Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2019

«Ο William Faulkner, ο χωρικός από τον Μισισιπή, στο κοσμικό φιλολογικό σαλόνι του Άγγελου και της Λητώς».


Φωτογραφία του William Faulkner από το Τουρκολίμανο, αφιερωμένη στη Λητώ, με ημερομηνία 29 Μαρτίου 1957
______________

«Δάσκαλε, καλωσόρισες στο σπιτικό μας»

Με βήματα γατίσια γλίστρησε αργά και αθόρυβα στο σαλόνι μας. Το πρόσωπό του ανέκφραστο, άχρωμο, τα μάτια του να κοιτάζουν πέρα από μας, σε χώρες άπιαστες κι αλαργινές... Μια δύναμη καταλυτική έβγαινε από μέσα του, δίνοντας τεράστιες διαστάσεις σε τούτο το κοντό ανθρωπάκι. Έπιασε μεμιάς ολόκληρο τον χώρο μας. Μας εκμηδένισε. Οι ζωηρές κουβέντες μας κόπηκαν. Παραλύσαμε. Απίστευτο.

«Λητώ, τώρα σε θέλω, βάλε τα δυνατά σου», ψιθύρισε ο Βαλής και μου ’σφιξε το μπράτσο.

Η αντίδρασή μου ακαριαία. Όρμησα μπροστά.

«Δάσκαλε, καλωσόρισες στο σπιτικό μας». Και φίλησα τον Faulkner σταυρωτά. Το μάγουλό του άψυχο, θαρρούσες νεκρό. Τον υποδέχτηκε θερμά κι ο Βαλής. 

Εκείνος, ωστόσο, στεκόταν ατάραχος, βουβός. Ένα παγόβουνο καταμεσής στη ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού μας. Και τώρα; Πώς τον λιώνεις τούτον τον πάγο, πώς; 

Ο Faulkner, ενώ είχε αρνηθεί κάθε άλλη πρόσκληση, δέχτηκε ωστόσο να ’ρθει στο σπιτικό μας ύστερα από μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχε με τον Βαλή μου γύρω απ' τους ψυχολογικά περίπλοκους τύπους που παρουσιάζει στα έργα του. Αυτό, στο σπίτι του Duncan Emrich, μορφωτικού ακολούθου της Αμερικανικής Πρεσβείας, και της γυναίκας του, της Sally, το πρώτο βράδυ που έφτασε και μας γνώρισε στο απλό γεύμα που έδωσε το φιλικό μας ζευγάρι.

«Στο γράμμα του προς εμένα ήταν κατηγορηματικός», μας είπε ο Emrich. «Θα παραστώ μόνο στην πρώτη του έργου μου Ρέκβιεμ για μια μοναχή στο Θέατρο Μυράτ κι αναγκαστικά στο πρόγευμα της πρεσβείας. Πουθενά αλλού.» Καταλαβαίνετε τώρα τη θέση μου. Εσείς, όμως, σίγουρα θα πετύχετε να δεχθεί μια πρόσκλησή σας, σίγουρα». Κι ο Βαλής μου το πέτυχε. 




«Η μοναδική ευφρόσυνη βραδιά της ζωής μου...»

Ωστόσο, ο William Faulkner κατάλαβε λάθος την πρόσκληση. Πίστεψε πως τον καλέσαμε σε γεύμα. Έτσι, την ίδια μέρα μάς τηλεφώνησε αν θα ήταν καλά να 'ρθει στις οκτώ. Αναγκαστικά απάντησα ναι και βάλθηκα σαν τρελή να καλέσω στα γρήγορα μερικούς φίλους πρέσβεις για να 'χει το γεύμα κάποια λάμψη, αλλά το κυριότερο για να μην καλέσουμε Έλληνες.

Αυτό του Βαλή δεν του άρεσε καθόλου. «Λητώ, δεν έχουν καμιά θέση οι πρέσβεις εδώ, θα 'ναι τελείως ξεκάρφωτοι». Όμως το επιχείρημά μου να μην πούμε σε κανέναν Έλληνα για να μη χολωθούν οι άλλοι, τον έπεισε. «Ίσως αυτοί οι βάρβαροι να 'ναι μια κάποια λύση...» παρατήρησε σκεφτικός. Πήρα λοιπόν το πράσινο φως κι άρχισα τα τηλεφωνήματα. Στο όνομα Faulkner όλοι δέχτηκαν με χαρά.

Όμως τώρα τι γίνεται; Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μου 'ρθε στον νου το σκίτσο του Ταχυδρόμου. Μια ωραία κυρία, αεράτη και κομψή με βραδινή τουαλέτα, ν’ απλώνει με αριστοκρατική χάρη το χέρι της και ένας ανθρωπάκος τόσος δα με καουμπόικο καπέλο να προσπαθεί να το φιλήσει αδέξια. Κι η λεζάντα; «Ο νομπελίστας συγγραφέας William Faulkner, ο χωρικός από τον Μισισιπή, στο κοσμικό φιλολογικό σαλόνι του Άγγελου και της Λητώς».

Στη σκέψη αυτή κοκκάλωσα. Το μάτι μου πήρε τα καλαθάκια που είχα στολίσει βιαστικά πρωτύτερα. Αυτό είναι, σκέφτηκα στην απελπισία μου, και δίχως να συστήσω κανέναν, τ’ αρπάζω και δίνω το ροζ στις κυρίες και το γαλάζιο στους κυρίους. 

«Τραβήξτε από ένα φακελάκι για να γίνετε ζευγάρια», εξήγησα στους κατάπληκτους ξένους μας. «Μέσα είναι γραμμένοι οι τίτλοι από τα έργα του Faulkner, χωρισμένοι στα δυο. Στους κυρίους είναι η αρχή του τίτλου και το συμπλήρωμα στις κυρίες». Ήταν μια έμπνευση της τελευταίας στιγμής. Στα μπιλιετάκια που προορίζονταν για τις κυρίες, κάτω δεξιά είχα γράψει ολόκληρο τον τίτλο. Αυτό ήταν ιδέα του Βαλή, στην περίπτωση που κάποια θα ήταν αδιάβαστη. 

Οι ξένοι φίλοι μας μπήκαν αμέσως στο νόημα και σαν καλοί παίκτες αρχίνησαν. «Ρέκβιεμ» φωνάζει ο Αγγλος, «Για μια μοναχή», συμπληρώνει η Σουηδέζα. Κι ευθύς γίνονται ζευγάρι. 

«Άγρια», διαβάζει στο δικό του ο Γάλλος, «Φοινικόδεντρα», πετιέται η Αγγλίδα - και να το δεύτερο ζευγάρι, κι έτσι έγινε με όλους. Οι τίτλοι από τα έργα του Faulkner ακούγονταν τώρα συνέχεια στο σαλόνι μας. Σήμαντρα που έφερναν κοντά μας μηνύματα από έναν άλλο κόσμο, παράξενο, δύσκολο, δυσνόητο, δραματικό, κι όμως απίστευτα γοητευτικό. 

Οι ήρωες του Faulkner ζωντάνεψαν ξαφνικά, αγκάλιασαν σφιχτά τον δημιουργό τους, τον ζέσταναν, μπήκαν ανάμεσά μας και μας έσμιξαν. Ο συγγραφέας, έκπληκτος στην αρχή, σιγά σιγά ένιωσε σε οικείο περιβάλλον και, σαν από θαύμα, η μεταμόρφωση συντελέστηκε. 



Κι όταν στον κλήρο του ’πεσε το «Βοή» και σε μένα το «Πάθος» ήρθε κοντά μου γελαστός και, πολύ φιλικά, μού πρόσφερε το μπράτσο του. Η ατμόσφαιρα μεμιάς άλλαξε, και το πρωτόκολλο, φυσικά, πήγε περίπατο. 

Καθίσαμε ανά ζεύγη και το γλεντήσαμε για τα καλά. «Το “Πάθος” έπεσε στον κλήρο της οικοδέσποινας», φώναξε ο Αμερικανός πρέσβης. «Έλα, Λητώ, εσύ πρέπει να μας δώσεις τον τόνο». 

«Εμπρός, Λητώ»
, κι ο Βαλής με κοίταξε τρυφερά, ενθαρρυντικά. Άλλο που δεν ήθελα. Πετάχτηκα απάνω κι άρχισα ν’ αυτοσχεδιάζω στίχους σατιρικούς, αισθηματικούς, ρομαντικούς. Είχα ένα ψευτοταλέντο για κάτι τέτοια.

Σαν τέλειωσα τους αυτοσχεδιασμούς, άρχισα να τραγουδάω ανάκατα ελληνικά, γαλλικά, εγγλέζικα τραγουδάκια σε ζωηρό γοργό ρυθμό και στο τέλος έπεσα στην καρέκλα μου κι αρπάζοντας από το μπράτσο τον Faulkner, από το ένα πλάι, και τον Αμερικανό πρέσβη, απ’ τ’ άλλο, άρχισα το γνωστό μπαλαντζάρισμα, μια δεξιά, μια ζερβά, και ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν πρόσχαρα, ξεχυθήκαμε σε ρυθμούς μπριόζικους, ξέφρενους, τρελούς. 

«Είναι η μοναδική ευφρόσυνη βραδιά της ζωής μου και τη χαίρομαι απ’ τα βάθη αυτού του χάους που λέγεται ψυχή... Τούτη τη βραδιά τη ζω με όλες τις ίνες του κορμιού μου, γιατί ξέρω πολύ καλά πως δεν θα την ξαναζήσω ποτέ πια». 

Ο Faulkner είχε σηκωθεί και μιλούσε ξαναμμένος. «Στην υγειά του σοφού ψυχίατρου και της γεμάτης ζωντάνια γυναίκας του Λητώς. Στην υγειά της ομορφιάς, της γνώσης και της καλοσύνης. Σ' όλα τούτα τ' αγαθά που φωλιάζουν μέσα τους, ξεχειλίζουν και πλημμυρίζουν το ταιριαστό τούτο ζευγάρι. Στην υγειά τους».

Κι άρχισε να μας απαγγέλλει Marlowe, τον αγαπημένο του Αγγλο ποιητή. Τον ακολούθησε ο Γάλλος πρέσβης  με στίχους του Guillaume Apollinaire, ύστερα ο Αγγλος με Τ. S. Eliot. Κι ο Βαλής μου με το Μεθυσμένο καράβι του Rimbaud, Σεφέρη κ.λπ. 

Απόγευμα με φίλους στην Οικία Κατακουζηνού. Ο Άγγελος Κατακουζηνός καθισμένος στα αριστερά και η Λητώ δίπλα του όρθια. Στην Αθήνα του 1960!
_____________

«Γιατί, δόκτωρ; Γιατί;» 

Είχαμε καλέσει για μια πατροπαράδοτη βεγγέρα κάπου τριακόσια άτομα για να γνωρίσουν από κοντά τον Faulkner. Επρόκειτο αποκλειστικά για συγγραφείς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους κι ορισμένους επιστήμονες.

Ανάμεσά τους, η Μελίνα Μερκούρη, αστραφτερή και εντυπωσιακά ντυμένη στα κατακόκκινα, έκανε, αν δεν κάνω λάθος, την πρώτη της εμφάνιση στην αθηναϊκή κοινωνία στο πλευρό του Jules Dassin. Το έξοχο παίξιμο της κορυφαίας πιανίστριας Μαρίας Χαιρογιώργου- Σιγάρα και το γοητευτικό τραγούδι της ραφινάτης Ευγενίας Συριώτη συντέλεσαν κατά πολύ στη λαμπρότητα τούτης της βραδιάς. Ο William Faulkner, αγνώριστος τώρα, σε μεγάλη φόρμα, ακούραστος, συζήτησε με όλους ζεστά κι εγκάρδια.

Αργά, πολύ αργά, ξεμείναμε οι τρεις μας. Ο Faulkner κι εμείς οι δυο. Καθίσαμε στον καναπέ μας κοντά κοντά, με τον συγγραφέα ανάμεσά μας. Στη συζήτηση ξεπήδησαν τα άπειρα ερωτηματικά του Faulkner για τις απρόσμενες πράξεις κάποιου συγκεκριμένου ήρωά του, οι απορίες του για τα κίνητρα που τον οδήγησαν να περιγράφει ορισμένους τύπους στα γραπτά του, οι αποκαλυπτικές και απρόσμενες εξηγήσεις του Βαλή, οι ψυχολογικές αναλυτικές ερμηνείες του με τις χίλιες λεπτές αποχρώσεις. 

Η Temple Drake αποτελεί τον βασικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος The Sanctuary (1931) και απαντά στο μεταγενέστερο έργο Requiem for a Nun. Η νεαρή ηρωίδα γίνεται θύμα βιασμού, διαφθείρεται από τη συναναστροφή της με τον υπόκοσμο του αμερικανικού νότου και τελικά ψευδομαρτυρεί ενάντια σε έναν αθώο που κατηγορείται για τον βιασμό της κι ένα φόνο που δεν διέπραξε. Η μαρτυρία της Temple οδηγεί στον φρικτό θάνατό του στα χέρια του οργισμένου όχλου ενώ εκείνη φυγαδεύεται από τον δικαστή πατέρα της στο Παρίσι. 

(Άδυτο, μτφρ. Κώστας Νικολαΐδης - Τάσος Δαρβέρης, εκδ. Μέδουσα, Το ιερό, μτφρ. Γιάννης Λάμψας, Εκδόσεις των Φίλων).

Βασισμένη στις νουβέλες του William Faulkner, «Sanctuary» και «Requiem for a Nun», η ταινία του Tony Richardson «Sanctuary» με πρωταγωνιστές τους: Lee Remick, Yves Montand, Bradford Dillman.







«Μα γιατί, δόκτωρ, να φτιάξω αυτό το δυστυχισμένο παιδί;» 

«Μου είπαν πως η Temple (η ηρωίδα του Ιερού) ήταν η κόρη μου... Κι αυτό με πλήγωσε πολύ βαθιά». 

«Γιατί, φίλε μου; Η Temple ήταν κόρη σας. Εσείς τη ζωντανέψατε, εσείς την πλάσατε. Είναι παιδί της ψυχής σας... Παιδί μοναχά δικό σας, κατάδικό σας, δίχως τη συμμετοχή της γυναίκας». 

«Μα γιατί, δόκτωρ, να φτιάξω αυτό το δυστυχισμένο παιδί; Γιατί να του συμβούν όλα αυτά τα τρομερά πράγματα;» 

«Γιατί το θέλατε, το είχατε ανάγκη. Δεν ξέρω αν υπάρχει πραγματική κόρη. Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε θέλω να μάθω... Όμως, είτε έτσι είτε αλλιώς, η Temple είναι η ίδια η ψυχή σας. Αλλά και τ’ άλλα πρόσωπα του έργου σας, και τα απαίσια και τα καλά, είναι κομμάτια του πολυσύνθετου Είναι σας. Του Εγώ σας. Απ’ ό,τι γνωρίζω, μετά τον πόλεμο, αντί να πάτε στην τράπεζα του θείου σας, όπου είχατε ξεκινήσει, ή να συνεχίσετε τις σπουδές σας στο πανεπιστήμιο, καταπιαστήκατε με όλα σχεδόν τα επαγγέλματα. Βαστάζος σε λιμάνια, μούτσος σε καράβια, ξυλουργός, μεταλλωρύχος... Γνωρίσατε και ζήσατε τα πάντα στη ζωή, συναναστραφήκατε με τα κατακάθια της κοινωνίας, περιφερθήκατε σε καπηλειά και σε χαμαιτυπεία...»

 «Γιατί, δόκτωρ; Γιατί;» 

«Γιατί το είχατε, επαναλαμβάνω, ανάγκη. Γιατί θέλατε να ζήσετε αυτές τις εμπειρίες, το αποζητούσε η ψυχή σας, το Εγώ σας...» 

«Μα, δόκτωρ, εξηγήστε μου, επιτέλους - για ποιο λόγο;» «Γιατί...» 

Κι ο ψυχίατρος τόλμησε θαρραλέα να μπήξει το νυστέρι στην κρυφή πληγή. Άνοιξε το απόστημα και το μίασμα ξεχύθηκε έξω. Αναπάντεχος, τρομερός ο πόνος που δέχτηκε κατάστηθα, ωστόσο αγόγγυστα και καρτερικά, ο μεγάλος συγγραφέας. Κι η διπλοκλειδωμένη ψυχή του Faulkner ανάσανε βαθιά, ελεύθερα, λυτρωτικά...

Πρωί πια, ύστερα από ένα φλιτζάνι γαλλικού καφέ και ζεστά κρουασάν, χωρίσαμε σαν καρδιακοί φίλοι. Δεν τον ματαείδαμε ποτέ πια. Ξαναγύρισε στη μακρινή του φάρμα, στον Μισισιπή. 

Δέκα μέρες μετά την αναχώρησή του έστειλε στον Βαλή ένα σύντομο γράμμα. 

«Στον πάνσοφο επιστήμονα, τον βαθύ γνώστη της ανθρώπινης ψυχής, στον φίλο μου δόκτορα Κατακουζηνό, που με βοήθησε όσο κανείς άλλος στον κόσμο ολόκληρο να λυτρωθώ από τα βασανιστικά ερωτήματά μου που χρόνια τώρα με ταλαιπωρούσαν εξαντλητικά. Στον δόκτορα Κατακουζηνό από την καρδιά μου ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ». 

Και σε μένα τη φωτογραφία του με την παρακάτω απίστευτα κολακευτική αφιέρωση: «Στο πρόσωπο που ύμνησε ο Marlowe...» Κι εννοούσε το κλασικό ποίημα του Marlowe Στο πρόσωπο, που αναφέρεται στην Ωραία Ελένη του Μενελάου. 



Η χαρά μου ασυγκράτητη. Και ο Βαλής, που κατά βάθος χάρηκε πολύ, αλλά και που συνήθιζε πάντα να με προσγειώνει μ’ έναν δικό του, μοναδικό τρόπο, μου έδωσε αργότερα την παρακάτω εξήγηση: 

«Μην το παίρνεις και τόσο πολύ απάνω σου, Λητώ. Βεβαίως είσαι πολύ όμορφη. Προφανώς, όμως, ο Faulkner θέλησε έτσι να σ’ ευχαριστήσει για τη λαμπρή βραδιά που οργάνωσες εκείνη τη νύχτα σαν μείναμε αργότερα οι τρεις μας. Τη νύχτα που ο Faulkner, ξεχνώντας την παρουσία σου, ξανοίχτηκε και ξεγύμνωσε στον ψυχίατρο το μυστήριο της χιλιομπερδεμένης, αλυσοδεμένης ψυχής του». 

Λητώ Κατακουζηνού, Άγγελος Κατακουζηνός ο Βαλής μου, σελ. 236 -246, 
εκδόσεις Μικρή άρκτος,


William Faulkner in front of his house in Oxford, Mississippi, 1947
( By Henri Cartier-Bresson)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου