Αλέκος Φασιανός, Το πνεύμα του Μεσολογγίου (2010)
Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1964. Σπούδασε Παιδαγωγικά και υπηρετεί στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως δάσκαλος. Έχει δυο παιδιά και σήμερα εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με διάφορα περιοδικά δημοσιεύοντας ποίηση και πεζογραφία, καθώς και βιβλιογραφικά κριτικά σημειώματα. Έχει επίσης ασχοληθεί με θέματα διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο δημοτικό σχολείο και ιστορίας της εκπαίδευσης.
Έργα του:
• Λίγες και μία νύχτες, 2017
• Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, 2014
• Ανεμώλια, 2011
• Η Αηδονόπιτα, 2008
• Στη σκιά της πεταλούδας, 2005
• Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού, 2002
• Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού, 2000
• Φράουστ, 1995
Προσωποποίηση της πόλης του Μεσολογγίου (Τοιχογραφία του Μεγάρου της Βουλής)
Ένα ματωμένο οδοιπορικό στην Ελλάδα του 1821
Η Αηδονόπιτα είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα περιπέτειας, πρωταρχικά όμως είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα και την ελευθερία.
Η περιήγηση ενός Αμερικανού φιλέλληνα στον κόσμο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 είναι η αφορμή για να ανασυσταθεί στα μάτια του αναγνώστη ο ελληνικός κόσμος του πρώιμου 19ου αιώνα, ο κόσμος του εμπορίου στα λιμάνια και στις ευρωπαϊκές παροικίες, ο κόσμος των γραμμάτων της Εσπερίας, η ελληνική φιλοκαλία και παράδοση, αλλά και ο βρόντος των όπλων του ξεσηκωμού.
Ο Γκάμπριελ Θάκερεϊ Λίντον, σπουδαστής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, ύστερα από έναν πικρό και ατελέσφορο έρωτα αποφασίζει να περάσει τον ωκεανό συνεπαρμένος από το πνεύμα των ταξιδιών του Μπάιρον. Περνώντας από τα πιο βασικά μεσογειακά λιμάνια και καθώς αναζητά τους χάρτινους Έλληνες των βιβλίων του, η ρότα του ταξιδιού φέρνει τον νεαρό Αμερικανό στη Νάξο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη την εποχή που η πόλη δοκιμάζεται σκληρά από έναν πολύμηνο κύκλο αίματος και τρομοκρατίας.
Από εκεί μια καινούρια περιπλάνηση ξεκινά, στεριανή αυτήν τη φορά, στα λημέρια του Ολύμπου, στον Θεσσαλικό κάμπο, στον Ασπροπόταμο, στα αρματολίκια της Ρούμελης ως και στο έγκλειστο Μεσολόγγι. Περνούν έτσι πέντε χρόνια δράσης, στοχασμού αλλά και ενός τυραννικού έρωτα, που, εκτός από τη κύρια αφήγηση, περιγράφονται και μέσα από τις σελίδες ενός ημερολογίου, το οποίο και καταλήγει σημαντικό στα επόμενα χρόνια.
Στις σελίδες του περνούν και καταγράφονται με το άρωμα του ρομαντισμού ο Μπάιρον, ο Ανώνυμος ο Έλληνας, συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας, γνωστοί αρματολοί, οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, πιο πολύ όμως καταγράφεται μια εσωτερική ζωή, ένας φιλοσοφικός σπαραγμός για την ανθρώπινη μοίρα και την αναζήτηση του Θεού.
Η «αηδονόπιτα» ήταν μια φράση των Ελλήνων εκείνης της εποχής που δήλωνε το ανέφικτο, το άπιαστο ιδανικό της ομορφιάς, τη ραχοκοκαλιά των ονείρων και τη σχέση τους με το αδύναμο του ανθρώπου. Το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί αυτήν τη λέξη όχι ως χλεύη κατά του οράματος αλλά πιο πολύ ως υπόσχεση στην ανθρώπινη μοίρα πως δικαιούται ένα κομμάτι στην ελπίδα.
Κι αν θα διψάσεις για νερὸ θα στίψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμὶ θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Ν. Γκάτσος, Αμοργός
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
"Τι έρωτας, τι θάνατος, δεν έχεις να διαλέξεις". (δημοτικό)
"Αν ζήσεις ποτέ με την ανάσα του θανάτου στο λαιμό, όπως εμείς χτες στη σκήτη, τότε θα μπορέσεις να καταλάβεις πως η κάθε μέρα που μένεις ζωντανός είναι γιορτή. Η Ιλιάδα, Ελίζαμπεθ, όταν τη διαβάζεις, είναι ζοφερή, οι ήρωές της όμως είναι χαρούμενοι. Τι είν’ αυτό που δίνει, τέτοιες ώρες γεύση στα πράγματα; Η νίκη στο θάνατο, κι ας είναι προσωρινή." (σελ. 250)
Το κινητήριο "πάθος" φαίνεται να ανυψώνεται στη σελ. 266, στην υπέροχη, κορυφαία στιγμή όπου ο Γκάμπριελ, μάρτυρας του απροσδόκητου έρωτα μεταξύ της Λαζαρίνας και του …άντρα της αποφασίζει να… επέμβει:
"Τους πλησίασα, ήταν πια στο έλεος του φεγγαριού, τα χείλη της μου φάνηκαν υγρά. «Δεν έπρεπε να μείνουμε χωρίς σκοπιά, καπετάνιο», φώναξα, «ο τόπος είναι επικίνδυνος». Τον είδα που κούνησε σιωπηλός το κεφάλι, τα μάτια της Αφροδίτης, αυτό το μπλε της με περιεργάζονταν.
Τα πόδια μου έτρεμαν, Ελίζαμπεθ. Το είχα κάνει. Έσπασα την ομορφιά στην πιο επικίνδυνη ώρα της. Τρόμαξα το αηδόνι, τα βατράχια, τους συντρόφους μου, μετάγγισα τη ζήλια και τον τρόμο μου, έκοψα το ξενύχτι της Αφροδίτης."
"Ας κρατήσει τούτος ο πόλεμος όσο περισσότερο μπορεί. Δε φοβάμαι πια το θάνατο, δεν τρέμω τα φονικά. Στην ομορφιά όμως και στα μεταξύ τους βλέμματα μένω ανυπεράσπιστος." (σελ. 266)
Η άνοιξη ήταν αυτή που άνοιξε τελικά τις πόρτες του Μεσολογγίου.........
Με βαθυτάτην θλίψην σας δίδω την απευκταίαν είδησιν,
ότι το Μεσολόγγι εντός ολίγου, ήτοι δυο τριών ημερών
το πολύ, πίπτει εις την εξουσίαν του εχθρού εξ αιτίας της πείνας.
Επιστολή ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΑΟΥΛΗ προς την εν Ζακύνθω επιτροπήν του αγώνος
Μεσολόγγι, Απρίλιος 1826
Η άνοιξη ήταν αυτή που άνοιξε τελικά τις πόρτες του Μεσολογγίου. Το πάρσιμο έγινε απ' τις μυρωδιές της, αυτές σήκωσαν τα μάνταλα στις καστρόπορτες- τα αγριολούλουδα στις πλαγιές του Ζυγού, η ευωδιά απ' τα μωρά των φύλλων στα πλατάνια του Αγίου Συμεών, οι ανθισμένες λεμονιές της Ναυπακτίας. Το δέλεαρ μιας εαρινής θυσίας και ταφής ήταν ακατανίκητο.
Η άνοιξη άλωσε την πόλη ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων, το κούρσος των νικητών μόνο ρήμασμα και κόκαλα. Την προηγουμένη, το βράδυ του Λαζάρου, θα λάβαινε χώρα η έγερση ζωντανών και νεκρών. Έξοδο ονόμαζαν οι παλιοί Έλληνες το τέλος της κάθε τραγωδίας. Ο Γκάμπριελ θα τη θυμόταν πιο πολύ ως ένα ορατόριο των χελιδονιών, γιατί τα έβλεπε να κάνουν μεγάλους κύκλους στον ουρανό και να περιμένουν άστεγα ώσπου όλα πια επιτέλους να τελειώσουν και να ξαναχτίσουν τις φωλιές τους πάνω στα χαλάσματα.
Στις αρχές του Απρίλη απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια του σταρένιου αγίου της πόλης, του προστάτη της, του Μιαούλη να ξεφορτώσει αλεύρι και ζαϊρέδες. Η τελευταία τρύπα ανεφοδιασμού εντοπίστηκε από τα πλοιάρια του κλοιού και κλείστηκε με ισχυρή δύναμη. Την ίδια νύχτα ο Γκάμπριελ κατηφόρισε απ' την ντάπια και πήγε να τη συναντήσει. Τη βρήκε έξω στην αυλή του μικρού νοσοκομείου. Μόνη ήταν, καθόταν κι ακουμπούσε στο πέτρινο χείλος ενός πηγαδιού.
«Σε περίμενα», του είπε και ανασηκώθηκε.
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, μετά τις τελευταίες συναντήσεις είχε ελπίδες πια πως ο νους της θα γιάνει, πως τα μάτια της θα πάψουν να περιφέρονται απλανή στον αέρα σαν τα ξερά άχυρα του καλοκαιριού.
«Θέλω απόψε να με σεργιανίσεις», του είπε και τον έπιασε απ' το χέρι.
Χούφτωσε την παλάμη της και της έσφιξε τα δάχτυλα. «Πάμε!» της ψιθύρισε.
Πήραν τον πρώτο δρόμο στην τύχη κι έστριβαν στα τυφλά από δω κι από κει. Δεν ήξεραν πού πάνε, δεν τους ένοιαζε, δεν κρύβονταν πια. Αυτή μ' ένα λερωμένο φόρεμα και λυτή μαύρη κόμη, αυτός λασπωμένος, με μαζεμένα τα μακριά μαλλιά του σε αλογοουρά. Τα τσαρούχια του τρύπια, στο μηρό ξεχώριζε ακόμα η παλιά πληγή απ' το τραύμα. Κάθε τόσο έσκυβε ο ένας στο αυτί του άλλου και μίλαγαν χαμηλόφωνα. Δίπλα τους σωροί τα ερείπια και τα καμένα. Απ' όλα τα σπίτια είχε αφαιρεθεί ό,τι ξύλινο υπήρχε τις μέρες του χειμώνα και είχε καεί. Στα στενά δρομάκια τα χέρια τους ακουμπούσαν τα κουφάρια των σπιτιών, τις στοίβες με τα χαλάσματα, τους κρύους φούρνους, τα πλυσταριά που είχαν γεμίσει άστεγους.
«Πέρασε ο Κασομούλης χθες, φλουρί μου, και με είδε», του είπε κάποια στιγμή. «Νοιάζεται πολύ, ήταν φορές που με κοίταγε σαν ξωτικό, ύστερα σαν να ησύχασε. Κι εσύ σκιάζεσαι, έτσι δεν είναι;»
«Δεν έχει νέα ακόμα απ' τη μάνα του και τις αδερφές του, έτσι δεν είναι;» είπε για ν' αλλάξει λίγο την κουβέντα. «Πες μου, σκιάζεσαι ακόμα;» Απόφυγε το βλέμμα της. «Ναι, σκιάζομαι...»
«Μου είπε πως θα μαζευτούν όλοι έξω απ' την εκκλησιά της Αγια-Παρασκευής, εσύ δε θα πας, φλουρί μου;»
«Θα πάνε οι καπεταναίοι και η διοίκηση, εγώ τι δουλειά έχω;.......»
Αφαιρέθηκε. Τίναξε λίγο τα μαλλιά της και χάζευε όσους δεν είχαν ύπνο και στέκονταν έξω στα κατώφλια και στις αυλές. Χαμογελούσε σ' όλους, πρόσωπα ωχρά, σκοτεινιασμένα, σιωπηλά. Μια γριά κουλουριασμένη πάνω σ' ένα γκρεμισμένο αγκωνάρι τής ανταπέδωσε το χαμόγελο, είχε δίπλα της ένα λυχνάρι και κεντούσε.
«Τι φτιάχνεις, κυρούλα;»
«Πλουμίδια», απάντησε η γριά και συνέχισε να της χαμογελάει αθώα σαν τα μωρά, το στόμα της δεν είχε καθόλου δόντια.
«Τι θα στολίσεις τέτοιες ώρες;»
«Σάβανο, τρυγόνα μου, τι άλλο; Να τα χαρώ γω τ' αρραβωνιασμένα!»
Την καληνύχτισαν και συνέχισαν προς το σεράγι.
«Οι μέρες μας τελειώνουν, το έχεις καταλάβει;» τη ρώτησε σκυθρωπός αυτή τη φορά.
«Ποιος τα ξέρει αυτά, φλουρί μου;»
«Ψιθυρίζεται, σου λέω, κάθε μέρα στις ντάπιες. Αν δεν έρθει σιτάρι σε δυο μέρες, θα κάνουμε γιουρούσι στον κάμπο, ειδοποίησαν κιόλας τους καπεταναίους στον Ζυγό και στη Δερβέκιστα...»
«Κοίτα εκεί!» φώναξε, «εκεί!»
Τον έπιασε απ' το χέρι και τον έσυρε μέσα σε κάτι χαλάσματα.
«Σιγά, θα γδάρεις τα πόδια σου!»
«Κοίτα, ένα δέντρο!»
Πίσω από ένα μεσότοιχο ξεχώριζε μια κυδωνιά. Η Λαζαρίνα σκαρφάλωσε γρήγορα τον τοίχο και χώθηκε μέσα στις πέτρες και τα χώματα.
«Τα πόδια σου!» της ξαναφώναξε και πήγε πίσω της.
Την είδε τώρα που ’χε χωθεί μες στο φύλλωμά της και την αγκάλιαζε.
«Μικρή είναι, φλουρί μου, δυο τριών χρόνων το πολύ, πώς γλύτωσε το χειμώνα!»
Συνέχισε να την αγκαλιάζει, είχε κλείσει τώρα τα μάτια και φιλούσε τους μίσχους, τα φύλλα. Το δεντράκι τρανταζόταν ολόκληρο απ' το σφίξιμο της.
«Να κάτσουμε εδώ στα πόδια της, σε παρακαλώ, εδώ!»
Σμίξανε κάτω εκεί στη φωλιά που έφτιαχναν τα κλαδιά. Τα μαλλιά της είχαν απλωθεί πάνω στο χώμα σα ρίζες. Τα κορμιά τους λιανά σφίχτηκαν και κουλουριάστηκαν, έμοιαζαν με δυο σχοινιά που τυλίγονται, πλέξη με λαχτάρα, κόμπος σφιχτός.
«Κάνε μου ένα παιδί», του είπε κάποια στιγμή, «να σου μοιάζει, να το 'χω μέσα μου όταν φύγουμε».
«Πολλά παιδιά», της ψιθύρισε και ήξερε πως λέει ψέματα, το ήξερε καλά.
Πρώτα απ' όλα όμως το ήξερε εκείνη, της το είπαν με τρόπο οι σπουδαγμένοι, ο Μάγερ, ένας γιατρός άλλος, πως πια σακατεύτηκε.
Πριν ξημερώσει πήρε το δρόμο για το καραούλι του στην ντάπια. Ο έρωτας κάτω απ' το δέντρο και η πείνα του έγιναν άνεμος που τον έσπρωχνε, ένιωθε σάμπως τα πόδια του να ανασηκώνονται λίγο απ' τη γη, αυτά τα πόδια τα μουδιασμένα απ' τον πόθο της νύχτας, ενώ αυτά τα χέρια τα λιανά απ' την πείνα έγιναν τα καλάμια των μεγάλων φτερών που φύτρωσαν στη ράχη του. Για λίγο τού φάνηκε πως πετούσε, πως θα 'βλεπε την πόλη από ψηλά, πως θα κατέβαζε ένα ένα τα άστρα και θα τα φύτευε μέσα στα ερείπια.
Μια φωτιά που έκαιγε μπροστά στην ντάπια του 'διωξε το αστρόφωτο και τον έφερε πίσω στη γη. Οι σύντροφοι καθισμένοι γύρω της έκαιγαν κάτι κουρελιασμένα ρούχα κι ένα υποστύλωμα της καλύβας που είχε τσακιστεί. Κάθονταν σ' έναν μεγάλο κύκλο και τραγουδούσαν. Κάποιοι ήταν πάνω στις πολεμότρυπες, άπραγοι, γιατί η νύχτα είχε κυλήσει ήσυχα. Ήξεραν στο εχθρικό ορδί πως δε χρειάζονταν άλλες δικές τους θυσίες, είχαν ξαμοληθεί εδώ και μέρες τ' αγριόσκυλα της πείνας, αυτά θα έπαιρναν την πόλη.
Τους χαιρέτησε και τράβηξε για το πόστο του ν' αλλάξει αυτούς στο καραούλι και να πάνε για ύπνο.
«Σε ζήτηξε ο γραμματικός του καπετάνιου», φώναξαν.
«Πού είναι τώρα;» ρώτησε.
«Θα 'ρθει την αυγή».
Άλλαξε το σύντροφο στη βάρδια και ξάπλωσε με το σισανέ στα χέρια. Τήραξε στο βάθος το εχθρικό ορδί, έκαιγαν φωτιές εδώ κι εκεί, η μέρα ερχόταν, είχαν ξυπνήσει κι ετοιμάζονταν. Η ματιά του έπεσε μπροστά στη μεγάλη τάφρο, στο σημείο που γκρεμίστηκε εκείνο το βράδυ ο Γιαννακός, εκεί όπου έμενε ακόμα άθαφτος. Χθες το πρωί είχε δει ένα κοπάδι όρνια να
χώνονται μες στο χαντάκι. Στο θυμό του απάνω τα είχε πυροβολήσει να φύγουν, συνηθισμένα αυτά τόσους μήνες απ' τα κανόνια, δεν τρόμαξαν. Τελευταία επιθυμία του Γιαννακού ήταν να δώσει το σώμα του και να το φάνε τα παιδιά να σωθούν απ' τον Χάρο. Ποιος μπορεί να ξεχωρίσει τέτοιες στιγμές τι είναι ζοφερή επινόηση και τι αναγκαιότητα... Τώρα τα μάτια εκείνα, που ήταν συχνά δακρυσμένα, θα είχαν πια στεγνώσει... Τώρα τάιζε με τις σάρκες του τα πετεινά του ουρανού - δεν είχε πια μάτια.
Με το πρώτο φως της αυγής φάνηκε ο Κασομούλης, το πρόσωπό του ήταν ωχρό, είχε ξενυχτήσει όλο το βράδυ γυρνώντας στους προμαχώνες. Του είπε πως φεύγει αμέσως για το σπίτι του Τζαβέλα, σε λίγη ώρα άρχιζε η μεγάλη σύναξη. Θα ήταν όλοι οι καπεταναίοι, τα κεφάλια της διοίκησης και ο επίσκοπος.
«Να 'χετε το νου σας! Χωρίς καπεταναίους μπορεί να έχουμε ρεσάλτο, είναι πολλές μέρες στη βουβαμάρα και ο Στουρνάρης φοβάται».
«Πώς είναι ο καπετάνιος;» ρώτησε ο Γκάμπριελ.
«Μισός άνθρωπος», του αποκρίθηκε.
«Τι να ευχηθώ, Νικόλα;»
«Να κάνουμε Πάσχα στα βουνά, αυτό!»
Ο Κασομούλης του έβαλε δυο καρύδια στο χέρι κι έφυγε, Κανείς τους δεν ήξερε πως δεν επρόκειτο να ξανανταμώσουν.
Είχε ξημερώσει Σάββατο του Λαζάρου. Μέχρι το μεσημέρι ατένιζε πέρα στο εχθρικό ορδί και σκεφτόταν. Κάπου κάπου ερχόταν σκυφτά και κανένας σύντροφος, άλλαζαν δυο κουβέντες κι έφευγε πάλι. Από κάποια ώρα και μετά ο ήλιος τον ζέσταινε γλυκά, είχε αφεθεί στο χάδι του, νύσταζε και λίγο. Ήξερε πως σήμερα ήταν η γιορτή της, σήμερα που περίμεναν και την απόφαση της σύναξης. Βάλθηκε να ονειρεύεται όπως παλιά, πριν από πέντε χρόνια, όταν είχε ώρες ελεύθερες να χαζεύει στον ωκεανό. Ύστερα απ' τον ωκεανό τα μεγάλα λιμάνια, η Μασσαλία, η Μάλτα, ύστερα η χώρα των Γραικών με το λευκό αρχιπέλαγος, η Νάξος, η Σαλονίκη...
Όταν ο ήλιος στάθηκε μεσούρανα, ζήτησε για λίγο να τον αντικαταστήσουν. Ένα παλικάρι απ' τη Δερβέκιστα που είχε γείρει για ώρες και ήταν ξεκούραστο κάθισε στο καραούλι σιγοτραγουδώντας και του ζήτησε να κατέβει στην πόλη να μάθει κανένα νέο.
«Εκεί πήγαινα», του αποκρίθηκε.
Άφησε τ' άρματα και με το λερό πουκάμισο και το γελέκι πήρε το δρόμο για το νοσοκομείο. Στη χούφτα του έσφιγγε τα δυο καρύδια, δώρο για τη γιορτή της.
Βρήκε την πόλη ανάστατη, όπως δεν την είχε δει ποτέ. Έξω απ' τις πόρτες των σπιτιών οι γυναίκες είχαν βγάλει στρώματα, βελέντζες, παπλώματα. Παντού φούρια της προετοιμασίας, φασαρία και φωνές. Σεντούκια που 'χε να τα δει ο ήλιος χρόνια έστεκαν ανοιγμένα στους δρόμους, χέρια τ' ανακάτευαν βγάζοντας φορεσιές καινούργιες, κάπες, φέσια. Γυναίκες λογομαχούσαν με τους άντρες τους, παιδιά άρπαζαν νυφιάτικα στολίδια κι υφαντά και τα 'σερναν μες στα χώματα.
«Δεν τ' αφήνω εγώ τσι Τούρκοι!» άκουσε μια φωνή δίπλα, μια γυναίκα είχε βγάλει έναν μπόγο κεντίδια και τα μοίραζε τώρα στη γειτονιά.
Πέρασε από πολλούς μαχαλάδες, παντού η ίδια εικόνα, δε χρειαζόταν να ρωτήσει τι απόφαση είχε παρθεί στη σύναξη, όλος ο κόσμος ετοιμαζόταν για το φευγιό.
Η καθημερινότητα στο Μεσολόγγι», από τον ζωγράφο Στάθη Βατανίδη |
Τη βρήκε στο ανώγι του νοσοκομείου ανάμεσα σε παιδιά που έκλαιγαν. Κάποιος είχε ντουφεκίσει έναν πελεκάνο στην ακρογιαλιά και τον είχε φέρει συχώριο για την ψυχή της γυναίκας του στο νοσοκομείο. Πολλά απ' τα μικρότερα είχαν κλέψει πούπουλα απ' το κατώι όταν τον έβραζαν και τώρα τα σκόρπιζαν σαν χιόνι μες στις κάμαρες. Απ' τα γκρεμισμένα παράθυρα έμπαινε άπλετο φως, σ' έναν μεγάλο τέντζερη άχνιζε ένας σκούρος ζωμός και δυο γυναίκες πάσχιζαν να βάλουν τάξη στο χάος. Έβαλε κι αυτός μια άγρια φωνή, για να τις βοηθήσει, και τα πιο πολλά ζάρωσαν φοβισμένα στις γωνιές.
Λίγη ώρα αργότερα την ξεμονάχιασε κάτω στην αυλή, της είπε χρόνια πολλά, τη φίλησε και της έβαλε στη χούφτα τα δυο καρύδια.
«Φεύγουμε το βράδυ», της είπε.
Τον κοίταξε λίγο περίεργα, τα μάτια της είχαν χάσει πάλι τον εξάντα τους και χάζευαν πέρα δώθε ασυντόνιστα.
«Δε θα 'ρθω, δε θα 'ρθω! Τα παιδιά ποιος θα τα πάρει;»
«Οι γονείς τους, Λαζαρίνα. Βγήκε διαταγή απ' τη διοίκηση, ρώτησα στο δρόμο κι έμαθα, κάθε φαμίλια θα 'βγει έξω ενωμένη».
«Αυτά είναι ορφανά, ποιος;»
«Δεν είναι όλα ορφανά, άλλα έχουν πατεράδες, άλλα θείους που πολεμάνε, θα 'ρθουν να τα μαζέψουν». «Κι όσα μείνουν;»
«Για όνομα του Θεού, καταλαβαίνεις τι μου λες; Θ' αποφασίσει η διοίκηση, κατάλαβε το. Εσύ θα 'σαι δίπλα μου το βράδυ, δίπλα μου αρματωμένη, κατάλαβες;»
Τον κοίταξε σαν χαμένη.
«Μόλις νυχτώσει θα 'μαι εδώ, να 'σαι έτοιμη».
Δεν του απάντησε, μόνο που άρχισε ν' απομακρύνεται, ύστερα τον είδε που γύρισε ξαφνικά και την έδειξε με το δάχτυλο.
«Κοίταξε να ζήσεις», της φώναξε και βγήκε στο δρόμο.
Το βράδυ η πόλη γέμισε φανάρια, κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν μέσα στα στενά. Άντρες της φρουράς περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και διαλαλούσαν στις φαμίλιες να ξεφορτωθούν πράγματα. Δεν είχαν καμιά ελπίδα, τους φώναζαν, αν έβγαιναν έτσι φορτωμένοι σαν τα μουλάρια.
«Έχει χαντάκια όξω!» κραύγαζαν. «Θα κάμετε άλλο βιος όξω, να σωστούμε πρώτα!»
Οι πιο πολλοί καταλάβαιναν κι άφηναν μεσοστρατίς τα συγύρια τους, προικιά, τσάντες και κειμήλια. Όλοι οι δρόμοι θύμιζαν μεγάλο παζάρι, μόνο που όλοι χαρίζανε και δεν έπαιρνε κανείς.
Οι εκκλησίες όλο το απόγευμα ήταν γεμάτες, μιλιούνια κόσμος κοινωνούσε χωρίς αντίδωρο, με το χνότο βρομισμένο απ' την πείνα γυρνούσε πίσω και χαζίρευε τα απαραίτητα. Είχε βγει σχέδιο που καθοδηγούσε τον κόσμο σε καθεμιά από τις τρεις εξόδους. Τα γυναικόπαιδα και οι φαμελίτες θα βγαίνανε απ' τ' ανατολικά στους βάλτους, ένα στενό γεφύρι ήταν ετοιμασμένο να πέσει πάνω απ' την τάφρο. Οι πληγωμένοι και οι ανήμποροι θα μένανε στην πόλη συντροφιά με την τελευταία μπαρούτη.
Προχωρημένο σούρουπο ξαναπέρασε απ' το νοσοκομείο. Είχε μαζέψει μια αντρική φορεσιά απ' τ' ανοιγμένα σεντούκια στο δρόμο και φορτωμένος μ' αυτήν και τα άρματα έφτασε στην αυλή του νοσοκομείου. Στο προαύλιο δε βρήκε ψυχή, όλα τα δώματα είχαν αδειάσει. Έβγαλε μια φωνή και δεν πήρε απάντηση. Μπήκε στο έρημο κατώι και τώρα άκουγε φωνές από πάνω. Ανέβηκε τη σκάλα και την είδε στη μέση του μεγάλου οντά.
Μαίρη Σχοινά, Μεσολόγγι (1996)
«Έτοιμες είμαστε, φλουρί μου», του αποκρίθηκε.
«Πάρε αυτά τα ρούχα να ντυθείς, μην ξεχωρίζεις γυναίκα», της είπε κι ύστερα κοντοστάθηκε.
«Ποιοι είστε δηλαδή;»
«Εγώ και το παιδί, φλουρί μου».
Άκουσε απαλά πατήματα κι είδε ένα κοριτσάκι πέντε ως έξι χρονών να τον κρυφοκοιτάζει από ένα δώμα στο βάθος. Είχε το ένα του χέρι δεμένο με μαντίλι, που ήταν περασμένο απ' το λαιμό της.
«Τι είναι αυτό;» φώναξε ο Γκάμπριελ.
«Δεν ήρθε να το πάρει κανείς!» του απάντησε, είχε αρχίσει κιόλας να γδύνεται και να φοράει τα ρούχα που της είχε φέρει.
«Να το αφήσουμε στη διοίκηση».
«Ου! Αυτοί έχουν τώρα δουλειές με φούντες, δε θα δώσουν σημασία».
Ο Γκάμπριελ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τη μικρή.
«Μπορείς να περπατήσεις;» της φώναξε.
Εκείνο δεν του απάντησε, συνέχισε να τον βλέπει μισοκρυμμένο πίσω απ' την πόρτα. Η Λαζαρίνα τον πλησίασε μ' αεράτο βήμα, φαινόταν χαρούμενη που θα 'φευγαν. Είχε φορέσει τα αντρικά ρούχα και γελούσε με τον εαυτό της.
«Να 'χα έναν καθρέφτη, μια λίμνη, κάτι... να με δω!»
Ο Γκάμπριελ ήταν συνοφρυωμένος και κοίταζε μια αυτήν και μια το παιδί που συνέχιζε να τον παρατηρεί μισόγυμνο και κρυμμένο σαν το αγρίμι πίσω απ' την πόρτα.
«Δεν έχουμε χρόνο, βιάσου!»
«Έτοιμη είμαι, μόνο μισό λεπτό!»
Πήρε το φόρεμα της και πλησίασε τη μικρή, το έριξε επάνω της και την σκέπασε ολόκληρη. Ύστερα έβγαλε έναν σουγιά, του άνοιξε μερικές τρύπες και με τα χέρια έσκισε γρήγορα ό,τι περίσσευε και σερνόταν στο πάτωμα.
«Να βρεις αφιόνι!» της φώναξε.
«Γιατί;»
«Για να μη βάλει τα κλάματα το παιδί και μας προδώσει, έδωσε διαταγή η διοίκηση να δώσουμε σ' όλα αφιόνι πριν ξεκινήσουμε».
«Αφιόνι έχουμε πολύ εδώ για τους πόνους, για την πείνα μόνο ψωμί δεν έχουμε...»
«Βιάσου, νυχτώνει!» της ξαναφώναξε.
François-Émile de Lansac, Η αυτοθυσία της μάνας
Episode of the siege of Missolonghi (1827). Missolonghi Pinacothèque.
Βγήκαν στο δρόμο και συνάντησαν πολλούς με φανάρια, ήσυχα χωρίς φωνές τραβούσαν όλοι προς τις εξόδους. Η Λαζαρίνα, ψηλή όπως ήταν και κουκουλωμένη με τ' αντρικά ρούχα, δύσκολα ξεχώριζες πως ήταν γυναίκα. Στο σελάχι της ήταν περασμένη μια πιστόλα κι ένα μαχαίρι με κοκάλινη λαβή. Ο Γκάμπριελ είχε περασμένη τη δερμάτινη τσάντα στον ώμο, ζωσμένος το γιαταγάνι,, και βαστούσε το σισανέ στα χέρια. Η μικρή κρατούσε το χέρι της Λαζαρίνας και δεν τον πολυπλησίαζε.
«Να ξέρεις, τούτο το παιδί μπορεί να μας κοστίσει τη ζωή!»
«Μην γκρινιάζεις, φλουρί μου. Εκεί στη Βοστόνη πιστεύετε στη μοίρα;»
Προτίμησε να μην απαντήσει στις αλαφράδες της, είχε το νου του εκεί που κατευθύνονταν, στην ντάπια της Λουνέτας.
Έσκυψε στο αυτί του και του ψιθύρισε.
«Της μοίρας είναι... Ξέρεις πώς το λεν το παιδί; Ασημίνα!»
Χωρίς να το θέλει ανατρίχιασε, ήταν απ' το φόβο μήπως είχε ξανά χαθεί ο νους της στο δάσος.
«Φρόντισε να ζήσεις μόνο», της είπε πάλι και κοίταξε μπροστά. Ο νους του ήταν τρικυμισμένος, ήξερε πολύ καλά τι τους περίμενε εκεί έξω.
Στην επόμενη στροφή συναντήθηκαν με τον Μάγερ, τη γυναίκα του την Αλτάνη και τις δυο τους κόρες. Το μάτι του Ελβετού τρεμόπαιξε που τον είδε με τη Λαζαρίνα κι ένα παιδί, αλλά δε ρώτησε.
«Το τετράδιο το πήρες;» τον ρώτησε ο Γκάμπριελ.
«Πάνω μου το 'χω, εσύ;»
«Στην τζάντα, εδώ».
«Ο Θεός μαζί μας, να μας αξιώσει να βρεθούμε όλοι μαζί στον Άγιο Συμεών».
Ασπάστηκε ο ένας τον άλλον και συνέχισαν το δρόμο. «Τ' αφιόνι το 'δωσες;» τη ρώτησε κάποια στιγμή. «Σε λίγο θα την πιάσει».
Πραγματικά η μικρή είχε αρχίσει να τρίβει τα μάτια και το βήμα της είχε βαρύνει.
«Το χέρι της πώς το έσπασε;»
«Γκρεμίστηκε η σκεπή από πάνω της, από θαύμα σώθηκε, όλοι οι δικοί της πέθαναν».
«Πώς θα την κουβαλάμε, είναι βαριά;»
«Πιο ελαφριά απ' τα κιτάπια σου και τα μελάνια».
Ary Scheffer, Ελληνίδες εκλιπαρούν την Παναγία για βοήθεια (1826).
«Πού είναι ο Κασομούλης, ο Στουρνάρης;» τον ρώτησε.
«Θα 'ναι στην άλλη την κολόνα», της είπε μόνο και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
Προσπαθούσε τώρα να τα ταιριάξει όλα λίγο με το μυαλό του, την τάφρο, πώς θα περνούσαν, τα βόλια, πώς θα πιάνονταν μες στο σκοτάδι μη χαθούνε...
Κάθισαν κάτω στο χώμα και περίμεναν. Γύρω τους σιωπηλές συντροφιές από αρματωμένους. Δυο τρεις τούς κοίταζαν περίεργα, γιατί η έξοδος για τις φαμίλιες ήταν απ' την άλλη πλευρά. Ο Γκάμπριελ φοβόταν μια διαταγή που θα τους έστελνε προς τα εκεί, ευτυχώς ο χρόνος της πόλης τελείωνε, δεν προλάβαιναν πια.
Ήταν όλοι τους πια κάτω απ' το φως του φεγγαριού, είχε σελήνη δέκα ημερών. Η μικρή είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της Λαζαρίνας. Κάποια στιγμή έσκυψε και της έδειξε ένα κομμάτι σχοινί.
«Θα δεθούμε μέση με μέση, τα χέρια μου πρέπει να 'ναι ελεύθερα».
«Σάματις δεμένοι δεν είμαστε τόσα χρόνια;» του είπε και γέλασε.
Ύστερα έσφιξε πάνω της το κορμάκι της μικρής, μύρισε ηδονικά τα μαλλιά της κι έκλεισε τα βλέφαρα.
Όταν ένα σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι, σκοτάδι απλώθηκε παντού. Είχε έρθει η ώρα. Άνοιξαν οι πόρτες της ντάπιας και ήσυχα άρχισαν να περνούν έξω. Το απόγευμα έπεφταν διάσπαρτες κανονιές απ' το εχθρικό ορδί, τώρα τα ταμπούρια πέρα απ' την τάφρο ήταν ήσυχα και σκοτεινά. Πολλοί απ' αυτούς που περνούσαν την πόρτα της ντάπιας για να βγουν τη φιλούσαν και δάκρυζαν. Περνούσαν ομάδες τώρα γρήγορα πάνω απ' τη γέφυρα. Όταν ακούστηκαν οι πρώτες μπαταριές απ' το βάθος, η κολόνα τους ολόκληρη έτσι όπως προχωρούσε αντιλάλησε απ’ τις φωνές. Οι Σουλιώτες, έτοιμοι από ώρα και με γυμνά γιαταγάνια, κραύγαζαν την πολεμική τους ιαχή.
Θ. Π. Βρυζάκης, Η έξοδος του Μεσολογγίου
«Δίπλα μου!» της είπε μόνο και ξεκρέμασε κι αυτός το ντουφέκι.
Εκείνη έσφιξε τη μικρή πάνω της κι έπιασε τη γεμισμένη πιστόλα με το αριστερό. Το περπάτημα είχε γίνει πια τρεχαλητό. Ευτυχώς είχαν προλάβει να περάσουν τη γέφυρα, πίσω τους στριμώχνονταν πια στο πέρασμα της και τα βόλια πέφτανε βροχή, πολλοί έπεσαν μέσα στο χαντάκι και δεν ξανασηκώθηκαν. Συνέχιζαν να τρέχουν και να σκουντουφλάνε, δεν πυροβολούσαν ακόμα γιατί έβλεπαν μόνο δικούς τους.
Ξαφνικά φάνηκαν μπροστά τους φλόγες, οι πρώτοι Σουλιώτες είχαν πατήσει τα ταμπούρια κι αναποδογύριζαν ό,τι έβλεπαν μπροστά τους, είχαν βάλει φωτιά σε σκηνές και καλύβες. Ο Γκάμπριελ κατάλαβε πως σε λίγο έμπαιναν στην πραγματική μάχη.
Το ευεργετικό σύννεφο εγκατέλειψε όμως τότε το φεγγάρι κι άρχισε σιγά σιγά να αχνοφωτίζει ο κάμπος.
«Όλοι μαζί, μη σκορπάτε τώρα, όλοι μαζί!» ακούστηκε μια φωνή.
Τα βόλια που ως τότε περνούσαν πάνω από τα κεφάλια τους είχαν αρχίσει πια να βρίσκουν το στόχο τους, καταλάβαιναν δίπλα τους κορμιά να πέφτουν και να μην ξανασηκώνοντας
«Όλοι μαζί!» ακούστηκε πάλι η φωνή.
Είχαν μπει πια στο εχθρικό στρατόπεδο, έβλεπαν δεξιά κι αριστερά σφαγμένους Τούρκους κι Αράπηδες, σκηνές και καλύβες που είχαν λαμπαδιάσει φώτιζαν τον τόπο, οι Σουλιώτες μπροστά συνέχιζαν ν' ανοίγουν δρόμο. Βρίσκονταν όμως πια μέσα σε πυκνά εχθρικά πυρά. Πολλά κορμιά έπεφταν, κουφάρια δικών τους τους έκλειναν το δρόμο, άλλοι σκόνταφταν και ξανασηκώνονταν.
Giuseppe Pietro Mazzola, Ibrahim attacks Messolonghi (Πινακοθήκη Μεσολογγίου)
«Καλά είμαι, προχώρα!» η φωνή της ήταν κοφτή και λαχανιασμένη απ' την τρεχάλα.
Πολύ κοντά του ξεχώρισε δυο κόκκινες στολές, άπλωσε το ντουφέκι και πυροβόλησε, ο ένας έπεσε.
«Εκεί!» της φώναξε, «χτύπα τώρα!»
Εκείνη κοντοστάθηκε, γιατί καταλάβαινε πως το κοιμισμένο παιδί τής γλιστρούσε απ' τα χέρια. Έσκυψε και το άφησε κάτω, ένα βόλι σφύριξε από πάνω της την ώρα που είχε γείρει. Χούφτωσε την πιστόλα της με το δεξί και πυροβόλησε, είδαν και τον δεύτερο να γκρεμίζεται. Ο Γκάμπριελ πέρασε γρήγορα το ντουφέκι στον ώμο κι έσκυψε κι αυτός. Πήρε τη μικρή στην αγκαλιά του με το αριστερό χέρι και με το δεξί χούφτωσε το γιαταγάνι.
«Σήκω, πάμε!» της φώναξε μες στο χαλασμό.
Τρία παλικάρια απ' τον νταϊφά του Μακρή έβγαλαν κάτι άγριες κραυγές κι όρμησαν μπροστά σαν θηρία. Ο πρώτος έκοψε με την πάλα το λαιμό ενός αλόγου σύρριζα και γέμισε ολόκληρος αίματα. Οι σπαχήδες αιφνιδιάστηκαν, δεκάδες σκελετωμένοι όρμηξαν μπροστά χωρίς να λογαριάζουν τίποτα. Είχαν δρεπάνια, γιαταγάνια, ξύλα, τα χέρια τους τα ίδια.
Ο Μαυροκορδάτος υπερασπίζεται το Μεσολόγγι (Τοιχογραφία του Μεγάρου της Βουλής)
«Μη σκορπάτε!» ακούστηκαν πάλι φωνές.
Συνέχιζαν να τρέχουν.
«Δίπλα μου!» της φώναξε.
«Το παιδί μη σου πέσει!» τσίριξε εκείνη, γιατί τον είδε να παραπατάει, το πόδι του είχε πέσει σε μια λακκούβα.
Καινούργιο κύμα από βόλια τούς υποδέχτηκε, οι μπροστινοί τους έπεσαν αμέσως.
«Κάτω!» της φώναξε και την έπιασε απ' το χέρι.
Έπεσε κι αυτός έτσι ώστε να μην πληγώσει τη μικρή. Ήξερε μετά από τόσα χρόνια πολέμου πως όταν ερχόταν πυκνό κύμα από βόλια όπως αυτό, σε λίγο θα ερχόταν και δεύτερο πιο πυκνό. Ήξερε πως όταν πέφτουν έτσι τα βόλια είναι που οι Αράπηδες πολεμάνε στοιχισμένοι, αλλάζουν τότε αμέσως ντουφέκια και ξαναχτυπάνε. Πραγματικά ήρθε ένα δεύτερο κύμα πιο πυκνό και φονικό απ' το πρώτο. Είδαν όλους γύρω τους να πέφτουν.
«Τώρα!» της φώναξε πάλι και τη σήκωσε.
Άρχισαν να τρέχουν μ' όλες τους τις δυνάμεις, πίσω τους ακολουθούσαν εκατοντάδες άλλοι, τέτοιες ώρες οι άνθρωποι μιμούνται ο ένας τον άλλον.
Σε λίγη ώρα κατάλαβαν πως είχαν περάσει το πρώτο ορδί. Πίσω τους άκουγαν ποδοβολητό, τους ακολουθούσαν πολλοί, όλοι είχαν προσπεράσει τις φωτιές και ήταν πάλι στο φεγγαρόφωτο. Μπροστά τους έβλεπαν πολλές σκιές, λόγια κοφτά ακούγονταν, λαχανιάσματα.
«Μια ανάσα, βρε παιδιά», είπε κάποιος.
Αρκετοί κοντοστάθηκαν, η κολόνα τους, αυτό το στοιχισμένο μπουλούκι που ήταν στην αρχή, είχε αρχίσει λίγο λίγο να σκορπίζει. Ο Γκάμπριελ ανασήκωσε λίγο ακόμα το παιδί, που είχε αρχίσει να του γλιστρά απ' τα χέρια. Αφουγκράστηκε την ανάσα της στο αυτί, κοιμόταν, το αφιόνι είχε κάνει καλά τη δουλειά του.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Στάσου μια στιγμή, για το Θεό!»
Κοντοστάθηκαν για λίγο στη μέση του κάμπου, πίσω τους άκουγαν φωνές, ακολουθούσαν κι άλλοι πολλοί περπατώντας τώρα, η ανάσα τους είχε κοπεί.
«Μη σκορπάτε!» φώναξε ο Γκάμπριελ δυνατά.
Πολλοί τούς άκουσαν και το πλήθος άρχισε πάλι να μυρμηγκιάζει από πίσω τους.
«Όλοι μαζί! Μόνο έτσι έχουμε ελπίδα!»
«Πάμε καλά ή χαθήκαμε;» ρώτησε μια γυναίκα απ' το πλήθος.
«Από δω θα βγούμε», απάντησε ένας άλλος, «ο Άγιος Συμεών είναι από δω, κουράγιο στην τρεχάλα να 'χετε!»
Όσοι είχαν άρματα άρχισαν να τα ξαναγεμίζουν στο μισοσκόταδο. Λίγα λεπτά κράτησε η ανάπαυλα μέχρι να ξαναμαζευτούν. Ένας Μεσολογγίτης που ήξερε καλά τα μέρη μπήκε μπροστά να οδηγεί.
«Να περάσουμε του Κότσικα τ' αμπέλι!» φώναξε.
«Πάμε, αδερφοί!» ακούστηκε μια άλλη φωνή, και ήταν το σύνθημα, καθώς άρχισε όλο το ανθρώπινο κοπάδι να βαδίζει πάλι γρήγορα μπροστά.
Οι άντρες του Μακρή και οι Σουλιώτες προπορευόντουσαν, δεν είχαν όμως αφήσει ίχνη, η νύχτα μπέρδευε το πλήθος, δεν άκουγαν πια τις πολεμικές ιαχές τους που ήταν παρηγοριά στο κρύο σκοτάδι.
Ξαφνικά άκουσαν τη γης να τρέμει ολάκερη, ήταν φανερό ότι πλησίαζε καβαλαρία απ' τη μεριά του Αντελικού, κάποιες γυναίκες πίσω τσίριξαν.
«Χαθήκαμε!» ακούστηκε από πολλές φωνές.
«Στην άκρια του δρόμου γρήγορα! Ταμπουρωθείτε!»
Το πλήθος σχίστηκε στα δυο και μοιράστηκε δεξιά κι αριστερά του χωματόδρομου. Έβλεπαν τώρα μπροστά τους δαδιά αναμμένα, το βροντοκόπημα των αλόγων δυνάμωνε. Αλογίσια κεφάλια, τουρμπάνια και γυμνά σπαθιά έδειχναν έναν δράκο του πολέμου με δεκάδες πόδια και χέρια που πλησίαζε, ό,τι βρισκόταν στο πέρασμα του θα ροβόλαγε στον Άδη.
«Φωτιά!» ακούστηκε μια φωνή στο σκοτάδι.
Τα καριοφίλια, οι σισανέδες και οι πιστόλες βρόντηξαν το ένα πίσω απ' το άλλο. Τα πρώτα άλογα και οι καβαλαραίοι τους πήγαν κουρμπάνι στον κάτω κόσμο. Ξεχώριζαν δαδιά να γλιστρούν απ' τα χέρια και να πέφτουν στο χώμα, υφάσματα, στολισμένες σέλες, χάμουρα, οπλές ανασηκωμένες ψηλά σαν πόδια ενός μεγάλου σκαθαριού.
Γιάννης Κολιός, Χωρίς τίτλο (2009)
Τα μακριά γιαταγάνια των ντελήδων άρχισαν να δουλεύουν απ' τα ψηλά με δίπλα τους φανούς και τα δαδιά που διέλυαν το σκοτάδι του κάμπου. Οι πεινασμένοι κουλουριάζονταν εδώ κι εκεί αποκαμωμένοι απ' το τρεχαλητό και τον τρόμο.
Ο Γκάμπριελ άδειασε την πιστόλα στο στήθος ενός ντελή που τον πλησίασε κι έβγαλε από μέσα του μια κραυγή θηρίου, που σκέπασε όλον τον ορυμαγδό. Πέταξε την πιστόλα κι έσυρε το γιαταγάνι. Το παιδί ήταν αφημένο δίπλα τους στα χορτάρια. Βρήκε μπροστά του έναν άλλο ντελή που είχε πέσει απ' το άλογο. Ο νους του είχε θολώσει, η άγρια κραυγή είχε κάνει πέτρα όλο του το κορμί, το αίμα κυλούσε άγρια στις φλέβες του, ένιωθε πως με την πίεση θα τα έσπαγε όλα μέσα του και θα χυνόταν με δύναμη έξω σαν κόκκινο σπέρμα. Έμπηξε τα δάχτυλα στα μάτια του ιππέα και με το γιαταγάνι του 'κοψε σύρριζα το λαιμό. Έβγαλε άλλη μια κραυγή πιο άγρια απ' την πρώτη, στο χέρι τώρα κρατούσε το κομμένο κεφάλι και το έδειχνε γύρω γύρω. Απ' τους πεσμένους πυρσούς είχαν πιάσει φωτιά τα ξερόχορτα και τον φώτιζαν, σκηνή άγριας θυσίας.
«Νικήτα, πού είσαι;» κραύγασε μ' όλη του τη δύναμη κρατώντας το κομμένο κεφάλι.
Μέσα στις φωτιές που έζωσαν τον τόπο έμοιαζε με τον ίδιο το διάβολο που είχε ανέβει απ' τα καταχθόνια στον κάμπο, το αίμα κι ο ιδρώτας του μύριζαν θειάφι. Δυο τρεις απ' τους συντρόφους εδώ κι εκεί αναθάρρησαν κι όρμηξαν με τα γιαταγάνια να πελεκάνε τα γόνατα των αλόγων. Αρκετοί απ' τους ντελήδες είχαν αρχίσει να τα χάνουν, η δεισιδαιμονία τους άπλωσε πάνω στη νύχτα ένα δίχτυ τρόμου.
«Σεΐτάν!» ακούστηκε μια φωνή μέσα απ' την καβαλαρία.
Πέταξε το κεφάλι μακριά και κοίταξε γύρω του. Το παιδί ήταν πεσμένο στα χόρτα, η φωτιά σιγά σιγά το πλησίαζε. Έκανε δυο βήματα κι έπιασε το φαρί του σφαγμένου ντελή απ' τα χάμουρα. Το ζώο είχε ανοίξει διάπλατα τα πελώρια μαύρα μάτια του, αυτός ο παλιός γητευτής των αλόγων του Κόνκορντ έπρεπε να δείξει τώρα το χάρισμα του.
«Θεέ μου, βοήθα με!» είπε κι ακούμπησε τα χείλη του στο κεφάλι του αλόγου.
Δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια του, τα χέρια του τα μουσκεμένα στο αίμα χάιδευαν τώρα τρυφερά το αλογίσιο κεφάλι.
«Βοήθα μας, Θεέ μου!» τα δάκρυα του κυλούσαν βρόχινα στο πιγούνι και στο λαιμό, για να ξεπλύνουν τις κούπες από το αίμα της σφαγής.
Mary Cour Burrows, The horse Whisperer
«Κρατήσου!» φώναξε και σπιρούνισε.
Βγήκαν στο δρόμο κι άρχισαν να τροχοβολάνε προς τα σκοτεινά. Σε λίγη ώρα περνούσαν μέσα από αμπέλια, το άλογο βαριοπατούσε και κάθε τόσο σκόνταφτε σε σκληρούς σβώλους από χώμα. Ο Γκάμπριελ αφίππευσε και βάδιζε μπροστά σέρνοντάς τους απ' το χαλινάρι. Κάποια στιγμή κοίταξαν πέρα στο βάθος την πολιτεία που ήταν μες στις φλόγες.
Το Μεσολόγγι καιγόταν, η φεγγοβολή του ήταν πιο τρανή κι απ' τη σελήνη ακόμα και φώτιζε όλη τη λιμνοθάλασσα. Η Ουράνια Ιερουσαλήμ των Ρωμιών δεν υπήρχε πια, κάηκε σαν μια ξύλινη φάτνη ξημερώνοντας Μεγάλη Βδομάδα. Ελπίδα στο γένος τους δε φαίνονταν πια πουθενά.
Ισίδωρος Ζουργός, η αηδονόπιτα, εκδόσεις Πατάκη, κεφ. 40, σελ. 475-491
Eugène Delacroix , La Grèce sur les ruines de Missolonghi (1826)
Musée des beaux-arts, Bordeaux
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου