Ο Θεοκλύμενος
- Η σκηνική του παρουσία: δεσποτικός, αυταρχικός μονάρχης, αυτοσυστήνεται χαιρετώντας με πομπώδες ύφος το μνήμα του πατέρα του και προκαλεί με τις διαταγές, την τραχιά φωνή και το μεγαλοπρεπές ντύσιμό του κλίμα φόβου.
- Το ήθος του: ευσεβής φαινομενικά απέναντι στο νεκρό πατέρα του, αν και ενεργεί αντίθετα στη δέσμευση που εκείνος ανέλαβε. Παρότι δείχνει δυνατός και φέρεται αυταρχικά στους υποτελείς του, φοβάται τους θεούς και είναι δεισιδαίμων. Δέσμιος του ερωτικού του πάθους και υποταγμένος στην ακαταμάχητη γοητεία της Ελένης, κάμπτεται, παρά την αρχική του δυσπιστία, από την πειστικότητα των επιχειρημάτων της και την υπόσχεσή της να τον παντρευτεί. Μετατρέπεται σε μεγαλόψυχο άρχοντα, υποσχόμενος πλούσια αμοιβή στον Μενέλαο και δείχνει έτοιμος να κάνει τα πάντα, παιχνιδάκι στα χέρια των δύο συζύγων.
- Η δραματική λειτουργία: η ευσέβεια του Θεοκλύμενου και η προσήλωσή του στα ταφικά έθιμα προοικονομεί την παγίδευσή του στο σχέδιο της εικονικής ταφής (αισιοδοξία θεατή). Μέσα από τη στιχομυθία ο Θεοκλύμενος μετατρέπεται από εμπόδιο σε σύμμαχο των ηρώων στη ευόδωση του σχεδίου τους.
Ο Δημήτρης Βάγιας ως Θεοκλύμενος στην Ελένη του Ευριπίδη. ΚΘΒΕ, 1982, Σκην. Α. Βουτσινάς. |
Η Ελένη
- Το ήθος της: πλανεύτρα και αδίστακτη, χρησιμοποιεί κάθε μέσο προκειμένου να πετύχει το στόχο της: την εξωτερική της εμφάνιση(φαίνεσθαι), την υποκριτική θλίψη, τα δάκρυα, το θρήνο (επίκληση στο συναίσθημα), την υπόσχεση γάμου (επίθεση στο ήθος του αντιπάλου).
- Η Ελένη της παράδοσης και η καινή Ελένη: γνήσια ευριπείδια ηρωίδα, δεν είναι εξαρχής τέλεια και άτρωτη, παλεύει με τα πάθη και τις παρορμήσεις της και αποτελεί, όπως κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, μια σύνθεση αντιθέσεων. Εξάλλου, κατ’ επίδραση της σοφιστικής τέχνης και των δισσών λόγων οι δύο αντίθετες μορφές της Ελένης είναι με κάποιο τρόπο και οι δύο αληθινές.
Ο Δημήτρης Βάγιας ως Θεοκλύμενος στην Ελένη του Ευριπίδη και η Αλεξάνδρα Λαδικού στον ομώνυμο ρόλο. |
Ο Μενέλαος
«φαίνεσθαι και είναι»:Τα κουρέλια που φοράει κρύβουν την πραγματική του
ταυτότητα, ενώ η υποκρισία και η προσποιητή υποταγή του στο βασιλιά κρύβουν το
μίσος και την επιθυμία του να πετύχει το σχέδιο εξαπάτησης. Τέλος προσποιείται
τον ευσεβή-ευαίσθητο απέναντι στα λατρευτικά έθιμα, τα οποία χρησιμοποιεί για
την ευόδωση του σχεδίου.
Τραγική ειρωνεία
Χαρακτηριστικά σημεία:
στ. 1336, 1245, 1370, 1392. Η ειρωνεία κορυφώνεται στον τελευταίο μονόλογο του
Θεοκλύμενου(1398-1410).
Δίσημοι λόγοι
Στ. 1316, 1321, 1362,
1392, 1393, 1401.Κορύφωση αποτελούν οι ανταλλαγές υπαινιγμών των δύο συζύγων
στο τέλος της σκηνής (στ.1411-1424), σαν να διασκεδάζουν με την όλη κατάσταση.
Η στάση του θεατή
- Αίσθημα υπεροχής των Ελλήνων απέναντι στους βαρβάρους, καθώς η ευφυής Ελληνίδα εξαπατά τον απλοϊκό βάρβαρο βασιλιά.
- Δραματική ένταση, αγωνία, θαυμασμός και ικανοποίηση για τη ευστροφία, επινοητικότητα των δύο ηρώων ή αντίθετα αμηχανία για το παιχνίδι εξαπάτησης και συμπάθεια για το Θεοκλύμενο.
- Προβληματισμός πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, τα θύματα που μετατρέπονται σε θύτες, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη ενός στόχου.
"Ελένη" του Ευριπίδη, Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης |
Τραγικοκωμωδία η
Ελένη;
- Τα υπονοούμενα, λογοπαίγνια και οι δισημίες δίνουν στη σκηνή χαρακτήρα φάρσας και κάνουν την ατμόσφαιρα ανάλαφρη και φαιδρή.
- Κωμική είναι η αφέλεια, η ευπιστία και το ερωτικό πάθος που οδηγεί σε πλήρη μεταστροφή τον αυταρχικό Θεοκλύμενο: ενώ στην αρχή απειλεί να σκοτώσει τον ξένο, συμμαχεί μαζί του και του προσφέρει ό,τι ζητάει. Δεν υποψιάζεται ούτε βρίσκει αφύσικη την βεβιασμένη υπόσχεση γάμου από την «βαρυπενθούσα χήρα», αντίθετα πανηγυρίζει, αδημονώντας να πραγματοποιήσει κάθε της επιθυμία, γιατί «η χάρη θέλει αντίχαρη».
(K. Aθανασόπουλος – Σ. Mαβίδης – Λ. Tασοπούλου, Aμφιθέατρο, 1999, σκην. Σ. Eυαγγελάτος) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου