Nikolay Gogol ( Photo by Erhan Cihangiroğlu)
Στο μάκρος ολόκληρης της ζωής του, ο Γκόγκολ έζησε σε βάθος το δράμα του κωμικού που δυσκολεύεται να σοβαρευτεί, του ευτράπελου που πασχίζει μάταια να αρνηθεί το παρελθόν του.
Αποτολμώντας την καρικατούρα, την παρωδία και τη σκληρή διακωμώδηση των ρώσικων ηθών, ο Γκόγκολ δεν μιλούσε εκ βαθέων. Οι αναγνώστες φαντάζονταν μια ακέραια προσωπικότητα, ενώ η αλήθεια ήταν ότι πίσω από τα γραφτά κρυβόταν η «ασχήμια» και η «μοχθηρία» ενός καυχηματία που με τη σάτιρα έβρισκε διέξοδο η δυσκολία του να δεχτεί τη γύρω πραγματικότητα.
Άνθρωπος νοσηρά εσωστρεφής, δειλός, συμπλεγματικός και καχύποπτος, βρισκόταν σε διένεξη με τα πάντα. Και τα γραφτά του - γραφτά ενός νέου που αναζητούσε πάση θυσία το δρόμο του - αντιδρούσαν σκωπτικά υπονομεύοντας τη ρωσική κοινωνία στην οποία η διαφθορά έβγαζε μάτια. Δεν εξέφραζαν ένα βαθύτερο πιστεύω, μια στέρεα άποψη για τον κόσμο.
Η σάτιρα έχει κάτι το νεανικό και το προπετές, είναι μονομερής, άδικη, πειθαναγκαστικά κοντόφθαλμη, χωρίς να αποφεύγει και μια ιδιάζουσα μικροψυχία. Αφού ευθύς εξαρχής επιλέγει τη στάση της διακωμώδησης, δεν μπορεί να μην κατατρύχεται και από ένα αίσθημα ανωτερότητας απέναντι στη ζωή, μια χροιά εχθρότητας που δεν την αφήνει να ωριμάσει. Αν το κλάμα προδίδει την αρχή της συμπάθειας, το γέλιο είναι άρνηση και διάκριση· ό,τι συμπονάς δεν το περιγελάς.
Παρότι ο Γκόγκολ δε θα δυσκολευτεί να κερδίσει τη θέση του στον πετρουπολίτικο κόσμο, το αίσθημα του εχθρικού κριτή θα υπάρχει μόνιμα στα γραφτά του. Άραγε μπορεί να βασίσει κανείς τη ζωή του στη γυμνή «αντίδραση»;
Καθώς ο Γκόγκολ κερδίζει φήμη και ενσωματώνεται στον πετρουπολίτικο κόσμο, η ψυχολογία του υπεράριθμου αρχίζει σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπει. Επείγεται να αλλάξει personna.Δεν ξέρουμε βέβαια πόσο ο ίδιος το είχε αντιληφθεί, πάντως ο Γκόγκολ αναγκάστηκε να βιώσει το προβληματικό πέρασμα από τη σάτιρα στο δράμα, από την αρνητική λογοτεχνία στη λογοτεχνία των θετικών ηρώων, παράλληλα με το πρόβλημα της ενσωμάτωσής του στην Πετρούπολη.
Και βέβαια δεν ήταν απλό ζήτημα μεταστροφής των λογοτεχνικών «μέσων». Ποτέ δεν είναι έτσι. Αυτό που ωθούσε τον Γκόγκολ να αξιοποιεί μόνο μια πλευρά του ψυχισμού του, την πλέον πρόσφορη αλλά όχι και την πλέον σημαντική (κατά την εκτίμησή του), κυοφορούσε ένα διχασμό που δε θα αργούσε να ξεσπάσει.
Ο άνθρωπος που ψυχαγωγούσε τη μισή Ρωσία επέμενε ότι ήταν «αίνιγμα για όλους». Και όχι άδικα· κάτω από τον κωμικό υπέμενε ανεκδήλωτος και ανήλικος ακόμα ο μυστικοπαθής.
Από τα πρώτα του κιόλας βήματα στη λογοτεχνία και στη ζωή της πρωτεύουσας ο νεαρός από την Ουκρανία θα κινηθεί ανάμεσα στη φάρσα και στην αινιγματικότητα των αμφίθυμων εκδηλώσεων.
Όλο του το έργο μέχρι τις Πεθαμένες ψυχές (και γιατί όχι μαζί με αυτές) ήταν φαντασιώδεις λάμψεις μιας προσωπικότητας που έφερε επαξίως το προσωπείο μιας (ενίοτε πένθιμης) σάτιρας. Η ποιητική του μπορούσε να χωρέσει σε μια φράση: «Όταν κοιτάζουμε πολύ τα εύθυμα θεάματα, καταντούν να γίνουν θλιβερά».
Από τα πρώτα του κιόλας βήματα στη λογοτεχνία και στη ζωή της πρωτεύουσας ο νεαρός από την Ουκρανία θα κινηθεί ανάμεσα στη φάρσα και στην αινιγματικότητα των αμφίθυμων εκδηλώσεων.
Όλο του το έργο μέχρι τις Πεθαμένες ψυχές (και γιατί όχι μαζί με αυτές) ήταν φαντασιώδεις λάμψεις μιας προσωπικότητας που έφερε επαξίως το προσωπείο μιας (ενίοτε πένθιμης) σάτιρας. Η ποιητική του μπορούσε να χωρέσει σε μια φράση: «Όταν κοιτάζουμε πολύ τα εύθυμα θεάματα, καταντούν να γίνουν θλιβερά».
Γκόγκολ ή Πούσκιν
Ο δεύτερος Γκόγκολ έπρεπε να απαλλαγεί από τον πρώτο Γκόγκολ.....
Και η επιτυχία που ήρθε φυσιολογικά, αντί να σημάνει την καθιέρωση αυτής της δοκιμασμένης γραφής, σήμανε για τον Γκόγκολ την ώρα της πτώσης του προσωπείου. Έπρεπε πλέον να μιλήσει άλλη γλώσσα· να διακηρύξει το νέο του «πιστεύω».
Μόνο που αυτό το προκλητικό για τους θαυμαστές του «πιστεύω», ήτοι η θεοληψία του, δεν ήταν κάτι που υπήρχε εξαρχής και αποκρυβόταν επιμελώς. Όσο σαφείς κι αν είναι οι κριτικοί σε αναδρομικές προβλέψεις, τα στάδια της ωρίμασής του παραμένουν αξεδιάλυτα. Θα χρειαστεί πάντως να αναχωρήσει στο εξωτερικό, να περατώσει το πρώτο μέρος των Πεθαμένων ψυχών, να ξεσπάσει η κατακραυγή εναντίον του, για να μεστώσει μέσα του η μεταστροφή.
Με άλλα λόγια, στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του ζωής ο Γκόγκολ κίνησε γη και ουρανό για να επιβάλει το ύφος του, και μόλις αυτό έγινε αποδεχτό, άρχισε από ψυχόρμητη ανάγκη την επιχείρηση της απόρριψής του. Ο δεύτερος Γκόγκολ έπρεπε πάση θυσία να απαλλαγεί από τον πρώτο Γκόγκολ.
Σε αυτό το τολμηρό διάβημα το μεγάλο ή τουλάχιστον το πρώτο εμπόδιο ήταν οι ίδιοι οι θαυμαστές του, αυτοί που τον ανέδειξαν: φίλοι, αναγνώστες, κριτικοί. Κανείς απ’ τους συγχρόνους του δε φαίνεται να υποψιαζόταν τι έμελλε να συμβεί σε αυτό το σκωπτικό πνεύμα. Στη Ρωσία πίστευαν ότι ο Γκόγκολ έφυγε για να επιστρέψει δριμύτερος, κι ούτε φαντάζονταν ότι θα υποδεχτούν έναν οψιμαθή ιεροκήρυκα.
Είναι η στιγμή — γνωστή στην πορεία των δημιουργών — που αισθάνεται έκθετος, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, απέναντι στην κρίση του κοινού. Αν και σαν ιδιοσυγκρασία ο Γκόγκολ ήταν ιδεώδης περίπτωση ανθρώπου για να βιώσει μια τέτοια κρίση, η ανησυχία του δεν αφορά το παρελθόν του, που είναι γεμάτο δάφνες, αλλά το μέλλον.
Η αναφροδίσια ζωή του — γιατί καμιά γυναίκα δεν τάραξε την ψυχή του — η λυσσαλέα φιλοδοξία του και μια εγωπάθεια που εντείνεται στο έπακρο από τον εσωτερικό του διχασμό συναπαρτίζουν ένα φυγόκοσμο μονομανή που είναι έτοιμος να τσακίσει ή να εξαγριωθεί στην παραμικρή επίκριση. Δεν είναι συμπτωματικό, λοιπόν, ότι προλογίζει τα μεγαλόδοξα λογοτεχνικά του σχέδια με ξεσπάσματα αυτοκατάκρισης, που συνήθως είναι καρποί μεγάλων αποτυχιών ή επιτυχιών. Καταργεί ανεπιφύλαχτα το ένδοξο παρελθόν του, γιατί το μέλλον του φαίνεται ασύγκριτα πιο λαμπρό και πιο αντιπροσωπευτικό για τις μύχιες επιθυμίες του.
«Το ορκίζομαι», γράφει με καθαρό μυαλό στον Ζουκόφσκι, «θα κάνω κάτι που δεν είναι στο χέρι των κοινών ανθρώπων. Τι έχω κάνει άραγε μέχρι τώρα; Όταν ξανακοιτάζω τα γραφτά μου, μένω με την εντύπωση ότι φυλλομετρώ ένα παλιό μαθητικό τεφτέρι (...) Είναι πια καιρός να εργαστώ σοβαρά».
Η διάδοση ότι ο Γκόγκολ «αλλαξοπίστησε» εντάθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους με την έκδοση του πρώτου μέρους των Πεθαμένων ψυχών (1842), που δημοσιεύονται, αφού ταλαιπωρήθηκαν σοβαρά από το ψαλίδι της λογοκρισίας (άλλαξαν ακόμα και τον τίτλο).
Μόνο που αυτό το προκλητικό για τους θαυμαστές του «πιστεύω», ήτοι η θεοληψία του, δεν ήταν κάτι που υπήρχε εξαρχής και αποκρυβόταν επιμελώς. Όσο σαφείς κι αν είναι οι κριτικοί σε αναδρομικές προβλέψεις, τα στάδια της ωρίμασής του παραμένουν αξεδιάλυτα. Θα χρειαστεί πάντως να αναχωρήσει στο εξωτερικό, να περατώσει το πρώτο μέρος των Πεθαμένων ψυχών, να ξεσπάσει η κατακραυγή εναντίον του, για να μεστώσει μέσα του η μεταστροφή.
Με άλλα λόγια, στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του ζωής ο Γκόγκολ κίνησε γη και ουρανό για να επιβάλει το ύφος του, και μόλις αυτό έγινε αποδεχτό, άρχισε από ψυχόρμητη ανάγκη την επιχείρηση της απόρριψής του. Ο δεύτερος Γκόγκολ έπρεπε πάση θυσία να απαλλαγεί από τον πρώτο Γκόγκολ.
Σε αυτό το τολμηρό διάβημα το μεγάλο ή τουλάχιστον το πρώτο εμπόδιο ήταν οι ίδιοι οι θαυμαστές του, αυτοί που τον ανέδειξαν: φίλοι, αναγνώστες, κριτικοί. Κανείς απ’ τους συγχρόνους του δε φαίνεται να υποψιαζόταν τι έμελλε να συμβεί σε αυτό το σκωπτικό πνεύμα. Στη Ρωσία πίστευαν ότι ο Γκόγκολ έφυγε για να επιστρέψει δριμύτερος, κι ούτε φαντάζονταν ότι θα υποδεχτούν έναν οψιμαθή ιεροκήρυκα.
Είναι η στιγμή — γνωστή στην πορεία των δημιουργών — που αισθάνεται έκθετος, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, απέναντι στην κρίση του κοινού. Αν και σαν ιδιοσυγκρασία ο Γκόγκολ ήταν ιδεώδης περίπτωση ανθρώπου για να βιώσει μια τέτοια κρίση, η ανησυχία του δεν αφορά το παρελθόν του, που είναι γεμάτο δάφνες, αλλά το μέλλον.
Η αναφροδίσια ζωή του — γιατί καμιά γυναίκα δεν τάραξε την ψυχή του — η λυσσαλέα φιλοδοξία του και μια εγωπάθεια που εντείνεται στο έπακρο από τον εσωτερικό του διχασμό συναπαρτίζουν ένα φυγόκοσμο μονομανή που είναι έτοιμος να τσακίσει ή να εξαγριωθεί στην παραμικρή επίκριση. Δεν είναι συμπτωματικό, λοιπόν, ότι προλογίζει τα μεγαλόδοξα λογοτεχνικά του σχέδια με ξεσπάσματα αυτοκατάκρισης, που συνήθως είναι καρποί μεγάλων αποτυχιών ή επιτυχιών. Καταργεί ανεπιφύλαχτα το ένδοξο παρελθόν του, γιατί το μέλλον του φαίνεται ασύγκριτα πιο λαμπρό και πιο αντιπροσωπευτικό για τις μύχιες επιθυμίες του.
«Το ορκίζομαι», γράφει με καθαρό μυαλό στον Ζουκόφσκι, «θα κάνω κάτι που δεν είναι στο χέρι των κοινών ανθρώπων. Τι έχω κάνει άραγε μέχρι τώρα; Όταν ξανακοιτάζω τα γραφτά μου, μένω με την εντύπωση ότι φυλλομετρώ ένα παλιό μαθητικό τεφτέρι (...) Είναι πια καιρός να εργαστώ σοβαρά».
Illustration to Nikolai Gogol’s “Dead Souls” by Marc Chagall
Και το θέμα, γνωστό ακόμα και έξω από το στενό του κύκλο, είναι οι Πεθαμένες ψυχές που έχει τάξει στον εαυτό του να τις φέρει σε πέρας από σεβασμό στη μνήμη του Πούσκιν που του τις ενέπνευσε. Η ιδέα κατά κοινή ομολογία είναι μοναδική. Ένας άνθρωπος που διασχίζει τη ρώσικη επαρχία παζαρεύοντας ψυχές πεθαμένων δουλοπάροικων προσφέρει ιδανική ευκαιρία για μια πλατιά αντιμετώπιση της πατρίδας του.
«Τι τεράστιο θέμα αλήθεια! Τι πρωτότυπο! Εκεί θα δείξω τη Ρωσία. Θα είναι το πρώτο μου άξιο έργο, αυτό που θα καταστήσει αθάνατο το όνομά μου (...) Όταν το αναλογίζομαι με διαπερνά ιερό ρίγος».
Στην αλληλογραφία του — πυκνή και εξομολογητική — από το εξωτερικό ο αυτοεξόριστος της Ρώμης δε μιλάει μόνο για το μεγαλόπνοο σχέδιό του. Δισταχτικά στην αρχή, απερίφραστα στη συνέχεια, πλέκει το υφάδι των θρησκόληπτων ομολογιών του που μετά από μερικά χρόνια θα καταλήξουν σε κανονική κατήχηση των συγχρόνων του.
«Αυτές οι εκκλησίες», γράφει τον Απρίλιο του 1839 στη Μαρία Μπαλαμπίν, «είναι ο γενέθλιος τόπος της ψυχής μου, εκεί όπου ζούσε η ψυχή μου προτού έρθω στον κόσμο».
Το ξεχωριστό με τον Γκόγκολ ήταν ότι η κρίση μυστικοπάθειας που τον συγκλόνιζε δεν έβαζε απλώς τη ζωή του σε νέο δρόμο, αλλά κατέλυε τη δημιουργική του ικανότητα. Από τη στιγμή που στρέφεται στον εαυτό του και γυρεύει τα βαθύτερα νάματα του ψυχισμού του, η σάτιρα πέφτει κυριολεκτικά σε αχρηστία. Ο πιστός μέσα του δεν μπορεί πλέον να χλευάσει, θέλει να θέσει το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας.
«Τι τεράστιο θέμα αλήθεια! Τι πρωτότυπο! Εκεί θα δείξω τη Ρωσία. Θα είναι το πρώτο μου άξιο έργο, αυτό που θα καταστήσει αθάνατο το όνομά μου (...) Όταν το αναλογίζομαι με διαπερνά ιερό ρίγος».
Στην αλληλογραφία του — πυκνή και εξομολογητική — από το εξωτερικό ο αυτοεξόριστος της Ρώμης δε μιλάει μόνο για το μεγαλόπνοο σχέδιό του. Δισταχτικά στην αρχή, απερίφραστα στη συνέχεια, πλέκει το υφάδι των θρησκόληπτων ομολογιών του που μετά από μερικά χρόνια θα καταλήξουν σε κανονική κατήχηση των συγχρόνων του.
«Αυτές οι εκκλησίες», γράφει τον Απρίλιο του 1839 στη Μαρία Μπαλαμπίν, «είναι ο γενέθλιος τόπος της ψυχής μου, εκεί όπου ζούσε η ψυχή μου προτού έρθω στον κόσμο».
Το ξεχωριστό με τον Γκόγκολ ήταν ότι η κρίση μυστικοπάθειας που τον συγκλόνιζε δεν έβαζε απλώς τη ζωή του σε νέο δρόμο, αλλά κατέλυε τη δημιουργική του ικανότητα. Από τη στιγμή που στρέφεται στον εαυτό του και γυρεύει τα βαθύτερα νάματα του ψυχισμού του, η σάτιρα πέφτει κυριολεκτικά σε αχρηστία. Ο πιστός μέσα του δεν μπορεί πλέον να χλευάσει, θέλει να θέσει το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας.
"Ένα αρκετά ωραίο αμάξι με σούστες πέρασε την αυλόπορτα ενός πανδοχείου σε μια επαρχιακή πρωτεύουσα.... " Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές.(σκίτσο: PP Sokolov)
Και οι ψυχρολουσίες για τον "Νέο Γκόγκολ" ρέουν κρουνηδόν........
Η υποδοχή του βιβλίου ήταν η αναμενόμενη. Το μεγάλο του χάρισμα, η σατιρική ματιά που ζωγραφίζει ελεύθερα, παρά περιγράφει, τα ρώσικα ήθη, αναδεικνύοντας μια απίθανη πεζότητα και μια ζωή χωρίς καθαρή ανάσα, έχει φτάσει στην τελειότητά της.
Ο ίδιος ο Γκόγκολ, πέρα από την ευνόητη ικανοποίηση, αισθάνεται έντονα τον αναχρονισμό αυτών των κριτικών που, υμνητικές ή επικριτικές, μιλούν ουσιαστικά για το «ενοχλητικό» παρελθόν του και όχι για την αναγέννησή του. Οι Πεθαμένες ψυχές είναι δημιούργημα του πρώτου Γκόγκολ, όχι του νέου Γκόγκολ που καιροφυλακτεί και ετοιμάζεται να μιλήσει μια άλλη γλώσσα.
Από τη στιγμή που ο άνθρωπος ο οποίος έκανε την πατρίδα του να γελάει με την ίδια της την εικόνα μεταμορφώθηκε σε «θλιβερό» ιεροκήρυκα, κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει. Ειδικά ο Ακσάκοφ —με το αίσθημα του διαψευσμένου και με το δικαίωμα που παρέχει η προτέρα αφοσίωσις — του στέλνει μια επιστολή αληθινό αστροπελέκι, στην οποία οξυδερκώς παρατηρεί:
«....το μυστικισμό τον τρέμω σαν τη φωτιά και τον διαισθάνομαι να ανατέλλει μέσα σου (...) Φοβάμαι ότι ο καλλιτέχνης θα φθαρεί, ότι η δημιουργική δύναμη του αισθήματος θα στερέψει λόγω της διανοητικής εντάσεως του ασκητή».
Οι ψυχρολουσίες από φίλους και αντιπάλους ρέουν κρουνηδόν. Μια διεξοδική επιστολή του Πλεντιώφ (1844) δείχνει το κλίμα που είχε διαμορφωθεί.
«Με ρωτάς τι είσαι; Ως άνθρωπος είσαι κρυψίνους, εγωιστής, υπερφίαλος, δύσπιστος, και θυσιάζεις τα πάντα στη δόξα.[....]
Αλλά ας δούμε τι είσαι ως άνθρωπος των Γραμμάτων. Ένα πρόσωπο προικισμένο με μια ιδιοφυή δημιουργικότητα, που μαντεύει από ένστικτο τα μυστικά της γλώσσας, τα μυστικά της ίδιας της τέχνης. Ο πρώτος κωμικός της εποχής μας για τον τρόπο που βλέπει τους ανθρώπους και τη φύση, για την ικανότητά του να αντλεί τις καλύτερες εικόνες και τις κωμικές καταστάσεις.
Είσαι, όμως, μονότονος συγγραφέας που περιφρονεί τις απαραίτητες προσπάθειες για να αποχτήσει ένα συνειδητό έλεγχο πάνω στους θησαυρούς της γλώσσας και της τέχνης. Άτεχνος μέχρι κακογουστιάς και στομφώδης μέχρι αστειότητας, όταν η διάθεσή σου σε κάνει να περνάς από το κωμικό στη σοβαρότητα. Είσαι μια αυτοδίδακτη ευφυία που ξαφνιάζει με τη δημιουργικότητά της και προκαλεί λύπη με τον αναλφαβητισμό της και την άγνοιά της στο χώρο της τέχνης».
Στην «Εξομολόγηση ενός συγγραφέα», την οποία βιάστηκε να δημοσιεύσει ο «μεγάλος καλλιτέχνης» με σκοπό να κοπάσει η κατακραυγή εναντίον του, είχε επιδοθεί σε μια διεξοδική συνηγορία υπέρ του ρωσικού καθεστώτος, πράγμα που για τον Βησσαρίωνα ισοδυναμούσε με απαίσια εθνική προδοσία.
«Δεν είμαι σε θέση να δώσω και την παραμικρή ιδέα για την αγανάκτηση που το βιβλίο σας προκάλεσε σε όλες τις ευγενικές καρδιές, μήτε και για τις κραυγές άγριας χαράς που έκανε να βγάλουν οι εχθροί σας: οι Τσίτσικοφ, οι Νόζντριεφς, οι Γκοροντίτσις, που δεν ανήκουν στο λογοτεχνικό κόσμο, ή που ανήκουν και που ξέρετε πολύ καλά τα ονόματά τους.
«Δεν είμαι σε θέση να δώσω και την παραμικρή ιδέα για την αγανάκτηση που το βιβλίο σας προκάλεσε σε όλες τις ευγενικές καρδιές, μήτε και για τις κραυγές άγριας χαράς που έκανε να βγάλουν οι εχθροί σας: οι Τσίτσικοφ, οι Νόζντριεφς, οι Γκοροντίτσις, που δεν ανήκουν στο λογοτεχνικό κόσμο, ή που ανήκουν και που ξέρετε πολύ καλά τα ονόματά τους.
Βλέπετε μοναχός σας ότι το βιβλίο σας το απαρνιούνται ακόμα και άνθρωποι που το πνεύμα τους ταιριάζει ολοφάνερα στο δικό σας. Ακόμα και εμπνευσμένο από μια βαθιά και ειλικρινή πεποίθηση, θα είχε προκαλέσει την ίδια εντύπωση στο κοινό. Κι αν όλοι (με εξαίρεση πολύ λίγους που φτάνει να τους δεις και να τους γνωρίσεις, για να μη χαίρεσαι καθόλου για την επιδοκιμασία τους) είδαν έναν κατάλληλο ελιγμό, μα όχι πολύ αβίαστο, για να επιτύχετε, με τη μεσολάβηση του ουρανού, ένα σκοπό ξεκάθαρα επίγειο, μην τα βάζετε παρά μόνο με τον εαυτό σας. Αυτό δεν είναι τίποτα παράξενο. Το παράξενο είναι που παραξενεύεστε».
Vissarion Grigoryevich Belinsky by Kirill Gorbunov
Με μέμφονται ότι δεν ξέρω τη Ρωσία....
Ξαφνικά ο «κωμικός» βρίσκεται στο επίκεντρο μιας μαύρης φάρσας που για τον ίδιο είναι κανονικός κλοιός πολέμου. Άλλωστε νιώθει την αθωότητα να εξεγείρεται μέσα του. Γιατί, αξίζει να το τονίσουμε, ο Γκόγκολ δεν εξαπατούσε κανέναν. Ούτε καν τον εαυτό του. Μπορεί να αθετούσε τα νεανικά γραφτά του —φαινόμενο σύνηθες— αλλά πίσω από αυτό δεν υπήρχε καμιά υστεροβουλία. Ο δημιουργός άλλαζε κατεύθυνση, ζούσε μια επώδυνη μεταμόρφωση που κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να παρακολουθήσει. Το κοινό έβλεπε παντού τα συμπτώματα μιας κακοπαιγμένης απάτης σε βάρος του.
«Δε μου διαφεύγει», γράφει στην Άννα Φιλγκόρσκι, «ότι διαδίδουν παντού για μένα άσχημα πράγματα· για τη διπροσωπία μου και την υποκρισία των πεποιθήσεών μου».
Όσο για το αναμενόμενο δεύτερο μέρος των Πεθαμένων ψυχών, που πολλοί προεξοφλούσαν το περιεχόμενό του, οι διαδόσεις ήταν επόμενο να οργιάζουν. Τι θα μπορούσε να παρουσιάσει ο μεταμορφωμένος Γκόγκολ σε αυτό το δεύτερο μέρος; Μια άλλη Ρωσία; Ένα διαφορετικό Ρώσο; Κανείς δεν του αναγνώριζε πια αυτή την ικανότητα.
Εξάλλου η κατακραυγή γύρω από το έργο του έκρυβε ακόμα μια πτυχή που συνήθως δεν αναφέρεται. Όταν ο Γκόγκολ κατακτούσε το κοινό με την κωμωδία —χωρίς, όμως, να έχει συγκεκριμένα κίνητρα, όπως ομολογούσε— κανείς δεν είχε ενοχληθεί. Τα κίνητρα περίττευαν. Μετρούσε μόνο το αποτέλεσμα. Τώρα που άλλαζε το γράψιμό του, επειδή είχε συγκεκριμένους σκοπούς, κανείς δεν ήθελε να τον ακούσει. Τον πίστευαν, δηλαδή, όταν δε διεκδικούσε καμιά συγκατάθεση και τον αρνούνταν βάναυσα όταν η συγκατάθεση τού ήταν απολύτως αναγκαία. Ποιος ήταν υπεύθυνος άραγε γι’ αυτή την πανεθνική σχεδόν παρεξήγηση αν όχι ο ίδιος;
Nikolai Gogol's illustration for the cover of Dead Souls
Ήταν μια σπάνια περίπτωση δημιουργού που αυτοπαγιδεύτηκε από το ίδιο το έργο του. Γι’ αυτό και κανείς δεν εξεπλάγη, όταν ο Γκόγκολ, μόνος στο εξωτερικό, ταξιδεύοντας ακατάπαυστα, έριξε το 1845 πολλά από τα χειρόγραφα του ανολοκλήρωτου δεύτερου μέρους στη φωτιά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτό το απονενοημένο διάβημα, που θύμιζε κανονική λογοτεχνική αυτοχειρία, έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι άλλοι, και ειδικά η κατηγορία ότι αγνοούσε την πατρίδα του. Σε άλλη εποχή ίσως αυτό να μην τον επηρέαζε, αλλά στα ώριμά του η κατηγορία αυτή είχε μοιραία βαρύτητα.
Το εντυπωσιακό ήταν ότι ο Γκόγκολ δεχόταν εκ προοιμίου αυτή την άγνοια.
«Με μέμφονται ότι δεν ξέρω τη Ρωσία. Σάμπως να όφειλα υποχρεωτικά, διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, να γνωρίζω όλα όσα τεκταίνονται σε κάθε μυχό της Ρωσίας, και να το έχω μάθει χωρίς τη βοήθεια κανενός. Αλλά πώς να μάθω όλα αυτά τα πράγματα εγώ, ένας συγγραφέας, καταδικασμένος λόγω ιδιότητας σε μια απομονωμένη, έγκλειστη ζωή, εγώ που επιπλέον είμαι άρρωστος και αναγκάζομαι να ζω μακριά από την πατρίδα μου;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτό το απονενοημένο διάβημα, που θύμιζε κανονική λογοτεχνική αυτοχειρία, έπαιξαν μεγάλο ρόλο οι άλλοι, και ειδικά η κατηγορία ότι αγνοούσε την πατρίδα του. Σε άλλη εποχή ίσως αυτό να μην τον επηρέαζε, αλλά στα ώριμά του η κατηγορία αυτή είχε μοιραία βαρύτητα.
Το εντυπωσιακό ήταν ότι ο Γκόγκολ δεχόταν εκ προοιμίου αυτή την άγνοια.
«Με μέμφονται ότι δεν ξέρω τη Ρωσία. Σάμπως να όφειλα υποχρεωτικά, διά της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος, να γνωρίζω όλα όσα τεκταίνονται σε κάθε μυχό της Ρωσίας, και να το έχω μάθει χωρίς τη βοήθεια κανενός. Αλλά πώς να μάθω όλα αυτά τα πράγματα εγώ, ένας συγγραφέας, καταδικασμένος λόγω ιδιότητας σε μια απομονωμένη, έγκλειστη ζωή, εγώ που επιπλέον είμαι άρρωστος και αναγκάζομαι να ζω μακριά από την πατρίδα μου;
Ασφαλώς δεν πρόκειται να τα μάθω από τους ανθρώπους των Γραμμάτων και τους συγγραφείς μας που κι αυτοί είναι έγκλειστοι και άνθρωποι του γραφείου. Ο συγγραφέας έχει μόνο ένα δάσκαλο: τους αναγνώστες του. Κι όμως, αυτοί μου αρνήθηκαν την επικουρία τους.
Ξέρω ότι έχω βαρύτατη ευθύνη ενώπιον του Θεού για την ατέλεια του έργου μου· ξέρω, όμως, ακόμα ότι άλλοι θα τα καταφέρουν καλύτερα από μένα. Δεν είναι μάταια αυτά τα λόγια! Μάρτυς μου ο Θεός, αυτά τα λόγια δεν είναι μάταια!»
Ο Γκόγκολ ήξερε ότι δεν έγραφε με «γνήσια» ρώσικη ψυχή. Τι εμπόδιζε, όμως, αυτό τον ήρωά του, Τσίτσικοφ, να δείξει το πρόσωπο της Ρωσίας;
Portrait of Alexander Pushkin and Nikolai Gogol, (αγνώστου καλλιτέχνη)
«Αρκεί να πω», έγραφε προς επίρρωση των ελπίδων του, «ότι όταν άρχισα να διαβάζω τα πρώτα κεφάλαια των Πεθαμένων ψυχών στον Πούσκιν, ο οποίος γελούσε πάντα όταν με άκουγε να διαβάζω (άλλωστε του άρεσε τόσο πολύ να γελάει), άρχισε να σκυθρωπιάζει ολοένα και πιο πολύ και στο τέλος έγινε βλοσυρός. Όταν τέλος σταμάτησα την ανάγνωση, είπε με μελαγχολική φωνή:
«Θεέ μου, πόσο θλιβερή είναι η Ρωσία μας!»
Έμεινα άναυδος. Ο Πούσκιν, που γνώριζε τόσο καλά τη Ρωσία, δεν είχε παρατηρήσει ότι όλα ήταν μια καρικατούρα, μια επινόηση του πνεύματός μου. Τότε, λοιπόν, κατάλαβα τι σημαίνει ένα έργο που αναβλύζει από την ψυχή και γενικά τι σημαίνει η αλήθεια της ψυχής, και κάτω από ποια τρομακτική όψη μπορούμε να παρουσιάσουμε στους ανθρώπους τα ερέβη και τη φοβερή απουσία φωτός.
«Θεέ μου, πόσο θλιβερή είναι η Ρωσία μας!»
Έμεινα άναυδος. Ο Πούσκιν, που γνώριζε τόσο καλά τη Ρωσία, δεν είχε παρατηρήσει ότι όλα ήταν μια καρικατούρα, μια επινόηση του πνεύματός μου. Τότε, λοιπόν, κατάλαβα τι σημαίνει ένα έργο που αναβλύζει από την ψυχή και γενικά τι σημαίνει η αλήθεια της ψυχής, και κάτω από ποια τρομακτική όψη μπορούμε να παρουσιάσουμε στους ανθρώπους τα ερέβη και τη φοβερή απουσία φωτός.
«Με την ευκαιρία, λαχταρώ να δω τι θα πει ο Ρώσος, αν τον απαλλάξουμε από τη φαυλότητα. Λόγω του αρχικού σχεδίου που είχα καταστρώσει το πρώτο μέρος του βιβλίου μου απαιτούσε ασήμαντα πρόσωπα...»
Κατά συνέπεια η συνέχεια δε θα είχε να παρουσιάσει Τσίτσικοφ και Νόζντριεφ, αλλά «παρήγορες σκηνές» και «ενάρετα πρόσωπα». Κάτι που δεν έγινε.
Nozdryov και Chichikov συναντιούνται στην ταβέρνα (σκίτσο του Vladimir Egorovich Makovsky για τις Νεκρές Ψυχές)
Δέσμιος της άσχημης μάσκας που δημιούργησε.....
Άνθρωπος άφιλος, ανέραστος, διπλοκουμπωμένος και μικρόψυχος μέχρι παραφροσύνης, ο Γκόγκολ είχε στα γραφτά του την έκφραση του παμπόνηρου είρωνα που κοιτάζει τον κόσμο με μισόκλειστα, περιπαιχτικά μάτια. Όπως η ασχήμια σπεύδει να εντοπίσει τα ελαττώματα και τα ψεγάδια της ομορφιάς, αυτή η αφηγηματική ματιά έχει ανάγκη παντού να συλλαμβάνει την αρνητικότητα.
Ο Γκόγκολ κρατάει τα πρόσωπά του σε απόσταση, γράφει, θα έλεγε κανείς, αποστειρώνοντας τα χέρια του. Συνεπώς είναι ευνόητη η κλίση του προς την εξωτερικότητα. Αυτός ο κόσμος τον οποίο καταπιάνεται να περιγράψει είναι όντως «εξωτερικός», ξένος. Ό,τι είναι εξομολογητικό, ό,τι έχει θέρμη αποζητάει την εγγύτητα, ενώ στην ψυχρότητα αυτής της ματιάς έχουμε μια ειρωνική διάθεση που δείχνει τα πράγματα με το ραβδί. Από ασφαλή απόσταση.
Στην τέχνη αυτού του παραμορφωτικού διασυρμού έβρισκε ο Γκόγκολ τη βαθύτερη κλίση του. Διέπρεπε στον εντοπισμό του γελοίου, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε από αυτό μια αθωωτική απόσταση ασφαλείας. Η μέθοδος είναι έκδηλη: η ασχήμια του παριστάμενου αφήνει μια αίσθηση ομορφιάς για τη δεινότητα του παρατηρητή, χωρίς να μειώνει σε τίποτα την οχληρή εντύπωση που προκαλεί το διαδραματιζόμενο. Όσο πιο εντυπωσιακά «άσχημο» το δημιούργημα, τόσο πιο οξυδερκής ο δημιουργός.
Στην τέχνη αυτού του παραμορφωτικού διασυρμού έβρισκε ο Γκόγκολ τη βαθύτερη κλίση του. Διέπρεπε στον εντοπισμό του γελοίου, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε από αυτό μια αθωωτική απόσταση ασφαλείας. Η μέθοδος είναι έκδηλη: η ασχήμια του παριστάμενου αφήνει μια αίσθηση ομορφιάς για τη δεινότητα του παρατηρητή, χωρίς να μειώνει σε τίποτα την οχληρή εντύπωση που προκαλεί το διαδραματιζόμενο. Όσο πιο εντυπωσιακά «άσχημο» το δημιούργημα, τόσο πιο οξυδερκής ο δημιουργός.
Δεν είχε άδικο ο Βασίλης Πλάκσιν, όταν εξέφραζε την άποψη ότι αυτή η τέχνη φαίνεται να μην ξέρει την ντροπή. Ο Γκόγκολ μάλλον υπερνικούσε την ντροπή αφήνοντας ελεύθερη μια διάθεση για ακόρεστη περιφρόνηση του περίγυρου από τον οποίο —τιμητικώ προνομίω— αφαιρούσε τον εαυτό του ως εξαίρεση. Ένα τέτοιο βλέμμα που αντλεί την αρετή του από τη φαυλότητα των άλλων πώς είναι δυνατό να στραφεί οικειοθελώς προς το «θετικό ηρώα»; Η ευτυχία του, θα λέγαμε, ήταν ο αρνητικός ήρωας, ο μόνος που του έδινε την ευκαιρία να ασκήσει το τακτ της ανωτερότητας.
Είναι, λοιπόν, πιο συνεπής, όταν δηλώνει ότι διάλεξε για ήρωά του άνθρωπο που δεν είναι ενάρετος.
«Είναι καιρός πια να αφήσουμε ήσυχο αυτό το δυστυχισμένο τύπο. Γιατί σε κάθε περίσταση ξεφουρνίζουμε αυτό το χαρακτηρισμό: ενάρετος άνθρωπος; Γιατί τον καταντήσαμε υποζύγιο που το κουβαλάει ο κάθε συγγραφέας κραδαίνοντας το καμουτσίκι του κι ό,τι άλλο πέσει στο χέρι του; Όχι, είναι καιρός πια να ζέψουμε στο ζυγό του τον κατεργάρη! Ήρθε η σειρά του. Ας τον ζέψουμε, λοιπόν»
Είναι, λοιπόν, πιο συνεπής, όταν δηλώνει ότι διάλεξε για ήρωά του άνθρωπο που δεν είναι ενάρετος.
«Είναι καιρός πια να αφήσουμε ήσυχο αυτό το δυστυχισμένο τύπο. Γιατί σε κάθε περίσταση ξεφουρνίζουμε αυτό το χαρακτηρισμό: ενάρετος άνθρωπος; Γιατί τον καταντήσαμε υποζύγιο που το κουβαλάει ο κάθε συγγραφέας κραδαίνοντας το καμουτσίκι του κι ό,τι άλλο πέσει στο χέρι του; Όχι, είναι καιρός πια να ζέψουμε στο ζυγό του τον κατεργάρη! Ήρθε η σειρά του. Ας τον ζέψουμε, λοιπόν»
Ο Γκόγκολ τον έζεψε αυτό τον ήρωα και έτσι έκανε το γύρο της Ρωσίας. Αλλά μια τέτοια επιλογή — γόνιμη για το σατιριστή— σφυρηλατούσε, όπως αποδείχτηκε, πανίσχυρα δεσμά για τον ίδιο. Σταδιακά ο Γκόγκολ είδε τον κόσμο σαν ένα πλέγμα ύποπτων ιστοριών με φαιδρό ή άδοξο τέλος. Παντού ανακάλυπτε συνωμοσίες της φαυλότητας και σπαρταριστά τεχνάσματα του δαίμονα της κατωτερότητας. Όλα τον ωθούσαν προς αυτή την —ευνοϊκή για την υπεροψία του— κατακλείδα. Πουθενά σχεδόν δεν εμπλέκεται με ιστορίες ψυχής, όπου εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να αλλάξει τα μέσα του και να καταργήσει την απόσταση.
Όλοι αυτοί οι απεχθείς ήρωες πώς θα άλλαζαν πρόσωπο και ποια αφηγηματικότητα θα τους υπηρετούσε; Πώς «θα απάλλασσε το Ρώσο από τη φαυλότητα;» Ξαφνικά ο Γκόγκολ θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος είχε συστηματικά καταστρέψει κάθε ικμάδα συμπάθειας προς τα θετικά γνωρίσματα του ανθρώπου. Είχε αναλώσει το βίο του στη δημιουργία μιας άσχημης μάσκας. Τώρα, όμως, αυτή η μάσκα έπρεπε να αλλάξει και να λάβει ηθική πνοή ζωής.
Παραιτήθηκε από δημιουργός για να σώσει τον πιστό.
Πλιούσκιν (σκίτσο του Boklevskogo για τις Νεκρές ψυχές)
Ουσιαστικά, δηλαδή, ο Γκόγκολ παραιτήθηκε από δημιουργός για να σώσει τον πιστό. Παραίτηση που εκδηλώθηκε με το κάψιμο των χειρογράφων, την άρνηση του παρελθόντος του, την κατήχηση και τη θρησκοληψία, και αποτελεί αυτόχρημα μια «εξαγωγή» από το γκογκολικό πνεύμα και μια ιδιότυπη «εισαγωγή» στο ντοστογιεφσκικό πνεύμα.
Η βαθύτερη λαχτάρα του Γκόγκολ, όπως εκφράστηκε στην Αλληλογραφία με τους φίλους και στην Εξομολόγηση, ήταν να στραφεί προς τον εσωτερικό άνθρωπο και να παραστήσει τις μεγάλες κινήσεις της ψυχής. Στην άκρη της ψυχής του (αλλά όχι της πένας του) αχνοχάραζε η υποψία ηρώων όπως ο Ρασκόλνικοβ και ο Σταυρόγκιν, ο Αλιόσα και ο Μίσκιν.
Αλλά η δυνατότητα δεν του δόθηκε. Δεν έφταιξε βέβαια η άγνοια της Ρωσίας. Από το Παλτό ως τον Ηλίθιο θα χρειαστεί μια ολόκληρη επανάσταση στα μυθιστορηματικά μέσα, για να καταστεί δυνατό να μιλήσει ο ήρωας με άλλο τρόπο και να φωτιστούν τα μύχιά του, χωρίς συνάμα να καταργηθεί η γκογκολική ματιά της χλεύης και της υπονόμευσης. Ό,τι ήταν αξεδιάλυτο μυστήριο για τον πρόγονο για τον επίγονο κατέστη χειροπιαστή δυνατότητα.
Πιθανώς ο Γκόγκολ θα μπορούσε να πλάσει την καρικατούρα ενός πιστού, αλλά το πορτρέτο ενός πιστού μόνο να το ζήσει μπορούσε, όχι να το δημιουργήσει. Τα γραφτά του τον είχαν θωρακίσει τόσο καλά, ώστε αυτό το «φρούριο» μόνο από τα μέσα μπορούσε να αλωθεί.
Η πίστη με άλλα λόγια ήρθε να παίξει το ρόλο του προδότη. Καταπτοημένος, στερημένος, θύμα της ίδιας του της απάθειας (εφόσον είχε αποκλείσει από τη ζωή του τους ανθρώπους), δεν του έμενε άλλη ευκαιρία να ανοίξει κάποιο διάλογο εκτός από το Θεό. Η μεγαλομανία του έβρισκε στην πίστη την ιδανική δυνατότητα. Αλλά αν ως στάση ζωής η πίστη έδινε μια διέξοδο (δοκιμασμένη άλλωστε πριν απ’ αυτόν), στο γράψιμο (το δικό του προνόμιο) τι μορφή μπορούσε να πάρει;
Όταν στα λίγα περισωθέντα αποσπάσματα του δεύτερου μέρους διαβάζουμε για τον Τσίτσικοφ ότι «η ζωή του φάνηκε πάλι σοβαρή υπόθεση» ή ότι σκέφτηκε πως «είναι καιρός να ακολουθήσω άλλο δρόμο», η εντύπωση είναι απογοητευτική. Δεν αρκούσαν κάποιες σκέψεις για να μεταφυτευτεί η πίστη στην καρδιά του Τσίτσικοφ. Ο ήρωας αντιδρούσε, γιατί η δύναμή του ήταν άλλη.
Όταν συνάντησε τον ιερέα Ματθαίο Κωνσταντινόφσκι ο οποίος τον έπεισε πως τα αμαρτωλά του έργα (τα λογοτεχνικά εννοείται) τον είχαν καταδικάσει οριστικά σε αφανισμό, πάσχιζε ακόμα να γράψει. «Αν ένας συγγραφέας δέχτηκε το δώρο του Θεού, το τάλαντό του, αυτό δεν έγινε τυχαία». Η επιθυμία του για δημιουργική αλλαγή βάσταξε ως το τέλος, αλλά η «μορφή» απουσίαζε. Κι αφού στο χώρο της δημιουργίας ποτέ δεν τελεσφόρησαν οι επιθυμίες και οι καλές προθέσεις, ο Γκόγκολ έμεινε με την πικρία της αποτυχίας. Η «μορφή», που λύνει τα χέρια και γεννά την ελευθερία, είναι πιθανώς ένα μυστήριο ισάξιο με την πίστη.
«Κάθομαι διαρκώς στο τραπέζι», ομολογεί στον Ζουκόφσκι, «δεν αφήνω στιγμή την πένα, αλλά οι αράδες αργούν να σχηματιστούν και ο χρόνος διαβαίνει ανεπιστρεπτί».
Είναι μόνο σαράντα δύο ετών κι όμως παραδέχεται ότι (συγγραφικά τουλάχιστον) έχει γεράσει.
«Πόσο άλλαξε μέσα σε τριάμισι χρόνια», διαπιστώνει με δέος ο Ακσάκοφ, «έγινε σαν γριά. Το θέαμα είναι φοβερό και η παρουσία του απερίγραπτη». Το 1853 ο Γκόγκολ αφήνει την τελευταία του πνοή ψελλίζοντας: «Την κλίμακα... γρήγορα την κλίμακα...»
Η βαθύτερη λαχτάρα του Γκόγκολ, όπως εκφράστηκε στην Αλληλογραφία με τους φίλους και στην Εξομολόγηση, ήταν να στραφεί προς τον εσωτερικό άνθρωπο και να παραστήσει τις μεγάλες κινήσεις της ψυχής. Στην άκρη της ψυχής του (αλλά όχι της πένας του) αχνοχάραζε η υποψία ηρώων όπως ο Ρασκόλνικοβ και ο Σταυρόγκιν, ο Αλιόσα και ο Μίσκιν.
Αλλά η δυνατότητα δεν του δόθηκε. Δεν έφταιξε βέβαια η άγνοια της Ρωσίας. Από το Παλτό ως τον Ηλίθιο θα χρειαστεί μια ολόκληρη επανάσταση στα μυθιστορηματικά μέσα, για να καταστεί δυνατό να μιλήσει ο ήρωας με άλλο τρόπο και να φωτιστούν τα μύχιά του, χωρίς συνάμα να καταργηθεί η γκογκολική ματιά της χλεύης και της υπονόμευσης. Ό,τι ήταν αξεδιάλυτο μυστήριο για τον πρόγονο για τον επίγονο κατέστη χειροπιαστή δυνατότητα.
Η πίστη με άλλα λόγια ήρθε να παίξει το ρόλο του προδότη. Καταπτοημένος, στερημένος, θύμα της ίδιας του της απάθειας (εφόσον είχε αποκλείσει από τη ζωή του τους ανθρώπους), δεν του έμενε άλλη ευκαιρία να ανοίξει κάποιο διάλογο εκτός από το Θεό. Η μεγαλομανία του έβρισκε στην πίστη την ιδανική δυνατότητα. Αλλά αν ως στάση ζωής η πίστη έδινε μια διέξοδο (δοκιμασμένη άλλωστε πριν απ’ αυτόν), στο γράψιμο (το δικό του προνόμιο) τι μορφή μπορούσε να πάρει;
Όταν στα λίγα περισωθέντα αποσπάσματα του δεύτερου μέρους διαβάζουμε για τον Τσίτσικοφ ότι «η ζωή του φάνηκε πάλι σοβαρή υπόθεση» ή ότι σκέφτηκε πως «είναι καιρός να ακολουθήσω άλλο δρόμο», η εντύπωση είναι απογοητευτική. Δεν αρκούσαν κάποιες σκέψεις για να μεταφυτευτεί η πίστη στην καρδιά του Τσίτσικοφ. Ο ήρωας αντιδρούσε, γιατί η δύναμή του ήταν άλλη.
Ο Τσίτσικοφ, Νεκρές Ψυχές
Ο πιστός αρνιόταν τη σάτιρα, και η σάτιρα με τη σειρά της αρνιόταν να υπηρετήσει τα μύχια σκιρτήματα του θρησκόληπτου. Ο συγγραφέας πρόδιδε τον εαυτό του, το ύφος, όμως, και οι ήρωες τού έμεναν πιστοί. Η ανακάλυψη της εσωτερικότητας, που ήρθε με τη μορφή της θρησκοληψίας, αντιστάθηκε σθεναρά στο ύφος του και κατά φυσική συνέπεια του πήρε την πένα από τα χέρ
ια.Όταν συνάντησε τον ιερέα Ματθαίο Κωνσταντινόφσκι ο οποίος τον έπεισε πως τα αμαρτωλά του έργα (τα λογοτεχνικά εννοείται) τον είχαν καταδικάσει οριστικά σε αφανισμό, πάσχιζε ακόμα να γράψει. «Αν ένας συγγραφέας δέχτηκε το δώρο του Θεού, το τάλαντό του, αυτό δεν έγινε τυχαία». Η επιθυμία του για δημιουργική αλλαγή βάσταξε ως το τέλος, αλλά η «μορφή» απουσίαζε. Κι αφού στο χώρο της δημιουργίας ποτέ δεν τελεσφόρησαν οι επιθυμίες και οι καλές προθέσεις, ο Γκόγκολ έμεινε με την πικρία της αποτυχίας. Η «μορφή», που λύνει τα χέρια και γεννά την ελευθερία, είναι πιθανώς ένα μυστήριο ισάξιο με την πίστη.
«Κάθομαι διαρκώς στο τραπέζι», ομολογεί στον Ζουκόφσκι, «δεν αφήνω στιγμή την πένα, αλλά οι αράδες αργούν να σχηματιστούν και ο χρόνος διαβαίνει ανεπιστρεπτί».
Είναι μόνο σαράντα δύο ετών κι όμως παραδέχεται ότι (συγγραφικά τουλάχιστον) έχει γεράσει.
«Πόσο άλλαξε μέσα σε τριάμισι χρόνια», διαπιστώνει με δέος ο Ακσάκοφ, «έγινε σαν γριά. Το θέαμα είναι φοβερό και η παρουσία του απερίγραπτη». Το 1853 ο Γκόγκολ αφήνει την τελευταία του πνοή ψελλίζοντας: «Την κλίμακα... γρήγορα την κλίμακα...»
Κωστή Παπαγιώργη, Το δράμα του Νικολάι Γκόγκολ,
Ντοστογιέφσκι, εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου