Μπαλ-μασκέ στο σπίτι του Μ. Καραγάτση.
Ο συγγραφέας με τη Ρηνιώ Παπανικόλα, το 1957.
[Πηγή: anemourion.blogspot.gr]
______________
Ο Μ. Καραγάτσης ανέλαβε τη στήλη της θεατρικής κριτικής στην εφημερίδα «Βραδυνή» το 1946 και την κράτησε μέχρι το θάνατό του, το 1960. Καταξιωμένος μυθιστοριογράφος, οικονομικά ανεξάρτητος, με κερδισμένη ήδη μια ευρεία αποδοχή, που του επιτρέπει άλλοτε τα πλουσιοπάροχα εγκώμια, άλλοτε την ανενδοίαστη αποδοκιμασία, προσέρχεται στον στίβο της κριτικής χωρίς εξαρτήσεις ή ιδιοτέλειες άλλου τύπου, χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας αλλά με εξαιρετικής ποιότητας, ιοβόλο όσο και απολαυστικό, χιούμορ.
Κρίνοντας μια παράσταση, άλλοτε βάλλει κατά των ηθών των άλλων κριτικών, άλλοτε κατά του κοινού, αλλοτε και κατά των ίδιων των ανθρώπων της σκηνικής τέχνης:
«Δυστυχώς δεν ανήκω στη συνομοταξία των υπερδιανοούμενων κριτικών μας, που φρονούν ότι μόνα τα έργα του Σαιξπήρου και του κ. Καζαντζάκη πρέπει να βλέπουν τα κηρία του προσκηνίου»
«Οι σημερινοί αναγνώστες της αρχαίας τραγωδίας είναι ελάχιστοι. Και θα ήσαν οι μοναδικοί θεατές της, αν ο σνομπισμός δεν παρέσυρε μερικές εκατοντάδες Φιλισταίων ως το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού»
«Συγγραφείς και θεατρώναι πλειοδοτούν μανιωδώς στην δημοπρασία της ηλιθιότητας. Και ετέθησαν επί κεφαλής της μεγάλης πορείας του κοινού προς την αποβλάκωσι»
Το 1957 ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, ο «Κυμβελίνος» του Σαίξπηρ, έργο γραμμένο γύρω στα 1609-1610, δείγμα της τελευταίας συγγραφικής περιόδου και τεχνοτροπίας του, εκείνης που συνεχίζεται με το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» για να κορυφωθεί τελικά στην «Τρικυμία». «Τραγική κωμωδία», «ρομαντικό δράμα», «παραμυθόδραμα» ή «δακρύβρεκτον μελό», το έργο προβλημάτισε σαιξπηρολόγους - σαιξπηρολάτρες και σαιξπηρομάχους - θεατρικούς κριτικούς και τον Καραγάτση, που ξεσπάθωσε, διαχωρίζοντας εαυτόν από την «χορείαν των λοιπών εν κριτική συναδέλφων του».
«Ανερυθριάστως» - όπως με μεγάλη δόση αυτοσαρκασμού και εις άπταιστον καθαρεύουσα διατείνεται ο ίδιος - ο Μ. Καραγάτσης, κατατάσσει τον «Κυμβελίνο» στα έργα «που καλύτερον να ελησμονούσαμεν ότι οφείλονται στην γραφίδα του Σαίξπηρ» και την επιλογή του από τους διευθύνοντες, αποτέλεσμα αλαζονικής πεποίθησης που απέχει παρασάγγας από τις πραγματικές δυνατότητες του Εθνικού Θεάτρου να ξεφύγει από την καθιερωθείσα παράδοση και να αναδημιουργήσει, συγκαλύπτοντας τις αδυναμίες του έργου. Η «επιτυχία» της παράστασης, κατά τον Καραγάτση, ήταν η ανία, η υπνηλία και η αδημονία των θεατών «να επιστρέψουν οίκαδε και να συνεχίσουν τον αρξάμενον ύπνον εις την κλίνην τους, άνευ περαιτέρω ταλαιπωρίας».
Ο «Κυμβελίνος», έργον παροδικής σαιξπηρικής αφορίας...
Ομολογώ, πλήρης συντριβής και αιδούς, ότι δεν είμαι πνευματικός άνθρωπος. Ως γνωστόν, πνευματικός άνθρωπος εστί το δίπουν και άπτερον ζώον που θαυμάζει τον Σαίξπηρ πέρα ως πέρα, άνευ της παραμικράς αντιρρήσεως ή επιφυλάξεως. Εγώ, δυστυχώς, μολονότι διαθέτω δύο πόδας και ουδόλως πτερά, προσέτι δε αναγνωρίζων ότι ο Σαίξπηρ είναι οπωσδήποτε ένα από τα μεγαλύτερα πνεύματα των αιώνων, δεν υπόκειμαι εις κρίσεις επιληπτικού θαυμασμού ενώπιον όλων ανεξαιρέτως των έργων του.
Τούτο, αναμφιβόλως, σημαίνει πως ο άξεστος εγκέφαλός μου - ο καθαυτό αγροίκος - δεν δύναται να συλλάβη την σαιξπήρειον μεγαλοφυΐαν εν όλη της τη εκτάσει. Συνεπώς κατάπτυστος εγώ ο δύστυχος!
Καταγέλαστος, περιφρονητέος και κλωτσηδόν αποβλητέος από την χορείαν των λοιπών εν κριτική συναδέλφων μου: ανθρώπων έργον δημιουργικόν μη εχόντων βεβαίως· αλλ' αποδειξάντων διά της κριτικής των στήλης - εις ην Κύριος οίδε τίσιν κρίμασιν ανερρίχθησαν - ότι τον Σαιξπήρον τον κατανοούν εξ ίσου με τον Ναστραδίν Χότζαν.
Εάν διέθετον κόκκον νοημοσύνης, θα προσεποιούμην ότι αισθάνομαι τον μεγαλύτερον και ολοκληρωτικώτερον θαυμασμόν διά τον εκ Σταφόρδου - επί - Άβονος συγγραφέα. Πλην φαίνεται πως είμαι βλάξ με περικεφαλαίαν· εφ’ ω και μην ευδοκιμήσας εις την δημοσιογραφίαν, δέον να θεωρούμαι παντελώς αποτυχημένος, κυριολεκτικώς χαμένο κορμί.
Λοιπόν ανερυθριάστως διατείνομαι ότι ο Σαίξπηρ συνέγραψε μερικά από τα πλέον υψίπνοα λογοτεχνήματα των αιώνων. Παραλλήλως όμως, όπως κάθε μέγας συγγραφεύς, συνέγραψεν και μερικά άλλα έργα, που καλύτερον να ελησμονούσαμεν ότι οφείλονται στην γραφίδα του. Εν εξ αυτών των τελευταίων είναι και ο «Κυμβελίνος» με τον οποίον εγκαινίασε το Εθνικόν μας Θέατρον την εφετεινήν περίοδόν του.
Ο Ιάκιμος κλεβει το βραχιόλι της Ιμογένης
Illustration by Louis Rhead, designed for an edition of Lamb's Tales, copyrighted 1918.
_________________
Δακρύβρεκτον μελό; Και άλλα έργα του Σαίξπηρ έχουν παραπλησίαν «μελοδραματικήν» διάρθρωσιν· πλην συνεγράφησαν διά καλάμου τόσον οιστρηλατημένου, ώστε ο αναγνώστης - ή ο θεατής - μεταρσιούμενος από τον οίστρον των υψηλών νοημάτων, παραβλέπει τα τρωτά της πλοκής και εν γένει του θέματος. Εις τον «Κυμβελίνον» όμως τίποτα το παρόμοιον δεν συμβαίνει. Ασφαλώς ο Σαίξπηρ τον έγραψεν εις στιγμάς - αναμφιβόλως παροδικάς - αφορίας. Συνεπώς αι αδυναμίαι του μύθου, μη πλαισιούμεναι από τον συνήθη οργασμόν της σαιξπηρικής ποιήσεως, προβάλλουν εντονώτατα.
Δεν γνωρίζω αν ο «Κυμβελίνος» περιλαμβάνεται συχνά εις το δραματολόγιον των σοβαρών θεάτρων της αλλοδαπής. Αν ναι, αναμφιβόλως θα τυγχάνη μιας ερμηνείας τόσον αναδημιουργικής, ώστε να συγκαλύπτωνται, κατά το δυνατόν, αι αδυναμίαι του κειμένου. Δηλαδή μιας ερμηνείας ήντινα το Εθνικόν μας Θέατρον δεν είναι εις θέσιν ούτε καν να προσεγγίση. Επομένως η απόφασις περί διδασκαλίας του έργου τούτου, οφείλεται μάλλον εις την εξ ακρίτου αλαζονείας πηγάζουσαν πεποίθησιν των διευθυνόντων το Εθνικόν Θέατρον, περί των εν τη πραγματικότητι ανυπάρκτων δυνατοτήτων του.
Εάν τουλάχιστον το σχοινοτενές κείμενον είχε τεχνηέντως περικοπή, εις τρόπον ώστε αι τρισήμισυ ώραι της παραστάσεως να περιωρίζοντο εις δυόμισυ, κάπως το κακόν θα εκολάζετο. Πλήν μεταξύ ογδόης και τριάντα εσπερινής μέχρι μεσονυκτίου, η Ανία είχεν αναρτηθή εκ του κεντρικού πολυελαίου της αιθούσης του Εθνικού Θεάτρου οπόθεν εκτινάξασα τους ειδεχθείς πλοκάμους της περιέλιξεν τούτους πέριξ της ψυχής των θεατών, προκαλέσασα έντονον υπνηλίαν και αδημονίαν περί του πότε τό θέαμα θα τελειώση, επί τέλους, να επιστρέψωμεν οίκαδε και να συνεχίσωμεν τον αρξάμενον ύπνον εις την κλίνην μας, άνευ περαιτέρω ταλαιπωρίας.
Η ερμηνεία ήτο απολύτως σύμφωνος με την καθιερωθείσαν παράδοσιν εις το Εθνικόν ως προς τα σαιξπήρεια έργα. Παράδοσιν τόσον ισχυράν, ώστε να εξαφανίζη την προσωπικότητα του σκηνοθέτου, είτε Ροντήρης, Σολομός ή Μιχαηλίδης ονομάζεται ούτος. Θα έλεγεν κανείς ότι δεν είναι ο σκηνοθέτης όστις διδάσκει τους ηθοποιούς, αλλά οι ηθοποιοί τον σκηνοθέτην. Διά της διαπιστώσεως αυτής εννοώ ότι όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν τους ρόλους των εις τον «Κυμβελίνον» κατά τον ίδιον ευπρεπή τρόπον που τα μόνιμα στελέχη ερμηνεύουν τον Σαίξπηρ. Σχετικήν εξαίρεσιν εποιήσατο ο Γιώργος Παππάς, επιτυχών ερμηνείαν του ρόλου του άκρως προσωπικήν και ενδιαφέρουσαν.
Βάσω Μανωλίδου (Ιμογένη), Γιώργος Παππάς (Ιάκιμος).
Κυμβελίνος (1957), Εθνικό Θέατρο
____________
Αλλά πού να μεταβεί ο δύστηνος; Μόνον εν συνεργασία με τον ιδιοφυέστατον Κάρολον Κουν, το μέγιστον τάλαντον του Διαμαντοπούλου δύναται να καρποφορήση πλήρως. Πλην εις το θέατρον Τέχνης βασιλεύει άλλου είδους Σαρακοστή, δεδομένου ότι ενώ οι Αθηναίοι θαυμάζουν ανεπιφυλάκτως τον Κουν και τους ηθοποιούς του, προτιμούν να ακουμβούν το παραδάκι των εις το ταμείον οιουδήποτε άλλου θεάτρου...
Υ. Ι. - Ζητώ συμπάθειο για την καθαρεύουσα. Αλλά σε κάτι τέτοιες δύσκολες περιστάσεις είναι η μόνη διέξοδο...
Αλέκος Δεληγιάννης (Γουιδέριος), Βασίλης Διαμαντόπουλος (Κλότεν).
Κυμβελίνος (1957), Εθνικό Θέατρο
______________
Εξερχόμενοι του Εθνικού Θεάτρου, ύψωσαν οι θεαταί τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν μετ’ ανακουφίσεως. Μεταξύ των αστέρων διέκρινον τον «Σπούτνικ», όστις ακινητήσας επ’ ολίγας στιγμάς ύπερθεν του ιοστεφούς άστεως και διαπιστώσας τα εν τω Εθνικώ Θεάτρω τεκταινόμενα μετέβαλον το «μπιπ»- «μπιπ» της εκπομπής του εις κατάπληκτον «μπααα! μπαα». Συνεμερίσθησαν και εκείνοι την έκπληξίν του και επιβάντες ταξί, επέστρεψαν οίκαδε να συνεχίσουν τον προ πολλού αρξάμενον ύπνον των.
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ
Υ. Ι. - Ζητώ συμπάθειο για την καθαρεύουσα. Αλλά σε κάτι τέτοιες δύσκολες περιστάσεις είναι η μόνη διέξοδο...
Idem.
Τάκης Γαλανός (Πιζάνιος), Γιάννης Αποστολίδης (Κυμβελίνος), Έλσα Βεργή (Βασίλισσα), Βασίλης Διαμαντόπουλος (Κλότεν).
Κυμβελίνος (1957), Εθνικό Θέατρο
____________