Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

"Μεταξύ του θνήσκειν και του μη θνήσκειν διάλεξα την κιθάρα", Pablo Neruda, Estravagario


Για ν’ανεβείς στον ουρανό
χρειάζονται
δυο φτερά,
ένα βιολί,
και κάτι πράγματα
που δε μετριούνται, πού δεν έχουν όνομα, 
πιστοποιητικά ματιού που πάει μακριά και αργά, 
επιγραφή στα νύχια της αμυγδαλιάς, 
τίτλοι της πρωινής χλόης.



Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Νερούδα μου ζήτησε να μεταφέρω ελληνικά το Εστραβαγάριό του, αφού κοιτάχτηκε με παράξενη χαρά με τη Ματίλντε, με την οποία ξεφώνισαν σχεδόν μαζί: «Ελ Έστραβαγάριο, νατουραλμέντε!!!».

Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι το αφιερώνω στον μεγάλο της ποίησής μας, τον Γιάννη Ρίτσο. Το "Εστραβαγάριο" είναι λεπταίσθητα λυρικο-χιουμοριστικό, σαν να 'ρχεται από κλίματα σαν το δικό μας και, όταν το 'γραφε, σαν να ένιωθε πολύ Έλληνας, όλων των εποχών.

Είναι βιβλίο δύσπεπτο για ανθρώπους λιγότερο θρεμμένους με αισθητικές και πνευματικότητες πολύ διυλισμένες, για ανθρώπους που δεν έχουν δημιουργήσει το Διάλογο, όπως η σωκρατική σκέψη, το πιπέρι όπως ο Αριστοφάνης, τα βέλη και τους εξορκισμούς σαν τον Λασκαράτο ή τον Ροΐδη, τη σύλληψη αποχρώσεων και τη διεισδυτικότητα σαν τον Καβάφη..."

Δανάη Στρατηγοπούλου



Ο ποιητής Pablo Neruda και η Δανάη τον Ιανουάριο του 1966 (κατακαλόκαιρο στη Χιλή) στο σπίτι του στην Isla Negra. "Σπάνια άνθρωπος έζησε τόσο ζεστά, έντονα, ενθουσιαστικά, σχεδόν ερωτικά τη φιλία όπως ο Nερούδα για μένα κι εγώ για τον ποιητή"



ΖΗΤΑΩ ΣΙΩΠΗ

Τώρα να μ' αφήνατε ήσυχον 
τώρα συνηθίστε χωρίς εμένα.

Τώρα θα κλείσω τα μάτια μου. 

Και μόνο θέλω πέντε πράγματα
πέντε ρίζες που ξεχωρίζω.

H μια είναι ο έρωτας δίχως τέλος.

Τo δεύτερο είναι να κοιτάζω το φθινόπωρο.
Δεν μπορώ αν δεν πετάνε
και δεν ξαναγυρνάνε τα φύλλα στη γη. 

Το τρίτο είναι ο βαρύς χειμώνας
η βροχή που αγάπησα, το χάδι 
της φωτιάς μέσ' τ άγριο κρύο.

Τέταρτο έρχεται το καλοκαίρι
στρογγυλό σαν καρπούζι.

Το πέμπτο πράμα είναι τα μάτια σου.
Ματίλντε μου, πολυαγαπημένη. 
Δε θέλω να κοιμάμαι χωρίς τα μάτια σου,
δε θέλω να είμαι, αν εσύ δε με βλέπεις: 
εγώ αλλάζω άνοιξη
μόνο γιατί με κοιτάς εσύ. 

Φίλοι, αυτά είναι τα όσα θέλω. 
σχεδόν τίποτα και σχεδόν όλα.

Τώρα, αν θέλετε, πηγαίνετε. 

Έχω ζήσει τόσο που κάποια μέρα
θα πρέπει αναγκαστικά να με ξεχάσετε, 
σβήνοντάς με από τον πίνακα: 
η καρδιά μου υπήρξε ατέρμονη.

Όμως, επειδή ζητάω σιωπή, 
μη νομίσετε πως θα πεθάνω: 
μου συμβαίνει εντελώς το αντίθετο: 
συμβαίνει πως πρόκειται να βιωθώ. 

Συμβαίνει πως είμαι και ότι συνεχίζω. 

Όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί μέσα μου
θα βλαστήσουν δημητριακά, 
πρώτα οι σπόροι που σκίζουνε 
το χώμα για να δούνε το φως.
Όμως η μάνα γη είναι σκοτεινή: 
κι' από μέσα μου είμαι σκοτεινός: 
είμαι σαν πηγάδι που μέσα στα νερά του
αφήνει τ' αστέρια της η νύχτα 
και συνεχίζει στον κάμπο μοναχή. 

Και επειδή έζησα τόσο, 
θέλω να ζήσω άλλο τόσο.

Ποτέ δεν ένιωσα έτσι ηχηρός,
ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά. 

Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς. 
Πετάει το φως με τις μέλισσές του. 

Αφήστε με μόνο μου με την ημέρα. 
Ζητάω την άδεια να γεννηθώ. 




ΚΑΙ  ΠΟΣΟ ΖΕΙ;

Πόσο ζει ο άνθρωπος, επί τέλους;

Ζει χίλιες μέρες ή μονάχα μια;

Μια βδομάδα ή μερικούς αιώνες;

Για πόσον καιρό πεθαίνει ο άνθρωπος;

Τι θα πει «Για Πάντα»;

Επειδή με απασχολεί αυτό το ζήτημα 
βάλθηκα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.

Αναζήτησα τους σοφούς ιερωμένους, 
τους περίμενα μετά την λειτουργία, 
τους παραφύλαξα όταν πήγαιναν 
να επισκεφτούν το θεό ή το Διάβολο.

Πλήξανε με τις ερωτήσεις μου. 
Ούτε και κείνοι ξέρανε καλά - καλά, 
ήταν μονάχα διαχειριστές.

Οι γιατροί με δεχτήκαν
ανάμεσα σε δυο εξετάσεις
μ' ένα νυστέρι σε κάθε χέρι
κορεσμένοι από χρυσομυκίνη,
όλο και πιο απασχολημένοι κάθε μέρα.
Απ' ό,τι κατάλαβα μ' αυτά που λέγαν,
το πρόβλημα είχε ως εξής:
ποτέ δεν πέθανε τόσο μικρόβιο.
Τόννοι ολόκληροι πέφταν.
Αλλά τα λίγα που απομείναν
εκδηλώνονταν σα σατανάδες.
Μ' άφησαν τόσο τρομαγμένο
που έτρεξα να βρω τους νεκροθάφτες.
Πήγα στα ποτάμια που καίγαν
μεγάλα πτώματα ζωγραφιστά,
μικρούς κοκκαλιάρηδες πεθαμένους,
αυτοκράτορες σκεπασμένους
με κρούστες τρομαχτικές,
γυναίκες που μείναν ξάφνου στον τόπο
από μια καταιγίδα νεύρων.
Ήταν όχθες μακαρίτηδων
και ειδικευμένων στη στάχτη.

Όταν μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία 
τους πέταξα μερικές ερωτήσεις. 
Εκείνοι προσφέρθηκαν να με κάψουν: 
ήταν το μόνο που ήξεραν.

Οι νεκροθάφτες του τόπου μου
μου αποκρίθηκαν, πίνοντας τα ποτηράκια τους
«Βρες καμία γερή κοπέλα,
και παράτα τις βλακείες».

Ποτέ δεν είδα τόσο εύθυμους ανθρώπους.

Τραγουδοὐσαν υψώνοντας το ποτήρι 
στην υγεία και στο θάνατο. 
Ήταν μεγάλοι αμαρτωλοί.

Ξαναπήγα σπίτι μου πιο γέρος 
αφού γύρισα όλο τον κόσμο.

Δε ρωτάω κανέναν τίποτα.

Όμως ξέρω κάθε μέρα και πιο λίγο.

suspended in time

ΠΑΕΙ ΠΙΑ Η ΠΟΛΗ


Πώς πηγαίνει το ρολόι χωρίς να βιάζεται
τρώγοντας με τέτοια σιγουριά τα χρόνια: 
οι μέρες είναι μικρά περαστικά σταφύλια, 
οι μήνες ξεθωριάζουνε ξεκρεμασμένοι από το χρόνο. 

Φεύγει, φεύγει, η στιγμή προς τα πίσω, χτυπημένη
απ' το πιο αμετακίνητο πυροβολικό 
και ξαφνικά μένει ένας χρόνος για να του δίνουμε,
ένας μήνας, μια ήμερα, και φτάνει ο θάνατος στο καλαντάρι. 

Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει το νερό πού τρέχει,
δε σταματούσε ούτε μ' αγάπη ούτε με σκέψη,
συνέχισε, συνέχισε να τρέχει ανάμεσα στον ήλιο και τα όντα
και μας εσκότωσε με το περιστροφικό του πέρασμα.

Ώσπου τελικά πέφτουμε μέσα στο χρόνο,
που μας παίρνει και πάμε, νεκροί, 
σωριασμένοι, χωρίς ύπαρξη, μη όντας ούτε σκιά,
ούτε σκόνη, ούτε λέξη. Κι' εκεί όλα σταματάνε
και στην πολιτεία που μέσα της δε θα ζήσουμε πια 
μείναν άδεια τα ρούχα και η περηφάνεια.


jabob sutton

ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ

Τώρα θα μετρήσουμε δώδεκα
και θα μείνουμε όλοι ακίνητοι.

Για μια φορά πάνω στη γη
ας μη μιλήσουμε σε καμιά γλώσσα,
για ένα δευτερόλεφτο ας σταθούμε, 
ας μη σαλέψουμε τόσο τα χέρια.

Θα ήταν ένα λεφτό εξαίσιο
δίχως βιάση, δίχως ατμομηχανές,
όλοι θάμασταν μαζί,
σε στιγμιαία ανησυχία. 

Οι ψαράδες της κρύας θάλασσας
δεν θα κάναν κακό στις φάλαινες
και ο δουλευτής του αλατιού 
θα κοίταζε τα σκασμένα του χέρια.

Αυτοί πού ετοιμάζουν πόλεμους πράσινους,
πόλεμους αερίων, πόλεμους πυρός, 
νίκες δίχως επιζώντες,
θα φορούσαν ένα σεμνό ρούχο 
και θα βαδίζαν με τους αδερφούς τους 
στη σκιά, χωρίς να κάνουν τίποτα. 

Ας μη συγχέουν αυτό που θέλω
με την οριστική αδράνεια:
ζωή είναι μονάχα αυτό που γίνεται, 
δεν έχω τίποτα να κάνω με το θάνατο.

Αν δε μπορέσαμε να ομοφωνήσουμε 
κινώντας τόσο τις ζωές μας, 
ίσως με το να μην κάνουμε τίποτα για μια φορά, 
ίσως μια μεγάλη σιωπή να μπορεί 
να διακόψει τούτη τη θλίψη, 
τούτο το να μην καταλαβαινόμαστε ποτέ, 
το να φοβεριζόμαστε με το θάνατο. 
Ίσως η γη μας δώσει ένα μάθημα 
όταν ενώ το παν φαίνεται νεκρό
σε λίγο το παν νάταν ζωντανό. 

Τώρα θα μετρήσω ως τα δώδεκα 
και συ σωπαίνεις κι' εγώ πηγαίνω.






ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ

Εγώ θα σου βρω ποιον ν' αγαπήσεις, 
πριν πάψεις να είσαι παιδί:
ύστερα είναι δική σου δουλειά ν' ανοίξεις το συρτάρι σου 
και να φας τις ταλαιπωρίες σου.

Έχω έγκλειστες βασίλισσες
σα μέλισσες, στην εξουσία μου,
και συ θα τις δεις μια - μια
πώς ξένουνε το μέλι
για να ντυθούνε στα μήλα,
για να σκαρφαλώσουνε στις κερασιές,
για να πλαντάξουνε από θάμπος.

Σου φυλάω τούτες τις άγριες αρραβωνιαστικές 
που θα υφάνουνε την άνοιξη 
και δεν ξέρουνε τι είναι κλάμα.

Στο ρολόι του καμπαναριού 
κρύψου ὀταν θα παρελαύνουν 
οι φουντωμένες από αμάραντο, 
οι στερνές νιφάδες του χιονιού, 
οι χαμένες, οι νικηφόρες,
οι κιτρινοστεφανωμένες,
οι κατάσκουρες,
και μερικές νωχελικά τρυφερές
πού θα στήσουνε το διάφανο χορό τους,
ενώ άλλες θα περνάνε φλόγινες,
φευγαλέες σα μετέωρα.

Πες μου ποια θέλεις, ακόμα και τώρα. 
Πιο αργά θάναι πια άργά.

Σήμερα πιστεύεις όλα όσα σου ιστορώ.

Αύριο θ' αρνηθείς το φως.

Είμαι αυτός που κατασκευάζει όνειρα, 
και στο σπίτι μου από πέτρα και φτερό 
μ' ένα μαχαίρι κι' ένα ρολόι 
σκίζω τα σύννεφα και τα κύματα, 
και μ' όλα τούτα τα στοιχεία 
ρυθμίζω την καλλιγραφία μου 
και κάνω να μεγαλώνουν όντα χωρίς οδό 
που ακόμα δεν μπορούσαν να γεννηθούν.

Αυτό που εγώ θέλω είναι να σ' αγαπούν 
και να μη γνωρίσεις το θάνατο.



ΜΕ ΚΕIΝΗΝ

Έτσι σκληρός που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με


θα τον ζήσουμε με κέφι.
Δος μου το μικρό χέρι σου:
θ' ανεβούμε και θα υποφέρουμε.
θα πηδήσουμε και θα πονέσουμε.

Είμαστε ξανά το ζευγάρι
που έζησε σε μέρη δασιά
στις άγριες σπηλιές των βράχων.
Έτσι μακρύς που είναι τούτος ο καιρός, περίμενέ με
μ' ένα πανέρι, με το φτυάρι σου,
με τα παπούτσια και τα ρούχα σου.

Τώρα χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο,
όχι μονάχα για τα γαρύφαλλα,
όχι μονάχα για να βρούμε το μέλι:
χρειαζόμαστε τα χέρια μας
για να πλύνουμε και ν' ανάψουμε φωτιά.
Και τότε ας τολμήσει ο σκληρός χρόνος 
να προκαλέσει την απεραντοσύνη 
τεσσάρων χεριών και τεσσάρων ματιών.


«Consolation» by Raphael Soyer ( 1959)


ΟXΙ ΤΟΣΟ ΨΗΛΑ

Αριά και πού
πρέπει να κάνουμε ένα λουτρό τάφου.

Χωρίς αμφιβολία, όλα πάνε καλά
και όλα πάνε άσκημα, χωρίς αμφιβολία.

Πηγαινόρχονται οι ταξιδιώτες, 
μεγαλώνουνε τα παιδιά και οι δρόμοι, 
αγοράσαμε, επιτέλους, και την κιθάρα 
που έκλαιγε μονάχη στη βιτρίνα.

Όλα πάνε καλά, όλα πάνε άσκημα.

Γεμίζουν οι κούπες και φυσικά 
ξαναμένουν άδειες 
και συχνά τα χαράματα 
πεθαίνουν μυστηριωδώς.

Οι κούπες κι' αυτοί που πίναν.

Μεγαλώσαμε τόσο που πια 
δε χαιρετάμε το γείτονα 
και μας αγαπούν τόσες γυναίκες 
που δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. 
Τι ωραία ρούχα έχουμε! 
Και τι ωραίες γνώμες!

Γνώρισα έναν άντρα κίτρινο
που πίστευε τον εαυτό του πορτοκαλί
κι' ένα νέγρο ντυμένον ξανθό.

Βλέπεις, βλέπεις, και τι δε βλέπεις.

Είδα να τιμούν λωποδύτες

σα να ήταν άμεμπτοι κύριοι
κι' αυτό συνέβαινε αλά αγγλικά,
και τους τίμιους τους είδα πεινασμένους
να ψάχνουν για ψωμί στα σκουπίδια.
Εγώ το ξέρω πως κανείς δε με πιστεύει.
Όμως τα είδα με τα μάτια μου.

Πρέπει να κάνουμε ένα λουτρό τάφου
και κάτω απ' την κλειστή γη
να ατενίζεται προς τα πάνω η αλαζονεία.

Και τότε μαθαίνεις να μετράς.
Μαθαίνεις να μιλάς, μαθαίνεις να είσαι.
ίσως δε θάμαστε τόσο τρελοί,
ίσως δε θάμαστε τόσο μυαλωμένοι.
θα μάθουμε να πεθαίνουμε.
Να είμαστε χώμα, να μην έχουμε μάτια,
να είμαστε ένα λησμονημένο επώνυμο.

Είναι κάτι ποιητές τόσο μεγάλοι 
που δε χωράνε σε μια πόρτα 
και κάτι σβέλτοι επιχειρηματίες 
που δε θυμούνται τη φτώχεια.

Έχει γυναίκες που δε θα μπούνε 
απ' το μάτι ενός κρεμμυδιού, 
και είναι τόσα πράματα, τόσα πράματα, 
κι' είναι έτσι, και δεν ειν' έτσι.

Αν δε θέλουν, ας μη με πιστέψουν ούτε σταλιά. 
Θέλησα μόνο κάτι να τους δείξω.

Είμαι καθηγητής της ζωής, 
περιπλανώμενος σπουδαστής του θανάτου, 
κι αν αυτό που ξέρω δεν τους χρησιμεύει, 
δεν είπα τίποτα εκτός από όλα.


Angel statue

ΤΕΛΕΙΑ

Δεν υπάρχει χώρος πιο πλατύς απ' τον πόνο.
Δεν υπάρχει άλλο σύμπαν από αυτό που αιμορραγεί


I like how the picture is gray on the outside of her body, but the cracks show yellow and red, which maybe show how much power is on the inside but none shown on the outside http://www.huffingtonpost.com/2014/04/03/being-stressed-out_n_5071642.html

Ο ΦΟΒΟΣ

Όλοι μου λένε να κάνω πηδήματα 
γιατί τονώνουν. Και να παίζω ποδόσφαιρο, 
να τρέχω, να κολυμπάω και να πετάω. 
Πολύ ωραία.

Με συμβουλεύουν να αναπαύομαι. 
Όλοι μου συνιστούν γιατρούς, 
κοιτώντας με με σημασία. 
Τι συμβαίνει;

Όλοι με συμβουλεύουν να ταξιδέψω, 
να μπω, να βγω, να μην ταξιδεύω, 
να πεθάνω, να μην πεθάνω. 
Δεν πειράζει.

Όλοι βλέπουν τις δυσκολίες 
των ξαφνιασμένων σπλάχνων μου 
μέσ' από ραδιοφριχτά πορτραίτα. 
Δεν είμαι σύμφωνος.

Όλοι τσιμπάνε την ποίησή μου
με ακαταμάχητα πιρούνια
αναζητώντας, χωρίς αμφιβολία, κάποια μύγα.
Φοβάμαι.

Φοβάμαι όλο τον κόσμο, 
το κρύο νερό, το θάνατο. 
Όπως όλοι οι θνητοί 
δεν έχω αναβολή.

Γι' αυτό τις σύντομες τούτες μέρες 
δε θα τους πάρω στα σοβαρά, 
θα ανοιχτώ και θα κλειστώ 
με τον πιο άσπονδο εχθρό μου, 
τον Πάβλο Νερούδα.

from within


ΚΑΠΟΙΑ ΚΟΥΡΑΣΗ

Δε θέλω να είμαι κουρασμένος μονάχος, 
θέλω μαζί με μένα να κουράζεσαι κι' εσύ. [...]

Είμαι κουρασμένος με τη σκληρή θάλασσα 
και με τη μυστηριώδη γη. 
Είμαι κουρασμένος με τις κότες: 
ποτέ δε μάθαμε τι σκέφτονται, 
και μας κοιτάζουν με μάτια στεγνά 
χωρίς να μας δίνουν σημασία.

Σε προσκαλώ για μια φορά
να κουραστούμε από τόσα πράγματα,
από τα σκάρτα απεριτίφ
και την καλή ανατροφή.

Ας κουραστούμε μην πηγαίνοντας στη Γαλλία,
ας κουραστούμε τουλάχιστον
μια ή δυο μέρες τη βδομάδα
που πάντα ονομάζονται το ίδιο
και που σαν πιάτα στο τραπέζι
μας ακουμπάνε χωρίς λόγο
και μας σηκώνουνε άδοξα. [...]

Έχω δει μερικά μνημεία 
που 'χουν στήσει στους τιτάνες 
τους γάιδαρους της ενεργητικότητας. 
Βρίσκονται εκεί, ασάλευτοι 
με τα σπαθιά τους στο χέρι 
πάνω στα θλιβερά τους άλογα. 
Έχω μπαϊλντίσει με τα αγάλματα. 
Δεν το μπορώ πια τόσο λιθάρι.

Αν εξακολουθήσουμε γεμίζοντας έτσι 
με ασάλευτους τον κόσμο, 
πώς θα ζήσουνε οι ζωντανοί;

Κουράστηκα με τις θύμησες.

Θέλω, όταν ο άνθρωπος γεννιέται, 
ν' ανασαίνει τα λουλούδια, 
το φρέσκο χώμα, την άψογη φωτιά 
κι' όχι αυτό που όλοι ανασάναν.

Αφήστε ήσυχους αυτούς που γεννιούνται! 
Αφήστε τόπο για να ζήσουν! 
Μην τους τα 'χετε όλα σκεφτεί, 
μην τους διαβάζετε το ίδιο βιβλίο, 
αφήστε τους ν' ανακαλύψουνε την αυγή 
και να δώσουνε όνομα στα φιλιά τους.

Θέλω να κουραστείς μαζί με μένα 
για κάθε τι καλοκαμωμένο, 
με κάθε τι που μας γερνάει, 
με κάθε τι που το 'χουν ετοιμάσει 
για να κουράσουν τους άλλους.

Ας κουραστούμε μ' αυτό που σκοτώνει 
και μ' αυτό που δε θέλει να πεθάνει.


Baby bookworm.


ΟΣΑ  ΓΙΝΟΝΤΑΙ  ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ

Μέσα σε μια μέρα θα ιδωθούμε.

Όμως σε μια μέρα μεγαλώνουν πράγματα,
πουλιούνται σταφύλια στο δρόμο,
αλλάζει το φλούδι της ντομάτας,
το κορίτσι που σ' άρεσε
δεν ξαναγύρισε πια στο γραφείο.

Αλλάξανε ξαφνικά τον ταχυδρόμο, 
οι επιστολές πια δεν είναι οι ίδιες.

Μερικά χρυσά φύλλα, και άλλαξε 
το δέντρο: έγινε τώρα παραλής.

Ποιος να μας το 'λεγε πως η γη
με τη γέρικη φλούδα της αλλάζει τόσο; 
Έχει περισσότερα ηφαίστεια από χτες, 
ο ουρανός έχει καινούργια σύννεφα, 
τα ποτάμια κυλάν με άλλον τρόπο. 
Κι' έξω απ' αυτό, και τι δε χτίζουν! 
Εγώ έχω εγκαινιάσει εκατοντάδες 
λεωφόρους, χτίρια, 
γεφύρια απάτητα και κομψά 
σαν πλοία ή σαν βιολιά.

Γι' αυτό όταν σε χαιρετώ 
και φιλώ το λουλουδένιο στόμα σου 
τα φιλιά μας είναι άλλα φιλιά 
και τα χείλη μας άλλα χείλη.

Χαίρε, αγάπη μου, χαίρε για όλα 
όσα μαραίνονται κι' όσα ανθίζουν.

Χαίρε για χτες και για σήμερα, 
γι' αύριο και για προχτές.

Χαίρε για το ψωμί και για την πέτρα, 
Χαίρε για τη φωτιά και τη βροχή.

Γι' αυτό πού αλλάζει, γεννιέται, μεγαλώνει, 
αναλώνεται και ξαναγίνεται φιλί.

Χαίρε για ό,τι έχουμε από αέρα 
και για ό,τι έχουμε από γη.

Όταν μαραίνεται η ζωή μας
δε μένει άλλο από τις ρίζες
κι' ο άνεμος είναι κρύος σαν το μίσος.

Τότε αλλάζουμε δέρμα, 
νύχια, αίμα, ματιά, 
και συ με φιλάς, και γω βγαίνω 
και πουλάω φως στους δρόμους.

Χαίρε για τη νύχτα και τη μέρα
και για τις τέσσερες εποχές της ψυχής.



ΑΣ ΒΓΟΥΜΕ

Ο άνθρωπος είπε ναι χωρίς να ξέρει
να καθορίσει για τι επρόκειτο,
και ανέχτηκε και ταλαιπωρήθηκε
και δεν ξαναβγήκε πια απ' το περίβλημά του
κι έτσι είναι, όλο και πέφτουμε
μέσα στο πηγάδι των άλλων όντων 
κι έρχεται μια κλωστή και μας τυλίγει το λαιμό
κι άλλη πάει γυρεύοντας το πόδι μας
και πια δε γίνεται να περπατήσουμε παρά μόνο μέσα στο πηγάδι: 
κανένας δε μας τραβάει από τους άλλους ανθρώπους. 

Φαίνεται πως δεν ξέρουμε να μιλάμε

φαίνεται υπάρχουν λέξεις που φεύγουν

και δεν μένουνε, που φύγαν και άφησαν

εμάς με τις παγίδες και τις κλωστές.



Και ξάφνου να, δεν ξέρουμε πια
για τι πρόκειται, αλλά είμαστε πια μέσα
και πια δε κοιτάζουμε
όπως όταν παίζαμε, παιδιά,
μας σώθηκαν πια εκείνα τα μάτια,
τα χέρια μας βγαίνουν από άλλα μπράτσα.

Γι' αυτό όταν κοιμάσαι ονειρεύεσαι μονάχος σου,
και τρέχεις λεύτερος μέσα στις στοές
ενός μόνο ονείρου που σου ανήκει
και ας ήτανε να μην έρχονταν να μας κλέβουν όνειρα,
ας ήταν να μη μας τύλιγαν στο κρεβάτι.
Να κρατήσουμε τη σκιά
για να δούμε αν απ' το σκοτάδι
μπορούμε να βγούμε και να ψαχουλέψουμε στους τοίχους
και να παραφυλάξουμε το φως για να το τσακώσουμε
κι' έτσι μια για πάντα 
να μας ανήκει ο ήλιος της κάθε μέρας.




ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ


Καταλαβαίνω πως τώρα ίσως
να 'μαστε βαριά μόνοι
και προτείνω να ρωτήσω διάφορα πράγματα: 
θα μιλήσουμε σαν άντρας σε άντρα.

Με σένα, με κείνον που περνάει,
μ' αυτούς που γεννηθήκαν χτες, 
μ' όλους αυτούς που πεθάναν,
και μ' αυτούς που θα γεννηθούν αύριο, 
θέλω νά μιλήσω χωρίς ν' ακούει κανείς, 
χωρίς την παντοτινή οχλοβοή, 
χωρίς τα πράγματα να παραμορφώνουνται 
στα αυτιά του δρόμου.

Πού λες λοιπόν από πού κι' ως πού;
γιατί σου κατέβηκε να γεννηθείς; 
Ξέρεις πως η γη είναι μικρή 
μόλις όσο ένα μήλο, 
σαν ένα σκληρό πετραδάκι, 
και πως σκοτώνονται τ' αδέρφια
για μια χούφτα χώμα; 

Για τους νεκρούς υπάρχει γη!

Θα το ξέρεις κι όλας — ή θα το μάθεις —
ότι ο χρόνος είναι μόλις μια μέρα
και μια μέρα είναι μόνο μια σταγόνα;

Πώς θα πορεύεσαι, πώς πορεύτηκες;

Κοινωνικός, κοπαδιαστός ή αποτραβηγμένος; 

θα βαδίσεις μπροστα απ' αυτούς

που γεννηθήκαν με σένα;

Ή με μια μαγκούρα στο χέρι θα απειλείς τα νεφρά τους;


Σαν τι θα κάνεις με τις τόσες μέρες
που σου περισσεύουν, και πάνω απ' όλα 
τις τόσες μέρες που σου λείπουν;

Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει κανένας στους δρόμους
κι ούτε μέσα στα σπίτια;

Υπάρχουν μόνο μάτια στα παράθυρα.

Αν δεν έχεις πού να κοιμηθείς
χτύπα μια πόρτα και θα σου ανοίξουν, 
θα σ' ανοίξουν ως ένα ορισμένο σημείο 
και θα δεις πως από μέσα έχει κρύο, 
πως εκείνο το σπίτι είναι άδειο, 
και δε θέλει νταραβέρια μαζί σου, 
και αν επιμένεις με τον τρυφερό σου τρόπο
θα σε δαγκώσουν ο σκύλος και ο γάτος.

Γεια σου γι' αργότερα, για ως να με ξεχάσεις!

Φεύγω γιατί δεν έχω καιρό
να κάνω άλλες ερωτήσεις στον άνεμο. 

Βιάζομαι τόσο πού μόλις
μπορώ και περπατάω με ευπρέπεια,
κάπου θα με περιμένουν
να με κατηγορήσουν για κάτι, και πρέπει 
εγώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου για κάτι: 
δεν ξέρει κανείς την αιτία 
μα είναι γνωστό πως είναι επείγον
κι αν δε φτάσω θα 'ναι κλειστά,
και πώς θα υπερασπιστώ 
αν χτυπήσω και δε μου ανοίξουν την πόρτα; 

Αντίο σας, θα μιλήσουμε πιο πριν.
Ή θα μιλήσουμε μετά, δε θυμάμαι,
ή μάλλον μπορεί να μην ιδωθήκαμε
κι ούτε να μπορούμε να επικοινωνήσουμε.
Έχω κάτι τέτοια συνήθεια τρελού,
μιλάω, δεν υπάρχει κανείς και δεν με ακούω, 
ρωτιέμαι και δεν μου αποκρίνομαι. 


.


ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ

Όλοι όσοι μου έδιναν συμβουλές 
γίνονται κάθε μέρα και πιο τρελοί. 
Ευτυχώς δεν τους έλαβα υπόψη μου 
κι έτσι φύγανε γι' άλλη πολιτεία, 
όπου ζούνε όλοι τους μαζί 
ανταλλάζοντας χαιρετούρες.

Ήταν υποκείμενα αξιότιμα
με βάθος από πολιτικής πλευράς
και κάθε λάθος που έκανα εγώ
τους προξενούσε τέτοια οδύνη
που ασπρίσαν τα μαλλιά τους, ζαρώσαν,
πάψανε να τρώνε κάστανα
και μια φθινοπωριάτικη μελαγχολία
τελικά τους έριξε σε παραμιλητό.

Τώρα δεν ξέρω τι να είμαι,
επιλήσμων ή γεμάτος σεβασμό,
να εξακολουθήσω να δέχομαι συμβουλές
ή να ψέξω τα παραμιλητά τους:
δεν κάνω για ανεξάρτητος,
χάνομαι μέσα σε τόση λόχμη,
και δεν ξέρω: να βγω ή να μπω,
να περπατήσω ή να σταθώ,
να αγοράσω γάτους ή ντομάτες.

Θα προσπαθήσω να καταλάβω
αυτό που δεν πρέπει να κάνω, και να το κάνω.
Κι έτσι να μπορέσω να δικαιολογήσω
τους δρόμους που μου χάνονται,
γιατί αν ο ίδιος δε λαθεύω
ποιος θα πιστέψει στα λάθη μου;
Και αν συνεχίσω να είμαι σοφός
κανείς δε θα με λογαριάζει.

Μα θα προσπαθήσω ν' αλλάξω:
να χαιρετώ με προθυμία,
να τηρώ τα προσχήματα
με επιμονή και ενθουσιασμό
ως να γίνω αυτό που θα 'θελαν να είμαι
και που δεν είμαι,
ως ότου να είμαι οι άλλοι.

Τότε λοιπόν, αν μ' αφήσουν ήσυχο, 
θα αλλάξω το πρόσωπο που έχω, 
θα κάνω διαφορετικό πετσί,
κι όταν πια θα 'χω άλλο στόμα,
άλλα παπούτσια, άλλα μάτια,
όταν πια θα 'μαι διαφορετικός,
και κανείς δεν θα μπορεί να μ' αναγνωρίσει,
θα εξακολουθώ να κάνω το ίδιο
γιατί δεν ξέρω να κάνω τίποτα άλλο.


Martha Graham, Lamentation 


ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ

Έχω την καρδιά βαριά
από τα τόσα που ξέρω,
σα να σηκώνω πέτρες 
υπέρμετρες σ' ένα σακκί,
ή να 'χει πέσει η βροχή 
ασταμάτητη μέσα στη μνήμη μου. 

Μη με ρωτάτε για κείνο.
Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάτε. 

Εγώ δεν έμαθα τι έγινε. 
Ούτε κι οι άλλοι ξέραν.
Κι έτσι πήγα από καταχνιά σε καταχνιά 
με τη σκέψη πως τίποτα δε συνέβαινε,
αναζητώντας φρούτα στους δρόμους,
στοχασμούς στα λιβάδια
και το συμπέρασμα είναι τούτο:
όλοι είχαν δίκιο,
ενώ εγώ στο μεταξύ κοιμώμουν.
Γι' αυτό προσθέτουνε στο στήθος μου
όχι μονάχα πέτρες αλλά και σκιά
όχι μονάχα σκιά, αλλά και αίμα.

Έτσι έχουν τα πράγματα, παλικαράκι 
μα και δεν έχουν έτσι τα πράγματα, 
γιατί, παρ' όλα αυτά, ζω, 
κι' έχω μια υγεία εξαίρετη, 
μεγαλώνει η ψυχή μου και τα νύχια μου 
πηγαίνω στα κουρεία, 
μπαίνω, βγαίνω σε σύνορα, 
αναζητάω και σημειώνω θέσεις 
όμως αν θέλετε να μάθετε κι' άλλα,
μπλέκονται τα οδικά μου δίχτυα, 
κι αν ακούτε τη θλίψη να γαυγίζει 
κοντά στο σπίτι μου, είναι ψέμα: 
ο καιρός ο φωτεινός είναι ο έρωτας, 
ο καιρός ο χαμένος είναι το κλάμα.

Έτσι λοιπόν, για ό,τι θυμάμαι, 
για ό,τι δε θυμάμαι, 
για ό,τι ξέχασα στο δρόμο, 
ανάμεσα στα τόσα χαμένα πράματα, 
για τους νεκρούς που δε μ' ακούσαν 
και που ίσως θέλησαν να με δουν, 
καλύτερα μη μου ρωτάτε τίποτα: 
αγγίξτε εδωπά, πάνω στο γελέκο μου, 
και θα δείτε πως μου χτυπάει 
ένας σάκκος γεμάτος σκούρες πέτρες.




ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ


Οι καταχνιές του Βορρά και του Νότου
μου αφήσαν λιγάκι Δύση, 
κι έτσι περάσαν οι μέρες εκείνες. 
Τα πάντα αρμενίζανε.

Πήγα χωρίς αμφιβολία να πάρω τον τίτλο

του ιππότη στρατοκόπου,
φόρεσα απ' όλα τα καπέλα,
γνώρισα δυναμικές κοπέλες,
έφαγα άμμο, έφαγα σαρδέλες,
και κάπου - κάπου παντρευόμουνα.

Αλλά χωρίς να θέλω να παραστήσω 
τον αυτοκράτορα ή το ναύτη, 
οφείλω να ομολογήσω πως θυμάμαι 
τις πιο αξιολάτρευτες καταιγίδες
και πως πεθαίνω από απληστία
στη σκέψη των όσων δεν έχω:
πόσο πλούσιος ήμουν και δεν ήμουν,
την πείνα που με συντηρούσε,
και κείνα τα ξένα παπούτσια
που δε χτυπούσαν την πόρτα.

Το μέγα που 'χουν οι χαρές
είναι που έχουν διπλό πάτο.
Και ζωή δεν είναι μόνο το σήμερα:
το παρόν είναι μια βαλίτσα
μ' ένα ρολόι λαθρεμπόρου,
η καρδιά μας είναι μέλλον
και η τέρψη μας είναι αρχαία.

Έτσι λοιπόν πήγα από δρόμο σε δρόμο
με ζέστη, με κρύο και με βιάση, και όσα δεν είδα
τα θυμάμαι ως τα τώρα,
όλους τους ίσκιους που κολύμπησα,
όλη τη θάλασσα που με δέχτηκε:
πήγαινα, χτύπαγα στις πέτρες,
ξάπλωνα με τ' αγκάθια,
και είχα τη φυσικότατη τιμή
εκείνων που δεν είναι αξιότιμοι.

Δεν ξέρω γιατί διηγιέμαι τούτα τα πράματα,
τούτες τις στεριές, τούτες τις στιγμές,
τούτον τον καπνό από κείνα τα τζάκια.
Κανένας δεν έχει όρεξη να τρέμει
με τους ξένους σεισμούς,
και στο βάθος σε κανέναν δεν αρέσει
η νιότη των γειτόνων.
Για το λόγο αυτό δεν ζητάω συγγνώμη.
Μένω στην παντοτινή μου θέση.
Έχω ένα δέντρο με τόσα φύλλα 
που αν και δεν καμαρώνω για αιώνιος
γελάω με σένα και με το φθινόπωρο.



Eternal Kiss, Central Station 1944



ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΛΟΙ


Από τους τόσους ανθρώπους που είμαι, που είμαστε
κανέναν δεν μπορώ να βρω:
μου χάνονται κάτω από τα ντυσίματα, 
φύγανε γι' άλλη πολιτεία. 

Όταν το κάθε τι έχει ετοιμαστεί
για να με δείξει έξυπνον, 
ο ανόητος που παραφυλάει μέσα μου
παίρνει το λόγο στο στόμα μου.

Άλλες φορές με παίρνει ο ύπνος

ενώ βρίσκομαι με την ανώτερη κοινωνία
κι όταν γυρεύω μέσα μου τον τολμηρό
ένας δειλός που δεν τον ήξερα
τρέχει να πάρει με το δικό μου σκελετό
χίλιες αβρές προφυλάξεις.

Όταν καίγεται ένα ευυπόληπτο σπίτι 
αντί για τον πυροσβέστη που φωνάζω 
σπεύδει ο εμπρηστής, 
κι αυτός είμαι γω. Δεν έχω γιατρειά. 
Τι πρέπει να κάνω για να περισυλλεγώ; 
Πώς μπορώ να επανορθωθώ;

Όλα τα βιβλία που διαβάζω, 
υμνολογούν λαμπρούς ήρωες, 
πάντα βέβαιους για τον εαυτό τους: 
γι' αυτούς πεθαίνω από το κακό μου 
και στις ταινίες με άνεμους και σφαίρες 
είμαι όλο ζήλεια για τον καβαλάρη, 
κάθομαι και θαυμάζω το άλογο.

Αλλά μόλις ζητήσω του δραστήριου να βγει, 
μου ξεφυτρώνει ένας γεροτεμπέλης,
γι' αυτό και δεν ξέρω ποιος είμαι,
δεν ξέρω πόσοι είμαι ή είμαστε.
Θα μου άρεσε να πατήσω ένα κουμπί
και να βγάλω το εμένα το αληθινό
γιατί αν έχω ανάγκη εμένα
δεν πρέπει εμένα να εξαφανίσω.

Ενώ γράφω είμαι απών,
κι όταν επιστρέφω έχω κι' όλας φύγει:
πάω να δω αν και στους άλλους ανθρώπους 
συμβαίνει αυτό που συμβαίνει σε μένα,
αν είναι τόσοι όπως είμαι γω,
αν μοιάζουν με τους εαυτούς τους,
κι όταν θα το 'χω εξακριβώσει,
θα έχω μάθει τα πράματα τόσο καλά 
που για να εξηγήσω τα προβλήματά μου 
θα σας μιλώ για γεωγραφία.




ΕΔΩ ΖΟΥΜΕ



Είμαι απ' αυτούς που ζουν
το μισό στη θάλασσα
και πλάι στο δειλινό, 
πέρα από τούτες τις πέτρες. 

Όταν ήρθα εγώ
και είδα το τι γινόταν, 
αμέσως αποφάσισα. 

Η ημέρα είχε κι όλας σκορπιστεί παντού,
όλα ήταν φως,
και η θάλασσα μάλωνε
σαν λιοντάρι από αλάτι,
με όλα του τα χέρια.

Η γυμνή μοναξιά τραγούδαγε εκεί,
και γω, χαμένος και αγνός,
ενώ ατένιζα κατά τη σιωπή
άνοιξα το στόμα και είπα:
«Ω! μάνα του αφρού,
μοναξιά απειροδιάστατη,
θα ιδρύσω εδώ την προσωπική μου τέρψη,
τον ενικό μου θρήνο».
Από τότε ούτε ένα κύμα,
ουδέποτε με απογοήτεψε.
Πάντοτε έβρισκα κεντρώα γεύση ουρανού
στο νερό, στο χώμα,
και, το ξύλο κι η θάλασσα μαζί, ανάβαν 
στους χειμώνες τους μοναχικούς.

Ευχαριστώ τη γη 
γιατί
με περίμενε
στην ώρα εκείνη που ο ουρανός κι ο ωκεανός
ενώνονται σα χείλη,
γιατί δεν είναι λίγο — έτσι δεν είναι; — να 'χεις 
ζήσει σε μια μοναξιά και να 'χεις φτάσει σε μιαν άλλη, 
να αισθάνεσαι σα πλήθος και να αναβιώνεις μόνος.

Αγαπώ όλα τα πράματα,
και απ' όλες τις φωτιές
μονάχα ο έρωτας δε φθείρει,
για τούτο περνάω από ζωή σε ζωή
από κιθάρα σε κιθάρα,
και δε φοβάμαι
ούτε το φως ούτε τον ίσκιο,
και επειδή σχεδόν είμαι από γη καθάρια
έχω κουτάλια για το άπειρο.

Έτσι λοιπόν κανείς δεν μπορεί να λαθέψει
και να μη βρει το δίχως πόρτες
και νούμερο σπίτι μου.
Εκεί, ανάμεσα σε σκούρες πέτρες
αντίκρυ στη φωτοβολή
του βίαιου αλατιού,
εκεί ζούμε η γυναίκα μου κι εγώ,
κι εκεί θα μείνουμε.

Βοήθεια, βοήθεια! Βοηθήστε! 
Βοηθήστε μας να 'μαστε πιο γη κάθε μέρα! 
ακόμα περσότερο αφρός ιερός 
ακόμα περισσότερο αέρας των κυμάτων.


four seasons


ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΩΡΑ


Θέλω να μην ξέρω και να μην ονειρεύομαι.
Ποιος μπορεί να με διδάξει να μην είμαι; 
να ζω χωρίς να εξακολουθώ ζώντας;

Πώς συνεχίζει το νερό;
Ποιος είναι των λιθαριών ο ουρανός;

Ασάλευτη, ως να σταματήσουν
οι αποδημίες το απόγειό τους
κι' ύστερα να πετάξουν με τα βέλη τους
ως το παγωμένο αρχιπέλαγος.

Ασάλευτη, με ζωή μυστική
σαν υποχθόνια πολιτεία
για να γλιστράν οι μέρες
σα στάλες αδέσμευτες:
τίποτα δε φθείρεται ούτε πεθαίνει
ως την ανάστασή μας
ως να γυρίσει με τα βήματα
της θαμμένης άνοιξης,
του πού βρισκόταν χαμένο,
ατελεύτητα ασάλευτο,
και που τώρα ανεβαίνει από το μη είναι
για να γίνει ένα ολάνθιστο κλωνί.


You were a seed that buried it's roots where others overlooked. Details: your soil, rain, & sun. Today, awestruck, I scale your branches  (art;christian.schloe)
The Dreaming Tree, Christian Schloe

ΚΑΗΜΕΝΑ ΑΓΟΡΙΑ

Πόσο μας κοστίζει σε τούτο τoν πλανήτη
ν' αγαπιόμαστε με την ησυχία μας: 

όλος ο κόσμος κοιτάζει τα σεντόνια, 

όλοι ενοχλούν τον έρωτά σου.
Και διηγούνται φριχτά πράγματα
για έναν άντρα και μια γυναίκα 
που ύστερα από πολύ μόχθο
και πολλές λεπτότητες
κάνουν κάτι αναντικατάστατο,
πέφτουν κι' οι δυο σε ένα μόνο κρεβάτι.

Και αναρωτιέμαι αν τα βατράχια
παραφυλάγονται ή αν φτερνίζονται 
αν ψιθυρίζουν στους βάλτους, 
εναντίον των παράνομων βατράχων, 
εναντίον της ηδονής των βατραχοειδών. 
Αναρωτιέμαι αν τα πουλιά
έχουν πουλιά εχθρούς
κι' αν ο ταύρος ακούει τα βόδια
πριν ιδωθεί με τη γελάδα.

Τώρα οι δρόμοι έχουνε μάτια,
τα πάρκα έχουν αστυνομία,
είναι μυστικά τα ξενοδοχεία,
τα παράθυρα σημειώνουν ονόματα,
κινητοποιούνται κανόνια και στρατοί
αποφασισμένοι κατά του έρωτα,
δουλεύουν χωρίς σταματημό
τα λαρύγγια και τ' αυτιά,
κι' ένα αγόρι με το κορίτσι του
αναγκάστηκαν να λουλουδίσουν
πετώντας μ' ένα ποδήλατο.



Christian Schloe, The Fellowship


ΑΓΑΠΗ

Τόσες μέρες, άι τόσες μέρες
να σε βλέπω τόσο ακλόνητη, και τόσο κοντά μου,
πώς πληρώνεται αυτό, με τι το πληρώνω;

Η αιμόχαρη άνοιξη στα δάση ξύπνησε,
βγαίνουν οι αλεπούδες απ' τις σπηλιές τους, 
τα ερπετά πίνουν δροσιά, 
κι' εγώ πάω μαζί σου πάνω στα φύλλα 
ανάμεσα σε πεύκα και σιωπή,
κι αναρωτιέμαι αν τούτη την ευδαιμονία
Πρέπει να την πληρώσω πως και πότε.

Απ΄ όσα πράγματα έχω δει
μονάχα εσένα θέλω να εξακολουθώ να βλέπω,
απ’ ό,τι έχω αγγίξει,
μονάχα το δέρμα σου θέλω να αγγίζω:
Αγαπώ το πορτοκαλένιο γέλιο σου,
Μου αρέσεις την ώρα που κοιμάσαι.

Πώς να γίνει αγάπη, αγαπημένη,
δεν ξέρω οι άλλοι πώς αγαπάν
δεν ξέρω πώς αγαπήθηκαν άλλοτε,
εγώ σε κοιτάζω και σε ερωτεύομαι, κι έτσι ζω,
φυσικότατα ερωτευμένος.
Μ' αρέσεις κάθε βράδυ και πιο πολύ.

Πού να 'ναι; όλο ρωτάω
αν λείψουν μια στιγμή τα μάτια σου.
Πόσο αργεί! Σκέφτομαι και με πειράζει.
Αισθάνομαι φτωχός, ανόητος και θλιμμένος,
και φτάνεις εσύ και είσαι θύελλα
που φτερούγισε μέσα από τις βερικοκιές.

Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι όχι γι’ αυτό,
για τόσα πράματα και τόσα λίγα,
κι έτσι πρέπει να 'ναι ο έρωτας
μισόκλειστος και ολικός,
ιδιάζων και τρομαχτικός,
σημαιοστόλιστος και πενθοφορεμένος,
λουλουδιασμένος σαν τ’ αστέρια 
και χωρίς μέτρο – όριο σαν το φιλί.


 Dorina Costras Art

AX ΤΙ ΣΑΒΒΑΤΑ ΒΑΘΙΑ!



Αχ, τι Βαθιά Σάββατα!

Είναι ενδιαφέρων ο πλανήτης
με τόσον κόσμο εν κινήσει:
κύματα ποδιών στα ξενοδοχεία,
επείγουσες μοτοσυκλέτες,
σιδηρόδρομοι που φτάνουν ως τη θάλασσα,
και πόσες κοπέλες ασάλευτες
που τις παγίδεψαν οι γρήγορες ρόδες.

Όλες οι βδομάδες καταλήγουν
σε άντρες, γυναίκες και άμμο,
και πρέπει να τρέχουν, να μη χάνουν τίποτα,
να δαμάζουν άχρηστους λόφους,
να μασάνε άλιωτη μουσική,
να γυρίζουν κατάκοποι στο τσιμέντο.

Εγώ πίνω για όλα τα Σάββατα, 
χωρίς να ξεχνάω τον φυλακισμένο
πίσω απ' τα άγρια ντουβάρια:
οι μέρες του πια δεν έχουν όνομα,
και τούτο το βουητό που περνάει και τρέχει
τον τυλίγει σαν ωκεανός
χωρίς να μαθαίνει ποιο είναι το κύμα,
το κύμα του υγρού Σαββάτου.

Άι, τι Σάββατα ερεθιστικά 
οπλισμένα με στόματα και πόδια, 
αφηνιασμένα σαν να τρέχουν στις κούρσες 
πίνοντας περσότερο απ' όσο λέει η φρόνηση:
 καμιά διαμαρτυρία για την οχλοβοή 
που δε θέλει να πηγαίνει μαζί μας.


into the sea of beginnings.......................cM inspiring...deb  to walk into the sea of beginnings and forget the journey of past regret


ΟΝΕΙΡΑ ΤΡEΝΩΝ

Ονειρεύονταν τα τρένα
 στο σταθμό, ανυπεράσπιστα, 
χωρίς ατμομηχανές, κοιμισμένα.

Μπήκα ταλαντευόμενος μέσα στην αυγή: 
πήγαινα ψάχνοντας για μυστικά, 
για πράγματα χαμένα μέσ' τα βαγόνια, 
μέσα στη νεκρή οσμή του ταξιδιού. 
Ανάμεσα στα σώματα τα φευγάτα 
κάθισα μόνος μες στο ακίνητο τρένο.

Ο αέρας ήταν συμπαγής, όγκος από 
κουβέντες ειπωμένες 
 και φυγαδεμένες απελπισίες.
 Ψυχές χαμένες μέσ' τα τραίνα,
 σαν κλειδιά χωρίς κλειδαριές
 πεσμένα κάτω απ' τα καθίσματα.

Ταξιδιώτισσες απ' το Νότο φορτωμένες
μπουκετάκια και πουλερικά,
μπορεί και να ’χουν δολοφονηθεί,
μπορεί να γύρισαν πίσω και να ’κλαψαν,
μπορεί να χάλασαν τα βαγόνια
με τη φωτιά των γαρίφαλλών τους:
μπορεί εγώ να ταξιδεύω, να είμαι με κείνες,
μπορεί ο ατμός των ταξιδιών,
οι βρεγμένες ράγες, ίσως
και να ζουν όλα μέσ' στο ακίνητο τρένο
και γω ένας ταξιδιώτης αποκοιμισμένος
δυστυχισμένα ξυπνητός.

Καθόμουν, και το τρένο
ταξίδευε μέσ' απ' το κορμί μου,
καταργώντας τα σύνορά μου,
έγινε, με μιας, το τρένο της παιδικής ζωής μου
ο αχνός της χαραυγής,
το χαρούμενο και πικρό καλοκαίρι.

Άλλα τρένα ήταν που φεύγαν,
 οχήματα κατάμεστα από πόνο,
λες κι' ήταν φορτωμένα κατράμι,
κι' έτσι, έτρεχε το ασάλευτο τρένο
εκείνο το πρωινό που όλο κι' απλωνόταν
οδυνηρό πάνω στα κόκαλά μου.

Βρισκόμουνα μονάχος στο τρένο το μονάχο
μα δεν ήμουνα ο μόνος μόνος
είχαν εκεί μαζευτεί
πολλές μοναξιές
περιμένοντας να ταξιδέψουν
σα φτωχοί στους διαδρόμους.

Και γω μες στο τρένο, σα νεκρός καπνός,
με τόσα άυλα όντα,
αποκαμωμένος από τόσους θανάτους
ένιωσα χαμένος σ' ένα ταξίδι,
που μέσα του τίποτα δε σάλευε
έξω από την κουρασμένη καρδιά μου.



plowden-CNR-locomotive



ΓΛΥΚΟ ΠΑΝΤΟΤΕ

Γιατί αυτές οι τόσο σκληρές ύλες; 
Γιατί για να γραφτούν τα πράγματα
και οι άνθρωποι της κάθε μέρας 
ντύνονται οι στίχοι με χρυσάφι, 
με απαίσια παλιά πέτρα; 


Θέλω στίχους από ύφασμα ή πούπουλο
πού μόλις να ζυγίζουν, στίχους χλιους 
με την οικειότητα των κρεβατιών
εκεί που ο άνθρωπος αγάπησε και ονειρεύτηκε.
Θέλω ποιήματα λερωμένα
από τα χέρια και το κάθε μέρα.

Στίχους από παντεσπάνι που λιώνει
σα γάλα και ζάχαρη μες στο στόμα,
ο αέρας και το νερό πίνονται, 
ο έρωτας δαγκώνεται και φιλιέται, 
θέλω σονέτα φαγώσιμα 
ποιήματα από μέλι και αλεύρι.

Η ματαιοδοξία όλο μας ζητάει
να υψωθούμε στον ουρανό
ή να κάνουμε βαθιές σήραγγες
άχρηστες κάτω απ' τη γη.
Κι' έτσι λησμονούμε ασχολίες
απολαυστικά τρυφερές, 
ξεχνάμε τις πάστες, 
δε δίνουμε στον κόσμο να φάει.

Στο Μαδράς, πάει τώρα καιρός,
είδα μια ζαχαρένια πυραμίδα,
έναν πύργο από ζαχαρωτό.
Το'να κομματάκι πάνω στο άλλο
και στην αρχιτεκτονική του, ρουμπίνια,
κι' άλλες τέρψεις ροδόχρωμες,
μεσαιωνικές και κίτρινες.

Κάποιος θα λέρωσε τα χέρια του 
ζυμώνοντας τόση γλύκα.

Αδερφοί ποιητές όσοι είστε εδώ, 
ή εκεί, στη γη, στα ουράνια, 
στο Μεντεγίν, στη Βερακρούς, 
στην Αβυσσηνία, στην Αντοφαγάστα, 
από τι είναι καμωμένες οι κερήθρες;

Φτάνει πια τόση πέτρα!

Ας ξεχειλίσει από την ποίησή σου
μια ισημερινή ζαχαροπλαστική
που θέλουν να την καταβροχθίσουν τα στόματά μας,
όλα τα στόματα των παιδιών
και όλοι οι φτωχοί ενήλικοι.
Για να μη μένουν πάντα μονάχες, χωρίς να βλέπουν, 
χωρίς να ορέγονται, χωρίς να καταλαβαίνουν,
τόσες και τόσες καρδιές από ζάχαρη.

Μη φοβάστε τη γλυκύτητα.

Ή μαζί μας ή χωρίς εμάς 
ό,τι είναι γλυκό θα εξακολουθήσει να ζει 
γιατί είναι ατέλειωτα ζωντανό,
αιώνια αναστημένο,
αφού καταμεσίς στο στόμα του ανθρώπου
για να τραγουδάει και για να τρώει 
είναι βαλμένη η γλύκα.



From the very early 1900's, a Swiss Suchard poster for the French market.




ΠΟΛΛΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


Μπλέκει η Δευτέρα με την Τρίτη

κι' η βδομάδα με τη χρονιά:

δεν μπορεί να κοπεί ο καιρός 

με τα φαγωμένα σου ψαλίδια 

και τα ονόματα της ημέρας, όλα, 
τα σβήνει της νύχτας το νερό.

Κανείς δεν μπορεί να ονομαστεί Πέδρο,
καμιά δεν είναι η Ρόσα ή η Μαρία,
όλοι μας είμαστε σκόνη ή άμμο,
όλοι μας είμαστε βροχή μέσ' στη βροχή.
Μου έχουν μιλήσει για Βενεζουέλες,
για Παραγουάες και για Χιλές,
δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάτε:
γνωρίζω το πετσί της γης
και ξέρω πως επώνυμο δεν έχει.

Όταν εζούσα με τις ρίζες
αυτές μ' αρέσαν πιο πολύ κι' απ' τα λουλούδια,
και όταν μιλούσα με μια πέτρα
αντηχούσε σαν καμπάνα.

Έχει τόσο μάκρος η άνοιξη
που βαστάει όλο το χειμώνα:
ο Χρόνος έχει χάσει τα παπούτσια του:
ένας χρόνος έχει τέσσερους αιώνες.

Τις νύχτες όλες όταν κοιμάμαι,
πώς ονομάζομαι ή πώς δεν ονομάζομαι;
κι' όταν ξυπνάω ποιος είμαι
αν, όταν κοιμόμουν, δεν ήμουν εγώ;

Αυτό πάει να πει πως μόλις 
ξεμπαρκάρουμε στη ζωή, 
ότι μόλις γεννηθούμε, 
να μη γεμίζουμε το στόμα μας 
με τόσα αβέβαια ονόματα, 
με τόσες θλιβερές ετικέτες, 
με τόσα χτυπητά γράμματα,
με τόσα δικό σου και δικό μου,
με τόση υπογραφή πάνω στα χαρτιά.

Εγώ σκέφτομαι ν' ανακατέψω τα πράγματα,
να τα ενώσω και να τα φρεσκογεννήσω,
να τα μπερδέψω, να τα γδύσω,
ως ότου, το φως του κόσμου
να 'χει την ενότητα του ωκεανού,
μιαν αφειδώλευτη ακεραιότητα,
ένα λάλον μύρο.



Broken Heart


ΤΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ
ΣΤΙΣ ΣΤΕΓΕΣ ΤΗΣ ΝΟΤΡ ΝΤΑΜ

Αντίκρυ στις μαυριδερές στέγες

αντίκρυ στο γαλατερό φως

οι ψιλόλιγνες αυτές γυναίκες

αυτά τα πράσινα αγάλματα
σαν τι να κάνουν; Τι κάναν πρώτα;
Τι θα κάνουν του χρόνου;
Είναι γεννήματα του χειμώνα;
Είναι άγγελοι, άγιες, βασίλισσες
των αιώνων που τρώγονται
πάνω στην πέτρα;
Ή απλώς
αγάλματα
χαμένα, αρπαγμένα
από ξεδεντριασμένα πάρκα
ή από πλατείες που νεκρώσαν;

Γιατί; Γιατί στα ύψη 
τα ερημικά, γυναίκες
 από πράσινο σίδερο, από νερό,
νεκρές κάτω απ' τη βροχή, 
ανυπεράσπιστες, λιγνές, 
σαν ασάλευτα ψάρια, 
σαν ακίνητοι κολυμβητές 
σαν τον αέρα μέσα στο νερό;

Κι' όμως σκέφτομαι πως
ψηλά εκεί δουλεύουν,
είναι κανόνες, ψυχροί κανόνες,
φωτιές ακίνητες,
γράμματα από φως, φαγωμένα
από άλλο φως, σκοτεινό,
από ένα συγκλονισμό χωρίς φιλιά,
από τα κύματα του ουρανού.

Νομίσματα, ναι, νομίσματα
που χτυπιούνται πάνω στο
ημίσκληρο άπειρο,
ανάμεσα σε στέγη και αυγή,
κατακόρυφες, μοναξιακές,
ζώντας μ' αγέρα και καπνό
σαν σε πρόκληση,
θορυβημένες παρθένες
 που απόμειναν εκτός, 
που ο θεός δεν άφησε να εισέλθουν 
εν αυτώ, στην «κλειστή» περιοχή 
κι' έτσι δίχως νάχουν γδυθεί 
διαβιώνουν κάτω απ' τη βροχή.




ΣΤ' ΑΝΟΙΧΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΜΥΓΕΣ

Γιατί μ' αυτές τις κόκκινες φλόγες 
προτίθενται τα ρουμπίνια ν' ανάβουν;

Γιατί η καρδιά του τοπαζιού 
έχει κίτρινες κερήθρες;

Γιατί το τριαντάφυλλο χαίρεται 
αλλάζοντας το χρώμα των ονείρων του;

Γιατί παγώνει το σμαράγδι
σαν πνιγμένη στο βυθό τής θάλασσας;

Και γιατί χλωμιάζει ο ουρανός 
πάνω στ' αστέρια του Ιούνη;

Πούθε αγοράζει φρέσκια ζωγραφική 
η ουρά της σαλαμάντρας;

Πού βρίσκεται η υποχθόνια φωτιά 
που ανασταίνει τα γαρούφαλλα;

Από που παίρνει το αλάτι 
η διάφανη τούτη ματιά;

Πού κοιμήθηκαν τα κάρβουνα 
και ξυπνήσαν σκούρα;

Και πού, αγοράζει ο τίγρης
πένθιμες ραβδώσεις, κι αχτίδες χρυσές;

Πότε άρχισε το αγιόκλημα 
να γνωρίζει το μύρο του;

Πότε αντελήφτηκε το πεύκο 
το μυρωδάτο έργο του;

Πότε μάθαν τα λεμόνια να έχουν 
το ίδιο με τον ήλιο δόγμα;

Πότε έμαθε να πετάει ο καπνός; 
Πότε κουβεντιάζουν οι ρίζες;

Πώς είναι στ' αστέρια το νερό; 
Γιατί ο σκορπιός δηλητηριάζει; 
Γιατί ο ελέφαντας είναι καλοσυνάτος;

Σαν τι να στοχάζεται η χελώνα; 
Πού αποσύρεται η σκιά; 
Τι τραγούδι επαναλαμβάνει η βροχή; 
Πού πηγαίνουν και πεθαίνουν τα πουλιά; 
Και γιατί είναι πράσινα τα φύλλα;

Τόσο λίγο είναι ό,τι ξέρουμε 
και τόσο πολύ ό,τι εικάζουμε 
και με τόση βραδύτητα μαθαίνουμε, 
που ρωτάμε και πεθαίνουμε.

Καλά θα κάνουμε να κρατήσουμε την περηφάνια
για την πολιτεία των νεκρών
την ημέρα των ψυχών,
κει, όταν ο αέρας θα διαπερνάει
τα κενά της νεκροκεφαλής σου,
θα σου αποκαλύπτει πολύ αίνιγμα,
και θα σου ψιθυρίζει την αλήθεια
εκεί που άλλοτε ήταν τ' αυτιά σου.



ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Μεταξύ του θνήσκειν και του μη θνήσκειν 
διάλεξα την κιθάρα 
και στο σκληρό αυτό επάγγελμα 
ανάπαυση δεν έχει η καρδιά μου, 
γιατί εκεί που λιγότερο με περιμένουν 
εγώ θα φτάσω με τις αποσκευές μου 
για να σοδιάσω το πρώτο το κρασί 
μες στα καπέλα του φθινόπωρου.

Θα μπω αν μου κλείσουν την πόρτα,
κι  αν με δεχτούν φεύγω,
δεν είμαι απ' τους θαλασσοπόρους
που χάνονται στους παγετούς:
βολεύομαι σαν τον άνεμο, εγώ,
με τα πιο κιτρινισμένα φύλλα
με τα κεφάλαια που 'χουν πέσει
από τα μάτια των αγαλμάτων
κι αν κάπου ξεκουραστώ
θα 'ναι στην καρδιά της φωτιάς
σ' ό,τι δονείται και τριζοβολάει
κι ύστερα ταξιδεύει χωρίς προορισμό.

Στο πέρασμα των στίχων
θα 'χεις βρει τ' όνομά σου,
πολύ λίγο λυπάμαι,
δεν επρόκειτο γι' άλλο πράγμα
μα για πολύ περισσότερα,
γιατί είσαι ή δεν είσαι
κι' αυτό συμβαίνει σ' όλο τον κόσμο,
κανείς δεν τα αντιλαμβάνεται όλα,
κι όταν αθροίζονται τα ποσά
όλοι ήμασταν ψευτο - πλούσιοι: 
τώρα είμαστε νεο - φτωχοί.



New art print on sale #guitar #blue

Έχω κοπεί συχνά σε κομμάτια
από κακεντρεχή θηρία
που φαίνονταν ακαταμάχητα.[....]

Αφήνω, λοιπόν, σ' αυτούς που γαυγίσαν
τις ταξιδιωτικές μου βλεφαρίδες
την προτίμησή μου για το αλάτι,
τη διεύθυνση του χαμόγελού μου
για να παραλάβουν τα πάντα
με διακριτικότητα, αν είναι ικανοί:
μια και δεν μπόρεσαν να με σκοτώσουν
δεν μπορώ να τους εμποδίσω
να μην ντυθούν ύστερα με τα ρούχα μου
να μην εμφανίζονται τις Κυριακές
με τεμαχίδια απ' το πτώμα μου
επιδέξια μεταμφιεσμένοι.
Αφού δεν άφησα ήσυχον κανέναν
δεν πρόκειται να μ' αφήσουν ήσυχο.
Και θα το δείτε μα δεν ενδιαφέρει :
ας δημοσιεύσουν τις κάλτσες μου.



Άφησα τα επίγεια αγαθά μου
στο κόμμα μου και στο λαό μου
τώρα πρόκειται γι' άλλα πράγματα, 
πράγματα τόσο σκοτεινά και φωτεινά
που όμως είναι ένα μόνο πράγμα.
Έτσι συμβαίνει με τα σταφύλια,
και με τα πανίσχυρα τέκνα του,
το άσπρο κρασί, το κοκκινέλι,
όλη η ζωή είναι κόκκινη κι' άσπρη,
κάθε φέγγος είναι σκοταδερό,
και δεν είναι όλα χώμα και τούβλο,
υπάρχει στην κληρονομιά μου ίσκιος και όνειρα.


Double Exposure Portraits by Antonio Mora  L’artiste espagnol Antonio Mora fait portraits de femmes et d’hommes en double exposition d’éléments naturels : des vagues, des paysages montagneux ou des animaux et plantes viennent se juxtaposer aux visages des modèles. Ses portraits sensuels et élégants sont à découvrir en images.
Double Exposure Portrait by Antonio Mora

Με ρωτήσανε κάποτε
γιατί έγραψα τόσο σκοτεινά,
ας κάνουν την ερώτηση στη νύχτα
στο μέταλλο, στις ρίζες.
Εγώ δεν ήξερα τι να απαντήσω
ως ότου σε λίγο μετά
μου επετέθηκαν δυο αλιτήριοι
κατηγορώντας με για αφελή:
ας απαντήσει το νερό που κυλάει
κι έφυγα τρέχοντας και τραγουδώντας.

Inside my empty bottle I was constructing a lighthouse while all the others were making ships.  ~Charles Simic    /  Spotlight by Michael Luna


Σε ποιον ν' αφήσω την τόση χαρά
 που αφθονούσε στις φλέβες μου
και τούτο το βλαστερό «είναι» και «μη είναι»
που μου 'δωσε η φύση;
Υπήρξα ένα μακρύ ποτάμι γεμάτο
σκληρές πέτρες που ηχούσαν
με ήχους λαμπερούς τη νύχτα
με τραγούδια σκοτεινά τη μέρα
και σε ποιον μπορώ ν' αφήσω τόσα,
τόσα που έχω ν' αφήσω μα και τόσο λίγα,
μια χαρά χωρίς αιτία,
ένα άλογο μονάχο μες στη θάλασσα,
έναν αργαλειό που ύφαινε άνεμο;



Τις θλίψεις μου τις προορίζω
γι αυτούς που μ' έκαναν να υποφέρω,
μα λησμόνησα ποιες ήταν,
και δεν ξέρω πού τις άφησα.
Αν κανείς τις δει μες στο δάσος
είναι σαν τις περικοκλάδες
ανηφορίζουν απ' το χώμα με τα φύλλα τους
και τελειώνουν όπου τελειώνεις,
στο κεφάλι σου ή στον αέρα,
και για να μην ανέβουν πιο πολύ
πρέπει ν' αλλάζουμε άνοιξη.


Double exposure portraits by Antonio Mora (a.k.a. Mylovt). He blends human and nature  into surreal hybrid artworks. Mora works with images he’d found browsing through online databases, magazines and blogs, and then fuses them together using skillful photo manipulation techniques. http://www.mylovt.com/ Art, Digital Art.
Double exposure portrait byAntonio Mora

Eδιάβηκα πολύ κοντά στο μίσος,
είναι σοβαρά τα ρίγη του, 
οι γνώσεις του ιλιγγιώδεις. 
Το μίσος είναι σπαθόψαρο, 
κινείται στο αόρατο νερό 
και τότε το βλέπεις να 'ρχεται 
κι έχει αίμα στο μαχαίρι του: 
το αφοπλίζει ή διαφάνεια.

Τότε γιατί μίσος
αυτούς που τόσο μας μίσησαν;
Εκεί βρίσκονται, κάτω απ' το νερό
κι ενεδρεύουν ξαπλωτοί
ετοιμάζοντας σπαθιά και ξυδόλαδο
αραχνοΐστούς και ξυλοΐστούς.
Δεν πρόκειται γιά χριστιανισμούς
δεν είναι κήρυγμα ούτε φτηνολογία
μα είναι πως το μίσος έχει χάσει:
του πέσανε τα λέπια
στην αγορά του δηλητήριου
και στο μεταξύ ο ήλιος βγαίνει
και κάθεσαι και δουλεύεις
και αγοράζεις το ψωμί σου και το κρασί σου

.

Του μίσους θα του αφήσω
τα πέταλα του αλόγου μου.
τη ναυτική μου τη φανέλα,
τα οδοιπορικά παπούτσια μου
τη μαραγκούδικη καρδιά μου,
το κάθε τι που έμαθα να κάνω
και ό,τι με βοήθησε να αντέχω,
ό,τι είχα γερό και καθαρό,
αδιάσπαστο κι αποδημητικό,
κι έτσι να μπορεί να μαθευτεί στον κόσμο
πως όσοι έχουν δάσος και νερό
μπορούν να κόψουν και ν' αρμενίσουν,
μπορούν να πάνε και να γυρίσουν,
μπορούν να πονέσουν και ν' αγαπήσουν,
μπορούν να φοβούνται και να δουλεύουν,
μπορούν να είναι και να συνεχίζουν,
μπορούν ν' ανθίζουν και να πεθαίνουν,
μπορούν να 'ναι απλοί και σκοτεινοί
μπορούνε και χωρίς αυτιά,
μπορούν ν' αντέξουν στη δυστυχία,
μπορούν να περιμένουν ένα λουλούδι
τέλος, μπορούμε να υπάρχουμε,
αν και δεν δέχονται τις ζωές μας
μερικοί πουτάνας γιοι.



Ματίλντε Ούρρούτια, εδώ σ' αφήνω
ό,τι είχα και δεν είχα,
ό,τι είμαι και δεν είμαι.
Ο έρωτάς μου είναι ένα παιδί που κλαίει,
γιατί δε θέλει να φύγει απ' την αγκαλιά σου,
στο αφήνω για πάντα: 
είσαι για μένα η πιο όμορφη.

Είσαι για μένα η πιο όμορφη,
η πιο σμιλευμένη απ' τον άνεμο
σαν δεντράκι του νότου,
σαν Αυγουστιάτικη φουντουκιά
είσαι για μένα ουσιώδης
όσο ένα ψωμάδικο,
η καρδιά σου είναι από γη
αλλά τα χέρια σου είναι ουράνια.

**Mother Earth by Josephine Wall
Mother Earth by Josephine Wall

Είσαι ρούσα και πιπεράτη
είσαι άσπρη και είσαι νόστιμη
σα φέτα από κρεμμύδι
είσαι ένα πιάνο που γελάει
μ' όλες τις νότες της ψυχής
και πέφτει απάνω μου η μουσική
των τσίνορων και των μαλλιών σου,
λούζομαι στο χρυσό σου ίσκιο,
με ηδονίζουνε τ' αυτιά σου
λες και τα είχα δει
μες στις παλίρροιες του κοραλλιού:
για τα νύχια σου πάλεψα στα κύματα
με κήτη τρομερά.[...]

Εσύ με νίκησες μονάχα,
από έρωτος κι από ξηράς...

λιόντισσα με μικρούλια πόδια,
τι θα 'κανα χωρίς τα χέρια τα μικρά σου;
Πού θα παράδερνα γυρνώντας, 
χωρίς καρδιά χωρίς σκοπό, 
σε τι απόμακρα λεωφορεία 
άρρωστος της φωτιάς ή του χιονιού; 

[....] Κάποια φορά που πια δε θα 'μαστε
κι ούτε πια θα πηγαινοερχόμαστε
κάτω από εφτά στρωσίδια χώμα
με νεκρικά πόδια ξερά,
μαζί θα είμαστε, αγάπη μου,
παράξενα ανακατωμένοι
Τ' αγκάθια μας που ’ναι ανόμοια
τα κακομαθημένα μάτια μας,
όλα επί τέλους θα ενωθούνε,
όμως τι θα μας χρειαστεί
η ενότητα στο κοιμητήριο;

Να μη μας χωρίσει η ζωή
και να πάει στο διάβολο ο θάνατος!




Eδώ, κύριοι, σας αποχαιρετώ, 

μετά από τόσα αποχαιρετιστήρια 
κι αφού δε σας αφήνω τίποτα 
θέλω να παίξετε όλοι κάτι: 
το πιο τραχύ απ' ό,τι είχα 
πιο νοσηρό και πιο πυρό 
γυρνάει στη γη, ξαναγεννιέται∙ 
τ' ανθόφυλλα της αγαθότητας 
πέσανε σαν αχός καμπάνας 
στο πράσινο στόμα του ανέμου.

Μα έχω μαζέψει και με τόκο 
αγάπη ξένων και δικών. 
Με δέχονταν η καλοσύνη 
όπου περνούσα οδοιπορώντας 
και την αντάμωσα παντού 
σα μια καρδιά διαμοιρασμένη.

Και πόσα σύνορα ιαματικά
δε ξεθρονίσανε την εξορία μου
μοιράζοντας μαζί μου το ψωμί
τον κίνδυνο, τη στέγη, το κρασί;
Ο κόσμος άνοιξε τα σύδεντρά του
και μπήκα όπως μπαίνει
ο Γιάννης μέσ' στο σπίτι του
ανάμεσα από δυο στίχους τρυφερότητας.
Έχω στο Νότο τόσους φίλους
το ίδιο όπως στο Βορρά,
να βασιλέψει δε μπορεί ο ήλιος
ανάμεσα στους φίλους μου στην Ανατολή,
και πόσοι να ’ναι εκεί στη Δύση; [....]

Από παντού έχω μαζέψει
το μέλι που το χάφτουν οι αρκούδες,
τη βυθισμένη άνοιξη,
το θησαυρό τον ελεφάντινο,
και τούτο το χρωστάω στους δικούς μου,
στους κρυσταλλένιους συγγενείς μου.
Μ' έχει ταυτίσει ο λαός
και να ’μαι λαός δεν έπαψα ποτέ.
Είχα μες στην παλάμη του χεριού μου
τον κόσμο με τ' αρχιπελάγη του,
κι επειδή είμαι από κείνους
που ποτέ δεν παραιτούνται
δεν παραιτήθηκα απ' την καρδιά μου,
απ' τα όστρακα και τ' άστρα.

capture the moon.- Pinned by The Mystic's Emporium on Etsy

Απ' τις φορές τις τόσες, που γεννήθηκα
έχω μια πείρα από αρμύρα
όπως τα πλάσματα της θάλασσας
με ουράνιους αταβισμούς
και με προορισμό επίγειο.
Κι έτσι κινούμαι χωρίς να ξέρω
σε ποιον θα ξαναπάω κόσμο

ή αν συνεχίσω ζωντανός.

Ώσπου τα πράματα να ξεδιαλύνουν
αφήνω εδώ τη μαρτυρία μου,
το ποντοπόρο μου εστραβαγάριο
που διαβάζοντάς το πολύ
κανείς να μη μπορεί να καταλάβει τίποτα,
εξόν απ' την αέναη κίνηση
μιανού ανθρώπου ξεκάθαρου και συγκεχυμένου,
ενός ανθρώπου βροχερού και χαρωπού,
αεικίνητου και φθινοπωρινού.

Και τώρα πίσω από τούτο το φύλλο
φεύγω και δεν εξαφανίζομαι:
θα δώσω ένα πήδημα μες τη διαφάνεια
σαν κολυμβητής του ουρανού,
και σε λίγο ξανά θα θεριέψω
ως να γενώ μια μέρα τόσο μικρός
που θα με πάρει ο άνεμος
και δε θα ξέρω πώς με λένε
και δε θα υπάρχω όταν ξυπνήσω:

τότε θα ιστορήσω εν σιωπή. 



Sureal!

Pablo Neruda, Estravagario
Μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου


.....με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης

«Έχω για τη ζωή μιαν αντίληψη δραματική και ρομαντική. Ό,τι δεν αγγίζει βαθιά την ευαισθησία μου δεν με ενδιαφέρει. Όσον αφορά την ποίηση, στην πραγματικότητα καταλαβαίνω πολύ λίγα πράγματα. Γι' αυτό συνεχίζω με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Ίσως απ' αυτά τα φυτά, τη μοναξιά, τη σκληρή ζωή, βγαίνουν οι μυστικές, αληθινά βαθιές "Ποιητικές Πραμάτειες" που κανείς δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί κανείς δεν τις έγραψε. Η ποίηση διδάσκεται βήμα βήμα ανάμεσα στα πράγματα και στις υπάρξεις, χωρίς να τα χωρίσουμε, αλλά ενώνοντάς τα με την ανιδιοτελή απλωσιά της αγάπης».

Pablo Neruda

«Ένας αυθεντικός ποιητής, από εκείνους που έχουν καλλιεργήσει τις αισθήσεις τους σ’ έναν κόσµο που δεν είναι ο δικός µας και που ελάχιστοι τον αντιλαµβάνονται. Ένας ποιητής πιο κοντά στο θάνατο παρά στη φιλοσοφία• πιο κοντά στον πόνο παρά στη διανόηση• πιο κοντά στο αίµα παρά στο µελάνι. Παραµένει απέναντι στον κόσµο γεµάτος ειλικρινή έκπληξη και του λείπουν τα δύο εκείνα στοιχεία µε τα οποία έχουν ζήσει τόσοι και τόσοι ψευδοποιητές: το µίσος και η ειρωνεία. Όταν πάει να γίνει τιµωρός και σηκώνει το σπαθί, βρίσκεται ξαφνικά µ’ ένα πληγωµένο περιστέρι ανάµεσα στα δάχτυλά του».

Federico García Lorca, για τον Pablo Neruda



«Ξέρω πως, αν κάποια µέρα ξαναπάµε στην Isla Negra, ο κόσµος του Πάµπλο θα µπει µέσα από κείνη την πόρτα και θα βρούµε σε κάθε πέτρα, σε κάθε φύλλο, σε κάθε κρώξιµο γλάρου, την πάντα ζωντανή ποίηση του ανδρός αυτού, που τόσο πολύ τα αγάπησε».

Julio Cortázar







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου