Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

«ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!»… και η κυρία πήρε τα χρώματα της Εθνικής και μετά λιποθύμησε…….




Μικροί ήρωες...

Εξάχρονος, ευφυής και ερωτοχτυπημένος! Κι η δημιουργικότητα της σκέψης σου να συγκρούεται μετωπικά με την αυταρχικότητα ενός συντηρητικού –«καμένου» σχολείου που «θυσιάζει τα παιδιά στο βωμό ενός γελοίου συστήματος»…

Αλλά τα χαρισματικά εξάχρονα- «υποκινητές των φασαριών» - είναι τουλάχιστον τρία κι όταν ενώνουν τις δυνάμεις τους, νικητής δεν είναι σίγουρα το σχολείο, η κυρία, ο διευθυντής ή ο σύμβουλος...

«Ηρωικοί όλοι. Μικροί ήρωες. Τους νιώθεις, τους κοιτάς με γλύκα, γιατί αναγνωρίζεις ότι ο καθένας τους –κι ας μοιάζει χαμένος στον κόσμο του, στα πιο ακραία ακραία του - κάνει το καλύτερο που μπορεί ή που αντέχει να κάνει.»

Κι εσύ, που κρατάς ζωντανό το παιδί μέσα σου, θυμάσαι, ξαναζείς «τον πόνο των μπουμπουκιών», «κλαις απαρηγόρητα και γελάς λυτρωτικά».
 
Ενόψει της επετείου του «ΟΧΙ», των πανηγυρικών ομιλιών, παραστάσεων και άλλων εορταστικών σχολικών δεινών…..




Αρχίσαμε τις πρόβες για το «ΟΧΙ

Η Ελένη, που έχει τα πιο μαύρα μαλλιά στην τάξη, θα κάνει την Ελλάδα και η Λορέτα, που έχει ιταλικό όνομα, θα κάνει την Ιταλία. Κανένα κορίτσι δεν δέχτηκε να κάνει την Αλβανία. Ο Σπυράκος είπε ένα κορίτσι να κάνει τη Βόρειο Ήπειρο αλλά η κυρία τον αγριοκοίταξε και του είπε: «Μήπως και τη Βόρειο Ιρλανδία;» Νομίζω ότι η κυρία δεν ξέρει καλή γεωγραφία!

Ο Παναγιώτης θα είναι αρχηγός στους Ιταλούς. Εγώ στους Έλληνες. Ο Παναγιώτης άρχισε να διαμαρτύρεται και να λέει ότι δεν θέλει να είναι αρχηγός των Ιταλών αλλά των Ελλήνων, όμως η κυρία μάς εξήγησε ότι Ιταλοί θα είναι τα ψηλότερα παιδιά της τάξης για να δείξουμε ότι εμείς οι Έλληνες (αυτό το τόνισε), αν και κοντότεροι (αυτό δεν το τόνισε), τους νικήσαμε χάρη στην ανδρεία μας και στο μυαλό μας. Η Στελλίτσα θα κάνει τη νίκη.


Χθες το βράδυ έλεγα με ενθουσιασμό στον μπαμπά μου για το θεατρικό που ετοιμάζουμε. Ο μπαμπάς μού είπε: «Οι Έλληνες δεν νίκησαν τους Ιταλούς αλλά τους φασίστες. Να το πεις στην κυρία σου για να το τονίσει στην παράσταση». Η μαμά μου, που άκουγε τη συζήτηση, αμέσως «κατέβασε» από το ίντερνετ φωτογραφίες με τις στολές που φορούσαν οι Ιταλοί φασίστες και μου τις τύπωσε. «Να τις δώσεις στην κυλία για να λάψει τις στολές», είπε χαρούμενη.




Πήγα χαρούμενος στην πρόβα και άρχισα να λέω για τους φασίστες και ο Παναγιώτης φώναζε ότι Ιταλός μπορεί να δεχτεί να γίνει, γιατί στο κάτω κάτω υπάρχει και η Μίλαν, αλλά φασίστας ποτέ. Μαζί με τον Παναγιώτη φώναζαν και όλοι οι «Ιταλοί», μόνο ο Σπυράκος, που είχε πει για τη Βόρειο Ήπειρο, αν και Έλληνας, είπε ότι θα ήθελε να γίνει φασίστας. Τότε η κυρία φώναξε «Κανείς δεν θα γίνει φασίστας» και ο διευθυντής, που περνούσε εκείνη την ώρα έξω από την τάξη, την άκουσε και της είπε: «Στο διάλειμμα παρακαλώ να έρθετε στο γραφείο μου». Η κυρία έγινε κάτασπρη. «Η κυρία την έβαψε», είπε η Γεωργία. Όλοι συμφωνήσαμε, αν και δεν ξέρω γιατί το λέμε έτσι.

Περιμέναμε με αγωνία την κυρία έξω από το γραφείο του διευθυντή. Η κυρία δεν βγήκε βαμμένη. Μόνο λίγο κλαμένη.

Μερικές φορές είναι δύσκολο να είσαι κυρία.
Μετά το διάλειμμα ο διευθυντής ήρθε στην τάξη. Μας είπε ότι «Σωστά! Οι Έλληνες νίκησαν τη φασιστική Ιταλία», αλλά αυτά θα τα έλεγε εκείνος στην ομιλία του («ομιλία» λέγεται το μάθημα όταν μαθητές είναι οι μεγάλοι). Εμείς θα παίζαμε σαν Εθνική Ελλάδος - Εθνική Ιταλίας. Όλοι καταλάβαμε και συμφωνήσαμε με ενθουσιασμό. Την άλλη μέρα ήρθαμε στην πρόβα με ποδοσφαιρικά παπούτσια.


"Εμείς θα παίζαμε σαν Εθνική Ελλάδος - Εθνική Ιταλίας......"


Ήρθε η μέρα του «ΟΧΙ»

Ήρθε η μέρα του «ΟΧΙ».
Κρυμμένος πίσω από την αυλαία, έβλεπα στην αίθουσα τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, τη φίλη της που «ενδιαφέρεται προσωπικά» για τον παππού μου, τον παππού μου, που μιλούσε συνέχεια με μια κυρία με κόκκινα μαλλιά που καθόταν δίπλα του... «Με ποιον μιλάει η θεία μου;» ρώτησε η Στελλίτσα δείχνοντας την κοκκινομάλλα κι εγώ είπα με καμάρι «Με τον παππού μου» και ήταν σαν να είπα κάτι για άριστα, γιατί η Στελλίτσα μού έδωσε ένα φιλί στο αριστερό μάγουλο.



Μετά ήταν η χορωδία, μετά η απόδοση κειμένων και ποιημάτων από τα παιδιά των μεγάλων τάξεων («απόδοση» είναι όταν διαβάζεις σαν μεγάλος), μετά άρχισε ο κύριος διευθυντής την ομιλία και έλεγε όλο «ΟΧΙ» (που αν εγώ έλεγα τόσα «όχι», ούτε που ξέρω τι τιμωρία θ' άρπαζα), αλλά στο 90΄ το έσωσε γιατί φώναξε «Ναι στην Ελευθερία! Ναι στην Ελλάδα!», ενώ έπρεπε να φωνάξει, όπως κάνουν οι αθλητές όταν κερδίζουν αγώνες, «Για την Ελλάαααααδααααα!», αλλά τέλος πάντων, άρεσε και όλοι οι θεατές τον χειροκρότησαν.

Μετά άρχισε η παράσταση και τα μεγάλα παιδιά παίζαν τους ρόλους, αλλά δεν πολυκαταλάβαινα τι γινότανε γιατί δεν είχαμε κάνει πρόβες μαζί και τώρα ήμουν σε αγωνία μην τυχόν και στο τέλος οι «Ιταλοί», από υπερηφάνεια, δεν μας άφηναν να τους νικήσουμε, γιατί εντάξει, το παιχνίδι ήταν «στημένο» αλλά ποτέ δεν ξέρεις...

«Έπεσε» η μουσική (η κυρία λέει «όταν θα πέσει η μουσική», εγώ ποτέ δεν την είδα να πέφτει) και αρχίσαμε όπως στις πρόβες τον αγώνα. Οι «Ιταλοί» μάς παίζαν μαν-του-μαν ενώ έπρεπε να κλειστούν στα καρέ και να κάνουν κατενάτσιο, εγώ οδηγούσα τους Έλληνες φωνάζοντας «ΑΕΡΑ!»και «COME ON!», η Στελλίτσα πετούσε σαν τη νίκη μια προς τη μεριά των «Ιταλών», μια προς τη μεριά των Ελλήνων, ο αγώνας έμοιαζε αληθινό ντέρμπι, ίσως να είχε και παράταση, ίσως και να κρινόταν στα πέναλτι, αλλά τότε εγώ, σαν αληθινός αρχηγός, πήρα πρωτοβουλία (αυτό δεν ήταν στο σχέδιο της κυρίας) και με τη σημαία σαν μπάλα όρμησα στην αντίπαλη άμυνα και άρχισα με κοφτές τρίπλες να τους περνώ έναν έναν κι έφτασα απέναντι από τον αρχηγό τους, τον Παναγιώτη, που κράταγε τα γκολπόστ Αλβανία και έκανε έξοδο να με ανατρέψει - και θα το κατάφερνε, αλλά η Στελλίτσα σαν μαύρος κύκνος (αυτό δεν ήταν στο σχέδιο της κυρίας) μπήκε ανάμεσα σ' εμένα και στον Παναγιώτη και του έκοψε την έξοδο. 



Μεγαλειώδης Στελλίτσα!

Κάρφωσα την ελληνική σημαία στην Αλβανία κι άρπαξα από το χέρι τη Στελλίτσα- νίκη και την οδήγησα πολύ σοβαρά στα πόδια της Ελλάδας. 

Της έβγαλα τα φτερά για να μην πετάξει ποτέ πια μακριά από την Ελλάδα (ούτε αυτό ήταν στο σχέδιο της κυρίας, αλλά θυμήθηκα μια ιστορία του παππού μου για την Άπτερο Νίκη) και όλα τα παιδιά, Έλληνες και «Ιταλοί» (γιατί και οι «Ιταλοί» Έλληνες ήταν), ανοίξαμε απότομα τα χιτώνιά μας να φανεί από κάτω η φανέλα της Εθνικής που φορούσαμε (αυτή ήταν μια ιδέα που είχα γιατί κανείς δεν ήθελε να κάνει τον Ιταλό) και φωνάξαμε (σωστά, και όχι όπως ο κύριος διευθυντής): 

«ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΕΛΛΑΑΑΑΔΑΑΑΔΑΑΑΑΑΑΑΑ!»

Όλοι οι θεατές όρθιοι μας χειροκροτούσαν και φώναζαν «Για την Ελλάδα!».

Η κυρία κρατούσε την αναπνοή της και άρχισε να παίρνει τα χρώματα της Εθνικής. Πρώτα έγινε μπλε και μετά άσπρη και μετά λιποθύμησε, από συγκίνηση νομίζω.



«ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΑΑΑΔΑΑΑΔΑΑΑΑΑΑΑΑ!»

...θα τιμωρηθούμε «πανηγυρικά»......


ΤΑ πράγματα πάνε πάρα πάρα πολύ άσχημα. Η κυρία θύμωσε τρομερά μαζί μου που της χάλασα τη γιορτή, λέει. Φώναζε μέσα στην τάξη, μάλωνε τ' άλλα παιδιά που «τα παρέσυρα», τα έλεγε μέσα της και «ηλίθια» (το ξέρω γιατί μονολογούσε κι εγώ διάβασα τα χείλη της), και αυτά φοβήθηκαν και όλα άρχισαν να λένε ότι τα παρέσυρα. Μόνο ο Παναγιώτης με υπερασπίστηκε από τ' αγόρια και είπε ότι καλά έκανα και του έκανα το τάκλιν, γιατί αλλιώς δεν θα άφηνε τους Έλληνες να νικήσουν, και η κυρία θύμωσε και μαζί του αλλά εγώ τον κοίταξα και νομίζω ότι μια υπέροχη φιλία άρχισε να γεννιέται μεταξύ μας.

 Βέβαια τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα γιατί η Γεωργία, που πηδούσε και μάζευε τα αυτοκόλλητά-μου-που-τα-έπαιρ-νε-άδικα-ο-Παναγιώτης, μόλις τον έριξα κάτω στην παράσταση, έτρεξε σαν νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού που ήταν και άρχισε να τον περιποιείται. Από τότε είναι αχώριστοι και ο Παναγιώτης συνέχεια πονά στο πόδι του και η Γεωργία συνέχεια τον περιποιείται γιατί, όπως λέει η μαμά μου: «Όλοι οι άνδλες», εκτός απ' τον μπαμπά μου, «είναι παιδιά και θέλουν μια γυναίκα να τους πελιποιείται».

Ίσως ο Παναγιώτης και η Γεωργία όταν μεγαλώσουν να παντρευτούν. Αλλά για να γίνει αυτό, ο Παναγιώτης δεν πρέπει να μείνει παιδί.

Κώστας Μπαλάφας
Η κυρία είπε ότι ο Παναγιώτης κι εγώ θα τιμωρηθούμε «πανηγυρικά» και τότε η Στελλίτσα είπε «Κυλία, θέλω κι εγώ να πάλω μέλος σ' αυτό το πανηγύλι» και τότε η κυρία ξαναπήρε τα χρώματα της Εθνικής και δεν ξέρω τι θα γινότανε αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα και ορμήσαμε έξω και αυτή άνοιξε το κινητό της και μιλούσε μέχρι που τελείωσε το μεγάλο διάλειμμα και αν δεν έχει «what's up» ποιος ξέρει πόσα θα πληρώσει!

Όταν το βράδυ τα έλεγα στους γονείς μου, η μαμά μου είπε «Θα πήλε τον ψυχαναλυτή της», ο μπαμπάς μου θυμωμένα είπε «Δεν είναι όλες εξαρτημένες!» και μετά άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος έχει δίκιο, αλλά κανείς τους δεν είχε δίκιο γιατί, όπως μας είπε την άλλη μέρα, η κυρία πήρε τον Σύμβουλο.΄




«Κυρία, την ακούσατε!» 

«Ο Σύμβουλος», μας είπε η κυρία, «είναι ψυχολόγος και με άκουσε πολύ προσεκτικά και μου είπε να σας τιμωρήσω παραδειγματικά κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ., γιατί είστε μία συμμορία κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ., που θέλετε να ασκείτε βία στους συμμαθητές σας κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ., και επιτίθεστε σ' εμένα που είμαι το σύμβολο της εξουσίας και χλευάζετε τα σύμβολα της πατρίδας κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.», και όλο επαναλάμβανε «Με άκουσε πολύ προσεκτικά» σαν να ήταν κάτι που της συνέβαινε για πρώτη φορά κι εγώ τότε θυμήθηκα μια έκφραση που είχα ακούσει στην τηλεόραση και που νόμισα ότι ταίριαζε με την περίσταση και της είπα «Κυρία, την ακούσατε!» και όρμησε καταπάνω μου πάλι με τα χρώματα της Εθνικής, αλλά ευτυχώς το μπλε γύρισε στο λευκό και λιποθύμησε.

Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, Το πρωτάκι, εκδόσεις Καστανιώτη





Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Ένα ακούραστο και αδηφάγο βλέμμα, Πάλομαρ, Ίταλο Καλβίνο


Ένα βλέμμα που ανακαλύπτει και αποκαλύπτει

Ο Πάλομαρ είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτα. Δεν διαθέτει σώμα, μόνο  σκέψεις  – σκέψεις άλλοτε γεμάτες έκπληξη με όσα συμβαίνουν στη ζωή, άλλοτε συγκαταβατικές κι άλλοτε αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενεςΈνας διανοούμενος «κατ' εξοχήν», ένας ηδονιστής της σκέψης, είρωνας, λεπτολόγος, νευρωτικόςΔεν είναι ποτέ σίγουρος για τον εαυτό του, δεν κατέχει καμιά μοναδική αλήθεια, και δεν φοβάται να αλλάζει άποψη όταν αυτό του επιβάλλει η ζωή και ο κόσμος.

Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου της Καλιφόρνιας «Mount Palomar» δεν είναι καθόλου τυχαία. Το ερευνητικό, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον Κόσμο, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι. 

Ο Πάλομαρ είναι ολόκληρος ένα βλέμμα, ακούραστο και αδηφάγο, που ανακαλύπτει κι αποκαλύπτει τη Φύση, την Πόλη και... τη Σιωπή. Το βλέμμα του παρατηρεί αέναα· όχι μονάχα τον ουρανό· παρατηρεί και το γυμνό στήθος μιας γυναίκας, κι ένα σαμιαμίδι που καταβροχθίζει τα θύματά του, κι ένα κύμα που σκάει στην ακρογιαλιά, και μια βιτρίνα με τα καλύτερα γαλλικά τυριά: κοιτάζει όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, άλλοτε με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού κι άλλοτε με την ηρεμία του σοφού ανθρώπου.

Ως alter ego του Ίταλο Καλβίνο, ο σιωπηρός Πάλομαρ, κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας ν' αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής.



«Μονάχα αφού γνωρίσει κανείς την επιφάνεια των πραγμάτων μπορεί να ψάξει να βρει τι υπάρχει από κάτω. Η επιφάνεια των πραγμάτων όμως είναι ανεξάντλητη».

Ίταλο Καλβίνο, Πάλομαρ, εκδόσεις Αστάρτη
Tο γυμνό στήθος

Ο κύριος Πάλομαρ περπατά κατά μήκος μιας ερημικής παραλίας. Συναντά ελάχιστους κολυμβητές. Μια νέα γυναίκα είναι ξαπλωμένη στην άμμο και κάνει ηλιοθεραπεία με γυμνό το στήθος. Ο Πάλομαρ, άνθρωπος διακριτικός, στρέφει το βλέμμα του προς το θαλάσσιο ορίζοντα. Ξέρει ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις, όταν πλησιάζει κάποιος άγνωστος, οι γυναίκες συνήθως βιάζονται να καλύψουν τη γύμνια τους κι αυτό είναι κάτι που δεν του αρέσει: πρώτα γιατί είναι ενοχλητικό για την κολυμβήτρια που έκανε ήσυχα την ηλιοθεραπεία της· γιατί ο άντρας που περνά αισθάνεται ο ίδιος ενοχλητικός· γιατί το ταμπού της γύμνιας επιβεβαιώνεται καθαρά ακόμα μια φορά· γιατί οι συμβατικότητες που γίνονται σεβαστές κατά το ήμισυ αναπαράγουν αβεβαιότητα και ασυνέπεια στην ανθρώπινη συμπεριφορά αντί ελευθερία και ειλικρίνεια.

Γι' αυτό κι εκείνος, κάθε φορά που βλέπει από μακριά να κάνει την εμφάνιση του το μπρούντζινο-ροζ σύννεφο ενός γυμνού γυναικείου μπούστου, βιάζεται να γυρίσει το κεφάλι του, έτσι ώστε η τροχιά του βλέμματος του να μείνει μετέωρη στο κενό διασφαλίζοντας έτσι το σεβασμό του για τα αόρατα όρια που περιστοιχίζουν τους ανθρώπους.

Όμως —σκέφτεται προχωρώντας και, αφού ο ορίζοντας μπροστά του έχει αδειάσει, αφήνοντας τον οφθαλμικό του βολβό να κινείται πάλι ελεύθερα— εγώ, συμπεριφερόμενος με αυτό τον τρόπο δεν κάνω τίποτα άλλο από το να επιδεικνύω την άρνηση μου να δω, με άλλα λόγια ενισχύω απλώς τη σύμβαση που θεωρεί άνομη τη θέα ενός στήθους, δηλαδή βάζω ένα είδος διανοητικού στηθόδεσμου ανάμεσα στα μάτια μου και το γυμνό στήθος που, χάρη στο εκθαμβωτικό φως που φτάνει στα σύνορα του οπτικού μου πεδίου, μου φάνηκε δροσερό και ευχάριστο στη θωριά του. Το ότι δεν κοιτάζω, επομένως, σημαίνει πως σκέφτομαι αυτή τη γύμνια, πως με απασχολεί, κι αυτό κατά βάθος είναι επίσης μια στάση αδιάκριτη και οπισθοδρομική.

Γυρίζοντας από τον περίπατο του, ο Πάλομαρ περνάει πάλι μπροστά από την κολυμβήτρια, κι αυτή τη φορά κρατάει το βλέμμα του σταθερό μπροστά του έτσι ώστε αυτό ν' αγγίζει ομοιόμορφα τον αφρό των κυμάτων που υποχωρούν, τους σκελετούς των βαρκών που είναι τραβηγμένες στην ξηρά, το σεντόνι των σφουγγαριών που είναι απλωμένα στην άμμο, το ολόγιομο φεγγάρι του ανοιχτόχρωμου δέρματος με τη μελαχρινή άλω της ρόγας, την γκρίζα ακρογιαλιά μπροστά σ' έναν ουρανό γεμάτο ομίχλη.

Να, λοιπόν —αναλογίζεται, ικανοποιημένος από τον εαυτό του ενώ συνεχίζει το δρόμο του,— τα κατάφερα έτσι ώστε το στήθος ν' απορροφηθεί εντελώς από το τοπίο, και το βλέμμα μου να μη βαρύνει περισσότερο από το βλέμμα ενός γλάρου ή μιας μουρούνας.

Herb Ritts 
_______________

Είναι όμως πραγματικά σωστό να φέρομαι έτσι; — σκέφτεται και πάλι,— ή μήπως αυτή η στάση μου υποβιβάζει ένα ανθρώπινο πλάσμα στο επίπεδο των άψυχων πραγμάτων, το αντιμετωπίζει σαν να πρόκειται για ένα αντικείμενο και — ακόμα χειρότερα — θεωρεί αντικείμενο ό,τι σ' αυτό το άτομο ανήκει ειδικότερα στο γυναικείο φύλο; Μήπως συνεχίζω έτσι την πανάρχαιη συνήθεια της υπεροχής του αρσενικού που με τα χρόνια ρίζωσε κι έγινε αυθάδεια;

Κάνει στροφή και επιστρέφει στα βήματά του. Τώρα, αφήνοντας το βλέμμα του ελεύθερο να ταξιδέψει στην ακτή με μια αμερόληπτη αντικειμενικότητα, φέρεται έτσι ώστε, μόλις το στήθος της γυναίκας μπει στο οπτικό του πεδίο, να νιώσει μια διακοπή, μια ξαφνική παρουσία, σχεδόν ένα σπαρτάρισμα. Το βλέμμα προχωρά μέχρι ν' αγκαλιάσει το τσιτωμένο δέρμα, υποχωρεί — λες και εκτιμά, μ' ένα ελαφρύ ανασκίρτημα, την ιδιαιτερότητα αυτής της εικόνας και την αξία που έχει ήδη αποκτήσει — και για μια στιγμή μένει μετέωρο διαγράφοντας μια καμπύλη που συνοδεύει τις ανάγλυφες προεξοχές του στήθους από μια κάποια απόσταση, σαν να ξεφεύγει από αυτό αλλά και σαν να το προστατεύει, για να ξαναπάρει στη συνέχεια το δρόμο του λες και δεν έχει συμβεί τίποτα.

Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο η στάση μου είναι ξεκάθαρη — σκέφτεται ο Πάλομαρ — και δεν επιτρέπει παρανοήσεις. Κι όμως αυτό το υπεράνω όλων πέταγμα του βλέμματός μου δε θα μπορούσε τελικά να παρεξηγηθεί σαν μια στάση αλαζονείας, μια υποτίμηση αυτού που είναι και σημαίνει ένα στήθος, μια πρόθεση να το κρατήσω κατά κάποιο τρόπο σε απόσταση, στο περιθώριο ή σε μια παρένθεση; Να λοιπόν, που κι εγώ με τη σειρά μου απομονώνω το γυναικείο στήθος σ' εκείνο το ίδιο σκοτάδι στο οποίο το είχαν εξορίσει αιώνες ολόκληροι σεξομανιακής αισχύνης και πόθου λες και ήταν αμάρτημα...


Herb Ritts
___________

Μια τέτοια ερμηνεία συγκρούεται με τις καλύτερες προθέσεις του Πάλομαρ, ο οποίος αν και ανήκει σε μια ώριμη γενιά που έμαθε να συνδέει τη γύμνια του γυναικείου στήθους με την ιδέα της ερωτικής οικειότητας, χαιρετίζει με χαρά την αλλαγή ηθών, τόσο για όσα αυτή η αλλαγή σημαίνει σαν απόρροια μιας πιο ανοιχτής νοοτροπίας στην κοινωνία, όσο και γιατί μια τέτοια εικόνα τού είναι ιδιαίτερα αρεστή. Αυτή, λοιπόν, την αθώα του ενθαρρυντική άποψη θα ήθελε να μπορέσει να εκφράσει με το βλέμμα του. 

Κάνει μεταβολή. Με αποφασιστικά βήματα κινείται ακόμα μια φορά προς το μέρος της γυναίκας που εί­ναι ξαπλωμένη στον ήλιο. Τώρα το βλέμμα του, αφού θ' αγκαλιάσει εύκολα το γύρω τοπίο, θα σταματήσει στο στήθος με μια ιδιαίτερη προσοχή αλλά ταυτό­χρονα θα σπεύσει να το εντάξει σ' όλα εκείνα που του γεννούν μια ενθουσιώδη διάθεση καλοσύνης κι ευγνωμοσύνης: τον ήλιο και τον ουρανό, τα κυρτωμέ­να πεύκα και το γιαλό και την άμμο και τα βράχια και τα σύννεφα και τα φύκια, τον κόσμο που γυρίζει γύρω από τις δύο μικρές κορυφές με τα φωτοστέφα­νο.

Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για να καθησυχά­σει εντελώς τη μοναχική κολυμβήτρια και να ξεκα­θαρίσει το χώρο από παραπλανητικά συμπεράσματα. Μόλις όμως πλησιάζει και πάλι, εκείνη σηκώνεται ξαφνικά, καλύπτει τη γύμνια της, αναστενάζει, και απομακρύνεται με μια ενοχλημένη κίνηση της πλά­της σαν να δραπέτευε από την ενοχλητική επιμονή κάποιου σάτυρου.

Το νεκρό βάρος μιας παράδοσης κακοηθειών μάς εμποδίζει να εκτιμήσουμε σωστά τις πιο λαμπρές προθέσεις, καταλήγει με πίκρα ο Πάλομαρ.

Herb Ritts, Sand breasts - Hawaii, 1988
__________

Το σφύριγμα του κότσυφα

Ο κύριος Πάλομαρ έχει την τύχη να περνά τα καλοκαίρια σ' ένα μέρος όπου τραγουδάνε πολλά πουλιά. [...]

Απ' όλα τα κελαηδίσματα των πουλιών ξεχωρίζει το σφύριγμα του κότσυφα που δε συγχέεται με κανένα άλλο. Οι κότσυφες καταφτάνουν πάντα αργά το απόγευμα: είναι δύο, σίγουρα ζευγαρωμένοι, ίσως το ίδιο ζευγάρι του περασμένου χρόνου, όλων των προηγούμενων χρόνων της ίδιας εποχής. 

Κάθε απόγευμα, ακούγοντας ένα σφύριγμα που έχει σαν βάση του δύο νότες να τον καλεί — λες και είναι κάποιος άνθρωπος που θέλει να κάνει γνωστό τον ερχομό του,— ο κύριος Πάλομαρ σηκώνει το κεφάλι του για να δει ποιος τον φωνάζει·  ύστερα θυμάται πως είναι η ώρα των κοτσυφιών. Δεν αργεί να τα διακρίνει: περπατάνε στο λιβάδι λες και είναι δίποδα που πάντα περπατούσαν πάνω στη γη, λες και διασκεδάζουν ψάχνοντας να βρουν αναλογίες με τον άνθρωπο.

Το σφύριγμα του κότσυφα έχει κάτι το ιδιαίτερο: είναι ολόιδιο με το σφύριγμα του ανθρώπου, με το σφύριγμα κάποιου που δεν είναι ιδιαίτερα ικανός να σφυρίζει αλλά που νιώθει κάθε τόσο πως έχει κάποιο λόγο να σφυρίξει έστω για μια μόνο φορά χωρίς πρόθεση να συνεχίσει, και το κάνει μ' έναν αποφασιστικό αλλά σεμνό και γλυκό τόνο, ώστε να εξασφαλίσει την ευμένεια όποιου ακούει.

Μετά από λίγο το σφύριγμα επαναλαμβάνεται — από τον ίδιο κότσυφα ή από το ταίρι του— αλλά πάντα σαν να ήταν η πρώτη φορά που του έρχεται στο νου να σφυρίξει - αν πρόκειται για διάλογο, η κάθε κουβέντα εκστομίζεται μονάχα μετά από πολλή σκέψη. Είναι όμως άραγε διάλογος ή μήπως ο κάθε κότσυφας σφυρίζει για τον εαυτό του και όχι για τον άλλο; Και άραγε —είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση — να πρόκειται για ερωτήσεις και απαντήσεις (στον άλλο ή στον εαυτό του) ή μήπως για την επιβεβαίωση κάποιου — του ίδιου πάντα — πράγματος (όπως η γνωστοποίηση της παρουσίας του, η αναφορά στο γένος, στο σεξ, στο χώρο); Ίσως η αξία αυτής της μοναδικής κουβέντας να βρίσκεται στο γεγονός ότι επαναλαμβάνεται από κάποιο άλλο ράμφος που επίσης σφυρίζει για να μην ξεχαστεί κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της σιωπής.

Ίσως πάλι όλος αυτός ο διάλογος να μην είναι τίποτα άλλο παρά μια αναφορά στο διπλανό ότι «εγώ είμαι εδώ», και το μέγεθος των παύσεων να προσθέτει στη φράση την έννοια ενός «ακόμα», όπως για παράδειγμα «εγώ είμαι ακόμα εδώ, είμαι πάντα εγώ»

Αν όμως βρίσκεται στην παύση και όχι στο σφύριγμα η έννοια του μηνύματος; Αν οι κότσυφες μιλάνε με τη σιωπή τους; (Σ' αυτή την περίπτωση το σφύριγμα θα ήταν μονάχα ένα είδος στίξης, κάτι σαν το «στοπ» των τηλεγραφημάτων). Μια σιωπή, φαινομενικά όμοια με μια άλλη σιωπή, θα μπορούσε να εκφράζει εκατό διαφορετικές προθέσεις- το ίδιο, άλλωστε, μπορεί να συμβαίνει και με ένα σφύριγμα - εύκολα κανείς μπορεί να μιλήσει με τη σιωπή ή το σφύριγμα: το μόνο πρόβλημα είναι να τον καταλάβουν. 

Είναι όμως πιθανό κανένας να μην καταλαβαίνει κανέναν: ο κάθε κότσυφας πιστεύει πως στο σφύριγμά του έβαλε ένα σημαντικό κατά τη γνώμη του νόημα που μονάχα ο ίδιος καταλαβαίνει - ο άλλος του απαντά με κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με όσα είπε ο πρώτος- είναι ένας διάλογος κουφών, μια συζήτηση χωρίς αρχή και τέλος.

"For now we see only a reflection as in a mirror; then we shall see face to face." 1 Corinthians 13:12:

Μήπως όμως οι ανθρώπινοι διάλογοι είναι διαφορετικοί; Στον κήπο βρίσκεται και η κυρία Πάλομαρ που ποτίζει τις βερονίκες. Λέει: 

— Να τοι, μια διατύπωση που μπορεί να θεωρηθεί είτε πλεοναστική (αν υποτεθεί ότι ο σύζυγος κοιτάζει ήδη τους κότσυφες) είτε ακατανόητη (αν υποτεθεί ότι αυτός δεν τους είχε δει) αλλά που θέλει και στις δύο περιπτώσεις να τονίσει ότι η προτεραιότητα στην παρατήρηση των κοτσύφων ανήκει στην κυρία .Πάλομαρ (πράγματι, εκείνη πρώτη τους ανακάλυψε και αποκάλυψε στο σύζυγό της τις συνήθειές τους) και να υπογραμμίσει ότι όπως επίσης η ίδια τόσες φορές παρατήρησε οι κότσυφες εξακολουθούν και έρχονται κάθε χρόνο.

— Σσστ,— κάνει ο κύριος Πάλομαρ, φαινομενικά για να εμποδίσει τη γυναίκα του να τα διώξει με τη δυνατή φωνή της (σύσταση άχρηστη γιατί το ζεύγος των κοτσύφων έχει πια συνηθίσει την παρουσία και τις φωνές του ζεύγους Πάλομαρ) αλλά στην πραγματικότητα για ν' αμφισβητήσει την υπεροχή της συζύγου του δείχνοντας ο ίδιος ένα ενδιαφέρον για τα κοτσύφια πολύ μεγαλύτερο από το δικό της.

Τότε η κυρία Πάλομαρ λέει: —Χτες το πότισα, σήμερα είναι πάλι ξερό,— εννοώντας το χώμα της γλάστρας που ποτίζει, ανακοίνωση κι αυτή περιττή που όμως θέλει ν' αποδείξει —αφού έτσι συνεχίζει να μιλά και ν' αλλάζει συζήτηση — μια πολύ μεγαλύτερη άνεση και οικειότητα με τα κοτσύφια από εκείνη του συζύγου της. 

Πάντως, αυτές οι κουβέντες δημιουργούν στον κύριο Πάλομαρ μια αίσθηση γαλήνης, και νιώθει γι' αυτό υποχρεωμένος στη σύζυγο, γιατί αν εκείνη επιβεβαιώνει ότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τίποτα σοβαρότερο που να τους ανησυχεί, αυτός μπορεί να μείνει απορροφημένος στην εργασία του (ή ψευτοεργασία ή, σουπερεργασία του). 

Αφήνει να περάσει ένα λεπτό κι ύστερα με τη σειρά του προσπαθεί να μεταδώσει κι αυτός ένα καθησυχαστικό μήνυμα, να πληροφορήσει τη σύζυγο ότι η εργασία του (ή υποεργασία ή υπερεργασία του) προχωρά κανονικά: γι' αυτό το λόγο αφήνει να του ξεφύγουν μια σειρά από ξεφυσήματα και μουγκρίσματα: —... λάθος... όλα αυτά... από την αρχή... αυτό μας έλειπε... — ξεσπάσματα που όλα μαζί μεταδίδουν το μήνυμα «είμαι πολύ απασχολημένος», για την περίπτωση που η τελευταία κουβέντα της γυναίκας του περιείχε και μια μασκαρεμένη παρατήρηση του τύπου: «Θα μπορούσες να σκεφτείς κι εσύ μια φορά να ποτίσεις τις γλάστρες».

Προϋπόθεση γι'  αυτές τις προφορικές ανταλλαγές είναι η ιδέα ότι η τέλεια κατανόηση ανάμεσα σε δύο συζύγους τους επιτρέπει να καταλαβαίνονται χωρίς να κάθονται να ξεψειρίζουν το καθετί·  αυτή η αρχή όμως μπαίνει σε εφαρμογή εντελώς διαφορετικά από τον έναν και τον άλλο: η κυρία Πάλομαρ εκφράζεται με ολοκληρωμένες αλλά συχνά σιβυλλικές ή υπαινικτικές φράσεις για να βάλει σε δοκιμασία την ετοιμότητα των νοητικών ειρμών του συζύγου και την ικανότητά του να συντονίζει τις σκέψεις του με τις δικές της (πράγμα, βέβαια, που δε λειτουργεί πάντα)·  ο κύριος Πάλομαρ αντίθετα αφήνει ν' αναδυθούν από τις ομίχλες του εσωτερικού του μονολόγου σκόρπιοι έναρθροι ήχοι, πιστεύοντας ότι έτσι αφήνει να διαφανεί, αν όχι το θάμπος μιας ολοκληρωμένης αντίληψης, τουλάχιστον το ημίφως μιας ψυχικής κατάστασης.

Όμως η κυρία Πάλομαρ αρνείται να δεχτεί πως αυτά τα μουγκρίσματα συνιστούν μια συζήτηση, και για να υπογραμμίσει πως εκείνη δε συμμετέχει, λέει χαμηλόφωνα: —Σσστ! Θα τα τρομάξεις...— επιστρέφοντας στο σύζυγο τη σιωπή που εκείνος πίστεψε πως είχε το δικαίωμα να της επιβάλει, και επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την πρωτοκαθεδρία της όσον αφορά το ενδιαφέρον για τους κότσυφες.

Blackbird's nest in the folded hands of a statue on a graveyard in Berlin, Germany, 1932.
_____________


Έχοντας σημειώσει ένα ρούμπο υπέρ της, η κυρία Πάλομαρ απομακρύνεται. Τα κοτσύφια τώρα τσιμπολογούν στο λιβάδι και σίγουρα θεωρούν τους διαλόγους του ζεύγους Πάλομαρ σαν το αντίστοιχο των δικών τους σφυριγμάτων. Τίποτα δε θα άλλαζε αν και εμείς απλώς σφυρίζαμε, σκέφτεται εκείνος. Στο σημείο αυτό αρχίζει να διαφαίνεται μια πολλά υποσχόμενη προοπτική για τον κύριο Πάλομαρ, ο οποίος πάντα ανησυχούσε με την απόσταση που χωρίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά από το υπόλοιπο σύμπαν. Το όμοιο σφύριγμα ανθρώπου και κότσυφα φαντάζει στα μάτια του σαν μια γέφυρα ριγμένη πάνω από την άβυσσο.

Αν ο άνθρωπος εμπιστευόταν στο σφύριγμα όσα συνήθως εμπιστεύεται στο λόγο, και αν ο κότσυφας μπορούσε να συγκεντρώσει στο σφύριγμα του όλα όσα δεν μπορεί να πει με λόγια για την ύπαρξη του, θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το πρώτο βήμα για να καλυφθεί η διαφορά ανάμεσα... ανάμεσα σε ποια πράγματα αλήθεια; Τη φύση και την κουλτούρα; Τη σιωπή και το λόγο; 

Ο κύριος Πάλομαρ εξακολουθεί να ελπίζει ότι η σιωπή περιέχει κάτι περισσότερο απ' όσα η γλώσσα μπορεί να πει. Αν όμως η γλώσσα είναι πραγματικά ένα τέρμα στο οποίο τείνει να καταλήξει οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο; Ή αντίθετα, αν όλα γύρω μας είναι μονάχα γλώσσα, ήδη από τη γέννηση του κόσμου; Στο σημείο αυτό η αγωνία κυριεύει πάλι τον κύριο Πάλομαρ.

Αφού άκουσε προσεκτικά το σφύριγμα του κότσυφα, τώρα προσπαθεί να το επαναλάβει όσο πιο πιστά μπορεί. Ακολουθεί μια αμήχανη σιωπή, λες και το μήνυμα του εξετάζεται σοβαρά·  ύστερα ακούγεται ένα όμοιο σφύριγμα, που ο κύριος Πάλομαρ δεν ξέρει αν είναι η απάντηση σ' αυτόν ή, αντίθετα, η απόδειξη ότι το σφύριγμα του είναι τόσο διαφορετικό ώστε δεν αναστάτωσε καθόλου τους κότσυφες οι οποίοι ξαναρχίζουν το μεταξύ τους διάλογο σαν να μη συμβαίνει τίποτα.

Συνεχίζουν να σφυρίζουν και ν' αναρωτιούνται αμήχανοι, αυτός και οι κότσυφες.


crows:


Το δάγκωμα της γλώσσας

Σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου όλοι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να διατυμπανίσουν κάποια γνώμη ή κρίση τους, ο κύριος Πάλομαρ απόκτησε τη συνήθεια να δαγκώνει τη γλώσσα του τρεις φορές πριν υποστηρίξει οτιδήποτε. Αν στο τρίτο δάγκωμα της γλώσσας είναι ακόμα πεισμένος για αυτό που ήθελε να πει, το λέει· αν όχι, μένει σιωπηλός. Πράγματι, περνά εβδομάδες ή και μήνες ολόκληρους στη σιωπή.

Δε λείπουν ποτέ οι κατάλληλες ευκαιρίες που τον βοηθάνε να σιωπά·  συχνά όμως τυχαίνει να μετανιώνει γιατί δεν είπε κάτι που θα μπορούσε να πει την κατάλληλη στιγμή. Συνειδητοποιεί ότι τα γεγονότα επιβεβαίωσαν εκείνο που σκεφτόταν, και ότι αν τότε είχε εκφράσει τη σκέψη του, ίσως θα επηρέαζε θετικά —έστω και σ' ένα μικρό βαθμό— αυτά τα γεγονότα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις μοιάζει διχασμένος ανάμεσα στην ικανοποίηση ότι είχε σκεφτεί σωστά και στην ενοχή που του δημιουργεί η υπερβολική επιφυλακτικότητά του. Κι είναι αυτά τα συναισθήματα τόσο δυνατά, ώστε προσπάθησε κάποια φορά να τα εκφράσει με λέξεις· αφού όμως δάγκωσε τη γλώσσα του τρεις φορές, ή μάλλον έξι, πείστηκε ότι δεν έχει κανένα απολύτως λόγο είτε να υπερηφανεύεται είτε να έχει ενοχές.

Το ότι είχε σκεφτεί σωστά δεν είναι κανενός είδους ανδραγάθημα: στατιστικά, μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτο ότι ανάμεσα στις πολλές λαθεμένες, συγκεχυμένες ή και κοινότοπες ιδέες που του έρχονται καθημερινά στο μυαλό, κάποια θα είναι ξεκάθαρη ή και ευφυής· όπως άλλωστε ήρθε στο δικό του μυαλό, θα μπορούσε σίγουρα να έρθει και στο μυαλό κάποιου άλλου.


Πιο πολύπλοκη είναι η αναζήτηση των λόγων που τον σπρώχνουν να μην εκφράζει τη σκέψη του. Σε καιρούς γενικής σιωπής, το να συμμορφώνεται με τη σιωπή των πολλών είναι αναμφισβήτητα μια πράξη ένοχη. Σε καιρούς, αντίθετα, όπου όλοι μιλάνε πολύ, το σημαντικότερο δεν είναι να πεις το σωστό πράγμα — έτσι κι αλλιώς θα χανόταν μέσα στην πλημμύρα των λέξεων — όσο το να το πεις ξεκινώντας από μερικές προκαταρκτικές βάσεις και εμπλέκοντας στη συνέχεια το παιχνίδι των συνεπειών που θα δώσει στα λεγόμενα σου τη μεγαλύτερη δυνατή αξία. Αν όμως η αξία μιας συγκεκριμένης κοινοποίησης βρίσκεται στη συνέχεια και στη συνέπεια της γενικότερης συζήτησης στην οποία η κοινοποίηση αυτή εντάσσεται, τότε η μόνη δυνατή επιλογή για κάποιον είναι να μιλά συνεχώς ή να μη μιλά καθόλου. 

Στην πρώτη περίπτωση ο κύριος Πάλομαρ θα φανέρωνε ότι η σκέψη του δεν αναπτύσσεται ευθύγραμμα αλλά με ζικ-ζακ, με συνεχείς ταλαντεύσεις, αντιφάσεις, επανορθώσεις, μέσα στις οποίες θα χανόταν τελικά η ορθότητα εκείνης της κοινοποίησης του. Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη εναλλακτική λύση, αυτή προϋποθέτει το ταλέντο της σιωπής, ταλέντο ακόμα πιο δύσκολο από το ταλέντο του λόγου.

Πράγματι, ακόμα και η σιωπή μπορεί να θεωρηθεί ομιλία, αφού δεν είναι παρά άρνηση της χρήσης του λόγου που κάνουν άλλοι· η έννοια όμως αυτής της σιωπής-ομιλίας βρίσκεται στις διακοπές της, δηλαδή σε όσα λέγονται κάθε τόσο και δίνουν μια βαρύτητα σε όσα δε λέγονται ποτέ.

Με άλλα λόγια, η σιωπή μπορεί να είναι χρήσιμη για ν' αποκλείει ορισμένες λέξεις ή για να τις φυλάει κάπου παράμερα ώστε να χρησιμοποιηθούν σε μια καλύτερη ευκαιρία. Το ίδιο, μια λέξη που λέγεται σήμερα μπορεί να σε γλυτώσει από εκατό αυριανές λέξεις ή να ανοίξει το δρόμο σε άλλες χίλιες. 

«Κάθε φορά που δαγκώνω τη γλώσσα μου —καταλήγει νοερά ο κύριος Πάλομαρ— πρέπει να σκέφτομαι όχι μόνον όσα πρόκειται να πω ή να μην πω, αλλά και όσα θα ειπωθούν ή δε θα ειπωθούν από μένα ή τους άλλους, αν εγώ μιλήσω ή δε μιλήσω».

 Έχοντας κάνει αυτή τη σκέψη, δαγκώνει τη γλώσσα του και παραμένει σιωπηλός.



Το να τα βάζεις με τους νέους

Σε μια εποχή όπου η έλλειψη ανοχής που δείχνουν οι ηλικιωμένοι για τους νέους και οι νέοι για τους ηλικιωμένους έχει φτάσει στο ακρότατο σημείο, όπου οι ηλικιωμένοι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να συσσωρεύουν επιχειρήματα για να πουν τελικά στους νέους ό,τι τους αξίζει, και οι νέοι δεν περιμένουν παρά αυτές τις ευκαιρίες για ν' αποδείξουν ότι οι ηλικιωμένοι δεν καταλαβαίνουν στην πραγματικότητα τίποτα, ο κύριος Πάλομαρ δεν καταφέρνει να ψελλίσει ούτε μία κουβέντα. Όταν καμιά φορά επιχειρεί ν' ανοίξει συζήτηση, συνειδητοποιεί ότι όλοι τους είναι υπερβολικά προσκολλημένοι στις θέσεις που υποστηρίζουν, και δεν είναι ικανοί ν' ακούσουν όσα αυτός προσπαθεί να ξεκαθαρίσει στον εαυτό του.


Γεγονός είναι ότι εκείνος θα ήθελε, περισσότερο και από το να διατυπώσει μια δική του αλήθεια, να κάνει ερωτήσεις, αλλά καταλαβαίνει ότι κανένας δεν έχει τη διάθεση να ξεφύγει από τις σιδηροτροχιές της κουβέντας του για ν' απαντήσει σε ερωτήσεις που έχουν τις ρίζες τους σε κάποια άλλη κουβέντα και θα τον αναγκάζανε να ξανασκεφτεί τα ίδια πράγματα με άλλες λέξεις, με αποτέλεσμα να βρεθεί πιθανόν σε άγνωστους τόπους, μακριά από τις σίγουρες πεπατημένες διαδρομές.

Ίσως, πάλι, ο κύριος Πάλομαρ να θέλει τις ερωτήσεις να τις κάνουν οι άλλοι σ' αυτόν αλλά και ο ίδιος θα προτιμούσε κάποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις και όχι άλλες· ερωτήσεις στις οποίες θα απαντούσε λέγοντας όσα αισθάνεται ότι μπορεί να πει αλλά και που θα μπορούσε να πει μονάχα αν κάποιος του ζητούσε να τα πει. Όπως όμως και να έχει το πράγμα, κανένας δε σκέφτεται να του ζητήσει τίποτα.

Αφού, λοιπόν, αυτή είναι η κατάσταση, ο κύριος Πάλομαρ περιορίζεται να σκέφτεται μόνος του το πόσο δύσκολο είναι να μιλά κανείς στους νέους.

Σκέφτεται: «Η δυσκολία προέρχεται από το γεγονός ότι ανάμεσα σ' εμάς και σ' αυτούς υπάρχει μια αδιαπέραστη τάφρος. Κάτι συνέβη ανάμεσα στη δική μας και τη δική τους γενιά, μια αλυσίδα εμπειριών έχει σπάσει: δεν έχουμε πια κοινά σημεία αναφοράς».

Ύστερα σκέφτεται: « Όχι, η δυσκολία προέρχεται από το γεγονός ότι κάθε φορά που ετοιμάζομαι να τους κάνω μια παρατήρηση ή μια κριτική ή μια υπόδειξη ή να τους δώσω μια συμβουλή, σκέφτομαι ότι κι εγώ όταν ήμουν νέος τραβούσα σαν μαγνήτης παρατηρήσεις, κριτικές, προτροπές, συμβουλές, και δεν τις άκουγα. Οι καιροί ήταν διαφορετικοί όπως πολλές ήταν και οι διαφορές στη συμπεριφορά, στη γλώσσα, στις συνήθειες - οι νοητικοί μου όμως μηχανισμοί του τότε δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τους δικούς τους σήμερα. Επομένως δεν έχω το δικαίωμα να μιλώ».

Ο κύριος Πάλομαρ ταλαντεύεται αρκετά ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος. Ύστερα αποφασίζει: «Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις δύο θέσεις. Η έλλειψη μιας συνέχειας ανάμεσα στις γενιές οφείλεται στην αδυναμία μας να μεταδώσουμε την εμπειρία μας, να εμποδίσουμε τους άλλους να κάνουν τα σφάλματα που κάναμε εμείς. Η πραγματική απόσταση ανάμεσα στις δυο γενιές δίνεται από τα κοινά στοιχεία τους, τα στοιχεία εκείνα που υποχρεώνουν σε μια κυκλική επανάληψη των ίδιων εμπειριών, όπως παρατηρείται με τη συμπεριφορά των ζώων που μεταδίδεται σαν βιολογική κληρονομιά· ενώ, τα στοιχεία που συγκροτούν την πραγματική διαφορά ανάμεσα σ' εμάς και σ' εκείνους είναι το αποτέλεσμα των αναπόφευκτων αλλαγών που η κάθε εποχή φέρνει μαζί της, δηλαδή εξαρτώνται από την ιστορική κληρονομιά που εμείς οι ίδιοι τους μεταβιβάσαμε, την αληθινή κληρονομιά για την οποία μονάχα εμείς είμαστε υπεύθυνοι, αν και πολλές φορές δεν το συνειδητοποιούμε. 

Γι' αυτό το λόγο δεν έχουμε να διδάξουμε σε κανέναν τίποτα: σε ό,τι μοιάζει περισσότερο με τη δική μας εμπειρία, δεν μπορούμε να ασκήσουμε καμιά επιρροή· σε ό,τι φέρει τη δική μας σφραγίδα, δεν ξέρουμε ν' αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας».


This might look odd, but you would be surprised if you have an open heart, you can relate to more than you might think. And older people are can be very wise and can actually have cool stories that rock..

Το σύμπαν σαν καθρέφτης

Η
 γνώση του πλησίον μας περνάει αναγκαστικά μέσα από τη γνώση του εαυτού μας: και είναι αυτό ακριβώς που λείπει από τον Πάλομαρ. Όχι μόνο χρειάζεται η γνώση αλλά και η κατανόηση, η συμφωνία με το εγώ μας, με τους στόχους και τους παλμούς του, η δυνατότητα δηλαδή να είμαστε αφέντες των κλίσεων και των πράξεων μας, η δυνατότητα να τις ελέγχουμε και να τις κατευθύνουμε και όχι να τις ζορίζουμε και να τις καταπνίγουμε. 

Τα πρόσωπα που θαυμάζει ο Πάλομαρ για την ορθότητα και τη φυσικότητα της κάθε λέξης και κίνησής τους συμβιώνουν ειρηνικά όχι μόνο με το σύμπαν αλλά πρώτα πρώτα με τον εαυτό τους. Επειδή δεν αγάπησε ποτέ τον εαυτό του, ο Πάλομαρ προσπαθούσε πάντα να μη βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του· αυτός είναι ο λόγος που προτίμησε να καταφύγει στους γαλαξίες· τώρα καταλαβαίνει πως έπρεπε να ξεκινήσει κατακτώντας πρώτα μια εσωτερική γαλήνη. Το σύμπαν ίσως και να μπορεί να προχωρήσει κατά το κέφι του, αυτός σίγουρα όχι.

Ο δρόμος που απομένει ανοιχτός είναι ένας μονάχα: από εδώ και πέρα θα αφιερωθεί στη γνώση του εαυτού του, θα εξερευνήσει την εσωτερική του γεωγραφία, θα χαράξει το διάγραμμα των παρορμήσεών του, θα καταλήξει σε κανόνες και θεωρήματα, θα στρέψει το τηλεσκόπιο του στις τροχιές της δικής του ζωής, αντί σ' εκείνες των αστερισμών. «Δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα το ξένο σ' εμάς, παρακάπτοντας τον εαυτό μας —σκέφτεται τώρα,— το σύμπαν είναι ο καθρέφτης, μέσα στον οποίο μπορούμε να μελετήσουμε μονάχα όσα μάθαμε να γνωρίζουμε μέσα μας».

Ανοίγει τα μάτια του: εμφανίζεται μπροστά του ό,τι βλέπει ήδη καθημερινά: δρόμους γεμάτους από ανθρώπους που προχωρούν βιαστικά και αλληλοσπρώχνονται δίχως να κοιτάζονται κατά πρόσωπο, ανάμεσα στα ψηλά, γεμάτα γωνίες και γδαρσίματα τείχη. Στο βάθος, ο γεμάτος αστέρια ουρανός εκπέμπει περιοδικές λάμψεις σαν ξεχαρβαλωμένη μηχανή που ψιθυρίζει διαρκώς και τρίζει στους αλάδωτους αρμούς της, αρμούς που μοιάζουν με τις εμπροσθοφυλακές ενός ετοιμόρροπου, στρεβλού και — όπως αυτός — χωρίς γαλήνη σύμπαντος.

Reflections by Maja Topčagić 
___________


Πώς μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός

Ενώ ετοίμαζαν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε μια μελωδία στον πλαγίαυλο. «Σε τι θα σου χρησιμεύσει;» τον ρώτησαν. «Μα να μάθω αυτή τη μελωδία πριν πεθάνω».

Ο κύριος Πάλομαρ αποφασίζει ότι από δω και πέρα θα ζει σαν να είναι νεκρός, για να δει πώς πάει ο κόσμος χωρίς αυτόν.

Ο
 κόσμος μπορεί θαυμάσια να ζήσει και χωρίς την παρουσία του, και ο ίδιος μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του νεκρό με όλη του την άνεση και μάλιστα χωρίς ν' αλλάξει καμιά από τις συνήθειές του. Πριν, όταν έλεγε «κόσμος» εννοούσε τον κόσμο συν τον εαυτό του· τώρα πρόκειται για τον εαυτό του συν τον κόσμο μείον τον εαυτό του.

Μήπως όμως ο κόσμος μείον ο εαυτός του πάει να πει το τέλος της αγωνίας; Είναι, δηλαδή, ένας κόσμος στον οποίον τα πράγματα συμβαίνουν ανεξάρτητα από την παρουσία και τις αντιδράσεις του, ακολουθώντας ένα δικό τους νόμο ή ανάγκη ή λογική που δεν αφορά τον ίδιο; 

Ένα κύμα χτυπά πάνω στο βράχο, τον σιγοτρώει, κι ύστερα έρχεται ένα άλλο κύμα και μετά ένα άλλο ακόμα - είτε εκείνος υπάρχει είτε όχι, όλα συνεχίζουν κανονικά την πορεία τους. Η ανακούφιση του να είσαι νεκρός θα πρέπει να σημαίνει και αυτό: αφού εκείνη η κηλίδα ανησυχίας που είναι η παρουσία μας έχει εξαλειφθεί, το μόνο πράγμα που μετράει είναι η εξέλιξη και η διαδοχή των πραγμάτων κάτω από τον ήλιο, στην απαθή τους γαλήνη. Τα πάντα είναι ηρεμία ή τείνουν προς την ηρεμία, ακόμα και οι τυφώνες, οι σεισμοί, οι εκρήξεις των ηφαιστείων. Αυτός όμως δεν ήταν ο κόσμος όταν κι εκείνος ήταν εκεί; Τότε που η κάθε καταιγίδα έφερνε μαζί της την ειρήνη του μετέπειτα και προετοίμαζε τη στιγμή που όλα τα κύματα θα χτυπούσαν στην ακτή και ο άνεμος θα εξαντλούσε τη δύναμή του; Ίσως το να είσαι νεκρός σημαίνει πως περνάς στον ωκεανό των κυμάτων που μένουν για πάντα κύματα, άρα δεν έχει νόημα να περιμένεις να καλμάρει η θάλασσα.

from Overdoz on tumblr:

Το βλέμμα των νεκρών έχει πάντα την τάση να εξορκίζει. Τόποι, καταστάσεις, ευκαιρίες είναι συνήθως ίδια με αυτά που κάποιος ήδη γνώριζε, και πάντα νιώθεις ικανοποίηση όταν μπορείς και τα αναγνωρίζεις. Ταυτόχρονα όμως παρατηρούνται διάφορες μικρές ή μεγάλες παραλλαγές, οι οποίες αυτές καθεαυτές θα μπορούσαν και να γίνουν αποδεκτές αν είχαν μια συνεπή λογική εξέλιξη· όμως αποδεικνύονται αυθαίρετες και ανώμαλες κι αυτό είναι ήδη κάτι που ενοχλεί, ιδιαίτερα γιατί ο καθένας μας θέλει πάντα να παρέμβει και να κάνει τις διορθώσεις που του φαίνονται αναγκαίες, και δεν μπορεί να τις κάνει γιατί είναι νεκρός. Το αποτέλεσμα; Μια στάση απώθησης, σχεδόν ενόχλησης, αλλά ταυτόχρονα επάρκειας, σαν του ανθρώπου που ξέρει πως αυτό που μετράει είναι οι εμπειρίες του παρελθόντος του, και πως για όλα τα υπόλοιπα δεν αξίζει τον κόπο να δίνει μεγάλη σημασία. 

Άλλωστε δεν αργεί να κάνει την εμφάνιση του και να επιβληθεί σε κάθε άλλη σκέψη ένα κυρίαρχο συναίσθημα: είναι η ανακούφιση να ξέρεις πως όλα τα προβλήματα είναι προβλήματα των άλλων, δική τους υπόθεση. Τους νεκρούς δε θα έπρεπε να τους ενδιαφέρει πια τίποτα άλλο, γιατί δεν έχουν την υποχρέωση να σκέφτονται - κι αν αυτό μοιάζει με κάτι ανεύθυνο, είναι σ' αυτή τους την ανευθυνότητα που οι νεκροί βρίσκουν τη διάθεση να ευθυμήσουν. [....]

Ο Πάλομαρ δεν υποτιμά τα πλεονεκτήματα που έχουν οι ζωντανοί σε σχέση με τους νεκρούς, όχι όσον αφορά το μέλλον, όπου οι κίνδυνοι είναι πάντα πολύ μεγάλοι και οι ωφέλειες βραχυπρόθεσμες, αλλά όσον αφορά τη δυνατότητα βελτίωσης της μορφής του παρελθόντος. (Εκτός πια κι αν κάποιος είναι εξαιρετικά ικανοποιημένος από το παρελθόν του, περίπτωση που δεν παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δεν αξίζει πολύ τον κόπο ν' ασχοληθεί κανείς με αυτή). 

Η ζωή ενός ατόμου συγκροτείται από ένα σύνολο γεγονότων, από τα οποία το τελευταίο θα μπορούσε και ν' αλλάξει την όλη εικόνα του συνόλου, κι αυτό όχι γιατί μετρά περισσότερο από τα προηγούμενα αλλά γιατί τα γεγονότα εισβάλλουν σε μια ζωή σύμφωνα με μια σειρά που δεν είναι χρονολογική αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις μιας εσωτερικής αρχιτεκτονικής. 

Κάποιος για παράδειγμα, διαβάζει σε ώριμη ηλικία ένα σημαντικό γι' αυτόν βιβλίο που τον κάνει να αναφωνήσει: «Πώς μπορούσα και ζούσα χωρίς να το έχω διαβάσει!» όπως επίσης: «Τι κρίμα που δεν το διάβασα όταν ήμουν νέος!» Αυτές οι δηλώσεις, όμως, δεν έχουν νόημα, ιδιαίτερα η δεύτερη, αφού από τη στιγμή που το ίδιο αυτό άτομο διάβασε εκείνο το βιβλίο, η ζωή του γίνεται η ζωή κάποιου που διάβασε εκείνο το βιβλίο, και δεν έχει καμιά σημασία αν το διάβασε νωρίς ή αργά, γιατί και η ζωή που προηγείται της ανάγνωσης τώρα αποκτά μια μορφή που σφραγίζεται από αυτή την ανάγνωση.

Αυτό είναι το πιο δύσκολο βήμα για όποιον θέλει να μάθει να είναι νεκρός: να πειστεί ότι η ζωή του είναι ένα κλειστό σύνολο, στραμμένο ολόκληρο προς το παρελθόν, στο οποίο κανείς δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα, ούτε να εισαγάγει αλλαγές προοπτικής στη σχέση των διαφόρων στοιχείων. Βέβαια, όσοι συνεχίζουν να ζουν, μπορούν —στη βάση αλλαγών που έζησαν οι ίδιοι— να εισαγάγουν αλλαγές και στη ζωή των νεκρών, δίνοντας μορφή σε ό,τι έμοιαζε άμορφο ή είχε μια διαφορετική μορφή: αναγνωρίζοντας για παράδειγμα ως αληθινό επαναστάτη αυτόν που είχε στιγματιστεί για τις πράξεις του ενάντια στο νόμο, εξυμνώντας ως ποιητή ή προφήτη αυτόν που είχε νιώσει τον εαυτό του καταδικασμένο στη νεύρωση ή στο παραλήρημα. 

Αυτές όμως είναι αλλαγές που μετράνε ιδιαίτερα για τους ζωντανούς. Οι νεκροί, είναι δύσκολο να επωφεληθούν από αυτές. Ο καθένας μας είναι φτιαγμένος από όσα έζησε και από τον τρόπο με τον οποίο τα έζησε, κι αυτό κανένας δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει. Όποιος έζησε υποφέροντας, παραμένει φτιαγμένος από τη δυστυχία του - αν κάποιος θελήσει να του την αφαιρέσει, δε θα είναι πια ο εαυτός του.

Γι' αυτό ο Πάλομαρ ετοιμάζεται να γίνει ένας τζαναμπέτης νεκρός, που δεν ανέχεται την καταδίκη να μείνει έτσι όπως είναι αλλά και που δεν είναι διατεθειμένος να απαρνηθεί τίποτα από τον εαυτό του, ακόμα και ό,τι του είναι βάρος. [...]


:

Αναλογιζόμενος το θάνατο του, ο Πάλομαρ σκέφτεται ήδη το θάνατο των τελευταίων επιζώντων του ανθρώπινου γένους ή των απογόνων ή κληρονόμων του: στην κατεστραμμένη και έρημη γήινη σφαίρα καταφτάνουν οι εξερευνητές ενός άλλου πλανήτη, αποκωδικοποιούν τα ίχνη που καταγράφηκαν στα ιερογλυφικά των πυραμίδων και των διάτρητων καταλόγων των ηλεκτρονικών υπολογιστών η μνήμη του ανθρώπινου γένους ξαναγεννιέται από τις στάχτες της και διαδίδεται σε όλες τις κατοικήσιμες περιοχές του σύμπαντος. Έτσι, από μετάθεση σε μετάθεση, φτάνουμε στη στιγμή εκείνη όπου ο χρόνος αρχίζει να φθείρεται και να διαλύεται σ' έναν άδειο ουρανό, τη στιγμή δηλαδή που και το τελευταίο υλικό έρεισμα της μνήμης της ζωής θα υποβαθμιστεί σε ρεύμα θερμότητας ή θα αποκρυσταλλώσει τα άτομα του στην παγωνιά μιας ακίνητης τάξης.

«Αν ο χρόνος πρέπει να τελειώσει, μπορούμε να τον περιγράψουμε στιγμή προς στιγμή —σκέφτεται ο Πάλομαρ—· την κάθε στιγμή όμως της περιγραφής του, ο χρόνος διαστέλλεται τόσο πολύ, ώστε δε βλέπουμε πια το τέλος του». Αποφασίζει ότι θ' αρχίσει να περιγράφει την κάθε στιγμή της ζωής του, και ότι όσο δε θα έχει τελειώσει την περιγραφή όλων των στιγμών του δε θα σκεφτεί ότι είναι νεκρός. 

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πεθαίνει.

Time:

Ίταλο Καλβίνο, Πάλομαρ, εκδόσεις Αστάρτη,
μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας, Κ. Χαρπαντίδης, Χαλασμένες γειτονιές



Η πόλη που σκιαγραφείται στα τρία αποσπάσματα από το βιβλίο του Κ. Χαρπαντίδη Μανία πόλεως (1993) είναι η Καβάλα, όπως τη διασώζουν από τη μια μεριά οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας του αφηγητή και από την άλλη μεριά η ιστορική μνήμη, στοιχεία της οποίας αξιοποιεί ο συγγραφέας.  

Η Καβάλα, η αλλοτινή καπνούπολη  έγινε πόλη αποστειρωμένη, πόλη δημοσίων υπαλλήλων, πόλη χωρίς πρόσωπο, αντίγραφο τόσων άλλων, που μέσα τους χάνεσαι άνετα. Χωρίς ρίζες, χωρίς προορισμούς.Σαρώθηκαν οι πάντες και τα πάντα απ’ την ανάπτυξηΤη θάλασσα μόνο δεν τόλμησαν να αλλάξουν οι νέοι έποικοι της αστυφιλίας. Αυτήν την θεώρησαν υπεράνω πάσης εκδίκησης και υποψίας.




Μια πόλη χωρίς πρόσωπο...

Χαλασμένες γειτονιές. Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, κάνει το φως πιο κοφτερό και φωτίζει ανελέητα τις πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γιατί χτίστηκαν είτε βιαστικά είτε φθηνά και προπάντων για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη, αφού τη δεκαετία του πενήντα, εποχή που οι άλλες πόλεις γνώριζαν τις λέξεις «αντιπαροχή», «γκαρσονιέρα και μπανιέρα», «θερμοσίφωνο και κοινόχρηστα» αυτή άρχισε να παρακμάζει με την εξαφάνιση του καπνεμπορίου που τη στήριζε. Μέσα σε μια δεκαετία, αυτήν του εβδομήντα, ρήμαξε και κατεδάφισε οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι για να φορέσει αυτό το κοινό κι αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.
         
Όλα τώρα διαμορφωμένα στην τελική τους μορφή, χωρίς την άλμη του καπνού να γλείφει δρόμους και προσόψεις και με την εντύπωση πως σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν.

Τουλάχιστον να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά να κατοικήσουν εκείνοι οι άνθρωποι με το βουισμένο κεφάλι και τις πληγές στο πρόσωπο που άνοιξαν η νύχτα και ο έρωτας.


"Sometimes I feel like I don't have a partner, Sometimes I feel like my only friend is the city I live in, the city of angels, Lonely as I am together we cry"  - Red Hot Chili Peppers "Under the Bridge"
Τις νύχτες, πάνω στα ακανόνιστα πλακάκια του δρόμου, ακούγονται βήματα βαριά
και μια αντρική φωνή ψιθυρίζει «δεν έχει πάρκο για σένα, δεν έχει οδό».



Ο απωλεσθείς παράδεισος της παιδικής ηλικίας

Παιδί κυνηγούσα το παχνίδι και αυτό ολοένα γλιστρούσε.

 Ζούσα με εικόνες κι αναμνήσεις παιχνιδιού, σχεδόν εξορισμένες εξαιτίας της τοποθεσίας της πόλης, της πυκνής δόμησης και των στενών δρόμων. Πουθενά μια αλάνα, ένας κήπος, ένα στάδιο.

Μόνο στο Φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες κι ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού. Γρήγορα ξεφεύγαμε από την επιτήρηση των δασκάλων, σκαρφαλώναμε στις τάπιες κι από κει παίζαμε με την πόλη, που χανόταν σε μια γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο.
         
Το βράδυ πάλι γινόμασταν συμμορίες και τρέχαμε μ' ένα εεεεεε πίσω από σκυλιά που κουτσαίναν κι έναν τρελό που φορούσε φουρκέτες στο κεφάλι, ενώ οι μεγαλύτεροι μας τρόμαζαν με ιστορίες μακάβριες κάτω από τις σκοτεινιασμένες καμάρες. 



        

Φυλακισμένα παιδιά  που αγριεύουν στο παιχνίδι..

Στρέφοντας το βλέμμα στα διαζώματα των πολυκατοικιών, που στριμώχνονται και πνίγουν το καμπαναριό του Αϊ-Γιάννη, δεν απορώ που μας παρέδωσαν μια πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα. Παντού αξιοποίηση.

Μια γωνιά άφησαν αδειανή για όλες τις ανάγκες κι εκεί στριμώχτηκαν το βόλεϊ, το μπάσκετ, το τένις κι οι κούνιες, λιγοστά παγκάκια, ίχνη καχεκτικής χλόης κι ένα παράθυρο στο ανοιχτό Αιγαίο. Τα πρωινά στο μοναδικό πάρκο συνωστίζονται τα φυλακισμένα παιδιά των γύρω πολυκατοικιών και αγριεύουν στο παιχνίδι (θυμάσαι, εμείς, κάποτε, ηρεμούσαμε παίζοντας), το μεσημέρι ο ήλιος και η αρμύρα το ξεραίνουν, για να παραδοθεί αργά το βράδυ στην ημιθανή ερημιά της επαρχίας.


The joy of swinging (1950's).  Loved doing that.

Κ. Ι. Χαρπαντίδης, Μανία πόλεως, Επικαιρότητα


Η αφήγηση ακολουθεί κυκλική τροχιά

Το σημερινό πληγωμένο πρόσωπο της πόλης εξαιτίας της καταστροφικής αξιοποίησης. 
Η παλιά πόλη και η αθεράπευτη νοσταλγία του οριστικά χαμένου.
Τα σημερινά παιδιά φυλακισμένα στην ασφυκτική - πνιγηρή τσιμεντούπολη.

Το σημερινό πρόσωπο της πόλης: τραυματισμένο, γυμνό, σκληρό, εφιαλτικό, κοινό, αδιάφορο, ευτελές. Πυκνή δόμηση, πολυκατοικίες κακόγουστες – αποξενωτικές, στενοί ανήλιαγοι δρόμοι, έλλειψη πρασίνου – χώρων αναψυχής, πολιτιστική αλλοτρίωση, έλλειψη ταυτότητας – μνήμης – σεβασμού στο ιστορικο – κοινωνικό παρελθόν, ισοπεδωτική ομοιομορφία.

Τα συναισθήματα του συγγραφέα: οδύνη, θλίψη, απογοήτευση, οργή, ρομαντική νοσταλγία. 

Η στάση του συγγραφέα: καταδίκη σημερινού πολιτισμού, απόρριψη της προόδου με την έννοια της υποταγής του ανθρώπου στην τεχνολογία-καταναλωτισμό, απόρριψη ενός δήθεν μοντερνισμού που απαξιώνει το παρελθόν, την παράδοση, τις τοπικές ιδιαιτερότητες, ειρωνεία στον τρόπο που χρησιμοποιεί τις έννοιες «ανάπτυξη και «αξιοποίηση» ( = υποβάθμιση, κακοποίηση).

Αίτια υποβάθμισης:
Η ευκαιριακή –χωρίς σχεδιασμό, προοπτική, ευαισθησία και σεβασμό στο ιστορικο-κοινωνικό στίγμα της πόλης ανοικοδόμηση στη δεκαετία του 1970. Η λογική του γρήγορου και εύκολου κέρδους, της «αξιοποίησης» κάθε τετραγωνικού μέτρου που οδήγησε σε οικοδομική αναρχία.

Η εκδίκηση του παρελθόντος / συνέπειες :
Οικολογική καταστροφή, ανθυγιεινή διαβίωση, απομάκρυνση από το φυσικό περιβάλλον, μοναξιά, αποξένωση, απουσία προσωπικών σχέσεων, επιθετικότητα, αίσθημα εγκλωβισμού, μόνωση.

Ο αφηγητής:
Τριτοπρόσωπος παντογνώστης στην 1η και 3η ενοτ.(πληροφοριακός χαρακτήρας: αλλοιώσεις αστικού τοπίου, αίτια, απουσία πρασίνου)

Πρωτοπρόσωπος στη 2η ενοτ: α΄ενικό(αναδρομή στα παιδικά χρόνια, νοσταλγικές μνήμες που πληγώνουν). α΄πληθ (εκπρόσωπος – εκφραστής της γενιάς του)
Β΄πρόσωπο(«θυμάσαι, εμείς κάποτε...»). Ψευδαίσθηση διαλόγου, αμεσότητα, δραματικότητα.

Η γλώσσα – το ύφος:
Γλώσσα ποιητική, εκφραστική, πλαστική, μεταφορική . Ύφος συγκρατημένα λυρικό: Π.χ «μια καμένη προσωπίδα, χωρίς ένδυμα και κόσμημα, ....πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους, γλυκιά ομίχλη από φρέσκο ψωμί, λαδομπογιά και καρνάγιο, ιώδιο και κάρβουνο, ίχνη καχεκτικής χλόης κι ένα παράθυρο ανοιχτό στο Αιγαίο. 
Σε ορισμένα σημεία το ύφος γίνεται ειρωνικό, αιχμηρό, σκληρό:  Π.χ «ρήμαξε, κατεδάφισε, θα μας εκδικηθεί το παρελθόν, φυλακισμένα παιδιά, αγριεύουν, ανάπτυξη, αξιοποίηση.

Αποτέλεσμα:
Αναδεικνύεται έτσι εντονότερα το συγκινησιακό στοιχείο, η συναισθηματική φόρτιση και η πληγωμένη διάθεση του αφηγητή για την κακοποίηση του παραδοσιακού, ανθρώπινου χαρακτήρα της πόλης του. Αν χρησιμοποιούσε γλώσσα πεζή, καθημερινή και αδιακόσμητη, το αφήγημα θα έμοιαζε περισσότερο δοκιμιακό, τεχνοκρατικό και «αποξηραμένο».


 Pierre Jamet , Le grand saut

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ


1.  Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στην αφήγησή του και τα τρία πρόσωπα. Να βρείτε αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σε κάθε ενότητα και να εξηγήσετε τι πετυχαίνει κάθε φορά με τη συγκεκριμένη επιλογή.

2. Η γλώσσα του κειμένου είναι ποιητική και το ύφος λυρικό, καθώς εκφράζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του συγγραφέα για τις αλλοιώσεις που έχει υποστεί η πόλη του. Να βρείτε χαρακτηριστικά παραδείγματα της ποιητικής γλώσσας και τα συναισθήματα που υποδηλώνονται κάθε φορά.

3. Ποια η σημασία για ένα παιδί του παιχνιδιού σε φυσικές συνθήκες/χώρους; Τι συνέπειες μπορεί να έχει η απουσία του παιχνιδιού στην ανάπτυξη και τη ζωή ενός παιδιού; Αναπτύξτε τις απόψεις σας σε 1-2 παραγράφους. Αξιοποιήστε και τις ακόλουθες έννοιες-φράσεις: ζωτική ανάγκη αυτοέκφρασης, απελευθέρωση φαντασίας, κοινωνικοποίηση, συναισθηματική/πνευματική ωρίμανση/ισορροπία, απομόνωση, εσωστρέφεια, αποχαύνωση, πνευματική νωθρότητα.

4. Να διατυπώσετε με λίγα λόγια τις ιδέες/σκέψεις που διατυπώνει άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα και υπαινικτικά ο συγγραφέας-αφηγητής στα παρακάτω σημεία:
  • για να προλάβει η πόλη την ανάπτυξη
  • οτιδήποτε παλιό και σοφό έχτισε σιγά σιγά ο χρόνος και οι άνθρωποι
  • το κοινό και αδιάφορο πρόσωπο που δεν έχεις όρεξη ούτε να το κοιτάξεις, γιατί ξέρεις πως δεν κρύβει εκπλήξεις.
  • σύντομα θα μας εκδικηθεί το παρελθόν
  • Μας παρέδωσαν μια πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα. Παντού αξιοποίηση.

5. Ποια προβλήματα της πόλης αναφέρει ο συγγραφέας στα παρακάτω σημεία;       (Επιγραμματική αναφορά.)

  • Το βουνό γύρω μια καμένη προσωπίδα 
  • κάνει το φως πιο κοφτερό
  • να βρεθεί ένας χώρος με λίγη δροσιά
  • πολυκατοικίες που πληγώνουν τον ουρανό με την ευτέλειά τους
  • διαζώματα των πολυκατοικιών, που στριμώχνονται και πνίγουν το καμπαναριό του Αϊ-Γιάννη
  • πόλη έρημη από πράσινο και πάρκα / μια γωνιά αδειανή για όλες τις ανάγκες / στο μοναδικό πάρκο 

 Pierre Jamet

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Να βρείτε τους  κοινούς θεματικούς άξονες ανάμεσα στο αφήγημα του Κ. Χαρπαντίδη και στα παρακάτω αποσπάσματα: 
Ι

σαν φυλακισμένο αγριμάκι...... 

Όταν ήρθαμε σ' αυτό το σπίτι, το πρώτο πράμα που πήρε το μάτι μου, σαν βγήκα στο μπαλκόνι, ήταν το αντικρινό μπαλκονάκι, που το είχαν περιτριγυρισμένο με σύρμα ως απάνω και έμοιαζε με κοτέτσι ή κλουβί άγριου ζώου. Μέσα σ' αυτό το κλουβί τριγύριζε σαν φυλακισμένο αγριμάκι ένα παιδί κάπου τριών χρονών. Σε μια γωνιά του μπαλκονιού ήταν στοιβαγμένα καταγής παιχνίδια. Παναγιά μου και Χριστέ μου! Τι παιχνίδια και κακό είναι αυτό; Μεγάλα αυτοκίνητα από πλαστικό, κούκλες πελώριες, ελέφαντες, άλογα, όλα νεκρά και άψυχα. Το παιδί όμως δε γυρίζει να τα δει. Με τα δυο του χέρια κρατά το κάγκελο και χώνει το μουτράκι του ανάμεσα, προσπαθώντας να δει τις γάτες που τριγυρίζουν κάτω στην πρασιά. 'Η προσπαθεί να καντζαρώσει το κάγκελο, να γαντζωθεί από το σύρμα, να σκαρφαλώσει πιο ψηλά. Σίγουρα, αν βγάλουν το σύρμα απ' αυτό το μπαλκόνι, το παιδάκι θα σκαρφαλώσει στο κάγκελο και θα βρεθεί κάτω, γιατί του 
έχουν αφαιρέσει την αίσθηση του κινδύνου. [.......]

Εκείνο το παιδάκι στο αντικρινό μπαλκόνι μου ματώνει την καρδιά. 
Δεν μπορώ να το βλέπω σαν ζωάκι πίσω από τα σύρματα. Όταν ήμουνα εγώ στην ηλικία του, ζούσαμε στην Πόλη σ' ένα τριώροφο σπίτι που είχε δυο σκάλες ολόρθες σαν καραβόσκαλες. Πολλές φορές τις ανεβοκατέβαινα μπουσουλώντας, και όμως δεν γκρεμοτσακίστηκα. Ούτε με κλείσανε ποτέ πίσω από τα σύρματα για να με προστατέψουνε. 

Κυκλοφορούσα ελεύθερη στο σπίτι, κι όταν στενοχωριόμουνα, με κάθιζε η γιαγιά μου στο πάτωμα και άδειαζε μπροστά μου τη σακούλα με τα κουμπιά.
Τα κουμπιά που μαζεύουνταν χρόνον-καιρό από παλιά ρούχα που ήτανε για πέταμα. Μ' εκείνα τα κουμπιά θα είχαν παίξει όλα τα παιδιά της οικογένειας. Ίσως και η ίδια η γιαγιά μου. Τι ωραία κουμπιά ήταν εκείνα! Κουμπιά από κόκαλο, κουμπιά από κέρατο ζώου, κουμπιά από σιντέφι και από φίλντισι. Το σιντέφι, μου είχε πει η γιαγιά μου, ήταν από όστρακα. Τα κουμπιά από φίλντισι ήταν από δόντι ελέφαντα —τούρκικα τον ελέφαντα τον λένε φιλ και το δόντι ντις. 
Ώρες ολόκληρες περνούσα παίζοντας, με τέτοια γλύκα που τρέχανε τα σάλια μου.

Άλλες φορές πάλι, με κάθιζε στη σκάφη, έδινε στα χέρια μου για κουπί το μεγάλο ξύλο
 που είχε για να κάνει γυριστό γλυκό, και με έστελνε να πάω να ψαρέψω.



Συχνά μου έδινε καμμένα σπίρτα που μάζευε, με κάθιζε στο τραπέζι να κάνω διάφορα σχέδια πάνω στο τραπεζομάντιλο, ή να κάνω σιδερόδρομο από άδεια σπιρτοκούτια. 
Μου έδινε και τραπουλόχαρτα να κάνω πύργους.

Αν πεις από κούκλες; Άλλο τίποτα.
 Μου έφκιανε κούκλες πάνινες, μεγάλες μεγάλες, χορταστικές και μαλακούτσικες, που να τις παίρνεις στην αγκαλιά σου να τις ζεστάνεις, ακόμα και να κοιμηθείς μαζί. Τις έτοιμες κούκλες που μου φέρνανε τις έσπαζα να δω τι έχουνε μέσα, και η μητέρα μου, για να τις γλιτώσει, τις κάθιζε στον καναπέ του σαλονιού και κλείδωνε την πόρτα. Μμμμμ, σκοτούρα μου. Ανάγκη είχα εγώ εκείνες τις κρύες και νεκρές κούκλες, που τα μαλλιά τους βρωμούσανε ψαρόκολλα! 

Μπορεί τα παιδιά της εποχής μου να τους έλειπαν πολλά πράματα, αλλά είχανε χώρο να
κινηθούν μέσα στο σπίτι. Και το πιο φτωχικό σπιτάκι εκείνης της εποχής είχε περισσότερο εσωτερικό χώρο από το δυάρι της σημερινής πολυκατοικίας. Έπειτα είχανε το δρόμο. Στην Πόλη, συμμορίες παιδιών, το πιο πολύ αγόρια, ξεπερνούσαν πολλές φορές τα σύνορα του μαχαλά τους και χάνουνταν με τις ώρες. Πολλές φορές, στα σύνορα δύο προαστίων μπερδεύουνταν οι εθνικότητες, και άκουες τα παιδιά να μιλούν μιαν απίθανη εσπεράντο από ρωμαίικα, τούρκικα, εβραίικα, αρμένικα. Το 1960, όταν είχαμε πάει με τη Νέλλη στην Πόλη, ανταμώσαμε έναν Τούρκο καπετάνιο μέσα στο βαποράκι που πήγαινε στην Πρίγκιπο και απορήσαμε με τα ωραία ελληνικά του. Τον ρωτήσαμε πού τα έμαθε. '. Εκείνος γέλασε.


— Τα έμαθα παίζοντας με ρωμιόπαιδα στο δρόμο, μας είπε. Το σπίτι μας συνόρευε με ρωμαίικο μαχαλά, και η πρώτη μου αγάπη ήταν ρωμιοπούλα. Εκείνη δεν με καταδέχτηκε, όμως εγώ ως τώρα την αγαπώ.

Οπωσδήποτε τα παιδιά εκείνης της εποχής στην Πόλη ήτανε πιο ευτυχισμένα από τα σημερινά


Μαρία Ιορδανίδου, Η αυλή μας,Βιβλιοπωλείον της Εστίας 


rainy day fun » One time when I was a kiddo I put my friend in a laundry basket and sent her down our stairs... safe to say she smacked her head and was never allowed back in our home... oops. :)

ΙΙ

Στα Δύσκολα......

«Ει, πού πας; Δεν μου 'χες πει ότι στις πέντε θα με πας στα Δύσκολα;» φώναζε στ’ αυτί του Αριστείδη Ζαχμάνογλου ο μικρός Παυλάκης – με μια φωνή επιτακτική που θύμιζε εκπαιδευτή πεζοναυτών σε άσκηση – ενώ ταυτόχρονα τραβούσε με όση δύναμη διέθετε το παντελόνι του πατέρα του. 

Κι είχε τα δίκια του πάνω σ' αυτό ο μικρός αφού την προηγούμενη μέρα, ο Αριστείδης —μέσα στα πλαίσια μιας προγραμματισμένης εβδομαδιαίας ψυχαγωγικής εκπαίδευσης— του είχε τάξει να τον πάει στην παιδική χαρά που βρίσκεται καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από το σπίτι τους, σε μια νησίδα πράσινου, ανάμεσα σε τρεις μεγάλες λεωφόρους. Της έχουν δώσει, δε, από κοινού αυτό το όνομα, όχι, όπως φαντάζεστε, λόγω του ότι είναι δύσκολη, έτσι κι αλλιώς, η προσπέλαση σ' αυτή, όσο γιατί ο Παυλάκης Ζαχμάνογλου —αλλά πολύ, δε, περισσότερο ο πατέρας του— βρίσκει απείρως δυσκολότερη την ενασχόληση με τα διάφορα παιχνίδια που έχουν στηθεί εκεί, προφανώς από κάποια ομάδα αρχιτεκτόνων, με εντελώς σύγχρονες αντιλήψεις επί του θέματος, αφού έχουν τοποθετήσει στο μέρος αυτό κάτι πολύζυγα αυστηρότατα, αντίστοιχες τσουλήθρες και γέφυρες ακαθορίστου σχήματος• δοκούς ισορροπίας και κάτι κούνιες βλοσυρές —ολ’  από ξύλο καμωμένα, άβαφο και από σίδερο αιχμηρό— συνθέτοντας, έτσι, ένα σύνολο, που παραπέμπει, πιο πολύ, σε μια εικόνα υπαίθριου χώρου βασανιστηρίων παρά σε εικόνα χώρου παιχνιδιού και χαράς [........]

Αφού πέρασε λοιπόν στην απέναντι πλευρά της λεωφόρου, ο Αριστείδης με το γιο του και απέκτησε οπτική επαφή με το χώρο των βασανιστηρίων —που του είχε ανατεθεί από τους αρμοδίους ο ρόλος της παιδικής χαράς— ξαφνικά, αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Αντί, λοιπόν, να σέρνει ο ίδιος το μικρό Παυλάκη —όπως έκανε πιο πριν— απ’  το σημείο αυτό και ύστερα, άρχισε πια, να οδηγείται απ’ το γιο του με τον τρόπο, ακριβώς, που οδηγούνται οι ιδιοκτήτες των σκύλων από τα ζώα τους, προς το δέντρο της ανακούφισης, κατά τη διάρκεια των νυκτερινών τους εξόδων. Γι’αυτό και φτάσαν, πολύ γρήγορα, στο σημείο εκείνο όπου υψωνόταν η μεταλλική, απότομη τσουλήθρα, στην οποία και είχε ιδιαίτερη αδυναμία ο μικρός.

Ο χώρος, όμως, γύρω απ’αυτή, είχε καταληφθεί, ήδη, από μια ομάδα πιτσιρικάδων —με τους αντίστοιχους παιδοβοσκούς— που περίμεναν, ανυπόμονα, τη σειρά τους, σε κείνη την τσουλήθρα, σχηματίζοντας μια ουρά, μεγαλύτερη από κείνη της Εθνικής Τράπεζας όταν αποδίδει τις συντάξεις στο τέλος κάθε μήνα, γι’ αυτό κι ο Αριστείδης —επειδή δεν ήταν του χαρακτήρα του να μετέρχεται δολίων μέσων ώστε να παρακάμψει τη σειρά προς όφελός του— αναγκάστηκε να συμμορφωθεί, σαν πρόσκοπος σε εκπαιδευτική εκδρομή, και ν’ ανάψει το πρώτο τσιγάρο της επιχείρησης Τα δύσκολα. Με την ευκαιρία αυτή, αναλογίστηκε και τα παιχνίδια της δικής του παιδικής πανωλεθρίας κάνοντας, μάλιστα, και συγκρίσεις —μάλλον οδυνηρές— των παλαιότερων ψυχαγωγικών επιδόσεων με τις σημερινές.

Θυμήθηκε, λοιπόν —με καλπάζουσα νοσταλγία— τον εκτονωτικό πετροπόλεμο, τα ευεργετικά σκλαβάκια, τη βάρβαρη γουρούνα του απογεύματος, τη δεξιοτεχνική σκλέντζα, τον περιπετειώδη μούκα, τη φροϋδική αναδίπλωση του κρυφτού και τον αποδοτικότατο γιατρό και καταλήφθηκε, ξαφνικά, από ένα είδος μελαγχολίας [.....]

Στους γύρω δρόμους, βέβαια, που κλείνανε από παντού την παιδική χαρά, η σύγχρονη ζωή θορυβούσε, όπως πάντα, αυτή την ώρα, μ’ ανθρώπους βιαστικούς και πανικόβλητους, με μηχανάκια δραστήρια που κάναν ελιγμούς ανάμεσα απ’ αυτοκίνητα όλων των τύπων που κόρναραν δαιμονισμένα, αλλά ο Αριστείδης Ζαχμάνογλου, παρ’όλ’ αυτά, αφέθηκε και μεταφέρθηκε σταδιακά σε χώρο άλλο: σε μια εποχή αθωότητας και ηρεμίας, μια κοινωνία ευγένειας, άλλων ρυθμών και άλλου ήθους, πράγμα που χρειαζόταν το ζήλο και την αστοχία ενός Χριστόφορου Κολόμβου για να την ανακαλύψει κανείς, σ’αυτές τις πόλεις που είμαστε αναγκασμένοι πια να ζούμε και στους ρυθμούς που επιβάλλει στους ανθρώπους ο σύγχρονος τρόπος ζωής.


Ν. Χουλιαράς, Στο σπίτι του εχθρού μου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1995

Σημείωση:

  • μούκας (ο), αυτός που δε μιλάει, ο σιωπηλός.
  • σκλέτζας (ο), υπερβολικά αδύνατος
  • σκλέντζα (η), είδος παιχνιδιού. Αποτελείται από δύο ξύλα: τη «σκλέτζα»  (50) εκ. περίπου και το «σκλετζάρ» που είναι (30) εκ. περίπου 

(ηπειρώτικοι γλωσσικοί ιδιωματισμοί)



Η πρώτη παιδική χαρά του κόσμου στο Wicksteed Park του Northamptonshire κατασκευάστηκε το 1923 από τον Charles Wicksteed, ο οποίος ήθελε να ενθαρρύνει τις οικογένειες να υιοθετήσουν το παιχνίδι στην παιδική χαρά ως μέρος της υγείας και της ευημερίας τους.

ΙΙΙ

........απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας.... 

Η τάξη μας ήταν ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο, και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοί μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δε θα 'ρχόταν η «κυρία».

Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν «αμπάριζα». Ύστερα η «κυρία» διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο, και θα ενοχλούσαν τις «μεγάλες». Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.

Θα πηγαίναμε στο σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Αποκεί θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη· - είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη «Μαγούλα» την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.

Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζομαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη «θα» πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και κάθε στιλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε του αλήτικου ονείρου μας, άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.

Θα μου πείτε, πώς θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια, τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γεμάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά, ώστε να μην μπορούν ν' ανακατευτούν, με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής. Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια, αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ ζαγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε.


Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλο άνθρωπο, αλλιώτικο από σας, ξένο, ένα φίλο, ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φρανς δεν είναι ο «Μικρός Πέτρος». Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ' όνομά του. Θυμηθείτε τα παλιά σας. Είναι σαν μια πνοή καθαρού αέρα.


Μ. Καραγάτσης, Ανέκδοτα νεανικά κείμενα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

«Παίρνω Αμπάριζα και βγαίνω… Μέσα στο Παιχνίδι  ΞΑΝΑμπαίνω! »
«Παίρνω Αμπάριζα και βγαίνω…  »

IV
.....τόση παιδιάτικη αστοχασιά

Το ποδοβολητό και οι σκληριές φτάσαν στο κατακόρυφο — μεσημεριάτικο, την ώρα που ο κόσμος θέλει να ησυχάσει μετά το φαγητό.

Μια γυναίκα έβαλε τη φωνή απ' το κατώφλι της καγκελόπορτας:

- Έ! δεν πάτε να παίξετε και παρακάτω! Παληόπαιδα! 

- Αλτ! πρόσταξε ο αρχηγός.

Σταματήσανε αμέσως, έτσι καθώς βρισκότανε μέσα στο σύννεφο της σκόνης, τα δυο που τρέχανε μπροστά κι αυτά που σέρναν την αντλία και τ' άλλα που συνόδευαν με κραυγές κι αλαλητό. Ο άνεμος παράσερνε τη σκόνη μαζί με ανακατωμένα κουρελόχαρτα.

Ο αρχηγός έσπρωξε λίγο προς τα πίσω τη χρυσαφιά τενεκεδένια περικεφαλαία κι ακούμπησε τις γροθιές του στο γοφό.

- Για να σου πω, της λέει. Βρωμοδουλικό! Ο δρόμος είναι δημόσιος, κανένας δεν ορίζει.

- Πάρε τα μούτρα σου και τράβα μη φωνάξω το γιατρό! στρίγγλισε η γυναίκα.

Τα παιδιά πιάσανε τα γιουχαΐσματα: — Ου, ου, Παπακοκός - Ου, ου Παπακοκός — ου, ου... — Βζζζτνταν! σφύριξε μια πέτρα και βρήκε στην άκρη τη μικρή ταμπέλλα με την επιγραφή: «Χ. Παπακωστόπουλος, Ιατρός».

- Τώρα θα δείτε, βρωμόπαιδα! τους φοβέρισε και μπήκε μέσα με ορμή δίνοντας μια της πόρτας.

- Βρε να πάρ' η ...Ο γιατρός ξέρει τον πατέρα μου. είπε κάποιος από την παρέα. 

- Εμπρός, μαρς! διάταξε ο αρχηγός. 

Ένας από τους μπροστινούς άρχισε να φυσάει στην τρουμπέττα — σαν αυτές του σκουπιδιάρη και του γαλατά — και ξεκίνησαν πάλι με τρεχάματα και βουητό. Μπροστά τους ένα κίτρινο γατί πάσχιζε να ξεφύγει με τσαλίμια, μα σαν είδε το παρακακό σκαρφάλωσε στό βόλτο και νιαούριζε από ψηλά.

—Αλτ!...Αντρέα, είπε αυτός με τη χρυσάφια περικεφαλαία, τρέχα ίσαμε τη γωνιά και κοίταξε μην έρχεται κανένας.

—Αν κάνει πως ξεμυτάει το Παπακοκάκι ο γιος του, θα τον συγυρίσω μια χαρά, μουρμούρισε φεύγοντας ο άλλος. [……]

Εκτός απ' τις μουριές, κάτι χοντροί αθάνατοι στολίζανε το ίσιωμα, σχεδιασμένοι γκριζοπράσινοι πάνω στον ουρανό, ολόρθοι, σπαθωτοί, κι άλλοι σακατεμένοι. Δείχνανε γκριζογάλαζοι από μακριά. Εκεί δίπλα παρατήσαν τα παιδιά το καρροτσάκι με τη μικρή αντλία και στήσανε κουβέντα περιμένοντας, λαχανιασμένοι ακόμα. Ο ιδρώτας λάσπωνε τη σκόνη πάνω στα πρόσωπά τους κι οι περικεφαλαίες αστράφτανε στον ήλιο. […..]
….. φυσάει νοτιάς, κρίμα που ο καιρός χαλνάει! Κι αύριο είναι Κυριακή!...Άλλο σημάδι πως θα βρέξει: ο ήλιος χτυπάει καυτερός για τέτοια εποχή — χθες μόλις μπήκε ο Φλεβάρης.
Μερικοί βγάλανε τις περικεφαλαίες ν' ανασάνουν. Εκτός από του αρχηγού, των αλλωνών είναι από κοινό γκαζοτενεκέ, φτιαγμένες όμως τεχνικά, έτσι που να’ ρχεται στη μέση, κατακούτελα το άστρο της μάρκας του πετρόλαδου. 

-  Κάνει νόημα πως όλα είναι ήσυχα, έκοψε κάποιος την ομιλία πάνω στον καιρό.

Από την άλλη άκρη χειρονομούσε ο Αντρέας. Ο αρχηγός του φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον κοίταζε με κάποιο καμάρι — πάντα έτσι τον κοίταζε — καθώς ροβόλαε προς τα εδώ, ανάλαφρος κι αερικός. [……] 

Εκεί στη μέση του δρόμου, στοιβάζανε ξερόθαμνους, κλωνιά, κομμάτια ξύλα, ό,τι βρέθηκε του χεριού. Ο αρχηγός τα στραβοκοίταξε: —Μιζέριες! Ελάτε δυο μαζί μου, εσύ Αλέκο κι ο Μιχάλης. Πάρτε και το σκοινί με το γάντζο. Εσείς οι άλλοι ανάφτε τη φωτιά. Αντρέα παλικάρι μου, το νου σου στην αντλία.

— Τι θα κάνομε; ρώτησε ο Μιχάλης.

Του έδειξε τα ξερά κλωνιά της περιπλοκάδας πάνω στο μαντρότοιχο. Αν δε γελιέμαι, πάνω απ' αυτό τον τοίχο κάθε άνοιξη μοσχοβολούσε το λεπτό της άρωμα η γκλυσίνα κι έγερνε από ψηλά, ειρηνική και λίγο ξέθωρη, σα ζωγραφιά ιαπωνέζικης βεντάλιας. […]

Ο Μιχάλης τα χρειάστηκε με τα σχέδια του αρχηγού.

— Βρε συ βρε, του λέει, είναι το σπίτι του πρόξενου! Θα βρούμε το μπελά μας!

Εκείνος του πήρε το σκοινί από τα χέρια, το ξετύλιξε, και φέρνοντάς το βόλτα στον αέρα το τίναξε ψηλά και αγκίστρωσε το γάντζο στο σαμάρι του μαντρότοιχου.— Σκουντάτε με από κάτω, τους λέει, και μια και δυο σκαρφάλωσε στον τοίχο.— Η σειρά σου, φώναξε του Αλέκου. Αυτός δεν τα κατάφερνε και τόσο εύκολα, όχι πολύ σίγουρος, λιγότερο ψηλός και πιο κρεατωμένος. Από τότε, μονάχα για κάτι ανούσιες φαντασίες ήτανε καλός. Ο άλλος έσκυψε, του άδραξε το χέρι και τον τράβηξε σιμά του.

Κόβανε βέργες και τις πετούσαν κάτω στη φωτιά. Η φλόγα έγλειφε τον αέρα μέσα σε σπίθες και τριξίματα, ο τόπος γέμισε καπνό. Τα μάτια του αρχηγού γυαλίσανε. 

— Βίρα! τους φώναξε από ψηλά.

Το νερό ξεπήδησε απ' το σωλήνα και τσιτσίριζε πάνω στις φλόγες.


Ο "Jockey" με το άλογο του Αρτεμισίου, π. 150 π.Χ. Αθήνα,
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Τον βλέπω ακόμα το μεγαλουργό διοργανωτή τόσης παιδιάτικης αστοχασιάς. Καβάλα στο σαμάρι του μαντρότοιχου —σαν το παλιό εκείνο χάλκινο μιξοβάρβαρο παιδί πάνω στο κολοβό του άτι, στο μουσείοχειρονομούσε με σφιγμένους γρόθους, αναδευότανε κι αγκομαχούσε — χαχ-χαχ-χαχ — και κάθε τόσο ξέσπαζε μια ιαχή παράτονη σα γέλιο ξωτικού. Ο Κλεόβουλος με  τον Αντώνη αντί να βοηθούν χοροπηδάνε γύρω στη φωτιά. Χλιμίντρισε μέσα στην έξαψή του κι ανατινάχτηκε ορμητικά. 


— Βρε σεις! έβαλε μια φωνή...Στην αναμπουμπούλα πάει η περικεφαλαία. Κάνει να την αρπάξει στον αέρα, γλιστράει από τα χέρια του, κυλάει στην περικοκλάδα – κι’ από κει, κλαρί – κλαρί, μ’ ένα τενεκεδένιο κρότο, σωριάστηκε στο περιβόλι χάμω, από την άλλη μεριά.


Κοσμάς Πολίτης, Eroica, Επιμέλεια Peter Mackridge, Ερμής, Αθήνα 1991


Ερόικα, Μιχάλης Κακογιάννης (1960)

V

Μόνο ένα πράγμα γύριζε συνέχεια στο μυαλό μας: ο ηρωισμός!

Ο πετροπόλεμος, άγνωστος στους σημερινούς εφήβους, δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι. Ήταν άσκηση επιβίωσης, προϋπέθετε σχέδιο, στρατηγική, γνώση της ψυχολογίας του αντιπάλου. Ταυτόχρονα είχε τους κανόνες και το τελετουργικό του, που τηρούνταν με ευλάβεια…


Πετροχώρι λεγόταν το χωριό μας. Πέτρινα ήσαν όλα τα σπίτια, πέτρινοι οι αυλόγυροι. Πέτρινα τα δρομάκια στις ανηφοριές. Πέτρινες οι πεζούλες στα χωράφια, ξερολιθιές. Εμείς τα παιδιά πάντως δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία ότι είχε πάρει το όνομα του απ' τον πετροπόλεμο. Πιστεύαμε πως πετροπολεμιστές σαν κι εμάς δεν υπήρχαν πουθενά σ' ολόκληρη την οικουμένη. Οι φωνές μας αντηχούσαν στα γύρω λαγκάδια και στις ρεματιές. 

«Παραδοθείτε! Είσαστε περικυκλωμένοι!» «Ο Γέρος του Μοριά και τα παλικάρια του δεν παραδίδονται, ρε!»


Ο πετροπόλεμος ήταν φρούτο του καλοκαιριού. Δεν ταίριαζε με τα χιόνια και τις βροχές, ούτε με τις σκοτούρες των βιβλίων. Ήθελε κλειστά σχολεία και ξεγνοιασιά, κοντομάνικα πουκάμισα και ξυπολυσιά. Ήθελε οι γονείς να λείπουν στα χωράφια ολημερίς και να έχουν αφήσει το χωριό να το κυβερνάει η παιδική μας φαντασία και αποκοτιά.

Είχαμε χωρίσει το χωριό στα δύο: Απάνω Ρούγα - Κάτω Ρούγα ή Απάνω Μαχαλάς -Κάτω Μαχαλάς. Μια τεράστια λυγαριά, που στον ίσκιο της υπήρχε ένα παλιό πηγάδι, το Παλιοπήγαδο όπως το λέγαμε, ήταν το σύνορο. Προτιμούσαμε να πεθάνουμε παρά ν' αφήσουμε παιδί της άλλης γειτονιάς να περάσει απ' τη δική μας. Δεν υπήρχε μέρα που να μη δώσουμε κάποια μάχη. Το ζουνάρι μας το είχαμε λυμένο για πετροπόλεμο. 

Κουβαλάγαμε δύο διαφορετικούς κόσμους: τον μέσα μας, που ήταν τρυφερός, με κάποιες μικρές λύπες, μικρούς θυμούς, καρδιοχτύπια και παραπονάκια, και τον έξω μας, που προσπαθούσαμε να φαίνεται σκληρός.

Όταν κάποια παρέα παιδιών απ' την Απάνω Ρούγα πατούσε έστω και μία σπιθαμή δικού μας εδάφους, τρέχαμε και τους φράζαμε τον δρόμο:

«Πού πάτε, ρε; Εδώ είναι δικό μας βιλαέτι.  Έφτυσα!».

Ώσπου να στεγνώσει το σάλιο, έπρεπε να έχουν οχυρωθεί, για να αποκρούσουν την επίθεση που θα εξαπολύαμε. Ήταν άγραφος νόμος του πετροπόλεμου: έπρεπε ο επιτιθέμενος να δώσει λίγο χρόνο στον αντίπαλό του να προφυλαχτεί. Πισώπλατο και απροειδοποίητο χτύπημα απαγορευόταν αυστηρά. Θεωρούνταν μπαμπεσιά και παραβίαση των κανόνων και προκαλούσε σκληρά αντίποινα.



Εκτός από τις «αψιμαχίες», που γίνονταν για εντελώς προσχηματικούς λόγους ή για κάποια μικροπαραβίαση των συνόρων και τις προκαλούσαμε απλώς για να διατηρούμε την πολεμική μας ετοιμότητα, κάθε τόσο δίναμε και μάχες προσυμφωνημένες. Τις λέγαμε «παραμαζώματα», επειδή σκοπός μας ήταν να αναγκάσουμε τους αντιπάλους να εγκα-ταλείψουν τις θέσεις τους και να υποχωρήσουν. Επιδιώκαμε δηλαδή να τους πάρουμε παραμάζωμα. Γι' αυτές τις μάχες κηρυσσόταν γενική επιστράτευση. Οι αρχηγοί των δύο στρατοπέδων έστελναν πρεσβείες, οι οποίες συναντιόντουσαν σε ουδέτερο έδαφος και καθόριζαν τον χρόνο, τον τόπο και όλες τις λεπτομέρειες.

Η κορυφαία κατηγορία των μαχών του πετροπόλεμου ήταν το «ξεμπουντούλωμα». Σε ελεύθερη απόδοση θα λέγαμε: μάχη μέχρι τελικής πτώσεως. Στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, η ακριβής έννοια της λέξης ξεμπουντούλωμα ήταν: το ξεπάστρεμα, η εξολόθρευση, η ολοκληρωτική εξαφάνιση από προσώπου γης. 

Οι νικητές κάθε πετροπολεμικού ξεμπουντουλώματος γράφονταν στη χρυσή βίβλο! Για να φτάσουμε σε τέτοια μάχη, έπρεπε να έχει ξεπεραστεί η κόκκινη γραμμή. Να έχει προσβληθεί βάναυσα η τιμή και η υπόληψη αντιπάλου ή να έχει παραβιαστεί κάποιος θεμελιώδης κανόνας. Πριν το ξεμπουντούλωμα γινόταν συνάντηση των ίδιων των αρχηγών, για να διευθετήσουν μια σειρά σοβαρών ζητημάτων. 

Το σημαντικότερο ήταν ο ορισμός έμπειρων φρουράρχων, ενός από κάθε μαχαλά, οι οποίοι θα ήσαν υπεύθυνοι ασφαλείας και θα κρατούσαν τα μικρά παιδιά - τον άμαχο πληθυσμό - σε μεγάλη απόσταση από τα σημεία διεξαγωγής της μάχης. Επειδή σ' αυτές τις συρράξεις χρησιμοποιούνταν όλος ο... βαρύς οπλισμός, η συμμετοχή παιδιών κάτω των δώδεκα ετών απαγορευόταν αυστηρά. Ορίζονταν και παρατηρητές σε υψώματα, όπως επίσης ορίζονταν και στα παραμαζώματα ώστε αν έβλεπαν να πλησιάζει στο πεδίο της μάχης κάποιος γονιός ή αν ερχόταν, ας πούμε, ο ταχυδρόμος με το άλογο του ή κάποιος ξένος, να δώσουν οπτικό και ηχητικό σινιάλο: με το σήκωμα ενός κόκκινου πανιού και το κουδούνισμα μιας τροκάλας.  Τότε γινόταν προσωρινή ανακωχή, στη διάρκεια της οποίας όλα πάγωναν. Δεν επιτρεπόταν ανασύνταξη δυνάμεων ή ανεφοδιασμός με πολεμοφόδια. Όταν πια απομακρυνόταν ο ανεπιθύμητος επισκέπτης, όλα έπρεπε να ξαναρχίσουν ακριβώς από το σημείο που είχαν σταματήσει. Υπεύθυνος για την τήρηση του παγώματος ήταν ο επόπτης.

 

Ένα τεράστιας σημασίας ζήτημα ήταν η συμπεριφορά απέναντι στους αιχμαλώτους. Μπορούσαμε να τους υποβάλουμε σε βασανιστήρια, αλλά δεν επιτρεπόταν να τους προσβάλουμε, όπως να τους τρίψουμε το πρόσωπο σε ακαθαρσίες ή να τους πάρουμε τα ρούχα και να τους στείλουμε πίσω τσιτσίδι. Τις τιράντες τους βέβαια τις ξεσκίζαμε, τα κουμπιά τους τα ξηλώναμε και τους τα παίρναμε, αλλά τα ρούχα τους ποτέ. Οι όροι της συμφωνίας γράφονταν σε δύο αντίγραφα, υπογράφονταν από τους δύο αρχηγούς και κρατούσε από ένα ο καθένας.

Στις μάχες δίναμε ονόματα που μαθαίναμε στη σχολική ιστορία: Δερβενάκια, Χάνι της Γραβιάς, Μανιάκι. Ανάλογα με τη μάχη, δίναμε προσωρινό όνομα στον αρχηγό μας: Οδυσσέας Ανδρούτσος, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Αθανάσιος Διάκος. Τους εχθρούς μας τους λέγαμε Κιουταχήδες, Μπραΐμηδες, Κιοπρουλήδες. Αλλά κι αυτοί το ίδιο κάνανε. Δίνανε σ' εμάς τούρκικα ονόματα και κρατούσαν τα ονόματα των Ελλήνων ηρώων για την αφεντιά τους.

Μετά το τέλος της μάχης οι νικημένοι τρύπωναν στα σπίτια τους σαν βρεγμένες γάτες. Οι νικητές έκαναν επιβλητική παρέλαση στον κεντρικό δρόμο του χωριού και πανηγύριζαν φτιάχνοντας αυτοσχέδια σατιρικά στιχάκια:


Έχουμ' αρχηγό δερβίση, 
σας λιανίσαμε στη βρύση. 
Κρύψου, κρύψου, κρύ- στ' αμπάρι, 
έχουμ' αρχηγό λιοντάρι.


Όταν πια σουρούπωνε, γινόταν ο απολογισμός. Οι νικητές επαίρονταν για τον ηρωισμό τους κι έγραφαν σε στρατσόχαρτα,  που τα παίρνανε από τα καφενεία, την ημερομηνία, την τοποθεσία και την ονομασία της ιστορικής τους νίκης. Αυτά τα στρατσόχαρτα αποτελούσαν το ιστορικό μας αρχείο και φυλάγονταν από τον αρχηγό σε μέρος μυστικό, για να μην τα κλέψουν οι εχθροί. Μέσα σ' αυτά γραφόταν η ιστορία του πετροπόλεμου. Αν τολμούσαν οι «Κιουταχήδες» να πουν ότι έχουν περισσότερες νίκες από μας, τους τα τρίβαμε στη μούρη και τους βουλώναμε. Δεν μπορούσε ο καθένας να διαστρεβλώνει την ιστορία του πετροπόλεμου! Αντίγραφα από τέτοια στρατσόχαρτα ή από χαρτόνια επικόλλησης μπαχαρικών  τα κρεμούσαμε στην Τρανή Λυγιά, όπως λέγαμε τη λυγαριά που στον ίσκιο της ήταν το Παλιοπήγαδο, για να τους πικάρουμε:


 ΣΙΜΕρα 13 ΙΟΥΛΙ196... 
στι ΜΑΧΙ στο ΠΟΥΣΙ 
ανιξαμε το ΚΙΒΟΥΡΙ  
στους ΛΑΛεουσ ΤΟΥΡΚουσ 
του Απανου μαχαλά. 
ΕΚΛΑψε η μανα το πεδι 
κε το πεδι τη μανα

Οι νικημένοι ανέλυαν τα λάθη στα οποία υπέπεσαν και τους οδήγησαν στην ήττα. Κατόπιν άρχιζαν τα σχέδια για τον επόμενο πετροπόλεμο και έπαιρναν όρκο πως θα ξεπλύνουν την ντροπή.


Όταν δεν είχαμε πετροπόλεμο, γυρίζαμε μέσα στις ρεματιές σαν τα ξωτικά και μαζεύαμε καβούρια. Τα φυλάγαμε σε τενεκέδες, κι όταν πιάναμε κάποιον αιχμάλωτο, τον γυμνώναμε από τη μέση και πάνω και του βάζαμε τα καβούρια στο στήθος ή στην πλάτη του. Αυτά τότε άρχιζαν να παλεύουν μεταξύ τους και γρατσούναγαν το δέρμα του αιχμαλώτου με τα νύχια τους - που ήσαν αιχμηρά σαν ξυράφια - και τον δάγκωναν με τις τεράστιες δαγκάνες τους. Ήταν το αγαπημένο μας βασανιστήριο, γιατί και ο αντίπαλος υπέφερε κι εμείς διασκεδάζαμε με τις καβουρομαχίες.

Όσο για τα ξένα μποστάνια, τα αμπέλια και τα φρούτα, αυτά κυριολεκτικά τα ρημάζαμε. Κι ήταν να μη βρεθεί μπροστά μας φίδι. Το αρπάζαμε αμέσως απ' την ουρά και το χτυπάγαμε κάτω σαν χταπόδι. Μόνο ένα πράγμα γύριζε συνέχεια στο μυαλό μας: ο ηρωισμός! Οι δειλοί δεν είχαν θέση ανάμεσα μας. Τους περιφρονούσαμε...

Δημήτρης Σπύρου, Η μουσική που σταμάτησε τον πετροπόλεμο, εκδόσεις Πατάκη



Οι φωτογραφίες προέρχονται από την ταινία "La guerre des boutons" του Yann Samuell (2011)  


Θέλω να μου μιλήσεις

Στίχοι:  Στέλλα Χρυσουλάκη
Μουσική, Ερμηνεία:  Νένα Βενετσάνου

.
....Θέλω να μου μιλήσεις
Για 'κείνη τη μάντρα του μικρού μας σχολειού
Θέλω να μου μιλήσεις
Για τον πετροπόλεμο στην κάτω γειτονιά....






Οι Ακροβάτες του Κήπου


Καλοκαίρι του 1974 στην Ελευσίνα. Ο Ααρών, ο Στέλιος, ο Άκης, ο Γαλανός και ο Βέροιος είναι μια παρέα παιδιών γύρω στα 11. Είναι οι Ακροβάτες του Κήπου. Τα σχολεία είναι κλειστά. Τα παιδιά περνούν το χρόνο τους με παιχνίδια, μικροδουλειές, βόλτες με τα ποδήλατα. Το παιχνίδι είναι η ίδια τους η ζωή. Σ' αυτό διοχετεύουν τη σωματική τους ενέργεια και όλη τη φαντασία. Η παρέα παίζει και εξασκείται σε μια μεγάλη Δεξαμενή ύδρευσης. Σ' αυτή την πόλη, σ' αυτή τη γειτονιά, ο Ααρών ζει το σημαντικότερο καλοκαίρι της ζωής του. Το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία.



Στα μάτια των «Ακροβατών του Κήπου» τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία συγχέονται δραματικά αλλά και κωμικά. Οι αισθήσεις δεν έχουν χαλιναγωγηθεί από τη λογική. Τα παιδιά είναι παιδιά. Μεγαλώνουν, μαθαίνουν τη ζωή, προσπαθούν ν' ανακαλύψουν τον εαυτό τους λίγο πριν μπουν στον κόσμο των μεγάλων. Τον κόσμο με τις αρχαίες προκαταλήψεις, τα πάθη και τη μοίρα...


Μουσική Νίκος Κυπουργός




Κάθε βουτιά στη δεξαμενή είναι και μια πρόωρη δοκιμή θανάτου. Πίσω τους η κλειστή θάλασσα με τα τάνκερ. Άραγε τι είναι εκείνο που έλκει τα παιδιά στον βυθό της τσιμεντένιας στέρνας; Η τρουμπίνα μια διαρκής απειλή, μια πρόκληση στην μήτρα. Προκρούστης και Μινώταυρος σε ένα σύγχρονο μύθο.

Και ενώ τα παιδιά θα χάνονται στο βάθος της καταραμένης δεξαμενής, η μάνα θα σπαράζει διαβάζοντας τα δυσοίωνα μηνύματα στο σφαγμένο καρπούζι. Στιγμές τραγικής έντασης δοσμένες σε παράλληλα πλάνα. Οι μεγάλοι διορθώνουν τα λάθη τους μέσα από τις ατασθαλίες των μικρών, ενώ τα παιδιά θα ωριμάζουν, μόνα τους , στο σκληρό κόσμο της παιδικής μοναξιάς.

Η βουτιά του Δήμα στην παιδική μνήμη και περιπέτεια έχει το δικό της κόστος. Καμιά επιστροφή στο τόπο της μνήμης στο χώρο της ιστορίας και των αναμνήσεων δεν είναι χωρίς αντίτιμο. Το άδειασμα της στέρνας , στο υπερρεαλιστικό φινάλε, ίσως δηλώνει -αυτοσαρκαστικά - την λύτρωση του σκηνοθέτη από το φάντασμα της παιδικότητας."