούελ, «δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι πια οι κολλητοί μου φίλοι».
Κοίταξε κάτω κι έκανε κάτι που δεν ήταν του χαρακτήρα του: έπιασε το λεπτοκαμωμένο χέρι του Σμούελ και το έσφιξε γερά.
«Εσύ είσαι ο καλύτερος μου φίλος, Σμούελ», είπε. «Ο καλύτερός μου φίλος για πάντα».
Ο Σμούελ μπορεί να άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει κάτι, μα ο Μπρούνο δεν το άκουσε ποτέ, γιατί εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα βαρύ αγκομαχητό απ' όλους αυτούς που είχαν στριμωχτεί στο δωμάτιο, καθώς η μπροστινή πόρτα έκλεισε ξαφνικά και αντήχησε απ' έξω ένας δυνατός μεταλλικός ήχος.
Ο Μπρούνο ανασήκωσε τα φρύδια του μην μπορώντας να καταλάβει τι σήμαιναν όλα αυτά, υπέθεσε όμως πως είχαν να κάνουν με το να μην μπει η βροχή και να μην κρυολογήσει ο κόσμος.
Κι έπειτα το δωμάτιο έμεινε κατασκότεινο και κατά κάποιο τρόπο, παρά την αναταραχή που προκλήθηκε, ο Μπρούνο ανακάλυψε πως εξακολουθούσε να κρατάει γερά το χέρι του Σμούελ στο δικό του και τίποτα στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον πείσει να το αφήσει.
Τα αποσπάσματα προέρχονται από το βιβλίο του Τζον Μπόιν, "Το Αγόρι με τη Ριγέ Πιτζάμα" , εκδόσεις Κέδρος
Επίλογος
Ο Μπρούνο και ο Σμούελ δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν….
δεν πρόλαβε να χαραχτεί ο φόβος – ίδιος με του κυνηγημένου θηρίου στα μάτια τους,
να εγκατασταθεί και να παγώσει ο θυμός στο πρόωρα και βιασμένα ενήλικο βλέμμα τους,
να ποτιστεί με μίσος η ψυχή τους,
να πάρουν όπλα στα χέρια τους, να τα πυροδοτήσουν, να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, θύματα και θύτες μαζί στο αέναο γαϊτανάκι της βίας, των φρικαλεοτήτων, της εκμετάλλευσης, της κακοποίησης.
Ο Μπρούνο και ο Σμούελ, που «ροκάνισε νωρίς τη μοίρα τους ο θάνατος», έφυγαν αθώοι, ανυποψίαστοι ως το τέλος, με ορθάνοιχτα και απορημένα μάτια και χέρια να κρατιούνται σφιχτά..
Ο Μπρούνο και ο Σμούελ από το «αστρικό» τους κρεβατάκι θα γελάνε μελαγχολικά, όσο τα άλλα «μελλοθάνατα» παιδιά ετούτου του παράλογου κόσμου, εγκλωβισμένα στις συμπληγάδες των δικών μας επιλογών θα παίρνουν το «κεκανονισμένο δρομολόγιο», "άτρωτοι συνεχιστές της ανθρώπινης παραφροσύνης", παράπλευρη απώλεια της σύγχρονης ιστορίας μας.
Κι αν είναι κάτι να μείνει απ' αυτή την ιστορία ας μείνει η παιδική αθωότητα και η φιλία, ως διαθέσεις ψυχής που ακόμα και ως αναμονή, αεί ερχόμενες κι ας μη φτάσουν ποτέ - κρατούν όρθιο το παρόν και το μέλλον. "Ό,τι κι αν πάθαμε, ό,τι κι αν τραβήξαμε ως τώρα στη ζωή, με κάθε νέο παιδί, με κάθε νέα φιλία μπορούμε να ξαναχτίσουμε τον κόσμο μας και τον Κόσμο." (Μ. Βαμβουνάκη)
Κι αν είναι κάτι να μείνει απ' αυτή την ιστορία ας μείνει η παιδική αθωότητα και η φιλία, ως διαθέσεις ψυχής που ακόμα και ως αναμονή, αεί ερχόμενες κι ας μη φτάσουν ποτέ - κρατούν όρθιο το παρόν και το μέλλον. "Ό,τι κι αν πάθαμε, ό,τι κι αν τραβήξαμε ως τώρα στη ζωή, με κάθε νέο παιδί, με κάθε νέα φιλία μπορούμε να ξαναχτίσουμε τον κόσμο μας και τον Κόσμο." (Μ. Βαμβουνάκη)
δεν το έχω διαβάσει ... έχω δει όμως την ταινία που ήταν καταπληκτική ... κι επειδή έτσι πάντα συμβαίνει, τεκμαίρω πως το βιβλίο είναι πολύ καλύτερο από την ταινία ... συγκλονιστική ιστορία που, είναι δεν είναι αληθινή, δείχνει τον παραλογισμό των ανθρώπων - κάποιων ανθρώπων ή ανθρωποειδών τέλος πάντων. Και σήμερα, σε αυτόν τον χωροχρόνο που ζούμε, γιατί τόσο πολύ φαντάζει πως πάλι οι περισσότεροι βρισκόμαστε, ενδεδυμένοι με ριγέ πυτζάμες, πίσω από το συρματοπλέγματα ... κι όπως το Άουσβιτς από το Ούσβιτς ένα "α" δρόμο απέχει - "α" στερητικό ή μήπως "α" του πόνου; - έτσι και η τρέχουσα Ατοπία στην οποία κατοικοεδρεύουμε ένα ίδιο "α" απέχει από την υπεσχημένη Ουτοπία του - και καλά - "ανθρώπινου" πολιτισμού μας ! Όμορφο αφιέρωμα Γεωργία ... κρατάω την αισιόδοξη αποστροφή της Βαμβουνάκη για την παιδική ματιά σαν "διάθεση ψυχής".
ΑπάντησηΔιαγραφήπρεπει να διαβασω το βιβλιο!! Ολα αυτα τα αποσπασματα δεν υπαρχουν στην ταινια......... !! Και βεβαια η ταινια ειναι παρα πολυ καλη , αλλα μετα απο αυτο το ''αρθρο'' σου διαπιστωσα πως πρεπει να διαβασω το βιβλιο! Σε ευχαριστω.
ΑπάντησηΔιαγραφή