Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

«Όπου κι αν πας, στο ίδιο μέρος θα βρεθείς...», Αργύρης Χιόνης, Ο Δρόμος της Μοναξιάς



Horizons (2018) iconic photography by Achraf Baznani
____________


Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σπίτι, στην ίδια οδό, χωρίς να μετακινηθούν ποτέ, ούτε κατά έναν αριθμό, προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Είναι οι άνθρωποι που ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τη φράση «Όταν έμενα στην οδό τάδε...», είναι αυτοί που ποτέ δεν τους έχασαν οι φίλοι, οι δικοί τους ή οι διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Ποτέ, επιστολές, που απευθύνονταν προς αυτούς, δεν επεστράφησαν στον αποστολέα με την ένδειξη «Αγνώστου Διευθύνσεως», γιατί ήταν πάντα εκεί, αμετακίνητοι, πιστοί στην ιδιότητα του παραλήπτη. Είναι οι άνθρωποι που λένε, με κάποιο κρυφό καμάρι: «Αυτό είναι το πατρικό μου σπίτι».

Εγώ, ελλείψει πατρικού σπιτιού και βιοτικής σταθερότητος, έγινα συλλογέας διευθύνσεως, εντός και εκτός της χώρας. Στα συρτάρια της μνήμης μου συνωστίζεται ένα πλήθος από οδούς και λεωφόρους, rues και avenues, straten και lanen, streets και avenues, vie και viali, calles και avenidas...

Όλες αυτές οι διαρκείς μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί ο δρόμος σύμβολο σταθερό στη ζωή μου και στην ποίησή μου, και να φτάσω κάποτε στο ακραίο σημείο να ταυτίζομαι μαζί του. Ως παράδειγμα, παραθέτω την τελευταία στροφή από το ποίημα 
«Διασπορά» (Σχήματα απουσίας, 1973):
Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,
κουβαλώντας μέσα μας το δρόμο,
οδοιπόροι και πορείες,
διανύοντας τον εαυτό μας,
χαμένοι μες στον εαυτό μας.

Achraf Baznani, On the Road
________


Εν προκειμένω, δεν πρέπει να παρεξηγηθεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο· το ποίημα έχει γραφτεί για τη δική μου σχέση με τον δρόμο, αλλά οι ποιητές, αδύναμα άτομα, συχνά αναζητούν συντρόφους στην περιπέτειά τους. Η μοναξιά γίνεται έτσι λιγότερο ανυπόφορη, αφού δεν είναι δυνατό να εξαλειφθεί εντελώς.

Το ίδιο περίπου συμβαίνει και με το επόμενο μικρό πεζοποίημα, το VII από τις «Δώδεκα σπουδές» (Λεκτικά τοπία, 1983). Εδώ, ο ποιητής, ως υποκριτής που είναι, υιοθετεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, θέλοντας να δείξει ότι έχει πάρει, δήθεν, τις αποστάσεις του και παρακολουθεί, σαν απλός παρατηρητής, την τραγική ταύτιση κάποιου άλλου με τον δρόμο:

Ο δρόμος ξεκίναγε από μέσα του, τον τύλιγε σφιχτά ένα γύρο και ξαναγύρναγε μέσα του. Αυτός έμενε ακίνητος. Πού να πάω, έλεγε, τόσο μεγάλη απόσταση πώς να τη διανύσω, έλεγε.

Achraf Baznani, My Small World, 2014
_________________

Βέβαια, σε κάθε ερωτική σχέση, επέρχονται ενίοτε ρήξεις και συγκρούσεις και αμφισβητήσεις...Σε μια τέτοια λοιπόν φάση της σχέσεώς μου με τον δρόμο (αν θυμάμαι καλά, ήταν μια εποχή που νόμιζα ότι κάπου είχα ριζώσει), και χωρίς να ξέρω τι ακριβώς σκεφτόταν αυτός για μένα, προσπάθησα να τον αντιμετωπίσω ψυχρά και αντικειμενικά, φτάνοντας μέχρι του σημείου να αμφισβητήσω ακόμη και την ύπαρξή του. Έτσι προέκυψε το ποίημα Ι' (Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη, 1986):

Ο δρόμος από κάπου αρχινά, κάπου τελειώνει. Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου· ο ίδιος πουθενά δεν πάει. Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή του και το τέλος του· η αρχή του δρόμου δεν ξέρει το τέλος του, ποτέ δεν έφτασε έως εκεί· το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του, ποτέ δεν ξεκίνησε απ' αυτήν.

«Παίρνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος.

«Χάνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος.

«Γυναίκα του δρόμου, παιδί του δρόμου», λέμε, αλλά ποτέ δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο δρόμος.

Παράξενο, αλήθεια... Αναφερόμαστε σ' αυτόν σαν να 'ταν κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή πράγμα... Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος, ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή χωράφια ή δάση δεξιά και αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;

Γράφοντας αυτό το ποίημα, νόμιζα ότι απομυθοποιούσα επιτέλους τον δρόμο, ότι τερμάτιζα μιαν άρρωστη σχέση που μάλλον οδύνη παρά ηδονή μου 'χε προσφέρει. Φρούδες ελπίδες...



Achraf Baznani, The Island of Solitude
__________


Αμέτρητες φορές ξανακύλησα κι άλλες τόσες επεχείρησα εκ νέου την ίαση, για να ξανακυλήσω, μέχρι που έκοψα με μαχαίρι τα ταξίδια και έχτισα ένα σπίτι στο πουθενά, μακριά από πόλεις, οδούς και αριθμούς, μακριά ακόμη κι από χωριά, σ' ένα απλό τοπίο. Μοναδική πρόσβαση στο σπίτι αυτό ένα μονοπάτι που τελειώνει στην αυλή μου, ένα αδιέξοδο. Έχω πια γλιτώσει, έχω λυτρωθεί απ' τη μανία της μετακίνησης, από τη σχιζοφρένεια της ταύτισής μου με τον δρόμο.

Ωστόσο, κάθε σοβαρή αρρώστια, ακόμη κι όταν περνάει, αφήνει πάντα κάποιο κουσούρι, όπως, ας πούμε, η βαριά πνευμονία ένα επίμονο βηχαλάκι. Έτσι, πιάνω, πού και πού, τον εαυτό μου ν' αναρωτιέται:



Ο δρόμος που τελειώνει σ' αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;

Σ' αυτές τις δύσκολες στιγμές, ψιθυρίζω, σαν ξόρκι, τον στίχο του Γιαπωνέζου ποιητή Καμιμούρα Γιουτάκα: Μείνε ακίνητος, αφού, όπου κι αν πας, στο ίδιο μέρος θα βρεθείς ή εκείνον του δικού μας, του Ηρακλείτου: Οδός άνω κάτω μία και ωυτή.

Αργύρης Χιόνης, O Δρόμος της Μοναξιάς, Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες, Παράρτημα κειμένων, σελ. 157-161, εκδόσεις Κίχλη [Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή, 26 Απριλίου 2009]


Achraf Baznani, Into the Abyss, 2014
______________


Ο μικρός μεγάλος δρόμος του Αργύρη Χιόνη

Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1943 στα Σεπόλια, από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες, σε ένα σπιτάκι 16 τετραγωνικών. 

Ελλείψει «πατρικού σπιτιού και βιοτικής σταθερότητας», βρέθηκε στο δρόμο, «διανύοντας τον εαυτό του, κουβαλώντας μέσα του το δρόμο». Κι όσο ο δρόμος «τον τύλιγε σφιχτά ένα γύρο σαν φίδι», εκείνος έμενε ακίνητος εντός του, από το φόβο ότι δρόμος δεν υπάρχει. Γιατρεύτηκε από την «αρρώστια» των δρόμων και υπακούοντας «στη βαθύτατη ανάγκη του για επιστροφή στον τόπο όπου τα πάντα γεννιούνται», έχτισε ένα σπίτι στη Φύση, στο πουθενά, σ' ένα «δρόμο που τελειώνει σ' αδιέξοδο». Αλλά κι εκείνος ο δρόμος ακόμα, ίσως «να ονειρεύεται μακρινές αποστάσεις»Αφού 

Ένα ταξίδι
αρχινά, κάθε στιγμή,
χιλιάδες μίλια.

Νάτηνε η αρχή του, εδώ,
κάτω απ' τα πόδια μου. *

Ο δρόμος, ως μεταφορά για το μέσα ταξίδι αλλά και για την πορεία που διήνυσε το έργο του Αργύρη Χιόνη, αποτελεί την βασική ιδέα γύρω από την οποία αναπτύσσεται «Ο Δρόμος της Μοναξιάς». Ο Χιόνης προόριζε το παραπάνω κείμενο ως εισαγωγή στην έκδοση κειμένων του, γραμμένων στην πλειονότητά τους την περίοδο 2008 - 2011. 

Σύμφωνα με τη δηλωμένη βούλησή του, το κοινό θέμα των διηγημάτων είναι «το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής» και ήταν στις προθέσεις του να μεταπλάσει το εισαγωγικό κείμενο και το σύμβολο του δρόμου, ώστε να ταιριάζει με τα διηγήματα, όπως μας πληροφορεί στο Επίμετρο της συλλογής η Γιώτα Κριτσέλη. Κι όπως προσθέτει η ίδια: «Ήταν μάστορας σε τέτοιου είδους εκ πρώτης όψεως αταίριαστους συνδυασμούς.» 

Δυστυχώς, ο Αργύρης Χιόνης δεν πρόλαβε· έφυγε απ’ τη ζωή, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου τα Χριστούγεννα του 2011 σε ηλικία μόλις 68 χρόνων. Το βιβλίο πήρε το δρόμο του κι ο Αργύρης Χιόνης το δικό του...

Από το χώμα ερχόμαστε,
στο χώμα επιστρέφουμε.
Στο μεταξύ διάστημα,
παριστάνουμε τους κηπουρούς.*

*Αργύρης Χιόνης, Τα είκοσι ένα τάνκα, Ό,τι περιγράφω με περιγράφει,
Ποίηση δωματίου, εκδόσεις Γαβριηλίδης

Achraf Baznani, Trapped by Reality
___________