Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

"Ο Γερο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός"

Σε μεγάλη ηλικία με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη του Ναυσικά στο σπίτι της οδού Ασκληπιού. [ Ίδρυμα Παλαμά]

......ασάλευτη ζωή...

Α
μετακίνητος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από την Αθήνα, ο Κωστής Παλαμάς ζει τα τελευταία του χρόνια μια πραγματικά «ασάλευτη ζωή» κλεισμένος στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη του Ναυσικά, που τον φροντίζει ως το τέλος και τον προφυλάσσει ακόμα και από την είδηση του θανάτου της γυναίκας του στις 9 Φεβρουαρίου του 1943.

Στη διώροφη μεσοπολεμική κατοικία στην οδό Αμαλίας και Περιάνδρου 5,έζησε από το 1935, όταν, λόγω έξωσης, άφησε το σπίτι της οδού Ασκληπιού 3. 

Άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, στις 3 τα ξημερώματα. Ήταν 84 χρονών και βαριά άρρωστος στα χρόνια της Κατοχής. 

«Χθες βράδυ μια είδηση ακατανόητη μας ήρθε. Μια είδηση ασύλληπτη. Ο Γερο-Παλαμάς πέθανε. Είχαμε ξεχάσει πως ήταν θνητός» έγραφε στο ημερολόγιό της η Ιωάννα Τσάτσου.

Στο βιβλίο του "Ο Εξάγγελος", ο Μενέλαος Λουντέμης μιλά για το φίλο του Άγγελο Σικελιανό. Μεταξύ των άλλων, περιγράφει και πώς έζησαν οι ίδιοι, και ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας γενικότερα, την αναμονή του δυσάρεστου γεγονότος και τη συγκλονιστική ημέρα της κηδείας του Κωστή Παλαμά.


Το 1930 στο γραφείο του σπιτιού του στην οδό Ασκληπιού.

...ένας αινιγματικός μελλοθάνατος....

«Πεθαίνει ο Παλαμάς». «Ναι… μου το μήνυσε η Ναυσικά κι αρρώστησα». 

«Έστειλα την Αννούλα να του πει ότι είμαι άρρωστος. Κείνος πεθαίνει. Γι’ αυτό δεν μπορώ να τον ιδώ. Δεν μπορώ να δω άνθρωπο να πεθαίνει, χωρίς να είναι άρρωστος. Είναι αβάσταχτο. Κάνει πιο πικρόν ένα θάνατο, που είναι δα κι από μόνος του αρκετά πικρός. Τι να ‘κανα;» […]

 Ήθελα κι εγώ να δω τον Παλαμά πολύ, ως τότε μόνο στις φωτογραφίες τον έβλεπα. Τον είδα μια φορά στην Ακαδημία. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που… νόμισα πως ξαναείδα τη φωτογραφία του. 

Ο Κωστής Παλαμάς ήταν ένας αινιγματικός μελλοθάνατος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περνούσε (όχι καθισμένος) αλλά αποθεμένος στην πολυθρόνα του. Έτσι —εκτός από έναν πολύ στενό κύκλο—, για όλους μας ήταν, περίπου, νεκρός. Ένας μεγάλος ποιητής, που πέθαινε. Μα, με τόσο αργό ρυθμό, που νόμιζες πως δεν θα πεθάνει ποτέ. […] 

«Η Αννούλα όμως αργεί. Λες να  τ ε λ ε ί ω σ ε ; Αλλά…τι λέω; Τελειώνουν ποτές αυτές οι ζωές; Όχι. Σταματούν». Σταμάτησε για λίγο κι ο ίδιος, μπορεί για να αφουγκραστεί.

Μενέλαος Λουντέμης, Ο Εξάγγελος, εκδόσεις Δωρικός



Ο Παλαμάς και ο Σικελιανός στον τάφο του Βαλαωρίτη, Λευκάδα 1925.

Φλάμπουρο είναι!


[…] Φύγαμε από κει. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πριν από μια ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κροτάφοι μου. Είχα, ως φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. 

Σμίξαμε πρωί πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με τον Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δυο μαύρο περιβραχιόνιο. […] Τότε εμφανίζεται ο γιος του Παλαμά: 

« Κύριοι!!..»είπε στυφά. «Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους, απ’ το νεκρό μας; Αφήστε τον ήσυχο!… Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά» (ήθελε να πει «μυστικά»). Άφρισα. 

«Ποια οικογένειά του;» του λέω. «Φαίνεται, κύριε, πως δεν ξέρετε  π ο ι ο ν  είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του την απόκτησε. Και κανένας ανάξιος γιος δεν μπορεί να του την αφαιρέσει».

Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα. 

«Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς…» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο»

«Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμήν του. Και προς τιμήν σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα!… Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση».

Μενέλαος Λουντέμης, Ο Εξάγγελος, εκδόσεις Δωρικός


Η οικογένειας Παλαμά εν ολομελεία. Η γυναίκα του Μαρία, ο γιος του Λέανδρος, η κόρη του Ναυσικά, ο ποιητής (Ίδρυμα Παλαμά).

Στην άλλη όχθη του χρόνου....

Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ στο βιβλίο της  "Από την άλλη όχθη του χρόνου", περιγράφει το τελευταίο κατευόδιο του ποιητή στο σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 και την επόμενη μέρα στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας.

Περιάνδρου 5. Στενό ελικοειδές. Ξεφτίζει ο χειμώνας, ανθισμένη δίκαρπη νεραντζιά σκορπίζει τη μοσκοβολιά της ξεχειλίζοντας από τον κιτρινωπό μαντρότοιχο, σχεδόν αγγίζει ένα κλωνάρι το μαύρο κρέπι της ορθάνοιχτης διπλανής πόρτας.

«Κωστής Παλαμάς». Σκληρά μαύρα γράμματα πάνω στο κρύο λευκό, πλαίσιο μαύρο. Η λέξη «ποιητής» πουθενά.

Σκιές οι άνθρωποι, εισέρχονται ελάχιστοι, οι άλλοι σιωπούν ορθοί, χώνουν τα χέρια κάτω από τις μασχάλες, 28 Φεβρουαρίου 1943, το κρύο διαπεραστικό, όσο πιο πολλοί οι παρόντες, τόσο ο δρομάκος στενεύει, γίνεται αδιαχώρητο, βγαίνει ίσαμε έξω η μυρωδιά του λιβανιού.

Στο κέντρο του γραφείου λάμπει κάτω από τις αναμμένες λαμπάδες το κάτασπρο κεφάλι και γενάκι του ποιητή, ρουφηγμένα τα μάγουλα, λίγο ξεφτισμένο το μέτωπο, πρόσωπο γλυπτό. Στέγαστρό του η βιβλιοθήκη, γαλλικά κυρίως βιβλία, παρατηρεί ο Ζακ.

Σαν να μην πατάει το σανιδένιο πάτωμα που τρίζει κάτω από τα βήματα των άλλων, άηχα τελείως της αναβιωμένης Αντιγόνης, η Ναυσικά ακουμπάει την τρυφερότητά της με μια κίνηση καθημερινή διορθώνοντας λίγο το πουκάμισο του πατέρα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του δίχως δάκρυα, παρών ακόμα ο ποιητής στο δωμάτιο της αέναης εργασίας του. [.......]

Η τελευταία εγκατάσταση τον Παλαμά, στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, όπου και πέθανε (Ίδρυμα Παλαμά).


Οδεύουν όλοι σιωπηλά, μαυρίζει η είσοδος του νεκροταφείου, ακόμα σταματημένα τα πράσινα τραμ από τον κόσμο που ακολουθεί, ένας μαρμαρένιος άγγελος χαμογελά, κανένα λουλούδι σε τάφο, οι οχταούρες βγάζουνε εκείνη την κραυγή που μυρίζει σάπιο χόρτο νεκροταφείου και ο νεκρός περνάει την πύλη απ'όπου δε θα ξαναδιαβεί.

Το χώμα, νεοσκαμμένο, μυρίζει τον θάνατο, βροντάει η φωνή του Σικελιανού, «Σ'αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα». Σφίγγονται ο ένας πλάι στον άλλο, κάνουν ένα σώμα τείχος για να εμποδίσουν την ιερόσυλη χειρονομία των δύο αξιωματικών κατοχής που έρχονται να καταθέσουν στεφάνια, φόρο τιμής στον εθνικό ποιητή.

Είναι η στιγμή που κατεβάζουν ξεσκέπαστο το φέρετρο, η θυγατέρα με μια κίνηση αργή και σταθερή, απομακρύνει τα στεφάνια, σκύβει, γεμίζει τις χούφτες της χώμα, προαιώνια χειρονομία, η μοναδική που θα συνοδεύσει το νεκρό συγχρόνως με τον «Ύμνο» που αρχίζει χαμηλόφωνα και λίγο λίγο, σ'ένα κρεσέντο θυμωμένο, ξεχύνεται έξω από το νεκροταφείο, φτάνει στις λεωφόρους, σταματάει τους περαστικούς σε στάση προσοχής [......] 

ορθοί πάνω στα μνήματα, γύρω από τον ποιητή τους, στόματα αγγέλων εν διωγμώ, οργισμένα, εκτοξεύουν τις λέξεις «Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά», εξαπτέρυγα τα σηκωμένα χέρια που αποχαιρετούν ορκιζόμενα στον ποιητή «Ελευθερία ή θάνατος»

Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ, Από την άλλη όχθη του χρόνου (σελ. 314 -317), εκδ. Καστανιώτη


Μιχάλης Κατσίγερας «Ελλάδα, 20ός αιώνας — Οι φωτογραφίες» Α' τόμος, εκδόσεις «Ποταμός»


Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,

δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα! Ένα βουνό
με δάφνες αν υψώσουμε ως το Πήλιο κι ως την Όσσα,
κι αν το πυργώσουμε ως τον έβδομο ουρανό,
ποιον κλεί, τι κι αν το πει η δικιά μου γλώσσα;

Μα εσύ Λαέ, που τη φτωχή σου τη μιλιά,
Ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ' αστέρια,
μεράσου τώρα τη θεϊκή φεγγοβολιά
της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ' τον στα χέρια

γιγάντιο φλάμπουρο κι απάνω από μας
που τον υμνούμε με καρδιά αναμμένη,
πες μ' ένα μόνο ανασασμόν: "Ο Παλαμάς!",
ν' αντιβογκήσει τ' όνομά του η οικουμένη !

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα ! Ένας λαός,
σηκώνοντας τα μάτια του τη βλέπει...
κι ακέριος φλέγεται ως με τ' άδυτο ο Ναός,
κι από ψηλά νεφέλη Δόξας τονε σκέπει.

Τι πάνωθέ μας, όπου ο άρρητος παλμός
της αιωνιότητας, αστράφτει αυτήν την ώρα
Ορφέας, Ηράκλειτος, Αισχύλος, Σολωμός
την άγια δέχονται ψυχή την τροπαιοφόρα,

που αφού το έργο της θεμέλιωσε βαθιά
στη γην αυτήν με μιαν ισόθεη Σκέψη,
τον τρισμακάριο τώρα πάει ψηλά τον Ίακχο
με τους αθάνατους θεούς για να χορέψει.

Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα !

Άγγελος Σικελιανός, Παλαμάς


Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου το στερνό...

Μέσ' από τα κάγκελα τ' αόρατα
της απέραντής μας φυλακής,
μέσα στο κελί το σκοτεινό μας,
δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής
κι έπεσες σα δρυς
από τα χτυπήματα
κάποιων μαύρων ξυλοκόπων
στο σκοτάδι της νυχτιάς της τραγικής,
δίχως να προσμείνεις την αχτίδα
της καινούργιας Χαραυγής.

Κι έπεσες καθώς από σεισμό
πέφτει μια μαρμάρινη κολόνα
κάποιου πανάρχαιου ναού.
Σα ναός, οπού χτυπιέται
απ' τα βόλια των βαρβάρων.

Σαν τον Παρθενώνα,
ήρωα, ποιητή του Αιώνα.

Μάτια στερεμένα από τις τόσες
συμφορές,
δάκρυα δε θα χύσουνε για Σένα.

Θα σε κλάψουνε μια μέρα
οι ίδιοι αυτοί που μας σκοτώνουν
έναν - ένα,
σαν ξυπνήσουν απ' τη μέθη τους
κι αντικρύσουν τι ερημιές
εσκορπίσανε στο διάβα τους
σ' αναρίθμητες καρδιές.

Φεύγεις, πας για το ταξίδι σου
το Αχερούσιο, το στερνό,
ω πρωτότοκε αδερφέ μας,
όμως κοίτα πώς ξοπίσω σου
οι Έλληνες σε χαιρετάνε.

Ο καθένας ένα στίχο σου
ψέλνοντας μελωδικό,
σε ξεπροβοδάνε
με τα μύρια σου τραγούδια,
που βουίζουν σα μελίσσια
πάνω απ' Απριλιού λουλούδια,
σα να προμηνάνε την Ανάσταση,
ω μεγάλε ραψωδέ μας.

Σωτήρης Σκίπης, Στο θάνατο του Παλαμά

Στη φωτογραφία, πρώτη σειρά από αριστερά: Σπ. Μελάς, Μαρίκα Κοτοπούλη, Αγγ. Σικελιανός, Μιχ. Μαντούδης (διευθυντής Γραμμάτων του τότε υπουργείου Παιδείας). Μεταξύ Σικελιανού και Μαντούδη διακρίνεται ο Ηλίας Βενέζης (Φωτ.: Κ. Μεγαλοκονόμου). 

«Σήκωσα τον Παλαμά νεκρό ….»

Ιστορίες Κατοχής από τους «Δρόμους της Ειρήνης» έκδοση του 1963

Μια συνέντευξη του Γιώργου Μανιάτη, συνεργάτη των "Δρόμων" με έναν από τους φοιτητές που κρατούσε το φέρετρο του ποιητή. Το όνομά του ήταν Γιώργος Ντέμας. Η συνέντευξη δόθηκε στα 1963. [Δημοσιευμένη στο μπλοκ των Λαμπράκηδων στις 27 Φεβρουαρίου του 2014 ]



Η κηδεία γίνεται Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα….

Έμενα πίσω στην Παλιά Βουλή. Ήτανε Κυριακή κι είχε ήλιο. Είχα τη μητέρα άρρωστη κι ήμουν κι εγώ στα χάλια μου. Πήρα τους δρόμους, καθώς το συνήθιζα, κι άρχισα να παιδεύω το μυαλό μου. Δε μ’ άρεσε και πολύ που είχα γεννηθεί. Στη Σταδίου είδα κάποιον να τρέχει. Φοβήθηκα. (Οι άνθρωποι τότε δεν έτρεχαν εύκολα χωρίς αιτία). Η ώρα θα ήταν εννιά. Έπεσε η ματιά μου σε μιαν εφημερίδα και πήγε να μου ‘ρθει συγκοπή.


Είχε πεθάνει ο ποιητής μας ….

Δεν ήξερα τι να κάνω. Μου ‘ρχόταν να βγάλω μια κραυγή απελπισίας. Έσφιξα τα χείλια μου και κρατιόμουν. Γύρισα βιαστικά στο σπίτι, έπεσα πάνω στη μάνα μου κι έβαλα τα κλάματα. Μετά έφυγα τρέχοντας για το νεκροταφείο. Στο δρόμο συνάντησα συμφοιτητές μου. Πήγαμε μαζί. Άνθρωποι έτρεχαν από παντού. Θαρρούσες πως όλοι οι δρόμοι έβγαζαν στο νεκροταφείο ….

Φτάνουμε. Ο κόσμος είναι χιλιάδες. Οι χιλιάδες υποφέρουν. Τα στομάχια μας πονούν. Γεμίζουν με το πικρό πένθος. Παιδεμένοι. Κοκαλιάρηδες. Μέσα σε σκούρα καταθλιπτικά πανωφόρια. Άνθρωποι απ’ όλα τα είδη, μα προπαντός σπουδαστές. Νομίζω πως όλοι έχουμε πάρει το θάνατο του ποιητή για προσωπική του συμφορά ο καθένας. Μερικοί κλαίνε στα φανερά. Εγώ δεν κλαίω. Σφίγγομαι και δεν κλαίω.

Μοναχά τα μνήματα αστράφτουν ανάμεσά μας – και τα χρυσά κουμπιά πάνω στις στολές των φονιάδων που μας φυλάνε με τα όπλα. Εμάς με τα σκαμμένα μάγουλα και τις βουρκωμένες ματιές. Κι εμείς στριμωχνόμαστε μέσα κι έξω από την εκκλησιά. Ανυπόταχτοι, φοβεροί ….

Όλο κρατιέμαι και όλο σπρώχνω. Η νεκρώσιμη ακολουθία έχει αρχίσει. Σπρώχνω να μπω στην εκκλησία. Μπαίνω. Σπρώχνω να περάσω μπροστά. Λέω και ψέματα, πως ο νεκρός είναι συγγενής μου. Σπρώχνω. Χοροστατεί ο Δαμασκηνός. Τελειώνει. Φτάνω μπροστά. Εκείνος μιλάει για τον Παλαμά. Στην πρώτη γραμμή μοιρολογούν οι συγγενείς και τα πιο διαλεχτά παιδιά της κακόμοιρης πατρίδας μας. Ο Σικελιανός, ο Σκίπης, ο Μελάς, η Κοτοπούλη, ένα σωρό φοιτητές. Και οι προδότες, σαν ατιμωτική βρισιά. Ο πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος και κάνα δυο άλλοι απ’ την κυβέρνηση της ντροπής. Επίσης, «εκπρόσωποι των αρχών κατοχής».

Για μια στιγμή δεν ακούγεται τίποτα. Και τότε ακούγεται ο Σικελιανός. Βγαίνει μπροστά και πάνω απ’ τον νεκρό απαγγέλλει βροντές:

Ηχήστε οι σάλπιγγες ….
Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα …

Η βροντώδικη φωνή ραγίζει, θαρρείς, τους τοίχους. Και τις καρδιές. Φλάμπουρα, νομίζω, ξεπετάγονται από παντού. Οι ανάσες κρατιούνται. Τα δόντια σφίγγονται. Και οι γροθιές σφίγγονται. Οι «προσκυνημένοι» κάνουν σύσταση να μη συνεχιστεί το κακό. Μα ο κόσμος έχει κιόλας υπακούσει στον Παλαμά. Και «μέθυσε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

Ανυπάκουος κι ο Σκίπης μπαίνει μπροστά και βρίζει τον καταχτητή. Κλαίγοντας ακατάπαυστα κάνει το στόμα του ντουφέκι. Και χτυπάει:

Μέσ’ από τα κάγκελα τ’ αόρατα
της απέραντής μας φυλακής......


Και το βουητό έγινε ανάταση. Δεν ξέρω, μου φαίνεται πως είμαι ο Σπάρτακος. Μου φαίνεται πως θα ριχτώ πάνω στους λύκους και πάνω στους προδότες. Όλοι νομίζουμε έτσι. Όλοι στέκουμε άφωνοι, ανταριασμένοι. Με την αντάρα στα μάτια γυρίζει κι ο Σικελιανός σ’ εμάς:

-«Ελάτε δω, σεις οι νέοι, οι φοιτητές», φωνάζει. «Σε σας ανήκει, εσείς να τον πάτε».


Τα χάνουμε για μια στιγμή. Μετά ριχνόμαστε στο φέρετρο παραμερίζοντας ο ένας στον άλλο. Το σηκώνουμε. Προχωράμε. Μού 'ρχεται να φωνάξω τον Εθνικό Ύμνο. Με πατούν. Εγώ πατάω τους άλλους. Βγαίνουμε. Μου φαίνεται πως δεν πατάω στη γης. Μου φαίνεται πως εμένα σηκώνουν και πάνε. Πάνω μου απλώνεται η Γαλανόλευκη. Σφαλίζω τα μάτια και πάω. Μετά τ’ ανοίγω. Κάπου σκοντάφτω. Η σημαία γλυστράει στα πλάγια. Ένα κομμάτι της με κουκουλώνει. Ένα μεγάλο στεφάνι ακολουθεί. Το συγκρατώ με το κεφάλι μου. Και μοιάζω με στεφανωμένο. Και δεν ακούω τους λυγμούς του πλήθους ….

Δεν ακούω τίποτα. Μόνο καμπάνες και σάλπιγγες. Και βούκινα πολέμου ….

Φτάνουμε στον τάφο. Ο λάκκος ήταν ανοιγμένος. Κατεβάζουμε το νεκρό. Βγάζω και το στεφάνι απ’ το κεφάλι μου και τ’ ακουμπώ στο φέρετρο. Τότε είδα πως απ’ την άλλη μεριά αυτός που βαστούσε τον Παλαμά ήταν ο Σικελιανός. Κι είδα πως βαστούσαν κι ο Μελάς και ο Σκίπης, και καμιά δεκαριά φοιτητές.

Τότε ήρθαν κι έριξαν κι άλλα στεφάνια. Όλοι οι Δήμοι, οι φίλοι του, τα σωματεία …. Και η βρωμιά που μόλυνε τον αέρα. Ένας Γερμανός επίσημος εκ μέρους του πληρεξούσιου για την Ελλάδα, εγκληματία Άλτεμπουργκ, άφησε το στεφάνι του φτύνοντας τον ποιητή με τα λόγια: 

«Το τρίτο Ράιχ στον Κωστή Παλαμά. Χάιλ Χίτλερ!». 

Ο Σικελιανός γλυστράει. Πάει να πέσει. Δίνει μια με το χέρι και ξεβρομίζει «κατά λάθος» το φέρετρο. Ένας φοιτητής τσαλαπατάει το στεφάνι, επίσης «κατά λάθος». Δύο κοπέλες αφήνουν δάφνινα κλαριά πάνω στον ποιητή. Δεν πρόφτασαν να τα πλέξουν στεφάνι. Τα ‘κοψαν από τον κήπο, κρυφά. Τις κυνήγησαν. Ήτανε τρεις. Οι δυο πρόφτασαν να πηδήσουν τα κάγκελα. Την τρίτη την έπιασαν ….

Κατεβάζουν το φέρετρο. Ο λαός γονατίζει. Ο Σικελιανός ρίχνει μια φούχτα χώμα. Η Κοτοπούλη άλλη μια. Εγώ επίσης. Γύρω, στις άκριες, γραμμές ολόκληρες από καραμπινιέρους και Γερμανούς παραφυλάνε. Μια φοιτήτρια κι ένας γέροντας λιποθυμούν. Να ‘ναι απ’ τη συγκίνηση; Ή απ’ την πείνα;

Θυμήθηκα τους στίχους του Παλαμά:

…. Η αντρειωσύνη
στα έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται
και με το αίμα!



Δεν ξέρω αν ο κ. Άλτεμπουργκ είχε υπόψη του αυτούς τους στίχους. Εμείς, πάντως, το πεινασμένο και σκλάβο Έθνος, είχαμε κάτι άλλο να του πούμε: τον Εθνικό μας Ύμνο. Τον αρχίζει πρώτος ο Γιώργης Κατσίμπαλης και σε λίγο τον παίρνει το ξελευτερωμένο πλήθος και τον σκορπάει στους άνεμους. Αντιβουίζει ο τόπος Λευτεριά. Και τρέμουν οι άσπροι σταυροί. Κι ανεβαίνουν, αμείλικτα, στον ουρανό τα κυπαρίσσια. Και γίνονται αητοί και οι καρδιές αητόπουλα. Η κηδεία γίνεται Ανάσταση και Καθαρή Δευτέρα….

Νόμιζα πως καίγομαι ολόκληρος. Ξεκίνησα να γυρίσω στην άρρωστη μάνα μου με την απόφαση να παλέψω και με τα χέρια, και με τα όπλα. Όχι μονάχα με το κλάμα. Το κλάμα δεν είναι αντίσταση. (Και το έκανα. Και το έκαναν κι οι πιο πολλοί απ’ τους παρόντες, από κείνη τη μέρα κι ύστερα).

Γυρίζοντας είδα κόσμο έξω από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο. Πήγα κοντά και κοίταξα. Είχε διαρρυθμίσει πένθιμα τις προθήκες του και το πλήθος διάβαζε, με την πιο βαθιά συγκίνηση, τα ποιήματα και τα αποσπάσματα. Ένα απ’ αυτά έγραφε τους γνωστούς ελπιδοφόρους στίχους:

Ο Ακρίτας είμαι χάροντα
Δεν περνώ με τα χρόνια
Δεν χάνομαι στα Τάρταρα
Μονάχα ξαποσταίνω.
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω.

Μετά γύρισα πίσω. Νομίζω πως έκλαιγα και νομίζω πως πετούσα. Έσφιγγα τα δόντια και μουρμούριζα: 

«Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ!». 

Δεν καλοξέρω ποιον ευχαριστούσα. Μπορεί ακόμα και το θάνατο που άρπαξε τον Παλαμά για ν’ αναστήσει εμένα. Θυμάμαι που έφτασα στον Άγνωστο Στρατιώτη. Κι όλο τον κοίταζα από μακριά, κι όλο του συζητούσα. Είδες ποτέ τρελό; Έτσι ακριβώς. Του έλεγα πως είχα βρει τα αχνάρια του και τα είχα πάρει δρόμο. Κι ένιωθα λεύτερος. Κι ένιωθα φαγωμένος ….

Θυμάμαι που είδα έναν λουστράκο κοντά στ’ ανθοπωλεία. Ήταν βρώμικος και φόραγε κουρέλια. Κι ήταν κουρεμένος με ψαλιδιές και φαίνονταν τα κόκαλά του απ’ την αδυναμία. Και πήγα καταπάνω του, και του έτριψα με τα χέρια το κεφάλι, και του έλεγα πνιχτά: 

«Είμαστε Λεύτεροι, πιτσιρίκο, είμαστε Λεύτεροι!…». 

Και τρέχω ν’ ανακατευτώ με τον κόσμο, και φτάνω στο σπίτι μου. Μόλις έκλεισα την πόρτα, ξαναείπα με ένταση: «Ξελευτερώθηκα, γουρούνια! Είμαι λεύτερος!».

-«Τι λες, γιε μου!», παραξενεύεται η μητέρα.
-«Τίποτα, μάνα», της αποκρίνομαι.

Μετά από λίγες μέρες έγινε το πρώτο μεγάλο συλλαλητήριο…

http://www.lamprakides.gr/blog/?p=1546



Σπύρος Βασιλείου, «Η ταφή του Παλαμά» (ξυλογραφία, 1943)

Πηγές

1 σχόλιο: