αν οι θεοί σοφοί λογιούνται, τότε
τον ψυχωμένον άντρα που αφανίσαν
οι εχθροί του, σε αψηλό τον θάβουν τάφο,
μα τους δειλούς στους άγριους ρίχνουν βράχους.
Η ομαδική ταφή ήταν ιδιαίτερη τιμή, εξύμνηση της ανδρείας που επέδειξαν στη μάχη τα θύματα του πολέμου , προβολή τους ως ακολούθων του προτύπου και της περιρρέουσας φιλοσοφίας του καλού καγαθού, αλλά και προβολή της ευμάρειας και της ομόνοιας της πόλης-κράτους μέσα από τις τελετουργίες που συνόδευαν την ταφή.
Είναι θεμιτό ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας ότι οι οικονομικά ευκατάστατοι στρατηγοί ή πολιτικοί που σκοτώνονταν στο πεδίο της μάχης τιμούνταν και ενταφιάζονταν σε ιδιωτικά μνημεία, τα οποία ανάλογα με την εποχή μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα πολυτελή.
Ήρωες και απόκληροι
Από τα όσα γνωρίζουμε από τις φιλολογικές πηγές, τρεις ήταν οι νόμιμοι τρόποι θανάτωσης των καταδίκων στην Αθήνα: η πόση κώνειου, η ρίψη στο βάραθρον και ο αποτυμπανισμός, ενώ ισάριθμοι ήταν και οι τρόποι μεταχείρισης των σορών τους μετά θάνατον:
είτε οι νεκροί επιστρέφονταν στους συγγενείς ώστε οι καταδικασμένοι να τύχουν της πρέπουσας ταφής, είτε ρίχνονταν στο βάραθρο όταν στην καταδίκη τους περιλαμβανόταν η στέρηση ταφικών τιμών, είτε τέλος τους επιτρεπόταν κανονική ταφή αλλά όχι στην Αττική, πρακτική που εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις ιερόσυλων ή προδοτών της πατρίδας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σωκράτη, που ενώ καταδικάστηκε σε θάνατο με πόση κώνειου, το σώμα του επιστράφηκε στους οικείους του ώστε η ταφή του να συνοδευθεί από τη σχετική τελετουργία.
Φαίνεται ότι στους πρώιμους χρόνους οι καταδικασμένοι ρίπτονταν στο βάραθρο ζωντανοί, αλλά αργότερα οι καταδίκες σε θάνατο εκτελούνταν εντός των φυλακών και μετά τα πτώματα μεταφέρονταν στο βάραθρο, μέχρι που τελικά επιτράπηκε η ταφή τους εκτός των ορίων της επικράτειας της Αττικής με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες που οι σοροί επιστρέφονταν στους συγγενείς. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, η χρήση του βαράθρου ανεστάλη για λόγους υγιεινής. Από τα όσα μας είναι γνωστά, το αθηναϊκό βάραθρον βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Λόφου των Νυμφών. Μας παραδίδεται επίσης ως γεγονός ότι το βάραθρον γέμισε μετά τη ρίψη σε αυτό ενός καταδικασμένου από τη Φρυγία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκάλυψη ταφής 17 ή 18 ατόμων στο Φάληρο Αττικής που εκτελέστηκαν «δι’ αποτυμπανισμού» τον 5ο αι. π.Χ., ενώ ετάφησαν σε νεκροταφείο του 7ου αι. π.Χ. που είχε πάψει να χρησιμοποιείται. Η διαδικασία σε γενικές γραμμές φαίνεται να ήταν η ακόλουθη: ο καταδικασμένος προσηλωνόταν σε πλατιές ξύλινες σανίδες που αποκαλούνταν «τύμπανα» και οι σανίδες στερεώνονταν κάθετα στο έδαφος. Εν συνεχεία, ο εκάστοτε τιμωρούμενος προσδενόταν με πέντε συνολικά σιδερένιους, ανοιχτούς στο κατώτερο τμήμα κλοιούς (σε σχήμα Ω, σε σχήμα διπλού άγκιστρου ή σε σχήμα κρίκου αλυσίδας), έναν στο λαιμό και από έναν στους καρπούς και στα σφυρά των ποδιών και παρέμενε κρεμασμένος κατ’ αυτό τον τρόπο ώσπου να ξεψυχήσει, χωρίς φυσικά να του παρέχεται νερό ή φαγητό. Το συγκεκριμένο βασανιστήριο πιθανόν κρατούσε πάνω από δέκα μέρες, κατά τις οποίες οι καταδικασμένοι ουσιαστικά υπέφεραν από την πίεση του ίδιου τους του σώματος ενάντια στα σιδερένια δεσμά. Αυτή η πρακτική περιγράφεται στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, όταν αναφέρεται η τιμωρία του Μνησιλόχου.
Φαίνεται ότι οι αποκαλούμενοι «σιδηρόδετοι» του Φαλήρου είχαν θανατωθεί σε εμφανές μέρος για παραδειγματισμό, στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε στην Αθήνα από το Φάληρο, το τότε επίνειο της Αθήνας, ενώ η άποψη ότι ο ενταφιασμός των «αποτυμπανισμένων» νεκρών αντί της ρίψης των σορών τους στο βάραθρο αποτελεί ένδειξη επιείκειας είναι μάλλον ατεκμηρίωτη. Βρέθηκαν εντός περιβόλου πλάτους 4,80 μ. και μήκους 2,50 μ., ο ένας δίπλα στον άλλο. Σε μία περίπτωση λείπει το μεγαλύτερο τμήμα των ποδιών, η κεφαλή είναι ακρωτηριασμένη και το δεξί χέρι ιδιαίτερα τραυματισμένο, σαν να προσπαθούσε ο νεκρός να απαλλαγεί από τα δεσμά του, ενώ είναι έκδηλο από τη θέση των σκελετών ότι ήταν όλοι τους προσδεδεμένοι στο ίδιο τύμπανον.
Οι παλαιότεροι ερευνητές δίστασαν να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο απαξιωτικός θάνατος των καταδίκων του Φαλήρου αποτέλεσε δημόσιο θέαμα, γιατί αυτό αντιτίθετο με την αισθητική αλλά και την ηθική της δημοκρατικής Αθήνας, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη έρευνα, και απέρριψαν ομόφωνα ως έθιμα απόλυτα βαρβαρικά τα ενδεχόμενα κάποιοι από τους αποκαλούμενους «σιδηρόδετους» να ενταφιάστηκαν ζωντανοί ή να αφέθηκαν προς βορά των αρπακτικών πουλιών (αν και έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί ο ακρωτηριασμός κάποιων σκελετών), ενώ θεώρησαν ότι όσοι δεν είχαν ήδη καταλήξει από τα βασανιστήρια φονεύθηκαν με βέλη, όπως υποδηλώνει μία αιχμή στο θώρακα ενός από τους σκελετούς.
Σχετικά με την ταυτότητά τους προτάθηκαν πολλές ερμηνείες, με πιο ενδιαφέρουσες τις ταυτίσεις του πολυανδρίου του Φαλήρου με πειρατές, εξεγερμένους δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου, Αργείους, θύματα των τριάκοντα τυράννων, αιχμάλωτους κάποιου πολέμου, οπαδούς του Κύλωνα, θύματα του Ιππία, Πέρσες ναυαγούς, Αιγηνήτες, Μυτιληναίους, ή ανθρώπους που επιτέλεσαν ύβρη προς τους θεούς ή τις ιερές τελετουργίες. Ο Πελεκίδης μάλιστα, εξετάζοντας το αποτρόπαιο του θανάτου και τις σύγχρονές του ιστορικές μαρτυρίες, τους ταυτίζει με τους Ερμοκοπίδες, ερμηνεία που φαίνεται πολύ ελκυστική και εν πολλοίς τεκμηριωμένη. Όποια και να είναι η αφορμή, πρόκειται για εξαιρετικού ενδιαφέροντος εύρημα, μέσα από το οποίο αποτυπώνεται μία μάλλον σκοτεινή στιγμή στην ιστορία της δημοκρατικής Αθήνας.
Ο Πλούταρχος μας διηγείται πως ο Περικλής, αφού κατέπνιξε την επανάσταση της Σάμου, το 439, «έφερε στην αγορά της Μιλήτου τους τριηράρχους και τους ναύτες των Σαμίων, τους έδεσε σε σανίδες, τους άφησε έτσι δέκα μέρες σε κακή κατάσταση και έπειτα έδωσε διαταγή να τους σκοτώσουν, σπάζοντας τα κεφάλια τους με ξύλα και να πετάξουν τα πτώματά τους ακήδευτα». Ο Αριστοφάνης μας δείχνει το Μνησίλοχο στερεωμένο επάνω στη σανίδα. Τον στερεώνει ένας Σκύθης τοξότης και τον αφήνουν έτσι, όπως την Ανδρομέδα επάνω στο βράχο της. Αλλού μιλάει για ένα ξύλινο όργανο με πέντε τρύπες, το οποίο ήταν προορισμένο για τον Κλέωνα• αυτές οι πέντε τρύπες είναι φανερό πώς αντιστοιχούσαν στους κρίκους που έσφιγγαν το λαιμό και τα τέσσερα μέλη. Ο L. Gernet γράφει :
Από μαρτυρίες αρχαιολογικές και φιλολογικές έχουμε λοιπόν μια εικόνα πολύ σαφή. . . αυτής της τρομερής τιμωρίας. Ο καταδικασμένος στερεωνόταν γυμνός σε μια σανίδα μπηγμένη στη γη, απαγορευόταν να τον πλησιάσει κανείς για να τον βοηθήσει και να τον ανακουφίσει. Καταλαβαίνουμε τι θάνατος τον περιμένει. Το μαρτύριο αυτό μοιάζει με τη σταύρωση• μόνο που στη σταύρωση τα χέρια και τα πόδια είναι καρφωμένα και το αίμα που χύνεται φέρνει γρηγορότερα το θάνατο. Το πιο βασανιστικό είναι ο κρίκος που πιέζει το κάτω σαγόνι• το βάρος του σώματος κάνει τόσο μεγάλο το μαρτύριο που δύσκολο είναι να το υπολογίσεις.
Φαντάζεται κανείς την αγωνία του καταδικασμένου, που κρατούσε αρκετές μέρες. Το ότι έναν τέτοιο τρόπο εκτέλεσης επέβαλλαν οι Αθηναίοι — αυτό πρέπει να μας κάμει ν' αλλάξουμε λίγο τις ιδέες μας για το ποινικό τους δίκαιο. Την ποινή αυτή την επέβαλλαν όλη την κλασική περίοδο. . . βρίσκουμε τα ίχνη της μέχρι το τέλος του τετάρτου αιώνα".
Ο τόπος που θανάτωναν τους καταδικασμένους, ήταν έξω από την πόλη, κοντά στα Μακρά τείχη της βόρειας πλευράς ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά. Μια μέρα., μας λέει ο Πλάτων, «ο Λεόντιος, γυρνώντας στην Αθήνα από τον Πειραιά και περνώντας κοντά απ' έξω από το βόρειο τείχος, διέκρινε πτώματα στον τόπο των εκτελέσεων». Αυτός ο τόπος είναι διαφορετικός από το γκρεμό που λεγόταν β ά ρ α θ ρ ο ν, παλιό λατομείο, στα δυτικά της Ακρόπολης, όπου έριχναν από ψηλά, από πολύ παλιά χρόνια, ορισμένες κατηγορίες καταδικασμένων σε θάνατο.
Γκρέμιζαν δε στο βάραθρον μόνο αυτούς που ήταν καταδικασμένοι για ιερόσυλες πράξεις και για πολιτικά αδικήματα. Ο λιθοβολισμός, που λίγες μαρτυρίες έχουμε γι' αυτόν, φαίνεται πως προοριζόταν κι' αυτός μόνο για τους ασεβείς και τους προδότες, αλλ' εμφανίζεται σα μια εκτέλεση που επέβαλλε στα γρήγορα ο λαός σε στιγμή μεγάλης αγανάκτησης• έτσι το 479 ο βουλευτής Λυκίδης, που πρότεινε να δεχτούν τις προτάσεις του Μαρδονίου, λιθοβολήθηκε από τους συνάρχοντές του και τους άλλους πολίτες που βρίσκονταν εκεί".
Robert Flaceliere, Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (σελ. 294-295), εκδόσεις Παπαδήμα
Το θάνατο, πάντως, ως τιμωρία αντιμετώπιζαν επίσης και αυτοί που υπερασπίζονταν τον προδότη, αφού θεωρείτο ότι διέπρατταν και αυτοί αδίκημα.
Έτσι, για το έγκλημα της προδοσίας η θανάτωση επιβαλλόταν με τους κάτωθι τρόπους :
Κατακρήμνιση σε βάραθρο ή σε όρυγμα. Αυτή ήταν η αρχαιότερη μέθοδος θανάτωσης, για την οποία όμως δυστυχώς δεν έχουμε πολλές διαθέσιμες πληροφορίες. Ο κατάδικος ριπτόταν ζωντανός σε βάραθρο, το οποίο ονομαζόταν επίσης και «όρυγμα» ή «χάσμα φρεατώδες» και βρισκόταν κοντά στην κατοικία του δήμιου. Αρκετοί μελετητές, πάντως, έχουν υποστηρίξει ότι το βάραθρο ή όρυγμα δεν ήταν τόπος εκτέλεσης θανατοποινιτών, αλλά απλά ένας τόπος όπου ρίπτονταν άταφα τα πτώματα των ήδη εκτελεσθέντων με άλλον τρόπο. Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι μία από τις ονομασίες του δήμιου ήταν και «ο επί του ορύγματος» (Λυκούργος «Κατά Λεωκράτους» 121).
Αποτυμπανισμός. Αυτή η βαρύτατη ποινή εκτός από τους προδότες επιφυλασσόταν και για τους τυμβωρύχους, βαλαντιοτόμους, ανδραποδιστές. Ο Λυσίας μας αναφέρει την περίπτωση ενός προδότη που αποτυμπανίσθηκε, επειδή σε καιρό πολέμου έστελνε στους εχθρούς φωτεινά σήματα, ενώ ο Δημοσθένης αναφέρει τον αποτυμπανισμό ως ποινή επιβαλλόμενη στους προδότες της πόλης. Η δεύτερη αυτή μέθοδος εκτέλεσης ήταν ιδιαίτερα άγρια και βασανιστική, ενώ είναι ενδιαφέρον ότι έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις για τον τρόπο επιβολής της. Οι σχετικές μνείες είναι πολλές, αλλά, δυστυχώς, ελλιπείς και συχνά αντιφατικές.
Δύο είναι οι βασικές υποθέσεις που μπορούν να διατυπωθούν : η εκτέλεση πραγματοποιείτο με πλήγματα τυμπάνου, δηλαδή με ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου με την χρήση ροπάλου. Ο κατάδικος προσδενόταν στο «τύμπανον» και αφηνόταν εκεί σε έναν αργό και αγωνιώδη θάνατο. Ο αρχαιολόγος Αντώνιος Κεραμόπουλος, μετά από ανασκαφές του το 1923 στο Παλαιό Φάληρο, ανακάλυψε έναν ομαδικό τάφο με σκελετούς ανθρώπων θανατωμένων με αποτυμπανισμό. Πολλοί ερευνητές και μελετητές του αρχαίου ποινικού δικαίου υιοθέτησαν τις απόψεις του Κεραμόπουλου, άλλοι όμως τις απέρριψαν ή άσκησαν κριτικό έλεγχο. Ειδικότερα, οι Έντεκα «επιμεληταί των κακούργων» (ήταν κληρωτοί Άρχοντες, αρμόδιοι για την εκτέλεση των ποινών) παρέδιδαν τον μελλοθάνατο, περνώντας τον από την «Χαρώνειο» θύρα, στον δήμιο. Ο δήμιος με τους βοηθούς του στην συνέχεια, αφού βασάνιζαν με ποικίλους τρόπους τον κατάδικο, τον γύμνωναν και τον ξάπλωναν ύπτιο επάνω σε μια χονδρή σανίδα πλάτους μισού τουλάχιστον μέτρου. Στην συνέχεια χρησιμοποιούσαν πέντε σιδεροκάρφια-χαλκάδες και τα στερέωναν καρφώνοντάς τα γύρω από τον λαιμό, τους καρπούς των χεριών και τα σφυρά του μελλοθάνατου, για να εξασφαλίσουν την σταθερή πρόσδεση και την ακινητοποίηση των μελών του σώματος. Ύστερα ανασήκωναν την σανίδα και την έμπηγαν στην γη κατακόρυφα, οπότε ο κατάδικος κρεμόταν και το βάρος που έπιπτε στα πέντε σημεία του δημιουργούσε αφόρητο πόνο κάτω από το σαγόνι, στις ωλένες και τις κνήμες που πληγώνονταν. Πολλές φορές, ενώ υπέμενε το παραπάνω μαρτύριο ο κατάδικος, συνάμα λιθοβολείτο.
Υποφέροντας από την δίψα και την πείνα, με την κυκλοφορία του αίματος σταδιακά να σταματά, τα πόδια και τα χέρια να γαγγραινιάζουν, τελικά ο αποτυμπανισμένος πέθαινε από την σύνθλιψη των μελών του, τον νευρικό παροξυσμό, την αγωνία και τον ψυχικό κάματο, μετά από ένα βασανιστήριο που διαρκούσε πολλές ημέρες. Υπήρχαν, μάλιστα, και φρουροί που εμπόδιζαν την τυχόν εκδήλωση οίκτου από παρευρισκόμενους, όταν ο αποτυμπανισμένος εκλιπαρούσε να συντομεύσουν το τέλος του με ένα θανάσιμο πλήγμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αποτυμπανισμός δεν ήταν μόνο εκτέλεση, αλλά κυρίως Δημόσια Θανάτωση, επίδειξη του μαρτυρίου μπροστά στο κοινό για παραδειγματισμό. Κατά τον Πλάτωνα, μάλιστα, ο αποτυμπανισμός πραγματοποιείτο σε περίοπτη θέση, σε σταυροδρόμια ή τρίστρατα (βλ. Πλάτωνος «Νόμοι» : 873β.5 - 6).
Από τους γραμμένους με αίμα νόμους του Δράκοντα (7ος αιώνας) ως τα χρόνια του Περικλή η δικαιοσύνη και το δίκαιο σημείωσαν μεγάλη πρόοδο: κατάργηση των ομαδικών ποινών και αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης. Παύει να τιμωρείται ολόκληρη η οικογένεια μαζί με τον ένοχο και το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» δεν εφαρμόζεται πια παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Ωστόσο, όσο κι αν έκανε προσπάθειες η Αθήνα, δεν έφτασε στον τομέα της δικαιοσύνης σ’ εκείνη την ακμή, σε κείνο το βαθμό τελειότητας που έφτασε στις τέχνες στα γράμματα, στη φιλοσοφία.
τον ψυχωμένον άντρα που αφανίσαν
οι εχθροί του, σε αψηλό τον θάβουν τάφο,
μα τους δειλούς στους άγριους ρίχνουν βράχους.
Ευριπίδη Ελένη (στ. 936-939)
Η ομαδική ταφή ήταν ιδιαίτερη τιμή, εξύμνηση της ανδρείας που επέδειξαν στη μάχη τα θύματα του πολέμου , προβολή τους ως ακολούθων του προτύπου και της περιρρέουσας φιλοσοφίας του καλού καγαθού, αλλά και προβολή της ευμάρειας και της ομόνοιας της πόλης-κράτους μέσα από τις τελετουργίες που συνόδευαν την ταφή.
Είναι θεμιτό ωστόσο να λάβουμε υπόψη μας ότι οι οικονομικά ευκατάστατοι στρατηγοί ή πολιτικοί που σκοτώνονταν στο πεδίο της μάχης τιμούνταν και ενταφιάζονταν σε ιδιωτικά μνημεία, τα οποία ανάλογα με την εποχή μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα πολυτελή.
Τύμβος Μαραθώνα |
Ήρωες και απόκληροι
Από τα όσα γνωρίζουμε από τις φιλολογικές πηγές, τρεις ήταν οι νόμιμοι τρόποι θανάτωσης των καταδίκων στην Αθήνα: η πόση κώνειου, η ρίψη στο βάραθρον και ο αποτυμπανισμός, ενώ ισάριθμοι ήταν και οι τρόποι μεταχείρισης των σορών τους μετά θάνατον:
είτε οι νεκροί επιστρέφονταν στους συγγενείς ώστε οι καταδικασμένοι να τύχουν της πρέπουσας ταφής, είτε ρίχνονταν στο βάραθρο όταν στην καταδίκη τους περιλαμβανόταν η στέρηση ταφικών τιμών, είτε τέλος τους επιτρεπόταν κανονική ταφή αλλά όχι στην Αττική, πρακτική που εφαρμόστηκε σε περιπτώσεις ιερόσυλων ή προδοτών της πατρίδας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σωκράτη, που ενώ καταδικάστηκε σε θάνατο με πόση κώνειου, το σώμα του επιστράφηκε στους οικείους του ώστε η ταφή του να συνοδευθεί από τη σχετική τελετουργία.
Φαίνεται ότι στους πρώιμους χρόνους οι καταδικασμένοι ρίπτονταν στο βάραθρο ζωντανοί, αλλά αργότερα οι καταδίκες σε θάνατο εκτελούνταν εντός των φυλακών και μετά τα πτώματα μεταφέρονταν στο βάραθρο, μέχρι που τελικά επιτράπηκε η ταφή τους εκτός των ορίων της επικράτειας της Αττικής με εξαίρεση τις περιπτώσεις εκείνες που οι σοροί επιστρέφονταν στους συγγενείς. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, η χρήση του βαράθρου ανεστάλη για λόγους υγιεινής. Από τα όσα μας είναι γνωστά, το αθηναϊκό βάραθρον βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Λόφου των Νυμφών. Μας παραδίδεται επίσης ως γεγονός ότι το βάραθρον γέμισε μετά τη ρίψη σε αυτό ενός καταδικασμένου από τη Φρυγία.
Το σημερινό αστεροσκοπείο, ο λόφος των Νυμφών |
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκάλυψη ταφής 17 ή 18 ατόμων στο Φάληρο Αττικής που εκτελέστηκαν «δι’ αποτυμπανισμού» τον 5ο αι. π.Χ., ενώ ετάφησαν σε νεκροταφείο του 7ου αι. π.Χ. που είχε πάψει να χρησιμοποιείται. Η διαδικασία σε γενικές γραμμές φαίνεται να ήταν η ακόλουθη: ο καταδικασμένος προσηλωνόταν σε πλατιές ξύλινες σανίδες που αποκαλούνταν «τύμπανα» και οι σανίδες στερεώνονταν κάθετα στο έδαφος. Εν συνεχεία, ο εκάστοτε τιμωρούμενος προσδενόταν με πέντε συνολικά σιδερένιους, ανοιχτούς στο κατώτερο τμήμα κλοιούς (σε σχήμα Ω, σε σχήμα διπλού άγκιστρου ή σε σχήμα κρίκου αλυσίδας), έναν στο λαιμό και από έναν στους καρπούς και στα σφυρά των ποδιών και παρέμενε κρεμασμένος κατ’ αυτό τον τρόπο ώσπου να ξεψυχήσει, χωρίς φυσικά να του παρέχεται νερό ή φαγητό. Το συγκεκριμένο βασανιστήριο πιθανόν κρατούσε πάνω από δέκα μέρες, κατά τις οποίες οι καταδικασμένοι ουσιαστικά υπέφεραν από την πίεση του ίδιου τους του σώματος ενάντια στα σιδερένια δεσμά. Αυτή η πρακτική περιγράφεται στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη, όταν αναφέρεται η τιμωρία του Μνησιλόχου.
Φαίνεται ότι οι αποκαλούμενοι «σιδηρόδετοι» του Φαλήρου είχαν θανατωθεί σε εμφανές μέρος για παραδειγματισμό, στην αρχή του δρόμου που οδηγούσε στην Αθήνα από το Φάληρο, το τότε επίνειο της Αθήνας, ενώ η άποψη ότι ο ενταφιασμός των «αποτυμπανισμένων» νεκρών αντί της ρίψης των σορών τους στο βάραθρο αποτελεί ένδειξη επιείκειας είναι μάλλον ατεκμηρίωτη. Βρέθηκαν εντός περιβόλου πλάτους 4,80 μ. και μήκους 2,50 μ., ο ένας δίπλα στον άλλο. Σε μία περίπτωση λείπει το μεγαλύτερο τμήμα των ποδιών, η κεφαλή είναι ακρωτηριασμένη και το δεξί χέρι ιδιαίτερα τραυματισμένο, σαν να προσπαθούσε ο νεκρός να απαλλαγεί από τα δεσμά του, ενώ είναι έκδηλο από τη θέση των σκελετών ότι ήταν όλοι τους προσδεδεμένοι στο ίδιο τύμπανον.
Οι «σιδηρόδετοι» του Φαλήρου. |
Οι παλαιότεροι ερευνητές δίστασαν να αποδεχτούν το γεγονός ότι ο απαξιωτικός θάνατος των καταδίκων του Φαλήρου αποτέλεσε δημόσιο θέαμα, γιατί αυτό αντιτίθετο με την αισθητική αλλά και την ηθική της δημοκρατικής Αθήνας, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η σύγχρονη έρευνα, και απέρριψαν ομόφωνα ως έθιμα απόλυτα βαρβαρικά τα ενδεχόμενα κάποιοι από τους αποκαλούμενους «σιδηρόδετους» να ενταφιάστηκαν ζωντανοί ή να αφέθηκαν προς βορά των αρπακτικών πουλιών (αν και έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί ο ακρωτηριασμός κάποιων σκελετών), ενώ θεώρησαν ότι όσοι δεν είχαν ήδη καταλήξει από τα βασανιστήρια φονεύθηκαν με βέλη, όπως υποδηλώνει μία αιχμή στο θώρακα ενός από τους σκελετούς.
Σχετικά με την ταυτότητά τους προτάθηκαν πολλές ερμηνείες, με πιο ενδιαφέρουσες τις ταυτίσεις του πολυανδρίου του Φαλήρου με πειρατές, εξεγερμένους δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου, Αργείους, θύματα των τριάκοντα τυράννων, αιχμάλωτους κάποιου πολέμου, οπαδούς του Κύλωνα, θύματα του Ιππία, Πέρσες ναυαγούς, Αιγηνήτες, Μυτιληναίους, ή ανθρώπους που επιτέλεσαν ύβρη προς τους θεούς ή τις ιερές τελετουργίες. Ο Πελεκίδης μάλιστα, εξετάζοντας το αποτρόπαιο του θανάτου και τις σύγχρονές του ιστορικές μαρτυρίες, τους ταυτίζει με τους Ερμοκοπίδες, ερμηνεία που φαίνεται πολύ ελκυστική και εν πολλοίς τεκμηριωμένη. Όποια και να είναι η αφορμή, πρόκειται για εξαιρετικού ενδιαφέροντος εύρημα, μέσα από το οποίο αποτυπώνεται μία μάλλον σκοτεινή στιγμή στην ιστορία της δημοκρατικής Αθήνας.
Η ομαδική ταφή του Κεραμεικού. |
Ο Πλούταρχος μας διηγείται πως ο Περικλής, αφού κατέπνιξε την επανάσταση της Σάμου, το 439, «έφερε στην αγορά της Μιλήτου τους τριηράρχους και τους ναύτες των Σαμίων, τους έδεσε σε σανίδες, τους άφησε έτσι δέκα μέρες σε κακή κατάσταση και έπειτα έδωσε διαταγή να τους σκοτώσουν, σπάζοντας τα κεφάλια τους με ξύλα και να πετάξουν τα πτώματά τους ακήδευτα». Ο Αριστοφάνης μας δείχνει το Μνησίλοχο στερεωμένο επάνω στη σανίδα. Τον στερεώνει ένας Σκύθης τοξότης και τον αφήνουν έτσι, όπως την Ανδρομέδα επάνω στο βράχο της. Αλλού μιλάει για ένα ξύλινο όργανο με πέντε τρύπες, το οποίο ήταν προορισμένο για τον Κλέωνα• αυτές οι πέντε τρύπες είναι φανερό πώς αντιστοιχούσαν στους κρίκους που έσφιγγαν το λαιμό και τα τέσσερα μέλη. Ο L. Gernet γράφει :
Από μαρτυρίες αρχαιολογικές και φιλολογικές έχουμε λοιπόν μια εικόνα πολύ σαφή. . . αυτής της τρομερής τιμωρίας. Ο καταδικασμένος στερεωνόταν γυμνός σε μια σανίδα μπηγμένη στη γη, απαγορευόταν να τον πλησιάσει κανείς για να τον βοηθήσει και να τον ανακουφίσει. Καταλαβαίνουμε τι θάνατος τον περιμένει. Το μαρτύριο αυτό μοιάζει με τη σταύρωση• μόνο που στη σταύρωση τα χέρια και τα πόδια είναι καρφωμένα και το αίμα που χύνεται φέρνει γρηγορότερα το θάνατο. Το πιο βασανιστικό είναι ο κρίκος που πιέζει το κάτω σαγόνι• το βάρος του σώματος κάνει τόσο μεγάλο το μαρτύριο που δύσκολο είναι να το υπολογίσεις.
Φαντάζεται κανείς την αγωνία του καταδικασμένου, που κρατούσε αρκετές μέρες. Το ότι έναν τέτοιο τρόπο εκτέλεσης επέβαλλαν οι Αθηναίοι — αυτό πρέπει να μας κάμει ν' αλλάξουμε λίγο τις ιδέες μας για το ποινικό τους δίκαιο. Την ποινή αυτή την επέβαλλαν όλη την κλασική περίοδο. . . βρίσκουμε τα ίχνη της μέχρι το τέλος του τετάρτου αιώνα".
Ο τόπος που θανάτωναν τους καταδικασμένους, ήταν έξω από την πόλη, κοντά στα Μακρά τείχη της βόρειας πλευράς ανάμεσα στην Αθήνα και στον Πειραιά. Μια μέρα., μας λέει ο Πλάτων, «ο Λεόντιος, γυρνώντας στην Αθήνα από τον Πειραιά και περνώντας κοντά απ' έξω από το βόρειο τείχος, διέκρινε πτώματα στον τόπο των εκτελέσεων». Αυτός ο τόπος είναι διαφορετικός από το γκρεμό που λεγόταν β ά ρ α θ ρ ο ν, παλιό λατομείο, στα δυτικά της Ακρόπολης, όπου έριχναν από ψηλά, από πολύ παλιά χρόνια, ορισμένες κατηγορίες καταδικασμένων σε θάνατο.
Γκρέμιζαν δε στο βάραθρον μόνο αυτούς που ήταν καταδικασμένοι για ιερόσυλες πράξεις και για πολιτικά αδικήματα. Ο λιθοβολισμός, που λίγες μαρτυρίες έχουμε γι' αυτόν, φαίνεται πως προοριζόταν κι' αυτός μόνο για τους ασεβείς και τους προδότες, αλλ' εμφανίζεται σα μια εκτέλεση που επέβαλλε στα γρήγορα ο λαός σε στιγμή μεγάλης αγανάκτησης• έτσι το 479 ο βουλευτής Λυκίδης, που πρότεινε να δεχτούν τις προτάσεις του Μαρδονίου, λιθοβολήθηκε από τους συνάρχοντές του και τους άλλους πολίτες που βρίσκονταν εκεί".
Robert Flaceliere, Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (σελ. 294-295), εκδόσεις Παπαδήμα
Το πολυάνδριο του Φαληρικού Δέλτα |
Έτσι, για το έγκλημα της προδοσίας η θανάτωση επιβαλλόταν με τους κάτωθι τρόπους :
Κατακρήμνιση σε βάραθρο ή σε όρυγμα. Αυτή ήταν η αρχαιότερη μέθοδος θανάτωσης, για την οποία όμως δυστυχώς δεν έχουμε πολλές διαθέσιμες πληροφορίες. Ο κατάδικος ριπτόταν ζωντανός σε βάραθρο, το οποίο ονομαζόταν επίσης και «όρυγμα» ή «χάσμα φρεατώδες» και βρισκόταν κοντά στην κατοικία του δήμιου. Αρκετοί μελετητές, πάντως, έχουν υποστηρίξει ότι το βάραθρο ή όρυγμα δεν ήταν τόπος εκτέλεσης θανατοποινιτών, αλλά απλά ένας τόπος όπου ρίπτονταν άταφα τα πτώματα των ήδη εκτελεσθέντων με άλλον τρόπο. Πάντως είναι χαρακτηριστικό ότι μία από τις ονομασίες του δήμιου ήταν και «ο επί του ορύγματος» (Λυκούργος «Κατά Λεωκράτους» 121).
Αποτυμπανισμός. Αυτή η βαρύτατη ποινή εκτός από τους προδότες επιφυλασσόταν και για τους τυμβωρύχους, βαλαντιοτόμους, ανδραποδιστές. Ο Λυσίας μας αναφέρει την περίπτωση ενός προδότη που αποτυμπανίσθηκε, επειδή σε καιρό πολέμου έστελνε στους εχθρούς φωτεινά σήματα, ενώ ο Δημοσθένης αναφέρει τον αποτυμπανισμό ως ποινή επιβαλλόμενη στους προδότες της πόλης. Η δεύτερη αυτή μέθοδος εκτέλεσης ήταν ιδιαίτερα άγρια και βασανιστική, ενώ είναι ενδιαφέρον ότι έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις για τον τρόπο επιβολής της. Οι σχετικές μνείες είναι πολλές, αλλά, δυστυχώς, ελλιπείς και συχνά αντιφατικές.
Γενική άποψη του νεκροταφείου στο Δέλτα Φαλήρου |
Δύο είναι οι βασικές υποθέσεις που μπορούν να διατυπωθούν : η εκτέλεση πραγματοποιείτο με πλήγματα τυμπάνου, δηλαδή με ξυλοδαρμό μέχρι θανάτου με την χρήση ροπάλου. Ο κατάδικος προσδενόταν στο «τύμπανον» και αφηνόταν εκεί σε έναν αργό και αγωνιώδη θάνατο. Ο αρχαιολόγος Αντώνιος Κεραμόπουλος, μετά από ανασκαφές του το 1923 στο Παλαιό Φάληρο, ανακάλυψε έναν ομαδικό τάφο με σκελετούς ανθρώπων θανατωμένων με αποτυμπανισμό. Πολλοί ερευνητές και μελετητές του αρχαίου ποινικού δικαίου υιοθέτησαν τις απόψεις του Κεραμόπουλου, άλλοι όμως τις απέρριψαν ή άσκησαν κριτικό έλεγχο. Ειδικότερα, οι Έντεκα «επιμεληταί των κακούργων» (ήταν κληρωτοί Άρχοντες, αρμόδιοι για την εκτέλεση των ποινών) παρέδιδαν τον μελλοθάνατο, περνώντας τον από την «Χαρώνειο» θύρα, στον δήμιο. Ο δήμιος με τους βοηθούς του στην συνέχεια, αφού βασάνιζαν με ποικίλους τρόπους τον κατάδικο, τον γύμνωναν και τον ξάπλωναν ύπτιο επάνω σε μια χονδρή σανίδα πλάτους μισού τουλάχιστον μέτρου. Στην συνέχεια χρησιμοποιούσαν πέντε σιδεροκάρφια-χαλκάδες και τα στερέωναν καρφώνοντάς τα γύρω από τον λαιμό, τους καρπούς των χεριών και τα σφυρά του μελλοθάνατου, για να εξασφαλίσουν την σταθερή πρόσδεση και την ακινητοποίηση των μελών του σώματος. Ύστερα ανασήκωναν την σανίδα και την έμπηγαν στην γη κατακόρυφα, οπότε ο κατάδικος κρεμόταν και το βάρος που έπιπτε στα πέντε σημεία του δημιουργούσε αφόρητο πόνο κάτω από το σαγόνι, στις ωλένες και τις κνήμες που πληγώνονταν. Πολλές φορές, ενώ υπέμενε το παραπάνω μαρτύριο ο κατάδικος, συνάμα λιθοβολείτο.
Υποφέροντας από την δίψα και την πείνα, με την κυκλοφορία του αίματος σταδιακά να σταματά, τα πόδια και τα χέρια να γαγγραινιάζουν, τελικά ο αποτυμπανισμένος πέθαινε από την σύνθλιψη των μελών του, τον νευρικό παροξυσμό, την αγωνία και τον ψυχικό κάματο, μετά από ένα βασανιστήριο που διαρκούσε πολλές ημέρες. Υπήρχαν, μάλιστα, και φρουροί που εμπόδιζαν την τυχόν εκδήλωση οίκτου από παρευρισκόμενους, όταν ο αποτυμπανισμένος εκλιπαρούσε να συντομεύσουν το τέλος του με ένα θανάσιμο πλήγμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αποτυμπανισμός δεν ήταν μόνο εκτέλεση, αλλά κυρίως Δημόσια Θανάτωση, επίδειξη του μαρτυρίου μπροστά στο κοινό για παραδειγματισμό. Κατά τον Πλάτωνα, μάλιστα, ο αποτυμπανισμός πραγματοποιείτο σε περίοπτη θέση, σε σταυροδρόμια ή τρίστρατα (βλ. Πλάτωνος «Νόμοι» : 873β.5 - 6).
Άρθρο της Μαρίας Αλβανού (Δικηγόρος - Ιστορικός του Δικαίου, ΜΔ Ιστορίας, Φιλοσοφίας & Κοινωνιολογίας του Δικαίου ΑΠΘ, συνεργάτις στο Transcrime - Universita degli studi di Trento & Sacro Cuore di Milano) στο περιοδικό «CORPUS» τ. 61 (Ιούν. 2004) σελ. 26 - 31.
Από τους γραμμένους με αίμα νόμους του Δράκοντα (7ος αιώνας) ως τα χρόνια του Περικλή η δικαιοσύνη και το δίκαιο σημείωσαν μεγάλη πρόοδο: κατάργηση των ομαδικών ποινών και αναγνώριση της προσωπικής ευθύνης. Παύει να τιμωρείται ολόκληρη η οικογένεια μαζί με τον ένοχο και το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» δεν εφαρμόζεται πια παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
Ωστόσο, όσο κι αν έκανε προσπάθειες η Αθήνα, δεν έφτασε στον τομέα της δικαιοσύνης σ’ εκείνη την ακμή, σε κείνο το βαθμό τελειότητας που έφτασε στις τέχνες στα γράμματα, στη φιλοσοφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου