Μια ποιητική και συνάμα μουσική περιδιάβαση στην Ελλάδα, τον τόπο μας... κλειστό, που αγαπιέται με υπομονή και περηφάνεια, με τα νησιά και τα λιόδεντρα, τα βουνά, που πάνω τους καίει "άκαυτη βάτος η μνήμη", στην Ελλάδα, όμορφη και παράξενη πατρίδα, στην Ελλάδα που ταξιδεύει, μεταναστεύει, μας πληγώνει και πληγώνεται, που δεν πεθαίνει ποτέ, μονάχα ξαποσταίνει, στην Ελλάδα που αντιστέκεται, στην Ελλάδα που στολίζεται τ' αρχαία της κάλλη, που ξεπουλάει σκλάβους τα παιδιά της, στην Ελλάδα, που "τι μας έχει άραγε για μετά", στην Ελλάδα που είναι φως κι αέρας... στην Ελλάδα......
“Ἀ ν ή κ ω.. σὲ µία χώρα µικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀ γ ώ ν α τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ π α ρ ά δ ο σ ή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ Ελληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀ ν θ ρ ω π ι ά, κανόνας της εἶναι ἡ δ ι κ α ι ο σ ύ ν η.
(Από την ομιλία του Γ. Σεφέρη στη Στοκχόλμη, κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ το Δεκέμβριο του 1963)
Γιάννης Ρίτσος «Ο τόπος μας»
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Γιώργος Σεφέρης, Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ
ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα.
Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγὲς,
μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ
τὶς προσκυνοῦμε.
Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας
ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας.
Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ κάποτε μπορέσαμε νὰ χτί-
σουμε
τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα
γίνουνται αἰνίγματα ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας.
Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν
οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες. Στὰ λιμάνια
τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε
βλέπουμε νὰ φωτίζουνται στὸ ἡλιόγερμα
σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν
σώματα ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
(Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα)
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Γένεση, Γ΄ Ύμνος
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους
μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη
μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλα τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό v' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις
το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις
τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μοναχό του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου
την απεραντοσύνη
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας!
Οδυσσέας Ελύτης, Τα Θεμέλιά μου στα βουνά
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λενε Πίνδο και σε λένε Άθω. [....]
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιός και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λενε Πίνδο και σε λένε Άθω. [....]
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς.
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!
Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης!
Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται!
Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη.
Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς
για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα.
Όμως τι τα βουνά; Ποιός και τι στα βουνά;
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος!
Γιώργος Σεφέρης , Με τον τρόπο του Γ. Σ
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως «ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν «ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν ΕΛΣΗ τὴ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936
Η Ελλάδα γίνεται δευτερεύουσα υπόθεση, όταν συλλογίζεται κανείς τον Ελληνισμό.
Ό,τι από την Ελλάδα μ' εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί.
Αν ήταν δίκαιο να μεγαλώσει ο τόπος αυτός, δεν ήταν για να έχουμε περισσότερους βουλευτές, νομάρχες ή χωροφύλακες· ήταν για να μπορέσει ν' αναπτυχθεί σε μια γωνιά της γης ο Ελληνισμός — αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοσύνης και της ελευθερίας, όχι αυτή η αρχαιολογική ιδέα.
Δεν πιστεύω σ' αυτούς τους ανθρώπους που φλυαρούν, ή στους άλλους που δεν ξέρουν τι κάνουν· δεν εννοώ να βουλιάξω μέσα στην απερίγραπτη μιζέρια των χαρακτήρων — πιστεύω σε δυο-τρεις ιδέες που προχωρούν, και τώρα ακόμη, ύστερ' από χιλιάδες χρόνια, σ' αυτή τη γλώσσα.
Γι' αυτές τις δυο-τρεις ιδέες που πρέπει να ζήσουν εδώ, και μονάχα εδώ θα μπορούσαν να ζήσουν καθώς τις σκέπτομαι, υπομένω αυτή την αθλιότητα.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Γ΄. 16 Απρίλη 1934-14 Δεκέμβρη 1944
Μιχάλης
Γκανάς, Η Ελλάδα που λες...
Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,
μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου
πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία
άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα του διαβόλου
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.
Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,
με το ντουφέκι στο ’να τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,
κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα
σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.
Η χοντρομπαλού (1991)
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Σταύρος Ξαρχάκος και Δέσπω Διαμαντίδου
Μια Κυριακή στην Κοκκινιά
στην παιδική μου γειτονιά
είδα μια γριά χοντρομπαλού
που ο νους της έτρεχε αλλού
Την κοίταξα με κοίταξε
σαν κουκουβάγια σε μπαξέ
και μου `πε με φωνή θολή
που μάνα θύμιζε τρελή:
«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ’ τον Χριστό.
Ζούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.
Μα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε, που λες,
αράδα βάρβαρες φυλές
Σελτζούκοι Σλάβοι Ενετοί
λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί
Τότε κατάλαβα γιατί
καμένο ήμουνα χαρτί
δίχως χαρά δίχως γιορτή
Σιγά σιγά και ταπεινά
μ’ αγώνες και με βάσανα
καινούργια έβγαλα φτερά
μα ήρθαν τα χειρότερα
Είδα το ίδια μου παιδιά
να δίνουν σ’ άλλους τα κλειδιά
και με χιλιάδες ψέματα
με προδοσίες κι αίματα
να μου σπαράζουν την καρδιά
Γι’ αυτό μια νύχτα σκοτεινή
θ’ ανέβω στην Καισαριανή
με κουρασμένα βήματα
να κλάψω για τα θύματα
στ’ αραχνιασμένα μνήματα
Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό
αντίκρυ στον Λυκαβηττό
μικρό κεράκι θα κρατώ
να φέγγει χρόνους εκατό»
«Τα “Κατά Μάρκον” τραγούδια (1991) αποκαλύπτουν την πραγματικότητα της σύγχρονης πολιτικής μας ζωής με τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα και σαν νυστέρια φτάνουν ως το κόκκαλο της ευθύνης όλων μας για το κακό που μας τριγυρνά και απειλεί να μας καταστρέψει … Και τα τραγούδια αυτά δεν έχουν καμμιά κομματική σκοπιμότητα ή δεν είναι τραγούδια καμιάς συνηθισμένης πολιτικο – κομματικής θεολογίας», γράφει στο σημείωμά του ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει
Μουσική – στίχοι : Γιώργος Ανδρέου
Ερμηνείες : Ελένη Βιτάλη (δίσκος : «Η πόλη που ονειρεύτηκα» / 1991),
Γιώργος Νταλάρας(δίσκος : «Ζωντανή ηχογράφηση στην Ιερά Οδό ΙΙ» / 1998)
Στους εθνικούς σου δρόμους λάστιχα σκασμένα και ζώα σκοτωμένα.
Στου κράτους σου τους νόμους όνειρα κλεμμένα, χαρτιά σημαδεμένα.
Πολίτες δίχως πόλη, οπλίτες δίχως βόλι,
οι λίγοι ψυχωμένοι κι οι άλλοι ξοφλημένο.ι
Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω;
Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις.
Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι.
Τα μαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρημάδια, σκυλάδικα, σκοτάδια.
Της ψήφου τα στραβάδια, του γήπεδου κοπάδια σου κλέβουνε τα χάδια.
Αρχαία μεγαλεία, ερείπια, σχολεία,
τα αγάλματα σωπαίνουν κι οι ποιητές πεθαίνουν....
Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω;
Εσύ που λες πως δεν πεθαίνεις μόνο για λίγο ξαποσταίνεις.
Άντε, κουνήσου και νυχτώνει κι έχουμε μείνει πάλι μόνοι.
Και μη μου πεις ξανά ποιος φταίει κι έχουμε μείνει τελευταίοι.
«Ανάμεσα στο ’83 και στο ’87, έτος που τελικά κατέβηκα στην Αθήνα, ταξίδευα πολύ συχνά Θεσσαλονίκη – Αθήνα. Έβλεπα λοιπόν τα σκοτωμένα ζώα στην εθνική οδό. Αυτή η εικόνα μου προξενούσε τεράστια αγανάκτηση, όχι μόνο για το θάνατο των ζώων, αλλά και επειδή κανείς δεν απέσυρε από το οδόστρωμα και δεν μεριμνούσε για τη σωρό τους. Το θεωρούσα φρικώδες κι απίστευτα προσβλητικό για τον πολιτισμό μας. Μετά, πήγα στο στρατό το Σεπτέμβρη του ’90. Εκεί, λοιπόν, εγώ, ένας άνθρωπος που μέχρι τότε ζούσα μεταξύ πανεπιστημίων και ροκ συγκροτημάτων, μεταξύ Ελλάδας κι εξωτερικού, βρέθηκα στο “τσαντίρι του ελληνισμού”, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ήξεραν πότε γεννήθηκαν, δεν γνώριζαν γραφή, άνθρωποι νέοι που μιλούσαν με εκατό όλες κι όλες λέξεις, ανυπεράσπιστοι και αδαείς, αντιμέτωποι με αυτή τη βλακώδη όσο και γελοία εθνικιστική ιεραρχία κάποιων ανθρώπων του στρατεύματος, που δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική υγιή φιλοπατρία.
Είχα μαζί μου στο στρατόπεδο στην Τρίπολη τα άπαντα του Σεφέρη και διάβασα ξανά το περίφημο ποίημά του με τον στίχο “Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει”, που ’ναι γραμμένο πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Διαπίστωσα ότι όλα αυτά που έγραφε παρέμειναν αμετάβλητα κι ότι καμιά αλλαγή προς το καλύτερο δεν είχε συντελεστεί! Έγραψα λοιπόν ένα τραγούδι που στην αρχή ήθελα να ’ναι ένα σχόλιο πάνω σ’ αυτό το τίποτα. Όμως, λίγο-λίγο, άρχισαν κι άλλοι ήρωες να μου έρχονται στο μυαλό, όπως ο Τσιτσάνης, στον οποίο παραπέμπει ο στίχος “τα μαγικά σου βράδια σκουπίδια και ρημάδια” (“Νύχτες μαγικές κι ονειρεμένες”), ή ο Σολωμός, γιατί από τον “Ύμνο εις την ελευθερίαν” αντλεί το τραγούδι μου το εύρημα της ερώτησης στην προσωποποιημένη Ελλάδα “Πού ’ναι το φως σου το κρυμμένο, αυτό που χρόνια περιμένω .... Εσύ που .... μόνο για λίγο ξαποσταίνεις ...”.
Άρχισα δηλαδή να συνειδητοποιώ ότι η Ελλάδα “μου” ήταν η ίδια κι αμετάβλητη με την Ελλάδα που βίωνε ο Σολωμός! Κατάλαβα λοιπόν ότι έπρεπε να γράψω ένα τραγούδι στο οποίο ο θυμός μου να επιτρέπει στον ακροατή να βρει ένα δρόμο. Κι ο δρόμος είναι ο καθρέφτης. Το πιο σημαντικό νομίζω σ’ αυτό το τραγούδι δεν είναι τόσο τα άλλα του σύμβολα, η μπάλα, οι ψηφοφόροι, η διαπλοκή κι η ανοησία, αλλά αυτό που λέει στο ρεφρέν του : “Και μη μου πεις ξανά ποιος φταίει κι έχουμε μείνει τελευταίοι”. Γι’ αυτό αρέσει αυτό το τραγούδι, επειδή, έτσι πιστεύω, όλοι όσοι το ακούνε έχουν σκεφτεί και αισθανθεί όσα λέει, πολλές φορές ιδιωτικά ο καθένας τους. Όλοι ξέρουμε ότι εμείς φταίμε».
Κείμενο: Τάσος Π. Καραντής
Όμορφη και παράξενη πατρίδα (1982)
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Εκτέλεση: Γ. Νταλάρας
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ’ ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου `λαχε δεν είδα
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Εκτέλεση: Γιάννης Χαρούλης
Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.
Τσάμικο (1983)
Αχ Ελλάδα (1984)
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Βάσω Αλαγιάννη
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Ρασούλης
Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ' άγια χώματα της
πόνος και χαρά
Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά
Μάνα μου Ελλάς (1983)
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Εκτέλεση: Γιάννης Χαρούλης
Δεν έχω σπίτι πίσω για να `ρθώ
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτομαγιά.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους ξεπουλάς.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα αρχαία σου τα λούσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.
Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα.
Μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.
Τσάμικο (1983)
Στίχοι, Μουσική, Εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος
Τόσος κόσμος πλάι του πέρασε και τον προσπέρασε
τι να ζητάει επαρχιώτης στην Ομόνοια μες το ψιλόβροχο αρχές του Μάη
Ψυχές πολύβουες κι ούτε ένα πρόσωπο τι καρτεράει κλαρίνα παίζουν
κόσμος γλεντάει η ώρα πάει η ώρα πάει
Ξένος ως και στη χαρά του μεσονύχτι του Σαββάτου
τραγουδάκια μου κατάμονα αν σας αντάμωνα θα `πεφτα κάτου
στο ρυθμό σας ονειρεύομαι και ξενιτεύομαι στα βήματα του
κάπου εδώ έχω γνωστούς αλλά τέτοιαν ώρα μη βαρύνω τους
Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό στον κόσμο αυτό
Ελασσώνα Λειβαδιά Μελβούρνη Μόναχο
Αλαμάνα και Γραβιά Αμέρικα
Βελεστίνο Άγιοι Σαράντα Εσκι Σεχήρ
Κώστας Κώστας Μανώλης Πέτρος Γιάννης Τάκης
Πλατεία Ναυαρίνου Διοικητηρίου κι Εξαρχείων
Αλέκος Βασίλης Άγγελος
Μπιζανίου κι Αναλήψεως Αγίας Τριάδος κι 25ης Μαρτίου
η Ελλάδα που αντιστέκεται η Ελλάδα που επιμένει
κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει
Καλωσόρισες πουλί μου μοναξιά ελληνική μου
απ’ αγάπη φεύγεις έρχεσαι πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου
κι απ’ την έρημη την απόσταση παίρνει υπόσταση κάθε γιορτή μου
απ’ τους δυο μας ποταμούς θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς
Αχ Ελλάδα (1984)
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Βάσω Αλαγιάννη
Πρώτη εκτέλεση: Μανώλης Ρασούλης
Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ' άγια χώματα της
πόνος και χαρά
Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Να δεις τι σου ΄χω για μετά (1993)
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Βασίλης Παπακωνσταντίνου & Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά
στο ρετιρέ κριάρια
και στο μεγάλο λίβινγκ ρουμ
με ρομπ ντε σαμπρ κυκλοφορούν
Στον καμπινέ πάνε συχνά
και στο μπιντέ καβάλα
προσεύχονται διαπασών
εις το Λαχείο Συντακτών
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το πενήντα και μετά
μας έχουν πνίξει τα μπετά
να δεις τι σου `χω για μετά
Στου Στρατηγάκη την αυλή
και σ’ άλλα ινστιτούτα
λέει πολλοί `ναι μαζεμένοι
Ρωμιοσύνη μου καημένη
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει
μα κόκκαλα τσακίζει
με YES και SORRY και λοιπά
και με σπασμένα Αγγλικά
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το εξήντα και μετά
ανά, κατά, διά, μετά
να δεις τι σου `χω για μετά
Καβάλα πάνε σινεμά
καβάλα super market
μπαίνουμε σ’ άλλη εποχή
πιο stereo και γιώτα χι
Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών
κι αντίσταση και γύψος
Πολυτεχνείο ξαφνικά
μεταπολίτευση και τα λοιπά
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το εβδομήντα και μετά
μας έχουν πνίζει τα σκατά
να δεις τι σου `χω για μετά
Εδώ και τώρα αλλαγή
και πανταχού το νέφος
από τα out και τα in
βγήκανε γιάπηδες με τζην
Σκυλάδικα στην εθνική
disco στην παραλία
ανάδελφος Ελληνισμός
ενώ επίκειται σεισμός
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το ογδόντα και μετά
να δεις τι σου `ρχεται μετά
να δεις τι σου `χω για μετά
Στο ενενήντα φτάσαμε
εμπρός ταχύ το βήμα
να το ακολουθήσουμε
γιατί καθυστερήσαμε
Εοκ, Νου Δου, περικοπές
Κυπριακό και Σκόπια
Θεέ μου πως φτάσαμε ως εδώ
στα σύνορα του Εξαποδώ
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ’ το ενενήντα και μετά
να δεις τι σου `χω για μετά
Μα η Ελλάδα ως γνωστόν
ποτέ της δεν πεθαίνει
και όπως έχει ειπωθεί
κάποια στιγμή θ’ αναστηθεί
Μητέρα μεγαλόψυχη
ή φάντασμα και ζόμπι
ας κάνουμε υπομονή
το δυο χιλιάδες θα φανεί
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
την ονειρεύτηκα ξανά
συγκάτοικο σ’ ένα βραχνά
να με ξυπνάει με βρισιές
Για την Ελλάδα(1993 )
Στίχοι, μουσική, εκτέλεση: Σωκράτης Μάλαμας
Αμπέλια και χρυσές ελιές
μοιάζεις Ελλάδα μου όπως θες
φωτιά κι αέρας, στο φως της μέρας.
Τη μια ευρωπαία στο κλαρί,
την άλλη αρχαία προτομή
Γιατί, γιατί;
Γύρνα και δείξε μου τον δρόμο σου ξανά
μάτια μου, κομμάτια μου
σαν γράμμα ατέλειωτο που έσβησε ο καιρός
μ’ ονόματα και χρώματα.
Γυμνά τα δέντρα, τα κλαδιά
κι έχουν πετάξει μακριά
πουλιά κι αστέρια, σε ξένα χέρια.
Έτσι ήταν πάντα μου γελάς
παιδιά είμαστε της λησμονιάς
σ’ ακούω χαμένος, σαν ζαλισμένος.
Στον ουρανό σου θέλω απόψε ν’ ανεβώ
να σε βρω
αγκάλιασέ με στο σκοτάδι σου να μπω
μάγισσα, σ’ αγάπησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου