Η 24η Ιουνίου είναι από τις μεγαλύτερες καλοκαιρινές γιορτές της ελληνικής παράδοσης, αφού η γιορτή του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα (ή Ριγανά, ή Ριζικάρη) συνοδεύεται από το παραδοσιακό έθιμο με το πέρασμα πάνω από τις φωτιές.
Οι φωτιές ανάβονται συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, κάθε γειτονιά θέλει ν' ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σ' αυτήν ρίχνουν και εύφλεκτα παλιοσύνεργα του χωρικού νοικοκυριού (παλαιά κοφίνια, καλάθια κ.λπ.) και, απαραίτητα, το μαγιάτικο στεφάνι.
Μικροί και μεγάλοι κάνουν, πηδώνταs φλόγεs, και μια επωδική ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή απ' το κακό. Η ευχή «Πηδώ το χρόνο τον παλιό και πάω στον πιο καλό» είναι γνωστή σε πολλά μέρη, και θυμίζει την αρχαία ανάλογη «Έφυγον κακόν, εύρον άμεινον», ευχή που προδίδει συναίσθηση της εποχικήs μεταβολήs. Γι' αυτό οι φωτιές τ' αϊ-Γιάννη εντάσσονται στις λεγόμενεs «διαβατήριεs τελετές», τελετές που προσδιορίζουν αλλά και αντιμετωπίζουν κινδύνουs που καραδοκούν σε κάθε κρίσιμη μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη. Κάθε τοπική παραλλαγή δίδει πρόσθετο ενδιαφέρον στα έθιμα. Στην Κάρπαθο π.χ., αφού πηδήσουν τη φωτιά, ρίχνουν πάνω στις φλόγεs βαριές πέτρες για να είναι καλά και του χρόνου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ N. ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΙΔΗΣ,
Δρ. Φιλολογίας, Δ/τής Ερευνών Κέντρου Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών
Η σούστα πήγαινε μπροστά
Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές
του Αη-Γιάννη αχ πόσα ξέρεις και μου λες
αχ πόσα τέτοια ξέρεις και μου λες
που 'χουν πεθάνει
Μάνος Ελευθερίου, Δήμος Μούτσης, Δημήτρης Μητροπάνος
Οδός Αριστοτέλους
......Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ
Λευτέρης Παπαδόπουλος, Γιάννης Σπανός, Χαρούλα Αλεξίου
Γιώργος Σεφέρης, Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων, σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
Μέσα στα μάτια σου γλυκές
τ' Αη-Γιάννη ανάβουν οι φωτιές
τ' Αη-Γιάννη ανάβουν οι φωτιές
μέσα στα μάτια σου γλυκές
μέσα στα μάτια σου γλυκές
Χαμένη εφηβεία
Μια εφηβεία που δεν είχε ζωγραφιές
στην κάμαρά μου
και που πηδούσε τ’ Αϊ Γιαννιού τις πυρκαγιές
μες στην καρδιά μου.
Τασούλα Θωμαΐδου, Γιάννης Σπανός, Μαίρη Λίντα
"Ανοίξετε τον Κλήδονα τ' Αϊ-Γιαννιού τη χάρη κι από 'χει μήλο κόκκινο ας έρθει να το πάρει".
Το προσωνύμιο «Κλήδονας» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κλήδων» που σημαίνει προγνωστικός ήχος και χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τον συνδυασμό των τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής.
Ουσιαστικά ο «Kλήδονας» σχετίζεται με μια λαϊκή μαντική διαδικασία, η οποία λέγεται ότι αποκαλύπτει στις άγαμες κοπέλες την ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου.
Σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού και μία από αυτές πηγαίνει στο πηγάδι να φέρει το «αμίλητο νερό» και στη διαδρομή μέχρι το σπίτι δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν.
Στο σπίτι το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα προσωπικό της αντικείμενο, τα λεγόμενα ριζικάρια και στη συνέχεια σκεπάζουν το δοχείο με κόκκινο ύφασμα και το δένουν ενώ παράλληλα προσεύχονται στον Αϊ Γιάννη και τοποθετούν το δοχείο σε ανοιχτό χώρο, όπου μένει όλη νύχτα. Την ίδια εκείνη νύχτα λέγεται ότι τα κορίτσια θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο.
Στην Κρήτη, ανήμερα του Αϊ-Γιαννού, αλλά πριν βγει ο ήλιος - ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων -, η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο. Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.
Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η υδροφόρος νεαρή ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο "ριζικό" κάθε κοπέλας και μια άλλη, κάποια που έχει ποιητικό ή μαντικό ταλέντο απαγγέλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Μαντινάδες που είναι επηρεασμένες απλώς και μόνο από τη θέα του ριζικαριού, αφού η μαντιναδολόγος δεν ξέρει σε ποιον ανήκει το κάθε ριζικάρι. Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο (ριζικάρι) της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.
Οι Μαντινάδες
Τη μπόρτα των ονείρω σου του Κλήδονα το βράδυ
ας’ ανοιχτή νάρθω να μπώ ν ανειρευτούμε ομάδι.
Πιστεύω εις τον Κλήδονα και εις το ριζικάρι,
γιατί εκειά μ’ αγάπησε βουνίσιο παλικάρι.
Το έθιμο του Κλήδονα θέλει και μια Μαρία,
νάναι μικρή κι απάντρευτη κι αγνή σαν Παναγία.
Τα μυστικά του Κλήδονα κρατώ καλά κρυμμένα,
μέσα στα βάθη της καρδιάς, που έβαλα για σένα.
Το μήλο σου απ’τον Κλήδονα τ’Άη-Γιαννιού τη μέρα,
το βγάλανε και μούπανε πως θα φορέσεις βέρα.
Στον Κλήδονα παράγγειλα την αγαπώ να φέρει,
και το χατήρι μούκανε άσπρο μου περιστέρι.
Μπόλικα ψώματα γροικώ τη μέρα του Κληδόνου,
μα στη βουλή μας τα γροικώ ολοχρονίς του χρόνου.
Φέρτε τ’ αμίλητο νερό νεράιδες του Κληδόνου,
κι ας τάξουμε στη χάρη του ν’άρθουμε και του χρόνου.
Θα πιώ τ’ αμίλητο νερό του Κλήδονα απόψε,
κ’απ τσι καρδιάς μου τους ανθούς, όποιο θελήσεις κόψε.
Εγώ το κακορίζικο στον Κλήδονα πηγαίνω
Να βρω το ταίρι που ζητώ, που χρόνια περιμένω.
Με τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού είδα την ομορφιά σου,
κ’ είπα να πέσω να καώ μέσα στην αγκαλιά σου.
Ένα αστέρι τ ’Αϊ Γιαννιού μήνυμα θα σου φέρει,
το πόσο θέλω να γενώ παντοτινό σου ταίρι.
Τ’Άη Γιαννιού στον Κλήδονα που τις φωθιές πηδούνε,
οι κοπελιές ελπίζουνε καλό γαμπρό να βρούνε.
Ευγνωμονώ τον Κλήδονα που μού’βρηκε το ταίρι
κ΄είμαστε εδά μαζί χειμώνα καλοκαίρι.
Ανήμερα τ’ Άη Γιαννιού με καλομοίρας χέρι,
θε να γραφτεί αιώνια πως θα σε κάνω ταίρι
Κιονά τ΄αμίλητο νερό που’ ναι στο κιούπι μέσα,
πίνω το μα κατέχω το ότι δεν έχει ντίπη μπέσα
Μου τόπανε στο Κλήδονα πως θα με κάνεις ταίρι,
μα την αυγή που ξύπνησα σε πήρε το αγέρι
Σας εύχομαι από καρδιάς του Κλήδονα τ΄αστέρι,
στιγμές πολλές στιγμές χαράς στο σπίτι σας να φέρει
Κρητικοπούλα κοπελιά με το σταμνί στον ώμο,
φέρε τ’ αμίλητο νερό και πρόσεχε στο δρόμο.
Στον Κλήδονα χαροκοπούν κι έλα στο πανηγύρι
και στα παλιά μας χωρατά η σκέψη να γιαγύρει.
Του Κλήδονα τα μυστικά κανείς δεν τα κατέχει,
μόνο τ’ αμίλητο νερό που στο κουρούπι έχει
Ας πιεί τ’ αμίλητο νερό μα μένα μη μου δώσει,
για να της λέω σ’ αγαπώ μέχρι να ξημερώσει
Τα ριζικάρια ρίχνουνε στον Κλήδονα με χάρη,
για να προβλέψουν ποια με ποιόν θα γίνουνε ζευγάρι
«Τα μονοκοτυλήδονα
και τα δικοτυλήδονα
ανθίζανε στον κάμπο
σου το ’χαν πει στον κλήδονα
και σμίξαμε φιλήδονα
τα χείλια μας, Μαλάμω!»
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ, Η Άννα του Κλήδονα
Ο πολιτισμός της παράδοσης, εκτός από γοητεία και ανθρώπινη ποιότητα, έχει και το σκοτεινό του πρόσωπο: συντηρητισμός, ηθικολογική αυστηρότητα, απάνθρωπη και υποκριτική συνάμα απαιτητικότητα συμμόρφωσης, προσαρμογής στο περιβάλλον!!! Θύμα ο ευαίσθητος, ο αγαθός, ο ιδιόρρυθμος, ο διαφορετικός, ο ανυπεράσπιστος.......
Το παρακάτω απόσπασμα από το διήγημα «Η Άννα του Κλήδονα» ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του Αξιώτη Ξόβεργα με μέλι (1994). O συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη του μακρινά συμβάντα της παιδικής του ηλικίας από την Καβάλα των μεταπολεμικών χρόνων και τις συνήθειες των κατοίκων της, κυρίως Μικρασιατών προσφύγων. Μέσα από το πλήθος των κατοίκων επιλέγει τη νεαρή, «αλαφροΐσκιωτη» Άννα. Η Άννα, όπως όλα τα κορίτσια της εποχής της, ονειρεύεται διαρκώς το γάμο της, πιστεύει λοιπόν κάθε λαϊκή δοξασία και έθιμο που συνδέεται με την ελπίδα εξεύρεσης κάποιου γαμπρού. Με αφορμή τη γιορτή του Κλήδονα, τα γειτονόπουλα την εξαπατούν, κάνοντάς της ένα αθώο αστείο, το οποίο έχει όμως δραματική κατάληξη.
Ιούνιος μήνας, του Αϊ-Γιαννιού του Ριζικάρη και φούντωναν οι νυχτερινές φωτιές, με τραγούδια και χάχανα, μέσα στο μεθυστικό λαχάνιασμα και στη μυρουδιά του καμένου ξύλου ελευθερώνονταν τα όνειρα κι ανέβαιναν ψηλά, πάνω απ' τις στέγες των σπιτιών, εκεί που καρτερούσαν το ταξίδι κι η φυγή των κρυφών πόθων και των φυλακισμένων επιθυμιών, να δροσιστούν στο αεράκι της μαγεμένης νύχτας, της μοίρας και του θαύματος.
Και η Άννα, πρώτη και καλύτερη, εκεί, να μαζέψει ξύλα για τις φωτιές του ξεφαντώματος. Πρώτη να τρέξει σε τρεις βρύσες ή τρία σπίτια που κατοικούσαν μονοστέφανες, να κουβαλήσει τ' αμίλητο νερό, για να ρίξει μέσα τα ριζικάρια, σκουλαρίκια, σταυρούς, χάντρες ή κουμπιά:
Κλειδώσατε τον Κλήδονα στ'
Αγιού Γιαννιού τη χάρη κι
όποιος είν' καλορίζικος πρωί
θα ξενεφάνει.
Για να δει το πρωί, κάθε φορά, στο ξεκλείδωμα, το ριζικό της το μαύρο και σκοτεινό:
Ανοίξατε τον Κλήδονα
να βγει χαριτωμένος
να βγει ένας αγγούραρος
θεριός θεριακωμένος
Να ρίξει τ' ασπράδι του αυγού στο νερό, να δει η έρμη σχήματα και μορφές της τύχης της. Δε βάζω στο λογαριασμό τα κουφέτα που μάζευε με τις χούφτες, όλο το χρόνο, από νυφιάτικα κρεβάτια και τα 'βαζε στο μαξιλάρι της να ονειρευτεί παλικάρια και καβαλάρηδες. Δεν ξέρω τι ονειρευόταν εκείνα τα βράδια, αλλά συχνά την έβλεπα, κάτι δευτεριάτικα πρωινά, να μασουλάει κουφέτα, με μίσος, θαρρώ. Τα ίδια και χειρότερα τραβούσε με τις φανουρόπιτες και τι να της φανερώσει ο Άγιος, που, στο κάτω κάτω, άντρας ήταν κι αυτός και μάτια είχε και γούστα. Άσε το πόσες φορές έγραψε τ' όνομά της στο γοβάκι της νύφης, για να ψάχνει, κάθε φορά, να δει αν και πόσο καλοσβήστηκε, πράμα που σήμαινε και το γρήγορο του επερχόμενου τυχερού. Θυμάμαι μια φορά, τι καβγάς φούντωσε, τι τσιρίδα και μαλλιοτράβηγμα έπεσε, όταν όλα τα κοριτσόπουλα γράψαν το μικρό τους όνομα στην πολύτιμη νυφιάτικη σόλα και δεν έμεινε χώρος για να χαράξει το δικό της η Άννα κι έπρεπε να το γράψει -γιατί θα το έγραφε οπωσδήποτε- στη μικρή καμάρα που, βέβαια, ήταν σίγουρο πως δε θα σβηνόταν ποτέ. Λες και τις τόσες φορές που το 'γραψε πρώτη αυτή, στο κέντρο του πατούμενου, και σβήστηκε και φαγώθηκε, είδε χαΐρι και προκοπή.
Είκοσι τρεις Ιουνίου λοιπόν, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού και τότε. Ανάψαμε κι εμείς στο δρόμο μας τρεις φωτιές που οι φλόγες τους πήγαν ν' αγκαλιάσουν τη γειτονιά, ανάμεσα σε γέλια, ξεφωνητά και καβγάδες, φυσικά και τις πηδήξαμε πολλές και πολλές φορές, ίσια και σταυρωτά, και λαχανιάσαμε και ιδρώσαμε, καπνιστήκαμε και τσουρουφλιστήκαμε στο άτσαλο τρεχαλητό μας. Κι αφού καταλάγιασαν τα όμορφα τραγούδια, τα γεμάτα έρωτα και πόθο, προσμονή κι ελπίδα για νύφες και νεράιδες, ομορφονιούς και καβαλάρηδες, τα κορίτσια του δρόμου μας μάζεψαν λίγη απ' τη ζεστή ακόμα στάχτη της φωτιάς στα πιάτα τους, για να τα βάλουν πάνω στα κεραμίδια των σπιτιών τους, να τη δούνε τ' άστρα της εξαίσιας αυτής νύχτας και να κατεβούνε οι Μοίρες να τη μοιράνουνε για να πάρει μαντική και τελεσματική δύναμη και να σχηματίσει στην επιφάνειά της όνομα αρσενικό ή να φανερώσει σημάδι από επάγγελμα αντρικό. Να ξέρουν, δηλαδή, τι να περιμένουν στα κρυφά και χνοτιασμένα τους όνειρα ή στα καλέσματα και τα προξενιά που θα έρχονταν. Μάζεψε κι η Άννα πυρωμένη στάχτη σ' ένα μεγάλο σινί, το σταύρωσε, το έφτυσε τρις κι αφού το 'στρωσε στα κεραμίδια του σπιτιού της, αποτραβήχτηκε στην κουρασμένη προσμονή της, σίγουρη κι αυτή τη φορά για το αίσιον αποτέλεσμα. Εμείς τ' αγόρια μείναμε, φυσικά, κάτι παραπάνω. Να πούμε τα δικά μας. Όνειρα και πόθοι ασχημάτιστοι ακόμα, μπερδεύονταν με σκανδαλιές και κατορθώματα. Ξύλινα σπαθιά και τενεκεδένιες ασπίδες μπλέκονταν με τα άγουρα στήθια των κοριτσιών που άρχιζαν να σχηματίζονται κι ακόμα, με τα απλωμένα γυναικεία εσώρουχα της μπουγάδας, σχέδια για το μεθαυριανό μας μέστωμα, για τη φυγή μας στο όμορφο και μεθυστικό άγνωστο, μέσα από φώτα, μουσικές και ιαχές ατέλειωτων λεωφόρων. Πού να 'ξερε ο καθένας μας, τότε, τι δρόμο θα τραβούσε αργότερα, σε ποιους διαδρόμους και μονοπάτια θα χανόταν της ζωής. Πού να 'ξερα τότε ότι, χρόνια μετά, θα γυρνούσα το κεφάλι πίσω, με τόση γλύκα και παράπονο.
Πάντως, εκείνο το βράδυ της έξαψης, ο Αναστάσης ο φιρφιρής ήταν που έριξε την ιδέα, όπως έτρωγε το βραδινό του, μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη κι αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω. Έτσι που τα κεραμίδια της Άννας μπαίναν στο χώμα και τις πέτρες απ' την πάνω μεριά του δρόμου μας, ο κλήδονας της δικής της απλωμένης στάχτης ήταν σχεδόν στα πόδια μας προκλητικός κι ανυπεράσπιστος. Στην αρχή, με προφυλάξεις έτριψε ψίχουλα απ' το ψωμί του, μετά, με θράσος έκοψε κομμάτια λαδωμένα και τα 'ριξε στο νυχτερινό σινί των άστρων και του ριζικού της Άννας της γουρλομάτας. Κι έτσι η τσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμά της και τις αυριανές συνέπειες αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη.
Jacques-Louis David " La Folle" |
Πρόλαβα και είδα την Αγαθή, τη μάνα της, μέσα στο σπίτι τους να σταυροκοπιέται απανωτά. Για το θαύμα άραγες του Αγίου και να βγει αληθινό ή για την αλαφράδα της κόρης της κι ο Θεός να βάλει το χέρι του από δω και πέρα; Ποτέ δεν έμαθα.
Η μάνα μου μού φάνηκε πως βούρκωσε. Για το σημάδι του κλήδονα αυτή, για τη συμφορά της γειτόνισσας ή για τη μακρινή τύχη των δύο αδερφάδων μου; Πού να 'ξερα τότε.
Πάντως, η Άννα μας από κείνη τη μέρα και κάθε πρωινό, μετά, καλοντυμένη και στολισμένη φρεγάτα με σκουλαρίκια, γιορντάνια, μπακίρια κι ό,τι άλλο είχε ή έβρισκε, ξεκινούσε για ψωμί, παίρνοντας σβάρνα όλους τους φούρνους, Αγίας Βαρβάρας, Πεντακοσίων, Σούγιολου και βάλε.
Από Ξάνθη και Δράμα τη συμμάζευαν οι δικοί της, αργότερα.
Όταν άρχισαν να τρέχουν το κατόπι της τα παιδιά.
Δ. Αξιώτης, Ξόβεργα με μέλι, Νεφέλη