Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

Στίχοι για τη χώρα που τη λένε «Νοέμβρη»



November's sky is chill and drear,
November's leaf is red and sear.
___________

Ο ουρανός του Νοέμβρη είναι ψυχρός και θλιβερός·
το φύλλο του Νοέμβρη — κόκκινο, ξερό.

Sir Walter Scott

Νοέμβρης, ο μήνας της ήσυχης φωτιάς

Ο Νοέμβρης έρχεται αθόρυβα, με τον άνεμο που παίρνει τα γράμματα, με τις βροχές που ξεπλένουν τη μνήμη. Είναι η ώρα που το φως λιγοστεύει, κι ο κόσμος μοιάζει να θυμάται κάτι που δεν έζησε ποτέ. Τα δέντρα αφήνουν το σώμα τους στη βροχή, οι δρόμοι γίνονται καθρέφτες για τις απουσίες μας. Είναι ο μήνας των απολογισμών, ο καιρός που η πόρτα κλείνει και οι κουρτίνες πέφτουν, για να μετρηθεί ο άνθρωπος με τον εαυτό του. Ο κόσμος μικραίνει, τα φώτα χαμηλώνουν, και τα φύλλα, πριν χαθούν, σείονται σαν ψυχές που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν. 

Είναι ο καιρός των ενδιάμεσων πραγμάτων, ούτε φθινόπωρο ούτε χειμώνας, ούτε τέλος ούτε αρχή. Μόνο μια παρατεταμένη ανάσα, που προσπαθεί να κρατήσει τη ζεστασιά ενός καλοκαιριού που δεν υπάρχει πια. Οι μέρες του είναι βουβές, σαν παλιές φωτογραφίες χωρίς πρόσωπα. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπή, κάτι επιμένει — ένα φως λεπτό, σχεδόν άυλο, που αντιστέκεται στην απώλεια.

Ο Νοέμβρης είναι η εποχή που μαθαίνουμε να ζούμε με τη σκιά μας. Να κοιτάζουμε το κενό και να του μιλάμε με τρυφερότητα. Να αποδεχόμαστε πως η μνήμη είναι κι αυτή ένας τρόπος ύπαρξης — πιο αργός, πιο ήσυχος, πιο αληθινός. Ο Νοέμβρης κουβαλά την απουσία των φίλων, των παιδιών, των ονείρων …κι όμως, μέσα στο ψύχος του, ανάβει ένα φως βιολέτας, μια επιμονή της μνήμης. 

Στις πλατείες του καίει ακόμα η φωτιά της εξέγερσης. Είναι μήνας μετέωρος, ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, στην πτώση και στη γέννηση. Τα σύννεφα σκιάζουν τη θάλασσα, τα τοπία θολώνουν, κι ωστόσο κάτι μέσα τους ανασαίνει — μια υπόσχεση άνοιξης που δεν έρχεται ποτέ. Κι όταν περάσει, αφήνει πίσω του εκείνο το βάρος «που πάντα είναι πιο βαρύ απ’ όσο νόμιζες» — τη γλυκιά μελαγχολία της ύπαρξης, που ούτε θάβεται ούτε ξεχνιέται.


_________


Όσα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου...

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε 
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. 
Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; 
Γιατί εσύ και όχι εγώ;

Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει 
αιώνες να φανεί. Α, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας
γιατί θυμάμαι.
Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’
αγαπήσουν.

Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελ-
θόν (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και 
κανείς δε θα μας θυμηθεί.

Τάσος Λειβαδίτης, Άνεμος του Νοεμβρίου, 
Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, εκδόσεις Κέδρος


Andrew Wyeth, November First, 1950 
___________


Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης...

[…] Ο ίδιος αδιατάρακτος Νοέμβρης
με σημαίες παντού χθεσινής βροχής
παραδομένα στη γύμνια τα δέντρα –
δυο τρία φύλλα μόνον εστασίαζαν υπάρχοντας.

Κική Δημουλά, Ατροφικό ένστικτο, 
Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, 2011


Carl Larsson, November, 1882 
___________


9 Νοεμβρίου

9 Νοεμβρίου
Χτες βράδι φτάσανε οι εφημερίδες.
Η τελευταία 4 του Νοέμβρη. Τρέχουν τα χέρια 
τρέχουν τα στόματα τα μάτια. Τα μαντάτα της Κίνας
το Μούγδεν λέει, το Γιάγκ Σι, το Πεκίνο – κάτι ονόματα
πολύ τ᾽ αγαπήσαμε χτες βράδι πολύ
πολύ αγαπιόμαστε κάτου απ᾿ τα λοξά μάτια της Κίνας…

Στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων 
Κοντοπούλι Λήμνου, 1948-1949
__________

Γιάννης Ρίτσος, Ημερολόγιο εξορίας Ι,τόμος Ε', 
Τα Επικαιρικά (1945-1969), εκδόσεις Κέδρος


Γιάννης Στεφανίδης «Ομοτράπεζοι». Προέρχεται από σπουδή με νερομπογιά εκ του φυσικού που έγινε το 1948, στο Κοντοπούλι της Λέρου, όπου ο ζωγράφος ήταν εξόριστος μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο και άλλους 150, περίπου, κρατούμενους.
_____________


Νοέμβρης μήνας...

Άφησέ τους ακόμα μια μέρα με τις μικρές τους λέξεις ,
με τους μικρούς περιπατητικούς θανάτους, Νοέμβρης μήνας,
κάτω απ τα λίγα ολόχρυσα δέντρα.
Θεέ μου τι μόνοι, τι ξένοι ο ένας στον άλλον…

Γιάννης Ρίτσος, Σαν προσευχή, Γραφή τυφλού, 
Ποιήματα, ΙΑ τόμος, εκδόσεις Κέδρος 


«Θεέ μου τι μόνοι, τι ξένοι ο ένας στον άλλον…» 
Φωτογραφία από τον Samuel Austin
___________

Νοέμβρης, βροχή, αναμονή...

Νοέμβρης·  Οι δύο ευκάλυπτοι μες στη βροχή·  τα σανιδένια τραπέζια·  παλιές αποθήκες γυμνές·  κόκκινος τοίχος μουσκεμένος·  ούτε ξυλουργός ούτε τζαμάς ούτε ηλεκτρολόγος —κανένας. Ένα, δύο, Κύριε, —γιατί; —Τέσσερα, εφτά, Κύριε, - πόσο; Τα σκαλοπάτια γλιστράνε. Ο φρουρός κατεβαίνει το  λόφο. Ο άλλος επάνω στο φυλάκιο μ' ένα τρανζίστορ, Κύριε. Βρεγμένα τα μαλλιά σου —α, τα μαλλιά σου να τ ’ αγγίξω. Μου πήρε ο αγέρας άπ' το χέρι το τσιγάρο, το 'ριξε στη λάσπη. Α , Κύριε, πόσο; —πέντε, εφτά, και πέντε, εφτά, και πάλι πέντε.

Συνέχεια αναμονής·  Μήνες και μήνες περιμέναμε. Κοιτούσαμε το δρόμο. Τίποτα. Μαντατοφόρος δε φαινότανε. Το μονοπάτι πέτρες κι αγκάθια. Οχτώβρης, Νοέμβρης, Δεκέμβρης. Και το μακρύ τραπέζι λησμονημένο κάτω απ’ τα δέντρα. Ώσπου, στο τέλος, έφτασε ο επιστάτης·  ακούμπησε στο βρεγμένο τραπέζι τα δώδεκα μεγάλα ποτήρια. Το ’να τού έπεσε κάτω· έγινε θρύψαλα. Και θα ’πρεπε πάλι απ ’ την αρχή να περιμένουμε.

Γιάννης Ρίτσος, Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη [1967 - 1971], 
[Σειρά πρώτη, Λέρος, Νοέμβριος 1967 - Ιανουάριος 1968], 
Ποιήματα 1963-74,τόμος Ι' εκδόσεις Κέδρος


Nikos Hadjikyriakos-Ghikas, Rainy Landscape II, 1977 
___________


«...μεσημέρι, στο φως του Νοέμβρη»

Ακούμπησε το μέτωπο στο τζάμι του παράθυρου. Το τζάμι πολύ ψυχρό —πιότερο τώρα, μεσημέρι, στο φως του Νοέμβρη. Κάπου, μέσα στο σπίτι, πίσω από τη ράχη του, το νιώθει με ακρίβεια, είναι ενα κυκλικό στίγμα θερμότητας, — ναι, κυκλικό· — μήπως το ξυπνητήρι πάνω στο τραπέζι; μήπως το ποτήρι ή το ποίημα; — όχι· μάλλον τα μήλα ξεχασμένα στη φρουτιέρα της τραπεζαρίας, διπρόσωπα κι αυτά — κίτρινο, κόκκινο· —προφάσεις, προφάσεις· ενώ η σιωπή διαυγής, κρυσταλλωμένη ακινητεί στο τζάμι.

Γιάννης Ρίτσος, Κρυστάλλωση, Χειρονομίες [1967 - 1970], 
Ποιήματα, τόμος Ι', εκδόσεις Κέδρος


«μάλλον τα μήλα ξεχασμένα στη φρουτιέρα της τραπεζαρίας, διπρόσωπα κι αυτά...»
Picture created by Freepik AI
___________


Η κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου...

Μας άγγιξε ψυχρό 
το φθινοπωρινό λυκόφως.

Χλωμό το φως αργεί
 — λησμονημένη προτομή του ποιητή
σ' εγκαταλελειμμένο πάρκο.

Πως ερημώθηκε ο τόπος.
Τα εξοχικά κέντρα κλεισμένα.
Απ' τα σπασμένα τζάμια τους
περνοδιαβαίνουν οι άνεμοι
σφυρίζοντας
στις άδειες φιάλες
και στα κατάκοπα πολύφωτα.

Μέσα στο δάσος 
οι έρημοι πάγκοι
συνομιλούν μυστικά
με τα πεσμένα φύλλα
και με τους ίσκιους.

Εδώ κι εκεί απομένουν
τα μαύρα σημάδια
κι οι στάχτες
απ' τις φωτιές που ανάβαν
χαρούμενα παιδιά
τα βράδια του θέρους.

Λίγο πιο κάτω 
η θάλασσα θαμπή
ξεδιπλώνει τα ρίγη
του ατελεύτητου δέους.

Νεκρά
τα φωτεινά κορμιά
των εφήβων
λιώνουν κάτω απ' τα φύκια.

Στην αμμουδιά περνούν
σκυφτές κάτω απ' το σούρουπο
μαυροντυμένες γριές
γυρεύονατς τα ίχνη
των πνιγμένων παιδιών τους
και τ' απορρίματα της θύελλας.
Που μοιράσαμε τον ήλιο;

Στο άνοιγμα αυτό του δάσους
φτάνουν τη νύχτα
τα φοβισμένα ελάφια
και κοιτάζουν με μάτια νωπά
την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου.[...]

Γιάννης Ρίτσος, Εαρινή Συμφωνία XXVI (απόσπασμα), 
Ποιήματα 1930-1960, Εκδόσεις Κέδρος Αθήνα,1972


«..τα φοβισμένα ελάφια και κοιτάζουν με μάτια νωπά
την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου»
Picture created by Freepik AI
__________


«...εκείνη η αθωότητα μέσα στο κρύο του Νοέμβρη» 

Μεγάλο μαύρο σύννεφο σα θάνατος, προχώρησε απ᾿ τους λόφους 
ίσα πάνω στη θάλασσα, σκιάζοντας τον ορίζοντα ως πέρα, 
σκιάζοντας και το μικρό καράβι που 'χαμε διαλέξει. Δεν έμεινε πια 
παρά η μικρή τυφλή με το καλάθι της μπροστά στο καφενείο
και τα πολλά αποτσίγαρα πατημένα μες στ' άδεια βαγόνια των 
τραίνων.
Τότε ο πατέρας της τυφλής, τυφλός κι αυτός, πλησίασε την κοντόσωμη 
γυναίκα,
της σήκωσε το πηγούνι. «Εγώ – της είπε – θα σου το δείξω». Κι αμέ- 
σως -
έγινε πάλι εκείνη η αθωότητα μέσα στο κρύο του Νοέμβρη 
που ένας ένας ανάβαν το κερί τους κι ανεβαίναν τη σκάλα.

Αθήνα, 28. ΧΙ.72

Γιάννης Ρίτσος, Γραφή τυφλού, Κάτω απ᾿ το σύννεφο, 
Ποιήματα, ΙΑ τόμος, εκδόσεις Κέδρος 


_________


16 και 17 Νοεμβρίου 1973
 

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973

Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν 
εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη 
των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον 
πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πως μεγαλώνει το 
μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου

Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους 
πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το
 ξύδι-
ποιος θα πει: περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα 
προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή 
διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους 
πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;

Γιάννης Ρίτσος,16 και 17 Νοεμβρίου 1973



Νίκη Καραγάτση, «
Πολυτεχνείο». 
Στα αριστερά του καμβά αναγράφεται με λευκή μπογιά: «16 Νοεμβρίου 1973 οι φοιτηταί καίνε τη σημαία της 21 Απριλίου μπροστά στο Πολυτεχνείο»
______________


Ετούτος ο Νοέμβρης

[…] Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτές του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.

Δεν ξεγελιόμαστε απ' τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.

Λεία Χατζοπούλου - Καραβία, 
Προς Αντιγόνην (απόσπασμα), Αθήνα, 1975.




Βάσω Κατράκη | «Μνήμη ΙΙ – Κατάθεση Στεφάνου» (1986)
___________


...και ξαφνικά

πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη

...και ξαφνικά

πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη
καλοκαιριά

στην καρδιά του χειμώνα.

Ήταν οι ανάσες των παιδιών,

κοντά – κοντά,

σαν να ’ταν μια αναπνοή

κι οι ανάσες στα παράθυρα

κοντά – κοντά,

σα να ’τανε ένα μπαλκόνι η Αθήνα,

κι οι φωτιές που καίγανε στους δρόμους τα 
σκουπίδια,

κοντά – κοντά,

σα να ’ταν πυρκαγιά,

κι ήταν οι σφαίρες

κι ήταν το αίμα.

Και ξαφνικά

πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη

κατακαλόκαιρο

στη μέση του χειμώνα.

Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, Ένας Ζεστός Νοέβρης, 
Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Nοέβρη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1995

  

Μάριος Βατζιάς, Η παρουσία του ήρωα, 1976

__________


Ψηλά στα Ζαγόρια, Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο...

«Μια εικόνα. Ενα τοπίο που, όσος καιρός κι αν πέρασε, λειτουργεί μέσα μου μουσικά. Έχει ρυθμό, αναπτύσσεται στο χρόνο... Ψάχνοντας τότε, το '69, για το χωριό της "Αναπαράστασης", βρέθηκα σ' ένα χωριό ψηλά στα Ζαγόρια. Νοέμβρης μήνας με ψιλόβροχο. Μαύριζε η γκρίζα πέτρα από νερό. Πένθιμες γυναικείες φιγούρες χάνονταν στα ερείπια. Μια γέρικη φωνή τραγουδούσε στο έρημο καφενείο: "Μωρή κοντούλα λεμονιά..." Στάθηκα εκεί στην άκρη. Η φωνή ράγισε κι έσπασε έπειτα από λίγο. Έμεινε το τοπίο με τη βροχή. Έμεινα κι εγώ.»

[απόσπασμα από συνέντευξη του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Μισέλ Φάις 
στη στήλη «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, 31/5/2002]


Αναπαράσταση (1970)- Θόδωρος Αγγελόπουλος (Κοντούλα λεμονιά)
_________


...δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα


Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα

βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα 'νιωσα.

Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου

και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά - για την ψευτιά και την ανέχεια.

Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.

Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.

Ώσπου μια μέρα το 'φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση

αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα

πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ' ήμουν είδος Άμοιαστο.

Εφ' ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Οδυσσέας Ελύτης, Το τραγούδι του Ποιητή, 
Μαρία Νεφέλη, εκδόσεις Ίκαρος


Ο Οδυσσέας Ελύτης, σε ηλικία δύο ετών, Ηράκλειο
__________
 

...τον μικρό Νοέμβρη

Τον Μάρτη περικάλεσα
και τον μικρό Νοέμβρη
Τον Αύγουστο τον φεγγερό
κακό να μη μας έβρει 

Γιατ’ είμαστε μικρά παιδιά
είμαστε δυο Ελληνάκια
Μες στα γαλάζια πέλαγα
και στ’ άσπρα συννεφάκια 
[...]

Οδυσσέας Ελύτης. Τα Ελληνάκια, 
Τα ρω του Έρωτα, εκδόσεις Ύψιλον


 Σούλα Μπιρμπίλη,Τα Ελληνάκια από τον δίσκο Μίκης Θεοδωράκης, 
Μικρές Κυκλάδες του Οδυσσέα Ελύτη
__________


«...που του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε...»

[...] Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.

Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει
Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που
Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.

Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα. 

Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον, 1998, εκδόσεις Ίκαρος


René Magritte, Le Coup au coeur, 1952
__________


Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων ...

Οχτώ Νοέμβρη. Εποχή των χρυσανθέμων –
γυαλί σπασμένο το κορμί σου καταγής.
Ντυμένη θαύματα στη δόξα των ανέμων
τον αιματόφυρτο καιρό αιμορραγείς.

Οχτώ Νοέμβρη πια ποτέ δε θα ξανάρθει
σαν θεατρίνα που έχει σβήσει αλκοολική 
κι ένα παιδί που μεγαλώνει μες στη στάχτη
θα διδαχτεί απ’ τους θεούς τη μαντική.

Μες στα νεκρά τα καφενεία πέφτει χιόνι
κι έξω περνάει μια κηδεία της συμφοράς.
Των αισθημάτων λάμπει πάντοτε το αφιόνι
σ’ ένα κουτί μέσα κλεισμένο ζαφοράς.

Πρέπει να μάθεις να διαβάζεις το σκοτάδι
σαν ένα σώμα, στην αρχή συλλαβιστά.
Να κατακτήσεις και το μπλε που είναι στον Άδη.
Να ιδρώνουν θάνατο οι χορδές και τα πνευστά.

Σ’ ένα δωμάτιο τρεις γιατροί συλλογισμένοι
πίνουν θανάτους μιας ζωής πριν μ’ αρνηθεί.
Και συνεχώς με ψηλαφίζουν σαστισμένοι
γιατί το μέλλον μου λυσσάει για να σωθεί.

Παλιά φεγγάρια της αγάπης τα μπακίρια.
Πλεχτές κουβέρτες με τοπάζι και χρυσό.
Μυρίζουν κίτρινο και δάφνη τα σανίδια
και πίνω αρώματα και οινόπνευμα να ζω.

Μες στις βελόνες του ένας ράφτης καρφωμένος –
διαμάντια το αίμα του, καρφίτσες και κλωστές.
Ένα παλτό μεταποιεί σαν μαγεμένος
να το φορέσουν των ανέμων εραστές.

Οχτώ Νοέμβρη και το σπίτι ταξιδεύει
σ’ ενός σουλτάνου τις αυλές ψηφιδωτό.
Του σώματός μας τα κρυφά και τα ερέβη
μόνο της τέχνης μας φυλούν την κιβωτό.

Ποιμένες άγγελοι στα μωβ των αθανάτων
πενθούν και ψάλλουν τη μεσίστια ζωή.
Κι εγώ στο έλεος πενθώ των αοράτων
και των προβάτων που πηγαίνουν για σφαγή.

Απόψε τίποτα δεν έχεις να δηλώσεις.
Η νομιμότητά σου εξωπραγματική.
Αρκεί σαν γράμμα τη ζωή σου να διπλώσεις
κι ύστερα παίζεις κοπτική και ραπτική.

Οχτώ Νοέμβρη. Εορτή των Αρχαγγέλων.
Των Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών.
Δεν έχει νόημα πως κάψαμε το μέλλον.
Το κέρδος μένει και σωμάτων και ψυχών.

Κι όπως τις ροζ τις εποχές των χρυσανθέμων
πλανόδιοι θίασοι πουλούσαν μαγικά
έτσι κι εσύ μέσα στη δόξα των ανέμων
τα αινίγματά σου αθροίζεις με μηδενικά.

Μάνος Ελευθερίου, Η δόξα των ανέμων 
(Από την ποιητική συλλογή «Η πόρτα της Πηνελόπης», 
2004, εκδόσεις Γαβριηλίδη.


Ο Μάνος Ελευθερίου διαβάζει Ελευθερίου
_________


«Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις...»

Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις,
αν γίνουν τα κύματα στεριά και γιασεμιά τα φύκια…

Θα με θυμάσαι,
όταν στο μαξιλάρι το δάκρυ, θα κεντά την τελευταία φυγή.

Θα γυρίσεις,
Αύριο, όταν η αξόδευτη αγάπη γίνει μοίρα ελεύθερη…

Ζωή Δικταίου, Κέρκυρα Νοέμβρης 2015

«November Sea» by Carol Thompson 
_______


Κατά μήνα Νοέμβριον υπήρχε το ψέμα

Με τη γέννα της μέρας σε πήραν σου πήραν τα ρούχα 
γυμνός.
Θα ορμήσει μέσα σου ανυπόφερτος πόνος.
Το κεντρικό σου κόκαλο θα τσακιστεί θα βογγήξεις.
Από κάτω η θάλασσα – μνήμη.
Και σου δείχνουν τι ξέρεις γι᾿ αυτόν κι αυτός πλη-
σιάζει
με του φίλου το πρόσωπο το χαμόγελο δόκανο.
Γιατί έρχεται αυτός κι εσύ αναγνωρίζεις τον άλλο 
το ξερό φάντασμά του.
Γιατί έρχεται η εκδρομή με τα δέντρα πολλά στον 
αέρα σαλεύουν.
Έρχεται ξαφνικά η γαλάζια φοιτήτρια και σου λέγει 
εσείς
με βιάσατε με.
Κατά μήνα Οκτώβριον υπήρχε το ψέμα.
Κατά μήνα Νοέμβριον υπήρχε το ψέμα.
Και τα πόδια Γενάρη Φλεβάρη και Μάρτη 
δροσερά την αυγή ως ψηλά που το χέρι
μια κοιλάδα Απριλίου – Μαΐου με βιάσατε εσείς 
με χτυπήσατε με.

Τάκης Σινόπουλος, Το χρονικό, 
Ακόμη μια νύχτα V, εκδόσεις Κέδρος



No... όπως Νοέμβρης


No sun—no moon!
        No morn—no noon—
No dawn—
        No sky—no earthly view—
        No distance looking blue—
No road—no street—no “t’other side the way”—
        No end to any Row—
        No indications where the Crescents go—
        No top to any steeple—
No recognitions of familiar people—
        No courtesies for showing ’em—
        No knowing ’em!
No traveling at all—no locomotion,
No inkling of the way—no notion—
        “No go”—by land or ocean—
        No mail—no post—
        No news from any foreign coast—
No park—no ring—no afternoon gentility—
        No company—no nobility—
No warmth, no cheerfulness, no healthful ease,
   No comfortable feel in any member—
No shade, no shine, no butterflies, no bees,
No fruits, no flowers, no leaves, no birds,
        November!

________

Ούτε ήλιος — ούτε φεγγάρι!
Ούτε πρωί — ούτε μεσημέρι —
Ούτε αυγή — 
Ούτε ουρανός — ούτε θέα στη γη —
Ούτε απόσταση να φαίνεται γαλάζια  —
Ούτε δρόμος — ούτε σοκάκι — ούτε «απέναντι μεριά» —
Κανένα τέλος σε καμιά σειρά  —
Καμιά ένδειξη για το πού οδηγούν οι καμπύλες των σπιτιών —
Καμιά κορφή καμπαναριού —
Κανένα γνώριμο πρόσωπο —
Κανένας να χαιρετήσεις ευγενικά —
Κανένας που να ξέρεις!
Κανένα ταξίδι — μετακίνηση καμιά,
Καμιά υποψία για τον δρόμο — καμιά ιδέα —
«Κανένας πηγαιμός», ούτε στη στεριά ούτε στη θάλασσα.
Ούτε αλληλογραφία — ούτε γράμμα —
Καμιά είδηση από ξένες ακτές —
Κανένα πάρκο — κανένα τηλεφώνημα — καμιά απογευματινή χαλάρωση —
Καμιά συντροφιά — καμιά ευγένεια.
Καμιά ζεστασιά, καμιά χαρά, καμιά αίσθηση συνοχής,
Καμιά αίσθηση άνεσης σε κανέναν .
Καμιά σκιά, καμιά λάμψη, καμιά πεταλούδα, καμιά μέλισσα,
Κανένα φρούτο, κανένα λουλούδι, κανένα φύλλο, κανένα πουλί —
Νοέμβριος!

Thomas Hood (1799 –1845), Νο
(Δική μου προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά)


Blow, Blow Thou Winter Wind, by John Everett Millais (1829-1896), 1892.
____________


Νοέμβρης, η «Νορβηγία της χρονιάς»


«November always seemed to me 
the Norway of the year»

«Είναι επίσης Νοέμβριος. Τα μεσημέρια είναι πιο λακωνικά και τα ηλιοβασιλέματα πιο αυστηρά, και τα φώτα του Γιβραλτάρ κάνουν το χωριό ξένο. Ο Νοέμβριος μου φαινόταν πάντα η Νορβηγία της χρονιάς... »

(από επιστολή της Emily Dickinson, αρχές Νοεμβρίου του 1865, 
με παραλήπτη την συχνή αλληλογράφο της Elizabeth Holland)


John Atkinson Grimshaw, November Moonlight, 1886, ARC Museum
__________


Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του...

The Day grew small, surrounded tight 
By early, stooping Night —
The Afternoon in Evening deep
Its Yellow shortness dropt —
The Winds went out their martial ways
 The Leaves obtained excuse —
November hung his Granite Hat
Upon a nail of Plush 

_________

Η Μέρα συνέχεια μίκραινε, πιεσμένη
Από μια Νύχτα κυρτωμένη και πρόωρη
Το Απόγευμα έριχνε το λιγοστό του Κίτρινο
Στο βαθύ Δειλινό —
Οι Άνεμοι έβγαλαν τιίς πολεμικές τους συνήθειες
Τα Φύλλα ζήτησαν άδεια και την πήραν –
Ο Νοέμβρης κρέμασε το Γρανιτένιο Καπέλο του
Πάνω σε καρφί Βελουδένιο

Emily Dickinson, Έλα στον κήπο μου. Ποιήματα,
μτφρ. Κώστας Λάνταβος, εκδόσεις Αρμός, 2013


Το σπίτι της Emily Dickinson, Amherst, Massachusetts
_____________


Γράμμα το Νοέμβριο

Love, the world
Suddenly turns, turns color. The streetlight
Splits through the rat's tail
Pods of the laburnum at nine in the morning.
It is the Arctic,

This little black
Circle, with its tawn silk grasses - babies hair.
There is a green in the air,
Soft, delectable.
It cushions me lovingly.

I am flushed and warm.
I think I may be enormous,
I am so stupidly happy,
My Wellingtons
Squelching and squelching through the beautiful red.

[This is my property.
Two times a day
I pace it, sniffing
The barbarous holly with its viridian
Scallops, pure iron,

And the wall of the odd corpses.
I love them.
I love them like history.
The apples are golden,
Imagine it . . .

My seventy trees
Holding their gold-ruddy balls
In a thick gray death-soup,
Their million
Gold leaves metal and breathless.]

O love, O celibate.
Nobody but me
Walks the waist high wet.
The irreplaceable
Golds bleed and deepen, the mouths of Thermopylae.

_______________


Αγάπη μου, ο κόσμος

ξαφνικά αλλάζει, αλλάζει χρώμα.

Το φως του δρόμου

ξεχύνεται σκίζοντας τους μακρόστενους

καρπούς του ψυχανθούς εννιά η ώρα το πρωί.

Είναι η Αρκτική.

Αυτός ο μικρός ο μαύρος

κύκλος, με την καστανόξανθη μεταξένια χλόη του – μαλλιά

μωρού.

Υπάρχει στον αέρα ένα πράσινο,
απαλό, απολαυστικό.

που με θάλπει τρυφερά.

Είμαι ξαναμμένη και ζεστή.

Νομίζω πως είμαι τεράστια,

είμαι τόσο βλακωδώς ευτυχισμένη,

οι γαλότσες μου
πλατσουρίζουν και πλατσουρίζουν βαθιά 
μέσα στο όμορφο κόκκινο.

[…]

Ω αγάπη μου, ω άσπιλε.

Κανείς εκτός από μένα

δεν περπατά σε τούτο τον υγρότοπο μέχρι το κόκαλο βρεγμένος.

Τα αναντικατάστατα

χρυσαφιά ματώνουν και βαθαίνουν, τα στόματα των Θερμοπυ-

λών.

Sylvia Plath, Γράμμα το Νοέμβριο, Ποιήματα, 
μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, εκδόσεις Κέδρος


Court Green, Devon England: το σπίτι όπου ζούσε η Sylvia Plath με τον Ted Hughes και τα παιδιά τους. Η φράση «This is my property» αναφέρεται κυριολεκτικά στο σπίτι και μεταφορικά στο εσωτερικό της βασίλειο, την ψυχή της.
___________


Θλιμμένος Νοέμβρης

i
This creature kneeling 
dusted with snow, its teeth 
grinding together, sound of old stones 
at the bottom of a river

You lugged it to the barn 
I held the lantern, 
we leaned over it 
as if it were being born.

ii

The sheep hangs upside down from the rope, 
a long fruit covered with wool and rotting. 
It waits for the dead wagon 
to harvest it.

Mournful November 
this is the image 
you invent for me, 
the dead sheep came out of your head, a legacy:

Kill what you can't save 
what you can't eat throw out 
what you can't throw out bury

What you can't bury give away 
what you can't give away you must carry with you,
it is always heavier than you thought.

___________

i

Αυτό το πλάσμα, γονατισμένο, 
σκονισμένο από το χιόνι, τα δόντια του 
τρίζουν μεταξύ τους, ήχος από παλιές πέτρες
στον πάτο ενός ποταμού.

Το ’συρες ως την αποθήκη·
εγώ κρατούσα το φανάρι,
σκύψαμε από πάνω του
σαν να γεννιόταν.

ii

Το πρόβατο κρέμεται ανάποδα απ’ το σκοινί,
ένας μακρύς καρπός, σκεπασμένος με μαλλί και σήψη.
Περιμένει το κάρο των νεκρών 
να το θερίσει.

Θλιμμένος Νοέμβρης,
αυτή είναι η εικόνα 
που εφευρίσκεις για μένα:
το νεκρό πρόβατο βγήκε απ’ το κεφάλι σου, μια κληρονομιά:

Σκότωσε ό,τι δεν μπορείς να σώσεις
πέταξε ό,τι δεν μπορείς να φας
θάψε ό,τι δεν μπορείς να πετάξεις

χάρισε ό,τι δεν μπορείς να θάψεις
ό,τι μένει πρέπει να το κουβαλήσεις μαζί σου 
πάντα είναι πιο βαρύ
απ’ όσο νόμιζες.

Margaret Atwood, November, You Are Happy (1974)



ό,τι μένει πρέπει να το κουβαλήσεις μαζί σου 
______________________


Νύ­χτα Νο­έμ­βρη


With faint dry sound, 
Like steps of passing ghosts, 
The leaves, frost-crisp'd, 
break from the trees 
And fall. 



_______

Άκου…

Μ’ ήχο ξε­ρό,

(Φα­σμά­των βή­μα­τα)

Τα φύλ­λα σπάνε με τριγ­μό

Και παν –.

Adelaide Crapsey (1878-1914), November Night



Art by Lynne Bellchamber
_______


Μια νύχτα του Νοέμβρη


I marked when the weather changed,
And the panes began to quake,
And the winds rose up and ranged,
That night, lying half-awake.


Dead leaves blew into my room,
And alighted upon my bed,
And a tree declared to the gloom
Its sorrow that they were shed.


One leaf of them touched my hand,
And I thought that it was you
There stood as you used to stand,
And saying at last you knew!

________

Άλλαξε ο καιρός, το κατάλαβα
Και τα τζάμια άρχισαν να τρέμουν,
Και οι άνεμοι ξύπνησαν και ταξίδευαν
Εκείνη τη νύχτα, που ξαπλωμένος ξαγρυπνούσα.

Τα νεκρά φύλλα μπήκαν στο δωμάτιό μου,
Και κάθισαν στο κρεβάτι μου πάνω,
Κι ' ένα δέντρο μίλησε στο σκοτάδι
Για τη λύπη του που εκείνα πέφτουν και δεν ξαναγυρνάν.

Ένα φύλλο άγγιξε το χέρι μου,
Για μια στιγμή νόμισα πως ήσουν εσύ
Όρθια όπως στεκόσουν παλιά,
Μ' εκείνο το βλέμμα που έλεγε
τώρα ξέρω!

Thomas Hardy, A Night in November
(Δική μου προσπάθεια απόδοσης στα ελληνικά)


A Night in November (Thomas Hardy) (Suno AI)
_________


Του Νο­έμ­βρη η Φι­λο­ξε­νούμε­νή μου


My sorrow, when she’s here with me,
     
Thinks these dark days of autumn rain

Are beautiful as days can be;

She loves the bare, the withered tree;
     
She walks the sodden pasture lane.
Her pleasure will not let me stay.
     
She talks and I am fain to list:

She’s glad the birds are gone away,

She’s glad her simple worsted grey
     
Is silver now with clinging mist.
The desolate, deserted trees,
     
The faded earth, the heavy sky,

The beauties she so truly sees,

She thinks I have no eye for these,
     
And vexes me for reason why.
Not yesterday I learned to know
     
The love of bare November days

Before the coming of the snow,

But it were vain to tell her so,
     
And they are better for her praise.

_________

Η Θλί­ψη μου, εδώ σαν βρί­σκε­ται στο πλά­ϊ,

Βλέ­πει τις μέ­ρες χι­νο­πω­ρι­νής βροχής 

Με τέ­τοι­ο κάλ­λος που πα­ρό­μοι­ο δεν χω­ρά­ει·

Τα μα­ρα­μέ­να τα γυ­μνά δεν­τριά αγα­πά­ει·

Και μο­νο­πά­τια παίρ­νει ολόβρε­χτης βο­σκής.
Έχει τό­ση χα­ρά που μου δα­νεί­ζει λί­γη.

Μι­λά και ’γω κρα­τώ πι­στή κα­τα­γρα­φή:

Χαί­ρε­ται τα που­λιά μα­κριά να ‘χου­νε φύ­γει,

Το γκρί­ζο χαί­ρε­ται μαλ­λί που την τυ­λί­γει

Κα­θώς η ομί­χλη το κα­λύ­πτει μ’ αση­μί.
Τα δέν­τρα τα άχα­ρα και τα πα­ρα­τη­μέ­να,

Την μα­ρα­μέ­νη γη, τον μαύρο ουρα­νό,

Τα όμορ­φα όλα όσα από μέ­σα κοι­ταγ­μέ­να,

Μά­τια θαρ­ρεί γι’ αυτά δεν μου είναι χα­ρι­σμέ­να,

Κι ειν’ η μομ­φή της πως δεν έχω λό­γο εγώ.
Μό­λις εχτές με επι­σκέ­φθη­κε η γνώ­ση

Τις άδει­ες μέ­ρες του Νο­έμ­βρη ν’­ αγα­πώ

Προ­τού το χι­ό­νι έρ­θει και πά­λι να το στρώ­σει.

Κάλ­λιο γι’ αυ­τά εκεί­νη  έπαι­νο να δώ­σει,

Μα μοιά­ζει μά­ται­ο για με να της το πω.

Robert Frost (1874 – 1963), My November Guest



«November Fog», Nicholas Bell Photography
___________


Βρα­διές Νο­έμ­βρη! Κρύ­ες, ακί­νη­τες κι υ­γρές

NOVEMBER Evenings! Damp and still
They used to cloak Leckhampton hill,
And lie down close on the grey plain,
And dim the dripping window-pane,
And send queer winds like Harlequins
That seized our elms for violins
And struck a note so sharp and low
Even a child could feel the woe.

Now fire chased shadow round the room ;
Tables and chairs grew vast in gloom :
We crept about like mice, while Nurse
Sat mending, solemn as a hearse,
And even our unlearned eyes
Half closed with choking memories.

Is it the mist or the dead leaves,
Or the dead men November eves?

_______


Βρα­διές Νο­έμ­βρη! Κρύ­ες, ακί­νη­τες κι υ­γρές
Τό­τε του Λέ­καμ­πτον τυ­λίγαν τις κορ­φές·
Στον γκρί­ζο τό­πο α­πλω­νόν­ταν χα­μη­λά
Τα τζά­μια που έ­στα­ζαν θο­λώ­νον­τας τα υ­γρά,
Μ’ α­νέ­μους ξέ­νους, Αρ­λε­κί­νους που τρελ­ά
Με βια αγ­κα­λιά­ζαν τις φτε­λι­ές μας σαν βι­ο­λιά,
Και βγά­ζαν ή­χο τό­σο κρύ­ο και σκλη­ρό
Που και παι­δί βα­θιά να ζει το βογ­γη­τό.

Να, τώ­ρα τα 'βα­λε η φω­τιά με τις σκι­ές
Στο θάμ­πος δεί­χνει τις κα­ρέ­κλες τρο­με­ρές:
Κι ορ­μά­με μεις εδώ­θε ε­κεί σαν πον­τι­κοί,
Στην Βά­για πλά­ι – μια νε­κρο­φό­ρα ι­ε­ρή,
Έχον­τας μά­τια, αν και δεν ξέ­ραν α­π’ αυ­τές,
Μι­σο­κλει­σμέ­να από μνή­μες πνι­γη­ρές.

Να φταί­ει η ο­μί­χλη ή τα φύλ­λα τα νε­κρά,
Ή μή­πως οι νε­κροί – Νο­έμ­βρη βρα­δι­νά;

James Elroy Flecker (1884-1915), November Eves
_____________


Η Χώ­ρα Νο­έμ­βριος

It is hard to hear the north wind again,
And to watch the treetops, as they sway.

They sway, deeply and loudly, in an effort,
So much less than feeling, so much less than speech,

Saying and saying, the way things say
On the level of that which is not yet knowledge:

A revelation not yet intended.
It is like a critic of God, the world

And human nature, pensively seated
On the waste throne of his own wilderness.

Deeplier, deeplier, loudlier, loudlier,
The trees are swaying, swaying, swaying.

__________

Σκλη­ρό ν’ α­κούς τον βό­ρει­ο ά­νε­μο ξα­νά,
Και να πα­ρα­τη­ρείς των δέν­τρων τις κορ­φές, σαν σειούν­ται.

Βoυερά σεί­ον­ται βα­θειά, σε μια προ­σπά­θεια,
Τό­σο λι­γό­τε­ρη από την αί­σθη­ση, κι α­π’ τη μι­λιά τό­σο πιο λί­γη,

Μι­λών­τας και μι­λών­τας, ό­πως τα πράγ­μα­τα μι­λούν
Σε 'κείνο το ε­πί­πε­δο που δεν α­πο­τε­λεί α­κό­μη γνώ­ση:

Μια α­πο­κά­λυ­ψη δί­χως α­κό­μη πρό­θε­ση.
Είναι ω­σάν επί­κρι­ση στον Κύ­ριο, τον κό­σμο

Και τη φύ­ση του αν­θρώ­που, στο­χα­στι­κὰ στε­ρε­ω­μέ­νη
Στον πε­τα­μέ­νο θρό­νο της ίδιας του της άγριας ε­ρη­μιάς.

Βα­θύ­τε­ρα βα­θύ­τε­ρα, βρον­τό­φω­να, α­κό­μη πιο βρον­τό­φω­να,
Σεί­ον­ται, σεί­ον­ται, σεί­ον­ται τα δέν­τρα.


Wallace Stevens (1879-1955), The Region November


....Σείονται, σείονται, σείονται τα δέντρα...
____________





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου