Το κάστρο της Πάτρας
Επί φραγκοκρατίας
Κάποιο απόγεμα, τα παιδιά της γειτονιάς ξεκίνησαν απ' την πλατεία Βούδη και πήραν των ματιών τους να δουν πού θα τα βγάλει ο δρόμος ίσια που τραβάει κατά την Πάνω Χώρα. Το κάστρο δεν φαινόταν από δω, μόνο τα σπίτια που ανηφόριζαν αρκουδίζοντας. Μα το 'βλεπε καθένας από το λιακωτό του, ψηλά στο λόφο, πάνω από τα σπίτια -έτσι, τα παιδιά λογάριαζαν πως σίγουρα η ανηφοριά εκείνη θα τα 'φερνε στο κάστρο. Κάθε γιορτή επίσημη περίμεναν τις κανονιές. Άστραφτε πρώτα η λάμψη, μετρούσαν ως τα έξι - δίχως βιασύνη, όπως χτυπάει το ρολόι - κι έπεφτε η κανονιά: μπουούμ... Ο κύριος Νικολάκης τους είπε πως το κάστρο χτίστηκε πριν από πεντακόσια τόσα χρόνια.
- Επί... επί... Στάσου να δεις πώς τό 'λεγε...
- Επί φραγκοκρατίας.
- Ναι! έκανε θριαμβευτικά ο Σάββας. Ο κύριος Νικολάκης τα ξέρει όλα, κύριε Φίλιππα. Δε λέω, ξέρετε βέβαια κι εσείς.
- Επί φραγκοκρατίας.
- Ναι! έκανε θριαμβευτικά ο Σάββας. Ο κύριος Νικολάκης τα ξέρει όλα, κύριε Φίλιππα. Δε λέω, ξέρετε βέβαια κι εσείς.
- Σας είπε ο κύριος Νικολάκης την ιστορία της Αστρόφεγγης και του Ζωσιμαρά;... Δε σας την είπε. Βλέπεις λοιπόν!
Tristan and Isolde Sharing the Potion - Waterhouse
Τότε ο Φίλιππος του διηγήθηκε μια ιστορία που έβγαλε απ' το κεφάλι του για τον Ζωσιμαρά, το παλικάρι από την Εγλυκάδα, που αγαπιότανε με τη βασιλοπούλα, την Αστρόφεγγη.
Τον Ζωσιμαρά τον λέγανε και Μαύρο: καθώς ήτανε τριχωτός, από το πολύ ξύρισμα του απόμεινε μια μελανιά γραμμή στα μάγουλα και τρόγυρα στα χείλια. Ο πολύς κόσμος γνώριζε τον Μαύρο πάνω στο άσπρο του άλογο, δεν τύχαινε να πάει πεζός παρά στην εκκλησιά μονάχα. Συνήθιζε να λέει:
- Ο Κύριος ημών πήγε στην εκκλησιά πάνω σ' ένα γαϊδούρι, σκολιάρα μέρα των Βαγιών. Δε μου ταιριάζει να πάω εγώ με τ' άτι.
Πάνω σ' αυτό, πετάχτηκε ο μικρός:
- Τ' άτι; Τι 'ναι τ' άτι;
- Τ' άτι; Τ' άλογο.
- Γιατί το λέτε τότε τ' άτι; Τι είναι το σωστό;
- Σκοτίστηκα! Σα μεγαλώσεις θα μάθεις πως ο καθένας γράφει και μιλάει όπως του καπνίσει.
Sir Galahad by George Frederick Watts
L' argent fait tout, .....δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι
Μόνο που ήτανε φτωχός ο Μαύρος. Για να ζήσει, αναγκαζόταν να μισθώνεται πρωτοπαλίκαρο στον ένα και στον άλλον άρχοντα. Όμως το άλογο του φημιζόταν για μοναδικό. Άσπρο, κάτασπρο, δίχως κουσούρι, σ' ολάκερη τη χώρα δε βρισκότανε παρόμοιο. Γι' αυτό και το αφεντικό του τ' αγαπούσε κι αρνιότανε να το πουλήσει στους πλούσιους του τόπου μόλο που ήταν πρόθυμοι να δώσουν όσα λεφτά κι αν ζήταγε.
- Ξέρω, τον έκοψε πάλι ο Σάββας, θα το αντάλλαξε με τη βασιλοπούλα.
- Λες ανοησίες. Τη βασιλοπούλα, βέβαια, την αγαπούσε, μα όσο για να προτιμήσει από τ' άλογο του μια γυναίκα...
Ωστόσο - εξακολούθησε το παραμύθι ο Φίλιππος - λιώνανε οι δυο τους από την αγάπη. Είδε κι απόειδε ο Μαύρος, αποφάσισε να πάει στο κάστρο και να τη ζητήσει από τον πατέρα της.
- Χμ, κάνει αυτός αφού τον άκουσε, είσαι φτωχός, το ξέρω. Η φτώχεια, βέβαια, δεν είναι ατιμία - είναι κάτι χειρότερο: βλακεία. Ε, δεν τρελάθηκα να χαραμίσω τη μονοθυγατέρα μου μ' ένα παλικαράκι που μισθώνεται δεξιά ζερβά!... Λ' αρζάν φα του - πρόσθεσε καθώς το 'χε ακούσει από κάποιο φράγκο βαρόνο γείτονα του.
- Τι θα πει αυτό, κύριε Φίλιππα;
- L' argent fait tout, θα πει: δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι. Το κατάλαβες αυτό;
- Αρχαία ελληνικά δεν είναι; Δεν πειράζει αν δεν το κατάλαβα, φτάνει που είναι η γλώσσα των ενδόξων μας προγόνων, καθώς μας λέει ο δάσκαλος.
Έτσι λοιπόν τον έδιωξε ο βασιλιάς. Ο Μαύρος, απ' την απελπισία, έκανε την καρδιά πέτρα κι έφυγε στην ξενιτιά. Πέρασε τρία χρόνια με πολέμους και πλιάτσικο. Μα ο νους του πάντα στην αγάπη του. Δεν κρατήθηκε περισσότερο, καβάλησε το άλογό του και ξεκίνησε να πάει πίσω στην Αστρόφεγγη.
Κατά τη νύχτα έφτασε στον κούλα του, στην Εγλυκάδα, σύμπτωση την παραμονή που ήταν να γίνει ο γάμος της Αστρόφεγγης με τον πιο πλούσιο άρχοντα της χώρας, ένα γερο-φαφούτη ξεκουτιάρη. Ο βασιλιάς παίδεψε την κόρη του να πει το ναι, γιατί ο γαμπρός, καθώς γνώριζε τον πεθερό του πλεονέχτη και τσιγγούνη, προσφέρθηκε να του χαρίσει τόση γης που να του φέρνει χίλια φλουριά εισόδημα το χρόνο.
Βλέπω το φεγγάρι ν' ασημώνει κάτι άσπρο που σιμώνει.
Ο Άσπρος, το άλογο, αφού έφαγε το σανό του, έπιασε να μυρίζεται τον τόπο. Λες να θυμήθηκε πως κάθε τέτοια ώρα, πριν από τρία χρόνια, έφερνε τον Ζωσιμαρά στο κάστρο για να μιλάει, απ' το παράθυρο με την καλή του; Να μην τα πολυλογούμε, πηδάει το φράχτη και τράβηξε κατά το κάστρο χλιμιντρώντας κάθε τόσο.
Πάνω που η βασιλοπούλα κλαιγότανε γονατισμένη μπροστά στα εικονίσματα, ήρθε στ' αυτιά της το χλιμίντρισμα του αλόγου.
- Άκουσες, βάγια μου, άκουσες; Μην είμαι ονειροπαρμένη; Σκύψε απ' το παράθυρο να δεις, δεν έχω εγώ τη δύναμη.
- Κυρά μου, βλέπω το φεγγάρι ν' ασημώνει του πατέρα σου τ' αλώνι.
- Βάγια μου, χλιμιντράει πάλι, σκύψε να δεις.
- Βλέπω το φεγγάρι ν' ασημώνει ένα σύννεφο από σκόνη.
- Βάγια μου, κοίτα πάλι.
- Βλέπω το φεγγάρι ν' ασημώνει κάτι άσπρο που σιμώνει.
- Τ' άλογο του Ζωσιμαρά! πρόφτασε κι είπε η Αστρόφεγγη πέφτοντας λιπόθυμη στην αγκαλιά της βάγιας.
Μόνο τα παλικάρια κλαίνε, γιατί έχουν τρυφερή καρδιά
Κάποτε που ξελιποθύμησε κι είδε πως ήρθε μοναχό το άλογο, δίχως τον καβαλάρη, έβαλε χίλια δυο στο νου της. Κατάφερε ωστόσο και βγήκε από το κάστρο, καβάλησε το άλογο κι αυτό την έφερε στην ώρα έξω από την κούλα του Ζωσιμαρά. Εκεί, άρχισε να κλοτσάει με τα πισινά το φράχτη. Πετάγεται στη βίγλα ο Ζωσιμαράς, βάζει το χέρι πάνω από τα μάτια, κοιτάει καλά και τι να δει!
Τρέχει αμέσως κάτω κι αρπάζει την Αστρόφεγγη στην αγκαλιά του. Αγκαλιασμένοι τα 'πανε οι δυο τους για ώρα, μια κλαίγαν, μια γελούσαν. Και να πώς, χάρη στο άλογο, η Αστρόφεγγη παντρεύτηκε με τον Ζωσιμαρά.
- Κλαίνε οι άντρες, κύριε Φίλιππα;
- Μόνο τα παλικάρια κλαίνε, γιατί έχουν τρυφερή καρδιά.
Κοσμάς Πολίτης, Το Γυρί, εκδόσεις ύψιλον, σελ. 35-37
"La Belle Dame Sans Merci" by Sir Frank Dicksee
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου