Eugene Thirion, The portrait depicts Joan of Arc’s awe upon receiving a vision from the Archangel Michael, detail, 1876 |
Αληθινά πιστοί του Θεού είναι μόνο παθιασμένα πλάσματα, φλογερά, ανικανοποίητα από τα ορατά, ικανά να παίξουν τη ζωή τους κορόνα - γράμματα, προκειμένου να πειστούν πως η ζωή αξίζει.
Αλλιώς, ζωούλα ασφαλισμένη, μίζερη, λίγη, δεν τη χρειάζονται. Μόνο πλάσματα ερωτικότατα, ασυμβίβαστα, τρελά, θαρραλέα, φορούν σαντάλια του αγίου και παίρνουν το δρόμο της άμμου και της πέτρας.
Μια ψυχή νερόβραστη, ένας νους πλαδαρός δεν έχει ανάγκη Θεό για να βολεύεται. Ο Θεός ξεβολεύει. Ο Χριστός τα βάζει άγρια με τις εξουσίες, με τους νοικοκυραίους, με τους εφησυχασμένους που διαρκώς συναλλάσσονται νομίσματα Κήνσου και συμβιβάζονται για μια θανάσιμη νάρκη.
Η δική Του ειρήνη, του Ειρήνη υμίν, προϋποθέτει άγριες μάχες, μαχαίρι, φωτιά και ξεκαθάρισμα. Ήρθε όχι ως γλυκανάλατη εικόνα καλοχτενισμένου ξανθού καλόπαιδου, αλλά ως Εκείνος που θα στρέψει το γιο ενάντια στον πατέρα, την κόρη κατά της μάνας, που θα ρίξει στη φωτιά το κλίμα που δε φέρει καρπό, που ζητά να σηκώσει το σταυρό του όποιος τον ακολουθεί, να μοιράσει τα υπάρχοντά του, όλα μα όλα, ο πλούσιος νέος που θέλει να γίνει τέλειος, να εγκαταλείψει το καΐκι του και το σπιτικό του ο Πέτρος, να Τον αγαπούν απόλυτα, πάνω από τον καθένα αγαπημένο τους όσοι λένε πως Τον αγαπούν, να Τον πιστεύουν δίχως να Τον βλέπουν, να Τον πιστεύουν χωρίς θαύματα. Τα θαύματα δεν τα έκανε για να εντυπωσιάσει και να πείσει, τα έκανε από συμπόνια για τον συγκεκριμένο πάσχοντα μπροστά του, και πικραμένος με όσους τα περίμεναν ως απόδειξη.
«Εγώ σας βαπτίζω με νερό [...] Αυτός όμως που έρχεται ύστερα από μένα, θα σας βαπτίσει με [...] φωτιά», προειδοποιούσε κραυγάζοντας απ' την καυτή του έρημο ο άλλος φλογερός, ο Ιωάννης.
Στο αριστουργηματικό έργο του Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ντοστογιέφσκι βάζει μια εκπληκτική, δύσκολη σκηνή: Ο άγιος στάρετς Ζωσιμάς, λίγες μέρες πριν από το θάνατο του, δέχεται στο κελάκι του προσκυνητές του μοναστηριού και μαζί μ' αυτούς την τρομερή οικογένεια Καραμάζοφ. Προχωρά, λοιπόν, ανάμεσα απ' όλους που βρίσκονται εκεί μέσα να λάβουν την ευλογία του και πάει και προσκυνάει τον Ντιμίτρι Καραμάζοφ, τον πιο παθιασμένο, τον πιο ακρατή, τον πιο φιλήδονο, τον πιο «αμαρτωλό» Καραμάζοφ, εκείνον που αργότερα, με ένα γουδόχερο και τρέμοντας από μίσος, θα πλησιάσει στο όριο να σκοτώσει τον ίδιο τον πατέρα τους.
Ξαφνικά, ο στάρετς σηκώθηκε, πλησίασε τον Ντιμήτρη και γονάτισε μπροστά του. Γονατιστός υποκλίθηκε βαθιά.
— Συγχωρέστε!... Συγχωρέστε όλοι! πρόφερε καθώς υποκλινόταν σ' όλους τους επισκέπτες του.
Όχι, δεν είναι απροϋπόθετη η ειρήνη του Ειρήνη υμίν. Δεν είναι εύκολη περιπέτεια μια τέτοια γαλήνη. Δεν απευθύνεται σε χλιαρές, ζαρωμένες καρδιές. Γι' αυτό προτιμούσε να κάνει παρέα με πόρνες, με επαναστάτες, με αμφισβητίες, με ληστές. Στη φλόγα της, έστω, αμαρτωλής ψυχής τους υπολόγιζε όταν μιλούσε για τα υπέρλογα που ο κόσμος θεωρεί παράλογα, για τα υπερφυσικά που ο κόσμος θεωρεί αφύσικα.
Ποιος μπορεί να αντέξει το λόγο:
«Εγώ όμως σας λέω: Ν' αγαπάτε τους εχθρούς σας, να δίνετε ευχές σ' αυτούς που σας δίνουν κατάρες, να ευεργετείτε αυτούς που σας μισούν και να προσεύχεστε γι' αυτούς που σας κακομεταχειρίζονται και σας καταδιώκουν. [...] αν κάποιος σε χτυπήσει στο δεξί μάγουλο, γύρισε του και το άλλο. Κι αν κάποιος [...] σου πάρει το πουκάμισο, άφησε του και το πανωφόρι».
Είναι έτοιμη ψυχοπνευματικά η ανθρωπότητα των διαρκών πολέμων και των χρηματιστηρίων να κατανοήσει μια τέτοια πρόταση ζωής; Αποκλείεται! Μόνο κάποιοι που αποφάσισαν ανυπόκριτα την άσκηση του αληθινού, μόνο οι παράνομοι και οι κατατρεγμένοι του κοσμικού νόμου, οι τσακισμένοι από οδύνη, αποτυχία, απογοήτευση, μόνο οι εγκαταλειμμένοι, οι εξόριστοι, οι θυμωμένοι, οι περιθωριακοί του «καθωσπρέπει», της συνενοχής στη μοιρασιά του κέρδους και της δόξας του κόσμου μπορούν.
Μόνο μια φλογερή, ασυμβίβαστη, απελπισμένη καρδιά μπορεί να μπει ειλικρινά στη σκληρή περιπέτεια της απόλυτης αγάπης.
Κι έτσι, με ένα συμπονετικό ληστή για σύντροφο, ο Ωραίος κάλλει, την πρώτη βραδιά της Σταύρωσης Του, θα επιστρέψει στον ουρανό.
Κι έτσι, πρώτος ένας ληστής περνάει τη γέφυρα του κόσμου, του χρόνου και του τρόπου που μεταμορφώνει αυτό που λέμε ζωή σε θάνατο και αυτό που λέμε θάνατο σε ζωή.
Μάρω Βαμβουνάκη, Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης, εκδόσεις Ψυχογιός, σελ. 276-279
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου