Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Απρίλης, ο μήνας ο σκληρός κι ευαίσθητος, των στίχων και των τραγουδιών.


«Spring Awakening», by Catrin Welz-Stein
______________

Ο Απρίλης — φημισμένος κηπουρός

Ο Απρίλης
— φημισμένος κηπουρός —
πήδηξε το πρωί στον χέρσο κήπο μου
κι ένα εξαίσιο έμπηξε τριαντάφυλλο.

Η άνοιξη,
κρυμμένη πίσω απ’ το τριαντάφυλλο,
βλέπει την έκπληξή μου και γελάει,
ενώ με την απέραντη χαρά μου
παρασημοφορεί τον μάγο κηπουρό.

Κική Δημουλά, 1η Απριλίου, Από τη συλλογή Ερήμην (1958)

István Csók: Spring Awakening, 1900
__________

Ήλιοι - Απρίλιοι...

Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται
με ρίμες
ήλιοι - Απρίλιοι,
ήλιοι - Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.

Κική Δημουλά, Oι λυπημένες φράσεις
(από Tο λίγο του κόσμου, Στιγμή 1994)


Ohara Koson, Sparrows on bamboo tree
__________

Προσέχετε τα σπουργιτάκια τ' Απρίλη

Προσέχετε τα σπουργιτάκια τ' Απρίλη.
Μη νομίζετε πως είναι σαν τ' άλλα
που παίζουν με τις ρόδες του αυτοκινήτου
και φεύγουν μισή στιγμούλα πριν τα πατήσουν.
Αυτά μένουν και σκοτώνονται.

Κώστας Μόντης, από τη συλλογή «Στιγμές», 1958.

William Holman Hunt, Amaryllis
_________

Θυμάμαι ήταν Απρίλης...

…Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το αν-
           θρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες —Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παν-
        τοτινά του ο χρόνος

Σ’ άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.

Οδυσσέας Ελύτης, Ηλικία της γλαυκής θύμησης (απόσπασμα), 
Προσανατολισμοί, εκδόσεις Ίκαρος

Michael Cheval, April
_________

Ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο...

ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος
το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου
ο Απρίλης που ένιωσε ν’ αλλάζει φύλο
της πηγής το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει.

Οδυσσέας Ελύτης, Το Δοξαστικόν, Το Άξιον Εστί, Ίκαρος


Art by Claudia Tremblay
__________

Ο Απρίλης της νιότης την πνοή φυσούσε... 

Δεν ήμουν πλάι σου την άνοιξη αυτή
καθώς ο Απρίλης, πολύχρωμος και λαμπερός
της νιότης την πνοή φυσούσε μες στο κάθε τι -
ως και ο Κρόνος γελούσε κι έπαιζε, ο σκοτεινός.[...]  

Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Σονέτο 98, 
μτφρ. Μιλτιάδη Σαριγιαννίδη-Θαλασσινού

Francesco del Cossa, April. Fresco in Palazzo Schifanoia (detail), 1470
____________

Με τα χέρια λεύτερα, τον Απρίλη να μπατσίσω

Μες στο δάσος, μες στη νύχτα
Μια τρυπίτσα είναι τ’ αστέρι,
Τρέχει από κει μέσα, τρέχει,
Τρέχει ρυάκι το φλουρί,
Ρυάκι το μαργαριτάρι,
Γέμισα τις τσέπες μου,
Γέμισα τα χέρια μου-
Δεν μπορώ να περπατήσω.
Πάρτε τα μου ή πάρτε με.
Με τα χέρια λεύτερα,
Τον Απρίλη να μπατσίσω.

Γιάννης Ρίτσος, Ποίημα XVIII, 
από τη συλλογή «Τραγούδια τ’ Ουρανού και του Νερού»

Francesco del Cossa, April. Fresco in Palazzo Schifanoia (detail) - Triumph of Venus, 1470
_____________

...τέσσερις Απρίληδες

… Ένα καροτσάκι
τέσσερις Απρίληδες το σέρνουν
στο στρατί – στρατί του γαλαξία,
τέσσερις Απρίληδες με σέρνουν
μες στον ουρανό.

Μια κουνουπιέρα
τούλινο καραβάκι
οι ανάσες των πουλιών, των αστεριών
παίρνουν το καραβάκι
καταμεσίς στον ωκεανό
-πού πάμε, κοριτσάκι;

Μεγάλος που ‘ναι ο κόσμος,
μεγάλος, τι μεγάλος-

Τέσσερις τοίχοι
ένα παιδάκι
μια μητέρα
οι στίχοι
ένα καροτσάκι-
μην τρέχεις,
πώς να σε φτάσω;

Δεν έχει τοίχους η χαρά
δεν έχει χώρισμα η αγάπη…

Γιάννης Ρίτσος, Πρωινό άστρο, εκδόσεις Κέδρος

Charles E. Burchfield, An April Mood, 1946 - 1955
_______________

Απρίλης με το Θάνατο χορεύουν και γελούνε...

Μέρα χρυσή, κατάχρυση, μα πώς ναν τη χαρείς;
Κι ο μπάτης ο ανοιξιάτικος στα στήθια σου βαρύς.
Απρίλης με το Θάνατο χορεύουν και γελούνε
κι όσα λουλούδια και καρποί, ξέν’ άρματα σε κλειούνε.

Ετούτ’ οι σκότεινοι άνθρωποι σκοτώνουν την ημέρα,
τ’ ασήκωτο κεφάλι τους βαραίνει τον αέρα.
Ψεύτικα ζουν σε ψεύτικη πατρίδα. Που ’ναι σκλάβοι,
αλυσωμένοι από παντού, δεν το ’χουν καταλάβει,
μάιδε, πως είναι πεθαμένοι από την πρώτην ώρα,

που νεκρογεννηθήκανε στην πεθαμένη χώρα.
Κι όμως, πολύν καιρό δεν έχει, ετούτ’ οι πεθαμένοι
κάνανε θάμ’ αθάνατο στην πάσαν οικουμένη.
Πάλι από δαύτους, σύντομα, μόλις η Μάνα κράξει,
θα βγει ζωή κι ανάσταση για τη Μεγάλη Πράξη.

Κώστας Βάρναλης, Ψυχοδύναμη, Ελεύθερος Κόσμος, Μέρος Δεύτερο, 
ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ 1904-1975, εκδόσεις Κέδρος, 2014


S. G. Anderson, Το κορίτσι με τις πασχαλιές. 1893. 
Ιδιωτική Συλλογή
___________


Κι ας ήρθε ο Απρίλης ...

Κι ας ήρθε ο Απρίλης με τα βάγια και τις πασχαλιές·
πια δεν ακούω τίποτε, θαρρείς και χιόνισε όλη νύχτα.

5. 4. 1946

Γιώργος Σεφέρης, Απρίλης, Από τις «Μέρες του 1945 – 1951», 
ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄, Ίκαρος


Claude Monet, Lilac Irises, 1914 - 1917
__________

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός...

Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές.
Ο χειμώνας μας ζέσταινε, σκεπάζοντας
Τη γη με το χιόνι της λησμονιάς, θρέφοντας
Λίγη ζωή μ’ απόξερους βολβούς...

Τ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα (1922), Μετάφραση Γιώργος Σεφέρης (1936), 
Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1997.

Φώτης Κόντογλου, «Αθανάσιος Διάκος, ο αητός της Ρούμελης»
_________

Μέρα τ’ Απρίλη...Πώς να πεθάνω;

Μέρα τ’ Απρίλη
γεμάτη θάμπος
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.
Εκελαδούσαν
πουλιά πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»

Κώστας Καρυωτάκης,  Διάκος, Ελεγεία και Σάτιρες

Auguste Toulmouche, A Young Woman in a Rose Garden, 1886
_____________

Tο πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη...

Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.

Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δε βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη.
Ξεφεύγουνε απ’ το σύννεφον αχτίδες

και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.

Κώστας Καρυωτάκης, Χαμόγελο, 
Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων,1919

Simeon Solomon, The Moon and Sleep, 1894, Tate Britain, London, UK
_____________

Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη...

Ο Απρίλης κ’ η Σελήνη μέσα στο άλσος
σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι
πέρασαν μ’ ευθυμία.
Και τώρα στη γαλήνη είνε απλωμένη
ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.[...]

Μαρία Πολυδούρη, Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας, 
Από τη συλλογή «Ηχώ στο Χάος»

Καλλιόπη Ασαργιωτάκη, Μαρία Πολυδούρη, 2005, λάδι και παστέλ σε χαρτί, 
© 2019 The Sotiris Felios Collection.
____________

Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη...

Μ' απάντησες στο δρόμο σου, Ποιητή.
Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη.
Η δίψα της αγάπης που ζητεί
σου φλόγιζε τη σκέψη και τα χείλη.

Ήμουν το πρωτολούλουδο. Κλειστή
τότε η πηγή των στοχασμών μου, εμίλει
μόνο η καρδιά μου αθώα και λατρευτή,
όταν το πρώτο βλέμμα μου είχες στείλει.[...]

Μαρία Πολυδούρη, Η αγάπη του Ποιητή, 1923, εκδόσεις Εστία


Odilon Redon, Red Thorns
___________

Του Απρίλη δακρυπότιστη τριανταφυλλιά...

Του Απρίλη οι δροσοπότιστες τριανταφυλλιές φουντώνουν. 
Αγκάθινα που απλώνουν τα κλαριά, 
τα τρυφερά τριαντάφυλλα πριν ανοιχτούν ματώνουν 
και κρέμονται λιπόψυχα, βαριά.

Του Απρίλη δακρυπότιστη τριανταφυλλιά θεριεύει 
στο στήθος μου η αγάπη αγκαθωτή.
Ρόδο η καρδιά μου αμύριστο πληγώνεται όπως νεύει 
και να! στο φως λιπόψυχη, ανοιχτή.

Μαρία Πολυδούρη, Απριλιάτικο, 
Αθήνα -Παρίσι (1922 - 1927), εκδόσεις Εστία

Sir Lawrence Alma-Tadema, Summer Offering(Young Girl with Roses), 1911
_____________

Τ’ είν’ ο Απρίλης με τα ρόδα του και μόνα;

Δε μπορώ να μη σε βλέπω το χειμώνα,
δε μπορώ να μη σε βρω το καλοκαίρι,
τ’ είν’ ο Απρίλης με τα ρόδα του και μόνα,
σα δεν έρθεις με τριαντάφυλλα στο χέρι; [...]

Κωστής Παλαμάς, Στιγμές και Ρίμες, Δειλοί και Σκληροί Στίχοι

Pierre-Narcisse Guerin, Aurora and Cephalus, 1810
__________

Ο Απρίλις κι η Αυγή

Ταίρι νιόνυφο προβαίνει
Ο Απρίλις κι η Αυγή,
Να του στρώση το προσμένει
Νυμφικό κρεββάτ’ η Γη.[...]

1881

Κωστής Παλαμάς, Ο Απρίλις κι η Αυγή, Τραγούδια της Καρδιάς και της Ζωής, 
Άπαντα, τόμος πρώτος, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 
Πάτρα, Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς


Hans Sebald Beham, March and April, between 1546 and 1547, 
Los Angeles County Museum of Art
____________

Ο Απρίλις θησαυρούς αφίνει!

Ο Απρίλις ξανθός, αρχοντιά φημισμένη,
Ζαχαρένια θωριά, ο Απρίλις πεθαίνει·
Και ο Μάις απάνου του γέρνει,
Χαροκόπος λεβέντης, μα δίχως μυαλά,
και του φρόνιμου Απρίλι τα μάτια σφαλά,
Και τα πλούτη του παίρνει.

Ο Απρίλις σωρούς θησαυρούς και καλούδια,
Τι πουλιά, τι νερά, τι δροσιές, τι λουλούδια
Στα παλάτια τα πράσιν’ αφίνει!
Κι απ’ την ίδια στιγμή και απ’ την πρώτη βραδειά
Να ο Μάις· αλύπητα δίχως καρδιά
Τα 'ξοδεύει, τα χύνει. [...]

Μάιος 1883

Κωστής Παλαμάς, Μάιος, Μήνες, Τα Τραγούδια της Πατρίδος μου,
 Άπαντα, τόμος πρώτος, Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 
Πάτρα, Στέγη Γραμμάτων Κωστής Παλαμάς.


Ένας ευαίσθητος Απρίλης 

Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης
Μουσική: Παντελής Θαλασσινός
Δίσκος: Καλαντάρι (2006)


Ένας ευαίσθητος Απρίλης, ένας αθέατος καιρός
γελάει το φρουρό της πύλης και βγαίνει ήλιος λαμπερός.
Πετά τα ρούχα του στρατιώτη, φορά πουκάμισο λευκό
και στην αγάπη του την πρώτη στέλνει ένα όνειρο γλυκό.

Φέρνει μια ζάλη στους ανέμους, ανατριχίλα στο νερό
με την καρδιά στήνει πολέμους και με τον Έρωτα χορό.

Ένας ευαίσθητος Απρίλης, ένας αθέατος καιρός
γελάει το φρουρό της πύλης και βγαίνει ήλιος λαμπερός.
Από τους κήπους κόβει βάγια κι απ' την αυλή του πασχαλιές
για να στολίσει τα ναυάγια που μείναν δίχως αγκαλιές.

Φέρνει μια ζάλη στους ανέμους, ανατριχίλα στο νερό
με την καρδιά στήνει πολέμους και με τον Έρωτα χορό.



Απρίλιος 

Στίχοι και Μουσική: Ορφέας Περίδης

Ψαράδες την πρωταπριλιά μεγάλο ψέμα είπαν
σκαρφάλωσαν στις φασολιές και στα ουράνια βγήκαν
ήπιαν το γάλα των θεών, όλο το γαλαξία
αιώρες στο άλσος το ιερό με τα κορίτσια είδαν
τους πόθους και τα πάθη, το ερωτευμένο ελάφι

Το Σάββατο τους ξύπνησαν οι γκάιντες και τα ντέφια
ο Λάζαρος ο αγέλαστος βάγια σκορπάει στα δίχτυα
το μοιρολόι της Παναγιάς, των γυναικών λουλούδια
αυτά αναστήσαν τον Χριστό, χαρές δες και λουλούδια
κι ο Άδης επικράνθη, τ' άδυτα μύχια βάθη

Φωτιές τα χριστολούλουδα, η πλάση που ανασαίνει
χείλη με χείλη το γλυκό φιλι που ανασταίνει
ο 'Αι Γιώργης στην πηγή πολέμησε τον δράκο
και τα νερά λευτέρωσε και πότισε τον κάμπο
ολόκληρη οικουμένη φιλί που ανασταίνει

Ψυχές ξυπνήσαν σώματα κι ήπιαν όλο το πάθος
πόσο κρατάει ο έρωτας όσο ανοιχτό ένα άνθος!
Άχρονο φως αόρατο, κατέβα να μας ντύσεις
κι όλου του κόσμου τις καρδιές να τις παρηγορήσεις
κόκκινες να τις βάψεις κι αόρατο να λάμψεις



Πότε θα μπούμε στον Απρίλη

Στίχοι: Πυθαγόρας
Μουσική: Γιώργος Γιαννουλάτος
Πετρή Σαλπέα
Τα λιοτρόπια (1974)

Έπιασε το ξεροβόρι
Και δεν λες να μού’ρθεις πια
Με φωτιά και πανωφόρι
Δεν ζεσταίνεται η καρδιά

Πότε θα μπούμε στον Απρίλη
Το «σ’αγαπώ» να θυμηθείς;
Πότε θα σμίξουμε τα χείλη
Πότε καρδούλα μου θα’ρθείς;

Έχω στην καρδιά χειμώνα
Και στα χείλη παγωνιά
Πως σε πίκρανα λησμόνα
Φάρμακο είναι η λησμονιά


Έστησ' ο Έρωτας χορό

(Ποίηση: Δ.Σολωμού, Σύνθεση: Γ.Μαρκόπουλου) 

Έστησ' ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,

Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες την άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ' αναβρύζει κι η ζωή σ' γη, σ' ουρανό, σε κύμα.

Αλλά στης λίμνης το νερό, π' ακίνητό 'ναι κι άσπρο,
Ακίνητ' όπου κι αν ιδής, και κάτασπρ' ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ' η πεταλούδα,
Που 'χ' ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

Αλαφροίσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ' όσο κάν' η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

(ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ 
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄, Απόσπασμα 6, Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ)


Απρίλη μου 

Στίχοι και μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Το τραγούδι του νεκρού αδελφού (1962)

Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ
και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ 
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις
μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές

Γιομίζ’ η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το `χω μυστικό

Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό
του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο , στο γαϊτανοφρυδό σου
κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο

Γιομίζ’ η γειτονιά...

Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό
και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα `ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα `ρθω
να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ


Κοιμήσου παλικάρι 

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Βίκυ Μοσχολιού
Δίσκος: Θαλασσινά φεγγάρια (1974) 


Αγάπη δίχως άκρη κι η θάλασσα πλατιά
Και της καρδιάς το δάκρυ, 
Πικρή σταλαγματιά

Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ’ αρμυρό
Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, 
κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ

Αστροφεγγιά του Μάρτη, τ’ Απρίλη ξαστεριά
Δε σου ’μελλε γλυκέ μου, 
Να ξαναδείς στεριά

Κοιμήσου παλληκάρι στο κύμα τ’ αρμυρό
Θ’ αλλάξει το φεγγάρι, 
Κι εγώ, κι εγώ θα καρτερώ


Του σκοτωμένου αγοριού

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Δίσκος: Μίλα μου για τη λευτεριά (1971)
Ρένα Κουμιώτη

Του σκοτωμένου αγοριού το αίμα
κοντά στο ρέμα, κοντά στο ρέμα
όταν περνάς μην το πατήσεις
σκύψε να προσκυνήσεις

Δίπλα στα φρύγανα κοιμόταν σαν Απρίλης 
στάχυα στα χείλια του και στα μαλλιά
κι ακούστηκε η πιστολιά
και χάθηκε ο Απρίλης

Του σκοτωμένου αγοριού τους βώλους
κατάρα σ’ όλους, κατάρα σ’ όλους
βάλ’ τους ξανά στην κασετίνα
κι απέ ξαναπροσκύνα

Δίπλα στα φρύγανα κοιμόταν σαν τον Μάη
στάχυα στα χείλια του και στα μαλλιά
κι ακούστηκε η πιστολιά
και το αγόρι πάει


Το κορίτσι μου στ΄ άστρα    

Στίχοι: Ανδρέας Αγγελάκης
Μουσική: Δήμος Μούτσης
Γιάννης Πουλόπουλος (1967)


Κρίνα τ’ Απρίλη ανθούν στην γλάστρα
να το κορίτσι μου, αστέρι στ’ άστρα

Θάλασσα ατέλειωτοι γαλάζιοι κάμποι
στ’ άσπρα παράθυρα ο ήλιος λάμπει

Άσπρα τριαντάφυλλα η αυγή θα στείλει
για το κορίτσι μου γιορτάστε φίλοι


Ήτανε Απρίλης μήνας 

Στίχοι, μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Γιώργος Νταλάρας (1969)
Φωνητικά: Τάσσα Μαυρίδου


Ήτανε Απρίλης μήνας τα λουλούδια ανθίζανε
και στα πάρκα της Αθήνας τα παιδιά σφυρίζανε

Κι εγώ τότε σε πρωτόδα που ανθίζανε τα ρόδα
κι είχες πρόσωπο με χάρη περισσή 
και το πιο όμορφο λουλούδι `σουν εσύ

Ποιο χέρι σ’ έχει κόψει λουλούδι τρυφερό
σε ποια αγκαλιά να γείρω αγάπη πού να βρω
εγώ στους κήπους τώρα σεργιάνι δε θα βγω
το δάκρυ μου ποτάμι να πέσω να πνιγώ

Κι όταν μ’ εύρει ο χειμώνας ορφανό σε μια γωνιά
το κορμί μου θα παγώσει ο βοριάς κι η παγωνιά

Κι η καρδιά μου ορφανεμένη πεταλούδα πληγωμένη
που αγάπησε για πρώτη της φορά
κι είναι τώρα με σπασμένα τα φτερά

Ποιο χέρι σ’ έχει κόψει λουλούδι τρυφερό
σε ποια αγκαλιά να γείρω αγάπη πού να βρω
εγώ στους κήπους τώρα σεργιάνι δε θα βγω
το δάκρυ μου ποτάμι να πέσω να πνιγώ


Απρίλης 

Στίχοι:  Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Βασίλης Κουμπής
Πόπη Αστεριάδη (1972)   

Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη
σαν δυοσμαρίνι ευωδάς
κάθε που με ξεπροβοδάς
μ’ ένα φιλί στα χείλη

Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη
άσπρα μου δόντια δροσερά
ποια Παναγιά καλοκυρά
μωρό σ’ εγλυκοφίλει;

Αγόρι μου ξανθέ μου Απρίλη
έλα στο πλάι μου ξανά
να γιάνεις ό,τι με πονά
κι όσα ο καιρός θα στείλει


Είπες Απρίλη πως θα `ρθεις
  
Στίχοι: Γιώργος Σκούρτης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Βίκυ Μοσχολιού & Λάκης Χαλκιάς (1974) 

Είπες Απρίλη πως θαρθείς
κοντά μου να πλαγιάσεις
κι όλες τις νύχτες ξαγρυπνώ
μετρώ τα χρόνια και γερνώ
ίσως και να με χάσεις.

Ξεχάστηκα κι απ’ το Θεό
μα ελπίζω στο μικρό μου γιο.

Σαν μεγαλώσει το παιδί 
τα γράμματα θα μάθει
για να σπουδάσει και να δει
τι σ’ έσπρωξε να πας εκεί
τα ίδια να μην πάθει.

Ξεχάστηκα κι απ’ το Θεό
μα ελπίζω στο μικρό μου γιο.


Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης 

Στίχοι: Κυριάκος Ντούμος
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος
Δίσκος: Τα συναξάρια (1981)

Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης
και να μου δίνεις τον καημό μ' απλοχεριά,
σε κάποια απόμερη γωνιά της Νέας Κρήνης
με το τζουκ-μποξ να με γυρίζεις στα παλιά.

Σε ένα ρεμπέτικο θα ρίξω την ψυχή μου,
να ξεγελάσω το χαμένο τον καιρό. 
Ήτανε κάποτε η άνοιξη δική μου 
ήμουνα κάποτε Απρίλης σου εγώ.

Θεσσαλονίκη κι απ' το Κάστρο το βραδάκι
να σ' αγναντεύω και να λιώνω σαν κερί,
δεκαοχτώ χρονώ τρελό παλικαράκι
με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή.


Μέρες που φύγαν 

Μουσική/ στίχοι: Γιώργος Σταυριανός
Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος: Οι φόβοι του μεσημεριού (1986)


Μέρες που καρτερούσα 
ν’ αλλάξουν οι καιροί, 
νύχτες που σεργιανούσα 
τρεμάμενο κερί.

Μέρες που συλλογιόμουν
πού να 'σαι, πού γυρνάς
κι από ποια βρύση ξένη
πίνεις και ξεδιψάς.

Μέρες που φύγαν, μέρες που θά 'ρθουν, 
χρόνια που σ’ αγαπώ.
Η αγάπη φτάνει σαν πυροφάνι
στης νύχτας το χορό.

Μέρες που φύγαν, μέρες που θά 'ρθουν, 
χρόνια θα σ’ αγαπώ.
Γίνομαι αγάπη, γίνομαι Απρίλης, 
σκύβω και σε φιλώ.

Τα χρόνια που διαβήκαν
να σβήσω δεν μπορώ, 
οι πίκρες που μας βρήκαν
δεν έχουν τελειωμό.

Στα σύνορα της νύχτας
προσμένει η χαρά
και μες στο φως λουσμένη
μας γλυκοχαιρετά.


Άστρο τ΄ Απρίλη 
  
Στίχοι, μουσική: Στάθης Δρογώσης
Δίσκος: Τα φώτα που σβήνουν (1999)   

Μεσ’ στα σκοτάδια
Οι άνθρωποι περνούν
Ρίχνουν τα ζάρια
Κι ύστερα γερνούν

Πρόσωπα άδεια
Ψεύτικα γελούν
Μεσ’ στα σκοτάδια
Οι άνθρωποι πονούν

Μα εγώ σε θέλω
Σαν φως μονάχο
Σαν άστρο του Απρίλη
Στην πόλη που τ’ άστρα δε ζουν

Μα εγώ σε θέλω
Σαν φως μονάχο
Ζεστό με τυλίγει
Κι όλα περνούν

Ζούνε και ελπίζουν
Το τέλος να φανεί
Κι όλο γυρίζουν
Πάλι απ’ την αρχή


Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη

Πουλόπουλος Γιάννης
Μουσική/Στίχοι: Γλέζος Γιάννης/Τζεφρώνης Διονύσης

Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη
το τρενάκι της ψυχής μου ξεκινάει
και στης νιότης με γυρίζει τα λημέρια
στα μεγάλα τα ζεστά μου καλοκαίρια

Τα γλυκά μου βασανάκια τ ανοιξιάτικα
μου ραγίζουν την καρδούλα κυριακάτικα

Κάθε Μάρτη, κάθε Απρίλη, κάθε Μάη
χελιδόνι η καρδιά μου και πετάει
και θυμάμαι κάτι αγάπες περασμένες
γελαστές και τρυφερές και πονεμένες


Εκδρομή 

Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος
Στίχοι : Άρης Δαβαράκης
Δημήτρης Μπάσης


Η εκδρομή μου αρχίζει απ' την Ομόνοια
Όσο μ' αγαπάς θα ζω αιώνια
Μάιο μήνα έχω βρει το δρόμο μου
Να 'ρθω να σε συναντήσω

Κάθε χρόνο μόλις μπει Απρίλιος
Σα χωράφι μοιάζει όλη η υφήλιος
Παίρνω το δισάκι μου στον ώμο μου
Για να σε ξαναγαπήσω

Πάμε στα νησιά
Νύχτες μεσημέρια
Πάμε Κηφισιά
Πάμε και στ' αστέρια
σ' τα όχι και τα μη
Μην κολλάς στα πρέπει
Η δικιά μας η εκδρομή
Όλα τα επιτρέπει

Κι όπως θα χαϊδεύεται ο Ιούνιος
Και στο φως θα καίγεται ο Ιούλιος
Θα εκραγεί η γης Δεκαπενταύγουστο
Μέσα στην καυτή αγκαλιά μας

Το κρασί που κάθε χρόνο το 'πινες
Πριν οι παπαρούνες γίνουν κόκκινες
Θα χυθεί και φέτος μέσ' τα χάδια μας
Θα μεθύσει τα φιλιά μας


Θα 'ταν 12 του Μάρτη 

Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική: Σταύρος Κουγιουμτζής
Χάρις Αλεξίου


Θα 'ταν 12 του Μάρτη,
μεσημέρι Κυριακής,
τότε που 'φευγες στρατιώτης
μ' ένα τρένο της γραμμής.

Τρίτη θέση σε βαγόνι,
μες στο κρύο και στο χιόνι.

Μάρτης στη Θεσσαλονίκη,
καλοκαίρι στο Ντεπό
Τα τραγούδια σου θυμάμαι,
τα τραγούδια που αγαπώ.

Και στην άκρη ξεχασμένη,
μια ζωή σε περιμένει.

Τον Απρίλη αρρωσταίνεις
και το Μάη δε μιλάς.
Μου 'γραψες δυο λέξεις μόνο,
πως ακόμα μ' αγαπάς.

Μ' αγαπάς και με θυμάσαι,
μες στο χιόνι που κοιμάσαι.


Πρώτη τ΄ Απρίλη  
  
Στίχοι, μουσική: Τάσος Βουγιατζής
Ελένη Δήμου
Δίσκος: Αντιθέσεις (1989)   

Ποιητής του ονείρου στο παιχνίδι του γύρου κι αυτός
να μαζεύει εικόνες από γκρίζους χειμώνες σκυφτός
Όπως κι όλα τα παιδιά στη δική μου τη γενιά
που δε βρίσκουν πουθενά παρηγοριά

Κι αν είναι ψέμα, πάλι βγαίνει αληθινό
Κι αν τα `χω όλα, ένα τίποτα κρατώ
Κι αν μ’ αγαπήσεις, αύριο θα μ’ αρνηθείς
Είναι πρώτη τ’ Απρίλη και δε θα με πιστέψει κανείς

Τα σταυρόλεξα λύνει και σ’ ατέλειωτη δίνη κυλά
Ουρανούς και φεγγάρια τους κλειδώσαν στ’ αμπάρια ξανά
Κι όπως όλα τα παιδιά στη δική μου τη γενιά
Μια τρελάδικο και μια στη λησμονιά

Κι αν είμαι λάθος, αύριο θα βγω σωστός
Κι αν είμαι φίλος, σύντομα θα γίνω εχθρός
Κι αν μ’ αγαπήσεις, αύριο θα μ’ αρνηθείς
Είναι πρώτη τ’ Απρίλη και δε θα με πιστέψει κανείς

Και μια πρώτη τ’ Απρίλη μες στον ήχο θα χαθώ της σιωπής


Όφις και κρίνος 

Στίχοι: Ειρήνη Γιωτοπούλου
Μουσική: Χρυσόστομος Καραντωνίου
Πάνος Παπαϊωάνου
Δίσκος: Ποτάμι ο καιρός (2009)


Δε θέλω να σε βλέπω όταν περνάς
και η ανάγκη σου να πνίγει τη δική μου.
Μήνας Απρίλης μα παράθυρα κλειστά
και το φιλί σου να λερώνει την ψυχή μου.

Και έτσι παράταιρος και μόνος θα σταθώ
σαν τα λιμάνια που προσμένουνε αγάπη
εσύ θ’ απλώνεις τα πανιά σου στον καιρό
σε μια πορεία που εγώ χάραξα στον χάρτη.

Δεν έχω ανάγκη να σε αγγίζω όπως παλιά
και η μυρωδιά σου να σαλεύει τη πνοή μου.
Έχω πια μάθει πως να ζούμε χωριστά
μέρα τη μέρα σ’ εξορίζω απ’ το κορμί μου.

Και έτσι παράταιρος και μόνος θα σταθώ
σαν τα λιμάνια που προσμένουνε αγάπη
εσύ θ’ απλώνεις τα πανιά σου στον καιρό
σε μια πορεία που εγώ χάραξα στον χάρτη.

Δε θέλω πια να μάθω τι ζητάς
αφού δεν ήμουν ούτε θα `μαι στα όνειρά σου.
Όφις και κρίνος ήταν η πλοκή σε μας
ο έρωτάς μου το σφιχτό τ’ αγκάλιασμά σου.


Το βαλς του Απρίλη  

Στίχοι: Σοφία Καραχάλιου
Μουσική: Λάζαρος Σαμαράς
Φωτεινή Βελεσιώτου


Αγκαλιές ήρθαν σαν μήνες, 
άλλες για να με ζεστάνουν
κι άλλες ήρθαν σαν τον Μάρτη, 
άνω - κάτω να με κάνουν.

Άνθρωποι, κορμιά σαν δέντρα, 
είχαν μέσα μου ριζώσει, 
άλλοι είχανε ανθίσει, 
άλλοι είχαν μαραζώσει.

Μα εγώ ζητούσα έναν, 
το Απρίλη μου τον ψεύτη
και τα λόγια που με δέναν, 
της καρδούλας μου τον κλέφτη.

Άλλοι μέσα στο Δεκέμβρη
μου ζητούσανε να γιάνω, 
τις ψυχές τις παγωμένες
κι έτσι μόνιμα να χάνω.

Τα λουλούδια που μυρίζουν
άλλοι για να με γλυκάνουν, 
στου Ιούλη τα νυχτέρια, 
τα φεγγάρια μου να φτάνουν.

Μα εγώ ζητούσα έναν
τον Απρίλη μου τον ψεύτη
και τα λόγια που με δέναν, 
της καρδούλας μου τον κλέφτη


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέραν», Οδυσσέας Ανδρούτσος

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ιππεύων, σχέδιο του Άνταμ Φρίεντελ (1830 περίπου)
_____________

«Ένας μικρός Αλή Πασάς της Γκιαούρ Λειβαδιάς»

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε στην Ιθάκη, γύρω στα 1790 και οφείλει το όνομά του - αρχαϊκό, σύμφωνα με τη λόγια τάση της εποχής - στη Μαρουδιά, γυναίκα του Λάμπρου Κατσώνη. «Διά την πολλήν αυτού ζωηρότητα», η μητέρα του Ακριβή «θα τον πέμψει εις πλοίον εκ νεαράς ηλικίας», προκειμένου να τιθασεύσει τον χαρακτήρα του. 
Ο πατέρας του Οδυσσέα, καπετάν Ανδρούτσος, είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη και αφού συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1797 στην Κωνσταντινούπολη. 

Σε ηλικία 15 ετών καταλήγει στα Γιάννενα, χάρη στην πάγια συνήθεια του Αλή Πασά να καλεί στη αυλή του τα ορφανά τέκνα των παλαιών κλεφτών. Η σωματική του ρώμη τού δίνει το τιμητικό δικαίωμα να μπει στην ιδιαίτερη φρουρά του πασά, στους τσοχανταραίους και σύντομα να προαχθεί σε τσαρκατζή, μέλος της σωματοφυλακής, η οποία δεν αριθμούσε πάνω από εκατό νοματαίους – Αρβανίτες οι περισσότεροι.

Στα Γιάννενα ο Οδυσσέας έμαθε αρβανίτικα, ιταλικά και κυρίως, γαλουχήθηκε στον αληπασαλίδικο τρόπο ζωής και εμποτίστηκε με ορισμένα κακοήθη χούγια που θα τον συνοδεύσουν στον υπόλοιπο βίο του: ήταν φιλάργυρος, δόλιος και καχύποπτος, σε βαθμό που ποτέ δεν έλεγε το μέρος όπου θα έπεφτε να κοιμηθεί και συχνά μεταμφιεζόταν όταν επρόκειτο να ταξιδέψει.

Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τεπελενλή, μόλις στα είκοσι έξι του και χωρίς κλέφτικη ή αρματολική πείρα, ο Οδυσσέας τοποθετείται, το 1816, ως αρματολός της «Γκιαούρ Λειβαδιάς» – λεγόταν έτσι εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής των χριστιανών απέναντι στους Αρβανίτες, τους Τούρκους και τους Εβραίους. Στην επαρχία αυτή, πολύ σύντομα, ο Ανδρούτσος εξελίσσεται σε «μικρό Αλή», οργανώνοντας στρατιωτική δικτατορία ή στραταρχία κατά την εκφραστική της περιοχής και αντιγράφοντας πιστά τα φερσίματα του Τεπελενλή.

Η αποστασία του Αλή κλόνισε την ισορροπία στην περιοχή και έκανε φανερό στον Ανδρούτσο ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει το αρματολίκι της Λειβαδιάς, χωρίς υποστήριξη από τα Γιάννενα. Τόσο για τους χριστιανούς αρματολούς, που αντλούσαν το κύρος τους κατευθείαν από τον πασά των Ιωαννίνων, όσο και για τους Τουρκαλβανούς, που απάρτιζαν το ισχυρό στράτευμά του, οι λύσεις ήταν μόνο δύο: είτε θα κατέφευγαν στα σουλτανικά στρατεύματα είτε θα στρέφονταν προς την Ελληνική Επανάσταση, που ακόμα δεν είχε εκδηλωθεί.

Ο Ανδρούτσος επέλεξε τη δεύτερη λύση, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, εγκατέλειψε την Ανατολική Στερεά και περνώντας από την Πρέβεζα - όπου διέμεναν η μάνα και η γυναίκα του – θα περάσει μαζί τους στην Ιθάκη. Εκεί θα μείνει ως τα τέλη του 1820, από κει θα μπαρκάρει σε εμπορικό πλοίο και μεταμφιεσμένος - κινδύνευε άμεσα τόσο ως αληπασαλής όσο και ως απλός Ρουμελιώτης – θα φτάσει στις 15 Μαρτίου του 1821 στην Πάτρα. Μετά από συνεννοήσεις με τους Φιλικούς θα περάσει στην απέναντι ακτή με προορισμό τον Βάλτο ή το Ξηρόμερο.

Μόνος, έξω από την επαρχία του και απροσανατόλιστος ακόμα – αρματολός που θα ξεσήκωνε πληθυσμούς οι οποίοι δεν ανήκαν σε δική του περιοχή ήταν ασυνήθιστο τότε - προσπαθεί με σπασμωδικές κινήσεις να προσεγγίσει τους Γαλαξειδιώτες, θυμίζοντάς τους την προσωπική του θέση στην περιοχή:

«Εγώ, καθώς γνωρίζετε καλώτατα, ημπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτια, τιμαίς και δόξας. Οι Τούρκοι, ό,τι κι αν ζητήσω, μου το δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί του Οδυσσέως δε χωρατεύει· έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου που τους εζεμάτισε».

Paul Joanovitch, The Sword Dance, Private Collection
______________

Δεν ανήκε πια στα Γιάννενα, τον είχε κερδίσει η Επανάσταση...

Η επαναστατική σταδιοδρομία, ωστόσο, του Οδυσσέα Ανδρούτσου θ' αρχίσει μετά το μαρτυρικό θάνατο του Διάκου στην Αλαμάνα, που είχε αναλάβει «αρχηγός των αρμάτων της Λειβαδιάς», όταν ο Οδυσσέας έφυγε για την Ιθάκη. Ο Διάκος μαζί με τον Πανουργιά, τον Δυοβουνιώτη, τον Σκαλτσά και τον Κομνά Τράκα, προσπάθησαν, χωρίς επιτυχία, να συγκρατήσουν τη στρατιά του Ομέρ Βρυώνη, που μέσω της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας, κατευθυνόταν στην Πελοπόννησο. 

Ο πρώην αληπασαλής Ομέρ Βρυώνης είχε την ατυχή – όπως αποδείχτηκε μια βδομάδα μετά, στο Βαλτέτσι – έμπνευση να ενισχύσει το στράτευμά του με τον προσεταιρισμό ντόπιων ολιγαρχών, αντί να στραφεί με ραγδαία προέλαση προς τον Ισθμό, καθώς ο δρόμος ήταν ελεύθερος μετά την αποχώρηση του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Όταν ο Ομέρ Βρυώνης έμαθε ότι ο Οδυσσέας βρισκόταν στην Ευρυτανία, του έγραψε σαν παλιός φίλος, τάζοντάς του, για να τον δελεάσει, την αρχηγία ολόκληρης της Ανατολικής Ελλάδας.

Αυτή ήταν η γλώσσα που μιλιόταν στην αυλή των Ιωαννίνων και έτσι ξεκίνησαν και τα «καπάκια» - γνωστή σε όλους και αποδεκτή χερσοελλαδίτικη τακτική - που πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε πέτρα σκανδάλου και ισχυρότατο πολιτικό επιχείρημα στα χέρια του Μαυροκορδάτου, διαχωρίζοντας τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες», ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις.

Φτάνοντας, λοιπόν στη Γραβιά - στο μικρό χάνι, που ο Βρυώνης είχε ορίσει ως τόπο συνάντησης με τον Οδυσσέα -  σκόπευε να προβεί σε συμφωνίες με το παλιό του φίλο, όχι να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο. Η σκέψη να κλειστούν στο πλινθόκτιστο χάνι – «μια αυλή, με πληθoύρια και στη μέση ένα χαμηλό σπίτι μ' ένα πάτωμα» - ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα σχέδια του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, που ήθελαν να πιάσουν το γιοφύρι της Χαϊνίτσας και κατόπιν τις γύρω πλαγιές. 

Το τόλμημα ήταν πρωτάκουστο όσο και το τελικό του αποτέλεσμα που μυθοποιήθηκε δικαιολογημένα από τους ιστορικούς. Το στεφάνι της δάφνης, που κέρδισε ο Κολοκοτρώνης στο Βαλτέτσι, το είχε πλέξει ο Οδυσσέας κι εκείνος του το πρόσφερε, αναστατώνοντας και κρατώντας τους πασάδες στη Ρούμελη.

Είναι αξιοσημείωτη, ωστόσο, η σκηνή με τον δερβίση μπεκτατσή, που προηγήθηκε έφιππος για να μιλήσει πρώτος στον Οδυσσέα: 

«Πού πας»; ρώτησε ο Ανδρούτσος, αλβανιστί.

«Πάω κατά τα Σάλωνα», απάντησε ο δερβίσης. 

Ακολούθησαν εκατέρωθεν βρισιές και ο δερβίσης έπεσε από το άλογο χτυπημένος στην κεφαλή. Ο Φιλήμων δίνει την καλύτερη ερμηνεία αυτού του συμβολικού περιστατικού. 

«Ο Ομέρ Βρυώνης, συναυλικός ων και φίλος του Οδυσσέως από του Αλή πασά, απέστειλε τούτω τον δερβίσην αυτόν, όπως υπενθυμίση τας περί γενικής οπλαρχίας υποσχέσεις τούτου και κατορθώση ούτω την κένωσιν του πανδοχείου. Ο Οδυσσεύς, γνωρίζων καλώς, οίον παρά τους Τούρκους φέρει ηθικόν αποτέλεσμα η πτώσις ενός τοιούτου απεσταλμένου, και θέλων εν ταυτώ, όπως διακόψη πάσαν περί της υποταγής αυτού ελπίδα του Ομέρ Βρυώνου, πρώτον μεν απηγόρευσε τοις άλλοις τον κατά τούτου πυροβολισμόν, πριν ο ίδιος ρίψη, κατόπιν δε προσηγόρευσεν αυτώ αλβανιστί». 

Άρα, με μια συμβολική πιστολιά, ο Οδυσσέας, διερρήγνυε τους δεσμούς του με τους παλαιούς συναγωνιστές, συναυλικούς και μπράτιμους. Δεν ανήκε πια στα Γιάννενα, τον είχε κερδίσει η Επανάσταση.

Η αλήθεια είναι ότι η Επανάσταση τον κέρδισε και τον έχασε εν μιά νυκτί. Μπορεί να φαίνεται αλλόκοτο, αλλά ο θρυλικός Οδυσσέας έλαμψε μόνο στη Γραβιά. Ο υπόλοιπος βίος του, παρότι κατάμεστος από επαναστατικές προσπάθειες, δεν θα αποδώσει το παραμικρό. Εύλογη λοιπόν είναι η αναφώνηση του Παπαρρηγόπουλου: 

«A, διατί να μη πέση την ημέραν εκείνην ο Οδυσσεύς! Επιζήσας ουδέν μεν μέγα διέπραξεν έκτοτε, καίτοι κτησάμενος υπεροχήν ομολογουμένην, περιποιήσας δε εις την φιλαρχίαν αυτού χαρακτήρα όντως προδοτικόν, ετελεύτησε δέσμιος οικτρώς»

Σώζοντας την Επανάσταση στο «ξενοδοχείον της Γραβιάς», ο Οδυσσέας είχε υπογράψει μέγα συμβόλαιο με όλα τα κακά δαιμόνια και τις αντινομίες του Αγώνα. Όντως, στο διάστημα μέχρι τη δολοφονία του, δεν θα (του επιτραπεί να) επιτύχει άλλη νίκη, θα κατασυκοφαντηθεί, θα διωχθεί, θα στραφεί προς τους Τούρκους, ωσότου αφήσει την τελευταία του πνοή στην Ακρόπολη.


Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Μακρυγιάννη.
ΜΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΣ ΓΡΑΒΙΑΣ ΤΟ ΧΑΝΙ.
____________

«Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέραν»

Μέχρι να φτάσουμε εκεί και μέχρι να εμφανιστεί η «κεντρική διοίκηση», ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε να εξασφαλίσει στην περιοχή της Βοιωτίας τόση ασφάλεια, ώστε «ο λύκος επεριπάτει με την προβατίναν». Στις  στρατιωτικές επιχειρήσεις, όμως οδηγούνταν από αποτυχία σε αποτυχία, έως και τη μάχη των Βασιλικών, στις 26 Αυγούστου, στην οποία ατυχώς δεν έλαβε μέρος. 

Παράλληλα άρχισαν να διαδίδονται εναντίον του πολλές συκοφαντικές πληροφορίες, οι οποίες έφτασαν στον πρίγκιπα Υψηλάντη, με την μορφή επιστολής, στην οποία κατήγγελλαν τον τοπάρχη της Βοιωτίας, ως «ανάξιον της αρχηγίας, τουρκολάτρην, δωροδοκημένον από τον Ομέρ πασάν και αίτιον των δυστυχιών της Λεβαδείας και των συνομόρων επαρχιών». Ο Υψηλάντης θα γράψει στον Οδυσσέα ένα αυστηρό γράμμα - καθότι «το δεινότερον πάντων επί της εποχής του πολέμου ήτο η επί τουρκισμώ κατηγορία» - τονίζοντας ότι «... ακούω πως εσύ ο Οδυσσεύς εκατήντησες να κλειστής εις μοναστήριον...».

Ο Ανδρούτσος, παραταύτα, δέχτηκε να λάβει μέρος στη συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και να ψηφίσει μαζί με τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς την πρωτάκουστη «Νομική Διάταξη» του Νέγρη, που ούτε λίγο ούτε πολύ ίδρυε δικό του αυτοτελές κρατίδιο μέσα στην ανάστατη χώρα, υπερβαίνοντας σε καιροσκοπισμό ακόμα και τον προϊστάμενό του, τον Μαυροκορδάτο.

Το μένος του Νέγρη εναντίον του Υψηλάντη - ο οποίος επιζητούσε ένα «γκοβέρνο μιλιτάρε», συνεπικουρούμενος από την κάστα των στρατιωτικών - τον ώθησε μέχρι την ανήκουστη σκέψη να μην επιτρέπει την είσοδο των επαναστατικών στρατευμάτων της λοιπής Ελλάδος στη δική του επικράτεια. Αντίθετα ο Άρειος Πάγος είχε το δικαίωμα να ζητήσει τη βοήθεια ξένων – έστω και ερήμην της κεντρικής αρχής.

Εμβρόντητοι οι κατά κανόνα αναλφάβητοι οπλαρχηγοί έμοιαζαν με μικρά παιδιά απέναντι στους ξεσκολισμένους «καλαμαράδες που έδεναν και έλυναν μπροστά στα μάτια τους ανεξέλεγκτοι. Απ' όπου και η φράση του πάντα καχύποπτου Ανδρούτσου: «Βλέπετε τουτουνούς τους καλαμαράδαις; Αυτοί θα μας φαν το κεφάλι μια μέραν».

Με το πανίσχυρο αληπασαλίδικο ένστικτό του, ο Οδυσσεας υποπτεύθηκε εξαρχής ότι κάτι ριζικό αλλάζει. Ο Φιλήμονας διασώζει τα ακόλουθα λόγια του: «Ανόητοι, μη κολακεύησθε σήμερον βλέποντες τους πολιτικούς ταπεινωμένους ενώπιον υμών. Ταπεινούνται αυτοί, όπως υψωθώσι· υψούμενοι δε, ταπεινώσουσιν ημάς διά πάσης ραδιουργίας, αντικαθιστώντες τους μικρούς και κινούντες αυτούς κατά των κατωτέρων». Μ' έναν λόγο ο Οδυσσέας φοβόταν μην χάσει την επαρχία και το κεφάλι του - σε τέσσερα χρόνια οι φόβοι του θα βγουν αληθινοί.

Στο μεταξύ, Ιανουάριο του 1822, ανακοινώνεται η εκστρατεία κατά της Εύβοιας (Γριπονήσι), στην οποία ο Οδυσσέας σπεύδει να λάβει μέρος. Αν κατόρθωνε να καταλάβει τον Καράμπαμπα, η θέση του θα άλλαζε άρδην. Η κατοχή φρουρίου ισοδυναμούσε με ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα. Αιφνίδια ωστόσο κι ενώ οι ντόπιοι τον υποδέχονται με ενθουσιασμό, αποφασίζει - Φλεβάρη μήνα - να εγκαταλείψει την πολιορκία και να επανέλθει στα λημέρια του. Η απάντηση στα απελπισμένα γράμμματα των καπεταναίων που ζητούν εξηγήσεις, είναι σιβυλλική: «σαν θα είναι καιρός θα μιλήσει».


Νίκος Εγγονόπουλος, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1953, Λάδι σε χαρτόνι
_______________

«Σαν θα είναι καιρός θα μιλήσω...»

Τι του χρειαζόταν άραγε ο καιρός; Τα πράγματα ήταν απλά: είχαν αρχίσει κιόλας οι δόλιες πολιτικές ενέργειες εναντίον του εκ μέρους του Αρείου Πάγου. Το στρατήγημα ήταν σαφές· θα τον ανακαλούσαν εσπευσμένα και θα έστρεφαν εναντίον του ό,τι κι αν αποφάσιζε. Υπάκουος στη διαταγή; Θα βαρυνόταν με την εγκατάλειψη της εκστρατείας. Ανυπάκουος; Θα βαρυνόταν με την απειθαρχία απέναντι στο αίτημα των αρεοπαγιτών.

Στα μέσα Μαρτίου φτάνουν ο Υψηλάντης με τον Νικηταρά για να ανακόψουν την αναμενόμενη κάθοδο του Δράμαλη. Οι καλοθελητές έχουν ήδη προλάβει να κεντρίσουν την έμφυτη καχυποψία του: «Ο Νικήτας και ο Υψηλάντης ενώθηκαν οι δυο κι έχουν ένα σώμα κι έρχονται αναντίον σου να σε βαρέσουνε, να μείνουν αυτείνοι εις το ποδάρι σου». Οι υποψίες εν τέλει διασκεδάζονται και οι τρεις άντρες συνδέονται με φιλία, η οποία καταθορυβεί τον Άρειο Πάγιο, που ενεργεί πάντα καιροσκοπικά και βάζει σε εφαρμογή σχέδιο εξόντωσης του Οδυσσέα,που την πρώτη φορά θα αποτύχει.

Στη συνέχεια του απονέμουν τον βαθμό του χιλιάρχου - και όχι του στρατηγού ως όφειλαν - διορισμό τον οποίο ο Οδυσσέας αρνείται με περιφρόνηση και μαθαίνοντας ότι τα σώματά του διαλύθηκαν, σπεύδουν να δελεάσουν τον Νικήτα, ο οποίος μπορεί να μην διακρίθηκε ποτέ για την πολιτική του οξύτητα, ήταν όμως αμέμπτου τιμιότητας άνθρωπος και διόλου αρχομανής. Στις δύο επιστολές που έλαβε, ο Νικήτας Σταματελόπουλος αποκρίθηκε στις 27 Απριλίου 1822 - μέσω του γραμματικού του φυσικά, ως αναλφάβητος που ήταν - ψέγοντας τον Άρειο Πάγο για την πολιτική του και την πλημμελή επιμελητεία και υπογραμμίζοντας ότι δεν έπρεπε να δεχτούν την παραίτηση του Οδυσσέα και να «τον θεατρίζουν εις τον κόσμον ως ένοχον».

Η επιστολή του Νικήτα όχι μόνο δεν μετέπεισε τον Άρειο Πάγο, αλλά επέσπευσε τη μηχανορραφία κατά των ανυπάκουων στρατιωτικών, συμπεριλαμβάνοντας στους ανεπιθύμητους και τον Υψηλάντη, που αναχωρώντας από το Μοριά, δεν δίστασε να υψώσει τη σημαία της Φιλικής με τον φοίνικα - κίνηση που αρκούσε να τον χαρακτηρίσει αντίπαλο του καθεστώτος.

Ο Άρειος Πάγος στέλνει τότε δύο πρώην αληπασαλήδες, τον Αλέξη Νούτσο ως επιθεωρητή και τον Χρήστο Παλάσκα ως αντικαταστάτη του Οδυσσέα, σε μια περιοχή που εκείνος θεωρούσε δεδομένη αναντάμ παπαντάμ. Η εξόντωση και των δύο δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Η κυβέρνηση, χωρίς να λογαριάσει ότι ο Ανδρούτσος ήταν ο μόνος ικανός να ανακόψει τη στρατιά του Δράμαλη και ανήμπορη να τον συλλάβει, επικηρύσσει – για πρώτη φορά στα χρονικά της Επαναστάσεως – την κεφαλή του αντί πέντε χιλιάδες γρόσια. 

Peter Von Hess, Ο Οδυσσέας και ο Γκούρας καταστρέφουν 
τους εχθρούς στην Φοντάνα (Έγχρωμη λιθογραφία)
____________

Επικεφαλής του στρατεύματος τοποθετείται ο Γκούρας, που πρώτη φορά αντιμετωπίζει τη δυνατότητα να πάρει τη θέση του προστάτη του. Γράφει ο Μακρυγιάννης: 

«Τώρα έβαλαν τον Δυσσέα σκότωσε τον Αλέξη Νούτζο, τον σεβάσμιον άρχοντα. Πόσο ψυχώνει η Τουρκιά μ’ αυτό, πόσο αδυνατίζομε εμείς! Το ίδιον και τον Παλάσκα. Δεν είναι αληθινό οπού τον έβαλαν, τον Δυσσέα, αυτείνοι και τους σκότωσε; Τους έστειλαν δυο ξένους μέσα εις το σπίτι του, ‘σ τον τόπο του τον πατρικόν, και τον φορτώθηκαν αυτόν και τους ανθρώπους του. Ποιον άλλον καπετάνιον πείραξαν; Μόνον τον Δυσσέα. [...]

Κλαίγει ο Κωλέτης και οι άλλοι κυβερνήται μας τον χαμόν του Αλέξη και Παλάσκα σαν τη φώκια, όπου κλαίγει τον πνιμένον όσο που σαπίζει, και κάθεται και τον τρώγει. Έτζι θα φάνε κι εμάς τους δυστυχείς. Σε συμβουλεύω, αδελφέ Γκούρα, να πας ν’ ανταμωθείς με τον Δυσσέο και ν’ αδελφωθείς και να πάμε εις τα πόστα μας, ότι θα μπούνε οι Τούρκοι αντουφέκηγοι και θα δώσουμε λόγον δι’ αυτό εις τον Θεόν και ‘σ τους ανθρώπους.

[...] Σηκωθήκαμε και πήγαμε εις τον Άγιον Λουκά κι ανταμωθήκαμε με τον Δυσσέα και φιληθήκαμε...»

Προτού αποσυρθεί στη Μαυρότρουπα, πάνω από τη Βελίτσα, «οργισμένος, απλησίαστος και αδρανών»,ο Οδυσσέας, αρχίζοντας συνομιλίες με τους Τουρκαλβανούς σωματάρχες, παλιούς συναδέλφους του από τα Γιάννενα, θα επιτύχει μια αποσκίρτηση των αλβανικών σωμάτων του Δράμαλη, που ισοδυναμούσε με περηφανή νίκη. Αν και προ του γενικού κινδύνου και της κατακραυγής, θα αμνηστευθεί, δεν θα του αναγνωριστεί ότι με αυτό το «καπάκι» έσωσε την Πελοπόννησο, στερώντας από τον Δράμαλη τα ισχυρότερα σώματά του. 

Ο Δράμαλης θα διαβεί βέβαια, για να πάει στον αγύριστο, και ο Οδυσσέας δεν θα παραλείψει να εκφράσει το μένος του κατά της κυβερνήσεως γράφοντας στον αντιπρόεδρο του εκτελεστικού Θανάση Κανακάρη: «Σας στέλνω τριάντα χιλιάδες Τούρκους για να σας διορθώσουν. Κάντε τους ό,τι θέλετε. Εγώ σας υπόσχομαι να μην αφήσω να περάσουν άλλοι κι αναλαμβάνω τον σερασκέρ Χουρσήτ πασά...»


Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Οδυσσέας Ανδρούτσος και Ιωάννης Γκούρας 
καταστρέφουσι εν Φοντάνα μέγα τουρκικό στρατό το 1822
______________

«Γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι όταν το 'βρε εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι...»

Τότε, μ’ ένα γύρισμα της τύχης - «γύρευε κάστρο εις τον ουρανό κι όταν το 'βρε
 εις την γης, έτρεξε σαν το όρνιον εις το ψοφίμι», σχολιάζει την συγκυρία ο Μακρυγιάννης - ο Οδυσσέας θα βρεθεί αίφνης από επικηρυγμένος και κατασυκοφαντημένος, φρούραρχος των Αθηνών και αρχιστράτηγος της Ανατολικής Ελλάδας. Στις 27 Αυγούστου, με σώμα τριακοσίων οπλοφόρων και με τους Γκούρα, Μακρυγιάννη, Μαμούρη, Κατσικογιάννη θα μπει στο κάστρο της πόλης και, με λυμένα τα χέρια, θα κάνει ό,τι μπορεί για ν' αποδείξει στους ντόπιους ότι η πόλη τους δεν τελούσε υπό προστασία αλλά υπό στυγνή κατοχή.

Καθώς οι αρεοπαγίτες έχουν φρυάξει για την απροσδόκητη επιτυχία του εχθρού τους, ο Οδυσσέας από τη μια απαντάει σε κάθε απειλή με τη γνωστή του θηριωδία, παστρεύοντας δηλαδή τα «αγκάθια» κι από την άλλη, με «ψευτοκάπακο» καθυστερεί τους εχθρούς. Όταν θα γράψει στο εκτελεστικό περιμένοντας μια επικύρωση των πράξεών του, υπουργός των στρατιωτικών θα είναι ένας θανάσιμος εχθρός του - ο Κωλέττης - η επιστολή του οποίου, στις 21 Δεκεμβρίου 1822, προς τους Υδραίους, προδικάζει την τελεσίδικη προγραφή του Ανδρούτσου.

Αρχές του1823, ο Οδυσσέας θα μπει στο ελεύθερο Μεσολόγγι με τιμές και δόξες και από κει θα περάσει στο διχασμένο Μοριά, όπου θα συναντηθεί με τον Κολοκοτρώνη. Οι δυο άντρες είχαν δύναμη, αλλά διέφεραν μεταξύ τους στην κρίση και στις αποφάσεις. Ο Κολοκοτρώνης ήθελε μεν ν' απαλλαγεί από τους πολιτικούς, αλλά δεν δεχόταν «να μαγαρίσει τα χέρια του», ενώ ο Οδυσσέας ήθελε να ξεπαστρέψουν τους κοτσαμπάσηδες, επειδή φοβόταν ότι «αύριο θα τους σύρουν στη φούρκα».


Θανάσης Απάρτης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, 1958
___________

Θεατής στα μοραΐτικα και υδραίικα μασκαραλίκια, μουσαφίρης στο Άργος και στην πραγματικότητα ανεπιθύμητος ξενομερίτης, ο Οδυσσέας θα παραστεί στη Συλίμνα, θα δώσει όρκο πίστεως, και θα αισθανθεί ακόμα πιο ξένος όταν θα πληροφορηθεί το συμπεθεριό του Κολοκοτρώνη με τον εχθρό του Δεληγιάννη και την αποδοχή της αντιπροεδρίας του εκτελεστικού. Καπάκια κι εδώ μεταξύ ντόπιων, υπαναχωρήσεις και ανέντιμες συμμαχίες.

Αναχωρεί για την Αθήνα μαζί με τον Νέγρη - για τον οποίο δήλωνε ότι «δύναται να πωλήσει και να αγοράσει δέκα φοράς την Ελλάδα» - και ο Ιανουάριος του 1824 τον βρίσκει να πολιορκεί τη Χαλκίδα, χωρίς επιτυχία και πάλι. Έχοντας συνειδητοποιήσει ότι τα πολιτικά μέσα έχουν μεγαλύτερη ισχύ από από τα όπλα, ο Οδυσσέας αρχίζει, έστω και αργά, να μυείται στη νέα «πολεμική τέχνη». Ο μεγάλος του καημός, ένας ρουμελιώτικος πολιτικός συνασπισμός που ν' αποφασίζει ανεξάρτητα από τους μοραΐτες - η «ιερή συνέλευση» όπως ονομάστηκε - σήμανε και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι ο νίκητής της Γραβιάς θα καταντούσε πολιτικός συνεργάτης του Νέγρη, του πιο φαύλου φαναριώτη απ’ όσους κατέβηκαν στον Αγώνα;

Η δεύτερη κάθοδός του στο Μοριά μοιάζει περισσότερο με απονενοημένο διάβημα. Όλες του οι αναφορές στην κυβέρνηση μένουν αναπάντητες, του δίνουν να καταλάβει ότι είναι παρείσακτος και, για του λόγου το αληθές, γίνεται στόχος τριών δολοφονικών ενεργειών που εξύφανε ο Κωλέττης. 

Το αποκορύφωμα του κατατρεγμού του είναι η ανάθεση της αρχηγίας των όπλων στον Κίτσο Τζαβέλλα. Οι πολιτικοί γνώριζαν ότι ισχυρότερο πλήγμα δεν μπορούσε να δεχθεί ένας οπλαρχηγός από την αντικατάστασή του - και δη από Σουλιώτες. Όλοι περιμένουν μια δυναμική αντίδραση από μέρους του, αλλά ο κατατρεγμένος δεν θ’ αντισταθεί. Αντίθετα ο Γκούρας, με την υποστήριξη της Διοίκησης και με τα χρήματα της πρώτης δόσης του δανείου έχει καταφέρει να εδραιώσει τη θέση του έναντι του Ανδρούτσου, που χωρίς φίλους και συμμάχους, χωρίς κάστρο και αρχιστρατηγία, νιώθει παρείσακτος στον ίδιο του τον τόπο.


Θεόφιλος Χατζημιχαήλ: «Ο Ήρως της Γραβιάς Οδυσσεύς Ανδρούτσος το 1821» (1912)
___________

Από την οχύρωση της Ακροπόλεως στην οχύρωση της Μαυρότρουπας...

Η Σπηλιά αποτελεί απτή απόδειξη του αδιεξόδου στο οποίο είχε περιέλθει ο Ανδρούτσος και στον τρόπο που αντιδρούσε στον έξωθεν κλοιό. Από την οχύρωση της Ακροπόλεως είχε ξεπέσει στην οχύρωση της Μαυρότρουπας. Για να φτάσει κανείς στην είσοδο της Σπηλιάς, έπρεπε να αναρριχηθεί σε ξύλινες σκάλες μανταλωμένες στα βράχια. Ύψους σαράντα περίπου πόδια, η πρώτη σκάλα ήταν κάθετη, ενώ η δεύτερη σχημάτιζε γωνία και οδηγούσε σε μια τρίτη σκάλα στηριγμένη σε γείσωμα. Κατόπιν υπήρχε μια καταπακτή που, όταν έβγαιναν οι αμπάρες, οδηγούσε σε μια θολωτή καμάρα με τουφεκίστρες. Έξω από την κάμαρα υπήρχε ταράτσα με προμαχώνα και ανοίγματα για κανόνια. Το ύψος της Σπηλιάς έφτανε τα τριάντα πόδια και πάλι με σκαλοπάτια έφτανες σε ένα άλλο δώμα από συμπαγή πέτρα. Υπήρχαν ακόμα πολλές μικρότερες κάμαρες που συνδέονταν με στοά. Μια από αυτές είχε μετατραπεί σε παρεκκλήσι. Σημειωτέον ότι η Σπηλιά διέθετε δικό της νερό από μια κρυφή φλέβα του βουνού, οπότε αν αποσύρονταν οι σκάλες, μετατρεπόταν σε απάτητο φρούριο. Το ύψος της εισόδου από τη γη έφτανε περίπου τα διακόσια μέτρα. Στα χρονικά της Επαναστάσεως δεν υπάρχει άλλη περίπτωση οπλαρχηγού που να είχε κατασκευάσει ένα παρόμοιο καταφύγιο.

Εκεί είχε εγκαταστήσει την οικογένειά του, αφότου την απέσυρε από την Ακρόπολη, με τέσσερις φρουρούς διαφορετικής εθνικότητας καθώς και έναν σκύλο αγραφιώτικο - σωστό λιοντάρι. Εκεί θα μπορούσε ο Οδυσσέας να κρύβεται για πολλούς μήνες, ωσότου αλλάξουν τα πράγματα και μεταβάλλει γνώμη η κυβέρνηση. Όταν του το πρότεινε ο Τρελόνυ, η απάντηση ήταν αποστομωτική: ένα λάφι στα τελευταία του είναι πιο επίφοβο από ένα λιοντάρι αποκλεισμένο στη φωλιά του. 

Όντως δεν έμεινε αποκλεισμένος, μόνο που αυτή τη φορά είχε σημάνει η ώρα των Τούρκων. Μέσα στην παραφορά του γράφει στον Στάνχοπ: «...για να προφυλάξουμε τη ζωή μας τελευταίο καταφύγιο δεν μας μένει τίποτ’ άλλο παρά να προσπέσουμε στο έλεος των Τούρκων». Στέλνει τον Μουσταφά Γκέκα - έμπιστο Τουρκαλβανό - στον Ομέρ πασά, δηλώνει υποταγή με τον όρο να λάβει το καπετανάτο του Ευρίπου. Είναι φανερό δηλαδή ότι τέσσερα χρόνια αγώνα δεν έχουν άλλάξει διόλου τα κριτήριά του: διατηρεί ακόμα την αυταπάτη ότι μπορεί να επιβιώσει σαν αρματολός της προεπαναστατικής περιόδου.

Η εξόφθαλμη, αυτή τη φορά, συμμαχία με τον εχθρό επισφραγίστηκε με ένα σώμα ντελήδων καβαλάρηδων που τον ακολούθησαν δίκην φρουράς και έναν μπέη, ο οποίος είχε άναλάβει την επιτήρηση του καπετάνιου, «ακολουθώντας με όμμα γαλήνιον, πλην ενύποπτον όλας τας κινήσεις του».

Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Τρελόνυ - φύλακας της σπηλιάς - βγήκε από το κρησφύγετο και συνάντησε στη Λειβαδιά τον Οδυσσέα, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει ότι με τα νέα τάχα καπάκια επεδίωκε να σώσει τους πληθυσμούς και να ασκήσει πίεση στην κυβέρνηση για να εξασφαλίσει το μερίδιό του από το δάνειο. Ο Άγγλος δεν πείστηκε από τις εξηγήσεις του και δεν δίστασε να του προτείνει να δραπετεύσουν στην Ιθάκη με το πλοίο του συνταγματάρχη Μπέικον. Κάθε προσπάθεια όμως ήταν μάταιη· η τύχη του είχε κριθεί. Η κυβέρνηση και ο Μαυροκορδάτος είχαν αποφασίσει τη φυσική εξόντωση του Ανδρούτσου. 

Τα γεγονότα της Μαυρότρουπας θυμίζουν μυθιστόρημα περιπετειών. Ο Σκωτσέζος Φέντον, που ήδη ήταν με τον Τρελόνυ στο κρησφύγετο, είχε συνωμοτήσει με τον Ζάρβις, άνθρωπο του Μαυροκορδάτου και τον Γουάιτκομπ. Με αφορμή ένα αγώνισμα σκοποβολής, τη στιγμή που ο ανύποπτος Τρελόνυ σημάδευε το στόχο, οι δύο Άγγλοι τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Ο Γουάιτκομπ προσπάθησε να ξεφύγει προς την έξοδο, αλλά ο σκύλος τού έκλεισε το δρόμο. Παρευθύς, εμφανίζεται ο Κάμερον (δεκανέας σε γαλλικό σύνταγμα πυροβολικού, που έμενε στη Σπηλιά) και πυροβολεί τον Φέντον στο κεφάλι, ενώ ο Τούρκος Αχμέτ, (άλλο μέλος της Σπηλιάς, κρεμάει τον Γουάιτκομπ ανάποδα. Ο Τρελόνυ είχε χτυπηθεί στη γνάθο και έφτυσε πολλά δόντια. Το άλλο βόλι τον έπληξε στη ράχη  και σφηνώθηκε στη σπονδυλική στήλη. Παρά την απουσία γιατρού, η θηριώδης φύση του θα τον βοηθήσει να αντεπεξέλθει.

Η Σπηλιά θα παραδοθεί στη Διοίκηση από την Ανδρούτσαινα, ενώ ο Τρελόνυ θα φτάσει στη Ζάκυνθο με αγγλικό πλοίο. Στο μεταξύ ο Οδυσσέας, παρά την υποστήριξη του Πανουργιά, νιώθει τον κλοιό γύρω του να στενεύει. Η κυβέρνηση έχει όλα τα εχέγγυα για να τον θεωρεί εχθρό του Αγώνα και του λαού και να ονομάζει την καταδίωξή του «κακοδυσσέως η πανήγυρις». 



«Κακοδυσσέως η πανήγυρις»

Θριαμβευτής του εμφυλίου, ο Γκούρας εισπράττει στο Ναύπλιο σαράντα χιλιάδες γρόσια και άλλες εκατό χιλιάδες για την καινούργια εκστρατεία. Ξεκινώντας στις 11 Μαρτίου μαζί με τον Κριεζώτη και έξι χιλιάδες στράτευμα, φροντίζει να πάρει μαζί του και τον αδελφό του Ανδρούτσου Βαγγέλη για να προσδώσει δικαιότερο χαρακτήρα στην καταδίωξη. Διαπιστώνοντας μάλιστα την απροθυμία των πληθυσμών βγάζει προκήρυξη για να τους συσπειρώσει: «Ανάγκη λοιπόν μικροί και μεγάλοι να οπλισθήτε και ενωμένοι με τα υπό την οδηγίαν μου στρατεύματα του Έθνους να εκδικηθήτε εναντίον του εξωλεστάτου τούτου Οδυσσέως και του συμβούλου του μιαρωτάτου Άγγλου Τρελλώνη».

Όταν πια και οι δικοί του - ακόμα και τ’ αδέλφια του - αρχίζουν να φεύγουν δελεασμένοι από την αντίπαλη παράταξη, που τους έταζε «τριών μηνών μισθούς», το μόνο που απομένει στον Οδυσσέα είναι είτε να καταφύγει οριστικά στου Τούρκους είτε να παραδοθεί ελπίζοντας στην επιείκεια των πολιτικών εχθρών του. Η παράδοσή δεν έγινε χωρίς αμοιβαίες υποσχέσεις. Ο Κριεζώτης - που είχε συμπολεμήσει με τον καταζητούμενο στην Εύβοια - ζήτησε να συναντηθούν και επικαλέστηκε τον πατριωτισμό του και τους κινδύνους της πατρίδας από την απόβαση του Ιμπραήμ. Μάλιστα αν άφηνε τους Τούρκους του υπόσχονταν - του Γκούρα μη εξαιρουμένου - να τον αφήσουν ήσυχο. Για την ειλικρίνεια του Κριεζώτη δεν υπάρχει αμφιβολία, ωστόσο ο Γκούρας «πολιτευόταν» εκείνη την ώρα τον αντίπαλό του. Δεν ήθελε μόνο να έμφανίσει την παράδοση σαν στρατιωτική νίκη, αλλά απέβλεπε και στους «θησαυρούς» της Σπηλιάς, που εύκολα θα περιέρχονταν στα χέρια του.

Ωσότου ο Ανδρούτσος μεταχθεί στην Αθήνα, θα συμβούν πολλά - ακόμα και απόπειρα να τον απαγάγουν οι δικοί του - αλλά η μόνη λύση ήταν να πείσει την κυβέρνηση να τον περάσουν από «κριτήριο» για να αποδείξει την αθωότητά του. Φτάνοντας αλυσοδεμένος στην Αθήνα, θα αντιμετωπίσει για πρώτη φορά τη διαπόμπευση.

«Η υπόληψις αυτού παρά τω λαώ και τους στρατιώτας είχε παντελώς εκπέσει, και οικτράν πλέον μόνον εικόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ο Οδυσσεύς. Αι γυναίκες ερράπιζον αυτόν το δε πλήθος ολίγου δειν ελιθοβόλει καθ’ οδόν τον ήρωα του χανίου της Γραβιάς», γράφει ο Καρλ Μέντελσον-Μπαρτόλντι.

Ανάλογη εχθρότητα αντιμετώπισε τον πρώτο καιρό, όταν άνθρωποι βαλτοί από τον αντιφρούραρχο Μαμούρη τον περιύβριζαν και τον προπηλάκιζαν με απώτερο σκοπό να θεωρηθεί επικίνδυνος και να κλειστεί στο κάστρο. Πράγματι κλείστηκε τελικά στον «Γουλά», τον φράγκικο πύργο της Ακρόπολης. 


«Γουλάς» ή «Κουλάς», ο φράγκικος πύργος της Ακρόπολης, όπου φυλακίστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
____________
Η δολοφονία

Στις 6 Ιουνίου θα δολοφονηθεί από τους Μαμούρη, Τριανταφυλλίνα, Παπακώστα και Θεοχάρη με σκληρά βασανιστήρια. Η διαταγή είχε δοθεί από τον Γκούρα με την εξής συνθηματική έκφραση προς τον Μαμούρη: «να φροντίση να πωλήση το λάδι, διότι εάν μείνη απούλητον η τιμή θα ελαττωθή μεγάλως και θα χαθή».

Η ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε ο Ιταλός Βιτάλης πιθανώς είναι η μοναδική στον κόσμο έκθεση όπου εκτός του θανάτου πιστοποιείται και το ποιόν του θανόντος. «Τα θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλλόντα τον εγκέφαλον, επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος».


Kοζή Δεσύλλα, Προσωπογραφία του Oδυσσέα Aνδρούτσου, γύρω στα 1870.
Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα
______________

Πηγές

  • Κωστή Παπαγιώργη, Τα καπάκια, Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, εκδόσεις Καστανιώτη
  • Στρατηγού Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, εκδόσεις Μπάυρον