Απόσπασμα από εκπομπή της ΕΡΤ
Το δημοτικό τραγούδι «Του γιοφυριού της Άρτας» ανήκει στις παραλογές. Αφού διαβάσετε τα χαρακτηριστικά των παραλογών που ακολουθούν, να βρείτε στοιχεία που αποδεικνύουν την παραπάνω διαπίστωση;
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΛΟΓΩΝ
- Είναι συνήθως πολύστιχα ποιήματα με αφηγηματικό και επικολυρικό χαρακτήρα. Από την άποψη αυτή πλησιάζουν και συγγενεύουν πολύ με τα ακριτικά τραγούδια. Ορισμένες μάλιστα φορές τα όρια ανάμεσά τους είναι δυσδιάκριτα.
- Αντλούν την υπόθεσή τους από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, από νεότερες παραδόσεις, από διάφορα, δραματικού χαρακτήρα, κοινωνικά περιστατικά, από την ιστορική μνήμη, ή έχουν υπόθεση εντελώς πλαστή.
- Παρουσιάζουν έντονο το παραμυθικό - εξωλογικό στοιχείο.
- Επειδή ο αφηγηματικός τους τρόπος δεν είναι όπως στα έπη, ιδιαίτερα λεπτομερειακός, αποσιωπώνται όλες οι ασήμαντες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα η διήγηση να προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα γοργότητας.
- Διαφέρουν ριζικά από τα άλλα αφηγηματικά δημοτικά τραγούδια, γιατί το θέμα τους παρουσιάζει έντονο το στοιχείο της δραματικότητας.
- Πολλές παραλογές ανάγουν την αρχική τους προέλευση σε πολύ παλιούς αρχαιοελληνικούς μύθους.
- Εισάγουν το διάλογο μεταξύ φυσικών προσώπων αλλά και συμβατικών (πχ. πουλιών)
Απαγγελία: Σπύρος Νεραϊδιώτης
Αργός καθιστικός σκοπός από την Ανατολική Θράκη σε ελεύθερο ρυθμό.Στη Θράκη, αυτό το τραγούδι απαντάται σε δύο μελωδικούς τύπους: έναν γρήγορο χορευτικό σε ρυθμό ζωναράδικου χορού και έναν αργό μελισματικό σε διάφορες παραλλαγές ως καθιστικό ή "τραπεζικό", όπως ονομάζεται στην περιοχή.
Πολίτικη λύρα παίζει ο Σωκράτης Σινόπουλος. Ερμηνεύει ο Χρόνης Αηδονίδης.
Από την εκπομπή «Μουσικό Οδοιπορικό», αφιέρωμα στη Σκιάθο.
Τραγουδάει η Μαίρη Μπατλή και την συνοδεύουν Σκιαθήτες στο «Χορό της Καμάρας». Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Σκιάθο, το 1976. Προβλήθηκε από την ΕΡΤ, το 1977.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (14/03/09)
Το γεφύρι της Άρτας σε μουσική Νίκου Παπακώστα και ερμηνεία από την Μαρία Σουλτάτου. Διεύθυνση ορχήστρας από τον Μαέστρο Μιχάλη Πατσέα. Ορχήστρα, μεικτή και παιδική χορωδία του Ωδείου Κόνταλυ
Οι πνευματικοί συμβολισμοί στο Γεφύρι της Άρτας
1. Πρόλογος.
Το συγκινητικό αυτό τραγούδι «του Γιοφυριού της Άρτας» της λαϊκής µας δηµοτικής παράδοσης, ανήκει σε µια κατηγορία που οι ειδικοί αποκαλούν «παραλογές». Ένα ακόµη πολύ γνωστό τραγούδι-«παραλογή» είναι και το «του Νεκρού Αδελφού».
Όπως και η ετυµολογία το µαρτυρά, η «παραλογή» εµπεριέχει κάτι το «παράλογο» και στην πραγµατικότητα εννοεί το υπέρλογο, το υπερβατικό, εκείνο που έρχεται να αποκαλύψει ό,τι ανήκει στην πραγµατικότητα µιάς ανώτερης τάξης που υπερβαίνει το υλικό, το συνηθισµένο και καθηµερινό, αφού αυτές οι λέξεις στην λαϊκή µας παράδοση συγχέονται. Έτσι καταλήγει να µάς αποκαλύψει µιάν ανώτερη αλήθεια, µιάν ανώτερη παρέµβαση µιάς συµπαντικής δύναµης, που έρχεται να µετουσιώσει την τρέχουσα πραγµατικότητα σε µιάν ανώτερη και ταυτόχρονα να θέσει νέους όρους δικαιοσύνης και ισορροπίας, θυσίας, προσφοράς και αποδοχής.
Στις επόµενες παραγράφους θα αγγίξουµε µερικούς από τους πνευµατικούς συµβολισµούς, που µπορεί κανείς να διακρίνει ίσως, στην «παραλογή» «του Γιοφυριού της Άρτας».
2. « Σαράντα πέντε Μάστοροι κ’ εξήντα Μαθητάδες…»
Το τραγούδι «του Γιοφυριού της Άρτας» µάς παραπέµπει σε µια ιδιαίτερη µορφή Πνευµατικής Παράδοσης που χρησιµοποίησε τις διάφορες όψεις του οικοδοµικού και αρχιτεκτονικού συµβολισµού.
Εφαρµογές αυτής της Πνευµατικής Παράδοσης συναντούµε από την Αρχαιότητα µέχρι την Αναγέννηση, στους αρχιτέκτονες και στους οικοδόµους των πυραµίδων της αρχαίας Αιγύπτου και των κτισµάτων της Μεσοποταµίας, στους ντέβα-τεχνίτες του Βισβακάρµα της Ινδίας, στους διονυσιακούς τεχνίτες της αρχαίας Ελλάδας, στους tignarii των ρωµαϊκών κολλεγίων, στους µαστόρους του Κόµο, στα αδελφάτα των λατόµων-λαξευτών (steinmetzen br üderschaft) της Γερµανίας, στις συντεχνίες των χτιστάδων (guildes of masons) της Βρετανίας, στις συντεχνίες (compagnonnage) της Γαλλίας, στους αρχιτέκτονες και στους οικοδόµους των βυζαντινών ναών («οι ουρανοί επί της γης»), στους αρχιτέκτονες και στους οικοδόµους των γοτθικών ναών («το γήϊνο σε ανάταση»), στο σούφικο τάγµα των Μπεκτασήδων, µέχρι τους συνεταιρισµούς στα Αµπελάκια και σ’ άλλα Μαστοροχώρια στον νεοελληνικό χώρο.
Σύµφωνα µε την Οικοδοµική Παράδοση, µέσα στο εργατικό «συνάφι», οι τάξεις των εργατών ήταν τρείς: οι Μαθητάδες ή τα Τσιράκια, οι Καλφάδες και οι Μάστοροι. Οι εργασίες εποπτεύονταν από τους Επιστάτες, ενώ την διεύθυνση όλων των εργασιών είχε ο Πρωτοµάστορας, που στην πραγµατικότητα ήταν τις περισσότερες φορές και ο αρχιτέκτονας του έργου, δηλαδή κατείχε και την Τέχνη και το Σχέδιο. Έτσι, η παρουσία του εγγυόταν και την κατοχή των µυστικών της τέχνης και την καλή εκτέλεση του έργου. Ήταν η προσωποποίηση της Σοφίας.
Στο συγκεκριµένο τραγούδι, το συνάφι των οικοδόµων αποτελούταν από «σαράντα πέντε µάστορους κ’ εξήντα µαθητάδες» και τον «πρωτοµάστορα». Εδώ, η εφαρµογή της πυθαγόρειας αριθµοσοφίας µπορεί να ανοίξει περισσότερο την πόρτα της κατανόησής µας. Όλοι µαζί γίνονται 1+45+60=106=1+0+6=7. Το 7 είναι ο αριθµός των πλανητικών οικοδόµων, όπως και άλλες παραδόσεις το υποδηλώνουν. Το 45 όπως και το 60 είναι αριθµοί «επάρκειας» στην λαϊκή, αλλά και στην αριθµοσοφική παράδοση. Ο αριθµός των Μαστόρων, το 45=4+5=9=3Χ3 είναι αριθµός της πνευµατικής ολοκληρίας, ενώ ο αριθµός των Μαθητάδων, το 60=6+0=6=3+3 υποδηλώνει τον ανταγωνισµό πνεύµατος-ύλης.
3. Η υπόθεση.
«…Παρά πλείστοις λαοίς επικρατεί η δοξασία, ότι προς στερέωσιν και προφύλαξιν από οιουδήποτε κινδύνου παντός κτίσµατος απαιτείται να προσηλωθή εις αυτό ζώον, κατορυττόµενον εις τα θεµέλια ή εντειχιζόµενον. Όσον δ’ ευγενέστερον είναι το ζώον, τόσον µεγαλυτέραν θεωρείται ότι έχει δύναµιν προς προστασίαν του κτίσµατος. Εις την δοξασίαν ταύτην αναφέρονται και αρχαίοι ελληνικοί µύθοι και βυζαντιναί παραδόσεις περί θυσίας ανθρώπων κατά την θεµελίωσιν µεγάλων οικοδοµηµάτων. Η ψυχή του θύµατος υπετίθετο ότι δια των υπερφυσικών δυνάµεων, τας οποίας έχουν αι επί γης απολελυµέναι των δεσµών του σώµατος ψυχαί, ηδύνατο να προσλαµβάνει κατά βούλησιν παντοίας µορφάς, και είχε ρώµην υπεράνθρωπον, προωρισµένη δε να φυλάττη και περιέπη το οικοδόµηµα, εις το οποίον προσηλώθη, ήτο φοβερά εις τους επιχειρούντας να το παραβλάψωσι και ικανή ν’ αποτρέπη τους απειλούντας αυτό κινδύνους. Το θύµα εγίνετο το στοιχειό του οικοδοµήµατος, διό στοιχείωσις ελέγετο υπό των βυζαντινών ή δια θυσίας οικοδόµησις.
Εις τοιαύτην παράδοσιν στηρίζεται και το πανελλήνιον τραγούδι του γιοφυριού της Άρτας, του οποίου παραλλαγαί αναφέρονται και εις άλλας γεφύρας ή άλλα οικοδοµήµατα (οίον της γεφύρας του Σπερχειού, του Πηνειού, των Αδάνων, της βρύσης της Αράχοβας, του υδραγωγείου των ∆έρκων, κλπ.). Παρέλαβον δε την ελληνικήν ταύτην παράδοσιν, προσαρµόσαντες εις επιχώρια οικοδοµήµατα, και οι άλλοι λαοί της ελληνικής χερσονήσου (Ρωµούνοι, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι)...»
( Ν. Γ. Πολίτου: «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού.» )
4. «… Οληµερίς το χτίζανε, το βράδι εγκρεµιζόταν…»
Και ενώ όλα φαίνονταν να έχουν καλά, το οικοδοµικό συνάφι συγκροτηµένο, οι δοµικοί λίθοι λαξευµένοι κι έτοιµοι να χτιστούν, το έργο δεν προχωρούσε. Κατά τη διάρκεια της µέρας οι δοµικοί λίθοι έπαιρναν τη θέση τους ο ένας πάνω στον άλλον, ο ένας δίπλα στον άλλον και το κτίσµα αυξανόταν σε όγκο και η µορφή του σχηµατιζόταν. Τη νύχτα όµως, στην περίοδο που ανήκει στο υποσυνείδητο και ζει η θηλυκιά όψη του εαυτού µας, οι δοµικοί λίθοι χαλάρωναν, ξέφευγαν από τη θέση τους και σιγά-σιγά το κτίσµα αποδοµούταν και κατέρρεε. Τα λιθάρια και τα αγκωνάρια σκορπίζονταν στα θεµέλια κι η αρχινιµένη µορφή του γεφυριού αποσχηµατιζόταν και χανόταν.
Απελπισία κατέκλυσε και τους µαστόρους και τους µαθητάδες. Τι έφταιγε, γιατί αυτή η συµφορά, τι έλειπε από όλη τη διεργασία της ανοικοδόµησης;
Μα το κονίαµα, ο συνδετικός ιστός. Το υλικό εκείνο, που θα συνέδεε άρρηκτα και σταθερά τους δοµικούς λίθους, που τόσο καλά και όµορφα λάξευαν οι µαθητάδες και χτίζαν οι µάστοροι, κάτω από την σοφή επιστασία και διεύθυνση των εργασιών από τον πρωτοµάστορα, είχε λειψή σύσταση.
Ένα «πουλί» λοιπόν, ένας «κάτοικος του αέρα», έρχεται «αντίκρυ στο ποτάµι», απέναντι στη «γη» και στο «νερό» και δίνει την «πληροφορία». Για να µπορέσει το γιοφύρι να σταθεί στη γη και στα θεµέλια, να στερεοποιηθεί, θα πρέπει να αναµίξετε ένα ακόµη συστατικό στο κονίαµά σας, κι αυτό το συστατικό είναι «του πρωτοµάστορα η όµορφη γυναίκα».
Το πουλί συµβολίζει την διαίσθηση, το µήνυµα, που έρχεται σαν απάντηση στο απελπισµένο συνάφι των οικοδόµων, οι οποίοι σηµειωτέον είναι όλοι άντρες. Η «γυναίκα» συµβολίζει την Αγάπη, την καρδιά, την δεκτικότητα και την ευαισθησία. Η «εντός µας γυναίκα» είναι ο συντηρητής του κόσµου µας, για τον οποίον «ο εντός µας άντρας» συγκεντρώνει τους δοµικούς λίθους, το κονίαµα και το σχέδιο της οικοδόµησης.
5. Το Ζεύγος.
Για να στεριώσει λοιπόν «το γιοφύρι», παιδί µέχρι τότε της Σοφίας, χρειάζεται να «στοιχειωθεί» και µε την Αγάπη. Έτσι, «το γιοφύρι» είναι παιδί και της Σοφίας και της Αγάπης. Η δε «στοίχειωση» δεν µπορεί να γίνει ούτε µε ορφανό, ούτε µε ξένο, ούτε µε διαβάτη. Οι λύσεις αυτές είναι ξένες από συναισθηµατικούς δεσµούς µ’ όλο το συνάφι και τους χωριανούς της «Άρτας», εποµένως είναι αδιάφορες για «το γιοφύρι». Πρέπει να στοιχειωθεί «γυναίκα» και µάλιστα «του πρωτοµάστορα η όµορφη γυναίκα», όχι κάποιου µαθητή, όχι κάποιου µάστορα, αλλά της ίδιας «τάξης» µε τον πρωτοµάστορα. Το «ζεύγος» µυαλού και καρδιάς, λοιπόν, είναι εκείνο που «ανεγείρει» το γιοφύρι, όµορφο, στερεό και λειτουργικό.
Έτσι, και κάθε κτίσµα, χρειάζεται µυαλό και καρδιά για να ανεγερθεί, όπως κάθε παιδί χρειάζεται µάνα και πατέρα για να γεννηθεί στον κόσµο που εκείνοι θα δηµιουργήσουν. Έτσι, και κάθε προσωπικό µας «κτίσµα» χρειάζεται τον νου και τη καρδιά µας, «τον εντός µας άντρα» και «την εντός µας γυναίκα», τον γάµο της σκέψης και του συναισθήµατός µας, δηλαδή τον «συλλογισµό της καρδιάς» µας, για να υλοποιηθεί όµορφο, ισχυρό και έξυπνο.
6. Το δαχτυλίδι - η θυσία.
Το τέχνασµα, για να εισαχθεί στη διεργασία το συστατικό της Αγάπης, είναι η απώλεια του δαχτυλιδιού του πρωτοµάστορα, που ίσως είναι η βέρα του γάµου τους, το σύµβολο της ένωσής τους και του ολόκληρου κόσµου τους, ο κύκλος. Σε καµµιά περίπτωση δεν ήταν δυνατόν, η γυναίκα του πρωτοµάστορα να αδιαφορήσει για την απώλειά του. Κι αυτό γίνεται η απαρχή της δικής της θυσίας.
Ο πρωτοµάστορας έχει ήδη αρχίσει να τη θυσιάζει: «τα’ ακουσ’ ο πρωτοµάστορας και του θανάτου πέφτει… αργά ντυθεί… την είδ’ ο πρωτοµάστορας, ραγίζεται η καρδιά του». Ο πρωτοµάστορας θυσιάζεται ήδη ως άντρας, ως Σοφία, αλλά συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αναµιχθεί στη διεργασία και η γυναίκα του, η Αγάπη του. Η γυναίκα δεν συνειδητοποιεί από την αρχή το αναγκαίο της συµµετοχής της και της αποδοχής του ρόλου της («να τηνε κ’εξανάφανεν από την άσπρη στράτα»), παρά «οδηγείται» µέσα από ένα τέχνασµα στη θυσία. Γι’ αυτό και στην αρχή, εκδικείται τους διαβάτες µε µια σκληρή κατάρα, η οποία τελικά µαλακώνει, από την αγάπη της για τον µονάκριβο αδερφό της, που τελικά δεν είναι παρά ο κάθε άνθρωπος που έχει ανάγκη να διαβεί το γιοφύρι.
Η θυσία, η εκδίκηση, η κατάρα, η συνειδητοποίηση και η αποδοχή του ρόλου, όλα θεµέλιοι λίθοι µιάς νέας ισορροπίας, µιάς νέας πραγµατικότητας. Ίσως, η αµοιβαία αυτή θυσία του ζευγαριού, του πρωτοµάστορα και της γυναίκας του, να τους ανύψωσε και τους δυό, µέσω του «γιοφυριού» τους, σ’ ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας, σε µια νέα πραγµατικότητα, σ’ ένα νέο κόσµο.
7. Το µυστρί και το τσιµέντο της αγάπης.
Κατά την εκπαίδευση και την άσκηση στη χρήση των εργαλείων του, ο µάστορας διέρχεται µια σταδιακή πορεία από εργαλείο σε εργαλείο και από διεργασία σε διεργασία που αυτά συνεπάγονται, µέχρι να κατακτήσει την τέχνη. Σύµφωνα µε τις ανάλογες Οικοδοµικές Παραδόσεις, το πιο δύσκολο εργαλείο είναι το µυστρί και το αποκορύφωµα της µαστορικής τέχνης είναι η χρήση του. Το µυστρί χειρίζεται το κονίαµα, το τσιµέντο, κατά ποικίλους τρόπους, µε αποτέλεσµα να επιτυγχάνεται, µε την βοήθεια και άλλων εργαλείων, το ορθό συνεκτικό χτίσιµο.
Έτσι, ο τέλειος µάστορας, είναι ο δια του µύστρου επιδέξιος χειριστής του τσιµέντου της Αγάπης. Ο τέλειος µάστορας είναι ανδρόγυνος, είναι εκείνος που κατάφερε να αποδίδει το προϊόν της εργασίας του ως αποτέλεσµα της συνέργειας της αγάπης και της σοφίας του, της καρδιάς του και του µυαλού του, «ένας πιχάει µε το µυστρί, κι άλλος µε τον ασβέστη, παίρνει κι ο πρωτοµάστορας και ρήχνει µέγα λίθο…».
Το µυστρί είναι εργαλείο ανδρόγυνο, έχει και την αιχµηρότητα του αρσενικού και την απαλότητα του θηλυκού, είναι η διαυγής καρδιά. Αν θέλουµε λοιπόν τα «κτίσµατά» µας στη ζωή να στεριώσουν, ας µάθουµε να χρησιµοποιούµε µε το «µυστρί» µας το τσιµέντο της αγάπης µας.
8. Επίλογος - «Το γιοφύρι».
Κλείνοντας, ας αγγίξουµε λίγο το είδος του κτίσµατος. Τα οικοδοµικά συνάφια, αναλάµβαναν την ανέγερση διαφόρων κτισµάτων όπως ναούς, δηµόσια κτίρια, µεγάλα αρχοντικά, υδραγωγεία, κλπ. Στη συγκεκριµένη περίπτωση είναι ένα «γιοφύρι». Η γέφυρα έχει έναν ιδιαίτερο συµβολισµό: συνδέει ή ενώνει δύο «όχθες» υπερβαίνοντας ένα «υδάτινο εµπόδιο», ποτάµι, ρυάκι, θαλάσσιο κανάλι, κλπ. Έτσι, διευκολύνει ένα πέρασµα, παρ’ όλο που µέσα σ’ αυτήν τη διευκόλυνση κρύβεται και το «ρίσκο» της διάβασης. Κι αυτό γιατί το «γιοφύρι» δεν είναι πάντα άνετο, δηλαδή αρκετά φαρδύ, αλλά τουναντίον µπορεί να είναι στενό, όπως ο κορµός ενός δέντρου, ή όπως εµφανίζεται σε κάποιους άλλους µύθους, µια ακτίνα φωτός, ή η ακµή ενός ξίφους.
Στη ζωή µας, πολλές φορές βρισκόµαστε µπροστά σε «περάσµατα» ανάµεσα σε «όχθες», τα οποία καλούµαστε να τα «διαβούµε» και εποµένως να χτίσουµε «γέφυρες» για να περάσουµε απέναντι και να συνεχίσουµε την πορεία µας στη ζωή.
Έχουµε να αντιµετωπίσουµε τα «περάσµατα» των ηλικιών, από την παιδική στην εφηβική, από την εφηβική στην νεανική, κλπ. Έχουµε να αντιµετωπίσουµε τα «περάσµατα» από δουλειά σε δουλειά, ή από την µια όψη της δουλειάς µας, σε µια νέα όψη. Έχουµε να αντιµετωπίσουµε το «πέρασµα» από την υγεία στην ασθένεια, κι από την ασθένεια στην υγεία. Έχουµε να γεφυρώσουµε τις «όχθες» των οικογενειακών µας σχέσεων, αλλά και κάθε σχέσης, φιλικής, αισθηµατικής ή κοινωνικής. Και τέλος, έχουµε να «γεφυρώσουµε» τις «όχθες» του ίδιου µας του εαυτού, π.χ. την όχθη του υλικού µας εαυτού, µε την όχθη του ενεργειακού µας εαυτού, την όχθη του ορατού και χειροπιαστού µας εαυτού, µε την όχθη του αόρατου και µη-χειροπιαστού µας εαυτού. Την όχθη της ζωής, µε την όχθη του θανάτου, και την όχθη του θανάτου µε την όχθη της ζωής.
Οι δυό κόσµοι που εικονίζονται µε τις δύο όχθες, είναι κατά την γενικότερη σηµασία, «ο ουρανός» και «η γη», που αρχικά ήταν συνυφασµένοι και χωρίστηκαν µε το γεγονός της Εκδήλωσης, της οποίας ολόκληρη η επικράτεια συµβολίζεται από έναν συµπαντικό ποταµό ή µια συµπαντική θάλασσα ή ωκεανό, που εκτείνεται µεταξύ των δύο αυτών.
Πρέπει να µάθουµε να χτίζουµε «στερεές» γέφυρες, να γίνουµε δηλαδή «γεφυροποιοί» ή όπως αυτό περιγραφόταν µε µια παλιά λέξη «ποντίφικες». Μερικές φορές δε, η γέφυρα που θα χτίσουµε για να περάσουµε εµείς, µπορεί να χρησιµεύσει ανάλογα µε την «στερεότητά» της για να περάσουν κι άλλοι «διαβάτες», και να ικανοποιήσουµε ίσως την παλιά εκείνη συµφωνία, που σφραγίστηκε µε «την γέφυρα του ουράνιου τόξου».
του Σαρ Σολάρις
Παραλλαγές του τραγουδιού
Παραλλαγές του τραγουδιού υπάρχουν σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Μια πιο ήπια παραλλαγή στο επίμαχο σημείο της «βίαιης» ανθρωποθυσίας του θρύλου λέει πως, μόλις έφθασε στο γεφύρι η γυναίκα του πρωτομάστορα, εκείνος: «Ευθύς τον ίσκιο άρπαξε και παίρν’ και τη στοιχειώνει» Και αφού πήρε το ανάστημά της από τον ίσκιο, της λέγει: «Σύρε, Κυρά μου, στο καλό και στη καλή την ώρα κι όσο να πά’ στο σπίτι της πέφτει και αποθαίνει». Δηλαδή έχουμε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, αφού η γυναίκα του μένει σαν οπτασία χωρίς ίσκιο, δεν ακούγεται όμως τόσο μακάβριο.Οι αλβανικής καταγωγής μαθητές του 3ου Γυμνασίου Τούμπας Θεσσαλονίκης αναζήτησαν την αλβανική παραλλαγή, την οποία βρήκαν από τον αλβανό δημοσιογράφο Gazi Kapllani και την μετέφρασαν στα ελληνικά.
Η αλβανική παραλλαγή, Το κάστρο της Ροζάφα
Έπεσε η ομίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η ομίχλη έμεινε εκεί. Μετά τρεις μέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναμος άνεμος έπνευσε και ανύψωσε την ομίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε μέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο μέγα. Τη μέρα έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν.
Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια. Να’ σαι καλά, ω καλέ γέροντα. Πού τη βλέπεις όμως συ την καλή δουλειά; Τη μέρα το υψώνουμε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να μας πεις χαρμόσυνο; Τι πρέπει να κάνουμε για να κρατήσουμε τους τοίχους στα πόδια τους; Εγώ ξέρω – αποκρίνεται ο γέροντας – αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αμαρτία. Ρίξ΄ την αμαρτία πάνω μας, γιατί θέλουμε να κρατήσουμε στα πόδια του αυτό το κάστρο. Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει: - Είστε παντρεμένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας; Παντρεμένοι είμαστε, του λένε εκείνοι, και οι τρεις τις έχουμε τις τρεις κοπέλες μας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο; Αν θέλετε να στεριώσει δεσμευτείτε με όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι μη μιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα’ ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως. Αυτά είπε ο γέροντας και σε μια στιγμή εξαφανίστηκε.
Συμφορά, ο μεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στη γυναίκα του να μην πάει εκεί την επόμενη μέρα. Κι ο μεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο μικρός κράτησε το λόγο του, δε μίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε μίλησε.
Ξημέρωμα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κομματιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η μάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε. Λέει στη μεγάλη: Καλέ μεγάλη νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Της απαντάει η μεγάλη νύφη: Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί είμαι άρρωστη. Γυρνάει και λέει στη μεσαία: Καλέ μεσαία νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς μου. Τότε η μάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη μικρότερη: - Καλέ μικρή νύφη. Η μικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια : - Ορίστε μητέρα. Οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο μικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει. Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουμε εμείς, δεν τον αφήνουμε να κλαίει, λένε οι συννυφάδες.
Σηκώνεται η μικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωμί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του μάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των μαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω μάστορες. Μα τι είναι αυτό; Σταματάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλομιάζουν. Όταν βλέπει ο μικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ’ το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέι: - Τι έχεις αφέντη μου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο μεγάλος: Ω έχεις γεννηθεί σε μαύρη μέρα, νύφη μου. Εμείς συμφωνήσαμε να σε χτίσουμε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου. Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όμως μια τελευταία επιθυμία: όταν με χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί μου μάτι, να αφήσετε έξω το δεξί μου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί μου πόδι, να αφήσετε έξω το δεξί μαστό μου. Γιατί το γιο μου τον έχω μικρό, όταν θα αρχίσει να κλαίει με το ένα μάτι θα τον βλέπω, με το ένα χέρι θα τον νανουρίζω, με το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί μαστό μου να πίνει. Να ζεσταθεί ο μαστός μου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος μου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει.
Παίρνουν τη μικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεμέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται, υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγμένοι στέκουν και μουχλιασμένοι ακόμη και σήμερα οι βράχοι, γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της μάνας για το γιο της. Κι ο γιος μεγάλωσε, θάρρεψε και πολέμησε.
Η κυπριακή παραλλαγή του «γιοφυριού της Άρτας»:
Ο ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ ΤΖ' Η ΜΑΡΟΥΔΚΙΑ (Μεταγραφή)
Κάτω στους πέντε ποταµούς, κάτω στις πέντε βρύσες,
κάτω στις άκρες των ακρών εκεί που τελειώνει ο κόσµος,
κάτω στις άκρες των ακρών στη µέση του Μόου,
έκτιζαν γεφύρι και είπαν πως είναι του φόβου.
Γιοφύρι είναι που χτίζανε µε δώδεκα καµάρες
και όλη µέρα το έχτιζαν, τη νύχτα πάλι χαλούσε.
Και το Στοιχειό του ποταµού από κάτω κελαηδούσε :
- Α! Βαλιαντή πρωτοµάστορα και µάστορα στους µαστόρους,
από τη γενιά σου αν δε βάλεις γιοφύρι δε στέκει.
Στέκεται διερωτάται και εκείνος ποιον να βάλει.
- Άντε να πω τη µάνα µου, άλλη πια µάνα πού’ναι;
Άντε να πω τον πατέρα μου, άλλο πια πατέρα πού’ναι;
Και αν βάλω από τα αδέλφια µου, αδέλφια δε βρίσκω.
Χαπάρια και µηνύµατα πηγαίνει στη Μαρουδκιά.
- Έλα να πάε Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Κακό στο νου της δεν έβαλε, καλό στο νου της βάζει
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι,
χρυσή κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει.
Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το καηµό του
-Τι µε θέλεις, µάστορα µου, και µου µήνυσες και ήρθα;
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε σε θέλω.
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται πίσω της.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
-Τώρα ήµουν στου Βαλιαντή και µου είπε πως δε µε θέλει.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα µαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα αποχαιρέτισε.
-Σε κοιµίζω, µωρό µου, και άλλη θα σε ξυπνήσει,
σε ζυµώνω ζυµάρι µου και άλλη θα σε κόψει.
Έχετε γεια σπίτια μου και στρώµα όπου κοιµόµουν,
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα.
Έπιασε τη µαύρη ρόκα και το µαύρο ροδάνι,
µαύρη κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο κλάµα.
-Α! σιταρένιο µου ψωµί, σιµιγδαλένια πίτα,
τι µε θέλεις, Βαλιαντή, και μου µήνυσές και ήρθα;
Πάντα έστελνες και µε έφερναν και λουζόσουνα το γέλιο,
τώρα έστειλες και µε έφεραν και λούστηκες το κλάµα.
-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καµάρα που είναι στο µέσον
η αρραβώνα µου έπεσε και ποιος θα µου την εύρει;
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την εύρω.
Φέρε καρέκλα που να αρµόζει, φέρε χρυσό ψαλίδι, κόψε
τα µαλλιά µου που είναι εξήντα πιθαµές
και κάµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση δέσε µε κατέβασέ µε ως κάτω.
Φέρνει καρέκλα που να αρµόζει, φέρνει χρυσό ψαλίδι,
και έκοψε τα µαλλιά της που είναι εξήντα πιθαµές
έκαµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω.
Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από ’δω, τίποτα δε βρίσκει,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να τη ρουφήσουν.
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω,
µόνο φαρμακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να µε ρουφήσουν.-Και ξανακάνε το γύρο, µακάρι να πετύχεις να τη βρεις.
Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή και το µωρό µου κλαίει
και τα βυζιά τα µυροδόχα είναι φουσκωμένα από το γάλα.
-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω.
Ανάθεµα τη µάνα της και την καρδιά που είχε,
ανάθεμα τη μάνα της την πικρογαλατούσα.
Τρεις κόρες που τις έκαµε, τρία γεφύρια έχτισαν,
η µια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι.
Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη μέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεμίζεται
Το βράδι γκρεμίζεται, θυσία θέλει.
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν.
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια,
Ελάτε να κάνουμε δικιά μας συμφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουμε στη μέση στα θεμέλια.
Ξεπρόβαλλε του πιο μικρού (αδελφού)
Του πιο μικρού η όμορφη Γιουρκέ,
Η όμορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη.
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωινό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό.
Την είδε ο μικρότερος ο αγαπημένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα.
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια.
- Ο Θεός μαζί σου, όμορφη Γιουρκέ
- Γιατί μου κλαις πρώτη μου αγάπη;
Πώς να μην κλαίω, όμορφη Γιουρκέ;
Το δαχτυλίδι μου έπεσε στη μέση του γεφυριού.
- Μη μου κλαις πρώτη μου αγάπη
Θα μαζέψω το μανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα μπω στη μέση στα θεμέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασημένιο δαχτυλίδι με τη μαρμαρένια πέτρα.
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουμε
την όμορφη Γιουρκέ στη μέση της γέφυρας
- Αφήστε με, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, μου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωμένο.
- Μη μου κλαις όμορφη Γιουρκέ
Έχεις μάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει.
Συνθετικές - δημιουργικές εργασίες
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι,
χρυσή κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει.
Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το καηµό του
-Τι µε θέλεις, µάστορα µου, και µου µήνυσες και ήρθα;
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε σε θέλω.
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται πίσω της.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
-Τώρα ήµουν στου Βαλιαντή και µου είπε πως δε µε θέλει.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα µαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα αποχαιρέτισε.
-Σε κοιµίζω, µωρό µου, και άλλη θα σε ξυπνήσει,
σε ζυµώνω ζυµάρι µου και άλλη θα σε κόψει.
Έχετε γεια σπίτια μου και στρώµα όπου κοιµόµουν,
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα.
Έπιασε τη µαύρη ρόκα και το µαύρο ροδάνι,
µαύρη κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο κλάµα.
-Α! σιταρένιο µου ψωµί, σιµιγδαλένια πίτα,
τι µε θέλεις, Βαλιαντή, και μου µήνυσές και ήρθα;
Πάντα έστελνες και µε έφερναν και λουζόσουνα το γέλιο,
τώρα έστειλες και µε έφεραν και λούστηκες το κλάµα.
-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καµάρα που είναι στο µέσον
η αρραβώνα µου έπεσε και ποιος θα µου την εύρει;
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την εύρω.
Φέρε καρέκλα που να αρµόζει, φέρε χρυσό ψαλίδι, κόψε
τα µαλλιά µου που είναι εξήντα πιθαµές
και κάµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση δέσε µε κατέβασέ µε ως κάτω.
Φέρνει καρέκλα που να αρµόζει, φέρνει χρυσό ψαλίδι,
και έκοψε τα µαλλιά της που είναι εξήντα πιθαµές
έκαµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω.
Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από ’δω, τίποτα δε βρίσκει,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να τη ρουφήσουν.
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω,
µόνο φαρμακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να µε ρουφήσουν.-Και ξανακάνε το γύρο, µακάρι να πετύχεις να τη βρεις.
Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή και το µωρό µου κλαίει
και τα βυζιά τα µυροδόχα είναι φουσκωμένα από το γάλα.
-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω.
Ανάθεµα τη µάνα της και την καρδιά που είχε,
ανάθεμα τη μάνα της την πικρογαλατούσα.
Τρεις κόρες που τις έκαµε, τρία γεφύρια έχτισαν,
η µια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι.
Η πομάκικη παραλλαγή του «Γεφυριού της Άρτας» (Μετάφραση)
Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη μέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεμίζεται
Το βράδι γκρεμίζεται, θυσία θέλει.
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν.
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια,
Ελάτε να κάνουμε δικιά μας συμφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουμε στη μέση στα θεμέλια.
Ξεπρόβαλλε του πιο μικρού (αδελφού)
Του πιο μικρού η όμορφη Γιουρκέ,
Η όμορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη.
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωινό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό.
Την είδε ο μικρότερος ο αγαπημένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα.
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια.
- Ο Θεός μαζί σου, όμορφη Γιουρκέ
- Γιατί μου κλαις πρώτη μου αγάπη;
Πώς να μην κλαίω, όμορφη Γιουρκέ;
Το δαχτυλίδι μου έπεσε στη μέση του γεφυριού.
- Μη μου κλαις πρώτη μου αγάπη
Θα μαζέψω το μανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα μπω στη μέση στα θεμέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασημένιο δαχτυλίδι με τη μαρμαρένια πέτρα.
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουμε
την όμορφη Γιουρκέ στη μέση της γέφυρας
- Αφήστε με, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, μου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωμένο.
- Μη μου κλαις όμορφη Γιουρκέ
Έχεις μάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει.
Το Γεφύρι της Άρτας έχει γίνει πηγή έμπνευσης για πολλούς συγγραφείς, με βάση αυτό έχουν γραφεί πολλά έργα: (http://el.wikipedia.org). Ακόμα και τα ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ έχουν εμπνευστεί από το θρύλο του στοιχειώματος της γυναίκας του Πρωτομάστορα.
Συνθετικές - δημιουργικές εργασίες
- Δώστε ένα διαφορετικό τέλος στην ιστορία. Ακολουθήστε την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού ή όποιο άλλο τρόπο θέλετε.
- Ξαναγράψτε την ιστορία αλλάζοντας την οπτική γωνία της αφήγησης: Το έργο ολοκληρώθηκε και ο πρωτομάστορας μιλάει για το δίλημμα που αντιμετώπισε, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του μετά τη θυσία της γυναίκας του.
- Γράψτε ένα δικό σας ποίημα, τραγούδι ή διήγημα. Αφετηρία της έμπνευσής σας να είναι το δημοτικό αυτό τραγούδι. Εκφράστε σκέψεις και συναισθήματα που σας προκάλεσε.
- Φτιάξτε μια παρουσίαση ή βίντεο και επενδύστε την μουσικά. Χρησιμοποιήστε εικόνες, πίνακες, λεζάντες, στίχους χαρακτηριστικούς που σας εντυπώθηκαν στο μυαλό, σας συγκίνησαν, σας προβλημάτισαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου